Πρόγραμμα: Απάντηση στην ηγεσία του ΚΚΕ Α-Ι

Η απάντηση στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – Ι

 

Της «Νέας Σποράς»

 

Α΄ Μέρος

Αφήσαμε το χρόνο να περάσει και δεν απαντήσαμε αμέσως στη Συντακτική Επιτροπή του Ριζοσπάστη, παρά το ότι μας χαρακτήρισε «άσπονδους φίλους» που βρισκόμαστε «στην απέναντι όχθη» (Ριζοσπάστης 3 Ιούνη 2012, σελίδες 14-15), γιατί έπρεπε, πριν απ' όλα, να επαληθευτούμε ή και να διαψευστούμε αντίστοιχα, για το βασικό λόγο που μας ανάγκασε να εμφανιστούμε ως «Νέα Σπορά». Και ο βασικός λόγος που εμφανιστήκαμε ήταν η μεγάλη αγωνία μας για το μέλλον του Κόμματος

Βλέπαμε την κακή του πορεία, από πολύ καιρό τώρα, που με ευθύνη της ηγεσίας είχε πάρει και που ήρθε να εκφραστεί στις εκλογές της 6ης του Μάη με το εκλογικό αποτέλεσμα που έφερε. Ήταν το καταλυτικό γεγονός που κορύφωσε την ανησυχία μας.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έπρεπε τα μέλη του Κόμματος, τα στελέχη του, οι φίλοι και οι οπαδοί του, οι ψηφοφόροι του, να γνωρίσουν την άποψή μας για το πώς διαγράφεται η πορεία του Κόμματος. Να γνωρίσουν ποιο είναι το κομματικό ζήτημα. Τις διαστάσεις του. Να γνωρίσουν τους τεράστιους κινδύνους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει το Κόμμα και που έθεταν ακόμη και την ίδια του την ύπαρξη σε αμφισβήτηση. Έτσι γεννιέται η «Νέα Σπορά».

Το κύριο καθήκον που έμπαινε, κατά την άποψή μας, εκείνη τη στιγμή μπροστά μας ήταν ακριβώς όλο το κομματικό σώμα να συνειδητοποιήσει την κατάσταση του Κόμματος και να πάρει στα χέρια του την υπεράσπισή του, μια και η ηγεσία του, ξεκομμένη από την πραγματικότητα, δεν εννοούσε ή δεν είχε και το θάρρος να καταλήξει στα αναγκαία συμπεράσματα και  οδηγούσε το Κόμμα κατ' ευθείαν πάνω στα βράχια. Υπήρχε και κυκλοφορούσε, από στόμα σε στόμα, σχεδόν παράνομα, μια πολύ συγκεκριμένη άποψη. «Ότι το Κόμμα δεν πάει καλά, ότι εάν δεν στεριώσει κυβέρνηση τώρα και υπάρξουν νέες εκλογές το Κόμμα θα λεηλατηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ».

Ωστόσο, για το εγχείρημά μας, δεν ήταν μόνο η ηγεσία του Κόμματος με την πολιτική της και τα αδιέξοδα που έφερνε, που μας ώθησε στη δημόσια παρουσία μας. Ήταν και η στάση και εκείνων, που είχαν ήδη εμφανιστεί με οργανωμένες μορφές ηλεκτρονικής έκφρασης και εξέφραζαν άποψη για τα κομματικά πράγματα και που, κατά τη γνώμη μας, δεν επικέντρωναν στο κύριο καθήκον των κομμουνιστών – που ήταν η ύπαρξη και η υπεράσπιση του Κόμματος, παρά και ενάντια στην επίσημη πολιτική γραμμή του Κόμματος, που του επέβαλε η ηγεσία του, γεγονός που αναπόδραστα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα και σε παράλληλη πορεία με την ηγεσία του Κόμματος. Στην αποδυνάμωση του Κόμματος και στην περιθωριοποίηση.

