Αρχείο κατηγορίας Παγκόσμια κεφάλαια

Παγκόσμια κεφάλαια (και δεν σηκώνουμε κεφάλια;)

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ Ι

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ:

Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην επικράτεια του – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 


Η χώρα μας βρίσκεται ακόμη μία φορά στο μάτι του κυκλώνα – επίσης, «η μάχη των μαχών» με στόχο την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην Ευρώπη, φαίνεται ότι θα διεξαχθεί εντός των συνόρων της. Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα που «αμύνεται» ακόμη σθεναρά, έχοντας αφενός μεν τη σημαντικότερη αναλογικά δημόσια περιουσία μεταξύ των χωρών της δύσης, αφετέρου τον «ιό της ελευθερίας» στο DNA της. Επομένως, τόσο τα διλήμματα που θα τοποθετηθούν στους Έλληνες, όσο και οι εκβιασμοί που θα ασκηθούν (άρθρο μας), θα κλιμακώνονται διαρκώς – ενώ εμείς δεν πρέπει να υποτιμάμε, αλλά ούτε και να υπερτιμάμε τις δυνατότητες μας. 

Οφείλουμε δε σε κάθε περίπτωση να θυμόμαστε ότι, το πρόβλημα της χώρας μας δεν λύνεται με τον επί πλέον δανεισμό της με ή χωρίς τη συμμετοχή των ιδιωτών (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κλπ.). Εάν δεν ανταλλάσσουμε, εάν δεν εξοφλούμε δηλαδή σταδιακά τα παλαιά δάνεια μας με καινούργια, χαμηλού επιτοκίου, αφού οι τόκοι είναι το βασικότερο πρόβλημα μας (σύντομα θα πλησιάσουν το 50% των εσόδων του προϋπολογισμού), δεν θα κερδίσουμε τον πόλεμο.

Εκτός αυτού, εάν δεν επιλυθούν παράλληλα τα βασικά προβλήματα της οικονομίας μας (αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, μη λειτουργικός δημόσιος τομέας, καταπολέμηση της διαφθοράς, περιορισμός της γραφειοκρατίας, ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κρατικοποίηση της κεντρικής τράπεζας κλπ.), δεν πρόκειται ποτέ να βγούμε από το τέλμα. Σε σχέση τώρα με το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, τις οποίες προσπαθούν να μας επιβάλλουν με κάθε τρόπο, τα εξής:              

Η ΕΘΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Στόχος οφείλει να είναι η απόλυτα ισορροπημένη σχέση μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα μίας χώρας, έτσι ώστε να προστατεύεται η αυτονομία του κράτους για την ασφάλεια των Πολιτών του – οι οποίοι το εμπιστεύθηκαν, αναθέτοντας τη δημόσια διοίκηση στους Θεσμούς του. Η εθνική κυριαρχία ενός κράτους, όπως συνήθως αποκαλείται η πλήρης αυτονομία του, είναι δυνατόν να καταλυθεί από αρνητικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, ιδίως δε στην οικονομία του – χωρίς να είναι απαραίτητη η στρατιωτική εισβολή στην «επικράτεια» του”.

Το παραπάνω κείμενο, ελαφρά διαμορφωμένο, προέρχεται από έναν πολύ γνωστό Γερμανό νομικό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα μέλος του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας του. Ο καθηγητής συμπληρώνει έμμεσα ότι, η Γερμανία είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα τεράστιο πρόβλημα, έχοντας εκποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας της – γεγονός που ήδη πληρώνουν ακριβά οι Πολίτες της, μέσω της αυξημένης φορολόγησης τους, καθώς επίσης της συνεχούς μείωσης της κοινωνικής πρόνοιας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή υποβάθμιση των υπηρεσιών στην Παιδεία, στην Υγεία και αλλού.

Από τις διαπιστώσεις αυτές συμπεραίνουμε ότι, η λειτουργία των επιχειρήσεων με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, η οποία είναι χωρίς καμία αμφιβολία «θεμιτή» για τον ιδιωτικό τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για εκείνους τους τομείς, οι οποίοι αφορούν το σύνολο μίας κοινωνίας – για τους κοινωφελείς. Οι «περιοχές» αυτές οφείλουν να λειτουργούν από το Δημόσιο μίας χώρας, με στόχο τη φροντίδα των Πολιτών της και όχι το κέρδος.

Η σημερινή εξέλιξη λοιπόν, η απαίτηση δηλαδή της ιδιωτικοποίησης όλων των κλάδων της οικονομίας μίας χώρας, στην οποία συνηγορούν τόσο η ΕΕ, όσο και οι τρεις βασικοί διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), είναι σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των Πολιτών. Ειδικότερα, εάν το κράτος «αποσυρθεί» τόσο από την ιδιοκτησία, όσο και από τη διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων, χάνει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα του να ασκεί Πολιτική. Δηλαδή, δεν είναι πλέον η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή η οποία δίνει τις κατευθύνσεις, διαμορφώνει και αναπτύσσει την κοινωνία, αλλά οι ιδιώτες – οι οποίοι ουσιαστικά διοικούν απολυταρχικά, χωρίς να λογοδοτούν στους Πολίτες, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος.

Σαν έμμεσο επακόλουθο των ιδιωτικοποιήσεων, το κράτος αδυνατεί πλέον να επιβάλλει μία δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και να κατευθύνει την Οικονομία επειδή, μεταξύ άλλων, δεν μπορεί να τοποθετήσει τις εταιρείες του ή τη Ζήτηση των απασχολουμένων του «στη ζυγαριά» – εκτός του ότι γίνεται ταυτόχρονα «εκβιάσιμο», εκ μέρους του Καρτέλ.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν οι ιδιώτες στον τομέα της ενέργειας, να διατηρήσουν χαμηλή τεχνητά την προσφορά (όπως συνέβη στην Καλιφόρνια), έτσι ώστε να αυξήσουν τις τιμές – με δυσμενέστατα αποτελέσματα τόσο για το δημόσιο, όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με την ύδρευση, με τα λιμάνια, με τις δημόσιες συγκοινωνίες και με τις επικοινωνίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανώς αδύνατον να μιλάει κανείς για «αυτονομία» του κράτους – πόσο μάλλον για εθνική κυριαρχία, ειδικά όταν οι ιδιώτες-επιχειρηματίες είναι ξένες πολυεθνικές. Ένα δεύτερο, γνωστό σε όλους μας παράδειγμα, είναι οι ιδιωτικές αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – οι τρεις πανίσχυρες «αδελφές». Εάν οποιοδήποτε κράτος, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., της Γαλλίας και της Γερμανίας, αρνηθεί να ακολουθήσει τις εντολές τους, έρχεται αντιμέτωπο με την υποτίμηση της πιστοληπτικής του ικανότητας – η οποία επιβαρύνει με  δισεκατομμύρια επί πλέον τόκους τον προϋπολογισμό του.   

Συμπερασματικά λοιπόν, από την πλευρά του εκάστοτε Συντάγματος θα έπρεπε να μην επιτρέπεται οτιδήποτε μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδυναμία, την εθνική κυριαρχία καλύτερα ενός κράτους, από όπου και αν αυτό προέρχεται. Επομένως, οφείλει να απαγορεύεται συνταγματικά η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με την εκχώρηση της αυτονομίας του κράτους στους ιδιώτες – με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας και με την κατάλυση της Δημοκρατίας. 

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Ο ορισμός «ιδιωτικοποίηση» υιοθετήθηκε ουσιαστικά μετά τις βρετανικές εκλογές του 1979 και την εκλογή της M.Thatcher – η οποία έθεσε σε λειτουργία ένα ευρύτατο πρόγραμμα «εκποίησης» των δημοσίων επιχειρήσεων της χώρας της, «κατατροπώνοντας» τα εργατικά συνδικάτα.

Παρά το ότι όμως τα αποτελέσματα των ενεργειών της Βρετανίδας πρωθυπουργού οδήγησαν αρχικά την οικονομία της χώρας της σε μεγάλη ανάπτυξη, η μετέπειτα υπερχρέωση της (το συνολικό χρέος της Μ. Βρετανίας σήμερα, δημόσιο και ιδιωτικό, υπερβαίνει το 500% του ΑΕΠ της) απέδειξε ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι συνώνυμες με τη μακροπρόθεσμη ευημερία. Οι αποκρατικοποιήσεις τώρα, με την ευρύτερη έννοια τους, διαχωρίζονται στους εξής υποτομείς:     

(α)  Υλική ιδιωτικοποίηση: Αφορά την εκχώρηση των συμμετοχών του κράτους σε επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ουσιαστικά δημόσιες (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ.). Εάν το κράτος πουλήσει το σύνολο των εταιρικών μεριδίων του, το 100% δηλαδή, τότε αναφερόμαστε σε μία πραγματική ιδιωτικοποίηση ή σε μία ιδιωτικοποίηση με τη στενή έννοια του όρου. Στην περίπτωση αυτή είναι εμφανές ότι δεν αναφερόμαστε στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, αλλά στην εκποίηση της.

(β) Φιλελευθεροποίηση: Εδώ εννοούμε «αναδιαρθρώσεις» και ευρύτερες αλλαγές στους τομείς των έργων υποδομής. Η αποκλειστική χρήση εκ μέρους του δημοσίου των μονοπωλιακών υποδομών, των δικτύων καλύτερα (τραίνα, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρισμός), εκχωρείται και στους ιδιώτες – οι οποίοι ανταγωνίζονται τις, επίσης από το δημόσιο παρεχόμενες, υπηρεσίες, χωρίς να τους ανήκουν τα δίκτυα. Πρόκειται λοιπόν για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας από τους ιδιώτες, χωρίς να απαιτείται η εκποίηση της.

(γ)  Οργανωτική ιδιωτικοποίηση: Έτσι ορίζονται όλες εκείνες οι στρατηγικές, οι οποίες υιοθετούνται για την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς επίσης για τη μείωση του κόστους των δημοσίων επιχειρήσεων – οι οποίες διευθύνονται από το δημόσιο, αλλά με ιδιωτικοοικονομικά πλέον κριτήρια. Η οργανωτική αυτή αλλαγή, η οποία θεωρείται ως ο ιδανικός τρόπος «ιδιωτικοποίησης», μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς να απαιτηθεί η ενοικίαση των δικτύων, η χρήση τους από ιδιώτες ή η πώληση των κρατικών επιχειρήσεων. Εδώ αναφερόμαστε προφανώς στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, από το ίδιο το Δημόσιο.   

Οι υπερασπιστές των ιδιωτικοποιήσεων

Συνεχίζοντας, η «ορθότητα» της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων τεκμηριώνεται εκ μέρους των υπερασπιστών της από την πεποίθηση τους ότι, το μερίδιο του δημοσίου οφείλει να περιορίζεται, προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, επειδή ο τελευταίος (ιδιώτες) είναι πιο αποτελεσματικός. Σύμφωνα με πολλούς από αυτούς, η ιδιωτικοποίηση μπορεί τότε μόνο να είναι επιτυχημένη, όταν το κράτος ορίζει τους κανόνες, επιβλέπει την πιστή εφαρμογή τους και εγγυάται τον ανταγωνισμό. Από την πλευρά αυτή, θεωρείται μάλλον αδιανόητη η αντικατάσταση των κρατικών μονοπωλίων από ιδιωτικά μονοπώλια τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν μοναδικό σκοπό το κέρδος. Επομένως, το κράτος πρέπει να φροντίζει για τη διατήρηση ενός λειτουργικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, τις οποίες «εκχωρεί» σε ιδιώτες. Εάν όμως το κράτος ιδιωτικοποιεί τις επιχειρήσεις επειδή δεν έχει την ικανότητα να τις διαχειριστεί σωστά, τότε πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι μπορεί να τις ελέγχει; Από την άλλη πλευρά, ιδίως όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.), δεν είναι αυτονόητο το ότι μπορούν να εξαγοραστούν, λόγω κόστους, κεφαλαιακών και λοιπών αναγκών, μόνο από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές, οι οποίες συνήθως δημιουργούν ολιγοπώλια; Αυτό δεν έχει αποδειχθεί στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. και αλλού;

Οι αντίπαλοι των ιδιωτικοποιήσεων

Οι αντίπαλοι τώρα των ιδιωτικοποιήσεων (Attac κλπ.), έχουν την πάγια άποψη ότι, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τους τομείς της «δημόσιας φροντίδας» (Παιδεία, Υγεία, Συγκοινωνίες, Λιμάνια, Ενέργεια και Ύδρευση) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή εξυπηρετούν ανάγκες, οι οποίες ευρίσκονται σε αντίθεση με τους κανόνες λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς – οπότε δεν μπορούν να διαχειρίζονται με κριτήρια απόδοσης, αλλά ούτε και να αξιολογούνται με γνώμονα το κέρδος. Για παράδειγμα, εάν οι ζημιογόνες συγκοινωνίες της Ελλάδας πωλούνταν σε ιδιώτες, η πρώτη ενέργεια των νέων ιδιοκτητών τους θα ήταν η αύξηση των εισιτηρίων, αδιαφορώντας για το «κοινωνικό κόστος», έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η κερδοφορία τους – ενώ ενδεχομένως θα απαιτούσαν ταυτόχρονα την κρατική επιδότηση τους (οπότε θα συνέχιζαν να επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό, αλλά με διαφορετικό τρόπο, μη αντιληπτό από τους Πολίτες).      

Οι εμπειρίες των ιδιωτικοποιήσεων

Περαιτέρω, οι μέχρι σήμερα εμπειρίες από την ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, έχουν αποδείξει ότι, αφενός μεν το Δημόσιο συνεχίζει να υπερχρεώνεται (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία, Γερμανία κλπ.), αφετέρου οι υπηρεσίες των ιδιωτών γίνονται πολύ πιο ακριβές, ενώ καταλύεται σταδιακά το κοινωνικό κράτος – μέχρι εκείνη τη στιγμή που ολοκληρώνεται η αποκρατικοποίηση της εξουσίας, εκ μέρους των πολυεθνικών και των διεθνών τοκογλύφων.

Εκτός αυτού τόσο στη Γερμανία (η οποία προσπαθεί πια να επανακρατικοποιήσει επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας), όσο στην Αυστρία ή στη Μ. Βρετανία, η οποία ιδιωτικοποίησε τα πάντα, οι εμπειρίες δεν είναι οι καλύτερες (στην υπερχρεωμένη Ιαπωνία επίσης, ειδικά μετά την καταστροφή της Fukushima, την  οποία προκάλεσε η ιδιωτική Tepco).  Ειδικότερα, η ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων αφενός μεν είχε σαν αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ περισσότερα ο Βρετανός φορολογούμενος, αφετέρου οδήγησε σε βαριά ατυχήματα και εκτροχιασμούς τραίνων, επειδή οι ενέργειες συντήρησης του δικτύου ήταν ελλιπείς, για λόγους κόστους και απόδοσης (το ίδιο ουσιαστικά έγινε και στην Ιαπωνία). Έτσι λοιπόν, η Μ. Βρετανία αναγκάσθηκε να αγοράσει ξανά το δίκτυο από τους ιδιώτες – γεγονός που σε τελική ανάλυση της κόστισε πολλαπλάσια.

Κλείνοντας, η άμεση Δημοκρατία της Ελβετίας έχει αποφύγει εντελώς αυτές τις παγίδες, επειδή αφενός μεν δεν έχει ιδιωτικοποιήσει καμία δημόσια επιχείρηση της, αφετέρου έχει επιλέξει την αναδιοργάνωση τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια («οργανωτική ιδιωτικοποίηση») – εμπιστευόμενη τη διαχείριση και την ιδιοκτησία τους στα καντόνια και στις κοινότητες της, στους Πολίτες της.  Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως δεν είναι «αξιωματικά» ανίκανος, δεν είναι εκ φύσεως δηλαδή ανεπαρκής ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός. Ανίκανες και ανεπαρκείς μπορεί να είναι κάποιες κυβερνήσεις, οι οποίες στελεχώνονται με διεφθαρμένους πολιτικούς – οι οποίοι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η Πολιτική εν γένει, η οποία είναι η μοναδική προστασία μας απέναντι στην οικονομική εξουσία. Τέλος, με κριτήριο την Ελβετία συμπεραίνεται ότι, η Άμεση Δημοκρατία δεν ταιριάζει με τις αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά εμποδίζουν την επικράτηση της.   

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 12. Ιουνίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2364.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΙΙ

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ:

…. η εξαθλίωση, η επόμενη ημέρα και η μόνιμη σχέση με το ΔΝΤ – Μέρος ΙΙ

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι Η ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ

Ανακεφαλαιώνοντας, σαν αποτέλεσμα των τρομακτικών πιέσεων που ασκήθηκαν τόσο από τις τράπεζες, όσο και από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της δύσης, η τουρκική κυβέρνηση αναγκάσθηκε, εκείνο το Σάββατο του Απριλίου του 2001, δύο μόλις μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης και ενώ ο λαός ήταν ακόμη υπό την επήρεια του σοκ, να καταθέσει ένα αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων («μνημόνιο») – εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων και διαμαρτυριών των εργαζομένων. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε μία ευρύτατη αναδιάρθρωση της οικονομίας της χώρας, σε συνδυασμό με δραστικές μειώσεις του βιοτικού επιπέδου των Πολιτών της.

