Αρχείο κατηγορίας Φιλοσοφία και Πολιτική

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Γ-Ι

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – Γ΄ Μέρος (τελευταίο) – V (προτελευταίο)

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Συνέχεια από το Β΄Μέρος – IV

9. Η ηγεσία του Κόμματος αποκαλύπτεται

Η ηγεσία του Κόμματος μας αποδίδει την αβάσιμη κατηγορία ότι «ακυρώνουμε το πρόγραμμα του Κόμματος και τη στρατηγική του». Για να έχει άμεσα υπόψη του ο αναγνώστης την κατηγορία που διατυπώνεται σε βάρος μας, την παραθέτουμε: «Η διαστρέβλωση που γίνεται και στο ίδιο το 15ο Συνέδριο και στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ από τη συγκεκριμένη αρθρογραφία, προκειμένου να στηριχτεί η άποψη ότι το ΚΚΕ έπρεπε προεκλογικά να διεκδικήσει και να αντιπαραθέσει μιά κυβέρνηση του ΑΑΔ Μετώπου ως φιλολαϊκή διέξοδο και όχι την εργατική λαϊκή εξουσία, είναι υπονόμευση του Προγράμματος του Κόμματος. Και η θέση τους για διεκδίκηση από το ΚΚΕ «κυβέρνησης του ΑΑΔ Μετώπου», και κάλεσμα της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων να συσπειρωθούν σ' αυτήν ως φιλολαϊκή διέξοδο ακυρώνει τη στρατηγική του ΚΚΕ».

Ουσιαστικά, από την απάντηση της ηγεσίας του Κόμματος στη «Νέα Σπορά», διαπιστώνεται ότι η πρόταση για κυβέρνηση του ΑΑΔΜ υπονομεύει το πρόγραμμα του Κόμματος και κατ' επέκταση την εργατική λαϊκή εξουσία. Για μας αυτή και μόνο η τοποθέτηση, που αντιπαραθέτει την κυβέρνηση του ΑΑΔΜ στην εργατική λαϊκή εξουσία, αποτελεί ένα πολύ ισχυρό τεκμήριο, που μας παρέχει το επιχείρημα για να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η ηγεσία του Κόμματος με τον πιο επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο ακυρώνει το πρόγραμμα του Κόμματος και τη στρατηγική του.

Το παραπάνω απόσπασμα δίνει απάντηση στη θέση που περιέχεται στην πρώτη Δήλωση που καταθέσαμε δημόσια, που θα μας επιτραπεί, και με τον κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί, να τη θυμίσουμε για άλλη μια φορά (και για να έχει πλήρη εικόνα ο αναγνώστης της αντιστοιχίας των θέσεων): «Σε μια εποχή που οι προβλέψεις και οι πρόνοιες του 15ου Συνεδρίου δικαιώθηκαν περίτρανα, η ηγεσία του κόμματος εγκατέλειψε την προσπάθεια να εφαρμόσει τη βασική του πρόταση, στο πνεύμα της σύγχρονης περιόδου που διανύουμε, προωθώντας τη δημιουργία του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου, που θα διεκδικούσε και τη διακυβέρνηση της χώρας, με τη δημιουργία αντίστοιχης κυβέρνησης, που θα έκφραζε και θα στηριζόταν στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, στη νεολαία και τη διανόηση της χώρας μας, που θα συνένωνε αρμονικά την πάλη των εργαζομένων για τα άμεσα προβλήματά τους με την προοπτική του σοσιαλισμού».

Είναι φανερό ότι από τη θέση που παίρνει η ηγεσία του Κόμματος, μπροστά στις εκλογές και όχι μόνο, έσβησε από το χάρτη της την πρόταση του 15ου Συνεδρίου και πρότεινε εργατική λαϊκή εξουσία και, κατά προέκταση, τη μόνη κυβέρνηση που αντιστοιχεί σ' αυτήν, τη σοσιαλιστική κυβέρνηση. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η άρνησή της στη δυνατότητα του ΑΑΔΜ να έχει τη δικιά του κυβέρνηση, έτσι όπως προβλέπει και το πρόγραμμα του Κόμματος.

Το ζήτημα αυτό μπορούμε να το δούμε και από μια άλλη αποκαλυπτική σκοπιά: Η ηγεσία του Κόμματος αρνείται το χαρακτήρα του ΑΑΔΜ, έτσι όπως τον καθορίζει το 15ο Συνέδριο, αφού αρνείται στο ΑΑΔΜ τη δυνατότητα – υποχρέωση να συγκροτήσει κυβέρνηση και αφού κανένα Μέτωπο δεν συγκροτείται για να μείνει στην Ιστορία απλώς ως Μέτωπο και χωρίς να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και τη συγκρότηση κυβέρνησης. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο αντιπαραθέτει την κυβέρνηση του ΑΑΔΜ στην εργατική λαϊκή εξουσία και ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση του ΑΑΔΜ υπονομεύει τη στρατηγική του Κόμματος, η οποία εξασφαλίζεται και υλοποιείται από τη δικιά της πρόταση για την εργατική λαϊκή εξουσία.

Η ηγεσία του Κόμματος, δηλαδή, αν πάρουμε υπόψη συνολικά την απάντηση που έδωσε στη «Νέα Σπορά», δεν αρνείται την αναγκαιότητα συγκρότησης του Μετώπου γενικά, αλλά αρνείται τη συγκρότηση του συγκεκριμένου Μετώπου, του ΑΑΔΜ, ειδικά, αφού θεωρεί ότι υπονομεύει τη στρατηγική του. Και μάλιστα το αρνείται σε ώρα μάχης, μπροστά στις πιο κρίσιμες εκλογές για το κόμμα, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο ως προς την αποδοχή εκ μέρους των εργαζομένων της πρότασης που κατέθεσε.

10. Τι προβλέπει το Πρόγραμμα του Κόμματος

Τι προβλέπει το πρόγραμμα του Κόμματος; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί για να διευκρινιστεί πλήρως η βάση της άρνησης του προγράμματος του Κόμματος από την πλευρά της ηγεσίας. Στο κεφάλαιο «Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ» με υπότιτλο «Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο πάλης και το πέρασμα στο σοσιαλισμό» κατατίθενται οι παρακάτω εκτιμήσεις – θέσεις:

10.1 Ως προς τον χαρακτήρα της εποχής κατατίθεται η εκτίμηση – θέση ότι: «Στην εποχή μας, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η πάλη των τάξεων κατευθύνεται στη λύση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας. Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική» (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, σελ 113).

Αυτό που έχει σημασία στην παραπάνω παράγραφο είναι να κρατήσουμε ότι «η πάλη των τάξεων κατευθύνεται στη λύση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας». Επομένως το πρόγραμμα του κόμματος μας μιλάει για μια πορεία που θα κατευθύνεται προς την επίλυση της βασικής αντίθεσης, προς το σοσιαλισμό. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, γιατί, αν και οι αντικειμενικές συνθήκες, οι υλικοί όροι είναι ώριμοι για το πέρασμα και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, οι υποκειμενικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει ακόμη, γεγονός που επιβάλλει συγκεκριμένα καθήκοντα από την άποψη της τακτικής που θα βοηθήσουν στην ωρίμανσή τους.

10.2 Το πρόγραμμα του κόμματος ορίζει με σαφήνεια και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης: «Κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά μικροαστικά στρώματα της πόλης. Η νεολαία θα παίξει δραστήριο ρόλο στον αγώνα για το σοσιαλισμό και την οικοδόμησή του. Το ΚΚΕ επιδιώκει να πείσει και άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους δεν υπηρετούνται με τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Ότι πρέπει να σταθούν στο πλευρό των δυνάμεων που παλεύουν για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» (Στο ίδιο, σελ. 113 – 114).

10.3 Στη συνέχεια, όμως, το πρόγραμμα του Κόμματος ορίζει και τις κοινωνικές δυνάμεις που συγκροτούν το ΑΑΔΜ: «Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο πάλης εκφράζει αντικειμενικά μια ευρύτερη κοινωνική βάση, τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, που δέχεται τις συνέπειες από τη δράση των πολυεθνικών και από τη συμμετοχή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς: Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, των κοινωνικών κινημάτων που αγωνίζονται για τα δημοκρατικά δικαιώματα, για την απόκρουση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων σε βάρος των λαών και της ειρήνης. Συσπειρώνει τους εργαζομένους στον τομέα του πολιτισμού και της επιστήμης, που αντιστέκονται στην υποκουλτούρα, στην εμπορευματοποίηση και στη χειραγώγηση» (Στο ίδιο, σελ. 115)

Με δυο λόγια. Οι κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης και οι κοινωνικές δυνάμεις του ΑΑΔΜ είναι, σχεδόν, οι ίδιες και αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Από εδώ πηγάζει το συμπέρασμα ότι το ΑΑΔΜ είναι το μέσο συγκέντρωσης και ωρίμανσης των δυνάμεων εκείνων που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση, για την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το Μέτωπο, όμως, δεν μπορεί να μείνει μόνο ως τέτοιο αλλιώς δεν θα επιτελέσει το ρόλο του. Πρέπει να πάρει και την εξουσία και να δημιουργήσει κυβέρνηση.

10.4 Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο καταλυτικός ρόλος του ΚΚΕ, που το πρόγραμμα τον προβλέπει σαφώς:   «Αναδείχνεται πιο επιτακτικά η ανάγκη το ΚΚΕ με την πολιτική του να συμβάλει στη διαμόρφωση και ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα για τη σοσιαλιστική επανάσταση» (Στο ίδιο, σελ. 114).

10.5 Και ποια είναι αυτή η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει το ΚΚΕ ώστε να βοηθήσει στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα; Είναι:  «Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική γραμμή πάλης (που – ΣΣ) συμβάλλει στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, στην αντίσταση, και υπεράσπιση των συμφερόντων του από την επιθετικότητα του μεγάλου κεφαλαίου. Είναι ο δρόμος που βοηθά να αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων, να γίνει η προσέγγιση και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ο αγώνας αυτός συνδέεται περισσότερο και εντάσσεται οργανικά στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Περικλείει από τη φύση του ρήξεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της» (Στο ίδιο, σελ. 114 – 115).

10.6 Μ' αυτήν την πολιτική κατεύθυνση και αναπτύσσοντας την πάλη για τα οξυμένα προβλήματα των εργαζομένων και γενικότερα του ελληνικού λαού αρχίζει και η διαδικασία συγκρότησης του ΑΑΔΜ: «Η διαδικασία συγκρότησης του Μετώπου πραγματοποιείται στο έδαφος του αγώνα για τα οξυμένα προβλήματα που απασχολούν το λαό και τη χώρα, της πολιτικής και ιδεολογικής αναμέτρησης με την ολιγαρχία του τόπου, τους πολύμορφους μηχανισμούς του κράτους της, με τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντά της ή συναινούν στην εξυπηρέτησή τους. Η δύναμη του Μετώπου βρίσκεται στον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης και του κόμματός της, στην ενότητα δράσης της, στη συμμαχία της με τα κοινωνικά στρώματα που παλεύουν σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση» (Στο ίδιο, σελ. 115 – 116).

10.7 Το πρόγραμμα του Κόμματος, όμως, ξεκαθαρίζει και το πώς θα συγκροτηθεί το ΑΑΔΜ. Και το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του, γιατί διευκρινίζεται και η εξ αρχής βάση πάνω στην οποία θα συγκροτηθεί το Μέτωπο, ο ρόλος του ΚΚΕ αλλά και οι στόχοι του: «Το Μέτωπο στην αρχική του φάση ξεκινά σαν συσπείρωση κυρίως κοινωνικών δυνάμεων γύρω από αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα και στόχους, από επιμέρους μέτωπα πάλης που κινητοποιούν διάφορα τμήματα των εργαζομένων προς ένα ενιαίο ισχυρό λαϊκό ρεύμα. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η ταξική πάλη, η οργάνωση και η πολιτική πείρα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, όσο ενισχύεται η δύναμη του ΚΚΕ, τόσο θα αυξάνονται οι δυνατότητες το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό μέτωπο να προκαλεί αντίστοιχες αλλαγές στον πολιτικό συσχετισμό» (Στο ίδιο, σελ. 116).

10.8 Ειδικότερα, όμως, για το ΚΚΕ και τον πολιτικό του ρόλο το πρόγραμμα ξεκαθαρίζει και τη σχέση του Κόμματος με τα άλλα κόμματα, πάντα σε συνάρτηση με τη δημιουργία και την ανάπτυξη του ΑΑΔΜ: «Το ΚΚΕ επιδιώκει τη συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που αποδέχονται την αναγκαιότητα σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό και τα πολυεθνικά μονοπώλια, υπερασπίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, τη λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας. Η συνεργασία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα συγκεκριμένα προβλήματα, στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης θα δείχνει κατά πόσο είναι δυνατή η διεύρυνσή της και η συνεργασία και σε άλλους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους, κατά πόσο στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία» (Στο ίδιο, σελ. 116).

10.9 Παραπέρα, συμπληρωματικά, το πρόγραμμα ξεκαθαρίζει και δύο άλλες πτυχές των πολιτικών συνεργασιών του ΚΚΕ. Με ποιο στόχο γίνονται αυτές οι πολιτικές συνεργασίες και που στηρίζονται: «Οι πολιτικές συνεργασίες για να σταθούν και να στερεωθούν ώστε να δώσουν ώθηση και πολιτικό δυναμισμό στο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης, πρέπει να στηρίζονται σε υπαρκτές κοινωνικές διεργασίες και συσπειρώσεις, να αναπτύσσουν τη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων. Να στηρίζονται στους αγώνες, να αναγνωρίζουν έμπρακτα τη δύναμη του λαϊκού κινήματος. Να αντιμετωπίζουν τα διασπαστικά και υπονομευτικά σχέδια της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της». (Στο ίδιο σελ. 116).

Πρώτο γενικό συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κανείς από τα παραπάνω είναι απόλυτα σαφές:

Το Μέτωπο, ως προς το χαρακτήρα του, είναι αντιιμπεριαλιστικό, γιατί στρέφεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, είναι αντιμονοπωλιακό, γιατί στρέφεται ενάντια στα μονοπώλια και την εξουσία τους, είναι δημοκρατικό, γιατί θα αγωνίζεται για αιτήματα δημοκρατίας που αρνείται η αστική τάξη να επιλύσει και γιατί η πάλη για τη δημοκρατία είναι συστατικό μέρος της πάλης για το σοσιαλισμό.

Το Μέτωπο είναι κοινωνικό, γιατί εκφράζει, συσπειρώνει και στηρίζεται στις πιο καταπιεσμένες τάξεις και κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, πάνω απ' όλα, όμως, συσπειρώνει και στηρίζεται στην εργατική τάξη, που είναι η πιο καταπιεσμένη και η πιο επαναστατική τάξη της εποχής.   

Παραπέρα, το Μέτωπο είναι εκτός από κοινωνικό και πολιτικό, γιατί εκφράζει, συσπειρώνει και στηρίζεται και σε πολιτικές δυνάμεις, που συμφωνούν στις προγραμματικές κατευθύνσεις και στους στόχους του ΑΑΔΜ, στη βάση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί. Ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πολιτική συμφωνία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που θα συμμετέχουν και θα στηρίζουν το ΑΑΔΜ δεν θα είναι υποχρεωτικό να αφορά, ταυτόχρονα, και το ζήτημα του σοσιαλισμού, γεγονός που έχει διευκρινιστεί πολλές φορές από την πλευρά του Κόμματος. 

11. Το ΑΑΔΜ και το ζήτημα της εξουσίας

Έχει σημασία να εντοπίσουμε, στο αντίστοιχο κεφάλαιο του προγράμματος που διαπραγματεύεται το ζήτημα του Μετώπου και της εξουσίας, ότι ξεκινάει με τη διασάφηση πως στο ΑΑΔΜ συμμετέχουν «…δυνάμεις ανομοιογενείς,  από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης», γεγονός που αντανακλά και «διαφορετικές τάσεις, σε ότι αφορά την προοπτική και το σκοπό της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης» (Στο ίδιο, σελ. 122).

Στα απλά ελληνικά τα παραπάνω σημαίνουν ότι δεν θα φτάσουν όλες οι δυνάμεις του ΑΑΔΜ στο σοσιαλισμό, γιατί η προοπτική της εργατικής τάξης και του ΚΚΕ είναι ο σοσιαλισμός. Ανεξάρτητα, όμως, από το εάν δεν θα φτάσουν όλες οι δυνάμεις του ΑΑΔΜ στο σοσιαλισμό, γεγονός που δεν είναι αναγκαίο να το προσδιορίσει κανείς εκ των προτέρων, η ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης εκ των πραγμάτων θα φέρει το ΑΑΔΜ μπροστά στο ζήτημα της εξουσίας ή, για να το εκφράσουμε όπως ακριβώς το τοποθετεί αυτό το θέμα το πρόγραμμα του Κόμματος, «η ανάπτυξη των κοινωνικοπολιτικών αναμετρήσεων, των ταξικών συγκρούσεων, θα φέρνει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας».

Το καθήκον του ΚΚΕ, κατά το πρόγραμμα, είναι: «Το KKE κατευθύνει τη δράση του, ώστε η αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη να αναπτύσσεται και να βαθαίνει η αντικαπιταλιστική συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική» (Στο ίδιο, σελ. 122).

Το παραπάνω απόσπασμα τι ακριβώς μας διευκρινίζει; Μας διευκρινίζει ότι η ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης (δηλαδή η πάλη του ΑΑΔΜ) θα μας φέρει μπροστά στο πρόβλημα της εξουσίας, αλλά, ταυτόχρονα, θα βαθαίνει και η κοινωνική και πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Την πάλη αυτήν το ΚΚΕ θα την κατευθύνει «για να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική». Και πως;

Στο πλαίσιο αυτής της πάλης και: «Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της» (Στο ίδιο, σελ. 122 – 123).

Δεύτερο γενικό συμπέρασμα

Αυτό που διαπιστώνουμε, εν πρώτοις, είναι ότι το πρόγραμμα του Κόμματος κάνει λόγο για δημιουργία κυβέρνησης και δεν μιλάει για …ακυβερνησία και «ότι ο λαός δεν πρέπει να φοβάται την ακυβερνησία»!

Επομένως το Μέτωπο, μια και θα έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της εξουσίας, τη διεκδικεί και εφ' όσον την κατακτήσει σχηματίζει κυβέρνηση.

Όπως γίνεται φανερό οι πολιτικές εξελίξεις που έχουν πραγματοποιηθεί εδώ και αρκετά χρόνια, πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα μετά από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, δεν οδήγησαν ούτε στη δημιουργία του ΑΑΔΜ ούτε έφεραν το εργατικό κίνημα σε τέτοια θέση που να μπορεί να στηρίξει τα όσα προβλέπονται στο πρόγραμμα του Κόμματος, που με συγκεκριμένα αποσπάσματα εκθέσαμε. Κατά συνέπεια ούτε το ίδιο το Κόμμα ήταν σε θέση να υλοποιήσει τις αντίστοιχες επεξεργασίες του προγράμματος. Δεν μιλάμε για το εάν υπήρχαν οι δυνατότητες να βρεθούμε μπροστά σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που βρισκόμαστε τώρα. Μιλάμε για την πραγματικότητα που βρισκόμαστε, ανεξάρτητα από τις ευθύνες του Κόμματος.

Άρα κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στην κοινωνία είναι αδύνατη η δημιουργία σοσιαλιστικής κυβέρνησης.

Επομένως θα ήταν σαφώς απερίσκεπτο από την πλευρά της «Νέας Σποράς» να κατηγορήσει την ηγεσία του Κόμματος για κάτι το οποίο, πολύ φανερά, δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί. Και πράγματι δεν την κατηγορήσαμε γι αυτό για το οποίο μας δίνει απαντήσεις. Ούτε επαναστατική κατάσταση υπήρχε, ούτε το ΑΑΔΜ είχε δημιουργηθεί, ούτε το Κόμμα ήταν σε θέση να παίξει τον υψηλό καθοδηγητικό του ρόλο, ούτε το εργατικό και γενικότερο λαϊκό κίνημα ήταν σε θέση να επιβάλει σοσιαλιστική κυβέρνηση και χωρίς εκλογές. Κανένας από τους απαραίτητους παράγοντες δεν συνέτρεχε για να υλοποιηθούν οι όροι του προγράμματος που παραθέσαμε μέχρι τώρα. Ας δούμε, όμως, για ποιο πράγμα εγκαλέσαμε την ηγεσία του Κόμματος.

         «Νέα Σπορά»

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012, http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post_23.html

 

Συνέχεια στο Γ΄ Μέρος (τελευταίο)- VI (τελευταίο)

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Β-ΙΙ

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – ΙV

 

Της «Νέας Σποράς»

 

7. Επίδειξη ηγετικής αμετροέπειας

Εκεί, όμως, που η ηγεσία ξεφεύγει από κάθε μέτρο είναι στη διατύπωση ανέντιμων κατηγοριών σε βάρος της «Νέας Σποράς», που δείχνουν, όμως, και το πως η ηγεσία του Κόμματος κατανοεί τις κομματικές λειτουργίες. Μας κατηγορεί ψευδώς ότι δίνουμε «όπλα στον αντίπαλο επιδιώκοντας το χτύπημα του ΚΚΕ και του κινήματος».