Η αιτία αυτής της παράλληλης, και από διαφορετικές εκτιμήσεις, πορείας,  και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, που, δυστυχώς, εκτιμούμε ότι μας δικαίωσε πλήρως για τη στάση μας, τώρα είναι πια εύκολο να εξηγηθεί. Είχε ιδεολογική βάση. Βρισκόταν και στηριζόταν στην αντίληψη και στην εκτίμηση για το ρόλο της ηγεσίας του, που έλεγχε με τρόπο ολοκληρωτικό το Κόμμα με αποτέλεσμα να του αναστέλλεται ο πολιτικός και ιστορικός του ρόλος.  Παραπέρα, η συγκεκριμένη συγκυρία αποδείκνυε ότι το ΚΚΕ είχε εξαντληθεί πλέον.  Παράλληλα η ηγεσία του το οδηγούσε στη διάλυση.  

Θα το πούμε ευθέως και καθαρά. Η άποψη αυτή όχι μόνο ενίσχυε το ρόλο της ηγεσίας αλλά αποκοίμιζε και την κομματική βάση και στόχευε προς τα «έξω».  Ενώ δικαιολογούσε ατομικές στάσεις και συμπεριφορές. Κατά τη γνώμη μας είχαν διαπράξει το ολέθριο σφάλμα να αποσυνδέσουν την ύπαρξη και δράση του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας από την ύπαρξη και δράση του Κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, στο όνομα της ηγεσίας του. Γι' αυτό και στις πρόσφατες εκλογές που έγιναν κρατήσανε μέχρι τέλους την ουδετερότητά τους. Δεν «μολύνθηκαν» από μία δημόσια τοποθέτηση υπεράσπισης του Κόμματος και ενός δημόσιου καλέσματος να ψηφιστεί, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν το κομματικό πρόβλημα.

Δυστυχώς δεν είχαν βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από όλες τις προσπάθειες «διάσωσης» του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας, αυθεντικές και γνήσιες ή όχι, που είχαν, όμως, μία και την ίδια αφετηρία. Την άρνηση του Κόμματος. Άρνηση η οποία στηρίχτηκε στην ταύτιση της εκάστοτε ηγεσίας με το ίδιο το Κόμμα στο σύνολό του, του ΚΚΕ. Και που είχαν όλες αυτές οι προσπάθειες το ίδιο τραγικό τέλος. Κατέληξαν να αποτύχουν. Γιατί στο τέλος οδηγήθηκαν σε άρνηση όχι μόνο της αναγκαιότητας ύπαρξης του Κόμματος αλλά και σε άρνηση του ίδιου του κομμουνιστικού κινήματος ή μετατράπηκαν σε πολιτικές ασημαντότητες.

Κι αυτό δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ή ιδιομορφία της δικής μας χώρας. Είναι καθολικό γνώρισμα για όλες τις χώρες. Γι' αυτό και όλες οι ενέργειες αυτών των «φωνών» κοίταζαν προς τα «έξω» και όχι προς τα «μέσα». Ήταν και είναι η μεγάλη μας διαφορά και μάλιστα διαφορά αρχών. Αν θα πρέπει να δοθεί η μάχη του να παραμείνει και να δρα το ΚΚΕ ως μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα, που εκπροσωπεί ιστορικά το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας ή όχι.

Η τέτοια πολιτική στάση αναδεικνύει, στην πράξη, τη βαθιά υποτίμηση για το πέρασμα του ΚΚΕ από την κοινωνική ζωή της χώρας, για το ανεξίτηλο αποτύπωμα που άφησε στην ιστορία αυτού του τόπου, για το σύγχρονο ρόλο που μπορεί να παίξει, για την επίδραση που άσκησε στην εργατική τάξη, όχι μόνο το ΚΚΕ αλλά και η Τρίτη Διεθνής. Μοιάζει ακριβώς με την άποψη καλύτερα να διαλυθεί η Σοβιετική Ένωση για να σωθεί ο σοσιαλισμός!