Ο βασικός λόγος, ο οποίος ανάγκασε την κυβέρνηση να λάβει τις συγκεκριμένες, οδυνηρές αποφάσεις ήταν, όπως αναφέραμε, οι «επιθετικές κινήσεις» της ισχυρότατης τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς επίσης του τότε προέδρου της χώρας – σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Όλοι μαζί οι παραπάνω είχαν σαν «επίσημο» στόχο (κάλυψη;), την ολοκληρωτική διάλυση του «εδραιωμένου δικτύου» των πολιτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και των μεγάλων επιχειρηματιών, οι οποίοι κυριαρχούσαν για πολλές δεκαετίες στην τουρκική κοινωνία. Ο σύνδεσμος όμως των βιομηχάνων και επιχειρηματιών (Tusiad) ήταν επίσης μέλος της ομάδας που επεδίωκε την αλλαγή, με σύνθημα του την «κήρυξη του πολέμου εναντίον της διαφθοράς», καθώς επίσης τον «εκδημοκρατισμό της χώρας» – έτσι ώστε να ενισχυθούν, όπως τόνιζε, οι προσπάθειες του τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό. Επομένως, πως ήταν δυνατόν να απαιτούσε ο ίδιος την τιμωρία του;

Κλείνοντας, σύμφωνα με ανεξάρτητους ξένους παρατηρητές της εποχής εκείνης, το αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων, το οποίο κατατέθηκε από την (σκιώδη) κυβέρνηση, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν εξαθλιωνόταν εντελώς ο ήδη φτωχός πληθυσμός της χώρας – ενώ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Αντίθετα, ήταν εντελώς ασυμβίβαστο με τους κανόνες της Δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε συνθήκες άκρατου νεοφιλελευθερισμού και βασιλείας των αγορών. Απλούστερα, οι νέοι καπετάνιοι του τουρκικού υπερωκεανίου θα πετούσαν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους υπόλοιπους – οι οποίοι, αφενός μεν θα αποδέχονταν δουλικά, αφετέρου δε θα ισχυροποιούσαν και θα έτρεφαν πλουσιοπάροχα τους νέους ιδιοκτήτες. Σε σχέση με το συγκεκριμένο συμπέρασμα, είναι μάλλον χαρακτηριστική η παρακάτω διαπίστωση ενός ξένου δημοσιογράφου, όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Τουρκία: «Πως είναι δυνατόν να επιζήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος εδώ; Τα χαμηλά εισοδήματα είναι της τάξης των 175-250 €, ενώ τα μεσαία κυμαίνονται μεταξύ 350 € και 450 € μηνιαία. Ανάλογα με το εκάστοτε εισόδημα, το 35% πηγαίνει στο ενοίκιο, οπότε μένουν ελάχιστα χρήματα για τα υπόλοιπα έξοδα. Το κόστος διαβίωσης δεν είναι χαμηλό στην Τουρκία, όπως υποθέτουν πολλοί στην Ευρώπη – αντίθετα, είναι απερίγραπτα υψηλό. Ένα τηλεφώνημα κοστίζει τριπλάσια, από όσο στην Ευρώπη – δεκαπλάσια, εάν το μετρήσει κανείς με κριτήριο τα πραγματικά του εισοδήματα. Ένα ζευγάρι παπούτσια κοστίζει στην επαρχία περίπου 50 € – θα πρέπει δηλαδή να δουλέψει κανείς τουλάχιστον μία εβδομάδα για να τα αγοράσει. Το κρέας είναι ακριβότερο από τη Γερμανία, ενώ όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα επίσης, με εξαίρεση μόνο τα φρούτα και τα λαχανικά. Για να μπορέσει μία τετραμελής οικογένεια να ζήσει με σχετική αξιοπρέπεια στην Τουρκία, χρειάζεται περίπου 900 € μηνιαία – ενώ συνήθως δεν διαθέτει ούτε τα μισά. Είναι πραγματικά μυστήριο το πως μπορεί και επιβιώνει ένας μέσος εργαζόμενος άνθρωπος εδώ – για τους άνεργους και τους συνταξιούχους, ένας άλυτος γρίφος. Πεθαίνουν στην κυριολεξία άνθρωποι στους σκουπιδότοπους και κανείς δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία. Δεν είμαι πια σίγουρος εάν ο πόλεμος της φτώχειας είναι καλύτερος από το συμβατικό. Τουλάχιστον στον κανονικό πόλεμο, πεθαίνει κανείς με αξιοπρέπεια και με υπερηφάνεια για την πατρίδα του. Είναι πραγματικά οδυνηρή η εικόνα αυτού του κάποτε υπερήφανου, στρατιωτικού λαού, ο οποίος καθημερινά ζητιανεύει στους σκονισμένους, άθλιους δρόμους της λεηλατημένης χώρας του – δούλος μίας παγκόσμιας, αχόρταγης ολιγαρχίας που δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να συναντήσει».    

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ

Μεταξύ των ετών 2002 και 2005 η οικονομία αυξανόταν με έναν ρυθμό της τάξης του 7,2% ετήσια – με τις εξαγωγές να διπλασιάζονται στο ίδιο χρονικό διάστημα (μία μάλλον μέτρια «επίδοση», εάν υπολογίσει κανείς την τεράστια υποτίμηση του νομίσματος κατά 96%, καθώς επίσης τις μειώσεις των μισθών). Φυσικά δε, μόλις το 20% του πληθυσμού της χώρας είχε κάποιο όφελος από  την ανάπτυξη – με την περιοχή της Κωνσταντινούπολης να απολαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των «νέων» εισοδημάτων της χώρας. Οι αμοιβές των εργαζομένων συνέχισαν να μειώνονται μέχρι και το 2006, ενώ η διαφορά τους, σε σχέση με το 2000, διαμορφώθηκε στο -30,2% (πηγή: O.Onaran). Δηλαδή, οι ονομαστικοί μισθοί των εργαζομένων στην Τουρκία το 2006 ήταν κατά 30% περίπου χαμηλότεροι, σε σχέση με το 2000 (οι πραγματικές αμοιβές το 2007 ήταν χαμηλότερες κατά -21,5%, σε σχέση με το 1979 – παρά τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ της χώρας). Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, επιβλήθηκαν μεγάλες μειώσεις στους μισθούς, υπό το φόβο της ανεργίας – ενώ τα συνδικάτα των εργαζομένων αποδέχθηκαν ακόμη και απολύσεις, χωρίς αποζημιώσεις. Το 2005, ο βασικός μισθός ενός δεκαεξάχρονου ήταν 350 νέες τουρκικές λίρες (200 €), ενώ το επίσημο όριο της φτώχειας για μία τετραμελή οικογένεια 1.600 λίρες (915 €) – δηλαδή, ο βασικός μισθός ήταν περίπου 4,5 φορές χαμηλότερος από το όριο της φτώχειας, ενώ μόλις το 48% των εργαζομένων ήταν ασφαλισμένοι.           

Συνεχίζοντας, ο πληθωρισμός περιορίσθηκε σε μονοψήφια μεγέθη για πρώτη φορά μετά από 37 έτη, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μειώθηκε στο -7% το 2004. Στην πραγματικότητα βέβαια, ήταν (συνεχίζει να είναι) πολύ δύσκολο να διαπιστώσει κανείς τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη της Τουρκίας, αφού «αποτυπώνονταν» κάθε φορά με διαφορετικούς τρόπους – ενώ ήταν «επηρεασμένα» από την ιδιαίτερα στενή συνεργασία της νέας τουρκικής κυβέρνησης με το ΔΝΤ. Έτσι λοιπόν, όπως αναφερόταν το 2005 από το ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ περιορίσθηκε από 91% το 2001, στα 63,5% το 2004 – παράλληλα με τη σημαντικότατη μείωση του πληθωρισμού, σε επίπεδα της τάξης του 10%. Οι αριθμοί όμως αυτοί ήταν (είναι) σε μεγάλο βαθμό «παραπλανητικοί», επειδή οφείλονταν στην έντονα υπερτιμημένη τότε τουρκική λίρα. Εάν δηλαδή εξέταζε κανείς τα μεγέθη χωρίς τη «νομισματική επίδραση», τότε θα διαπίστωνε πως το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ουσιαστικά κατά 50% – παράλληλα με την τεράστια αύξηση των εισαγωγών. Απλούστατα λοιπόν, η υπερτιμημένη λίρα περιόριζε το κόστος των εισαγωγών, μείωνε το εξωτερικό, καθώς επίσης το δημόσιο χρέος, ενώ λειτουργούσε αποπληθωριστικά – ένα πραγματικά εξαιρετικό τέχνασμα του «Ταμείου» το οποίο, αφενός μεν εξυπηρέτησε τα μέγιστα την είσοδο των ξένων κερδοσκοπικών κεφαλαίων, με στόχο τη λεηλασία του δημοσίου/ιδιωτικού πλούτου της Τουρκίας, αφετέρου δε τη «διαιώνιση» των προβλημάτων της χώρας (αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο κλπ.), έτσι ώστε να παραμένει σταθερά «στον ορό του ΔΝΤ». Περαιτέρω, τόσο το δημόσιο χρέος (ειδικά για μία χώρα με σχετικά περιορισμένες υποδομές και ξεπουλημένα πλέον περιουσιακά στοιχεία), όσο και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου, παραμένουν επικίνδυνα υψηλά  – παρά το ότι εισπράχθηκαν άνω των 20 δις $ από τις ιδιωτικοποιήσεις. Πρέπει να επισημάνουμε βέβαια το γεγονός ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν/ολοκληρώθηκαν ουσιαστικά μετά το 2005 – από τη  νέα κυβέρνηση της χώρας. Το γεγονός αυτό μας κάνει να αναρωτιόμαστε για ποιόν ακριβώς λόγο θεωρείται ικανός «ηγέτης» ο νυν πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο οποίος ουσιαστικά συνθηκολόγησε με τους «κατακτητές» της.  Μία μεγάλη «απειλή» για την Τουρκία ήταν (και είναι) η ισοτιμία της λίρας, η οποία αντικαταστάθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2005 από τη νέα τουρκική λίρα (με έξι μηδενικά λιγότερα). Ειδικότερα, αν και το συνολικό δημόσιο χρέος της Τουρκίας ήταν το 2004 σε απόλυτα νούμερα 235,8 δις $, σε «μετρήσιμα μεγέθη» ήταν καταχωρημένο με 198,7 δις $ – λόγω της ανατίμησης της λίρας (είχε αρχικά υποτιμηθεί, το 2001 δηλαδή, κατά -96%). Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός (αν και τα μεγέθη του είναι σε μεγάλο βαθμό «σχετικά»):

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι:  «Σχετικά» μεγέθη της Τουρκίας (ΑΕΠ, Εξαγωγές, Εισαγωγές σε δις $, κατά κεφαλήν εισόδημα σε $)

Μεγέθη

2002

2005

2008

 

 

 

 

Ρυθμός ανάπτυξης

7,90%

7,60%

4,00%

ΑΕΠ*

180,90

374,80

455,50

ΑΕΠ σε ΑΔ**

./.

575,7

750,0

Κατά κεφαλή ΑΕΠ

2.598

5.008

6.113

Πληθωρισμός

44,4%

7,7%

10,1%

Εξαγωγές

36,06

72,10

125,80

Εισαγωγές

51,55

115,70

201,82

Εμπορικό έλλειμμα

-15,49

-43,60

-76,02

Έλλειμμα Προϋπ.***

-24,84

-2,35

-11,05

Έλλειμμα /ΑΕΠ****

-13,73%

-0,63%

-2,42%

Ανεργία

10,35%

10,00%

9,70%

Δημόσιο χρέος

134,40

181,80

289,30

Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ

74,29%

48,50%

63,51%

* Η αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ των ετών 2002 και 2005 δεν φαίνεται σωστή, με κριτήριο το ρυθμό ανάπτυξης. Εν τούτοις, έχει γραφτεί με βάση την πηγή του Πίνακα (ενδεχομένως να είναι το αποτέλεσμα της ανατίμηση της λίρας ως προς το δολάριο).

** ΑΕΠ σε συγκριτική αγοραστική αξία – *** Σε δις €. Μειώθηκε το 2005 λόγω της πώλησης δημόσιας περιουσίας. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού διπλασιάστηκε το 2009, στα -29,57 δις €  – **** Εκτινάχθηκε στο -6,7% το 2009 (με σχέση 1:1 για € και $)

Πηγή: Συνδυασμός WP και EurostatΠίνακας: Β. Βιλιάρδος – Σημείωση: Το 65% του ΑΕΠ προέρχεται πια από τις υπηρεσίες, το 25% από τη βιομηχανία, ενώ μόλις το 10% από τη γεωργία – με την πληθώρα όμως των επιχειρήσεων στα χέρια των ξένων (οι εξαγωγές αυτοκινήτων το 2005, ξένων βιομηχανιών προφανώς, ξεπέρασαν τα 13,7 δις $). Στο τέλος του 2007, οι ξένες κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις στην Τουρκία ήταν περίπου 18.000 – εκ των οποίων πάνω από 3.000 γερμανικές. Όπως συμπεραίνουμε από τον Πίνακα Ι το δημόσιο χρέος, παρά το ότι μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, διπλασιάστηκε σε απόλυτα μεγέθη το 2008, σε σχέση με το 2002 – παρά το ότι ιδιωτικοποιήθηκαν οι μεγάλες κρατικές εταιρείες, αποφέροντας σημαντικά ποσά στα ταμεία της χώρας. Το εμπορικό έλλειμμα δε της Τουρκίας διατηρεί την αυξητική του πορεία – γεγονός που προφανώς σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα της, παρά την τεράστια μείωση των αμοιβών των εργαζομένων της, συνεχίζει να παραμένει χαμηλή.

Εάν δε υπενθυμίσουμε πως το κατά κεφαλήν εισόδημα της Τουρκίας (6.000 $) είναι περίπου πέντε φορές χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας (περί τα 30.000 $), τότε θα καταλάβουμε ότι τόσο οι ρυθμοί ανάπτυξης της, όσο και η «πικρή» θεραπεία του ΔΝΤ, οδηγήθηκαν σε ξένα «ταμεία» – επίσης όμως την τεράστια απειλή της πατρίδας μας, από μία ενδεχόμενη άλωση της από τους συνδίκους του διαβόλου. Ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, το ποσοστό της φοροδιαφυγής υπολογίζεται στο 26,22% του ΑΕΠ της Τουρκίας (πηγή WP για το 2005) – γεγονός που σημαίνει ότι το κράτος, σε απόλυτους αριθμούς, χάνει περίπου έσοδα ύψους 9-11 δις $ ετησίως (2,94% του ΑΕΠ, με συντελεστή φορολόγησης τότε στο 20%). Αυτό θα βοηθήσει να κατανοήσουμε την σκόπιμα  εσφαλμένη «μετάφραση» κάποιων εννοιών στην Ελλάδα – όπου το ποσοστό της φοροδιαφυγής επί του ΑΕΠ θεωρείται ταυτόσημο με τα διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου. Προφανώς τα εισοδήματα που (κακώς) φοροδιαφεύγουν, δεν θα φορολογούνταν με 100%, αλλά με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή – αφαιρουμένων των εξόδων. Κατά την άποψη μας δε, η φοροαποφυγή των πολυεθνικών, ειδικά στις χώρες που έχουν αλώσει με τη βοήθεια του ΔΝΤ, είναι απείρως υψηλότερη. Περαιτέρω στο θέμα μας, με δεδομένο ότι η ανάπτυξη (διόγκωση καλύτερα) της Τουρκίας στηρίχθηκε κυρίως στην ανοικοδόμηση (το 30% των συνολικών επενδύσεων του 2010 κατευθύνθηκε στις ανέγερση κτιρίων – ειδικά στην Κωνσταντινούπολη και μέσω μεγάλων «πιστωτικών διευκολύνσεων», η «ποιότητα» των οποίων θα φανεί αργότερα), ενώ το πρόβλημα του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου της συνεχώς επιδεινώνεται (-8,9% του ΑΕΠ το 2010, με αυξανόμενο ρυθμό), έχουμε την άποψη ότι, εφόσον δεν συμβεί κάτι εντελώς διαφορετικό, η Τουρκία θα καταλήξει ξανά σε μία νέα κρίση – αυτή τη φορά χωρίς να διαθέτει σημαντική δημόσια περιουσία, προς εξασφάλιση νέων δανείων. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το ότι, η μετά-ΔΝΤ πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία κυβερνάει από το 2002, έχει στηρίξει την «ηγεμονία» της στην ανάπτυξη – οπότε είναι εύλογα επιρρεπής σε μεγάλα «σφάλματα» οικονομικής πολιτικής (όπως μάλλον είναι τα νέα μεγάλα έργα που ανακοινώθηκαν). Εάν λοιπόν κάποια στιγμή τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που «εισέρρευσαν» μαζί με το ΔΝΤ στη χώρα, κεφάλαια τα οποία λειτουργούν πολλές φορές σαν φοβισμένη «αγέλη ζώων», εγκαταλείψουν ξαφνικά την Τουρκία, η προηγούμενη κρίση της θα θεωρηθεί μάλλον «αμελητέα».  

Η ΜΟΝΙΜΗ ΣΧΕΣΗ ΔΝΤ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Οι σχέσεις της Τουρκίας με το ΔΝΤ”, διαβάζαμε στον Τύπο το 2010, “αποτελεί ένα ιδιαίτερα μεγάλο κεφάλαιο. Οι δύο πλευρές συζητούν περίπου δύο χρόνια για τη σύναψη ενός έκτακτου δανείου, ύψους 20 δις $. Το νέο αυτό δάνειο αποτελεί ουσιαστικά αναπροσαρμογή παλαιότερου δανείου 10 δις $, το οποίο είχε λάβει η Τουρκία από τον διεθνή οργανισμό (έληξε τον Δεκέμβριο του 2008). Η τουρκική κυβέρνηση, εδώ και μήνες, ισχυρίζεται ότι ολοκληρώνεται σύντομα η συμφωνία – με αποτέλεσμα να εντείνεται η απογοήτευση τόσο των επενδυτών, όσο και της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας. Θεωρείται βέβαιο ότι το ΔΝΤ ασκεί έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση, για να εφαρμοστεί ένα νέο υποχρεωτικό πρόγραμμα λιτότητας. Φυσικά δεν προβλέπονται αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα ισοσταθμίσουν κάπως τις απώλειες των εισοδημάτων τους, προερχόμενες από την πτώση της τιμής της λίρας.  Η οικονομική σταθεροποίηση, σε συνδυασμό με την συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτεί το ΔΝΤ («απελευθέρωση» των πάντων, εκμηδενισμός των μισθών, αύξηση των ωρών και των χρόνων εργασίας, περιορισμός των κοινωνικών παροχών κλπ.), αποτελούν καθοριστικό βήμα στην περαιτέρω διεθνοποίηση της τουρκικής οικονομίας. Βέβαια, αυτή η τακτική του ΔΝΤ ενοχλεί σε μεγάλο βαθμό την τουρκική κυβέρνηση, η οποία όμως δεν έχει εναλλακτικό τρόπο επιβίωσης – αν και προσπαθεί απεγνωσμένα να το κρύψει από τους ψηφοφόρους της. Τόσο στους ακαδημαϊκούς κύκλους, όσο και στις τηλεοπτικές εκπομπές, η «μόνιμη σχέση» ΔΝΤ-Τουρκίας συζητείται έντονα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα – ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο σενάριο, από πολλές δεκαετίες. Όταν η Τουρκία αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως συνήθως συμβαίνει, ευρίσκονται πρόθυμοι ξένοι δανειστές – οι οποίοι τοποθετούν κερδοσκοπικά τα χρήματα τους, χρεώνοντας τοκογλυφικά επιτόκια, σε ένα πηγάδι που μοιάζει να μην έχει πυθμένα”.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

“Η επιτυχία της επέκτασης των πολυεθνικών με τη βοήθεια των κρίσεων χρέους στη Ν. Αμερική, στην Ασία, στην Τουρκία και αλλού, έχει αποφέρει στις ίδιες τόσο εντυπωσιακά κέρδη, ώστε να διψούν για συνεχώς νέες κατακτήσεις. Στα σχέδια τους πια δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, αλλά και οι πλούσιες χώρες της Δύσης – όπου τα κράτη ελέγχουν ακόμη πιο προσοδοφόρα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν επικερδώς οι ιδιωτικές εταιρείες: τηλεφωνικές επικοινωνίες, λιμάνια, μεταφορές, αεροδρόμια, εταιρείες ηλεκτρισμού, εταιρείες ύδρευσης κλπ”.  Με κριτήριο την τραυματική εμπειρία της Τουρκίας, την οποία προσπαθήσαμε να αποδώσουμε περιληπτικά όσο καλύτερα γινόταν, συμπεραίνεται χωρίς καμία αμφιβολία ότι, η προσέγγιση του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην επίλυση των προβλημάτων χρέους, συνίσταται στη «μετακύλιση» ολόκληρου του κοινωνικού κόστους στα ασθενή εισοδηματικά στρώματα – επειδή αυτά αποτελούν την συντριπτική, αλλά και αδύναμη πλειοψηφία. Επίσης συμπεραίνεται πως η σχέση μίας χώρας με το ΔΝΤ δεν είναι σε καμία περίπτωση χρονικά περιορισμένη – ενώ δεν λύνει κανένα από τα πραγματικά προβλήματα της Οικονομίας της. Τέλος ότι, η αλλαγή της εκάστοτε κυβέρνησης, του «τρέχοντος» κόμματος εξουσίας καλύτερα, δεν σημαίνει ουσιαστικά τίποτα για τους συνδίκους του διαβόλου – αντίθετα, έχει μάλλον προϋπολογισθεί, με την υφιστάμενη κυβέρνηση να θεωρείται «νομοτελειακά αναλώσιμη». Στο παράδειγμα της Τουρκίας, η νέα κυβέρνηση και όχι η παλαιά, ήταν αυτή που αφενός μεν «διεύρυνε» την εξαθλίωση των Πολιτών της, αφετέρου ξεπούλησε σχεδόν το σύνολο της δημόσιας περιουσίας – παραμένοντας σταθερά «υποτελής» του Καρτέλ και των τοκογλύφων, χωρίς παραδόξως να διακινδυνεύει την εκλογική της δύναμη. Φυσικά το ξεπούλημα έγινε «έντεχνα», αφού ακολούθησε 2-3 έτη μετά την εκλογική της νίκη και τη σταθεροποίηση της στην εξουσία. 

* Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 04. Ιουνίου 2011, viliardos@kbanalysis.comΟ κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

 ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2357.aspx

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ Ι

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ:

Ιστορική αναδρομή στην οθωμανική αυτοκρατορία, η χρεοκοπία της, η νέα τουρκική δημοκρατία, το μεσοδιάστημα, η μεγάλη κρίση του 2001, η κατάληψη της εξουσίας, το μνημόνιο,… – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Μία απίστευτη διαπλοκή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής μαφίας με την πολιτική διαφθορά, δημιουργεί από διαδικτυακά, ανύπαρκτα χρήματα πραγματικές αξίες, κλέβει από τους Πολίτες τη δημόσια περιουσία τους και συνεχίζει να τους εκμεταλλεύεται – για όσο διάστημα θέλει και με όποιον τρόπο μπορεί. Η δικτατορία των αγορών πετυχαίνει με εγκληματική δύναμη και με δολοφονική μανία τους στόχους της.

«Ή θα ιδιωτικοποιήσετε τα πάντα, παραμένοντας δούλοι μας, ή θα καταστραφείτε εντελώς», απειλούν σχεδόν καθημερινά. Με απλούστερα λόγια «Τα χρήματα σας ή τη ζωή σας», όπως ακριβώς συνηθίζουν να εκβιάζουν και να πανικοβάλουν τα θύματα τους οι κλέφτες του πεζοδρομίου – αν και αυτοί δεν προσβάλλουν την υπερηφάνεια και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια ολόκληρων λαών, όπως συμβαίνει σήμερα με τους Έλληνες (άποψη Γερμανού αναγνώστη της Zeit στο διαδίκτυο). Στο θέμα μας τώρα, η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη το 19ο αιώνα, δεν επεκτάθηκε στην τότε οθωμανική αυτοκρατορία – κυρίως λόγω των περιορισμένων κεφαλαίων και ελάχιστων υποδομών, καθώς επίσης σαν αποτέλεσμα της έλλειψης επιχειρηματικότητας, όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Τόσο η στρατιωτική, όσο και η δημοσιοϋπαλληλική καριέρα ήταν πολύ πιο επιθυμητοί στόχοι, ενώ απολάμβαναν μεγαλύτερο κύρος από την επιχειρηματική δραστηριοποίηση – με το υπόλοιπο μέρος των Πολιτών να απασχολείται στη γεωργία, να είναι επαγγελματίες τεχνίτες ή ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης. Οι βιοτεχνίες ήταν αντιμέτωπες με διαρκώς μεγαλύτερες δυσκολίες, επειδή δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα βιομηχανικά παραγόμενα προϊόντα της δύσης – αφού οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αναγκάσει την αυτοκρατορία να μην επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα εμπορεύματα τους, τα οποία πλημμύρισαν την τουρκική αγορά με φθηνές τιμές. Επί πλέον, οι ανάγκες χρηματοδότησης, η πάγια οικονομική αδυναμία, καθώς επίσης οι πανάκριβοι πόλεμοι που διεξήγαγε, είχαν σαν αποτέλεσμα να οδηγείται η οθωμανική αυτοκρατορία σε μία όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από την Ευρώπη.

Το έτος 1875, σαν απόρροια των υψηλών τόκων, σε συνδυασμό με τα μεγάλα δημόσια χρέη, η αυτοκρατορία χρεοκόπησε – οπότε αναγκάσθηκε να εκχωρήσει τη δημοσιονομική της κυριαρχία στους πιστωτές της, έτσι ώστε να είναι σε θέση να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες η δημοσιονομική, καθώς επίσης η οικονομική ανεξαρτησία της αυτοκρατορίας, ανακτήθηκε μετά την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας (1927) – δηλαδή, πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα. Περαιτέρω, η «βαριά» κληρονομιά τού οθωμανικού παρελθόντος ήταν εξαιρετικά απαιτητική για τη νεοϊδρυθείσα δημοκρατία. Εκτός αυτού τόσο οι βιοτεχνίες, όσο και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, καθώς επίσης το εξαγωγικό εμπόριο, υπέφεραν από την έλλειψη της επαγγελματικής εξειδίκευσης των Αρμενίων, καθώς επίσης της κοινωνικής-επιχειρηματικής «προσφοράς» των Ελλήνων. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η εκδίωξη της πλειοψηφίας των «μειονοτήτων» είχε σαν αποτέλεσμα αφενός μεν την απώλεια κεφαλαίων, αφετέρου δε πολλών άλλων «παραγωγικών» συντελεστών – όπως της επιχειρηματικής εμπειρίας και των διεθνών σχέσεων (γνωριμιών).

Συνεχίζοντας η γεωργία, μη ορθολογικά οργανωμένη και στα χέρια πολύ λίγων μεγαλοκτηματιών, οι οποίοι υπενοικίαζαν τα χωράφια τους σε μικρούς αγρότες, δεν μπορούσε να προσφέρει στη χώρα αρκετά έσοδα για επενδύσεις. Επί πλέον εξέλιπε μία σύγχρονη οικονομική νομοθεσία, μία λειτουργική δημόσια διοίκηση, ένα μεθοδικό φορολογικό σύστημα, καθώς επίσης ένας σωστά εκπαιδευμένος πληθυσμός – αφού το έτος 1927 οι αναλφάβητοι ήταν το 90% των 14 εκ. Τούρκων τότε. Παρά το ότι λοιπόν η νέα κυβέρνηση της χώρας ακολούθησε μία φιλελεύθερη πολιτική, επένδυσε στις υποδομές και προσπάθησε να αναπτύξει τη βιομηχανία, με τη βοήθεια του δανεισμού της από τη Ρωσία, δεν επιτεύχθηκε η αναμενόμενη πρόοδος – αφού το 1953 απασχολούνταν μόλις 26.000 εργαζόμενοι στις ιδιωτικές βιομηχανίες και 86.000 στις κρατικές.  

Μεταξύ των ετών 1945 και 1980 τώρα, η Τουρκία ακολούθησε μία φιλόδοξη οικονομική πολιτική εσωτερικής ανάπτυξης – όπου οι επιχειρήσεις της αφενός μεν επιδοτούνταν, αφετέρου δε προστατεύονταν από τον ανταγωνισμό των εισαγωγών, με τη βοήθεια των υψηλών δασμών. Επειδή όμως η κρατική γραφειοκρατία εμπόδιζε την ανάπτυξη των εξαγωγών, εξέλιπε το απαραίτητο συνάλλαγμα για τις επενδύσεις στην περαιτέρω βιομηχανοποίηση, μέσω της εισαγωγής μηχανημάτων και πρώτων υλών. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων επιχειρήσεων της Τουρκίας ήταν μη ανταγωνιστικά οργανωμένο, ενώ χρησιμοποιούταν από την Πολιτική τόσο για κομματικούς, όσο και για κοινωνικούς σκοπούς.

Για να επιτυγχάνει τώρα το κράτος τα φιλόδοξα πενταετή του προγράμματα, τα οποία είχαν υιοθετηθεί ήδη από την ίδρυση του, ήταν υποχρεωμένο να επενδύει περισσότερα, από όσα εισέπραττε. Κατ’ επακόλουθο, αυξανόταν τα ετήσια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και εξ αυτών το δημόσιο χρέος – με τον πληθωρισμό να παραμένει σταθερά διψήφιος. Η διαρκώς αυξανόμενη λοιπόν εξάρτηση της χώρας από τα εξωτερικά χρέη είχε σαν αποτέλεσμα αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις (τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70), οι οποίες προκαλούσαν κοινωνικές και πολιτικές «εκρήξεις» – ενώ κατέληγαν σε στρατιωτικά πραξικοπήματα και σε απίστευτες «θηριωδίες».  Τελικά, η οικονομικοπολιτική αλλαγή στην Τουρκία επήλθε μετά το 1982 – όπου η χώρα ακολούθησε μεθοδικά τη φιλελεύθερη κατεύθυνση μίας εξαγωγικά προσανατολισμένης εκβιομηχάνισης, με την συστηματική αναθεώρηση της χρηματοπιστωτικής, της νομισματικής και της εξαγωγικής της πολιτικής. Με στόχο την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της λοιπόν, καταργήθηκαν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί των εισαγωγών, ενώ ενισχύθηκαν οι εξαγωγές. Η γραφειοκρατία άρχισε να περιορίζεται αισθητά, ενώ αυξήθηκαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις – μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια των επιλεκτικών αποκρατικοποιήσεων δημοσίων εταιρειών. Η διευκόλυνση όμως των εισαγωγών και ο περιορισμός των δασμών, είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση των ανταγωνιστικών πιέσεων στις τουρκικές επιχειρήσεις – με οριακό σημείο την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή «τελωνειακή ένωση», το 1996. Κατ’ επακόλουθο, οι οικονομικές κρίσεις δεν σταμάτησαν να την απειλούν, με τις τελευταίες το 1994, το 1999, το 2000 και το 2001 – οφειλόμενες κυρίως στα ελλειμματικά εξωτερικά ισοζύγια της, σε συνδυασμό με ένα αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς επίσης με ένα μη λειτουργικό δημόσιο. Τα προβλήματα αυτά ξέφυγαν τελικά από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η Τουρκία, το 2001, στα νύχια του ΔΝΤ.   

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε ουσιαστικά το Φεβρουάριο του 2001 – με αφορμή τη στοχευμένη επίθεση του προέδρου της χώρας εναντίον του πρωθυπουργού της, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ένα κρατικό όργανο, στο οποίο υπερίσχυε το στρατιωτικό καθεστώς). Ο τότε πρόεδρος είχε κατηγορήσει τον πρωθυπουργό, ισχυριζόμενος ότι έχει αποτύχει παταγωδώς στην καταπολέμηση της διαφθοράς – με το «σκάνδαλο» να αναπαράγεται και να μεγαλοποιείται από όλα σχεδόν τα τουρκικά και διεθνή ΜΜΕ. Αμέσως μετά τη διαμάχη της ανώτατης ηγεσίας, κατέρρευσαν οι μετοχές στο χρηματιστήριο της χώρας ενώ αργότερα, μετά την «απελευθέρωση» της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, ακολούθησε η υποτίμηση της κατά 40% – επομένως και η αντίστοιχη, θανατηφόρα ασφαλώς μείωση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων. «Θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη τότε», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας ξένος παρατηρητής, συνεχίζοντας: «Ήταν η 21η Φεβρουαρίου του 2001. Από τη μία ημέρα στην άλλη, το δολάριο δεν κόστιζε πια 690.000 λίρες, αλλά 850.000 – πριν ακόμη ανακοινωθεί επίσημα από την κυβέρνηση η απελευθέρωση της τουρκικής λίρας. Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2001, την κύρια ημέρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την ημέρα μηδέν, η ισοτιμία αναρριχήθηκε σχεδόν στις 900.000 λίρες. Αργότερα, έφτασε στο 1.300.000 λίρες».    

Σαν επακόλουθο των παραπάνω, η οικονομία της χώρας κατέρρευσε με τη σειρά της – με την ύφεση να ξεπερνάει το 3% και τον πληθωρισμό να πλησιάζει το 50%, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης (κατά την Morgan Stanley τότε, η ύφεση ήταν της τάξης του 7,2% και ο πληθωρισμός 70%). Παράλληλα, τα επιτόκια δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έφτασαν στο 110% – ένα μέγεθος με το οποίο ήταν αδύνατον να επιβιώσουν (ίσως από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την τεράστια σημασία του Ευρώ για την Ελλάδα, καθώς επίσης τις «εγκληματικές» παροτρύνσεις να εγκαταλείψουμε τη Ευρωζώνη). Κατά τη διάρκεια των επομένων εβδομάδων η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 10%, αρκετές χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι (υποδήματα, κλωστοϋφαντουργίες) έπαψαν να λειτουργούν, ενώ περίπου 500.000 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους – παρά το ότι η ανεργία ήταν ήδη στο 18%, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Εκτός αυτού, τα φάρμακα σε όλα τα νοσοκομεία της Τουρκίας εξαντλήθηκαν, αφού οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες σταμάτησαν να προμηθεύουν τη χώρα – λόγω της αβέβαιης ισοτιμίας του νομίσματος της.   

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Στις αρχές Μαρτίου του 2001, οι υπευθυνότητες για το μεγαλύτερο μέρος της Οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανατέθηκαν στον K.Dervisστον μέχρι τότε αντιπρόεδρο δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος ήταν στο στελεχιακό δυναμικό της από τη δεκαετία του ’70. Ο K.Dervis, αρκετά χρόνια προηγουμένως, είχε διαχωρίσει το δρόμο του από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό της Τουρκίας, όταν αυτός (B.Ecevit) είχε πολύ σωστά εναντιωθεί στη δραστική ιδιωτικοποίηση της οικονομίας – ιδρύοντας μαζί με άλλους πολιτικούς, το 1994, τη «Νέα Δημοκρατική Κίνηση». Η οργάνωση αυτή, υπό τη ηγεσία του προέδρου των εργοδοτών, ήταν υπέρ ενός συμβιβασμού στο κουρδικό θέμα, «προωθούσε» τη συνεννόηση με το πολιτικό Ισλάμ και σχεδίαζε τη ριζική φιλελευθεροποίηση της Οικονομίας – στα πλαίσια των αρχών των «παιδιών του Σικάγου». Εν τούτοις, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1995 η «οργάνωση», στην οποία συμμετείχε ο K.Dervis, εξαφανίσθηκε εντελώς από την πολιτική σκηνή.

Στις 19 Μαρτίου του 2001, η κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ σε ένα «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα ριζικής «αναμόρφωσης» της τουρκικής οικονομίας – το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, τον δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, μέσα από τη μεγάλη μείωση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των κρατικών εταιρειών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η τουρκική οικονομία είχε χαρακτηρισθεί ως «σοβιετικού τύπου» από τους ιθύνοντες του ΔΝΤ – οι οποίοι τοποθέτησαν αμέσως το δικό τους άνθρωπο, στην ισχυρότερη θέση της χώρας (Υπουργείο Οικονομικών). Συνεχίζοντας οι διεθνείς επενδυτές, οι τοκογλύφοι και το Καρτέλ δηλαδή, δεν εμπιστευόντουσαν ότι η τότε πολυκομματική κυβέρνηση, συναποτελούμενη από τη σοσιαλιστική, τη συντηρητική και την εθνικιστική παράταξη (Γκρίζοι Λύκοι), θα μπορούσε να επιβάλλει τις αλλαγές – πόσο μάλλον όταν τόσο οι κρατικές τράπεζες, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, ήταν οι βασικές «δεξαμενές» άντλησης πολιτικής δύναμης για τα κόμματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι δυτικές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και οι τράπεζες (η πραγματική Τρόικα ουσιαστικά, σύμφωνα με την ευρηματική ονομασία που της έδωσαν πρώτοι οι Έλληνες), πίεζαν μαζικά και από κοινού την Τουρκία με απώτερο, κρυφό στόχο την «άλωση» και τη λεηλασία της. Έτσι λοιπόν, τα «παρακλητικά» γράμματα του τότε πρωθυπουργού για την παροχή οικονομικής βοήθειας στη χώρα του (δάνεια), είτε δεν γινόταν αποδεκτά, είτε συνδέονταν με απίστευτες απαιτήσεις ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης (ξεπουλήματος καλύτερα)  της τουρκικής οικονομίας. Παράλληλα, τόσο τα διεθνή ή τοπικά ΜΜΕ, όσο και οι σύνδεσμοι των εργοδοτών, βιομηχάνων και επιχειρηματιών, ενισχυόμενοι σιωπηλά από τη στρατιωτική εξουσία (η οποία απειλούσε έμμεσα ακόμη και με πραξικόπημα), είχαν εξαπολύσει μία απίστευτη «γκεμπελική καμπάνια», κατηγορώντας με κάθε τρόπο την κυβέρνηση για ανικανότητα και διαφθορά. Ο δήθεν στόχος τους ήταν η μετατροπή της Τουρκίας σε μία σύγχρονη Δημοκρατία, μακριά από τον «κρατισμό» του παρελθόντος.   

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ

Συνεχίζοντας, παρά το ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να επιβάλλει της διαρθρωτικές αλλαγές του – περιοριζόμενη στις συνεχείς αυξήσεις των φόρων στη βενζίνη, στον καπνό, στο οινόπνευμα, στη ζάχαρη και σε πολλά άλλα είδη. Όταν όμως η πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας υποτιμήθηκε από τις διεθνείς τράπεζες και τις εταιρείες αξιολόγησης, παράλληλα με τη νέα υποτίμηση του νομίσματος της, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συναντηθεί, κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, με τους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογράφοντας ένα δεσμευτικό «μνημόνιο» συνεργασίας – με βάση το οποίο ήταν πλέον αναγκασμένη να υποκύψει σε όλες τις απαιτήσεις τους. 

Σύμφωνα με τους γνωστούς μας πια Financial Times της Γερμανίας τότε (09.04.2001), «Οι δαπάνες του δημοσίου έπρεπε να μειωθούν άμεσα κατά 25%, ενώ τα έσοδα να αυξηθούν κατά 10%. Από τις αρχές του 2002 έπρεπε να καταργηθούν οι επιδοτήσεις των αγροτών, καθώς επίσης να πουληθούν όλα τα δημόσια αγροτικά εργοστάσια. Η ανάπτυξη όφειλε, μετά την ύφεση του 2001, να είναι 4,5% το 2002 και 5,5% το 2003». Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, οι (με απόσταση) δύο μεγαλύτεροι πελάτες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους «διαφθορείς συνειδήσεων» διεθνώς (άρθρο μας), είναι η Ελλάδα και η Τουρκία – γεγονός που σημαίνει ότι δεν είναι εντελώς απίθανο να «υποδαυλίζει» η Γερμανία τις συνεχείς «αντιπαλότητες» μεταξύ τους, οι οποίες συμβάλλουν αφενός μεν στις εξαγωγές της Γερμανίας, αφετέρου δε στην υπερχρέωση της Ελλάδας και της Τουρκίας (εξοπλιστικά προγράμματα). Περαιτέρω, έπρεπε να καταργηθούν όλοι οι offshore-λογαριασμοί στις τράπεζες, ενώ οι ιδιοκτήτες των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα ήταν υπεύθυνοι για τα χρέη τους, με την ιδιωτική τους περιουσία (οι πιστωτικές απώλειες των κρατικών τραπεζών υπολογίσθηκαν στα 20 δις $ – αν και τελικά δεν έκλεισε καμία τράπεζα). Το πρόγραμμα λιτότητας απαιτούσε επίσης την απόρριψη τουλάχιστον 5.000 κοινωφελών επενδυτικών σχεδίων της κυβέρνησης. Εκτός αυτού, η πλειονότητα των 230.000 υπαλληλικών κατοικιών έπρεπε να πουληθεί, ενώ ένα μεγάλο μέρος των 2,5 εκ. δημοσίων υπαλλήλων όφειλαν να απολυθούν.