Μας κατηγορεί ότι έχουμε εξαπολύσει επίθεση: «Και επιτίθενται με όρους υπονόμευσης του ΚΚΕ και με ανομολόγητους πόθους και στόχο να χτυπηθεί το Κόμμα, να σμπαραλιάσουν τη δράση του, καλώντας σε παρέμβαση από τα κάτω για να διορθωθεί η πολιτική του γραμμή και να επανέλθει στο πρόγραμμα του Κόμματος».

Θα μας επιτραπεί, κατ' αρχάς, να διατυπώσουμε ένα ερώτημα γενικής φύσης. Από πότε η επιμονή στην τήρηση και εφαρμογή του προγράμματος του Κόμματος συνιστά επίθεση ενάντια στο Κόμμα και το Κίνημα; Μπορεί να μας το εξηγήσει η ηγεσία του Κόμματος;

Πιο συγκεκριμένα. Από την πλευρά μας διατυπώσαμε την αντίθεσή μας στο γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν πρόβαλε και δεν εφάρμοσε το πρόγραμμά του ούτε πριν τις εκλογές ούτε κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων των εκλογών. Περιορίστηκε γύρω από την εργατική λαϊκή εξουσία. Αποδείχτηκε από τον πρώτο γύρο των εκλογών και κραυγαλέα στο δεύτερο γύρο των εκλογών της 17ης του Ιούνη ότι αυτό δεν ωφέλησε αλλά αντίθετα έβλαψε το Κόμμα.

Παραπέρα. Δεν προχωρήσαμε σε καμία ερμηνεία του προγράμματος του Κόμματος. Απαιτήσαμε μόνο την προβολή του και την εφαρμογή του, αφού ακόμα και η ηγεσία του Κόμματος, δημόσια τουλάχιστον, ισχυρίζεται ότι ισχύει. Αντίθετα η ηγεσία του Κόμματος στην απάντησή της προς την «Νέα Σπορά» προχωράει σε ερμηνεία του προγράμματος για να αποδείξει ότι είμαστε εμείς που το ακυρώνουμε (!) και η ίδια να κατοχυρώσει την ερμηνεία που δίνει αυθαίρετα ως πρόγραμμα του κόμματος. Εμείς από την πλευρά μας απομένει να αποδείξουμε ότι η ερμηνεία που δίνει αλλοιώνει το πρόγραμμα του Κόμματος και τη διαβεβαιώνουμε γι αυτό.

Η ηγεσία, ωστόσο, κάνει ένα πολύ επικίνδυνο βήμα παραπέρα, που την εκθέτει ανεπανόρθωτα. Μας αποδίδει ιδιότητες του ταξικού εχθρού!; Και τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πάρα πολλά: Αλήθεια. Ποιος ταξικός εχθρός θα αναλάμβανε την ευθύνη να την προειδοποιήσει ότι ο δρόμος που έχει επιλέξει είναι καταστροφικός για το Κόμμα; Ποιος ταξικός εχθρός δεν θα χαιρόταν με το εκλογικό αποτέλεσμα του Κόμματος; Ενώ εμείς από την πλευρά μας της αποδίδουμε την ευθύνη ότι έτσι όπως εφαρμόζει τη γραμμή του Κόμματος βάζει νάρκη στα ίδια τα θεμέλια του Κόμματος. Στην ύπαρξή του. Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη στάση του ταξικού εχθρού απέναντι στο Κόμμα, που μετά το αποτέλεσμα σκλήρυνε τη στάση του, και τη δική μας στάση, που μας ενδιαφέρει όχι μόνο να υπάρχει το Κόμμα αλλά να εκπληρώσει και τον ιστορικό του ρόλο;

8. Τι ισχυριστήκαμε εμείς και τι μας απάντησε η ηγεσία του Κόμματος

Παραθέτουμε το απόσπασμα που προκάλεσε τη μήνι της ηγεσίας του Κόμματος και που «πιάστηκε» από αυτό για να μας κατηγορήσει ότι έχουμε εξαπολύσει επίθεση ενάντια στο Κόμμα: «Η ηγεσία του ΚΚΕ θα κριθεί στα όργανα του Κόμματος, από τα μέλη του Κόμματος. Και θα κριθεί αυστηρά. Όσο σημαντικός κι αν είναι ο ρόλος της, δεν ταυτίζεται με το ίδιο το Κόμμα, πολύ περισσότερο όταν δεν μπορεί πλέον να βρίσκεται σ' αυτή τη θέση. Η ηγεσία του Κόμματος θα κριθεί από τους οπαδούς, τους ψηφοφόρους, από την ίδια την εργατική τάξη. Και η εργατική τάξη δεν χαρίζεται. Ούτε ξεχνάει. Ούτε θα επιτραπεί από τα μέλη του Κόμματος και από την ίδια την εργατική τάξη η οποιαδήποτε παρερμηνεία ή και η παραμικρή αξιοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος της 17ης του Ιούνη».

Μπροστά σ' αυτήν τη θέση που προβλήθηκε η απάντηση ήταν χαρακτηριστική για το πώς κατανοεί η ηγεσία του Κόμματος τα κομματικά πράγματα. Μένει κανείς ενεός από το ύφος και το περιεχόμενο της απάντησης. Ας σκεφτεί, όμως, ο κάθε καλόπιστος αναγνώστης και ας αναρωτηθεί από μόνος του για τα ζητήματα που περιέχει το σχετικό απόσπασμα της «Νέας Σποράς».

Και ποια είναι αυτά;

Διεξήχθηκαν δύο αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες. Τα εκλογικά αποτελέσματα είναι καταλυτικά για την περαιτέρω πορεία του ΚΚΕ. Ερώτημα πρώτο: Δεν πρέπει να κριθεί η ηγεσία του Κόμματος για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, που εισέπραξε το Κόμμα και που με τη δική της αποκλειστική ευθύνη χαράχτηκε η πολιτική που ακολούθησε; Ερώτημα δεύτερο: Αυτή η πολιτική δεν κρίθηκε στις εκλογές ή κρίθηκε κάποια άλλη για την οποία η ηγεσία του Κόμματος δεν φέρει την οποιαδήποτε ευθύνη; Ερώτημα τρίτο: Η απάντηση στη «Νέα Σπορά» δεν συνιστά υπεράσπιση της πολιτικής που ακολουθήθηκε; Ερώτημα τέταρτο: Που πρέπει να κριθεί η ηγεσία του Κόμματος αν όχι στα όργανα του κόμματος; Ερώτημα πέμπτο: Όσο σημαντικός κι αν είναι ο ρόλος της ηγεσίας του Κόμματος αυτή δεν ταυτίζεται με το Κόμμα το ίδιο και γι αυτό το λόγο το Κόμμα, δηλαδή οι οργανωμένες δυνάμεις του, έχουν κάθε δικαίωμα να κρίνουν την ηγεσία τους. Ή έχει εκλείψει αυτό το δικαίωμα; Ερώτημα έκτο: Μετά από ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν πρέπει να κριθεί αυστηρά η ηγεσία του Κόμματος και, προφανώς, δίκαια, δηλαδή, να αντιστοιχηθεί η πολιτική της πράξη με το πολιτικό αποτέλεσμα της πράξης της; Ερώτημα έβδομο: Όλα τα παραπάνω δεν συνιστούν τις πάγιες διαδικασίες που υπάρχουν από δημιουργίας του Κόμματος; Ερώτημα όγδοο: Μπορεί να υπάρξει κάποια εξαίρεση για τη σημερινή ηγεσία ή η απάντηση που μας έδωσε υποδηλώνει και κατοχυρώνει την αυτοεξαίρεσή της;

Αυτό είναι το πρώτο μέρος της τοποθέτησης που κάναμε και αφορά εξ ολοκλήρου τις κομματικές διαδικασίες. Το δεύτερο μέρος της τοποθέτησης αφορά τους οπαδούς, τους ψηφοφόρους και την ίδια την εργατική τάξη. Από την πρώτη ημέρα που υπάρχει το Κόμμα, πολύ περισσότερο από τη νεώτερη νομιμοποίηση του Κόμματος  για κάθε σημαντικό πολιτικό γεγονός, και οι πρόσφατες εκλογές αποτελούν πολύ σημαντικά γεγονότα για το Κόμμα, γίνεται προσπάθεια να ανοίγονται συζητήσεις με τους οπαδούς, τους ψηφοφόρους του, γενικότερα τους εργαζόμενους. Γι αυτό το σκοπό οργανώνονται συγκεντρώσεις, συσκέψεις, ομιλίες κλπ.

Σε αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες κρίνεται η πολιτική του Κόμματος αλλά και η δημόσια εικόνα της ηγεσίας του, των στελεχών του. Δίνονται εξηγήσεις αλλά λέγονται και απόψεις. Ασκείται κριτική και γίνονται προτάσεις. Υπάρχουν, δηλαδή, παγιωμένες εκείνες οι διαδικασίες που μέσα από έναν, κατά το δυνατό, χρήσιμο και δημιουργικό διάλογο υπόκειται στη βάσανο της κριτικής η πολιτική του Κόμματος ευρύτερα από τους εργαζόμενους. Το ίδιο έγινε και στις πρόσφατες εκλογές.

Πέραν, όμως, αυτού του τύπου τον οργανωμένο διάλογο κριτικής αποτίμησης της πολιτικής του Κόμματος, υπάρχει και η γενική στάση της εργατικής τάξης, των άλλων εργαζομένων, των κοινωνικών στρωμάτων που προσπαθεί να συσπειρώσει το Κόμμα. Που εκφράζουν μια κριτική θέση απέναντι στο Κόμμα και που εκτός από τις εκλογές, που αναδεικνύουν και αποδεικνύουν τη γενική πολιτική ωρίμανση των εργαζομένων, εκφράζεται στην καθημερινότητα, με την εμπιστοσύνη τους, την αναγνώριση των αγώνων του, τη βοήθεια που δίνουν στο Κόμμα με διάφορες μορφές.

Μέσα από αυτήν τη σχέση εκδηλώνεται η εκτίμηση των λαϊκών μαζών που τρέφουν στο πρόσωπό του Κόμματος. Βρίσκει έκφραση το κύρος του Κόμματος ευρύτερα προς τα έξω. Πρέπει να πούμε, όσο δυσάρεστο κι αν είναι, ότι η εκτίμηση των μαζών προς το Κόμμα, το κύρος που εξέπεμπε το Κόμμα προς τις μάζες έπεσαν αμοιβαία. Κι αυτό δείχνει ότι η εργατική τάξη «καταγράφει» συνεχώς. Και δεν ξεχνάει να αποδώσει ευθύνες με την ανάλογη αυστηρότητα. Και οι εκλογές, κατά τη γνώμη μας, το απέδειξαν.

Το τρίτο μέρος της τοποθέτησής μας αφορά την παρερμηνεία ή και την αξιοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος. Νομίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος που προσπαθεί να αξιοποιήσει η ηγεσία του Κόμματος για να αποσείσει τις ευθύνες που έχει. Γι αυτό το λόγο επικαλείται και αποδίδει στις λαϊκές μάζες διαχειριστικές αυταπάτες. Αυτό όμως αποδεικνύει ότι η ηγεσία εξακολουθεί να λειτουργεί για τον εαυτό της και όχι για το Κόμμα.

Ύστερα από την ανάλυση της τοποθέτησης που έχουμε κάνει, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στο «Ρ» ως απάντηση. Θα το αφήσουμε ασχολίαστο, και ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα: «Είναι ακριβώς η τακτική του ταξικού αντίπαλου και του οπορτουνισμού, για να κάνουν ζημιά, και με την υπόσκαψη της ενότητας θέλησης και δράσης του ΚΚΕ, που εκφράζεται με διαλεκτική σχέση καθοδηγητικών οργάνων και ΚΟΒ. Επομένως πρόκειται για καραμπινάτη επίθεση στο ΚΚΕ και το Πρόγραμμά του, τη στρατηγική του, στην ΚΕ, το ΠΓ και την ΓΓ της ΚΕ ενιαία, την ίδια στιγμή που έχει ξεδιπλωθεί και είναι ολοφάνερη η εκστρατεία επίθεσης των αστών, των επιτελείων τους, με την ίδια ακριβώς τακτική, δηλαδή επίθεση στην ΚΕ, το ΠΓ και την ΓΓ της ΚΕ ενιαία, για συρρίκνωση και χτύπημα του ΚΚΕ, προκειμένου να χτυπηθεί το εργατικό, το λαϊκό κίνημα. Ακριβώς γιατί προβλέπουν ότι το βάθεμα της κρίσης θα οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις, ότι μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης και θέλουν να την προλάβουν, να χειραγωγήσουν, να την αναχαιτίσουν ανώδυνα για το σύστημα, επιδίωξη που δεν μπορούν να την πετύχουν με ένα ισχυρό ΚΚΕ. Αυτή η ολοένα και πιο μαζική παρέμβαση στο Κόμμα και τη γραμμή του είναι στοιχείο που θέλει να δώσει καίριο πλήγμα στο ΚΚΕ. Και δίνει λαβή στον αντίπαλο για τον ίδιο σκοπό».

Ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει και να διαβάσει και ανάλογα σχόλια πάνω στο ίδιο ζήτημα. Για να διαπιστώσει πως εκείνοι που κράτησαν το στόμα τους κλειστό στις προεκλογικές περιόδους κρατάνε την ίδια στάση απέναντί μας. Μια στάση που οδηγεί στη διάλυση της δομής και της λειτουργίας του Κόμματος.

 

(ακολουθεί το Γ' Μέρος)

16/07/2012, «ΝέαΣπορά»

 

ΠΗΓΗ: http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post_16.html

 

  Συνέχεια στο Γ΄ Μέρος – V

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Β-Ι

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – ΙΙΙ

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

6. Ανεπίτρεπτες κατηγορίες

Η ηγεσία του Κόμματος προκειμένου να μας απαντήσει, σε σχέση με το πρόγραμμα, προλειαίνει το έδαφος με ανεπίτρεπτες και προκατασκευασμένες κατηγορίες, τις οποίες τις θέτει ως ερωτήματα στα οποία, στη συνέχεια, δίνει η ίδια τις αυθαίρετες απαντήσεις της. Είναι κι αυτή μια προσφιλής μέθοδος ειδικά εκείνων που στερούνται λογικών πολιτικών επιχειρημάτων.

Μας εγκαλεί η ηγεσία του Κόμματος : «Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να απαντήσουν γιατί σε όποια χώρα έγινε από Κομμουνιστικά Κόμματα "κυβερνητικό πείραμα" για να ανακοπεί η αντεργατική, αντιλαϊκή επίθεση, το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο (Γαλλία, Ιταλία κλπ)». 

Κατ' αρχάς, το «σε όποια χώρα» δεν ισχύει. Είναι άλλη η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, όπου οι πολιτικές εξελίξεις, με πρωτοπόρα δύναμη το ΚΚΤσ, οδηγούν στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Άλλη η περίπτωση της Χιλής στη δεκαετία του ‘70, όπου η κυβέρνηση συνεργασίας του Σαλβατόρ Αλλιέντε αντιμετωπίζεται με  το αμερικανόπνευστο στυγνό πραξικόπημα του Πινοσέτ. Άλλη η περίπτωση του Βιετνάμ στη δεκαετία πάλι του '70, που με το όπλο στο χέρι κατακτά την πολιτική εξουσία και ενώνει τη χώρα. Και εντελώς άλλη η περίπτωση της Γαλλίας (πριν και μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού) και της Ιταλίας (μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού), όπου τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα ενσωματώνονται σε «κυβερνητικά πειράματα» και στην πολιτική της αστικής τάξης.

Επομένως αυτή η γενίκευση από τη μία και ο ταυτόχρονος περιορισμός από την άλλη, στην Γαλλία και την Ιταλία, είναι εκ του πονηρού. Είτε γίνεται συνειδητά από σκοπιμότητα για να δικαιολογήσει μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία είτε γίνεται από άγνοια. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, δεν βοηθάει καθόλου τη διευκρίνιση του ζητήματος, γιατί ανακατεύει διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και διαφορετικές πολιτικές των αντίστοιχων Κομμουνιστικών Κομμάτων. Και μια ηγεσία οφείλει να τα γνωρίζει «αυτά τα απλά».   

Κατά δεύτερο, δεν αντιλαμβανόμαστε για ποιο πράγμα μας εγκαλεί η ηγεσία του Κόμματος. Έπρεπε να απαντήσουμε για την περίπτωση της Γαλλίας και της Ιταλίας!;  Μα δεν χρειάζεται να απαντήσουμε γιατί δεν θέλουμε το σχηματισμό κυβέρνησης με τον τρόπο που σχηματίστηκε στη Γαλλία και στην Ιταλία. Είναι πολύ απλό. Θέλουμε το σχηματισμό κυβέρνησης έτσι όπως την προβλέπει το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας.

Και τη ρωτάμε ευθέως να μας απαντήσει. Είναι αντικομματική ενέργεια αυτή η απαίτησή μας να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του Κόμματος την ώρα που η ηγεσία του Κόμματος δεν το εφαρμόζει; Το ερώτημα αυτό είναι καίριο. Γιατί καθορίζει τη στάση της ηγεσίας απέναντι στο Κόμμα και στην εργατική τάξη της χώρας, γενικότερα απέναντι στους εργαζόμενους, τα μικροαστικά στρώματα και τον ελληνικό λαό αλλά και τη στάση τη δικιά μας απέναντι στην ηγεσία.

Ακριβώς γι αυτό το λόγο δεν μιλήσαμε αποκλειστικά και μόνο για κυβέρνηση. Θυμίζουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρώτη μας Δήλωση:  «Σε μια εποχή που οι προβλέψεις και οι πρόνοιες του 15ου Συνεδρίου δικαιώθηκαν περίτρανα, η ηγεσία του κόμματος εγκατέλειψε την προσπάθεια να εφαρμόσει τη βασική του πρόταση, στο πνεύμα της σύγχρονης περιόδου που διανύουμε, προωθώντας τη δημιουργία του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου, που θα διεκδικούσε και τη διακυβέρνηση της χώρας, με τη δημιουργία αντίστοιχης κυβέρνησης, που θα έκφραζε και θα στηριζόταν στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, στη νεολαία και τη διανόηση της χώρας μας, που θα συνένωνε αρμονικά την πάλη των εργαζομένων για τα άμεσα προβλήματά τους με την προοπτική του σοσιαλισμού». Δηλαδή, μιλήσαμε για τη συνολική πρόταση του προγράμματος του Κόμματος και εγκαλέσαμε την ηγεσία γιατί δεν την προώθησε και δεν την πρόβαλε, ενώ το πρόγραμμα του Κόμματος ισχύει μέχρι κι αυτήν τη στιγμή, υποτίθεται.

Κατά τέταρτο, για να προσδώσει «υπόσταση» στην παραπάνω επιχειρηματολογία της η ηγεσία καταφεύγει στον …Αλ. Τσίπρα! Νισάφι πια! Καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί οχυρώνεται πίσω από τέτοιες απαράδεχτες μεθοδολογίες. Επιχειρεί να διεγείρει τα αντανακλαστικά του κομματικού σώματος, και έτσι μόνο από το άκουσμα του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχτεί τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία χωρίς και να την κρίνει. Αλλά δεν είναι ο σοφότερος και ο προσφορότερος τρόπος για να αντιμετωπίσει κριτικές που της υποβάλλονται και, τη διαβεβαιώνουμε, δεν είναι μόνο δικές μας. Τη διαβεβαιώνουμε, επίσης, ότι ο Αλ. Τσίπρας δεν νοιάζεται καθόλου αν η ηγεσία του ΚΚΕ θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του.

Παραθέτουμε το αντίστοιχο απόσπασμα που αποδεικνύει τις αιτιάσεις μας: «Να θυμίσουμε εδώ ότι το συγκεκριμένο ζήτημα το άνοιξε ο Αλ. Τσίπρας στη διακαναλική συνέντευξη του ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές στις 6 Μάη. Ακριβώς όπως το διατυπώνουν αυτοί που ανώνυμα κάνουν πολεμική στο ΚΚΕ διαστρεβλώνοντας το Πρόγραμμα του Κόμματος. Γιατί άλλα λέει το Πρόγραμμα του ΚΚΕ απ' αυτά που οι ίδιοι γράφουν».