Γιατί όταν οι λαϊκές μάζες κοιτάζουν προς τα «μέσα», προς το ΚΚΕ, αγωνιούν για το ΚΚΕ, θέλουν να ελπίζουν στο ΚΚΕ, θέλουν να υπάρχει το ΚΚΕ ως αντίπαλο δέος της άρχουσας τάξης, παρά τις απορίες τους και τις όποιες ενστάσεις τους, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αποστρέφεται τις μάζες και να κοιτάει προς τα «έξω», σε τελική ανάλυση να αποστρέφεται το ΚΚΕ. Καταδικάζει σε αναμονή τις μάζες. Πέρα και έξω από προθέσεις τις οδηγεί στον αντίπαλο μια ώρα γρηγορότερα. Τις υπονομεύει στη δράση τους, στην ενότητά τους, στην προσέγγισή τους με το επαναστατικό κίνημα γενικά. Και τελικά υπονομεύει όχι μόνο την ύπαρξη του ΚΚΕ αλλά και του κομμουνιστικού κινήματος του ίδιου. Σε τελική ανάλυση καταδικάζει το ίδιο το εργατικό κίνημα στην ενσωμάτωση. Αυτή είναι η μετασοβιετική εμπειρία και όποιος δεν το κατάλαβε μάλλον δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα.

Και τώρα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη, τώρα που δια γυμνού οφθαλμού φαίνεται το τι σημαίνει για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα η αποδυνάμωση του Κόμματος, τώρα που «γύρισαν πίσω» ορισμένοι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τώρα που μέχρι και αναρχικοί εμφανίζονται δειλά – δειλά και δηλώνουν ότι ψήφισαν ΚΚΕ για να μην εξαφανιστεί, τώρα που η «Χρυσή Αυγή» είναι μια ζοφερή και χειροπιαστή πραγματικότητα και απειλή καθημερινή, τώρα που η ανησυχία των εργαζομένων είναι έκδηλη, γιατί αισθάνονται να τους έχει φύγει η «πλάτη» τους, τώρα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας εγκαλεί για την εμφάνισή μας ή να διαστρέφει τις προθέσεις μας. 

Εμείς επιλέξαμε να δώσουμε τη μάχη της υπεράσπισης του ΚΚΕ, κόντρα στην πολιτική της ηγεσίας, γεγονός που εκείνη τη στιγμή επέβαλε και το δημόσιο αγωνιστικό προσκλητήριο να ψηφιστεί. Δεν μπερδευτήκαμε και δεν μπερδέψαμε ούτε τα πράγματα ούτε και κανέναν. Βγήκαμε να υπερασπιστούμε την επιλογή μας. Άλλοι δεν το έκαναν μέχρι το τέλος. Και όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά βγήκαν και μας κατηγόρησαν ότι οδηγούμε τα «πρόβατα στο μαντρί». Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη άποψη που οδηγεί συντεταγμένα στην εκλογική μείωση του Κόμματος, ότι κοιτάμε με ορθάνοιχτα τα μάτια προς τα «έξω», τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Όλοι μας, όμως, θα κριθούμε και, εμείς πιστεύουμε, πολύ σύντομα.

Τολμούμε δε να ισχυριστούμε ότι τώρα έχουμε πιο ισχυρή και στέρεη εκτίμηση των δυσκολιών. Και για το Κόμμα και για το Κίνημα. Είναι πολύ περισσότερες απ' ότι νομίζαμε. Μόνο και μόνο ότι η απογοήτευση αλλά και η τάση αποστράτευσης εκείνων των ηλικιών, που ήταν το θεμέλιο ύπαρξης του Κόμματος, έχουν ενισχυθεί, μόνο και μόνο ότι η  Γραμματέας του Κόμματος μιλάει τελευταία στη βουλή, στο επίπεδο των αρχηγών των κομμάτων, είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς το πόσο έχουν αλλάξει οι όροι της πολιτικής παρουσίας του Κόμματος. Και ας μη σπεύσουν ορισμένοι να μας κατηγορήσουν για ηττοπάθεια ή για κοινοβουλευτισμό. Η ανησυχία που επικρατεί μεταξύ των εργαζομένων «για το τι θα γίνει» είναι αρκετή και πολύ ισχυρή απόδειξη για το μέγεθος των δυσκολιών που υπάρχουν μπροστά μας.