Συνεχίζοντας στη μεγάλη λεηλασία της Τουρκίας, οι ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων ήταν υποχρεωμένοι να νομιμοποιήσουν τα ακίνητα τους, πληρώνοντας ποσά, τα οποία θα απέφεραν συνολικά στα ταμεία του κράτους περί τα 5 δις $. Επίσης, οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωτικό να πουληθούν στις τότε εξευτελιστικές τιμές στο διεθνές κεφάλαιο – οι κρατικές τράπεζες δηλαδή, οι επιχειρήσεις ενέργειας, ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, οι αεροπορικές εταιρείες, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της χώρας έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από την Πολιτική. Μάλλον οφείλουμε να συμπληρώσουμε επίσης εδώ ότι, συνήθως αυξάνεται δυσανάλογα το δημόσιο χρέος με την είσοδο των συνδίκων του διαβόλου σε μία χώρα, επειδή τα αδύναμα κράτη υποχρεώνονται να συμπεριλάβουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες, καθώς επίσης τις ζημίες των επιχειρήσεων του δημοσίου, όπως και αποζημιώσεις του προσωπικού που απολύουν – έτσι ώστε οι κρατικές επιχειρήσεις να πουληθούν στους ιδιώτες όχι μόνο σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά και «ελεύθερες βαρών». Επομένως, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η αλματώδης αύξηση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, τα τελευταία δύο χρόνια – επίσης όχι η συνεχής «ανοδική αναθεώρηση» των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού μας. Περαιτέρω το ΔΝΤ, μετά την υπογραφή του «μνημονίου υποτέλειας», αποφάσισε τελικά να δανείσει τα 6 δις $ στην Τουρκία, τα οποία είχε υποσχεθεί και δεν εκταμίευε (το σύνηθες τέχνασμα), ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε τις ανάγκες εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος στα 35 δις $ – καθώς επίσης τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα των επομένων τριών μηνών, τα οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει η Τουρκία, στα 10,1 δις $ (το συνολικό δάνειο του ΔΝΤ προς την Τουρκία, μεταξύ των ετών 2002-2004, ήταν 31 δις $).   

Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις, κανένα από τα τρία κόμματα που συγκυβερνούσαν δεν ξεπερνούσε πλέον το ελάχιστο όριο εισαγωγής τους στη Βουλή (10%) – ενώ ο πρωθυπουργός δεν ήθελε (ίσως δεν του επιτρεπόταν από το ΔΝΤ) να παραιτηθεί, παρά το ότι είχε χαθεί εντελώς η εμπιστοσύνη τόσο των βουλευτών, όσο και των Πολιτών της χώρας απέναντι του. Όπως αποδείχθηκε δε στη συνέχεια, κανένα από τα παλαιότερα κόμματα δεν «επέζησε» ως είχε – χωρίς αυτό να σημαίνει δυστυχώς ότι, η νέα ηγεσία συμπεριφέρθηκε όπως μάλλον θα περίμεναν οι Πολίτες της χώρας. Αν μη τι άλλο, το κόμμα που διαδέχθηκε τα «συντρίμμια» που άφησε το ΔΝΤ, ήταν αυτό που τελικά «ξεπούλησε» τη δημόσια περιουσία της Τουρκίας, όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο – κυρίως δε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης τις προσοδοφόρες, αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης (τυχερών παιχνιδιών, τηλεοπτικών συχνοτήτων κλπ.).  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 04. Ιουνίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2357.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ Ι

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ:

Οι ιδιαιτερότητες τους, … – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Όπως αποδείχθηκε, ολόκληρο το πρόγραμμα της «θεραπείας» που επιβλήθηκε στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οδηγώντας την στη χρεοκοπία, δεν ήταν της Παγκόσμιας Τράπεζας ή του ΔΝΤ. Είχε εκπονηθεί κρυφά από την J. PMorgan και τη Citibank, τους δύο μεγαλύτερους πιστωτές της Αργεντινής” (Α. Ο. Γκαόνα).    

Υπενθυμίζοντας απλά ότι, δύο από τους μεγαλύτερους πιστωτές της χώρας μας είναι η Γερμανία και η Γαλλία, είναι εμφανές πως, τόσο η ανάπτυξη της δύσης τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και η υπερχρέωση της (ειδικά των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας), στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο τραπεζικό σύστημα – το οποίο, σε «συνεργασία» με τον εκάστοτε κρατικό μηχανισμό, εξελίχθηκε ραγδαία. Ειδικά όσον αφορά αρκετές από τις χώρες της Ευρωζώνης, οι τράπεζες αγόραζαν ομόλογα του δημοσίου, τα τοποθετούσαν ως εγγύηση στην ΕΚΤ, δανείζονταν με χαμηλά επιτόκια και διοχέτευαν τα νέα χρήματα στην αγορά – αυξάνοντας την κατανάλωση και, μέσω αυτής, «έκρυθμα» το ΑΕΠ.

Στα πλαίσια αυτά οι πολιτικοί «συνηγορούσαν», αφού τα νέα χρήματα είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη των Οικονομιών των κρατών τους, η οποία συντελούσε αφενός μεν στην παραμονή τους στην εξουσία, αφετέρου στη χρηματοδότηση του πανάκριβου «κομματικού μηχανισμού» τους (αν και ουσιαστικά επρόκειτο για μία θανατηφόρα «διόγκωση», η οποία κατάστρεψε τον παραγωγικό ιστό αρκετών χωρών).

Συνεχίζοντας, η έντονη πιστωτική επέκταση των εμπορικών τραπεζών, η δημιουργία δηλαδή νέων χρημάτων από το πουθενά, ήταν το αποτέλεσμα της έγκρισης δανείων – αρκετές φορές «χαμηλής εξασφάλισης» (subprimes), όπως για παράδειγμα συνέβη στις Η.Π.Α., στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κλπ. Μετά το δανεισμό των επιχειρήσεων, ακολούθησαν τα καταναλωτικά, οι πιστωτικές κάρτες και τα υπόλοιπα δάνεια σε ιδιώτες – κυρίως τα στεγαστικά, τα οποία αφενός μεν αύξαναν σημαντικά το ενεργητικό των τραπεζών, αφετέρου δε λειτουργούσαν ως εγγυήσεις για την παροχή δανείων εκ μέρους της ΕΚΤ.

Φυσικά, οι εμπορικές τράπεζες «παραβίαζαν» συστηματικά τις οδηγίες των κεντρικών τραπεζών τους – είτε «υπερεκτιμώντας» την αξία των ακινήτων, είτε «πλαστογραφώντας» την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους, είτε επιμηκύνοντας έντεχνα το χρόνο αποπληρωμής των δανείων, είτε μηδενίζοντας τα έξοδα τους (πολλές φορές πλήρωναν οι ίδιες το κόστος προσημείωσης), είτε προσφέροντας «προμήθειες» σε αυτούς, οι οποίοι «προωθούσαν» την πώληση ακινήτων με στεγαστικά δάνεια (τεχνικές εταιρείες, μηχανικούς, μεσίτες κλπ.).

Στη συνέχεια, όταν η «στεγαστική αγορά» έφτασε στα όρια της, με το μεγαλύτερο μέρος των ακινήτων προσημειωμένο και δανεισμένο, αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες ακολούθησαν το παράδειγμα των αμερικανικών «συναδέλφων» τους. Άρχισαν λοιπόν να «τιτλοποιούν» τα πάσης φύσεως δάνεια τους, να συσκευάζουν δηλαδή πολλά μαζί σε ένα «προϊόν» (όπως τα γνωστά μας CDOs) και να τα προσφέρουν σε «επενδυτές», στο Λονδίνο ή αλλού – όπου η επίτευξη «ορθολογικών» επιτοκίων απαιτούσε, αφενός μεν ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια εκ μέρους τους, αφετέρου δε υψηλή βαθμολογία από τις τρεις αδελφές (εταιρείες αξιολόγησης).  

Όταν όμως ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, μετά την, μάλλον σκόπιμη, κατάρρευση της Lehman Brothers (η μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών), η διατραπεζική αγορά σταμάτησε να λειτουργεί (άρθρο μας), τα επιτόκια της αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και η ρευστότητα των τραπεζών άρχισε να μειώνεται (πιστωτική παγίδα). Έτσι λοιπόν, αρκετές τράπεζες αναγκάσθηκαν να σταματήσουν απότομα την παροχή δανείων (άρνηση χορηγήσεων), επειδή ήταν πια ασύμφορα. Παράλληλα, «υποχρεώθηκαν» να επέμβουν δραστικά στο σύστημα της κεφαλαιακής τους επάρκειας, «εξυγιαίνοντας» το με τη βοήθεια της δημιουργικής λογιστικής – μεταφέροντας κατά κάποιον τρόπο ποσά από τις χορηγήσεις, στις καταθέσεις ή στα Ίδια Κεφάλαια τους.

Ο ανατροφοδοτούμενος καθοδικός σπειροειδής κύκλος είχε τεθεί πλέον σε λειτουργία, αφού η πραγματική αγορά, λόγω της έλλειψης πιστώσεων, άρχισε να συρρικνώνεται – οδηγώντας τις Οικονομίες ορισμένων χωρών στην ύφεση, τους εργαζομένους μαζικά στην ανεργία και τις τράπεζες σε απόγνωση.

Ολοκληρώνοντας, η κατάσταση αυτή θα είχε οδηγήσει πολλές από τις τράπεζες στη χρεοκοπία, αφού τα ελλειμματικά κράτη αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν με την ενίσχυση τους – σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία διέθεσε τεράστια ποσά στη διάσωση των τραπεζών της (Πίνακας Ι), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουν διαφύγει από τον κίνδυνο. Ευτυχώς η καταστροφή «αποφεύχθηκε», με τη βοήθεια της ΕΚΤ – η οποία ενίσχυσε αρκετές τράπεζες, με διάφορους τρόπους.

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Ποσά διάσωσης τραπεζών από τη Γερμανία, σε δις €

Τράπεζα

Ποσόν

 

 

Ομοσπονδιακές τράπεζες (Landesbanken)

21,00

Commerzbank

18,00

Hypo Real Estate

10,00

Πηγή: Spiegel, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Τέλος, παρά το ότι η Γερμανία είχε ανακοινώσει στους Πολίτες της πως θα συγκέντρωνε από τις τράπεζες της ετήσια το ποσόν του 1 δις € για τη δημιουργία ενός εγγυητικού κεφαλαίου (restructuring capital), αντί, για παράδειγμα, να λάβει το προϋπολογιζόμενο ποσόν των 500 εκ € από την Deutsche Bank, εισέπραξε μόλις 73 εκ. € (εις βάρος φυσικά των φορολογουμένων της).  

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 18. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2350.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ ΙΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ:

οι απειλές της ΕΚΤ, η Γερμανία και η Ευρώπη – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

… Το γεγονός αυτό είναι μία ακόμη βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του συστήματος, η οποία πιθανότατα δεν επιτρέπει τη χρεοκοπία καμίας χώρας-μέλους της Ευρωζώνης και καμίας ευρωπαϊκής «συστημικής» τράπεζας. Ο Πίνακας VI «αποτυπώνει» τις target-2 θέσεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα:

ΠΙΝΑΚΑΣ VI: Απαιτήσεις και υποχρεώσεις στο target-2 σύστημα (ποσά κατά προσέγγιση από διάγραμμα)

Χώρα

Απαιτήσεις/Υποχρεώσεις

Χώρα

Απαιτήσεις/Υποχρεώσεις

 

 

 

 

Γερμανία

321

Σλοβακία

-16

Λουξεμβούργο

70

Βέλγιο

-20

Ολλανδία

40

Αυστρία

-25

Φιλανδία

20

Γαλλία

-25

Ιταλία

./.

Ισπανία

-50

Μάλτα

./.

Πορτογαλία

-60

Σλοβενία

./.

Ελλάδα

-95

Κύπρος

-10

Ιρλανδία

-150

Πηγή: Bundesbank, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το τελικό υπόλοιπο του λογαριασμού είναι πάντοτε μηδενικό – ισοσκελισμένο δηλαδή.  Η ΕΚΤ, η τράπεζα διακανονισμών της Ευρωζώνης εν προκειμένω, θα ευρισκόταν στο «μάτι του κυκλώνα», εάν τυχόν εμφανίζονταν επιπλοκές στην εξυπηρέτηση των δανείων, όπως στο σημερινό παράδειγμα της χώρας μας (μυστική συνάντηση στις 6. Μαΐου στο Λουξεμβούργο)  

Όπως βλέπουμε από τον Πίνακα VI, μόνο τέσσερις χώρες «χρηματοδοτούν» το σύστημα, ενώ οι τέσσερις τελευταίες έχουν τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις απέναντι του – γεγονός που τεκμηριώνει ακόμη μία φορά τις ιδιαίτερες αδυναμίες τους. Επίσης αποδεικνύεται και από εδώ το ότι, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης έχει πολύ μεγάλα προβλήματα (άρθρο μας), ενώ επικρατεί μία άνευ προηγουμένου έλλειψη εμπιστοσύνης των τραπεζών μεταξύ τους – κάτι που σίγουρα θα οδηγήσει την ΕΕ σε ένα τεράστιο αδιέξοδο, εάν δεν επιλυθεί σύντομα.        

Ολοκληρώνοντας, προφανώς δεν κινδυνεύουν οι target-2 απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ – όσο τουλάχιστον οι απαιτήσεις της ΕΚΤ απέναντι στις τράπεζες των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης είναι «καλυμμένες». Εάν τυχόν όμως αποδειχθεί ότι τα καλύμματα (εγγυήσεις) είναι χαμηλότερης αξίας των δανείων, ή εάν υπάρξει διαγραφή χρεών κάποιας χώρας (χρεοκοπία κλπ.), τότε η ΕΚΤ θα αναγκασθεί να αυξήσει τα κεφάλαια της, για να ανταπεξέλθει με τις ζημίες και να μην χρεοκοπήσει (κινδύνους που δεν έχει η Fed).   

Κατ’ επέκταση, τα κεφάλαια θα πρέπει να προέλθουν από τους μετόχους της – από τις κεντρικές τράπεζες δηλαδή των κρατών που συμμετέχουν στην ΕΚΤ. Ο τελικός κίνδυνος λοιπόν της Γερμανίας δεν είναι τα 340 δις € που της οφείλει η ΕΚΤ, αλλά τουλάχιστον το ποσοστό, στο οποίο συμμετέχει (18,94%) – περίπου 61 δις € δηλαδή, εάν υποθέσουμε βέβαια ότι όλες οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες θα είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν, με μία ενδεχόμενη αύξηση κεφαλαίου της ΕΚΤ.           

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Όπως πολύ σωστά διαπιστώνεται από αρκετούς οικονομολόγους, το πρόβλημα είναι οι συνεχώς αυξανόμενες πιστώσεις, καθώς επίσης τα διάφορα «τεχνάσματα» που χρησιμοποιήθηκαν. Ξεκινώντας από το «τύπωμα χρημάτων» εκ μέρους της ΕΚΤ (η ποσότητα χρήματος εντός της Ευρωζώνης υπερδιπλασιάσθηκε από το ξεκίνημα της, χωρίς μία ανάλογη αύξηση του ΑΕΠ), η διαδικασία συνεχίσθηκε – με τη χρηματοδότηση των ελλειμματικών χωρών από την ΕΚΤ, δια μέσου της αγοράς ουσιαστικά των ομολόγων δημοσίου των χωρών της GIPS (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία).  

Εκτός αυτού, η ΕΚΤ επέτρεψε στις εθνικές κεντρικές τράπεζες τη δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, εκτός της κανονικής διαδικασίας «νομισματικής παραγωγής» και έναντι χαμηλότερων εγγυήσεων, για την παροχή πιστώσεων προς τις εμπορικές τράπεζες (ELAEmergency Liquidity Assistance). Τα νέα αυτά χρήματα, οι πιστώσεις ELA δηλαδή προς τις ελλειμματικές χώρες, υπολογίζονται από τη Citibank στα 65 δις € – εκ των οποίων η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας «τύπωσε» μόνη της περίπου 60 δις € (το 40% του ΑΕΠ της). Εάν τυχόν δε χρεοκοπήσουν οι συγκεκριμένες χώρες, η Γερμανία θα υποχρεωθεί να πληρώσει περίπου το 33%.

Επίσης, οι κεντρικές τράπεζες των πλεονασματικών χωρών (για παράδειγμα η Bundesbank), ενίσχυσαν τις αντίστοιχες των ελλειμματικών με τεράστια ποσά, μέσα από το σύστημα target-2, έτσι ώστε να αντικαταστήσουν την έλλειψη δανειακών χρημάτων από τις αγορές (ρευστότητα). Τέλος, ο πρόσφατος μηχανισμός στήριξης της Ευρωζώνης «απαίτησε» επί πλέον χρήματα, εντείνοντας προφανώς το πρόβλημα. Ο Γερμανός οικονομολόγος του Ινστιτούτου θεωρεί ότι, ο παρακάτω Πίνακας VII αποτυπώνει σωστά τις υποχρεώσεις της Γερμανίας (πριν από την πρόσφατη αύξηση του πακέτου στήριξης):

ΠΙΝΑΚΑΣ VII: Υποχρεώσεις της Ευρωζώνης-ΔΝΤ και της Γερμανίας, σε δις €

Είδος

Σύνολο Ευρωζώνη-ΔΝΤ

Γερμανία

 

 

 

ΔΝΤ*

250

15

ESM μετρητά

80

22

Εγγυήσεις ESM

620

168

ΔΝΤ Ελλάδα

30

2

ΕΕ Ελλάδα

80

22

Ομόλογα δημοσίου ΕΚΤ

77

26

Υποχρεώσεις target-2

340

114

ELA μόνο GIPS

65

22

 

 

 

Σύνολα

1.542

391

Πηγή: Ifo Institut, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Με βάση τη συμμετοχή της Γερμανίας στο κεφάλαιο του ΔΝΤ

Σύμφωνα με τον Πίνακα VII, οι επιβαρύνσεις της Γερμανίας, εφόσον βέβαια θα συμμετέχουν όλες οι άλλες χώρες ανάλογα, ανέρχονταν ήδη στα 391 δις € – ήτοι, στο 17% του ΑΕΠ της. Επομένως, κάθε άλλο παρά αμελητέες θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς, παρά το ότι ήταν μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κατά την άποψη μας, τόσο η Γερμανία, όσο και τα ΜΜΕ της ηγέτιδας αυτής δύναμης θα πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικά στο μέλλον – αφού μία μικρή σπίθα θα έφτανε ίσως για να τυλιχθεί ολόκληρος ο πλανήτης στις φλόγες. Ήδη αυτά που συνέβησαν προχθές, καθώς επίσης η ξαφνική πτώση των τιμών των πρώτων υλών και αρκετών μετάλλων, τεκμηριώνουν την απίστευτη ανασφάλεια που επικρατεί στις αγορές, σε σχέση με όλα όσα συμβαίνουν στην υπερχρεωμένη Δύση – συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α., καθώς επίσης της Ιαπωνίας.