Είναι βέβαια, μια ενδιαφέρουσα ιστορία το πως και το γιατί ο Αλ. Τσίπρας κατέφυγε στο να διαβάσει το πρόγραμμα του Κόμματος. Ασυνήθιστη ιστορία είναι η αλήθεια. Προς το παρόν παραθέτουμε ολόκληρη την απάντηση στην σχετική ερώτηση που υποβλήθηκε στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακαναλική συνέντευξη στις 29/04/2012 στο Ζάππειο, για να έχει υπόψη του ο αναγνώστης και να μπορεί να συμπεράνει όχι για την επιχειρηματολογία της ηγεσίας μόνο αλλά πρωτίστως της «Νέας Σποράς»

«Χ. ΤΣΙΓΟΥΡΗΣ ("MEGA"): Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς επιμένετε σ' αυτή τη συνεργασία, την ώρα που το Κομμουνιστικό Κόμμα εκλαμβάνει, όπως τουλάχιστον είπε η Γενική Γραμματέας του πριν από λίγες ημέρες, τη στήριξη από τους ψηφοφόρους ως στήριξη σε μια ξεχωριστή πολιτική πρόταση που δεν έχει σχέση με αυτό που δημοσίως δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Α. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κύριε Τσιγουρή, ειλικρινά ορισμένες φορές τη συλλογιστική της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και της κας Παπαρήγα δεν μπορώ να την παρακολουθήσω. Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι αυτή η συλλογιστική ορισμένες φορές φτάνει και στα όρια παράλογων και τοποθετήσεων που στερούνται λογικής  βάσης, όπως το ότι αν η Αριστερά καταφέρει και γίνει κυβέρνηση δεν θα έχουμε καλή αντιπολίτευση.

Δικαιολογώ όμως αυτές τις τοποθετήσεις, γιατί βρισκόμαστε στην αιχμή ενός προεκλογικού αγώνα και όλοι διεκδικούν να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους είτε ήταν δίκαιες είτε ήταν άδικες. Η επόμενη μέρα των εκλογών όμως θα είναι μια ξεχωριστή και διαφορετική μέρα. Και επιτρέψτε μου να σας πω, αντλώ αυτή τη βεβαιότητα, διότι παρά τις διαφορές μας, τις σημαντικές διαφορές που έχουμε με το Κομμουνιστικό Κόμμα, έχουμε μελετήσει την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, ήμασταν κι εμείς κομμάτι της.

Ξέρουμε ποια ήταν η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος σε κρίσιμες στιγμές, όταν απέναντι στην άνοδο του φασισμού προέταξε το λαϊκό μέτωπο, όταν αργότερα δημιούργησε το ΕΑΜ, όταν αργότερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης με ηγέτη τον Χαρίλαο Φλωράκη άσκησε μια ουσιαστική πολιτική συμμαχιών προκειμένου να διευκολύνει το λαϊκό κίνημα να έχει κατακτήσεις.

Ξέρουμε όμως και το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα απόσπασμα από το 15ο συνέδριο του ΚΚΕ, το πρόγραμμα του. Λέει λοιπόν:

«Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το Κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα. Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση της χώρας και την εξάρτηση από συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης. Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση. Με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη επαναστατικής διαδικασίας»

Κύριε Τσιγουρή, εμείς αναρωτιόμαστε. Αν όχι τώρα πότε; Και αν όχι εμείς ποιοι; Δεν μπορεί να περιμένουμε να διαμορφωθούν οι συνθήκες. Διότι αν περιμένουμε να διαμορφωθούν οι συνθήκες δεν θα έχουμε υποκείμενο.

Ο λαός μας πεθαίνει. Ο λαός μας θα πεινάσει. Θα φύγουν μετανάστες στο εξωτερικό οι νέοι άνθρωποι. Θα εξαθλιωθούν οι εργαζόμενοι. Και δεν μπορεί να περιμένουμε να εξαθλιωθεί και ο τελευταίος εργαζόμενος για να διαμορφωθούν οι συνθήκες.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι την επομένη των εκλογών ο ελληνικός λαός με την ψήφο του θα υποδείξει, θα αναγκάσει τις δυνάμεις της Αριστεράς σε μια κυβέρνηση που θα ανατρέψει την πορεία του λαού μας προς τη δυστυχία».

Η ηγεσία του Κόμματος μπορεί τώρα, που έχουμε απομακρυνθεί από τα γεγονότα, πιο ήρεμα και πιο ψύχραιμα, να αναλογιστεί το πόσα επιχειρήματα, με αποκλειστική της ευθύνη, πρόσφερε στον ΣΥΡΙΖΑ η εγκατάλειψη του προγράμματος του Κόμματος και όχι μόνο, που άδραξε μόλις βρήκε την ευκαιρία και εκμεταλλεύτηκε την ιστορική προσφορά του ΚΚΕ. Το πώς έδωσε τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να πλαγιοκοπήσει τις δυνάμεις του Κόμματος μέσα από μια καλοζυγισμένη δημαγωγική αναφορά στο πρόγραμμα του Κόμματος (και κατά τη γνώμη μας προκατασκευασμένη).

Γιατί πράγματι πρόκειται για μια δημαγωγική αναφορά, δεδομένου ότι το σχετικό εδάφιο που διάβασε ο Αλ. Τσίπρας περιλαμβάνει και την πάλη ενάντια στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, δηλαδή ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και στρατηγική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Το σχετικό εδάφιο του προγράμματος στρέφεται ενάντια και στην καρδιά της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια του τη στρατηγική. Και κάτι άλλο.

Αντί η ηγεσία του κόμματος να μας εγκαλεί και να μας απευθύνει την κατηγορία ότι «αυτά τα λέει ο Αλ. Τσίπρας», ας σκεφτεί, παραπέρα, ότι εκείνη τη στιγμή δεν διέθετε ούτε την οξυδέρκεια και δεν πήρε καν την πρωτοβουλία «να γυρίσει» την κατάσταση σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αφού κατέφυγε η ηγεσία του στο πρόγραμμα ενός άλλου κόμματος, που δεν είναι το οποιοδήποτε κόμμα αλλά είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας με την ιστορική παρακαταθήκη που κουβαλάει, το ακριβότερο και πολυτιμότερο κόσμημα της νεώτερης ιστορίας της χώρας μας!

Και να του πει απλά: Αφού το δέχεστε ως πρόγραμμα, μια και (μας) το διαβάζετε, ας αποτελέσει ακριβώς αυτό το πρόγραμμα και ειδικά αυτό το εδάφιο τη βάση της πολιτικής των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δημοκρατικών δυνάμεων που θα διεκδικήσουν και την κυβέρνηση. Τοποθετηθείτε λοιπόν εσείς του ΣΥΡΙΖΑ! Για να διαπιστώσει και ο ελληνικός λαός, εκτός του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας καλός αναγνώστης του προγράμματος του ΚΚΕ, αν είναι και αντιμονοπωλιακή και αντιιμπεριαλιστική πολιτική δύναμη, αν είναι Αριστερή δύναμη, αν είναι ειλικρινής και, τέλος, αν όλα όσα λέει για την ενότητα της Αριστεράς τα εννοεί και πάνω σε ποια βάση.    

Όμως, η ηγεσία του κόμματος δεν το τόλμησε. Και δεν το τόλμησε, γιατί, όπως προκύπτει από την απάντηση που έδωσε στη «Νέα Σπορά», δεν πιστεύει και η ίδια στο πρόγραμμα του κόμματος. Πως, λοιπόν, να το επικαλεστεί. Είχε δέσει τα χέρια της.

Από την πλευρά μας θα συνιστούσαμε στην ηγεσία του Κόμματος να πάψει να χρησιμοποιεί τέτοιες καταδικασμένες μέθοδες, που δεν κινούνται στο πλαίσιο της κομμουνιστικής δεοντολογίας και ξεπερνάνε τα όρια μιας ιδεολογικής διαπάλης. Για τους παρακάτω βασικούς λόγους:

Πρώτο, γιατί το θέμα του προγράμματος του Κόμματος δεν το άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε κι εμείς. Το άνοιξε η ίδια η ηγεσία με τη διαδικασία του «προγραμματικού εμπλουτισμού» εδώ και πολλά χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία με δημαγωγικό τρόπο και εμείς από την πλευρά μας υπερασπιζόμαστε το πρόγραμμα του Κόμματος, γιατί διαφωνούμε και με τη μεθοδολογία αλλά και με το περιεχόμενο του προγραμματικού εμπλουτισμού. Αυτή η μεθοδολογία μας θυμίζει πολύ την αντίστοιχη μεθοδολογία Ανδρουλάκη.

Δεύτερο, γιατί υποτιμάει απρεπώς και βάναυσα τη νοημοσύνη των κομματικών μελών και στελεχών, των οπαδών και ψηφοφόρων του Κόμματος, που αυτήν την περίοδο «περνάνε από το κόσκινο» τη γραμμή του Κόμματος και βρίσκονται σε πολύ έντονο προβληματισμό και ανησυχία για το μέλλον του.  

Τρίτο, γιατί αποδείχτηκε άμεσα και χειροπιαστά ότι όσο περισσότερο ασχολιόταν η ηγεσία του Κόμματος με τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο περισσότερο τον τροφοδοτούσε με ψηφοφόρους του. Ακόμη και παραδοσιακούς ψηφοφόρους, που στη ζωή τους δεν είχαν ψηφίσει ΠΟΤΕ άλλο κόμμα εκτός από το ΚΚΕ, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα ζωής, στάσης, ενοχών, ψυχολογίας, εγκατάλειψης, απογοήτευσης, αποστράτευσης, ματαιότητας, ηττοπάθειας κλπ.

Τέταρτο, γιατί η απάντηση της ηγεσίας στη «Νέα Σπορά» δίνεται στις 3 του Ιούνη, αλλά στις 17 του ίδιου μήνα γίνονται οι επαναληπτικές εκλογές και το αποτέλεσμα δεν τη δικαιώνει. Φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος διαβιεί σε μια φαντασιακή κατάσταση που την έχει απομακρύνει από την πραγματικότητα και δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι ΑΛΛΑΞΑΝ ΡΙΖΙΚΑ οι όροι πολιτικής παρουσίας του ΚΚΕ, ότι το ΚΚΕ έχασε στις εκλογές του Ιούνη κάτι λιγότερο από το 50% της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με τις εκλογές της 6ης του Μάη, πάνω από το 50% σε σχέση με το 2007 και βρίσκεται πίσω και από την εκλογική δύναμη του 1993! Αντίθετα, αυτό το γεγονός, πρέπει να την κάνει να προβληματιστεί πάρα πολύ και να αναλάβει, επί τέλους, τις ευθύνες της με ό,τι σημαίνει αυτό.

Δύο ακόμη παρατηρήσεις από το ατέλειωτο κατηγορητήριο που μας παραπέμπει συνεχώς πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η πρώτη: Η ηγεσία του Κόμματος μας κατηγορεί ότι ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα ετεροκαθοριζόμαστε σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τίποτα πιο ανακριβές. Δεν είναι αυτό το κριτήριο που μας διακατέχει και μας αποδίδει σε σχέση με το εκλογικό αποτέλεσμα. Κρίνουμε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα μέσα στο πλαίσιο των συνθηκών που δημιουργήθηκαν. Αυτό είναι το κριτήριο. Και οι συνθήκες αυτές μας λένε: Στην ιστορία του δικομματισμού για πρώτη φορά μετακινούνται 3.5εκατ ψηφοφόροι από το χώρο του δικομματισμού και καταλήγουν σε άλλα κόμματα. Από τα 3.5εκατ ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν στις εκλογές της 6ης του Μάη το κόμμα κέρδισε, περίπου, είκοσι χιλιάδες ψηφοφόρους, σε σχέση με τις εκλογές του 2009, ενώ στις εκλογές του Ιούνη το κόμμα έκανε οπισθοδρομικό άλμα στο …1993. Ρωτάμε την ηγεσία του κόμματος. Είναι αυτό ετεροκαθορισμός;  

Ωστόσο, τι ακριβώς εννοεί η ηγεσία του Κόμματος με τον ετεροκαθορισμό; Ότι το Κόμμα δεν επηρεάζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις; Τότε πως εξηγείται το εκλογικό αποτέλεσμα; Έπειτα εγείρεται και ένα άλλο πρόβλημα. Μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα του οπορτουνισμού. Είχε πάντα πρόβλημα εισόδου στο κοινοβούλιο. Η μόνιμη κατηγορία ήταν ότι θέλει να πάρει τη ρεβάνς του 1968. Τώρα που αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και πήρε τη ρεβάνς, που εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα της χώρας στη μια ή την άλλη κατεύθυνση, το γεγονός αυτό, και μπροστά στη σαφή επιδίωξή του να αναδειχτεί σε κυβερνητική δύναμη, δεν θα επηρεάσει και το ΚΚΕ; Η ηγεσία του Κόμματος κατηγόρησε τους εργαζόμενους για «διαχειριστικές αυταπάτες» αλλά απ' ότι φαίνεται ζει και συντηρεί τις αυταπάτες της.

Αυτή η άποψη περί ετεροκαθορισμού, κατά τη γνώμη μας, είναι πολύ επικίνδυνη και δεν αφορά τη «Νέα Σπορά». Αφορά κυρίαρχα την ηγεσία του Κόμματος. Γιατί κρύβει μέσα της την αδιαφορία ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα αρκεί «η γραμμή να είναι καλά»! Στην άποψη αυτή βασίστηκαν τα ατυχή καλέσματα να διορθώσουν οι λαϊκές μάζες την ψήφο τους, στην άποψη αυτή βασίστηκαν οι πρώτες εκτιμήσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, που έβγαζαν τις λαϊκές μάζες λάθος και ταυτόχρονα τη γραμμή του Κόμματος να επιβεβαιώνεται!

Τι ακριβώς θέλει να μας πει η ηγεσία του κόμματος με τον ετεροκαθορισμό; Ότι σε μια (όποια) πιθανή και ανεπιθύμητη περίπτωση που το Κόμμα μείνει έξω από το κοινοβούλιο, περίπτωση πλέον που είναι στα χείλη του κάθε μας οπαδού και ψηφοφόρου ως ενδεχόμενη να συμβεί, η γραμμή του θα επιβεβαιώνεται και οι εργαζόμενοι θα έχουν λάθος;  Μάλλον πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα με τέτοιου είδους απόψεις, γιατί η ηγεσία του Κόμματος βάζει πάνω από το συμφέρον του Κόμματος τον εγωισμό της και την αλαζονεία της. Γι αυτό και δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες της.

Η δεύτερη: Η ηγεσία του κόμματος ακολουθεί την τακτική του μας «σπρώχνει» συνέχεια πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ! Το καταλαβαίνουμε. Της δηλώνουμε, όμως, ότι θα αποτύχει στην τακτική της. Στην απάντησή της χρησιμοποιεί κατακερματισμένα αποσπάσματα από τη πρώτη μας Δήλωση που αποκρύβουν τη θέση μας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα που ξεκαθαρίζουν τις θέσεις μας: (….) παραχώρησε ανεπίτρεπτα το έδαφος στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάπτυξη των  πολιτικών του πρωτοβουλιών, των μικροαστικών απόψεων και ανεδαφικών του θέσεων. (….)Επί της ουσίας ώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας και μη, να καρπωθεί το αποτέλεσμα μιας μακράς δραστηριότητας του ΚΚΕ, που αφορούσε στην πολιτική και στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της καπιταλιστικής κρίσης, τις συνέπειες που υπέστη η χώρα μας από την αποδιάρθρωση και τη συρρίκνωση της παραγωγικής της βάσης, με τη χρεοκοπία της οικονομίας της, που σε πρώτο και κυρίαρχο βαθμό οφείλονται στη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. (….) Συνέβαλε σημαντικά στην απενοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ για την ευρωενωσιακή του στάση και πολιτική και τον κατέστησε πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού συστήματος.

Μάλλον αυτές οι θέσεις δεν ταιριάζουν στη συλλογιστική της ηγεσίας του Κόμματος και δεν τη βολεύουν στην αντιμετώπιση της κριτικής που υφίσταται από τη «Νέα Σπορά». Αλλά με τα τρυκ δεν νομίζουμε ότι θα μπορέσει εύκολα να ξεπεράσει την κριτική μας. Γι αυτόν το λόγο θα συνιστούσαμε στην ηγεσία του Κόμματος να ανοίξει άμεσα, τώρα, ένας επίσημος διάλογος από τις στήλες του Ριζοσπάστη μέσα από τον οποίο θα εκφραστούν τα μέλη του κόμματος, οι φίλοι, οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι του Κόμματος για να διαπιστώσει και η ηγεσία αν βρίσκεται σε αρμονία με τους πραγματικούς προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους. Και η ηγεσία έχει ένα λόγο παραπάνω να το κάνει εάν διαπιστώνει ότι τα μέλη του κόμματος συμφωνούν με την πολιτική της.

Παραπέρα θα λέγαμε πως δεν είναι δυνατό, μετά και όσα συνέβησαν, η ηγεσία του Κόμματος να προχωρήσει στη διεξαγωγή του επόμενου συνεδρίου του, που θα είναι προγραμματικό και καταστατικό, χωρίς να έχει εξαντληθεί το παραπάνω θέμα αυτοτελώς, για να ανοίξει μετά ο διάλογος για το πρόγραμμα του Κόμματος και το καταστατικό του.

 

16/07/2012, «ΝέαΣπορά»

 

 
 
 

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Α-ΙΙ

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – ΙΙ

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Συνέχεια από το Μέρος Α-Ι

2. Για τα εκλογικά αποτελέσματα

Η ηγεσία του Κόμματος μας αποδίδει την κατηγορία ότι δεν μπαίνουμε στον κόπο να εξηγήσουμε «πως με την ίδια στρατηγική όλα τα προηγούμενα χρόνια το ΚΚΕ είχε άνοδο της πολιτικής του επιρροής, και της εκλογικής…». Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ακριβής στο σύνολό του. Το ΚΚΕ είχε άνοδο σε ψήφους και σε ποσοστά μέχρι και το 2007. Έκτοτε σημειώνει μείωση του αριθμού των ψήφων και το ποσοστό του εξαρτάται από το ποσοστό της αποχής.

Το 2007 συγκεντρώνει 583.750 χιλ ψήφους και ποσοστό 8.15%, το 2009 συγκεντρώνει 517.249 χιλ ψήφους και ποσοστό 7.54%, το 2012 στις εκλογές της 6ης του Μάη συγκεντρώνει 536.072 χιλ ψήφους και  ποσοστό 8.48% (μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2007), το 2012 στις εκλογές της 17ης του Ιούνη συγκεντρώνει 277.179 χιλ ψήφους και ποσοστό 4.50%.

Πρέπει να τονίσουμε ότι η άνοδος αυτή, από το 1993 μέχρι το 2007, σημειώνεται μέσα σε ένα γενικό κλίμα διαμαρτυρίας, που έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική του δικομματισμού και των κυβερνήσεων που εναλλάσσονται για λογαριασμό του, αλλά, όταν έρχονται τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά τον Οκτώβρη του 2008 που ξεσπάει η παγκόσμια οικονομική κρίση και μπαίνει επί τάπητος η διέξοδος απ' αυτήν το Κόμμα σημειώνει μείωση των δυνάμεών του. Δηλαδή αντιστρέφεται η γενική τάση ανόδου και δρομολογείται η γενική τάση μείωσης της εκλογικής του δύναμης.

 

 

 

Εικόνα 1. Διαχρονική αποτύπωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ από το 1993

Οι εκλογές του 2012 δείχνουν ότι η αντιστροφή αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και επιταχύνθηκε απότομα κατά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη, παρά το γεγονός ότι από το 2007 μέχρι το 2012, που έχει περάσει μια πενταετία, αναπτύχθηκαν σημαντικοί εργατικοί αγώνες, ιδιαίτερα μέσα στο 2011. Ενώ το 2012 σημειώθηκε η μεγαλύτερη μετακίνηση λαϊκών μαζών που αποσπάστηκαν ποτέ από το δικομματισμό.  Την ίδια στιγμή το Κόμμα, μέσα στη γενική του εκλογική υποχώρηση, χάνει μεγάλο τμήμα των δυνάμεών του στα αστικά κέντρα, στις περιοχές που είναι συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Η αντιστροφή αυτή είναι πολύ πιθανόν να μην έχει καταλήξει ακόμη.

Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζεται με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης του Μάη του 2012 και τη μικρή άνοδο που σημειώνει το Κόμμα σ' αυτές οφείλεται στο γεγονός της ύπαρξης της Κυβέρνησης Παπαδήμου, που στηρίζεται από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τον ΛΑΟΣ και εισπράττει μια ασήμαντη αύξηση σε ψήφους διαμαρτυρίας, σε σχέση με την τεράστια μάζα των ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν από τα κόμματα που στήριξαν τη διαπραγμάτευση του νέου μνημονίου και της αντίστοιχης δανειακής σύμβασης.

Μέχρι τις εκλογές της 6ης του Μάη δεν είχε συνειδητοποιηθεί τόσο πολύ, και από τις λαϊκές μάζες τις ίδιες, το πρόβλημα της διακυβέρνησης και του χαρακτήρα της εξουσίας που θα προέκυπτε. Ή για να το πούμε και διαφορετικά, οι λαϊκές μάζες περίμεναν μια διαφορετική στάση του Κόμματος στο ζήτημα αυτό. Περίμεναν μια πρόταση διακυβέρνησης και εξουσίας απ' το ΚΚΕ που θα τις προσανατόλιζε και ταυτόχρονα θα έδινε διέξοδο στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Εξέλιξη που γίνεται άμεσα ορατή με το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη, που δε συσπείρωσε τις λαϊκές μάζες, και που δείχνει πόσο ευάλωτη ήταν η πολιτική του Κόμματος.