Μας είναι απόλυτα κατανοητό, για να μην πούμε ιστορικά οικείο, ότι τους φαινόταν παράταιρο, ακόμη και ύποπτο, το γεγονός ότι η «Νέα Σπορά» εμφανίστηκε υπερασπίζοντας την ύπαρξη του Κόμματος, καλώντας τα μέλη του, τα στελέχη του, τους οπαδούς του και ψηφοφόρους του να το υπερασπίσουν και εκλογικά, κι αυτή η πρόσκληση να συνοδεύεται με τη διατύπωση της σκληρής αλλά δίκαιης κριτικής προς την ηγεσία.

Στο βάθος κρύβεται η ίδια νοοτροπία, ακριβώς ίδια με αυτήν της ηγεσίας, που οδηγεί και στην ίδια αντιμετώπιση, στα ίδια μέσα. Η αυθεντικότητα της αλήθειας «μας», που είναι συνήθως η άλλη όψη του παραγοντισμού, της ψυχολογίας του σωτήρα, που νοιώθει ευχαριστημένος και γεμάτος αυτοϊκανοποίηση, γιατί «δικαιώνεται» από την κληρονομιά των ερειπίων, που οδηγεί, όμως, στην υπέρμετρη καχυποψία και στην εύκολη κατηγορία, στην απόδοση και στο φόρτωμα όλων των κουσουριών του κομμουνιστικού κινήματος στον Άλλον. Στον «Εχθρό»! Που από μία άποψη είναι και πραγματικός εχθρός, γιατί χαλάει τη σούπα τόσο «των μεν» όσο και «των δε». Αποκαλύπτει τον καιροσκοπισμό τους, έστω κι αν διαθέτει διαφορετικό πρόσημο.

Προσπερνάμε με βαθύτατη περιφρόνηση και λύπη τα όσα μας αποδόθηκαν. Που ορισμένα από αυτά ξεπέρασαν κάθε όριο γκεμπελίστικης νοοτροπίας και κατασκευής, ασφαλίτικης πρακτικής και μεθόδευσης. Τα γνωρίζουμε όλα. Τους ανήκουν, όμως, και ΟΛΑ. Όσα κατασκεύασαν, κυκλοφόρησαν και εξακολουθούν να κυκλοφορούν, σαν ευτελείς και εκφυλισμένοι «λειτουργοί κοινωνικής κριτικής». Το στίγμα έμεινε και δεν φεύγει. Και έχει ημερομηνία δημοσίευσης, χώρο δημοσίευσης και ταυτότητα.

Το κομματικό ζήτημα είναι πολύ σοβαρότερη υπόθεση για να μπλέξει στα γρανάζια μιας καταδικασμένης νοοτροπίας και φτηνής πρακτικής που οριστικά πρέπει να ξεπεραστεί. Διατηρούμε το δικαίωμα να απαντάμε όποτε κρίνουμε αναγκαίο ότι πρέπει να το κάνουμε. Και θα το κάνουμε. Κι αν χρειαστεί να καταθέσουμε και λεπτομέρειες κι αυτό θα το κάνουμε, γιατί τελικός κριτής για όλους μας είναι η εργατική τάξη και η Ιστορία.

Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να αμαυρώσει τις προθέσεις μας, την κομμουνιστική μας ταυτότητα, την παρουσία μας στο κομμουνιστικό κίνημα, την προσφορά μας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η χειρότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής υποκρισίας είναι η «κομμουνιστική» υποκρισία. Τους τη χαρίζουμε.

Γι αυτό και δεν ρωτάμε μερικούς από τους σωτήρες τι ψήφισαν στις εκλογές. Δεν μας ενδιαφέρει άλλωστε. Η στάση τους είναι μια μετάλλαξη της ίδιας της στάσης που κράτησε η ηγεσία του Κόμματος. Οδήγησε με το δικό της τρόπο μαζικά τον κόσμο του ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να καταλήξουν στο τέλος όλοι τους στον ΣΥΡΙΖΑ!

Ναι! Αναγνωρίζουμε, τελικά, ότι ο δεξιός οπορτουνισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο «λογικός» από τον «αριστερό» οπορτουνισμό της ηγεσίας του Κόμματος. Ο πρώτος δίνει διέξοδο σε έναν άμεσο αστικό ρεφορμισμό, ο άλλος είναι παντελώς αδιέξοδος. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να χαντακωθεί το Κόμμα και η ενός αιώνα παρουσία του και ιστορία του.   

1. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας

Η καθυστέρηση στην απάντηση που αφορά τη ΣΕ του «Ρ» οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους. Γιατί για να δοθεί, όσο το δυνατό, μια ολοκληρωμένη απάντηση στο δημοσίευμα του Ριζοσπάστη, αλλά και σε άλλα δημοσιεύματα, θα έπρεπε να περιμένουμε τη διεξαγωγή των επαναληπτικών εκλογών της 17ης του Ιούνη, παραπέρα να γνωρίζουμε και τις επίσημες εκτιμήσεις της ηγεσίας του Κόμματος για τα εκλογικά αποτελέσματα.

Πρωτίστως, όμως, αποφύγαμε να ακολουθήσουμε την πρακτική της ηγεσίας του κόμματος, η οποία την  ώρα της εκλογικής μάχης έδειξε δια μέσου της απάντησης της ΣΕ του «Ρ» στη «Νέα Σπορά», τις πραγματικές της προθέσεις. Προσπάθησε να αξιοποιήσει την «ευκαιρία», που υποτίθεται ότι της έδωσε η «Νέα Σπορά», χωρίς να έχει μάλιστα και το θάρρος να την κατονομάσει, για να δείξει ότι θα επιμείνει σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη, για το παρόν και το μέλλον του κόμματος, γραμμή. Το ίδιο λάθος έκαναν κι άλλοι. Θεώρησαν ευκαιρία την εμφάνιση της «Νέας Σποράς», όπως ακριβώς η ηγεσία.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το κόμμα μας αυτήν τη στιγμή – και που αναγνωρίζονται πλέον επίσημα και από την ίδια την ηγεσία του, δεν ήταν ο καρπός, το κακό αποτέλεσμα μιας εκλογικής μάχης και μιας αποτυχημένης εκλογικής τακτικής, κατηγορία που μας αποδίδεται με τόση ευκολία από την πλευρά της ηγεσίας και που από την πλευρά της «Νέας Σποράς» δεν προβλήθηκαν ποτέ ως οι βασικές αιτίες.

Ήταν το αποτέλεσμα μιας συνολικής πολιτικής γραμμής, που έχει να κάνει με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπε το κόμμα με ευθύνη της ηγεσίας του, της εγκατάλειψης του προγράμματος του κόμματος, της στάσης του κόμματος μέσα στο εργατικό κίνημα, ήταν, τέλος, το αποτέλεσμα και του ίδιου του τρόπου λειτουργίας του, μια και η ηγεσία απεμπόλησε τους λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας ενός κομμουνιστικού κόμματος, με αποτέλεσμα να υπονομεύσει τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους και τους χώρους δουλειάς.

Ξεκαθαρίζουμε, ευθύς εξ αρχής, τη διαφωνία μας για την πολύ γνωστή κατεύθυνση  με την οποία το κόμμα μας έδωσε σχεδόν όλες τις εκλογικές μάχες μέχρι τώρα και που πήγαινε σ' αυτές με το «σύνολο της γραμμής του», όπως χαρακτηριστικά λεγόταν κατ' επανάληψη και μέσα στις ΚΟΒ.  Και το σύνολο της γραμμής μας παρέπεμπε στο ότι πάμε στις εκλογές, και όχι μόνο, παντού στην καθημερινή μας δράση και στις προτεινόμενες λύσεις, με τη στρατηγική μας.  Γεγονός που στην πράξη αποδείκνυε την εγκατάλειψη της τακτικής.

Γιατί τι ακριβώς σήμαινε να πηγαίνουμε με το σύνολο της γραμμής μας στην πραγματικότητα; Σήμαινε ότι η δράση μας περιοριζόταν στην απλή αναφορά στα προβλήματα των εργαζομένων, ότι «χρησιμοποιούσαμε» τα προβλήματά τους  για να «τεκμηριώσουμε» την ανάγκη του σοσιαλισμού, ενώ δεν αναπτύσσαμε τη δράση του εργατικού κινήματος για την επίλυσή τους, στις εκλογές δεν καταθέταμε προγραμματική πρόταση για την αντιμετώπισή τους και όποιες λύσεις καταθέταμε παρέπεμπαν ουσιαστικά στο σοσιαλισμό. Και οι αποδείξεις για αυτήν την «τακτική» είναι πολλές.