Ειδικά όσον αφορά το ΔΝΤ, το οποίο εισέβαλλε απειλητικά στην Ευρωζώνη δια μέσου της Ελληνικής κερκόπορτας, συνεχίζοντας την επέλαση του στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία (η μάχη της ΕΕ θα δοθεί στην Ισπανία), με στόχο να δώσει νέα τροφή στις πολυεθνικές-εντολοδόχους του, θεωρούμε ότι εάν δεν επιστρέψει άμεσα στις ιδρυτικές του αξίες, θα καταστρέψει ολόκληρη τη Δύση. Με το κεφάλαιο να μην έχει πατρίδα και με την Ασιατική απειλή προ των πυλών, δεν πρόκειται καθόλου για υπόθεση, αλλά για μία ρεαλιστική αποτύπωση της ψυχρής πραγματικότητας.

Περαιτέρω, μία τυχόν ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας ή κάποιας άλλης χώρας της Ευρωζώνης, θα σήμαινε την αρχή του τέλους τόσο της ΕΕ, όσο και της υπόλοιπης Δύσης. Ανεξάρτητα όμως από τη συγκεκριμένη διαπίστωση, εμείς οι Έλληνες οφείλουμε να αλλάξουμε αμέσως τρόπο ζωής – διαχειριζόμενοι σωστά τα οικονομικά μας και ελέγχοντας ενεργητικά τόσο την Πολιτεία (άμεση δημοκρατία), όσο και τα ΜΜΕ, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε προτεκτοράτο ενός οποιουδήποτε άλλου κράτους ή οι «πυρπολητές» της Ευρωζώνης.  

Ειδικά όσον αφορά τα σημερινά προβλήματα μας, επιθυμούμε να τονίσουμε ακόμη μία φορά ότι, πρέπει να επιδιώξουμε την ολοκληρωτική εξόφληση του δημοσίου χρέους μας με ετήσιες, εφικτές και μακροπρόθεσμε δόσεις, με το ελάχιστο δυνατόν επιτόκιο.

Ολοκληρώνοντας, ίσως η παρούσα κρίση να μας αναγκάσει να μάθουμε να εκτιμάμε και να προστατεύουμε αυτόν τον παράδεισο που μας προσφέρθηκε, καθώς επίσης τη Δημοκρατία μας – η οποία, αν και δύσκολη στη λειτουργία της, πράγματι αρκετά προβληματική, είναι κατά πολύ προτιμότερη και ασύγκριτα πιο ανθρώπινη, από τον απολυταρχικό, κρατικοκεντρικό καπιταλισμό της Ασίας και τον ολιγαρχικό, ιδιωτικοποιημένο της «Δύσης».

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 08. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com,       

*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2344.aspx

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ ΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ:

… οι Ελληνικές τράπεζες, η Bundesbank, οι απειλές της ΕΚΤ, … – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας (Πίνακας ΙΙ), οι χορηγήσεις των Ελληνικών τραπεζών είναι σχετικά υψηλές, προσδιοριζόμενες στο δεκαπλάσιο περίπου των Ιδίων Κεφαλαίων τους (αν και των πολυεθνικών τραπεζών ξεπερνούν το 30πλάσιο). Οι καταθέσεις αντίστοιχα δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν, αφού οφείλονται εν μέρει και σε χορηγήσεις, οι οποίες καταχωρούνται παράλληλα, «διπλά» ουσιαστικά, σε λογαριασμούς όψεως (επιμηκυμένη λογιστική εγγραφή).    

ΠΙΝΑΚΑΣ IΙ: Καταθέσεις, χορηγήσεις και διαφορά (καταθέσεις μείον χορηγήσεις) ορισμένων Ελληνικών τραπεζών σε δις €, με κριτήριο τους Ισολογισμούς τους το 2009.

Τράπεζα

Καταθέσεις

Χορηγήσεις

Διαφορά

 

 

 

 

Εθνική Τράπεζα

58,08

58,13

-0,05

Eurobank

45,81

42,02

3,79

Alpha Bank

35,26

41,81

-6,55

Τράπεζα Κύπρου

26,93

22,35

4,58

Τράπεζα Πειραιώς

25,73

31,25

-5,52

Αγροτική Τράπεζα

22,68

22,13

0,55

Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο

12,66

7,91

4,75

Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Περαιτέρω, είναι προφανές ότι η εκποίηση, η λεηλασία καλύτερα των Ελληνικών επιχειρήσεων έχει ήδη ξεκινήσει – με τις τράπεζες να προηγούνται στο «χορό του Ζαλόγγου», καθοδηγούμενες από την πολιτική «πιστωτικής συρρίκνωσης» (κάψιμο χρημάτων) των συνδίκων του διαβόλου. Η χρηματιστηριακή αποτίμηση τους έχει φτάσει πλέον στο ναδίρ, ενώ τα εμπόδια που τοποθετούνται στην «δανειακή» τους ανάπτυξη, ανατροφοδοτούμενα από την ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης στη διατραπεζική αγορά, στερούν τόσο από αυτές, όσο και από την πραγματική οικονομία της χώρας μας, όλες τις δυνατότητες «αντιστροφής της τάσης». Ο Πίνακας ΙΙΙ που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Κατάταξη ελληνικών τραπεζών με κριτήριο τη χρηματιστηριακή τους αξία.

Τράπεζα

Ον. Τιμή

Αρ. μετοχών

Τιμή 06.05.11

Χρημ. Αξία

 

 

 

 

 

Εθνική

5,00

956.090.842

4,92

4.703.966.943

Κύπρου

1,00

894.948.198

2,35

2.103.128.265

Alpha Bank

4,70

534.269.648

3,47

1.853.915.679

Eurobank

2,75

538.594.955

3,30

1.777.363.352

Πειραιώς

0,30

1.143.326.564

1,01

1.154.759.830

Marfin Popular

0,85

1.470.283.933

0,77

1.132.118.628

ΤΤ

3,70

284.465.964

2,70

768.058.463

Αγροτική

0,72

905.444.444

0,46

416.504.444

ΣΥΝΟΛΑ

 

 

 

13.909.815.243

Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα ΙΙΙ, η συνολική σημερινή χρηματιστηριακή αξία των παραπάνω τραπεζών πλησιάζει μόλις τα 14 δις € – όταν, για παράδειγμα, η αξία μόνο της ελβετικής Credit Suisse υπερβαίνει τα 35 δις €. Εκτός αυτού, η τιμή της μετοχής πολλών ελληνικών τραπεζών (υπογραμμισμένες, με κόκκινο), είναι χαμηλότερη από την ονομαστική της αξία. Συνεχίζοντας, εάν θελήσουμε να κατανοήσουμε τη λογική των αγορών, οφείλουμε προφανώς να εξετάσουμε πόσο είναι εκτεθειμένη η εκάστοτε τράπεζα στα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου, για τα οποία πιθανολογείται «διαγραφή» (haircut) έως και του 50% της αξίας τους (Πίνακας IV): 

ΠΙΝΑΚΑΣ IV: Δάνεια προς το δημόσιο σε δις €, τέλη Ιουνίου 2010 – Ίδια Κεφάλαια με ημερομηνία 31.12.2009

Τράπεζα

Ομόλογα

Ίδια Κεφάλαια

Ομόλογα/Κεφάλαια

 

 

 

 

Εθνική

19.800.000.000

8.224.161.000

2,4 φορές

Αγροτική

10.200.000.000

1.353.604.000

7,5 φορές

Πειραιώς

8.300.000.000

3.238.154.000

2,6 φορές

Eurobank

7.400.000.000

5.486.000.000

1,3 φορές

Alpha Bank

5.600.000.000

4.775.572.000

1,2 φορές

ΣΥΝΟΛΑ

51.300.000.000

23.077.491.000

2,2 φορές

Πηγή: Επιτροπή ελέγχου των τραπεζών – αποτελέσματα του τεστ αντοχής 23.07.10,  Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σύμφωνα με τον Πίνακα IV, με αρκετά παλαιότερα δυστυχώς στοιχεία, η πλέον εκτεθειμένη ήταν τότε η Αγροτική Τράπεζα – ακολουθούμενη από την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική. Αν και διαπιστώνεται μία «διαστρέβλωση» της αγοράς, η λοιπή εκτίμηση των αγορών έχει κάποια «ελάχιστη λογική» – με βάση τους κινδύνους της Ελλάδας που αναφέραμε.

Πολύ περισσότερο, εάν συνυπολογίσουμε τις αυξημένες εκροές καταθέσεων προς το εξωτερικό το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης την πιθανότητα μίας τραπεζικής επιδρομής (bank run) – την οποία ενισχύουν δυστυχώς τα διάφορα «ανεύθυνα» δημοσιεύματα των γερμανικών ΜΜΕ (όπως το πρόσφατο του Spiegel, τη σκοπιμότητα του οποίου είναι πολύ εύκολο να υποθέσουμε). Για παράδειγμα, εάν υπάρξει διαγραφή στα Ελληνικά ομόλογα, ύψους 50%, τότε η Εθνική θα χάσει όλα της τα Ίδια Κεφάλαια (η Αγροτική και η Πειραιώς κατά πολύ περισσότερα) – οδηγούμενες προφανώς στη χρεοκοπία, εάν δεν καλύψουν τις τυχόν απώλειες, με ανάλογες αυξήσεις κεφαλαίων. Επομένως, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι «αγορές» έχουν λογική, αποτιμώντας τις συγκεκριμένες τράπεζες με τόσο χαμηλές χρηματιστηριακές αξίες. Εν τούτοις, κατά την αυστηρά υποκειμενική μας άποψη πάντοτε και χωρίς βέβαια να συνιστούμε τίποτα ή να εγγυόμαστε για τους υπολογισμούς και τα στοιχεία, οι αποτιμήσεις αρκετών Ελληνικών τραπεζών είναι εξαιρετικά χαμηλές – με στόχο την εκποίηση τους σε εξευτελιστικές τιμές.  

ΤΑ ΕΥΡΩΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΔΟΧΕΙΑ

 Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, από το 2007 ουσιαστικά, ένας μοναδικός λογαριασμός της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Bundesbank) αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ο οποίος αντιστοιχεί με το 50% σχεδόν του συνολικού ενεργητικού της (ή με το 14% του γερμανικού ΑΕΠ). Έτσι λοιπόν, μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι απαιτήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας, απέναντι σε άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες προέρχονται από το ευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών «target-2», ανήλθαν στα 340 δις € – από σχεδόν μηδενικές πριν το 2007 (Πίνακας V – ποσά κατά προσέγγιση).   

ΠΙΝΑΚΑΣ V: Απαιτήσεις της Bundesbank εντός του ευρωσυστήματος, σε δις €

Τράπεζα

2007

2008

2009

2010

2011

 

 

 

 

 

 

Bundesbank

25

100

150

250

340

Πηγή: Bundesbank, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σύμφωνα τώρα με τον ικανότατο πρόεδρο του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας του Μονάχου, οι παραπάνω απαιτήσεις από το λογαριασμό «target-2» αποτελούν ένα ακόμη ρίσκο για τη Γερμανία. Αντίθετα, με βάση τη γερμανική κεντρική τράπεζα, καθώς επίσης την ΕΚΤ, δεν υπάρχει κανένας επί πλέον κίνδυνος για τη χώρα. Για να μπορέσει τώρα να αναλύσει κανείς εάν πράγματι υπάρχει κάποιο ρίσκο ή όχι, οφείλει να ερευνήσει τις λεπτομέρειες του συστήματος πληρωμών target-2. Μέσω λοιπόν του συγκεκριμένου «ευρωσυστήματος», διακανονίζονται πληρωμές σε «κεντρικά τραπεζικά χρήματα». Μία τέτοια πληρωμή δημιουργείται, για παράδειγμα, όταν μία ελληνική επιχείρηση παραγγέλνει ένα μηχάνημα στη Γερμανία και θέλει να το πληρώσει. Στην περίπτωση αυτή, δίνει εντολή στην ελληνική τράπεζα να εμβάσει τα χρήματα στο λογαριασμό του προμηθευτή της – στη γερμανική προφανώς εμπορική τράπεζα. Αντίστοιχα, όταν μία γερμανική εταιρεία αγοράζει εμπορεύματα από μία ελληνική, δημιουργούνται ανάλογες κινήσεις.

Οι δύο τράπεζες τώρα, η γερμανική και η ελληνική, «συμψηφίζουν» ουσιαστικά τέτοιου είδους πληρωμές των πελατών τους μεταξύ τους και αποπληρώνουν το τελικό ποσόν που απομένει. Εάν λοιπόν υποθέσουμε ότι, η ελληνική τράπεζα είναι ο τελικός χρεώστης, τότε πληρώνει το υπόλοιπο στη γερμανική, μέσω του συστήματος «target-2» – στη συνέχεια, κατ’ αναλογία με τις εμπορικές τράπεζες, συμψηφίζουν τα υπόλοιπα τους και πληρώνουν οι κεντρικές. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητα τα κεντρικά τραπεζικά χρήματα – ενώ, είτε η ελληνική τράπεζα διαθέτει καταθέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) και πληρώνει με αυτές, είτε δανείζεται τα απαιτούμενα χρήματα από την ΤτΕ. Μέσω αυτής της δανειακής συναλλαγής, την οποία «προσφέρουν» όλες οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης το ελάχιστο μία φορά την εβδομάδα στις εμπορικές, δημιουργείται για την ελληνική τράπεζα ένα πιστωτικό στο λογαριασμό της – ταυτόχρονα, μία υποχρέωση της να το εξοφλήσει. Για την κεντρική τράπεζα, το πιστωτικό είναι μία υποχρέωση για πληρωμή κεντρικού τραπεζικού χρήματος, απέναντι στην οποία υπάρχει η απαίτηση της πληρωμής του εμβάσματος της εμπορικής τράπεζας.

Συνοψίζοντας, με την πληρωμή μέσω του συστήματος target-2, «δρομολογείται» η ακόλουθη αλυσίδα υποχρεώσεων: Η ΤτΕ εγγράφει ένα χρεωστικό στην ελληνική εμπορική τράπεζα, τα χρήματα αυτά φεύγουν από την ΤτΕ προς την ΕΚΤ και από αυτήν στην Bundesbank – η οποία εγγράφει ένα πιστωτικό (κατάθεση), στο λογαριασμό που διατηρεί η γερμανική εμπορική τράπεζα (η Deutsche bank για παράδειγμα) σε αυτήν. Με τον τρόπο αυτό η γερμανική εμπορική τράπεζα, μέσω της παραπάνω πιστωτικής εγγραφής της Bundesbank, έχει από αυτήν μία απαίτηση πληρωμής κεντρικού τραπεζικού χρήματος – κατ’ επέκταση, η Bundesbank έχει μία ανάλογη απαίτηση από την ΕΚΤ, η ΕΚΤ από την ΤτΕ και η ΤτΕ από την ελληνική εμπορική τράπεζα (από την Εθνική για παράδειγμα). Έτσι λοιπόν, η εξόφληση της αρχικής παραγγελίας του μηχανήματος από την ελληνική εταιρεία προς τη γερμανική, αυξάνει ουσιαστικά τις «target-2» απαιτήσεις της Bundesbank στην ΕΚΤ – αφού είναι αδύνατη η εξόφληση τους από την ΤτΕ η οποία, όπως όλες οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, δεν μπορεί να παράγει πια χρήματα από το πουθενά.

Με δεδομένο τώρα το ότι, η γερμανική οικονομία είναι πλεονασματική (εξαγωγές μεγαλύτερες των εισαγωγών), είναι φυσιολογικό να αυξάνονται οι απαιτήσεις της απέναντι στο εξωτερικό – οπότε της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ (εκτός εάν επένδυε στις υπόλοιπες ελλειμματικές χώρες, αγοράζοντας ακίνητα ή επιχειρήσεις σε αυτές – κάτι που οφείλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα, ειδικά όσον αφορά τις πιέσεις της Γερμανίας στη χώρα μας, σε σχέση με τις γνωστές αποκρατικοποιήσεις των 50 δις €).   Βέβαια, η Γερμανία ήταν ανέκαθεν εξαγωγικά ισχυρή, χωρίς όμως μέχρι το 2007 να δημιουργούνται target-2 απαιτήσεις της Bundesbank, απέναντι στην ΕΚΤ – επομένως υπήρξαν και στο παρελθόν ισχυρές εισροές κεντρικού τραπεζικού χρήματος στη Γερμανία, από όλες τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα. Είναι εμφανές λοιπόν ότι, έως το ξεκίνημα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα χρήματα που εισέρρεαν στο γερμανικό τραπεζικό σύστημα, οδηγούνταν ξανά πίσω – δια μέσου των συνεχώς αυξανομένων απαιτήσεων των γερμανικών εμπορικών τραπεζών, απέναντι στις εμπορικές τράπεζες των ελλειμματικών χωρών (για παράδειγμα, της Deutsche Bank απέναντι στην ΕΤΕ). Οι εμπορικές τράπεζες της Γερμανίας δηλαδή δάνειζαν τις επιχειρήσεις των ελλειμματικών χωρών ή προσέφεραν στις τράπεζες τους «κεντρικά τραπεζικά χρήματα», τα οποία οι ίδιες (οι γερμανικές) δεν χρειάζονταν. Μετά την κρίση όμως, ειδικά σαν αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Lehman Brothers, τα πράγματα άλλαξαν. Οι γερμανικές τράπεζες έπαψαν να εμπιστεύονται τις τράπεζες ή τις επιχειρήσεις (ιδιώτες κλπ.) των ελλειμματικών χωρών, φοβούμενες τυχόν πτώχευση τους και σταμάτησαν να τις δανείζουν. Η Bundesbank δε περιγράφει περιληπτικά ως εξής τη «νέα τάξη πραγμάτων»: «Οι εμπορικές τράπεζες της Γερμανίας ήταν λιγότερο διατεθειμένες, μετά την κρίση, να δανείζουν τις ξένες στη διατραπεζική αγορά – τοποθετώντας τα χρήματα τους (απαιτήσεις) στη γερμανική κεντρική τράπεζα». Επί πλέον, πολλές τράπεζες των αδύναμων χωρών δανείζονται από την ΕΚΤ περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονται, λόγω ανασφάλειας, καταθέτοντας όσα δεν χρειάζονται στις ισχυρές τράπεζες των πλεονασματικών χωρών της ΕΕ.   

Έτσι λοιπόν, οι απαιτήσεις των γερμανικών για παράδειγμα εμπορικών τραπεζών απέναντι στην Bundesbank αυξάνονται, παράλληλα με τις απαιτήσεις της Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ – με αποτέλεσμα τόσο το σύστημα, όσο και η ίδια η ΕΚΤ, να έλθουν ίσως αντιμέτωποι με έναν μάλλον σοβαρότατο κίνδυνο, εάν τυχόν «σπάσει» ένα από τα κομμάτια της αλυσίδας.…  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 08. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com,       

*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2344.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ Ι

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΕΣ:

Οι υπόγειες τακτικές του ΔΝΤ, η Ελλάδα ξανά στο μάτι του κυκλώνα, το χρέος, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι Ελληνικές τράπεζες, … – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ, ύστερα από δώδεκα χρόνια στο εξωτερικό, ως αξιωματούχος του «Ταμείου» – κατά τη διάρκεια των οποίων, με όπλα τα φάρμακα σας και τα τεχνάσματα σας, εφορμούσα σαν αρπακτικό γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λοιπών λαών της Λατινικής Αμερικής.