Το συμπέρασμα από την εκλογική πορεία του κόμματος από το 2007 και μετά είναι ότι το χρονικό διάστημα που εκδηλώνεται και εντείνεται η οικονομική κρίση στη χώρα μας, που αναπτύσσονται εργατικοί και λαϊκοί αγώνες, που κινητοποιούνται και αποσπώνται οι λαϊκές μάζες από το δικομματισμό, που μπαίνει άμεσα και χειροπιαστά ζήτημα διακυβέρνησης της χώρας, την ώρα που ο κυβερνητικός δικομματισμός έχει υποστεί συντριπτική ήττα και που έχει καταρρεύσει το αστικό πολιτικό σύστημα το Κόμμα μας αδυνατεί να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες με την πρόταση που επίσημα προβάλλει η ηγεσία του. Χάνει συνολικά πάνω από το 50% των δυνάμεών του σε σχέση με το 2007.

3. Η γενική οικονομική κρίση στη χώρα μας και η διέξοδος

Η ηγεσία του Κόμματος μας απευθύνει το ερώτημα: «Ποιο είναι το κρίσιμο ζήτημα στις συγκεκριμένες συνθήκες που πρέπει να σταθμίσει ένα επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης που αντικειμενικά έχει μπει, από την ίδια τη ζωή, στο πεδίο της αντιπαράθεσης; Η οικονομική καπιταλιστική κρίση και σε όφελος τίνος θα ξεπεραστεί. Σε όφελος του κεφαλαίου ή σε όφελος της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων; Και με βάση αυτό το στρατηγικό ζήτημα ποια κυβέρνηση μπορεί να το αντιμετωπίσει σε όφελος ποιων, των αστών ή των εργατών»;

Ασφαλώς. Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Και η σαφής τοποθέτηση του Κόμματος απέναντι στη γενική οικονομική κρίση της χώρας, στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, γεγονός που δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο. Αντί να είναι το μοναδικό και κυρίαρχο θέμα του 18ου Συνεδρίου η ηγεσία προχώρησε στην άρνηση του προγράμματος του κόμματος μέσα από την αντικαταστατική και ψευδεπίγραφη διαδικασία του «προγραμματικού εμπλουτισμού». Αποτελείωσε με αυτόν τον τρόπο το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, που κατά τα άλλα ήταν και παραμένει ακόμα σε ισχύ! 

Εάν έρχεται να μας υποδείξει κάτι η οικονομική κρίση της χώρας μας και προπαντός η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι δύο βασικά πράγματα. Πρώτο, ότι ο καπιταλισμός είναι αδύνατον να απαλλαγεί από τις κρίσεις του και δεύτερο, την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, γεγονός που σημαίνει ότι οριστική διέξοδο στην οικονομική κρίση δίνει μια προγραμματική πρόταση που οδηγεί στο σοσιαλισμό.

Ωστόσο, η τέτοια τοποθέτηση του κρίσιμου αυτού ζητήματος δεν είναι παρά μια γενική, προσανατολιστική, θεωρητική τοποθέτηση η οποία στη συγκεκριμενοποίησή της οφείλει να εναρμονίζεται και να υπακούει στη βασική και αναντικατάστατη λενινιστική αλήθεια «της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» Γιατί η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης προϋποθέτει πολλούς περισσότερους παράγοντες από την ύπαρξη της οικονομικής κρίσης.  Στο ερώτημα, λοιπόν,  «ποια κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει (την οικονομική κρίση Σ.Σ.) σε όφελος ποιων, των αστών ή των εργατών;» η προφανής απάντηση είναι μια κυβέρνηση εργατών! Αλλά η αξία αυτής της απάντησης έχει τόση σημασία όσο αξία έχει στις μέρες μας να ανακαλύψει κανείς και πάλι τον τροχό. 

Κανείς πρέπει να προχωρήσει παραπέρα στην ανάλυσή του. Να υπολογίσει όλους τους παράγοντες που πρέπει να υπάρχουν, με κορυφαίο τον υποκειμενικό παράγοντα, που είναι και ο φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης, για να περάσει πέρα από τη διατύπωση της γενικής ανάγκης για σοσιαλιστική διέξοδο στην άμεση και συγκεκριμένη σοσιαλιστική διέξοδο από την οικονομική κρίση. Και ακριβώς σ' αυτό το σημείο βρίσκεται σε αντίφαση η ηγεσία του Κόμματος.

4. Η αντίφαση της ηγεσίας

Όσο κι αν φαίνεται, όμως, παράξενο η ηγεσία του Κόμματος προχώρησε στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και μάλιστα έδωσε και απάντηση. Και η απάντηση που έδωσε είναι τόσο οπορτουνιστική όσο οπορτουνιστική είναι και η απάντηση της «Νέας Σποράς», αφού ανατρέπει τη βασική της πρόταση, που κατέθετε στις προεκλογικές ομιλίες, με την οποία εμείς διαφωνούμε.

Την παραθέτουμε δια στόματος Αλέκας Παπαρήγα: «Είμαστε αγωνιστές, οραματιστές και γι' αυτό ρεαλιστές. Ξέρουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη που συμφέρει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν θα προκύψει σε μια μέρα, ούτε σε μια νύχτα. Ούτε έχουμε αυταπάτες ότι θα προκύψει άμεσα, μέσα από τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Αν η εργατική λαϊκή εξουσία δεν είναι σήμερα στην ημερήσια διάταξη της εργατικής λαϊκής πάλης, είναι καιρός όμως να δυναμώσει η μοναδική συμμαχία που μπορεί να εμποδίσει τα χειρότερα, να κατακτήσει, τελικά να νικήσει»!

Δηλαδή τι ακριβώς ομολογείται με αυτήν την περικοπή από την κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του κόμματος στις εκλογές της 6ης του Μάη; Όχι μόνο ομολογεί ότι «η εργατική λαϊκή εξουσία (σ.σ. η σοσιαλιστική εξουσία) δεν είναι στην ημερήσια διάταξη της εργατικής πάλης», αλλά και ότι η πορεία προς τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είναι έργο μιας πράξης, αφού «δεν θα προκύψει σε μια μέρα, ούτε σε μια νύχτα»,ούτε ακόμα περισσότερο «θα προέκυπτε από τις εκλογές της 6ηςτου Μάη». Και φυσικά έχει μείνει αναπάντητη μέχρι τώρα η απορία μας, γιατί κατατίθεται μια πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης ως άμεση, από τη στιγμή που δεν υπάρχει περίπτωση να ευδοκιμήσει τώρα.

Ομολογείται, όμως, και κάτι άλλο που είναι επίσης σημαντικό. Δεν έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η ανατροπή του καπιταλισμού και η έλευση του σοσιαλισμού. Το μόνο που κάνει η Αλέκα Παπαρήγα στην ομιλία της είναι να επικαλείται την ανάγκη να ψηφιστεί το ΚΚΕ «για να δυναμώσει η μοναδική συμμαχία»! 

Όμως, πέρα από το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι η εργατική λαϊκή εξουσία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, την ίδια στιγμή η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι στην ημερήσια διάταξη δεν είναι ούτε η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η υλοποίηση ενός αστικού, ως προς το χαρακτήρα του, ζητήματος!

Στο Κάλεσμα της ΚΕ του Κόμματος για τις εκλογές της 17ης του Ιούνη η ΚΕ αναφέρει ότι: «Η λαϊκή πλειοψηφία δεν έχει ακόμα αποφασίσει την αναγκαστική, από τα πράγματα, αναμέτρηση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Ένωση, ελπίδα αποτελεί η στήριξη του ΚΚΕ στην κάλπη και η συνάντηση με τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες στους τόπους δουλειάς στη λαϊκή γειτονιά, στην ύπαιθρο για την αναγέννηση του κινήματος».

Ας σταθούμε λίγο στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι γνωστό, και δεν χρειάζεται να το σχολιάσουμε εκτενώς, ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Με λίγα λόγια η αποδέσμευση από αυτήν είναι εκ των «ων ουκ άνευ» για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Όμως η ηγεσία του Κόμματος, ταυτόχρονα, προωθεί την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση με εργατική λαϊκή εξουσία. Δηλαδή με σοσιαλιστική επανάσταση, για την οποία εκτιμάει προηγούμενα ότι δεν είναι στην ημερήσια διάταξη. Πράγμα που σημαίνει ότι και την αποδέσμευση από την  Ευρωπαϊκή Ένωση την παραπέμπει στο μέλλον, πολύ περισσότερο που η λαϊκή πλειοψηφία, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΚΕ, δεν έχει ακόμα αποφασίσει τη σύγκρουση μ' αυτήν.  

Παραπέρα. Ομολογείται πια επίσημα και από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος, έχουν υπάρξει αρκετά άρθρα στο «Ρ» με ανάλογες εκτιμήσεις, ότι η κατάσταση του εργατικού κινήματος δεν είναι καλή. Δεν πρόκειται να ανοίξουμε τώρα το θέμα των ευθυνών που έχει το Κόμμα για την κατάσταση του εργατικού κινήματος, που αναμφισβήτητα τις έχει κι αυτό. Εκείνο που ενδιαφέρει να καταθέσουμε αυτή τη στιγμή είναι ένα ερώτημα: Πως συμβαίνει η ηγεσία του κόμματος να προβάλλει την πρόταση για εργατική λαϊκή εξουσία σ' αυτήν τη συγκυρία, που το εργατικό κίνημα δεν κατάφερε να αποτρέψει καμία πτυχή της αστικής πολιτικής και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να στηρίξει την πρόταση του Κόμματος εξ αιτίας της ίδιας της κατάστασης που βρίσκεται;

5. Πρώτο γενικό συμπέρασμα

Για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη χώρα μας πρέπει να πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση πρέπει να υπάρξει εργατική λαϊκή εξουσία. Για να υπάρξει εργατική λαϊκή εξουσία πρέπει να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση. Για να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει το εργατικό κίνημα να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, να έχει συσπειρώσει και ενώσει τους εργαζόμενους και να έχει εξασφαλίσει κοινωνικές συμμαχίες. Για να πραγματοποιηθούν όλα τα παραπάνω πρέπει το ΚΚΕ να είναι ένα δυνατό Κόμμα, που θα αποτελεί την πρωτοπορία του ευρύτερου λαϊκού κινήματος και να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο.

Από όλους τους παραπάνω παράγοντες κανένας δεν ικανοποιείται αυτή τη στιγμή. Ρωτάμε: Αφού για τους παραπάνω παράγοντες δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθούν, γιατί η ηγεσία του Κόμματος, που, άλλωστε, και η ίδια συμφωνεί και δημόσια έχει εκφραστεί, επιμένει σε μια πολιτική γραμμή που η ίδια η ζωή την έφερε σε αδιέξοδο;

Το συμπέρασμα είναι ότι καταργώντας στην πράξη την τακτική του Κόμματος και ανάγοντας ουσιαστικά τη στρατηγική σε τακτική έφτασε να χρησιμοποιήσει την εργατική λαϊκή εξουσία σαν σύνθημα ζύμωσης και μόνο. Διαπράττοντας αυτό το τριπλό λάθος ξέχασε τη λενινιστική υπόδειξη: «Αντίθετα, η επεξεργασία σωστών αποφάσεων τακτικής έχει τεράστια σημασία για ένα κόμμα που θέλει να καθοδηγεί το προλεταριάτο στο πνεύμα των συνεπών αρχών του μαρξισμού και όχι να σέρνεται απλώς στην ουρά των γεγονότων» (Άπαντα, Τόμος 11, σελ 6).

Που βρίσκεται, κατά συνέπεια το θεμελιακό λάθος της ηγεσίας του Κόμματος; Το λάθος βρίσκεται στο ότι εγκαταλείποντας επί της ουσίας το πρόγραμμα του Κόμματος και αλλάζοντας το χαρακτήρα του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, εκ των πραγμάτων, οδηγήθηκε και στην εγκατάλειψη της τακτικής και περιορίστηκε στο να προβάλει και να προπαγανδίζει την εργατική λαϊκή εξουσία σαν ένα κοινό σύνθημα, αναγνωρίζοντας και η ίδια ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα.

Για να καλύψει, λοιπόν, τις ευθύνες της κατέφυγε στις εύκολες και ανέξοδες κατηγορίες ενάντια στη «Νέα Σπορά». Αλλά φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει καταλάβει το πόσο έχουν τροποποιηθεί οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Και νομίζει ότι μοιράζοντας ευθύνες θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση στην οποία οδήγησε το Κόμμα. Είναι ένα μάταιο έργο, που το έχουμε ξαναδεί.

(ακολουθεί το δεύτερο μέρος)

10/07/2012, «ΝέαΣπορά»

 

ΠΗΓΗ: http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

 

Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Α-Ι

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – Ι

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Α΄ Μέρος

Αφήσαμε το χρόνο να περάσει και δεν απαντήσαμε αμέσως στη Συντακτική Επιτροπή του Ριζοσπάστη, παρά το ότι μας χαρακτήρισε «άσπονδους φίλους» που βρισκόμαστε «στην απέναντι όχθη» (Ριζοσπάστης 3 Ιούνη 2012, σελίδες 14-15), γιατί έπρεπε, πριν απ' όλα, να επαληθευτούμε ή και να διαψευστούμε αντίστοιχα, για το βασικό λόγο που μας ανάγκασε να εμφανιστούμε ως «Νέα Σπορά». Και ο βασικός λόγος που εμφανιστήκαμε ήταν η μεγάλη αγωνία μας για το μέλλον του Κόμματος

Βλέπαμε την κακή του πορεία, από πολύ καιρό τώρα, που με ευθύνη της ηγεσίας είχε πάρει και που ήρθε να εκφραστεί στις εκλογές της 6ης του Μάη με το εκλογικό αποτέλεσμα που έφερε. Ήταν το καταλυτικό γεγονός που κορύφωσε την ανησυχία μας.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε τα μέλη του Κόμματος, τα στελέχη του, οι φίλοι και οι οπαδοί του, οι ψηφοφόροι του, να γνωρίσουν την άποψή μας για το πώς διαγράφεται η πορεία του Κόμματος. Να γνωρίσουν ποιο είναι το κομματικό ζήτημα. Τις διαστάσεις του. Να γνωρίσουν τους τεράστιους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει το Κόμμα και που έθεταν ακόμη και την ίδια του την ύπαρξη σε αμφισβήτηση. Έτσι γεννιέται η «Νέα Σπορά».

Το κύριο καθήκον που έμπαινε, κατά την άποψή μας, εκείνη τη στιγμή μπροστά μας ήταν ακριβώς όλο το κομματικό σώμα να συνειδητοποιήσει την κατάσταση του Κόμματος και να πάρει στα χέρια του την υπεράσπισή του, μια και η ηγεσία του, ξεκομμένη από την πραγματικότητα, δεν εννοούσε ή δεν είχε και το θάρρος να καταλήξει στα αναγκαία συμπεράσματα και  οδηγούσε το Κόμμα κατ' ευθείαν πάνω στα βράχια. Υπήρχε και κυκλοφορούσε, από στόμα σε στόμα, σχεδόν παράνομα, μια πολύ συγκεκριμένη άποψη. «Ότι το Κόμμα δεν πάει καλά, ότι εάν δεν στεριώσει κυβέρνηση τώρα και υπάρξουν νέες εκλογές το Κόμμα θα λεηλατηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ».

Ωστόσο, για το εγχείρημά μας, δεν ήταν μόνο η ηγεσία του Κόμματος με την πολιτική της και τα αδιέξοδα που έφερνε, που μας ώθησε στη δημόσια παρουσία μας. Ήταν και η στάση και εκείνων, που είχαν ήδη εμφανιστεί με οργανωμένες μορφές ηλεκτρονικής έκφρασης και εξέφραζαν άποψη για τα κομματικά πράγματα και που, κατά τη γνώμη μας, δεν επικέντρωναν στο κύριο καθήκον των κομμουνιστών – που ήταν η ύπαρξη και η υπεράσπιση του Κόμματος, παρά και ενάντια στην επίσημη πολιτική γραμμή του Κόμματος, που του επέβαλε η ηγεσία του, γεγονός που αναπόδραστα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα και σε παράλληλη πορεία με την ηγεσία του Κόμματος. Στην αποδυνάμωση του Κόμματος και στην περιθωριοποίηση.

Η αιτία αυτής της παράλληλης, και από διαφορετικές εκτιμήσεις, πορείας,  και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, που, δυστυχώς, εκτιμούμε ότι μας δικαίωσε πλήρως για τη στάση μας, τώρα είναι πια εύκολο να εξηγηθεί. Είχε ιδεολογική βάση. Βρισκόταν και στηριζόταν στην αντίληψη και στην εκτίμηση για το ρόλο της ηγεσίας του, που έλεγχε με τρόπο ολοκληρωτικό το Κόμμα με αποτέλεσμα να του αναστέλλεται ο πολιτικός και ιστορικός του ρόλος.  Παραπέρα, η συγκεκριμένη συγκυρία αποδείκνυε ότι το ΚΚΕ είχε εξαντληθεί πλέον.  Παράλληλα η ηγεσία του το οδηγούσε στη διάλυση.  

Θα το πούμε ευθέως και καθαρά. Η άποψη αυτή όχι μόνο ενίσχυε το ρόλο της ηγεσίας αλλά αποκοίμιζε και την κομματική βάση και στόχευε προς τα «έξω».  Ενώ δικαιολογούσε ατομικές στάσεις και συμπεριφορές. Κατά τη γνώμη μας είχαν διαπράξει το ολέθριο σφάλμα να αποσυνδέσουν την ύπαρξη και δράση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας από την ύπαρξη και δράση του Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, στο όνομα της ηγεσίας του. Γι' αυτό και στις πρόσφατες εκλογές που έγιναν κρατήσανε μέχρι τέλους την ουδετερότητά τους. Δεν «μολύνθηκαν» από μία δημόσια τοποθέτηση υπεράσπισης του Κόμματος και ενός δημόσιου καλέσματος να ψηφιστεί, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν το κομματικό πρόβλημα.

Δυστυχώς δεν είχαν βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από όλες τις προσπάθειες «διάσωσης» του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, αυθεντικές και γνήσιες ή όχι, που είχαν, όμως, μία και την ίδια αφετηρία. Την άρνηση του Κόμματος. Άρνηση η οποία στηρίχτηκε στην ταύτιση της εκάστοτε ηγεσίας με το ίδιο το Κόμμα στο σύνολό του, του ΚΚΕ. Και που είχαν όλες αυτές οι προσπάθειες το ίδιο τραγικό τέλος. Κατέληξαν να αποτύχουν. Γιατί στο τέλος οδηγήθηκαν σε άρνηση όχι μόνο της αναγκαιότητας ύπαρξης του Κόμματος αλλά και σε άρνηση του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος ή μετατράπηκαν σε πολιτικές ασημαντότητες.

Κι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιομορφία της δικής μας χώρας. Είναι καθολικό γνώρισμα για όλες τις χώρες. Γι' αυτό και όλες οι ενέργειες αυτών των «φωνών» κοίταζαν προς τα «έξω» και όχι προς τα «μέσα». Ήταν και είναι η μεγάλη μας διαφορά και μάλιστα διαφορά αρχών. Αν θα πρέπει να δοθεί η μάχη του να παραμείνει και να δρα το ΚΚΕ ως μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα, που εκπροσωπεί ιστορικά το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ή όχι.

Η τέτοια πολιτική στάση αναδεικνύει, στην πράξη, τη βαθιά υποτίμηση για το πέρασμα του ΚΚΕ από την κοινωνική ζωή της χώρας, για το ανεξίτηλο αποτύπωμα που άφησε στην ιστορία αυτού του τόπου, για το σύγχρονο ρόλο που μπορεί να παίξει, για την επίδραση που άσκησε στην εργατική τάξη, όχι μόνο το ΚΚΕ αλλά και η Τρίτη Διεθνής. Μοιάζει ακριβώς με την άποψη καλύτερα να διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση για να σωθεί ο σοσιαλισμός!

Γιατί όταν οι λαϊκές μάζες κοιτάζουν προς τα «μέσα», προς το ΚΚΕ, αγωνιούν για το ΚΚΕ, θέλουν να ελπίζουν στο ΚΚΕ, θέλουν να υπάρχει το ΚΚΕ ως αντίπαλο δέος της άρχουσας τάξης, παρά τις απορίες τους και τις όποιες ενστάσεις τους, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αποστρέφεται τις μάζες και να κοιτάει προς τα «έξω», σε τελική ανάλυση να αποστρέφεται το ΚΚΕ. Καταδικάζει σε αναμονή τις μάζες. Πέρα και έξω από προθέσεις τις οδηγεί στον αντίπαλο μια ώρα γρηγορότερα. Τις υπονομεύει στη δράση τους, στην ενότητά τους, στην προσέγγισή τους με το επαναστατικό κίνημα γενικά. Και τελικά υπονομεύει όχι μόνο την ύπαρξη του ΚΚΕ αλλά και του κομμουνιστικού κινήματος του ίδιου. Σε τελική ανάλυση καταδικάζει το ίδιο το εργατικό κίνημα στην ενσωμάτωση. Αυτή είναι η μετασοβιετική εμπειρία και όποιος δεν το κατάλαβε μάλλον δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα.