Πιστεύαμε ή, καλύτερα, θέλαμε να πιστεύουμε ότι, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη, η ηγεσία του Κόμματος θα έβλεπε και θα συνειδητοποιούσε τον ολισθηρό της δρόμο. Ότι θα διόρθωνε την πολιτική γραμμή του Κόμματος, έστω και τόσο αργά. Την καλέσαμε γι αυτό, αλλά δεν το έκανε.

Στην πρώτη κεντρική συγκέντρωση του Κόμματος μετά τις εκλογές της 6ης του Μάη, στις 14 του Μάη,  η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει με απόλυτα κατανοητό τρόπο το τι σημαίνει «το σύνολο της γραμμής μας»:«Τώρα το λαϊκό κίνημα πρέπει να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Αν γίνουν εκλογές, να αλλάξει την ψήφο του, να κάνει δυνατό το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θέλει και μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη διακυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας, του μοναδικού ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης, ο οποίος μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Είναι ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες και εργατικό έλεγχο».

Ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας. Η παραπάνω φράση καθορίζει το βασικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού, χωρίς να ονομάζεται. Και πότε λέγεται; Όταν έχει χτυπήσει το καμπανάκι των εκλογών της 6ης του Μάη. Και η ηγεσία του Κόμματος επιμένει στην ίδια πολιτική γραμμή αγνοώντας το ηχηρό μήνυμα του εκλογικού σώματος και καλώντας τον κόσμο «να αλλάξει την ψήφο του» και ότι δεν έκανε στις 6 του Μάη να το κάνει στις 17 του Ιούνη. Υπό μία έννοια την άλλαξε αλλά σε βάρος του Κόμματος.

Στην ίδια ομιλία και σε άλλο σημείο της η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει και διαλύει κάθε αμφιβολία για το πώς κατανοεί η ηγεσία του Κόμματος τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, την πάλη του εργατικού κινήματος: «Σ' αυτό το δρόμο πάλης θα αποσπώνται και κάποιες παραχωρήσεις, θα δυσκολεύονται τα χειρότερα, ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν, βαδίζοντας συνεχώς μπροστά στον ελπιδοφόρο δρόμο της λαϊκής διακυβέρνησης και εξουσίας».

Εδώ βλέπουμε πολύ καθαρά και την εκτίμηση που είχε η ηγεσία του Κόμματος για το εάν μπορούσαν οι εργαζόμενοι με την πάλη τους να αποσπάσουν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους. Δεν το πίστευε και δεν το διεκδικούσε. Τη διεκδίκηση για την επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων τη μεταβίβαζε στην εργατική λαϊκή εξουσία, στο σοσιαλισμό, που κι αυτόν απέφευγε να τον ονομάσει, να τον αναφέρει ρητά και καθαρά. Την ίδια στιγμή, βέβαια, απολογιότανε ότι δεν παραπέμπει τα πάντα στο σοσιαλισμό! Η αντίφαση «βγάζει μάτι»! Και τέτοιου είδους αντιφάσεις φέρνουν ένα καίριο αποτέλεσμα για τον πολιτικό λόγο που εκφέρει ένα κομμουνιστικό κόμμα. Σπέρνουν σύγχυση.