Για μένα, η παραίτηση μου είναι μία ανεκτίμητη απελευθέρωση – επειδή με αυτόν τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι, θα μπορέσω να ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων….Ξέρετε, το αίμα είναι τόσο πολύ που κυλάει σε ποτάμια ενώ, όταν στεγνώνει, σχηματίζει επάνω μου κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο, για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα στο όνομα σας” (Badu).

Τα παραπάνω λόγια προέρχονται από έναν πρώην οικονομολόγο του ΔΝΤ ο οποίος, μεταξύ άλλων, ισχυρίσθηκε ότι το «Ταμείο» χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως «φονικά όπλα», για τη αποσταθεροποίηση πολλών χωρών – προφανώς σε «συνεργασία» με τα υπόλοιπα «μαχητικά» της υπερδύναμης, όπως τη Fed, τις εταιρείες αξιολόγησης, τις επενδυτικές τράπεζες, τα hedge funds, τους οικονομολόγους, τα ΜΜΕ κλπ. (προφανώς με τη βοήθεια της ανελλιπούς, στοχευμένης «τροφοδότησης» της κοινής γνώμης, η συμμετοχή της οποίας «απαιτείται» – με σκάνδαλα πολιτικών, με σκοτεινές διαπλοκές υπαλλήλων, με διαφθορά συνδικαλιστών, με «ατασθαλίες» στρατιωτικών ή αστυνομικών, με φοροδιαφυγή πολιτών κοκ).   

Επίσης, ο οικονομολόγος επιβεβαίωσε ότι το «Ταμείο» είχε «παραποιήσει» τόσο το χρέος, όσο και τα ελλείμματα, ενώ είχε «διογκώσει» τα στοιχεία για το εργατικό κόστος μίας συγκεκριμένης χώρας, έτσι ώστε η παραγωγικότητα της να φαίνεται πολύ χαμηλή – με στόχο τη χρεοκοπία και τη λεηλασία της, από τις αχόρταγες πολυεθνικές-εντολείς του.

Όλα αυτά μάλλον με την ανοχή, εάν όχι με τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας της χώρας του, αφού είναι γνωστό ότι στις σημερινές, επεκτατικές και «αποκρατικοποιημένες» Η.Π.Α., μεταξύ Πολιτικής και Πολυεθνικών υπάρχει μόνο μία «περιστρεφόμενη» πόρτα – η οποία επιτρέπει τα πάντα σε όσους διέρχονται καθημερινά από αυτήν, παραμένοντας ουσιαστικά υπεράνω των νόμων και των θεσμών.  

Η ΕΛΛΑΔΑ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ

Ανεξάρτητα τώρα από τις θλιβερές διαπιστώσεις του στελέχους του ΔΝΤ, η πορεία μίας χώρας προς τη χρεοκοπία δεν οφείλεται μόνο στα πραγματικά προβλήματα της Οικονομίας της. Είναι επίσης το αποτέλεσμα, αφενός μεν του τρόπου με τον οποίο η ίδια διαχειρίζεται την κρίση χρέους ή δανεισμού της, αφετέρου των αντιδράσεων των «αγορών» – όπου η (σκόπιμη ή μη), αρνητική αντιμετώπιση της εκ μέρους τους, λειτουργεί ως μία «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».

Πολύ περισσότερο, όταν «Γερμανοί καθηγητές» οικονομικών ή χρηματιστηριακοί «αναλυτές» τραπεζών, καθώς επίσης ιδιοτελή ΜΜΕ, προβλέπουν καθημερινά τη χρεοκοπία της,  «διαφημίζοντας» την όπου και όπως μπορούν, η χώρα είναι αδύνατον να ξεφύγει από την παγίδα – ακόμη και αν τα οικονομικά της θα μπορούσαν να της το επιτρέψουν. Δυστυχώς, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, συμβαίνουν όλα μαζί τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να οδηγείται στη χρεοκοπία, παρά το ότι θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να την αποφύγει.

Για παράδειγμα, εάν ο απίστευτος πανικός που επικρατεί, σε σχέση με τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, επέστρεφε στα κανονικά του μεγέθη, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας θα μπορούσαν να υποχωρήσουν σε ένα φυσιολογικό «επίπεδο κρίσης» – στο 7% περίπου, με κριτήριο τις πραγματικές δυσκολίες της. Εάν τώρα η «ονομαστική» ανάπτυξη (συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού), διαμορφωνόταν στο 3% (αντί του σημερινού 1,5%), η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα ετήσιο πλεόνασμα του «πρωτογενούς» (προ τόκων) προϋπολογισμού της, της τάξης του 5% – κάτι που δεν είναι σε καμία περίπτωση αδύνατον να επιτευχθεί, αφού τόσο η Ιταλία, όσο και το Βέλγιο (χώρες με ανάλογο χρέος προς ΑΕΠ στο παρελθόν), το έχουν καταφέρει για πάρα πολλά χρόνια.

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα θα ήταν κατά πολύ πιο απλό, αφού υπάρχουν τεράστια περιθώρια μείωσης των δημοσίων δαπανών της, καθώς επίσης ανάπτυξης της οικονομίας της (για παράδειγμα, οι εξαγωγές της είναι της τάξης των 25 δις $ ετησίως, έναντι 50 δις $ της Πορτογαλίας!).

Για να γίνουν συγκριτικά κατανοητά τα παραπάνω, εάν η Γερμανία αναγκαζόταν ξαφνικά να πληρώσει επιτόκιο 7%, με ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της κατά 3,5%, τότε θα έπρεπε να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3% στον προϋπολογισμό της, ο οποίος σήμερα είναι ελλειμματικός.

Ουσιαστικά λοιπόν, το πρόβλημα επικεντρώνεται στο ύψος του επιτοκίου, ενώ σε αυτό «εστιάζεται» κυρίως η ύφεση στην οικονομία ενός κράτους. Όπως φαίνεται δε από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί, το δημόσιο χρέος μίας χώρας, η οποία το αναχρηματοδοτεί διαρκώς, με επιτόκιο 5%, διπλασιάζεται κάθε 15 χρόνια (γεγονός στο οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το τεράστιο ύψος του δημοσίου χρέους πολλών δυτικών κρατών – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας).              

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη ελληνικού χρέους (με ανατοκισμό), με επιτόκιο 5% ετησίως και χωρίς πρωτογενή ελλείμματα – με ισοσκελισμένο δηλαδή προϋπολογισμό.

Αρχικό Χρέος

15 έτη (2025)

30 έτη (2040)

45 έτη (2055)

60 έτη

 

 

 

 

 

340 δις €

680 δις €

1,36 τρις €

2,72 τρις €

5,44 τρις €

Πηγή: B. Senf, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Ο ακριβής αριθμός για ένα δάνειο ύψους 1 € μετά από 150 έτη είναι 1.507 – δηλαδή, εάν κάποιος δανειζόταν σήμερα ένα «ανατοκιζόμενο» ευρώ, με 5% επιτόκιο, μετά από 150 έτη θα έπρεπε να πληρώσει 1.507 €. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2025, εάν ανατοκιζόταν με 5% επιτόκιο, χωρίς να επιδεινώνεται από τυχόν ελλείμματα του προϋπολογισμού της, θα διαμορφωνόταν στα 680 δις €. Εάν βέβαια παράλληλα αυξανόταν το ΑΕΠ της με ρυθμό υψηλότερο του 5% (περίπου με 7%, αφού το χρέος υπερβαίνει κατά 40% το ΑΕΠ), η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα παρέμενε σχεδόν η ίδια. Εάν όμως η Ελλάδα «καταδικαζόταν» σε μία διαρκή ύφεση, τότε η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα υπερδιπλασιαζόταν. 

ΤΟ ΧΡΕΟΣ, ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

Όλα όσα αναφέραμε δεν σημαίνουν φυσικά ότι η χώρα μας, με βάση τη σημερινή κρίση χρέους της Δύσης, δεν χρειάζεται «αναδιάρθρωση» του δημοσίου χρέους της. Αντίθετα, έχουμε την άποψη ότι, αρκετά έχουν κερδίσει οι «εταίροι» μας, καθώς επίσης οι «τοκογλυφικές αγορές» από τον μη συνετό, επιπόλαιο τρόπο, με τον οποίο διαχειριζόμαστε τα οικονομικά μας στο παρελθόν.

Οι απίστευτες υπερτιμολογήσεις των πολυεθνικών της Γερμανίας και της Γαλλίας, με τη βοήθεια της διαφθοράς των πολιτικών μας, σε όλα σχεδόν τα είδη εισαγωγής (εξοπλιστικά προγράμματα, φαρμακευτικά προϊόντα, μηχανήματα κλπ.), τα συνήθως αφορολόγητα έσοδα των ξένων εταιριών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας, τα πανάκριβα δημόσια έργα που κατασκεύασαν, οι τόκοι δανεισμού μας και τόσα άλλα, μας δίνουν ουσιαστικά κάθε δικαίωμα να απαιτήσουμε σήμερα κάποια ελάχιστα ανταλλάγματα. Η «αναδιάρθρωση» λοιπόν είναι τόσο αναγκαία, όσο και δικαιωματική για εκείνους τουλάχιστον τους Πολίτες μίας χώρας, οι οποίοι καλούνται σήμερα να πληρώσουν άδικα οι ίδιοι το τίμημα της «κακοδιαχείρισης» και της «καταλήστευσης» δεκαετιών.

Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι είναι εύλογος και έντιμος ο διακανονισμός της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους μας σε 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το βασικό της ΕΚΤ – κάτι που αφενός μεν δεν θα προκαλούσε ζημίες στις αγορές (άρθρο μας), αφετέρου θα επανάφερε την Ελλάδα σε μία υγιή πορεία ανάπτυξης. Παράλληλα, θα την απελευθέρωνε από τα δεσμά των διεθνών τοκογλύφων και του συνδίκου πτώχευσης, του ΔΝΤ δηλαδή – το οποίο μας έστειλαν με θράσος οι διαφθορείς-πιστωτές μας, για να εισπράξουν τις διογκωμένες απαιτήσεις τους, λεηλατώντας παράλληλα τη χώρα μας. 

Συνεχίζοντας, εάν τυχόν ιδιωτικοποιηθούν οι κοινωφελείς, καθώς επίσης οι στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις της χώρας μας (πόσο μάλλον στις σημερινές εξευτελιστικές τιμές, σε ξένους «επενδυτές»), με σκοπό την εξ αυτών μείωση του δημοσίου χρέους μας, δεν πρόκειται ποτέ να βγούμε από την κρίση.

Εκτός του ότι η πώληση όλων των κρατικών επιχειρήσεων δεν θα αποφέρει στα ταμεία της χώρας μας περισσότερα από 7 δις € (τους τόκους δηλαδή για τρεις περίπου μήνες), αφενός μεν τα έσοδα του δημοσίου μας (μερίσματα, υπεραξίες κλπ.) θα περιορισθούν, αφετέρου δε θα μειωθούν οι φόροι (φοροαποφυγή των πολυεθνικών), με την παράλληλη αύξηση της ανεργίας – με αποτέλεσμα να αυξάνονται διαρκώς τα ελλείμματα και το χρέος.

Περαιτέρω, εάν θέλουμε να αποφύγουμε το «μοιραίο», στο οποίο μας εξωθούν έντεχνα οι «εισβολείς», παραμένοντας προφανώς εντός της Ευρωζώνης (θα ήταν ίσως σωστό να μην είχαμε εισέλθει, αλλά εντελώς παράλογο να εξέλθουμε ατομικά), θα πρέπει να πάψουμε αμέσως να στρεφόμαστε αδιακρίτως ο ένας εναντίον του άλλου – δηλαδή, οι Πολίτες εναντίον των συλλογικά διεφθαρμένων πολιτικών, των «επαίσχυντων» συνδικαλιστών και των «τεμπέληδων» δημοσίων υπαλλήλων, οι πολιτικοί εναντίον των χωρίς εξαίρεση «φοροφυγάδων» Πολιτών κοκ.

Εάν δεν σταματήσει ο «εμφύλιος» πόλεμος, καθώς επίσης εάν δεν απομονώσουμε και δεν τιμωρήσουμε παραδειγματικά εκείνους ακριβώς, οι οποίοι έχουν συμβάλλει στην «παρακμή» της Ελλάδας, η οποία είναι κυρίως «πολιτισμική», δεν πρόκειται να αντιστρέψουμε ποτέ την τάση – παραμένοντας για πολλά χρόνια εξαθλιωμένοι πολίτες μίας ξενοκρατούμενης χώρας.     

Άλλωστε, ο πρωταρχικός στόχος αυτών που εισβάλλουν σε μία χώρα, ειδικά όταν μέσω αυτής της «επίθεσης» επιδιώκεται η κατάλυση της Ευρωζώνης (άρθρο μας), δεν είναι άλλος από την «αποσταθεροποίηση» της – κάτι που επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους (προβοκάτσιες, διαρροή ειδήσεων στα ΜΜΕ, διατεταγμένα δημοσιεύματα, bank run κλπ.), δια μέσου των οποίων «αποδομούνται» η πολιτική, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα συνδικάτα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, η αστυνομία, ο στρατός και γενικότερα η κοινωνική συνοχή. Όπως δε πιστεύεται από τους ίδιους, «Η ιστορία γράφεται αποκλειστικά από τις ελίτ: Οι κατάλληλοι τεχνοκράτες πρέπει να κατασταλάξουν στις κατάλληλες πολιτικές».   

Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι βιώνουμε ουσιαστικά έναν (οικονομικό) πόλεμο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του «ιδιωτικοποιημένου αστυνομικού κράτους» καλύτερα (κυριότερος διεθνής εκπρόσωπος του οποίου είναι το ΔΝΤ – σε κάποιες άλλες χώρες η Οικονομική Αστυνομία), με το «κοινωνικό κράτος» – το οποίο δεν έχει πλέον αιτία ύπαρξης για την «ελίτ» ούτε στην Ευρώπη (στις Η.Π.Α. έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί), μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Πιθανόν δε να έχει συμφωνηθεί η ηγεσία της Γερμανίας στην Ευρώπη (Ευρασία), υπό την «προστασία» φυσικά και στο όνομα των Η.Π.Α. (εννοούμε πάντοτε τις πολυεθνικές και ποτέ τους Αμερικανούς ή Γερμανούς Πολίτες, οι οποίοι υποφέρουν όσο όλοι εμείς οι υπόλοιποι – εάν όχι περισσότερο). Διαφορετικά, θα ήταν μάλλον παράδοξη η απόφαση της Γερμανίας, να επιτρέψει τη συμμετοχή του ΔΝΤ στα εσωτερικά θέματα της Ευρωζώνης – ταυτόχρονα με την απίστευτη «παραπλάνηση» των Πολιτών της, τους οποίους η ίδια η κυβέρνηση της στρέφει εναντίον μας (άρθρα της Bild, του Focus, του Spiegel κλπ.).    

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 08. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com,       

*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2344.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΙΙ

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ:

…και η ανάγκη εθνικοποίησης των κεντρικών τραπεζών – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*

 

 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ… ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Θα μπορούσε να προτείνει κανείς την κατάργηση των κεντρικών τραπεζών –  αφού «σηματοδοτούν» μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, αντίστοιχη με αυτήν της «κομμουνιστικής σχολής», ενώ έχουν συμβάλλει αρνητικά σε πολλές «διαδικασίες» (ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδας στην κρίση δανεισμού της χώρας μας, όπως επίσης αυτός των υπολοίπων κεντρικών στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, είναι αρκετά «σκοτεινός»).

Έτσι όμως θα δινόταν το δικαίωμα στις εμπορικές τράπεζες να κατευθύνουν αυτές πλέον την οικονομική ζωή μας – ενώ θα επιτρεπόταν στο αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς του A. Smith να καθορίζει «αυτόματα» τα επιτόκια, εξισορροπώντας τη ζήτηση με την προσφορά, καθώς επίσης τις απαιτούμενες ποσότητες χρήματος, για την ανεμπόδιστη ανταλλαγή των αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των ανθρώπων.

Δυστυχώς όμως ο βρετανός οικονομολόγος είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος, «υιοθετώντας» το «trickle down effect» – σύμφωνα με το οποίο ο πλούτος θα μοιραζόταν αυτόματα από πάνω προς τα κάτω, όταν οι πλούσιοι θα κάλυπταν όλες τις ανάγκες τους. Η αναδιανομή των εισοδημάτων δεν λειτούργησε ανάλογα και δημιούργησε τεράστιες ανισότητες (ειδικά όπου προωθείται το ΔΝΤ) – οπότε δεν είναι δυνατόν πια να την εμπιστευθούμε αποκλειστικά και μόνο στο αόρατο χέρι της ελεύθερης αγοράς.       

Προφανώς βέβαια δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στον κανόνα του χρυσού, αφού οι υφιστάμενες ποσότητες του ευγενούς αλλά ουσιαστικά άχρηστου μετάλλου, σε σχέση με τις σημερινές παγκόσμιες χρηματικές ροές, είναι αδύνατον να καλύψουν τις ανάγκες μας. Θα μπορούσαμε φυσικά να υιοθετήσουμε ένα καλάθι νομισμάτων/χρυσού ή να επιτρέπουμε στις εμπορικές τράπεζες να διαθέτουν, να διαφυλάσσουν  και να δανείζουν τόσα χρήματα μόνο, όσες οι αποταμιεύσεις των πολιτών τους. Εν τούτοις, θεωρούμε ότι είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθούν αυτές οι διαδικασίες – πόσο μάλλον όταν τα σημερινά κράτη αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τις βασικές τους υποχρεώσεις. 

Τέλος, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το δανεισμό, αφού χωρίς αυτόν είναι αδύνατον να υπάρξει πρόοδος μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας. Χωρίς δανεισμό είναι πολύ δύσκολη η χρηματοδότηση των κεφαλαιουχικών προϊόντων, αυτών καλύτερα που απαιτούν χρόνο «κατασκευής» που υπερβαίνει τα δύο έτη – οπότε η «δυτική υπεροχή» και η πρόοδος της, στηριζόμενη κυρίως σε αυτά τα αγαθά και όχι στα καταναλωτικά, θα έπαυε να υπάρχει.       

Επομένως, αυτό που απομένει σε μία «μικτή Οικονομία» ως η καλύτερη «λύση», σε μία οικονομία δηλαδή που πιστεύει σε ένα όσο το δυνατόν μικρότερο κράτος (το οποίο όμως συνεχίζει να έχει στην κατοχή του τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις), καθώς επίσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία (στην  οποία θα πρέπει να τοποθετούνται όρια διασφάλισης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ενώ οφείλει να ελέγχεται), δεν είναι άλλο από την κρατικοποίηση των κεντρικών τραπεζών – με τις εμπορικές να παραμένουν στον ιδιωτικό τομέα.  

Οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να είναι εξ ολοκλήρου δημόσιοι οργανισμοί, ανεξάρτητοι από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα, από τους ιδιώτες επενδυτές, καθώς επίσης από τις κυβερνήσεις – αποτελώντας τον τέταρτο πυλώνα της κρατικής εξουσίας. Δίπλα στις τρείς ανεξάρτητες εξουσίες, στην εκτελεστική (κυβέρνηση), στη νομοθετική (κοινοβούλιο) και στη δικαστική, οφείλει να προστεθεί η νομισματική εξουσίαένας δημόσιος θεσμός δηλαδή, ο οποίος να έχει το προνόμιο, το αποκλειστικό δικαίωμα καλύτερα της δημιουργίας των νόμιμων και αποδεκτών μέσων ανταλλαγής: των εκάστοτε χρημάτων και νομισμάτων.