Και τώρα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, τώρα που δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται το τι σημαίνει για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα η αποδυνάμωση του Κόμματος, τώρα που «γύρισαν πίσω» ορισμένοι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα που μέχρι και αναρχικοί εμφανίζονται δειλά – δειλά και δηλώνουν ότι ψήφισαν ΚΚΕ για να μην εξαφανιστεί, τώρα που η «Χρυσή Αυγή» είναι μια ζοφερή και χειροπιαστή πραγματικότητα και απειλή καθημερινή, τώρα που η ανησυχία των εργαζομένων είναι έκδηλη, γιατί αισθάνονται να τους έχει φύγει η «πλάτη» τους, τώρα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας εγκαλεί για την εμφάνισή μας ή να διαστρέφει τις προθέσεις μας. 

Εμείς επιλέξαμε να δώσουμε τη μάχη της υπεράσπισης του ΚΚΕ, κόντρα στην πολιτική της ηγεσίας, γεγονός που εκείνη τη στιγμή επέβαλε και το δημόσιο αγωνιστικό προσκλητήριο να ψηφιστεί. Δεν μπερδευτήκαμε και δεν μπερδέψαμε ούτε τα πράγματα ούτε και κανέναν. Βγήκαμε να υπερασπιστούμε την επιλογή μας. Άλλοι δεν το έκαναν μέχρι το τέλος. Και όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά βγήκαν και μας κατηγόρησαν ότι οδηγούμε τα «πρόβατα στο μαντρί». Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη άποψη που οδηγεί συντεταγμένα στην εκλογική μείωση του Κόμματος, ότι κοιτάμε με ορθάνοιχτα τα μάτια προς τα «έξω», τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Όλοι μας, όμως, θα κριθούμε και, εμείς πιστεύουμε, πολύ σύντομα.

Τολμούμε δε να ισχυριστούμε ότι τώρα έχουμε πιο ισχυρή και στέρεη εκτίμηση των δυσκολιών. Και για το Κόμμα και για το Κίνημα. Είναι πολύ περισσότερες απ' ότι νομίζαμε. Μόνο και μόνο ότι η απογοήτευση αλλά και η τάση αποστράτευσης εκείνων των ηλικιών, που ήταν το θεμέλιο ύπαρξης του Κόμματος, έχουν ενισχυθεί, μόνο και μόνο ότι η  Γραμματέας του Κόμματος μιλάει τελευταία στη βουλή, στο επίπεδο των αρχηγών των κομμάτων, είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς το πόσο έχουν αλλάξει οι όροι της πολιτικής παρουσίας του Κόμματος. Και ας μη σπεύσουν ορισμένοι να μας κατηγορήσουν για ηττοπάθεια ή για κοινοβουλευτισμό. Η ανησυχία που επικρατεί μεταξύ των εργαζομένων «για το τι θα γίνει» είναι αρκετή και πολύ ισχυρή απόδειξη για το μέγεθος των δυσκολιών που υπάρχουν μπροστά μας.

Μας είναι απόλυτα κατανοητό, για να μην πούμε ιστορικά οικείο, ότι τους φαινόταν παράταιρο, ακόμη και ύποπτο, το γεγονός ότι η «Νέα Σπορά» εμφανίστηκε υπερασπίζοντας την ύπαρξη του Κόμματος, καλώντας τα μέλη του, τα στελέχη του, τους οπαδούς του και ψηφοφόρους του να το υπερασπίσουν και εκλογικά, κι αυτή η πρόσκληση να συνοδεύεται με τη διατύπωση της σκληρής αλλά δίκαιης κριτικής προς την ηγεσία.

Στο βάθος κρύβεται η ίδια νοοτροπία, ακριβώς ίδια με αυτήν της ηγεσίας, που οδηγεί και στην ίδια αντιμετώπιση, στα ίδια μέσα. Η αυθεντικότητα της αλήθειας «μας», που είναι συνήθως η άλλη όψη του παραγοντισμού, της ψυχολογίας του σωτήρα, που νοιώθει ευχαριστημένος και γεμάτος αυτοϊκανοποίηση, γιατί «δικαιώνεται» από την κληρονομιά των ερειπίων, που οδηγεί, όμως, στην υπέρμετρη καχυποψία και στην εύκολη κατηγορία, στην απόδοση και στο φόρτωμα όλων των κουσουριών του κομμουνιστικού κινήματος στον Άλλον. Στον «Εχθρό»! Που από μία άποψη είναι και πραγματικός εχθρός, γιατί χαλάει τη σούπα τόσο «των μεν» όσο και «των δε». Αποκαλύπτει τον καιροσκοπισμό τους, έστω κι αν διαθέτει διαφορετικό πρόσημο.

Προσπερνάμε με βαθύτατη περιφρόνηση και λύπη τα όσα μας αποδόθηκαν. Που ορισμένα από αυτά ξεπέρασαν κάθε όριο γκεμπελίστικης νοοτροπίας και κατασκευής, ασφαλίτικης πρακτικής και μεθόδευσης. Τα γνωρίζουμε όλα. Τους ανήκουν, όμως, και ΟΛΑ. Όσα κατασκεύασαν, κυκλοφόρησαν και εξακολουθούν να κυκλοφορούν, σαν ευτελείς και εκφυλισμένοι «λειτουργοί κοινωνικής κριτικής». Το στίγμα έμεινε και δεν φεύγει. Και έχει ημερομηνία δημοσίευσης, χώρο δημοσίευσης και ταυτότητα.

Το κομματικό ζήτημα είναι πολύ σοβαρότερη υπόθεση για να μπλέξει στα γρανάζια μιας καταδικασμένης νοοτροπίας και φτηνής πρακτικής που οριστικά πρέπει να ξεπεραστεί. Διατηρούμε το δικαίωμα να απαντάμε όποτε κρίνουμε αναγκαίο ότι πρέπει να το κάνουμε. Και θα το κάνουμε. Κι αν χρειαστεί να καταθέσουμε και λεπτομέρειες κι αυτό θα το κάνουμε, γιατί τελικός κριτής για όλους μας είναι η εργατική τάξη και η Ιστορία.

Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να αμαυρώσει τις προθέσεις μας, την κομμουνιστική μας ταυτότητα, την παρουσία μας στο κομμουνιστικό κίνημα, την προσφορά μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η χειρότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής υποκρισίας είναι η «κομμουνιστική» υποκρισία. Τους τη χαρίζουμε.

Γι αυτό και δεν ρωτάμε μερικούς από τους σωτήρες τι ψήφισαν στις εκλογές. Δεν μας ενδιαφέρει άλλωστε. Η στάση τους είναι μια μετάλλαξη της ίδιας της στάσης που κράτησε η ηγεσία του Κόμματος. Οδήγησε με το δικό της τρόπο μαζικά τον κόσμο του ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να καταλήξουν στο τέλος όλοι τους στον ΣΥΡΙΖΑ!

Ναι! Αναγνωρίζουμε, τελικά, ότι ο δεξιός οπορτουνισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο «λογικός» από τον «αριστερό» οπορτουνισμό της ηγεσίας του Κόμματος. Ο πρώτος δίνει διέξοδο σε έναν άμεσο αστικό ρεφορμισμό, ο άλλος είναι παντελώς αδιέξοδος. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να χαντακωθεί το Κόμμα και η ενός αιώνα παρουσία του και ιστορία του.   

1. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας

Η καθυστέρηση στην απάντηση που αφορά τη ΣΕ του «Ρ» οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους. Γιατί για να δοθεί, όσο το δυνατό, μια ολοκληρωμένη απάντηση στο δημοσίευμα του Ριζοσπάστη, αλλά και σε άλλα δημοσιεύματα, θα έπρεπε να περιμένουμε τη διεξαγωγή των επαναληπτικών εκλογών της 17ης του Ιούνη, παραπέρα να γνωρίζουμε και τις επίσημες εκτιμήσεις της ηγεσίας του Κόμματος για τα εκλογικά αποτελέσματα.

Πρωτίστως, όμως, αποφύγαμε να ακολουθήσουμε την πρακτική της ηγεσίας του κόμματος, η οποία την  ώρα της εκλογικής μάχης έδειξε δια μέσου της απάντησης της ΣΕ του «Ρ» στη «Νέα Σπορά», τις πραγματικές της προθέσεις. Προσπάθησε να αξιοποιήσει την «ευκαιρία», που υποτίθεται ότι της έδωσε η «Νέα Σπορά», χωρίς να έχει μάλιστα και το θάρρος να την κατονομάσει, για να δείξει ότι θα επιμείνει σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη, για το παρόν και το μέλλον του κόμματος, γραμμή. Το ίδιο λάθος έκαναν κι άλλοι. Θεώρησαν ευκαιρία την εμφάνιση της «Νέας Σποράς», όπως ακριβώς η ηγεσία.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κόμμα μας αυτήν τη στιγμή – και που αναγνωρίζονται πλέον επίσημα και από την ίδια την ηγεσία του, δεν ήταν ο καρπός, το κακό αποτέλεσμα μιας εκλογικής μάχης και μιας αποτυχημένης εκλογικής τακτικής, κατηγορία που μας αποδίδεται με τόση ευκολία από την πλευρά της ηγεσίας και που από την πλευρά της «Νέας Σποράς» δεν προβλήθηκαν ποτέ ως οι βασικές αιτίες.

Ήταν το αποτέλεσμα μιας συνολικής πολιτικής γραμμής, που έχει να κάνει με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπε το κόμμα με ευθύνη της ηγεσίας του, της εγκατάλειψης του προγράμματος του κόμματος, της στάσης του κόμματος μέσα στο εργατικό κίνημα, ήταν, τέλος, το αποτέλεσμα και του ίδιου του τρόπου λειτουργίας του, μια και η ηγεσία απεμπόλησε τους λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας ενός κομμουνιστικού κόμματος, με αποτέλεσμα να υπονομεύσει τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους και τους χώρους δουλειάς.

Ξεκαθαρίζουμε, ευθύς εξ αρχής, τη διαφωνία μας για την πολύ γνωστή κατεύθυνση  με την οποία το κόμμα μας έδωσε σχεδόν όλες τις εκλογικές μάχες μέχρι τώρα και που πήγαινε σ' αυτές με το «σύνολο της γραμμής του», όπως χαρακτηριστικά λεγόταν κατ' επανάληψη και μέσα στις ΚΟΒ.  Και το σύνολο της γραμμής μας παρέπεμπε στο ότι πάμε στις εκλογές, και όχι μόνο, παντού στην καθημερινή μας δράση και στις προτεινόμενες λύσεις, με τη στρατηγική μας.  Γεγονός που στην πράξη αποδείκνυε την εγκατάλειψη της τακτικής.

Γιατί τι ακριβώς σήμαινε να πηγαίνουμε με το σύνολο της γραμμής μας στην πραγματικότητα; Σήμαινε ότι η δράση μας περιοριζόταν στην απλή αναφορά στα προβλήματα των εργαζομένων, ότι «χρησιμοποιούσαμε» τα προβλήματά τους  για να «τεκμηριώσουμε» την ανάγκη του σοσιαλισμού, ενώ δεν αναπτύσσαμε τη δράση του εργατικού κινήματος για την επίλυσή τους, στις εκλογές δεν καταθέταμε προγραμματική πρόταση για την αντιμετώπισή τους και όποιες λύσεις καταθέταμε παρέπεμπαν ουσιαστικά στο σοσιαλισμό. Και οι αποδείξεις για αυτήν την «τακτική» είναι πολλές.

Πιστεύαμε ή, καλύτερα, θέλαμε να πιστεύουμε ότι, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη, η ηγεσία του Κόμματος θα έβλεπε και θα συνειδητοποιούσε τον ολισθηρό της δρόμο. Ότι θα διόρθωνε την πολιτική γραμμή του Κόμματος, έστω και τόσο αργά. Την καλέσαμε γι αυτό, αλλά δεν το έκανε.

Στην πρώτη κεντρική συγκέντρωση του Κόμματος μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη, στις 14 του Μάη,  η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει με απόλυτα κατανοητό τρόπο το τι σημαίνει «το σύνολο της γραμμής μας»:«Τώρα το λαϊκό κίνημα πρέπει να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Αν γίνουν εκλογές, να αλλάξει την ψήφο του, να κάνει δυνατό το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θέλει και μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη διακυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας, του μοναδικού ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Είναι ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και εργατικό έλεγχο».

Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Η παραπάνω φράση καθορίζει το βασικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού, χωρίς να ονομάζεται. Και πότε λέγεται; Όταν έχει χτυπήσει το καμπανάκι των εκλογών της 6ης του Μάη. Και η ηγεσία του Κόμματος επιμένει στην ίδια πολιτική γραμμή αγνοώντας το ηχηρό μήνυμα του εκλογικού σώματος και καλώντας τον κόσμο «να αλλάξει την ψήφο του» και ότι δεν έκανε στις 6 του Μάη να το κάνει στις 17 του Ιούνη. Υπό μία έννοια την άλλαξε αλλά σε βάρος του Κόμματος.

Στην ίδια ομιλία και σε άλλο σημείο της η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει και διαλύει κάθε αμφιβολία για το πώς κατανοεί η ηγεσία του Κόμματος τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, την πάλη του εργατικού κινήματος: «Σ' αυτό το δρόμο πάλης θα αποσπώνται και κάποιες παραχωρήσεις, θα δυσκολεύονται τα χειρότερα, ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν, βαδίζοντας συνεχώς μπροστά στον ελπιδοφόρο δρόμο της λαϊκής διακυβέρνησης και εξουσίας».

Εδώ βλέπουμε πολύ καθαρά και την εκτίμηση που είχε η ηγεσία του Κόμματος για το εάν μπορούσαν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους να αποσπάσουν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους. Δεν το πίστευε και δεν το διεκδικούσε. Τη διεκδίκηση για την επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων τη μεταβίβαζε στην εργατική λαϊκή εξουσία, στο σοσιαλισμό, που κι αυτόν απέφευγε να τον ονομάσει, να τον αναφέρει ρητά και καθαρά. Την ίδια στιγμή, βέβαια, απολογιότανε ότι δεν παραπέμπει τα πάντα στο σοσιαλισμό! Η αντίφαση «βγάζει μάτι»! Και τέτοιου είδους αντιφάσεις φέρνουν ένα καίριο αποτέλεσμα για τον πολιτικό λόγο που εκφέρει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Σπέρνουν σύγχυση.

Γιατί ποια αίσθηση καταστάλαζε στη συνείδηση του κόσμου που μας άκουγε; Έχοντας την πείρα ενός εκτεταμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να αποσπάσει καμία ουσιαστική νίκη, δεν μπόρεσε να ματαιώσει καμία κυβερνητική πρωτοβουλία για τα καυτά προβλήματα που τον αφορούσαν, δεν μπόρεσε να ματαιώσει κανένα από τα κυβερνητικά μέτρα που πάρθηκαν, δεν μπόρεσε να αποσπάσει «κάποιες παραχωρήσεις» ή «να δυσκολέψει τα χειρότερα» ή «ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν» από τα μέτρα που πάρθηκαν κατέληγε στην απορία: «Πως αυτοί εδώ θα κερδίσουν έναν πόλεμο χωρίς να έχουν κερδίσει, έστω, μία μάχη»;

Κι αυτό το ζήτημα δεν είναι ήσσονος σημασίας. Αφορά στη διαμόρφωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, ευρύτερα των εργαζομένων, της κοινωνικής ψυχολογίας γενικά των λαϊκών μαζών, που εκείνη τη στιγμή κινητοποιούνται κατά εκατομμύρια καταδικάζοντας το δικομματισμό και καταφέροντας ένα καίριο χτύπημα στο αστικό πολιτικό σύστημα και αναζητούν νέα λύση στο ζήτημα της εξουσίας και της διακυβέρνησης.

Σ' αυτήν ακριβώς τη στιγμή το Κόμμα απαντάει στην αναζήτηση των λαϊκών μαζών με την εργατική λαϊκή εξουσία κι αυτές μας γυρίζουν την πλάτη. Τουλάχιστον πρέπει να μας προβληματίσει η στάση των εργαζομένων, που έτρεφαν πάντα υψηλή εκτίμηση για το Κόμμα και εμπιστοσύνη, αντί να καταφεύγουμε στις εύκολες κατηγορίες ότι εγκλωβίστηκαν στις προτάσεις των άλλων κομμάτων που είχαν διαχειριστικό χαρακτήρα.    

Έχει, όμως, σημασία να προσδιορίσουμε και τη στιγμή που οι λαϊκές μάζες μας γυρίζουν τις πλάτες. Είναι η στιγμή που οι εργαζόμενοι δέχονται τη μεγαλύτερη επίθεση ενάντια στις κατακτήσεις τους, που τα μικροαστικά στρώματα υφίστανται τη μεγαλύτερη καταστροφή στη νεώτερη ιστορία της χώρας, που τα πιο καθυστερημένα τμήματα των εργαζομένων αρχίζουν να προσβλέπουν στη «Χρυσή Αυγή» και την καθιστούν πολιτική δύναμη με αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο.  

Ξεκαθαρίζουμε, επίσης, πως η «Νέα Σπορά» δεν τάχθηκε ποτέ υπέρ της εγκατάλειψης της στρατηγικής του Κόμματος και υπέρ της υπόκλισης, κατ' αποκλειστικότητα, στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων. Κι αυτό ισχύει για κάθε μάχη που έδινε το Κόμμα, για κάθε μέτωπο πάλης ακόμη και για τις εκλογές.

Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε την άποψη ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή και αρμονική σύνδεση μεταξύ της στρατηγικής και της τακτικής, που θα εκφράζεται μέσα από την οικονομική, την ιδεολογική και πολιτική δράση του Κόμματος και θα αποσκοπεί στη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών για την επίτευξη του τελικού στρατηγικού σκοπού, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται με το όνομά του και όχι μέσα από θολά λεκτικά σχήματα, που θυμίζουν Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του ‘70.        

Γι αυτό το λόγο οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη γενική γραμμή του Κόμματος με τη μονομερή προβολή της στρατηγικής του επαναλαμβάνονται και στην απάντηση της ηγεσίας του Κόμματος – δια μέσου της Συντακτικής Επιτροπής (ΣΕ) του Ριζοσπάστη, προς τη «Νέα Σπορά». Οι αντιφάσεις αυτές αναδεικνύουν τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του Κόμματος, που φτάνουν μέχρι την ανοιχτή αλλοίωση της πραγματικότητας και την άρνηση των ντοκουμέντων του 15ου Συνεδρίου και ιδιαίτερα του προγράμματος.

10/07/2012, «ΝέαΣπορά»

ΠΗΓΗ: http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html

 

 Συνέχεια στο Μέρος Α-ΙΙ

Το μετέωρο βήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς

Το μετέωρο βήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς


Του Τάσου Σταυρόπουλου

 

1. Μια βόλτα στην επαρχία, άδειοι δρόμοι, βενζινάδικα κλειστά  ή με χωρίς καύσιμα, κλειστά ή  με χωρίς πελάτες καταστήματα. Πολλοί δε ψήφισαν, γιατί δεν είχαν ούτε τα εισιτήρια να πάνε στα χωριά τους. Το ποσοστό αποχής μεγαλύτερο στις τελευταίες εκλογές, ψιλά γράμματα ότι ψήφισε το 63%του λαού.

Με σύνταξη  ΟΓΑ 360€  καλούνται υπερήλικοι να πληρώσουν χαράτσι για προπολεμικά πλίνθινα σπίτια, αλλά «κλήθηκαν» να ψηφίσουν  με το φόβο μήπως επιστρέψουν στη δραχμή και χάσουν τα σπίτια τους, ενώ δεν υπάρχει φόβος αν τα χάσουν με € και τους τα κατάσχει το κράτος.