Γιατί ποια αίσθηση καταστάλαζε στη συνείδηση του κόσμου που μας άκουγε; Έχοντας την πείρα ενός εκτεταμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το εργατικό κίνημα δεν μπόρεσε να αποσπάσει καμία ουσιαστική νίκη, δεν μπόρεσε να ματαιώσει καμία κυβερνητική πρωτοβουλία για τα καυτά προβλήματα που τον αφορούσαν, δεν μπόρεσε να ματαιώσει κανένα από τα κυβερνητικά μέτρα που πάρθηκαν, δεν μπόρεσε να αποσπάσει «κάποιες παραχωρήσεις» ή «να δυσκολέψει τα χειρότερα» ή «ενδεχομένως και κάποια να αποτραπούν» από τα μέτρα που πάρθηκαν κατέληγε στην απορία: «Πως αυτοί εδώ θα κερδίσουν έναν πόλεμο χωρίς να έχουν κερδίσει, έστω, μία μάχη»;

Κι αυτό το ζήτημα δεν είναι ήσσονος σημασίας. Αφορά στη διαμόρφωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, ευρύτερα των εργαζομένων, της κοινωνικής ψυχολογίας γενικά των λαϊκών μαζών, που εκείνη τη στιγμή κινητοποιούνται κατά εκατομμύρια καταδικάζοντας το δικομματισμό και καταφέροντας ένα καίριο χτύπημα στο αστικό πολιτικό σύστημα και αναζητούν νέα λύση στο ζήτημα της εξουσίας και της διακυβέρνησης.

Σ' αυτήν ακριβώς τη στιγμή το Κόμμα απαντάει στην αναζήτηση των λαϊκών μαζών με την εργατική λαϊκή εξουσία κι αυτές μας γυρίζουν την πλάτη. Τουλάχιστον πρέπει να μας προβληματίσει η στάση των εργαζομένων, που έτρεφαν πάντα υψηλή εκτίμηση για το Κόμμα και εμπιστοσύνη, αντί να καταφεύγουμε στις εύκολες κατηγορίες ότι εγκλωβίστηκαν στις προτάσεις των άλλων κομμάτων που είχαν διαχειριστικό χαρακτήρα.    

Έχει, όμως, σημασία να προσδιορίσουμε και τη στιγμή που οι λαϊκές μάζες μας γυρίζουν τις πλάτες. Είναι η στιγμή που οι εργαζόμενοι δέχονται τη μεγαλύτερη επίθεση ενάντια στις κατακτήσεις τους, που τα μικροαστικά στρώματα υφίστανται τη μεγαλύτερη καταστροφή στη νεώτερη ιστορία της χώρας, που τα πιο καθυστερημένα τμήματα των εργαζομένων αρχίζουν να προσβλέπουν στη «Χρυσή Αυγή» και την καθιστούν πολιτική δύναμη με αντιπροσώπευση στο κοινοβούλιο.  

Ξεκαθαρίζουμε, επίσης, πως η «Νέα Σπορά» δεν τάχθηκε ποτέ υπέρ της εγκατάλειψης της στρατηγικής του Κόμματος και υπέρ της υπόκλισης, κατ' αποκλειστικότητα, στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων. Κι αυτό ισχύει για κάθε μάχη που έδινε το Κόμμα, για κάθε μέτωπο πάλης ακόμη και για τις εκλογές.

Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε την άποψη ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή και αρμονική σύνδεση μεταξύ της στρατηγικής και της τακτικής, που θα εκφράζεται μέσα από την οικονομική, την ιδεολογική και πολιτική δράση του Κόμματος και θα αποσκοπεί στη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων και, ταυτόχρονα, στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών για την επίτευξη του τελικού στρατηγικού σκοπού, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται με το όνομά του και όχι μέσα από θολά λεκτικά σχήματα, που θυμίζουν Ανδρέα Παπανδρέου στη δεκαετία του ‘70.        

Γι αυτό το λόγο οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη γενική γραμμή του Κόμματος με τη μονομερή προβολή της στρατηγικής του επαναλαμβάνονται και στην απάντηση της ηγεσίας του Κόμματος – δια μέσου της Συντακτικής Επιτροπής (ΣΕ) του Ριζοσπάστη, προς τη «Νέα Σπορά». Οι αντιφάσεις αυτές αναδεικνύουν τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του Κόμματος, που φτάνουν μέχρι την ανοιχτή αλλοίωση της πραγματικότητας και την άρνηση των ντοκουμέντων του 15ου Συνεδρίου και ιδιαίτερα του προγράμματος.

10/07/2012, «ΝέαΣπορά»

ΠΗΓΗ: http://neaspora.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html

 

 Συνέχεια στο Μέρος Α-ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.