Με τον τρόπο αυτό θα είχε τη δυνατότητα το κράτος να δανείζεται άτοκα – με μέτρο φυσικά και υπό τον διαρκή έλεγχο των υπολοίπων τριών εξουσιών, καθώς επίσης των Πολιτών του. Έτσι θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα, όσον αφορά τις ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας – ενώ θα είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει ορθολογικότερα την ποσότητα χρήματος (επίσης τα βασικά επιτόκια κλπ), χωρίς να δημιουργούνται οι κερδοσκοπικές φούσκες, οι  υφέσεις και οι  πληθωρισμοί από τις μανιοκαταθλιπτικές, αχόρταγες «αγορές».    

Στην αμερικανική χρηματοοικονομική ιστορία έχουν υπάρξει πολλά εντυπωσιακά παραδείγματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους. Εν τούτοις όμως, αφενός μεν η επιρροή της βρετανικής αποικιοκρατικής δύναμης, αφετέρου το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα (οι διεθνείς τοκογλύφοι), «τορπίλιζαν» κάθε φορά τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να το επαναφέρουν.

Το αποτέλεσμα ήταν να παραμένουν τόσο οι Η.Π.Α., όσο και ο υπόλοιπος κόσμος, κάτω από τη δικτατορία του καρτέλ των πολυεθνικών τραπεζών, μετόχων των κεντρικών και υπό την ηγεσία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας – μίας ιδιωτικής ουσιαστικά τράπεζας, με κρυφό μετοχολόγιο, όπως πολλές άλλες κεντρικές, στην οποία κανένα δικαστήριο, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν επιτρέπεται να επέμβει, ελέγχοντας τις δραστηριότητες της.

Όπως έχουμε αναφέρει δε χαρακτηριστικά, εάν θελήσει να επισκεφθεί κανείς τα 18όροφα κεντρικά, απομονωμένα και «μυστικοπαθή» γραφεία της, δίπλα από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βασιλείας, οφείλει να γνωρίζει ότι εισέρχεται σε διεθνές έδαφος – αφού η Ελβετική αστυνομία δεν έχει καμία δικαιοδοσία.

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 01. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2337.aspx

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΙ

   FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ:

… η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας, η «ομοσπονδιακή» των Η.Π.Α…. – Μέρος ΙΙ

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι… Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (BoE)

 «Με χρήματα που παράγει κανείς μόνος του, μπορεί να αγοράσει ολόκληρο τον κόσμο – αρκεί να παραμείνει απόλυτα μυστική η ταχυδακτυλουργική δημιουργία τους από το πουθενά».   Στην κλασσική οικονομική θεωρία (Adam Smith), όπως επίσης στη θεωρία της υπεραξίας (Karl Marx), ο ρόλος των χρημάτων αντιμετωπιζόταν με τέτοιον τρόπο, σαν να επρόκειτο για «συνάλλαγμα» σε χρυσά νομίσματα – ενδεχομένως και για χαρτονομίσματα, τα οποία όμως είχαν αντίκρισμα σε χρυσό.

Επομένως, οι πάσης φύσεως επενδύσεις ήταν τότε μόνο δυνατές, κατά τη συγκεκριμένη θεωρία, όταν στηρίζονταν στις προηγούμενες αποταμιεύσεις των πολιτών – στη συσσώρευση χρημάτων δηλαδή είτε από τον ίδιο τον επενδυτή, είτε από αυτούς που τυχόν του δάνειζαν τα πραγματικά χρήματα των αποταμιεύσεων τους (είναι ο μοναδικός τρόπος ουσιαστικά για να αποφεύγονται οι «χρηματοπιστωτικές φούσκες» και να παραμένει υγιής η επενδυτική διαδικασία).       

Εν τούτοις, αντίθετα με όσα πιστεύονταν τότε, η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε το 1694 από τον ιδιώτη W. Patterson, ως μία ιδιωτική κεντρική τράπεζα με το δικαίωμα της «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά – με την άδεια του άγγλου βασιλιά Wilhelm III, ό οποίος έδωσε το δικαίωμα στον W. Patterson να εκτυπώνει και να θέτει σε κυκλοφορία τα νόμιμα αποδεκτά από όλους χαρτονομίσματα. Στη βάση λοιπόν των αποθεμάτων χρυσού, τα οποία οδηγήθηκαν στην Τράπεζα της Αγγλίας με τη βοήθεια της έκδοσης μετοχών, δημιουργήθηκαν πολλαπλάσιας αξίας «πλαστά» χαρτονομίσματα – τα οποία τέθηκαν στην κυκλοφορία δια μέσου των έντοκων δανείων που χορηγήθηκαν. 

Με τον τρόπο αυτό εισέρευσαν νέα χρήματα στον προϋπολογισμό του βασιλιά, ο οποίος ουσιαστικά ενέκρινε το σχέδιο, την «απάτη» καλύτερα του Patterson, επειδή ευρισκόταν σε πολύ μεγάλη οικονομική ανάγκη. Το παράδοξο στην όλη διαδικασία ήταν το ότι ο βασιλιάς (στη συνέχεια το κράτος), χρεώθηκε απέναντι σε μία ιδιωτική τράπεζα με ποσά που τοκίζονταν – με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα εξαρτημένος από την Τράπεζα της Αγγλίας, στην οποία ο ίδιος είχε προηγουμένως δώσει το δικαίωμα να παράγει χρήματα (προφανώς, εάν τα χαρτονομίσματα δεν είχαν τη βασιλική εικόνα, η οποία δημιουργούσε εμπιστοσύνη στους Άγγλους, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τεθούν σε κυκλοφορία και να θεωρηθούν επίσημο ανταλλακτικό μέσον).  

Ένα επόμενο «παράδοξο» ήταν αναμφίβολα το ότι, κάτω από τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, τα χρήματα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στην αγορά μόνο μέσω της παροχής δανείων – μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των αυξανομένων κρατικών χρεών. Η αποπληρωμή τώρα του δημοσίου χρέους δεν είναι «αξιωματικά» εφικτή εντός ενός τέτοιου πιστωτικού συστήματος, το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα, αφού η ποσότητα των χρημάτων, σε μία ανάλογη περίπτωση, θα μειωνόταν ευθέως ανάλογα με τον περιορισμό των χρεών – με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα απαιτούμενα χρήματα, τα «ανταλλακτικά μέσα» δηλαδή στο «κυκλοφοριακό σύστημα» της Οικονομίας, η οποία τότε θα κατέληγε σε ύφεση (Deflation).

Όταν λοιπόν «απαιτεί» κάποιος, όπως στο σημερινό παράδειγμα της Ελλάδας, την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της με 40 ισόποσες ετήσιες δόσεις και με το βασικό επιτόκια της ΕΚΤ, με αυτό δηλαδή που δανείζονται οι εμπορικές τράπεζες, έρχεται αντιμέτωπος με τη «καρδιά» του χρηματοπιστωτικού συστήματος – το οποίο ζει από τα δάνεια και πλουτίζει από τους τόκους. Εκτός αυτού η σημερινή υπερχρέωση της Δύσης, εάν δεν συμβεί κάτι άμεσα, θα οδηγήσει μάλλον σε μία πιστωτική συρρίκνωση – η οποία θα προκαλέσει παντού αφενός μεν μία καταστροφική ύφεση, αφετέρου μία τεράστια ανεργία, με αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν (ενδεχομένως οδυνηρά ακόμη και για το ίδιο το νομισματικό μας σύστημα, μετά από 300 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του). Συνεχίζοντας στο θέμα μας είναι λογικό ότι μία τόσο ισχυρή τράπεζα, όπως η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας τότε, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την Πολιτική αφού μία ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα ουσιαστικά αποφασίζει για ποιο σκοπό μπορούν να δοθούν χρήματα (δάνεια) στο κράτος και για ποιόν όχι. Από την άλλη πλευρά το κράτος είναι υποχρεωμένο, έτσι ώστε μπορεί να πληρώνει τα συνεχώς αυξανόμενα τοκοχρεολύσια των δανείων του, να αυξάνει διαρκώς τη φορολόγηση των «υπηκόων» του ή/και να μειώνει τις δαπάνες λειτουργίας του – κάτι που βέβαια δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται επ’ αόριστον.  

Περαιτέρω, ο ιδιωτικός «χαρακτήρας» της τράπεζας της Αγγλίας ήταν ανέκαθεν «τραπεζικό μυστικό» – ενώ το πορτραίτο του βασιλιά, καθώς επίσης η υπογραφή του στα χαρτονομίσματα, δημιουργούσαν την εσφαλμένη εντύπωση πως επρόκειτο για μία κρατική κεντρική τράπεζα, καθώς επίσης για κρατικά χρήματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νόμος για την ίδρυση της ψηφίστηκε με απόλυτη μυστικότητα από το Κοινοβούλιο, κρυμμένος στην κυριολεξία μέσα σε ένα άλλο νομοσχέδιο – το οποίο αφορούσε τα επιτρεπόμενα φορτία των καραβιών (αποτελώντας μία υποπαράγραφο του, η οποία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν).     

Ολοκληρώνοντας ακόμη και μέσα στο 20ο αιώνα, τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών της κατά τα άλλα δημοκρατικής αυτής χώρας, σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Τράπεζας της Αγγλίας, παρέμεναν αναπάντητες από την εκάστοτε κυβέρνηση της – ενώ «τυπικά» κρατικοποιήθηκε το 1948 (αν και κανείς δεν είναι σίγουρος για αυτό).

Τέλος, η Τράπεζα της Σουηδίας, η οποία ιστορικά ιδρύθηκε λίγο πριν από την Τράπεζα της Αγγλίας, ήταν επίσης μία ιδιωτική τράπεζα – με την άδεια «παραγωγής» χρημάτων από το πουθενά. Η ονομασία δε του νομίσματος της (Σουηδική Κορώνα) έδινε την ίδια εσφαλμένη εντύπωση – ότι επρόκειτο δηλαδή για μία κρατική κεντρική τράπεζα, η οποία εξέδιδε και κυκλοφορούσε κρατικά χρήματα.    

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΩΝ Η.Π.Α. (FED)

 Το σύστημα της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed) είναι το κεντρικό νομισματικό σύστημα των Η.Π.Α. – αποτελούμενο από το συμβούλιο των κυβερνητών (Board of Governors), από δώδεκα τοπικές «Federal reserve banks», καθώς επίσης από έναν μεγάλο αριθμό τραπεζών-μελών και άλλων οργανισμών. Επειδή οι τράπεζες-μέλη είναι ταυτόχρονα οι συνιδιοκτήτες της ομοσπονδιακής, ενώ η γενική διεύθυνση της διορίζεται από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, το ομοσπονδιακό σύστημα «θεωρείται» εν μέρει ιδιωτικό και παράλληλα κρατικό.

Παρά το ότι όμως το κογκρέσο της υπερδύναμης, στο οποίο αναφέρεται η Fed όσον αφορά τις δραστηριότητες της, καθώς επίσης τα σχέδια της για τη νομισματική πολιτική, έχει τη δικαιοδοσία να αλλάζει τους νόμους, οι οποίοι αφορούν την κεντρική τράπεζα, τόσο η καθημερινή λειτουργία της, όσο και οι εκτελεστικές αποφάσεις της, δεν απαιτούν τη συμφωνία του κογκρέσου ή του προέδρου των Η.Π.Α.

(α)  Ιστορική αναδρομή: Το 1790, με πρωτοβουλία του τότε αμερικανού υπουργού οικονομικών, ιδρύθηκε η πρώτη εθνική τράπεζα των Η.Π.Α. (First National Bank of the United States). Η άδεια λειτουργίας της πρώτης αυτής κεντρικής τράπεζας της υπερδύναμης, έληξε το 1811 και δεν ανανεώθηκε – μία νέα αίτηση παραχώρησης άδειας, το 1836, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να λειτουργήσει ξανά η τράπεζα το 1863, όπου της δόθηκε η έγκριση.

Στο τέλος του 19ου αιώνα η αμερικανική οικονομία βίωσε μία από τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στην ιστορία της, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τις χρεοκοπίες πολλών τραπεζών – καθώς επίσης τις πολλαπλές διακυμάνσεις του νομισματικού της συστήματος. Έτσι, το 1900 δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ίδρυση μίας ιδιωτικής κεντρικής τράπεζας, όπως φαίνεται από τα λόγια του J. Schiff, στην ομιλία του ενώπιον του εμπορικού επιμελητηρίου της Νέας Υόρκης “Εάν δεν αποκτήσουμε μία κεντρική τράπεζα, η οποία να μπορεί να ελέγχει τις πιστώσεις, τότε η χώρα μας θα βιώσει τον πλέον έντονο, βαθύ και καταστροφικό «πανικό χρημάτων» στην ιστορία της”. 

Το κογκρέσο των Η.Π.Α. αποφάσισε λοιπόν το 1907, μετά το τέλος της τότε μεγάλης οικονομικής κρίσης, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα σίγουρο, έμπιστο και σχετικά ευέλικτο τραπεζικό σύστημα – με την ίδρυση της «Εθνικής Μονεταριστικής Επιτροπής», η οποία είχε την εντολή να ερευνήσει το αμερικανικό τραπεζικό και νομισματικό σύστημα, έτσι ώστε να διαπιστώσει τα προβλήματα του, καθώς επίσης να προτείνει τις καλύτερες λύσεις. Η πρόταση της επιτροπής ήταν η ίδρυση ενός οργανισμού, ο οποίος να επιβλέπει τις τράπεζες, να ελέγχει τις πιστώσεις, καθώς επίσης να προλαβαίνει τόσο τις νομισματικές, όσο και τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις – ή, έστω, να μειώνει τις καταστροφικές συνέπειες τους.

Έτσι ιδρύθηκε το 1913 η Fed, από ένα καρτέλ ιδιωτικών τραπεζών και με ένα νομοθετικό διάταγμα, το οποίο ψηφίστηκε στις 23. Δεκεμβρίου – λίγο πριν από τα Χριστούγεννα δηλαδή, με στόχο να διατηρηθεί το δυνατόν μυστικότερο το ακριβές περιεχόμενο του (ιδιαίτερα το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως συνέβη και με την Τράπεζα της Αγγλίας). Το διάταγμα της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας δίνει ακόμη και σήμερα τη δυνατότητα στη Fed να «παράγει» χρήματα, χωρίς την υποχρέωση αντικρίσματος – έτσι ώστε να μπορεί, για παράδειγμα, να δανείζει έντοκα την αμερικανική κυβέρνηση (Fractional reserve banking).

Η ομοσπονδιακή τραπεζική νομοθεσία προέβλεπε ένα σύστημα από πολλές τοπικές κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης από ένα επταμελές διοικητικό συμβούλιο – με τις εμπορικές τράπεζες που δραστηριοποιούνταν σε όλες τις Πολιτείες να υποχρεώνονται στη συμμετοχή τους στο ομοσπονδιακό σύστημα, ενώ τις υπόλοιπες, τις τοπικές δηλαδή, να μην έχουν ανάλογη υποχρέωση. Για τα μερίδια τους στην κεντρική, οι τράπεζες-μέλη λάμβαναν ένα σταθερό μέρισμα ύψους 6% ετησίως, χωρίς όμως να συμμετέχουν στα κέρδη. Η πρόταση για την ίδρυση της κεντρικής τράπεζας στις Η.Π.Α., της Fed δηλαδή σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, προερχόταν από τον Γερμανό P.M.Warburg – μέτοχο της ιδιωτικής τράπεζας Warburg του Αμβούργου, καθώς επίσης της Kuhn, Loeb & Co της Νέας Υόρκης.

Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, ο «πατέρας» του νεοφιλελευθερισμού και ο «μέντορας» του M. Friedman, του «ηγέτη» δηλαδή της νεοφιλελεύθερης σχολής του Σικάγου, η οποία επιβάλλεται σήμερα στον πλανήτη απολυταρχικά, ήταν Αυστριακός – όπως ο Γερμανός δικτάτορας του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Ο «εμπνευστής» του Friedman ήταν λοιπόν ο Friedrich von Hayek τις θεωρίες του οποίου «ασπάζεται» και η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας, η κυρία Merkel. Επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε τη «ναζιστική» ιστορία της τράπεζας των τραπεζών, της BIS μέτοχοι της οποίας είναι κεντρικές τράπεζες και ιδιώτες επενδυτές.  Κλείνοντας, ο P. M. Warburg έγινε μέλος του συμβουλίου της Fed και αντιπρόεδρος της, μετά από πρόταση του προέδρου Wilson ο οποίος αργότερα είπε, σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα, το γνωστό μας: «Υπάρχει μία δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».

(β)  Η τραπεζική «πράξη» (banking act) του 1935: Η Fed αντιμετώπισε έντονη κριτική για τη στάση της στην οικονομική κρίση του 1929. Οι διοικητές των τοπικών ομοσπονδιακών τραπεζών διετέλεσαν ένα σημαντικό ρόλο τότε, αφού μπορούσαν να αποφασίζουν σε σχέση με την πιστωτική/νομισματική πολιτική, χωρίς να δίνουν σημασία στις αποφάσεις του επταμελούς συμβουλίου – γεγονός που οδήγησε τα δύο «αντίπαλα στρατόπεδα» σε μεγάλες συγκρούσεις.

Έτσι, το 1935 το κογκρέσο ψήφισε μία καινούργια νομοθεσία (Emergency Banking Act), η οποία επέτρεπε αποκλειστικά και μόνο στη Fed να ελέγχει το ύψος των δανείων που ενέκριναν οι τράπεζες-μέλη, να προσέχει τις εξωτερικές συναλλαγές τους, να μπορούν οι τράπεζες-μέλη να ιδρύουν υποκαταστήματα σε όλες τις Πολιτείες, να τους απαγορεύονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, να μην πληρώνουν τόκους για τις καταθέσεις όψεως των πελατών τους (!) κλπ.   

(γ) Οι «πράξεις» του 1977 και 1978: Οι επαφές μεταξύ της Fed και του κογκρέσου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70. Το γεγονός αυτό άλλαξε με τις παραπάνω νομοθετικές πράξεις, οι οποίες περιόρισαν σημαντικά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Έκτοτε, η κεντρική τράπεζα είναι δύο φορές το χρόνο υποχρεωμένη να ανακοινώνει υπεύθυνα τα σχέδια της, σε σχέση με τη «μονεταριστική» πολιτική που ακολουθεί. 

(δ)  Η νομοθεσία για τον μονεταριστικό έλεγχο του 1981: Με τη συγκεκριμένη πράξη επετράπη, μεταξύ άλλων, στις ομοσπονδιακές τράπεζες, να μπορούν να επενδύουν όχι μόνο σε τίτλους του δημοσίου των Η.Π.Α., αλλά και σε ομόλογα άλλων χωρών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, στις Η.Π.Α. όλες οι μεγάλες τράπεζες είναι υποχρεωμένες να συμμετέχουν στη Fed, ενώ η μεγαλύτερη Federal Reserve Bank είναι αυτή της Νέας Υόρκης – η οποία είναι και η μοναδική που επενδύει στο εξωτερικό.   