2. Η οικονομία είναι νεκρή. Δεν κινείται τίποτα. Δε φταίει  η Ε.Ε που έχει καταστρέψει τη γεωργία.  Που χρειάζεσαι 2 τόνους στάρι, για να αλλάξεις λάστιχα σε ένα μικρό αυτοκίνητο. Που χάνεις τη σύνταξή σου.  Που δεν υπάρχει 8ωρο. που θα αμείβεσαι στην αρχή με 300€ μέχρι να πλησιάσεις τον καλοπληρωμένο Βούλγαρο εργάτη των 100€. Που μένεις χωρίς δουλειά στα 55 χρόνια και χωρίς προοπτική σύνταξης.  Που είσαι άνεργος και πρέπει να δηλώσεις εισόδημα  ως τεκμήριο διαβίωσης για το αυτοκίνητο που δε κινείς και για το σπίτι  που δεν έχεις να πληρώσεις το δάνειο.  Αλλά φταίει ο Αφγανός λαθρομετανάστης  που «επέλεξε» τη χώρα μας και όχι οι βομβαρδισμοί των ΗΠΑ  και των χωρών του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε που έχουν εισβάλει στη χώρα τους και τους ξεσπιτώνουν βίαια. Φταίει  ο Πακιστανός που δουλεύει με μισό δολάριο σε Αμερικάνικες, ευρωπαϊκές και Ιαπωνικές εταιρείες  15ώρες την ημέρα στη χώρα του και εγκαταλείπει την οικογένειά του και περνάει στην Ελλάδα ρακένδυτος.  Η Ελλάδα χώρα με τη μεγαλύτερη εξαγωγή μεταναστών σε σχέση με τον πληθυσμό της μετά τον πόλεμο, εκτρέφει τη Χρυσή Αυγή, για να δέρνει, να μαχαιρώνει, να απειλεί. Πως κατάντησαν ένα λαό που πριν 20 χρόνια έτρεφε συμπάθεια μόνο για τους λαούς τρίτου κόσμου και οι κατατρεγμένοι παλαιστίνιοι έβρισκαν φιλοξενία και δεν υπήρχε ίχνος ρατσισμού;

3. Για τη Χρυσή Αυγή επιδεινώνουν τη θέση του έλληνα άνεργου οι μετανάστες. Επί Σημίτη ευνοήθηκε η παράνομη μετανάστευση, η αστυνομία έκανε στραβά μάτια, οι εργοδότες  δεν τους πλήρωναν και, όταν εκαναν καταγγελία οι μετανάστες, η αστυνομία τους οδηγούσε στα σύνορα. Τέτοιες ιστορίες γράφονταν σε Αλβανικές, Βουλγαρικές και Ουκρανικές εφημερίδες, αλλά ούτε το Υπουργείο εξωτερικών ασχολήθηκε με τέτοια  «διαφήμιση» της χώρας μας στο εξωτερικό. Να θυμηθούμε την εκμετάλλευση των Πακιστανών στις φράουλες της Ν. Μανωλάδας; Πρώτα η στυγνή εκμετάλλευση των μεταναστών και κατά δεύτερο λόγο η εξαθλίωση του κόσμου της εργασίας που συνοδεύεται με απουσία οποιασδήποτε προοπτικής για αλλαγή της κατάστασης, προετοίμασαν την εμφάνιση του ναζισμού στη χώρα μας. «Εργασία μόνο για τους Έλληνες εργάτες» το προεκλογικό μανιφέστο του πιο συχνού προσκεκλημένου  των καναλιών Καρατζαφέρη.

4. Αυτή η Ε.Ε που  θυμάται τώρα το αποικιακό της παρελθόν, μαζί με τους ντόπιους «φύλαρχους», έχουν βυθίσει το λαό σε εξαθλίωση και δεν του επιτρέπουν να έχει ελπίδα. Αυτή την Ε.Ε και το € υπερασπίστηκαν τα μνημονιακά  κόμματα και ο ΣΎΡΙΖΑ, ο οποίος δήλωσε προς πάσα κατεύθυνση ότι θα υπερασπισθεί την παραμονή της χώρας μας στην ευρωζώνη. Το ΜΑΑ δεν μπορεί να μην τα βλέπει όλα αυτά ούτε να ταυτισθεί με μια πολιτική των εγχώριων οικονομικά ισχυρών και των Βρυξελλών που ευθύνεται για την εξαθλίωση του λαού.

5. Μήπως υπάρχει Ελπίδα σε κάποιες διορθώσεις; Ούτε καν λίγη δόση Κεϋνσιανισμού δεν επιτρέπει η Ε.Ε. Προσπαθεί  να κάνει ανταγωνιστική την οικονομία  μέσω της ύφεσης, με μείωση μισθών και συντάξεων, με εξόντωση των 2/3 του λαού. Αν σήμερα κάποιος, μέσα στα πλαίσια του συστήματος, επαναδιατύπωνε την άποψη του Ρούσβελτ (Λόγος, 17 Μαΐου 1933), για να λειτουργήσει την οικονομία:  «Για να κάνουμε τα εργοστάσιά μας και τα αγροκτήματά μας να ξαναδουλέψουν με τη βεβαιότητα ότι θα πωλούν τα προϊόντα τους, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε  στους καταναλωτές τα μέσα να αγοράζουν τα προϊόντα αυτά. Αλλά, για να πραγματοποιηθεί αυτό, θα πρέπει να μην έχουμε 12.000.000 άνεργους οι οποίοι δεν έχουν την δυνατότητα να αγοράσουν τίποτε… και αυτό θα το κατορθώσουμε  εξασφαλίζοντας σε κάθε εργάτη ένα κατώτατο ημερομίσθιο που θα του επιτρέπει να ζει…….  Καμιά επιχείρηση που επιβιώνει από την πληρωμή χαμηλών ημερομισθίων στους εργάτες δεν πρέπει να υπάρχει σ' αυτή τη χώρα» θα τον έπιαναν στο στόμα τους οι επίσημοι  κονδυλοφόροι Πρετεντέρης, Τρέμη, Αναγνωστάκης, Καμπουράκης, Λυριτζής. Οικονόμου, Πρωτοσάλτε  και θα τον περνούσαν γενεές δεκατέσσερες.

6. Κυβέρνηση της αριστεράς μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης; Με αποδοχή του σημερινού πολιτικού πλαισίου; Κάποιοι θα όφειλαν να προβληματισθούν από την εμπειρία της Κύπρου. Θεωρητικά θα μπορούσε να υποσχεθεί επανεκκίνηση της οικονομίας με γενναία χρηματοδότηση από δημόσιες τράπεζες, με επαναφορά των συντάξεων και μισθών, με κατάργηση χαρατσιών και έκτακτων εισφορών. Αυτά όμως προϋποθέτουν δικό σου νόμισμα. Χωρίς να καθορίζεις τη νομισματική πολιτική και με δεμένα τα χέρια από Ε.Ε σε όλους τους τομείς της οικονομίας, μια τέτοια πολιτική είναι ανέφικτη. Αν θέλεις να εφαρμόσεις με συνέπεια τέτοια πολιτική, οφείλεις να πεις καθαρά στο λαό τις προϋποθέσεις που θα φέρουν συγκρούσεις. Διαφορετικά δημιουργείς αυταπάτες. Καθαρές κουβέντες και θέσεις και το λαό μάχιμη δύναμη. Με επίγνωση.

7. Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν πλήγμα για εκείνα τα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς με τις πιο προωθημένες θέσεις. Οι ευθύνες είναι δικές τους και είναι πολιτικός στρουθοκαμηλισμός να αποδίδονται ευθύνες σε άλλους ή στο λαό, γιατί προτίμησε την «εύκολη λύση», αν και δεν του ήταν καθόλου εύκολη μέσα στα διλήμματα ευρώ ή χάος, καταστροφή. Οι ευθύνες βαραίνουν τη ριζοσπαστική αριστερά που δεν μπόρεσε να προτείνει πειστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, δε σμίλεψε την κοινή δράση της, αλλά προτίμησε μοναχική πορεία και να προβάλει μόνο στρατηγικούς στόχους, χωρίς απαντά στα επίκαιρα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Η λαϊκή εξουσία ή το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα χωρίς σύνδεση με την επιβίωση και την έξοδο από την κρίση, δεν μπορούν να μιλήσουν στη ψυχή του άνεργου, του απολυόμενου, του οικογενειάρχη  που ωθείται σε αυτοκτονία, γιατί δε βλέπουν φως από πουθενά. Ούτε μπορεί να αποτελεί θέση η εξήγηση ότι ο κόσμος παρασύρθηκε από τον κυβερνητισμό του Σύριζα και δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από την ασφάλεια του € και της Ε.Ε. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν πρέπει να αναδιπλωθεί σε επιφανειακές δικαιολογίες.

Αν ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς που εκλογικά αποδομήθηκε, δεν αναπτύξει τη στρατηγικής σημασίας εμπιστοσύνη του κόσμου της εργασίας, αν δεν προτείνει πειστικό, τεκμηριωμένο, πρόγραμμα ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης, αν δεν οργανωθεί και δε συμβάλλει έμπρακτα με την αλληλεγγύη του στην ανακούφιση των εξαθλιωμένων ανέργων, των συνταξιούχων, αν δε δώσει ελπίδα στους νέους, αν δε πείσει ότι αυτό που προτείνει ανταποκρίνεται στα πραγματικά συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, αν δεν υπερασπισθεί την κυριαρχία της χώρας και τη δημοκρατία του λαού έναντι των Βρυξελλών, δεν έχει μέλλον και υπάρχει κίνδυνος το κενό να το καλύψει ο βαθύς συντηρητισμός, ο εθνικισμός και η ακροδεξιά που εδραιώνεται ταχύτητα. Η αριστερά που θέλει να τετραγωνίσει τον κύκλο και να παίξει μέσα στην Ε.Ε, γρήγορα θα ενσωματωθεί. Η κατάσταση της ευρωπαϊκής αριστεράς σήμερα έχει πολλά να πει.

8. Οι δυνάμεις του ΜΑΑ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ, δυνάμεις από το ΚΚΕ (προσωπικά θα ήθελα όλο το ΚΚΕ, αλλά φαίνεται πως δε γίνεται), ανένταχτοι αριστεροί, δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς  από το Σύριζα, εδώ και τώρα πρέπει να συντονισθούν για τη σωτηρία του κόσμου της εργασίας. Η χρεοκοπία είναι  επί θύραις. Αν αφήσουμε τη μοίρα της χώρας στα χέρια των αστικών κομμάτων και των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων, δεν αποφεύγεται ο εξανδραποδισμός των εργαζομένων.

9. Μια λαϊκή συμμαχία. Με ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Με δημοκρατική δομή και συμμετοχή του κόσμου της εργασίας. Το «κοινόν» υπάρχει: Κατάργηση των μνημονίων, στάση πληρωμών, διαγραφή του χρέους, αποχώρηση από την ευρωζώνη και ρήξη με Ε.Ε. Συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα εγγυάται την έξοδο από την κρίση σε εύλογο χρονικό διάστημα( το πιο σημαντικό), κοινωνικοποίηση των τραπεζών, ανασυγκρότηση της γεωργικής παραγωγής, για να μην πεινάσει ο λαός, και συνολικά της οικονομίας.

10. Με ειλικρίνεια, για τα υπέρ και τις δυσκολίες, για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου. Οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, στη συγκεκριμένη  περίσταση, αν περιθωριοποιηθούν ακόμη περισσότερο, πράγμα πολύ πιθανό, δεν έχουν να προσφέρουν πολλά. Οι καιροί ου μενετοί.

 

ΠΗΓΗ: Σάββατο, 07 Ιούλιος 2012, http://tometopo.gr/home/ideas/840-to-.html

Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του ΙΙ

Κρίση, επιστημονική – τεχνολογική έκρηξη: Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του – Μέρος ΙΙ

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

 

Η Επιστήμη ως κοινωνική πρακτική

Οι επιστημονικές παρεχόμενες γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας. Κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Εντός αυτών των ορίων βαθαίνει η μερικότητα, η υπερειδίκευση – αποειδίκευση, η ενίσχυση των ταξικών φραγμών, η ταξική λογική και ρόλος της παιδείας. Οι σπουδές, αντί να προσφέρουν πρόσβαση σε ενιαία γνωστικά αντικείμενα, είναι περισσότερο ένα άθροισμα πληροφοριών και δεξιοτήτων, που αλλάζουν ευέλικτα με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου. Όμως πληροφορίες, δεξιότητες και θραύσματα γνώσης, χωρίς τις βαθύτερες εσωτερικές αιτιακές τους σχέσεις, δεν συνιστούν γνώση. Οδηγούν στην προοδευτική παρακμή της κριτικής διάνοιας, δηλαδή της θεμελιώδους δεξιότητας του ανθρώπου να κατανοεί σε ποιον κόσμο καλείται να ζήσει.

Η αστική τάξη ακολουθεί μια ανομολόγητη αλλά αυστηρά σχεδιασμένη πολιτική πάνω στη γνώση και την επιστήμη. Πολιτική που καθορίζεται από το γεγονός πως η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, η κοινωνία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν μπορεί να συνδεθεί με θετικές ελπίδες και επαγγελίες, να υποσχεθεί βελτιώσεις της θέσης της κοινωνικής πλειοψηφίας, να βρει σημεία επαφής με τις σύγχρονες ανθρώπινες ανάγκες και δυνατότητες. Γι' αυτό δεν προβάλλεται ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος, αλλά ως ο μόνος δυνατός.

Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη ακαμψία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών προτύπων, ερμηνεύει τη «φυματικότητα» και το εύκολο ξέφτισμα των σύγχρονων ιδεολογικών κατασκευών του αστισμού (τέλος ιστορίας, εργασίας, πολιτικής, ιδεολογιών – πόλεμοι πολιτισμών – μετακαπιταλιστική ή μεταβιομηχανική κοινωνία – κοινωνία γνώσης, πληροφορικής, τεχνολογιών – σύγχρονος αντικομουνισμός κλπ.). Απαντά στο γιατί «χωνεύτηκαν» τόσο γρήγορα οι θριαμβολογίες για τις καταρρεύσεις. (Η νίκη απέναντι σε μια καρικατούρα αντιπάλου δεν αποδεικνύει εξ ορισμού και την υπεροχή του νικητή.)

Κάθε επιστημονικό πεδίο αντιμετωπίζεται αποσπασματικά, συχνά καλυμμένο από αντιεπιστημονικές, θεοκρατικές ή και σκοταδιστικές αντιλήψεις εντείνοντας τη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.

Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν ένα πανόραμα της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου. Μέσω αυτών θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε σημαντικές μορφές της ανθρώπινης κοινωνικής συνείδησης. Ο άνθρωπος δημιουργεί την κοινωνία και μέσω αυτής της δημιουργίας διαμορφώνεται και ο ίδιος παράλληλα με τον αγώνα εντός της μετασχηματιζόμενης σχέσης ανθρώπου – φύσης από την οποία αποσπά τα προς το ζην. Σε επιστήμες κοινωνικού περιεχομένου όμως, παράλληλα με την αποσπασματικότητα, κεντρική ιδέα είναι η άποψη για την «αιώνια φύση του ανθρώπου». Η ανθρώπινη φύση, δήθεν, είναι που οδηγεί στην κοινωνικότητα, στην έμφυτη τάση της ανάγκης της θρησκείας. Η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα των ανθρώπων προκύπτει από την ίδια τους τη φύση. Στη φύση δήθεν του Έλληνα είναι η δημοκρατία. Το κέρδος και η μεγιστοποίησή του εμφανίζονται σαν φυσική και φυσιολογική αναγκαιότητα όπου πηγή του είναι η εξυπνάδα, το ρίσκο, η επιχειρηματικότητα του επιχειρηματία που εμφανίζεται και σαν συντελεστής παραγωγής.

Έτσι ο άνθρωπος εμφανίζεται σαν άνθρωπος πριν καν γίνει κοινωνικό ον και η φύση εμφανίζεται σαν «οπαδός» του καπιταλισμού. Στη δε σχέση ατόμου κοινωνίας εμφανίζεται το άτομο να καθορίζει κυρίως την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Το κράτος εμφανίζεται όχι σαν ιστορικό δημιούργημα της αστικής τάξης -και επομένως στην υπηρεσία της- αλλά σαν εκφραστής της ομαλής λειτουργίας των ανθρώπινων σχέσεων, των αναλλοίωτων και ενιαίων συμφερόντων της κοινής βούλησης των «πολιτών».

Στις ιστορικές επιστήμες κυριαρχεί η τεχνοκρατική προσέγγιση, η ανερμήνευτη παράθεση γεγονότων, η απόκρυψη άλλων, η αποσπασματικότητα που αίρει τη δυνατότητα σφαιρικής προσέγγισης των γεγονότων, η πλήρης αποσιώπηση του ρόλου των τάξεων.

Στις θετικές επιστήμες το περιεχόμενο τους ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους. Ο πρώτος, ο κύριος, απορρίπτει στην πράξη τη γενίκευση των συμπερασμάτων των θετικών επιστημών, τις σφοδρές φιλοσοφικές τους επιδράσεις, την αξία της θεωρητικής τους προσέγγισης στα θεμελιακά προβλήματα του κόσμου. Και τις περιχαρακώνει στο πεδίο των ατράνταχτων δήθεν επιστημονικών, χειροπιαστών αποδείξεων τις οποίες όμως αποσπά από την καθημερινή πρακτική τους, ωφελιμότητα και εφαρμογή. Ο άλλος πόλος τις συνδέει, πιο ορατά κατά περιόδους στη βιολογία και την αστρονομία, με θεοκεντρικές κυρίως απόψεις για τη δημιουργία του σύμπαντος και του ανθρώπου.  Ανάμεσα τους, σαν αναγκαίο κακό, εμφανίζονται απόψεις που τείνουν προς κάποιο έωλο, αναπόδεικτο και προς εξαφάνιση υλισμό.

Τα μαθηματικά, ο κλάδος που αντικειμενικά καλλιεργεί τη φαντασία και το συλλογισμό, που «δείχνουν τις σχέσεις των πραγμάτων από τη σκοπιά της τάξης, του αριθμού και της έκτασης» (Λένιν, Φιλοσοφικά Τετράδια) μετατρέπονται σε ένα ακατάληπτο σύνολο μυστηριακών φορμαλισμών ξεκομμένων από τη ζωή και τη φύση.

Στη φυσική και χημεία, η υλικότητα του κόσμου, η ενότητα και η αλληλουχία των φυσικών φαινομένων, η πολυμορφία των διαφόρων μορφών της ύλης και το ανεξάντλητό της, η σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ιστορικότητα αλλά και η χρησιμότητα των επιστημονικών μοντέλων, η επίδραση στη φιλοσοφία, δίνουν τη θέση τους στην άποψη ότι περίπου αυτή είναι η τελική άποψη της φυσικής, αποσπασματικά, σαν άθροισμα πληροφοριών, με αμφίβολη για τους διδασκόμενους την καθημερινή χρησιμότητα τους.

Η εξίσωση, η υποκατάσταση και η ανάμιξη της επιστημονικής γνώσης με τη μυθοπλασία, την αποσπασματικότητα και τη θεολογική ερμηνεία της πραγματικότητας δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα βιβλίων και αναλυτικών προγραμμάτων.

Στη βάση των οδηγιών του ΟΟΣΑ εισάγεται η ωφελιμιστική αντίληψη για τη γνώση. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή χρήσιμη είναι μόνο η επιστημονική γνώση που φέρνει άμεσες «πληρωμές». Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία αναπτύσσει λοιπόν και ταυτόχρονα επιχειρεί να την οριοθετήσει, περιορίσει στα όρια των σκοπών και επιδιώξεών της.  Ωστόσο η ίδια η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αέναη κίνηση, μια αέναη ανανεούμενη ενότητα εμφάνισης και εξαφάνισης. Η διαρκής κίνηση, η δυναμική εμφάνισης, εξαφάνισης και μετασχηματισμού των σωματίων, η γένεση και το σβήσιμο αστέρων στο μεγάκοσμο, το επιβεβαιώνουν. «Το αιώνιο μυστήριο αυτής της φύσης στη αιώνια κίνησή της, στην αέναη κίνηση του χώρου, του χρόνου και του σύμπαντος, είναι η ίδια η δυνατότητα κατανόησής της». Ο επιχειρούμενος επομένως περιορισμός της επιστήμης είναι ανέφικτος και μάταιος.

Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει «προφανή» και εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνωστικές κατακτήσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις. Δίχως αυτό το ταξίδι προς την ασυμπτωτική γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας να τελειώνει ποτέ αφού κάθε επιστημονική ανακάλυψη αποκαλύπτει νέες περιοχές άγνοιας, δημιουργεί νέες απαιτήσεις.

Η επιστήμη παραμένει φυσικά ανθρώπινο δημιούργημα και συνεπώς όχι αλάνθαστο. Μπορεί να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, δίχως όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της. Τα όρια και το περιορισμένο επομένως της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται στην ανάπτυξη των επιστημών.

Τα όρια και το πεπερασμένο υπάρχουν και ταυτόχρονα αναιρούνται για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί στην ασυμπτωτική συγκλονιστική πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Η επιστήμη δεν είναι αυτόνομη περιοχή και ιδανικό βασίλειο του ορθού λόγου, τόπος καθαρής ορθολογικότητας. Είναι κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών. Υπηρετείται από επιστήμονες που φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις και κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία. Η επιστήμη είναι εσωτερικό πραγματικό στοιχείο αυτής της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξή της! Γι' αυτό στο χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων, οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούν, αποτρέπουν ή και συντηρούν, ανορθολογικούς, μη επιστημονικούς προβληματισμούς και πεποιθήσεις εμφανίζονται ως εγγενές στοιχείο πολλών επιστημονικών έργων.

Η ίδια η επιστήμη δια επιστημόνων εκτρέφει και την άρνησή της! Εκτρέφει δηλαδή παλαιά και σημερινά ανορθολογικά ρεύματα. Η εξέλιξη στην ανάπτυξη και χρήση των ατομικών όπλων, εκτός των άλλων πολιτικών προβλημάτων που θέτουν, τοποθετούν με ιδιαίτερο οξύ τρόπο το θέμα του ρόλου της επιστήμης στην εξέλιξη της κοινωνίας. Ωστόσο στην ασυμπτωτική πορεία για τη γνώση της αντικειμενικής φυσικής πραγματικότητας, οι ανακαλύψεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα θα εμπεριέχουν πάντα τη δυνατότητα της καταστροφικής για τον άνθρωπο εφαρμογής. Κατανοώντας τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης, τη ρεαλιστική περίπτωση σφάλματος, το συσχετισμό μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας που υπάρχει μέσα της, το σημαντικότατο ρόλο στις δυνατές πρακτικές εφαρμογής της, δεν μπορούμε παρά να απορρίπτουμε αποφασιστικά οποιαδήποτε προσπάθεια υποταγής της επιστήμης και περιορισμού της επιστημονικής έρευνας, σε προκαθορισμένα από εξωεπιστημονικά κέντρα αποτελέσματα. «Τον άνθρωπο που τείνει να προσαρμόζει την επιστήμη σε μια άποψη η οποία προέρχεται όχι από την ίδια την επιστήμη (όσο και αν η τελευταία κάνει και λάθη), αλλά απ' έξω, σε μια άποψη που επιβάλλεται από ξένα για την επιστήμη, εξωτερικά συμφέροντα, αυτόν τον άνθρωπο τον ονομάζω τιποτένιο», σημείωνε ο Μαρξ.

Μια τέτοια όμως απελευθερωμένη επιστήμη μπορεί να ζει σε μια αντίστοιχα απελευθερωμένη κοινωνία αφού «η επιστήμη μπορεί να παίξει τον πραγματικό της ρόλο μόνο μέσα στη Δημοκρατία της Εργασίας» (Ένγκελς). Ως τότε το εργατικό κίνημα και εντός του οι δικοί του επιστήμονες θα δίνουν το δικό τους αγώνα όχι για να περιορίσουν την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα, αλλά το αντίθετο. Για να περιορίσουν, ελέγξουν και τελικά εκμηδενίσουν το ρόλο και επίδραση σε αυτήν των τυφλών καπιταλιστικών δυνάμεων που αντιστρέφουν και διαστρέφουν το ρόλο της.

Το πολιτικό πρόβλημα επομένως για την Αριστερά δεν είναι οι αντιφάσεις του διανοούμενου και επιστήμονα. Είναι η ίδια η Αριστερά. Η οποία οφείλει να αναπτύσσεται οργανωτικά, προγραμματικά, γενικότερα πολιτικά, να αναπτύσσει την υλιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με τις νέες εκρηκτικές ανακαλύψεις της επιστήμης και της τεχνικής. Εκεί θα βρίσκεται ο πυρήνας του ρόλου του επαναστάτη επιστήμονα και διανοούμενου. Αυτή θα 'πρεπε να είναι η προτροπή της Αριστεράς απέναντι και στους δικούς της οργανικούς διανοητές.

Όλοι οι άνθρωποι κατά τον Γκράμσι είναι διανοούμενοι, με την έννοια πως έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει. Δεν έχουν όμως όλοι την ικανότητα να ασκήσουν ορισμένες λειτουργίες σαν ειδική κοινωνική κατηγορία που κατέχει επιστημονικούς νόμους και χωρίς να περιορίζεται σε αυτούς, αρθρώνει γενικότερες θέσεις για την κοινωνία. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί όλοι να γίνουν διανοούμενοι.

Ο επιστήμονας, ως οργανικός διανοούμενος δεν περιορίζεται στην περιγραφή της επιστήμης του και της κοινωνικής ζωής μόνο σύμφωνα με τους ειδικούς επιστημονικούς κανόνες. Δεν αρθρώνει μόνο, μέσω της γλώσσας του πολιτισμού θέσεις, ερμηνείες και συναισθήματα που οι μάζες δυσκολεύονται να εκφράσουν για τον εαυτό τους. Κατακτά γενικές επιστημονικές γνώσεις για να υπηρετήσει ένα επιστημονικό πεδίο που με τη σειρά του το χρησιμοποιεί σαν εφαλτήριο στην προσπάθεια δόμησης μιας γενικής επιστήμης καθολικής ερμηνείας του φυσικού κόσμου και της κοινωνίας. Κύριο χαρακτηριστικό του δεν είναι η τοποθέτησή του στα διάκενα της κοινωνίας με μια αίσθηση διαταξικότητας που θα του επέτρεπε να προσκολλάται στην εκάστοτε κυρίαρχη ομάδα της αστικής εξουσίας. Αντίθετα, χωρίς να είναι απαραίτητα αναπόσπαστο μέρος της εργατικής τάξης, συμβάλλει με τις θέσεις του στην προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της και στην ενίσχυση της ταξικής της συνείδησης. Γενικά, κυρίως και με αντιφάσεις. Αυτό δε που τον καθορίζει δεν είναι οι υπαρκτές και αναπόφευκτες αντιφάσεις αλλά το «γενικά και κυρίως».

«Στο χωροχρόνο, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι όλα απλωμένα μπροστά μας, ακίνητα σαν τις λέξεις ενός βιβλίου. Στο χωροχρόνο, καθετί που για μας αποτελεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, εμφανίζεται ενιαία», σημειώνει ο Αϊνστάιν. Ο άνθρωπος, γράφει στο 1ο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «Μάνθλι Ριβιού» το 1949, μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία. «Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού

 

* Ομιλία σε εκδήλωση του φεστιβάλ νεολαίας «αναιρέσεις 2012» στο Κάστρο της Πάτρας (26/5/2012).

 

Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του Ι

Κρίση, επιστημονική – τεχνολογική έκρηξη: Ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του – Μέρος Ι

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη

 

 

Η ουσιαστικότερη διαφορά ανάμεσα στην τωρινή κρίση και τις προηγούμενες έγκειται ακριβώς στο ότι εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον όπου οι δυνάμεις που αμφισβητούν την αστική κυριαρχία, έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο από τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτή είναι η υλική βάση της δικιάς μας αισιοδοξίας. Στην ουσία ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του. Τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του.  

«Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες», υπογράμμιζε έντονα ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό μανιφέστο εκατόν εξήντα δύο χρόνια από σήμερα. «Διαλύονται», συνέχιζε, «όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις και όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Κάθε τι κλειστό και σταθερό εξατμίζεται, κάθε τι ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρούσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους».

Η σχέση αυτών των σκέψεων με την πραγματικότητα δοκιμάζεται στις ραγδαίες, απρόσμενες και απροσδόκητες εξελίξεις εντός της εξελισσόμενης καπιταλιστικής ύφεσης που ακολούθησε την κρίση που εκδηλώθηκε στα τέλη του 2007 – 2008.

Εδώ και πέντε περίπου χρόνια η ανθρωπότητα ζει στη δίνη μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες κρίσεις των αιώνων του καπιταλισμού που κλονίζει καταστάσεις και βεβαιότητες.

Μετά τέτοιου ιστορικού χαρακτήρα κρίσεις ο καπιταλισμός γίνεται άλλος από αυτόν που γνωρίζαμε. Η αστική δημοκρατία αλλάζει, οι διεθνείς σχέσεις μεταβάλλονται, η οργάνωση της εργασίας αλλάζει, το εργατικό κίνημα, κάτω από την ιδιαίτερα βίαιη ταξική αναμέτρηση παίρνει άλλη μορφή και περιεχόμενο, η Αριστερά αλλάζει. Το ερώτημα είναι «προς τα πού;».

Η πρώτη μεγάλη κρίση, η κρίση του 1873 – 1895, συνδέθηκε με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης, την ποιοτική και ποσοτική άνοδο του εργατικού κινήματος που συμπυκνώνεται στον επαναστατικό εργατικό αγώνα για το οκτάωρο.

Η κρίση του 1929 – 1945 συνδέθηκε τελικά με την ανελέητη, μέσω πρωτίστως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πάνω απ' όλα της εργατικής δύναμης. Συνδέθηκε επίσης με την «ολοκλήρωση» του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, την προώθηση του κεϋνσιανισμού – κράτους πρόνοιας, που αποτέλεσε την πολιτική απάντηση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα το οποίο έβγαινε από τον πόλεμο ενισχυμένο και επικίνδυνο, παρά τη συντελούμενη μετάλλαξη προς μια πολιτική συνδιαχείρισης των κομμουνιστικών κομμάτων.

Η κρίση του 1973 – 1985, στην ουσία κρίση της κεϋνσιανικής διαχείρισης του καπιταλισμού, είχε ως αποτέλεσμα όλοι οι κρίσιμοι δείκτες του καπιταλιστικού συστήματος (ποσοστό κέρδους, ρυθμοί συσσώρευσης και μεγέθυνσης του συστήματος κλπ.) να παρουσιάζουν πτωτική τάση και παρά τα διαδοχικά νεοφιλελεύθερα και σοσιαλφιλελεύθερα πολιτικά κύματα των νεοσυντηρητικών αναδιαρθρώσεων των δεκαετιών του '80 και του '90 και τις συγκυριακές ανακάμψεις, οδηγήθηκαν στη σημερινή τέταρτη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού.

Η σημερινή κρίση μεταμορφώνει ποιοτικά και επιταχύνει την υπεραντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού που ζήσαμε. Απαιτεί, μέσα στην εξελισσόμενη ταξική πάλη, ραγδαίες και σοβαρές αλλαγές στο περιεχόμενο και στις μορφές άσκησης εργατικής πολιτικής από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά που δεν μπορούν πλέον να δρουν όπως πάντα και όπως συνήθως.

Η ουσιαστικότερη διαφορά ανάμεσα στην τωρινή κρίση και τις προηγούμενες έγκειται ακριβώς στο ότι εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον όπου οι δυνάμεις που αμφισβητούν την αστική κυριαρχία, έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο από τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος. Αυτή είναι η υλική βάση της δικιάς μας αισιοδοξίας. Στην ουσία ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του. Τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του.

Το ορατό μέλλον μπορεί καλύτερα να φωτίσει στο παρόν αυτή την εκτίμηση: Σε λίγο διάστημα θα φυτεύουν μαζικά – ήδη γίνεται στη Γουατεμάλα – καλαμπόκι και με ένα «προγραμματισμένο» βακτήριο, προϊόν της εκρηκτικά αναπτυσσόμενης βιοτεχνολογίας, θα παράγεται καύσιμο μηχανών. Με εκρηκτικές συνέπειες, όχι μόνο για τη γεωργία αλλά και για τη γεωστρατηγική σημασία χωρών. Με μύκητες μπορούν να παραγάγουν εξαιρετικά λεπτές ίνες εκατό φορές πιο ανθεκτικές από το ατσάλι, που θα ανατρέψουν πολλά δεδομένα σε μεταφορές, συγκοινωνίες και οικοδομές. Η τρισδιάστατη προγραμματισμένη εκτύπωση κρύβει μέσα της την ελπίδα για φτηνή, υψηλής ποιότητας κατοικία για όλους, αλλά και τη διατάραξη όλων των όρων οικοδομικής δραστηριότητας.

Η εφαρμογή της σύγχρονης φυσικής στην αποθήκευση και μεταφορά πληροφοριών αναταράσσει και πάλι τον όγκο αποθήκευσής τους, την ταχύτητα μεταφοράς τους, με τεράστιες επιπτώσεις στην ταχύτητα ροής του κεφαλαίου, στην επικοινωνία των ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας. Η διείσδυση «στον πιο κοντινό και ταυτόχρονα στον πιο μακρινό ως πρόσφατα κόσμο», στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στο εσωτερικό της Γης, δημιουργεί νέους ποιοτικά διαφορετικούς όρους στην ιατρική και στο μετασχηματισμό της φύσης. Η δημιουργία και εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει τη μετακίνηση άμεσα «ιπτάμενων» τρένων και μεσοπρόθεσμα αυτοκινήτων με τεράστιες ταχύτητες και μικρότερα ποσά καυσίμων.

Φτάνει επομένως να δει κανείς αυτή τη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της διανοητικής εργασίας στην παραγωγή, σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Να δει κανείς τη χωρίς προηγούμενο κλοπή του χρόνου εργασίας και ζωής από τους καπιταλιστές σε σχέση με το χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη και η εργασία. Να δει τη δυνητική ποιότητα του ίδιου του χρόνου εργασίας, σε σχέση με την αποξενωτική ηλεκτρονική αλυσίδα διευθέτησής του από τους καπιταλιστές. Τις νέες δυνατότητες μετασχηματισμού της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση σε σχέση με τη βάρβαρη καπιταλιστική διαχείριση των βιοτεχνολογικών επαναστάσεων. Να δει τη σημερινή αλλά και την προοπτική της ίδιας της παραγωγικότητας σε σχέση με την πολιτική απόσπασης υπεραξίας, την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης. Παρατηρώντας όλα αυτά μπορεί να συμπεράνει πως «τα νέα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά άλματα στη δυναμική τους εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις ποιοτικές μεταβολές στις παραγωγικές (και πολιτικές) σχέσεις περιέχουν εντός τους την τάση να προκαλούν νέες βαθύτερες αναστατώσεις και κρίσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, νέους όρους για βαθύτερους κλονισμούς της αστικής κυριαρχίας, να διαμορφώνουν προϋποθέσεις για "νέους γύρους" εργατικής αμφισβήτησης».

Από την άποψη της εκμετάλλευσης της εργασίας, η έκρηξη της επιστήμης και της τεχνικής οδηγεί σε νέου τύπου αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, με «παράδοξες» επιδράσεις. Απ' τη μια αυξάνει την εκμετάλλευση, απ' την άλλη διαμορφώνει προϋποθέσεις βαθύτερης διαταραχής της. Απ' τη μια αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας, απ' την άλλη μακροπρόθεσμα προκαλεί κρίση στη δυναμική της: Το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά σε νέα μέσα παραγωγής (και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας) τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο από το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή υπεραξίας. Επομένως αυξάνεται το επενδυόμενο σταθερό κεφάλαιο ανά εργάτη. Εντείνεται δηλαδή η τάση παραπέρα μείωσης της ποσότητας της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που αυτή βάζει σε κίνηση. Άρα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ' τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Έτσι, μακροπρόθεσμα, η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλεί κρίση στους ρυθμούς αύξησης, στη «δυναμική» της σχετικής υπεραξίας. Κατά προέκταση διαμορφώνει συνθήκες κρίσης στην αύξηση του ποσοστού και τελικά στη μάζα της υπεραξίας και γενικότερα των κερδών.

Εντέλει η σημερινή εκρηκτική ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνικής, των παραγωγικών δυνάμεων γενικότερα, απ' τη μια βρίσκεται σε αντιστοιχία με το καπιταλιστικό σύστημα, απ' την άλλη τείνει να έρχεται σε βαθύτερη αναντιστοιχία, και σε ανώτερο από κάθε άλλη φορά επίπεδο σύγκρουσης μαζί του.

 

Η επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη

 

Η επιστήμη λοιπόν, αυτό το «προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της», που «καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων» (Κ. Μαρξ)

Η πνευματική παραγωγή που είναι εγγενώς κοινωνική – εφόσον αποτελεί πόρισμα όλης της προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας – δημιουργική συσσώρευση, επεξεργασία, γενίκευση και επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού, μετατρέπεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα σε άμεση παραγωγική δύναμη. Ως τέτοια υποτάσσεται καθολικά στο κεφάλαιο το οποίο ιδιοποιείται τελικά τα προϊόντα και δημιουργήματά της. Επιστήμη και δημιουργήματά της ιδιοποιούμενα από το κεφάλαιο επανασταστικοποιούνται και ταυτόχρονα διαστρέφονται και φρενάρονται.

Ως γνωστό για το Μαρξ, στην εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, η βασική αρχή της οργάνωσης της εργασίας είναι η συνεχής αντικατάσταση της εργασίας από μηχανικές λειτουργίες (λειτουργίες του συστήματος των μηχανών). Στη μανιφατούρα το μέσο εργασίας και η εργατική δύναμη αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα: ο εργάτης κατέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων και γνώσεων που είναι απαραίτητο στη χρησιμοποίηση του εργαλείου. Η μανιφατούρα, κατά συνέπεια, φέρνει σε σχέση εργάτες και μόνο μέσω αυτών φέρνει σε σχέση μέσα παραγωγής.

Στη βιομηχανική εποχή «η παραγωγική διαδικασία προβάλλει όχι σαν υποταγμένη στην άμεση επιδεξιότητα του εργάτη, αλλά σαν τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. Άρα η τάση του κεφαλαίου είναι να δίνει επιστημονικό χαρακτήρα στην παραγωγή και η άμεση εργασία υποβαθμίζεται σε απλό συνθετικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας» (Καρλ Μαρξ – Gundrisse τόμ. 2, σελ. 533 ).

Η εκμηχάνιση μετατρέπει τη σχέση του εργάτη με τα μέσα εργασίας: η εργαλειομηχανή χωρίζει το μέσο εργασίας από τον άμεσο παραγωγό και εγκαθιδρύει μια νέα ενότητα, που είναι η ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας. Έτσι, ο εργάτης χάνει την ικανότητα να βάζει σε λειτουργία μόνος του τα εργαλεία της κοινωνικής εργασίας. Χάνει τη δεξιότητα της τέχνης του μια κι αυτή δεν αντιστοιχεί πια στο χαρακτήρα των μέσων παραγωγής.

Μαζί με το εργαλείο περνάει από τον εργάτη στη μηχανή και η δεξιοτεχνία του χειρισμού του. Η νέα ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας επιτρέπει στην επιστήμη να γίνει άμεσα παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργασία των άμεσων παραγωγών και επιτρέπει την οργάνωση των μέσων εργασίας σε σύστημα μηχανών.

Επί κεφαλαιοκρατίας η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και η συνδεόμενη με αυτήν κλιμακούμενη υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεν επέρχεται γραμμικά και ακαριαία, αλλά κλιμακωτά και αντιφατικά. Συντελείται μέσω της θέσης και του ρόλου της στην τεχνική – τεχνολογική διαμεσολάβηση της εργασιακής επενέργειας στη φύση και στην κοινωνία. Μέσω αυτής της διαμεσολάβησης, επιτυγχάνεται η ενίσχυση, διεύρυνση και εμβάθυνση, διακρίβωση και η κοινωνικοποίηση των μέσων και των τρόπων αυτής της επενέργειας.

 

* Ομιλία σε εκδήλωση του φεστιβάλ νεολαίας «αναιρέσεις 2012» στο Κάστρο της Πάτρας (26/5/2012).

 

ΠΗΓΗ: http://aristerovima.gr/details.php?id=3446

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Ανατροπή τώρα!!! 10 ενεργοί πολίτες

Ανατροπή τώρα!!!

 

Πολιτική Παρέμβαση 10+1 ενεργών πολιτών

 

 

Η προεκλογική περίοδος σχεδιάστηκε και διεξάγεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτραπεί κάθε συζήτηση για την ουσία των μέτρων της 2ης δανειακής σύμβασης και του μνημονίου.

Ήθελαν και μάλλον το πέτυχαν να μη γίνουν κατανοητές οι συνέπειες των μέτρων (άμεσες και μεσοπρόθεσμες) στους εργαζόμενους και τη χώρα.

Κυρίως ήθελαν να μη φανεί που πραγματικά το πάνε οι δανειστές, αφού όλοι ξέρουν, πολύ περισσότερο οι ίδιοι, πως το ονομαστικό χρέος που συσσώρευσαν στη χώρα δεν πρόκειται να πληρωθεί.

Η συζήτηση σταμάτησε, αφού όλα τα όργανα των δανειστών εντός της χώρας (όλα ανεξαιρέτως τα ΜΜΕ, κόμματα, κρατικοδίαιτο πανεπιστημιακό κατεστημένο, κλπ), αλλά και εκτός της χώρας (επεμβάσεις από κάθε είδους «θεσμικούς» παράγοντες) χρησιμοποίησαν το φόβο, τον πανικό και την τρομοκρατία εναντίον του λαού που αμφισβήτησε τα σχέδιά τους.

Εξαπέλυσαν «τις επτά πληγές του Φαραώ»: Σεισμούς, λιμούς, λοιμούς, καταποντισμούς, στίφη από ακρίδες, φωτιά από τον ουρανό χρησιμοποιήθηκαν ώστε στις δεύτερες εκλογές οι εργαζόμενοι να επανέλθουν στις απαιτήσεις των δανειστών, δηλαδή στην επικύρωση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων. Ο λόγος είναι ότι αυτές αποτελούν αποφασιστικές προϋποθέσεις για την τελική λύση που επιδιώκουν.

Τα κύρια σημεία των δανειακών συμβάσεων και μνημονίων που θέλουν να κατοχυρώσουν είναι:

– Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η νομιμοποίηση των ατομικών, δηλαδή συνθηκών δουλοπαροικίας.

– Το κλείσιμο εκατοντάδων οργανισμών του δημοσίου και η απόλυση 150.000 εργαζομένων του δημοσίου.

– Η υπαγωγή όλης της περιουσίας του δημοσίου στην εταιρεία αξιοποίησής της, με επικεφαλής τον Κουκιάδη, όπου μέσω του ειδικού λογαριασμού θα πληρώνονται κατά προτεραιότητα οι δανειστές.

– Η συρρίκνωση έως εξαφάνιση των συστημάτων παιδείας, υγείας, ασφάλισης, σύνταξης.

– Η δυνατότητα κατάσχεσης της δημόσιας περιουσίας με βάση το αγγλικό δίκαιο και αποφάσεις των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου.