(ε)  Ο προβληματικός «ρόλος» της Fed: Σε πλήρη αντίθεση με το αμερικανικό σύνταγμα, το κογκρέσο «παρέδωσε» στην ομοσπονδιακή τράπεζα το αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους να «τροφοδοτεί» με χρήματα την οικονομία του – παρά την αντίθετη άποψη πολλών αμερικανών προέδρων στο παρελθόν, οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους της συγκεκριμένης απόφασης.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά δημιουργείται σκόπιμα σε όλους εμάς η λανθασμένη εντύπωση ότι, η Fed είναι ένας κρατικός οργανισμός. Το σωστό είναι ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα υπόκειται μεν σε μία ορισμένη «επιρροή» του κράτους, αλλά οι ιδιοκτήτες της είναι κυρίως κάποιες ιδιωτικές μεγάλες τράπεζες – μέλη της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.

Μέσω της αδιανόητης ουσιαστικά «εκχώρησης» του αποκλειστικού δικαιώματος της δημιουργίας χρημάτων στη Fed, το αμερικανικό δημόσιο είναι συνεχώς πιο εξαρτημένο από το σκοτεινό «σύστημα» της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά – υποχρεωμένο να χρεώνεται έκτοτε με διαρκώς μεγαλύτερα ποσά, για τα οποία πρέπει να πληρώνει όλο και περισσότερους τόκους.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι, σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα που ιδρύθηκε η Fed, εισήχθη ο φόρος εισοδήματος στις Η.Π.Α. – μέσω του οποίου το κράτος επιβαρύνει τους φορολογούμενους πολίτες, με την πληρωμή των χρεών του στους κεντρικούς τοκογλύφους. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως, παρά το ότι έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια  από την υιοθέτηση του φόρου εισοδήματος στις Η.Π.Α., δεν έχει ψηφισθεί ακόμη νόμος που να επιτρέπει τη συγκεκριμένη φορολόγηση.               

Συνεχίζοντας, στα «πλαίσια» της λειτουργίας της Fed συμπεριλαμβάνεται η χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1929, οι κερδοσκοπικές φούσκες πριν και μετά από το 1929, καθώς επίσης οι σημερινές, οι οποίες ουσιαστικά οφείλονται στις συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες χρημάτων που διοχετεύονται στις αγορές – έτσι ώστε να κερδίζουν διαρκώς περισσότερα οι «τοκογλύφοι», αφού τοκίζουν όλο και περισσότερα χρήματα, τα οποία δεν διαθέτουν καν. Στα ίδια «πλαίσια» τοποθετείται και η απόφαση της Fed το 2005, με βάση την οποία δεν δημοσιεύονται πλέον στοιχεία σε σχέση με την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί (ο κανόνας του χρυσού έχει καταργηθεί το 1971) – οπότε οι αριθμοί που κατά καιρούς αναφέρονται, βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε εκτιμήσεις.

Τα νέα δολάρια που δημιουργούνται συνεχώς από το πουθενά, ιδιαίτερα οι τεράστιες ποσότητες που τέθηκαν στην κυκλοφορία τελευταία, με τα πακέτα στήριξης των τραπεζών ή με τα αντίστοιχα για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, έχουν δημιουργηθεί από την αγορά των συνεχώς περισσοτέρων ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου από τη Fed – για τα οποία το κράτος θα πρέπει να πληρώνει διαρκώς περισσότερους τόκους.

Το γεγονός αυτό αφενός μεν θα εντείνει την υπερχρέωση της υπερδύναμης (ήδη πλησιάζει στο 100% του ΑΕΠ της), αφετέρου θα εμποδίζει τις κυβερνήσεις της στο μέλλον να διαθέτουν χρήματα για τις ανάγκες των αμερικανών Πολιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους θα επιβαρύνονται (λεηλατούνται) με συνεχώς μεγαλύτερους φόρους – κάτι που ξεφεύγει εντελώς από τα πλαίσια της λογικής, αφού επιτρέπεται σε μία αχόρταγη τραπεζική ολιγαρχία να «απορροφάει» τον «πλούτο των εθνών», οδηγώντας τον πλανήτη στις φλόγες.   

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 01. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com     

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2337.aspx

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙΙ

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Ι

FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ:

 Τα καινούργια χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής, η νέα πιστωτική πυραμίδα, η παραγωγή χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες…   – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα κεφάλαια, πόσο μάλλον για τα «εικονικά» χρήματα, όσο για τους τόκους που «προσφέρουν». Τα κεφάλαια μοιάζουν με τα «οπωροφόρα» δέντρα, τα οποία έχουν τότε μόνο αξία, όταν παράγουν καρπούς – αφού αυτοί πωλούνται στις αγορές, δημιουργώντας κέρδη.

Όσον αφορά τις εμπορικές τράπεζες, με κριτήριο το ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο (fractional reserve) που υποχρεούνται να καταβάλλουν στις κεντρικές, έχουν τη δυνατότητα να «εγκρίνουν» έως και τα 50πλάσια δάνεια των εγγυήσεων που διαθέτουν – δημιουργώντας χρήματα από το πουθενά και αποκομίζοντας ετήσια επιτόκια που υπερβαίνουν το 250% επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων τους.

Για παράδειγμα, όταν προσφέρουν ένα δάνειο 1.000 €, τα χρήματα που στην πραγματικότητα διαθέτουν (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), είναι 20 € (2%). Από τα 20 αυτά Ευρώ, με επιτόκιο 5%, οι ετήσιοι τόκοι τους διαμορφώνονται στα 50 € – δηλαδή, κερδίζουν 2,5 φορές τα πραγματικά χρήματα που καταβάλλουν. Επομένως, όχι μόνο ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και τον πιο άπληστο τοκογλύφο, αλλά, το σημαντικότερο ίσως, θα ήταν πιθανότατα ικανές να «εγκληματήσουν», εάν μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν περαιτέρω τα υπερκέρδη τους”.  

Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, δεν απορεί κανείς διαπιστώνοντας ότι το καζίνο έχει ξανά ανοίξει – ειδικά όταν γνωρίζει ότι οι «πρωταθλητές» του marketing, οι Η.Π.Α., έχουν διοχετεύσει σχεδόν το σύνολο της δημιουργικότητας τους στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα «μαζικής καταστροφής». Πόσο μάλλον αφού η εμπειρία των μεγάλων ιδρυμάτων από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση τα δίδαξε ότι, ακόμη και αν τυχόν βρεθούν ξανά σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (χρεοκοπία), οι κυβερνήσεις θα επέμβουν με τα χρήματα των φορολογουμένων Πολιτών τους, διασώζοντας τες (ετεροβαρές ρίσκο).

ΟΙ ΣΚΙΩΔΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Αναλυτικότερα οι τράπεζες, κυρίως οι τοπικές γερμανικές, με στόχο να αποφύγουν τις μελλοντικές υποχρεώσεις τους από την εφαρμογή της νέας συνθήκης της Βασιλείας, η οποία θα τις αναγκάζει σε Ίδια Κεφάλαια της τάξης του 10,5% επί των συνολικών δανείων τους, «μεταβιβάζουν» τις επισφάλειες (ρίσκα) τους σε εξειδικευμένους επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες) – με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούν τα απαιτούμενα κεφάλαια τους, κάποιες φορές σε χαμηλότερα του 1% (δανείζοντας με επιτόκια 5%, επιτυγχάνουν έως και 500% κερδοφορία).

Η καινούργια αυτή «αισθητική επέμβαση» στους Ισολογισμούς τους ονομάζεται «Regulatory Capital Relief Trade / Reg Caps» – όπου οι σκιώδεις, ανεξέλεγκτες από τις Αρχές τράπεζες, οι οποίες στις Η.Π.Α. διαχειρίζονται πιστώσεις ύψους 16 τρις $ (οι κανονικές τράπεζες «μόλις» 13 τρις $), υψηλότερες δηλαδή από το συνολικό ΑΕΠ της υπερδύναμης, «αγοράζουν» τις επισφαλείς πιστώσεις των εμπορικών τραπεζών, «χρεώνοντας» τες με προμήθειες που ξεπερνούν το 15%. Η λειτουργία του απίστευτου αυτού «μηχανισμού ωραιοποίησης» των Ισολογισμών είναι η εξής:

(α)  Η εμπορική τράπεζα προσφέρει πιστώσεις στους πελάτες της, ιδιώτες ή επιχειρήσεις, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα την πιστοληπτική τους ικανότητα (όπως ακριβώς συνέβη με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης στις Η.Π.Α.)

(β)  Αρκετές χιλιάδες δανείων «συσκευάζονται» σε ένα «δομημένο» προϊόν. Τα ιδιαίτερα επικίνδυνα πιστωτικά «πακέτα» τώρα, τα δομημένα προϊόντα δηλαδή με το μεγαλύτερο ρίσκο (Junior Trance), «τιτλοποιούνται» και μεταβιβάζονται σε επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες).

(γ)  Οι επενδυτές αυτοί (για παράδειγμα κάποια Hedge Funds), αναλαμβάνουν το ρίσκο της απώλειας των πιστώσεων – χρεώνοντας την τράπεζα που τις μεταβιβάζει με υψηλά επιτόκια (έως και 15%).

(δ)  Η τράπεζα, έχοντας μετατρέψει τα επισφαλή της δάνεια σε ασφαλή, αφού έχει μεταβιβάσει το ρίσκο της απώλειας τους (κάτι που λειτουργούσε στο παρελθόν με τα CDS και τις ασφαλιστικές εταιρίες, έως ότου κατέρρευσε η αγορά τους), δεν είναι υποχρεωμένη να τα εγγράψει στον Ισολογισμό της. Επομένως, έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την παροχή πιστώσεων, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τα Ίδια Κεφάλαια της (με αποτέλεσμα να μειώνεται η σχέση «Ίδια Κεφάλαια προς Πιστώσεις» στο 1% – αντί να παραμένει στο 10%).    

(ε)  Ο κίνδυνος της απώλειας των επισφαλών δανείων τώρα, τον οποίο έχουν αναλάβει τα Hedge funds από την τράπεζα, μεταφέρεται στους χρηματοδότες τους – που ακριβώς δεν γνωρίζει κανείς. Όπως υποθέτουν οι γνώστες της αγοράς, οι χρηματοδότες αυτοί είναι κρατικά επενδυτικά κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία και πλούσιοι ιδιώτες –  μέσω των ειδικών ιδρυμάτων που διαθέτουν.

(στ) Ολόκληρο το «παιχνίδι», η πιστωτική πυραμίδα δηλαδή, συνεχίζεται επ’ αόριστον – μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, κατά την οποία θα εκραγεί ακόμη μία φορά η «φούσκα» και θα γκρεμισθεί η πυραμίδα (καπιταλισμός-καζίνο).

Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απίθανο ένας ιδιοκτήτης, ο οποίος για παράδειγμα αγόρασε με δόσεις το σπίτι του από μία Ελληνική Τράπεζα (ή ένας επιχειρηματίας που δανείσθηκε από μία ελβετική τράπεζα), να έλθει αντιμέτωπος με έναν Ιάπωνα επενδυτή ή με κάποιο βρετανικό Hedge Fund, το οποίο θα ζητάει από αυτόν τα χρήματα του. Ειδικά όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία είναι συνήθως εξάμηνης λήξης, αν και υπό ομαλές συνθήκες ανανεώνονται, είναι δυνατόν να «καταπέσουν» ξαφνικά, καταστρέφοντας πολλές επιχειρήσεις.        

Περαιτέρω, παρά το ότι οι κρατικές υπηρεσίες ακολουθούν τα ίχνη των πιστωτικών «ακροβατών», προσπαθώντας να εμποδίσουν την καινούργια, πολύ πιο ισχυρή πιστωτική φούσκα που δημιουργείται, δεν φαίνεται δυστυχώς να τα καταφέρνουν. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον αυτονόητο αφού ο Αρχές, ιδίως οι ευρωπαϊκές, διαθέτουν ελάχιστα άτομα, με ετήσιους μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 130.000 € – έχοντας απέναντι τους πολλές χιλιάδες καλοπληρωμένα, ικανότατα επενδυτικά στελέχη, τα οποία ακολουθούν «πρότυπα» όπως αυτό του J.Paulson (ο οποίος κέρδισε μέσα σε ελάχιστους μήνες από την πρόσφατη κρίση των subrimes σχεδόν 4 δισεκατομμύρια $).

Πολύ περισσότερο όταν, όπως υποθέτουμε, δεν είναι αντίθετη τους η Fed – η οποία, παρά το ότι η ονομασία της (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α.) μας προδιαθέτει να την θεωρήσουμε κρατική, είναι μία ιδιωτική τράπεζα (με μετόχους μερικές από τις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, καθώς επίσης ανώνυμους ιδιώτες-μέλη της τραπεζικής ολιγαρχίας).    

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 Συνεχίζοντας, θεωρούμε ότι οι κανονικές τράπεζες (εμπορικές), δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σκιώδεις – με μοναδική ίσως εξαίρεση το ότι υπάγονται σε θεσμοθετημένους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ειδικότερα, η διαδικασία της δημιουργίας χρήματος εκ μέρους τους από το πουθενά παραμένει «αδιαφανής – ενώ είναι πολύ δύσκολο να «ανακαλυφθεί/τεκμηριωθεί». Για παράδειγμα, όταν κανείς αναζητήσει στους Ισολογισμούς και στις στατιστικές των εμπορικών τραπεζών, εάν το ποσόν των χορηγήσεων τους υπερβαίνει το αντίστοιχο των καταθέσεων, δεν πρόκειται να διακρίνει σημαντικές διαφορές (Πίνακας Ι).

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Καταθέσεις, χορηγήσεις και διαφορά (καταθέσεις μείον χορηγήσεις) ορισμένων Ελληνικών τραπεζών σε δις €, με κριτήριο τους Ισολογισμούς τους το 2009.

 

Τράπεζα

Καταθέσεις

Χορηγήσεις

Διαφορά

 

 

 

 

Εθνική Τράπεζα

58,08

58,13

-0,05

Eurobank

45,81

42,02

3,79

Alpha Bank

35,26

41,81

-6,55

Τράπεζα Κύπρου

26,93

22,35

4,58

Τράπεζα Πειραιώς

25,73

31,25

-5,52

Αγροτική Τράπεζα

22,68

22,13

0,55

Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο

12,66

7,91

4,75

Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος 

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, η διαφορά μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων (όπου το αρνητικό υπόλοιπο σημαίνει ότι η εκάστοτε τράπεζα έχει δανείσει περισσότερα χρήματα από τις «καταθέσεις» της), δεν είναι σημαντική. Επομένως, αυτός που αναζητά πρακτική απόδειξη της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά στους Ισολογισμούς των τραπεζών, δεν πρόκειται να την βρει εκεί – εκτός εάν γνωρίζει ότι, κάτω από την έννοια «καταθέσεις» συμπεριλαμβάνονται επίσης χρήματα, τα οποία δεν προέρχονται από καταθέσεις, αλλά από «πιστώσεις»: λογιστικά χρήματα δηλαδή (πηγή: B. Senf).

Πόσο μάλλον εάν κατανοήσει ότι, εάν κάποιος λάβει ένα δάνειο από μία τράπεζα και καταθέσει (εμβάσει κλπ) το ποσόν του δανείου σε έναν λογαριασμό όψεως, στην ίδια ή σε κάποια άλλη τράπεζα, τότε τα χρήματα αυτά θεωρούνται καταθέσεις – γεγονός που μάλλον δυσχεραίνει κατά πολύ την πειστικότητα εκείνων των στατιστικών αναφορών, οι οποίες καταγράφουν τις αποταμιεύσεις των Πολιτών, προσπαθώντας να μας δώσουν μία δήθεν αντιπροσωπευτική εικόνα των προς διάθεση «πραγματικών» χρημάτων (χωρίς να αφαιρούν τις υποχρεώσεις των καταθετών κλπ).

Παρά το ότι λοιπόν η διαδικασία της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά ήταν αρχικά το αποκλειστικό προνόμιο των κεντρικών τραπεζών, στις οποίες οι εμπορικές, για να πάρουν χρήματα (δάνεια) έδιναν σαν εγγύηση τις απαιτήσεις τους από τους πελάτες τους (ανταλλάσσοντας τες με «κεντρικά χρήματα», τα οποία «μεταβίβαζαν» στους επόμενους πελάτες τους), οι εμπορικές τράπεζες έχουν «εφεύρει», για πολλά χρόνια κρυφά από το ευρύ κοινό και την Πολιτική, έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής χρημάτων: τα λογιστικά χρήματα, τα οποία πλέον αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χρήματος Μ1 (μετρητά συν καταθέσεις όψεως).

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν το απλοποιημένο «πιστωτικό φαινόμενο», το οποίο επεξηγεί το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, είναι το εξής:  

(α)  Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α το ποσόν των 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (σαν «ρεζέρβες», εάν αυτή ήταν η υποχρέωση της στην κεντρική) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β (ή σε κάποιον άλλο πελάτη της κλπ)

(β)  Η Τράπεζα Β, η οποία δανείζεται τα 800 €, διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.

(γ)  Η Τράπεζα Γ, η οποία δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.

Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις συνολικά 5.000 €, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.

Ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, εάν η υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών για τη διατήρηση εγγυήσεων στην κεντρική δεν ήταν 20%, όπως στο παράδειγμα, αλλά 2%, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, τα αρχικά 1.000 € θα μπορούσαν να γίνουν 50.000 € (υπό προϋποθέσεις φυσικά, όπου το μέγεθος της τράπεζας, ο όγκος των συναλλαγών της καλύτερα, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο – κάτι που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας).    

Συνεχίζοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, αλλά από την αντίθετη «φορά», εάν ο αρχικός πελάτης ζητήσει από την Τράπεζα Α να του επιστρέψει τα 1.000 €, τότε αυτή θα απαιτήσει από την Τράπεζα Β τα 800 € που της είχε δανείσει, συμπληρώνοντας τα  με τα 200 € που είχε διατηρήσει (ρεζέρβες) κοκ. Έτσι λοιπόν, σε τελική ανάλυση, τα 4.000 € πιστώσεις και τα 1.000 € ρεζέρβες, τα συνολικά 5.000 € δηλαδή, θα ξαναγίνονταν 1.000 € (εδώ το μέγεθος της τράπεζας λειτουργεί ακριβώς αντίθετα, οδηγώντας τις μεγάλες γρηγορότερα στη χρεοκοπία).

Φυσικά, όταν η Οικονομία λειτουργεί ομαλά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρακτικά, αφού εμφανίζονται συνεχώς νέοι καταθέτες, οι τράπεζες δανείζονται επί πλέον χρήματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία της επιστροφής χρημάτων (πιστωτική συρρίκνωση, «κάψιμο» χρημάτων), όσο αυτή του δανεισμού τους, ενώ εμπεριέχει πολλούς διαφορετικούς κινδύνους – κάτι που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, με άγνωστα αποτελέσματα για το μέλλον της (ύφεση, ανεργία κλπ).  

Κλείνοντας είναι πιθανόν, στο παράδειγμα μας, η Τράπεζα Β, η οποία για να επιστρέψει με τη σειρά της τα 800 € θα πρέπει να ζητήσει την αποπληρωμή των 640 € από την Τράπεζα Γ, να μην μπορέσει να το επιτύχει – επειδή η Τράπεζα Γ αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα Β είναι υποχρεωμένη (υπό ορισμένες προϋποθέσεις φυσικά), να ζητήσει από κάποιον άλλο «πελάτη» της τα 640 € και να δημιουργήσει προβλέψεις ζημιών (επίσης 640 €).

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 01. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2337.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