– Η κατάτμηση της χώρας σε ειδικές οικονομικές ζώνες (ΕΟΖ), όπου λειτουργεί στην κυριολεξία το «μπάστε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε».

– Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπου με τον τρόπο που επιχειρείται, τις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στα χέρια των δανειστών.

Γιατί το χρέος δεν πρόκειται να πληρωθεί;

Κατ' αρχήν το θέμα δεν αφορά μόνο μια χώρα, αλλά όλες τις υπερχρεωμένες χώρες (δηλαδή τις περισσότερες). Η υπερχρέωση είναι χαρακτηριστικό της κρίσης υπερσυσώρευσης του κεφαλαίου. Σήμερα οι απαιτήσεις των δανειστών από υπερχρεωμένες χώρες αντιπροσωπεύουν 50 φορές το ΑΕΠ του πλανήτη μιας χρονιάς!

Η χώρα μας έχει αποπληρώσει πολλές φορές τα δανεικά, όπως και πολλές άλλες χώρες. Με διάφορες κομπίνες που στήνουν οι δανειστές χρησιμοποιώντας ελεγχόμενες (εξαγορασμένες) κυβερνήσεις των χρεωμένων χωρών πολλαπλασιάζουν ιλιγγιωδώς τα χρέη τους. Με παράγωγα των παραγώγων, σορταρίσματα, suaps, μοχλεύσεις, κλπ στήνουν τον απίστευτο χορό της κερδοσκοπίας.

Αυτές οι διαδικασίες έχουν και μία άλλη συνέπεια. Μέσω της αλληλλοδιαπλοκής των κεφαλαίων που προκαλούν στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο αυτά τα κερδοσκοπικά τεχνάσματα, κάνουν «αδύνατο» τον περιορισμό των συνεπειών της κατάρρευσης μιας χώρας στις υπόλοιπες, και στο σύνολο των παγκοσμιοποιημένων κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Έτσι εξηγούνται οι εκτιμήσεις διαφόρων οίκων και ειδικών πως η κατάρρευση της χώρας μας θα δημιουργήσει ντόμινο καταρρεύσεων.

Συνδυάζοντας λοιπόν τα προηγούμενα είναι φανερό πως αν οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρώπης ελέγξουν την κρίση, έστω και προσωρινά, θα κρατήσουν την Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης.

Πως όμως θα γίνει αυτό και με τι κέρδος γι' αυτούς;

Η διαδικασία είναι αποφασισμένη και επιμελώς σχεδιασμένη. Η εφαρμογή των μέτρων του Ιουνίου σύντομα θα αποδείξει δυο πράγματα:

α) Η ύφεση θα μεγαλώσει, τα έσοδα θα καταρρεύσουν και η ανεργία θα διπλασιαστεί.

β) Η προσπάθεια προώθησης των διαρθρωτικών αλλαγών (απολύσεις στο δημόσιο, κλείσιμο δημόσιων επιχειρήσεων και ξεπούλημα άλλων) θα δείξει έλλειψη κυβερνητικής αποφασιστικότητας για την πλήρη εφαρμογή τους.

Σ' αυτό το σημείο θα εμφανιστούν πάλι οι δανειστές. Θα διαπιστώσουν πως το πρόγραμμα δεν βγαίνει και πως η κυβέρνηση δεν προωθεί αποφασιστικά τις απαιτούμενες αλλαγές. Έτσι θα προτείνουν νέο κούρεμα του χρέους της τάξης του 90%. Επειδή όμως φρόντισαν ώστε το χρέος να είναι κρατικό (οφείλουμε πλέον στην ΕΚΤ και στις κεντρικές τράπεζες των ευρωπαϊκών χωρών), το κούρεμα πρέπει να γίνει με σοβαρά ανταλλάγματα.

Τα διαφαινόμενα ανταλλάγματα είναι τουλάχιστον τρία:

α) Η Εταιρεία αξιοποίησης της περιουσίας του δημοσίου θα περάσει στην άμεση ιδιοκτησία των δανειστών. Σημειωτέον ότι σ' αυτήν ανήκουν: Ενέργεια (ΔΕΗ), νερό, λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι, μεταφορικά μέσα, τυχερά παιχνίδια, ορυκτός πλούτος, ακίνητα-γη δημοσίου, κλπ.

β) Ο καθορισμός ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ) όπου με διαδικασίες Fast Track οι δανειστές θα κάνουν κυριολεκτικά ό,τι γουστάρουν σε νησιά, βραχονησίδες (πρόγραμμα Ήλιος), ηπειρωτική χώρα, κλπ..

γ) Το πέρασμα των τραπεζών στην άμεση ιδιοκτησία των δανειστών. Κυρίως ενδιαφέρονται για την Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ώστε οι υποθηκευμένη ιδιωτική περιουσία να περάσει άμεσα στα χέρια τους. Η παραπάνω πορεία θα βρει την ολοκλήρωσή της στην ευρωδραχμή (διπλό νόμισμα). Ένα νόμισμα μόνο για εσωτερική χρήση των δουλοπάροικων, υποτιμημένο στο «μισό» σε σχέση με το Ευρώ. Η χώρα θα πληρώνει τις υποχρεώσεις της προς τα έξω σε Ευρώ, τους δουλοπάροικους σε ευρωδραχμές. Ένα νόμισμα απόλυτα συνδεδεμένα με το Ευρώ που δεν μπορεί να ανταλλαχθεί ελεύθερα με άλλα νομίσματα, αλλά μόνο με Ευρώ. Μ' άλλα λόγια ένα νόμισμα που είναι υποχρεωμένο να στηρίζει όλες τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών και απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια. Ήδη ο κατ' επάγγελμα λαγός των δανειστών (Καραντζαφέρης) ξανακτύπησε. Μετά το ρόλο του λαγού που έπαιξε στην Πρωθυπουργοποίηση του Παπαδήμου, τώρα έκανε προγραμματική του θέση την ευρωδραχμή.

Η πραγματοποίηση των παραπάνω θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της οικονομικής και πολιτικής κατοχής της χώρας. Μιας κατοχής που για να διατηρηθεί αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει την χρήση κατασταλτικών και ίσως στρατιωτικών μηχανισμών.

 Έχουμε άλλη ελπίδα από το ανακόψουμε τώρα την παραπάνω πορεία; Να κάνουμε έστω και τώρα αυτό, που δεν κάναμε Μάιο – Ιούλιο του 2010;

Προϋπόθεση γι' αυτό είναι να αποκρούσουμε μέχρι τέλους τον εκβιασμό. Εκβιασμό και κατατρομοκράτηση ενός λαού που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο χωρίς τη χρήση στρατιωτικής βίας. Αφού εξάντλησαν όλες τις δυνατότητές τους, από τη χρήση των παγκοσμιοποιημένων οργάνων της τρόϊκα (Μέρκελ, Σόϊμπλε, Όλι Ρεν, Μπαρόζο, Ρομπάϊ, Χρ. Λαγκάρντ, κλπ) ανασύρουν πια ό,τι χαρτί τους απομένει. Από τον Κον Μπετίτ, Μοσκοβισί (νέος υπουργός του ελπιδοφόρου Ολάντ!), Ομπάμα, μεγαλοπαράγοντες, όπως ο Σόρος, κλπ, μέχρι την περικοπή συμφωνημένων χρηματικών ποσών («έναρξη» οικονομικού πολέμου).

Την κύρια ευθύνη βέβαια εκφοβισμού του λαού έχουν αναλάβει τα εσωτερικά όργανα της τρόϊκα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Κάνουν λυσσασμένη επίθεση   καθημερινά στο ΣΥΡΙΖΑ, ανασύροντας κάθε είδους εκφοβιστικό μέσο, ξεκινώντας από την τρομοκρατία (που «υποθάλπει» ο ΣΥΡΙΖΑ!) και φθάνοντας μέχρι την βιβλική καταστροφή, που θα φέρει δήθεν η δραχμή στον Έλληνα πολίτη. Δεν είναι δυνατόν να μη παρατηρήσει κανείς πως η επίθεση στο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην ουσία επίθεση στον ελληνικό λαό που τολμά να αντιστέκεται. Την ίδια στιγμή που τον εκβιάζουν, προσπαθούν και να τον εξαπατήσουν, κάνοντας συνεχώς κωλοτούμπες από τη διακηρυγμένη τους πολιτική υπέρ των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων. Από την αποδοχή όλων των μέτρων πήγαν στην «σοβαρή» επαναδιαπραγμάτευση (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) και από τη θέση της ΔΗΜΑΡ ότι «δεν μπορούν να ανακληθούν τώρα οι υπογραφές της χώρας στα μνημόνια», στη σταδιακή αποδέσμευση από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε πως ο «Δούρειος ίππος» των δανειστών στις 18 Ιούνη θα είναι κυρίως η ΔΗΜΑΡ.

Σίγουρα όμως η τρομοκρατία και οι εκβιασμοί θα ενταθούν εναντίον μας αμέσως μετά τις εκλογές. Γι' αυτό είναι απαραίτητη η συγκρότηση του πιο πλατιού λαϊκού Μετώπου με επίκεντρο την αριστερά χωρίς αποκλεισμούς απόψεων και νομιμοποιημένων κοινωνικών πρακτικών. Ενός Μετώπου, που ενώ θα αποκρούει τις επεμβάσεις του βορειοευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, θα αναπτύσσεται παράλληλα σε όλα τα επίπεδα των δικαιωμάτων και αναγκών των εργαζομένων. Ενός Μετώπου που θα σχεδιάζει και την μετά ευρώ εποχή, ειδικά όσον αφορά τον ευρωπαϊκό νότο και την ανατολική Μεσόγειο.

 

11 Ιούνη 2012

 

Αντώνης Ναξάκης, Μαθηματικός, Κολυμπάρι Χανίων

Βασίλης Βασιλειάδης, Πληροφορικός-Παιδαγωγός, Πύργος Ηλείας

Βασίλης Δημόπουλος, Φυσικός, Πάτρα Αχαΐας

Γιάννης Ρήγος, Μηχ. Μηχανικός, Αθήνα

Ηλίας Γεωργαλής, Οδοντίατρος, Αστακός Αιτωλοακαρνανίας

Νίκος Μπέκης, Φιλόλογος, Βέροια Ημαθίας

Παναγιώτης Ανανιάδης, Γεωλόγος-Θεολόγος, Θεσσαλονίκη

Παναγιώτης Βήχος, Μουσικοσυνθέτης, Αθήνα

Παναγιώτης Μπούρδαλας, Φυσικός-Θεολόγος, Πάτρα Αχαΐας

Τάσος Σχίζας, Πολ. Μηχανικός, Πάτρα Αχαΐας

 ****

Συνυπογραφές:

11.06.12: Κώστας Κορδάτος, Μηχανολόγος-Καθηγητής ΤΕΕ, Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας

 

ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ DNA

ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ DNA

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου

 

H Γερμανία εμφανίζεται σήμερα ως η πλέον ανθελληνική χώρα. Αν και ανθελληνικά δημοσιεύματα «κοσμούν» σχεδόν όλες τις εφημερίδες και όλα τα περιοδικά χωρών της Δυτικής Ευρώπης, τα γραφέντα στον γερμανικό τύπο υπερβαίνουν σε σκληρότητα. Ένα από τα γερμανικά περιοδικά στο εξώφυλλό του χαρακτήρισε τους Έλληνες απατεώνες. «Γουρούνια του Νότου» είναι προσφιλής χαρακτηρισμός των μεσογειακών λαών της Ευρώπης εκ μέρους των βορείων συνηπειρωτών μας.

Επειδή ο γερμανικός είναι κατ' εξοχήν πειθαρχικός λαός οι κατά καιρούς εκτιθέμενες απόψεις κυβερνητικών παραγόντων, δημοσιογράφων και σχολιαστών σε βάρος της χώρας μας τον επηρεάζουν τόσο στις σχέσεις του με τους στη Γερμανία εγκαταστημένους Έλληνες, όσο και στην απόφασή τους να πραγματοποιήσουν διακοπές στην Ελλάδα. Η στάση αυτή γεννά από αντίδραση αντιγερμανικά σύνδρομα στον λαό μας, αν και όχι τόσο έντονα, καθώς ούτε πειθαρχικοί είμαστε ούτε όμως εύκολα καλλιεργούμε εχθρικές διαθέσεις προς άλλους λαούς. Επειδή είναι του συρμού να γίνεται λόγος για το ανθρώπινο γονιδίωμα, μια από τις σχετικά πρόσφατες ανακαλύψεις στον χώρο της γενετικής, ρέπουμε στο να υποστηρίζουμε ότι τόσο η δική μας συμπεριφορά, όσο και του γερμανικού λαού υπαγορεύονται από το DNA. H άποψη αυτή είναι άκρως αντιεπιστημονική και συνάμα στερητική της ελευθερίας του προσώπου. Αν η συμπεριφορά του ανθρώπου υπαγορεύεται από την κληρονομική του ουσία, τότε αυτός είναι παντελώς ανεύθυνος για τις πράξεις του και τις παραλείψεις του.

Οι δύο λαοί ανήκουν σε δύο διαφορετικές πολιτιστικές σφαίρες, όσο και αν περί του αντιθέτου πολλά υποστηρίζονται σήμερα κυρίως από εγχώριους γραικύλους. Πολύ ενωρίς ήλθαν σε αντίθεση, μόλις στις αρχές του 9ου μ.Χ. αιώνα. Τότε οι Φράγκοι, κυριότεροι εκπρόσωποι των οποίων σήμερα είναι οι Γερμανοί, δια του Καρλομάγνου, επιδίωκαν την αναγνώριση στη Δύση ότι η φραγκική ήταν το διάδοχο σχήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και όχι η Ρωμανία, η καθ' ημάς Ανατολή, δηλαδή το Βυζάντιο, όπως οι Φράγκοι την αποκάλεσαν μετά την κατάλυσή της από τους Οθωμανούς. Την αναγνώριση αυτή επέτυχαν καθιστώντας δια των όπλων υποτελή τον Πάπα, ο οποίος συν τω χρόνω υιοθέτησε το φραγκικό αιρετικό δόγμα του filioque. Από τότε ο όρος Γραικός, τον οποίο διακαώς επιθυμούσε να επανεισάγει ο Κοραής, αντί του Ρωμηός, πέραν της εθνικής στις γλώσσες των λαών της Δύσης απόκτησε και άλλες σημασίες όπως άτιμος, απατεώνας, κλέφτης! Και οι έννοιες αυτές περιέχονται ακόμη στα λεξικά της εποχής μας. Εμείς δεν έχουμε ασφαλώς λόγους να αποποιούμαστε κάποιο από τα εθνικά μας ονόματα, διότι κανένα δεν είναι βουτηγμένο από τους προγόνους μας στην ντροπή. Είμαστε Έλληνες και Ρωμηοί και Γραικοί και Γιουνάνηδες (Ίωνες), όπως μας θέλουν οι Ανατολίτες.

Οι βάρβαροι Γερμανοί δέχθηκαν την εκπολιτιστική επίδραση της Ρωμανίας μέσω των επιγαμιών. Αυτή όμως δεν στάθηκε αρκετή, ώστε να αποτραπεί η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους «σταυροφόρους» της Δ΄ «Σταυροφορίας». Έτσι οι Φράγκοι, συνεπικουρούμενοι από Λατίνους, επέτυχαν θανάσιμο πλήγμα κατά της μισητής τους αυτοκρατορίας, της μισητής σήμερα και από πλείστους εκφραγκευμένους Γραικούς – Γραικύλους. Ακολούθησε η φυγή των λατινοφρόνων λογίων στη Δύση και η λεγόμενη δυτική Αναγέννηση. Οι Ρωμηοί έζησαν φρικτή δουλεία τεσσάρων και πέντε ακόμη αιώνων. Τέλος οι ισχυροί της Δύσης για τα συμφέροντά τους παρενέβησαν, ενώ η ελληνική επανάσταση βρισκόταν στο ψυχορράγημά της, και σχημάτισαν το νεοελληνικό κράτος, ένα προτεκτοράτο τότε και σήμερα, το οποίο ως πρώτο βασιλιά είχε Βαυαρό (Φράγκο).

Συνηθίζουμε να επιρρίπτουμε όλα τα κακά που μας βρήκαν στους ξένους. Πότε δεν ασκήσαμε αυτοκριτική. Ποτέ δεν θέσαμε το ερώτημα: Πότε χρειάστηκαν εντολοδόχους στην πατρίδα μας και δεν προσφέρθηκαν πλείστοι όσοι να τεθούν στην υπηρεσία τους; Τι άραγε συνέβη; Μήπως είχαμε μεταλλάξεις του DNA όλων αυτών των απάτριδων γραικύλων; Ασφαλώς όχι. Είχαμε εκ μέρους τους απεμπόληση της παράδοσης του λαού μας, την ελληνορθόδοξης παράδοσης, και αποδοχή των «πολιτιστικών αξιών» της Δύσης «δια μιαν δολεράν καλημέραν των πρέσβεγων των ανθρωποφάγων», κατά Μακρυγιάννη!

Οι δυτικοί, και ιδίως οι Φράγκοι, δεν υιοθέτησαν ποτέ το πνεύμα των προγόνων μας, διότι δεν το κατανόησαν. Το παραχάραξαν, όπως προηγουμένως και το πνεύμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Όσοι από αυτούς κατάφεραν να ξεπεράσουν τη βαρβαρότητα, και ας μη φανταζόμαστε ότι την ξεπέρασαν, επειδή ανέπτυξαν την επιστήμη, αισθάνθηκαν πολύ μειονεκτικά έναντι των προγόνων μας. Κορυφαίοι των γραμμάτων τους δεν το απέκρυψαν σε κείμενά τους. Παραθέτουμε αποσπάσματα κειμένων δύο εκπροσώπων της γερμανικής διανόησης. Ο ποιητής Σίλλερ έγραψε στην αρχή του 19ου αιώνα: «Καταραμένε Έλληνα! Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου να στρέψω την ψυχή μου, μπροστά μου σε βλέπω, σε βρίσκω. Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά πρώτος και αξεπέραστος. Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος. Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισότητα, εσύ μπροστά μου ασυναγώνιστος και ανεπισκίαστος. Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…». Και ο τραγικός Νίτσε στο έργο του «Η γέννηση της τραγωδίας» (1872) έγραψε: «Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη από βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό πρότυπο, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο».

Οι κοραϊστές όμως, ως γραικύλοι, έκαναν «έργο καλό» στη διακυβέρνηση και στην εκπαίδευση. Ο λαός μας αντιστάθηκε, πλην όμως τελικά χωρίς ηγέτες υπέκυψε περί το τέλος του 20ου αιώνα και, απεμπολώντας την παράδοσή του, υιοθέτησε τον δυτικό «πολιτισμό»! Ασφαλώς δεν είχαμε και στην περίπτωση αυτή κάποια μετάλλαξη του γονιδιώματός του. Είχαμε κατάπτωση πνευματικών αξιών. Απομακρυνθήκαμε από τον Θεό και μας εγκατέλειψε η χάρη Του, που συνόδευε τους προγόνους μας. Υιοθετήσαμε καθυστερημένα τον φιλοσοφικό υλισμό (Α΄ μισό του 20ου αιώνα) και αναλωθήκαμε στη συνέχεια από τον πρακτικό υλισμό (Β΄ μισό). Καταγγέλλουμε τους Γερμανούς για τις αγριότητες στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αλλά υπήρξαν Έλληνες που συνεργάστηκαν μαζί τους και ουδέποτε έδωσαν λόγο στη δικαιοσύνη. Δωσιλόγων παιδιά ανήλθαν υψηλά στην ιεραρχία της χώρας μας και εμπλέκονται σε πρόσφατα οικονομικά σκάνδαλα σε βάρος της.

Οι Γερμανοί, που κατηγορούν τους Έλληνες για απατεώνες, εκπαίδευσαν στα διαπρεπή πανεπιστήμιά τους πολιτικούς, που οδήγησαν τη χώρα μας στο σημερινό της κατάντημα, «συνεργάστηκαν» μ' αυτούς δωροδοκώντας τους και δεν εκδίδουν στις ελληνικές αρχές, για να δικαστούν κάποιοι ένοχοι. «Ανήκομεν εις την Δύσιν» ήταν το σύνθημα που μεσουρανούσε κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Ουδείς διεμαρτυρήθη για την ιεροσυλία. Δεξιοί και αριστεροί ήσαν ποτισμένοι από το φαρμάκι της Δύσης και αυτό φρόντισαν να διοχετεύσουν και στον λαό. Και το πέτυχαν. Τώρα είμαστε υποχείρια της Δύσης! Εκλιπαρούμε να μας εξασφαλίζουν την επιούσια χοιροτροφή. Τώρα όμως δεν είμαστε ούτε Έλληνες ούτε Ρωμηοί ούτε Γραικοί. Είμαστε φραγκευμένοι. Τώρα μας πρέπει ο χαρακτηρισμός απατεώνας. Τέτοιοι διαχρονικά υπήρξαν οι της Δύσης. Όχι εξ αιτίας του DNA, αλλά εξ αιτίας της απληστίας τους και της απανθρωπιάς τους.

                                                                        «ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 11-6-2012