Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ Ι

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ:

Ιστορική αναδρομή στην οθωμανική αυτοκρατορία, η χρεοκοπία της, η νέα τουρκική δημοκρατία, το μεσοδιάστημα, η μεγάλη κρίση του 2001, η κατάληψη της εξουσίας, το μνημόνιο,… – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Βιλιάρδου*


 

Μία απίστευτη διαπλοκή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής μαφίας με την πολιτική διαφθορά, δημιουργεί από διαδικτυακά, ανύπαρκτα χρήματα πραγματικές αξίες, κλέβει από τους Πολίτες τη δημόσια περιουσία τους και συνεχίζει να τους εκμεταλλεύεται – για όσο διάστημα θέλει και με όποιον τρόπο μπορεί. Η δικτατορία των αγορών πετυχαίνει με εγκληματική δύναμη και με δολοφονική μανία τους στόχους της.

«Ή θα ιδιωτικοποιήσετε τα πάντα, παραμένοντας δούλοι μας, ή θα καταστραφείτε εντελώς», απειλούν σχεδόν καθημερινά. Με απλούστερα λόγια «Τα χρήματα σας ή τη ζωή σας», όπως ακριβώς συνηθίζουν να εκβιάζουν και να πανικοβάλουν τα θύματα τους οι κλέφτες του πεζοδρομίου – αν και αυτοί δεν προσβάλλουν την υπερηφάνεια και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια ολόκληρων λαών, όπως συμβαίνει σήμερα με τους Έλληνες (άποψη Γερμανού αναγνώστη της Zeit στο διαδίκτυο). Στο θέμα μας τώρα, η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη το 19ο αιώνα, δεν επεκτάθηκε στην τότε οθωμανική αυτοκρατορία – κυρίως λόγω των περιορισμένων κεφαλαίων και ελάχιστων υποδομών, καθώς επίσης σαν αποτέλεσμα της έλλειψης επιχειρηματικότητας, όσον αφορά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Τόσο η στρατιωτική, όσο και η δημοσιοϋπαλληλική καριέρα ήταν πολύ πιο επιθυμητοί στόχοι, ενώ απολάμβαναν μεγαλύτερο κύρος από την επιχειρηματική δραστηριοποίηση – με το υπόλοιπο μέρος των Πολιτών να απασχολείται στη γεωργία, να είναι επαγγελματίες τεχνίτες ή ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης. Οι βιοτεχνίες ήταν αντιμέτωπες με διαρκώς μεγαλύτερες δυσκολίες, επειδή δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα βιομηχανικά παραγόμενα προϊόντα της δύσης – αφού οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αναγκάσει την αυτοκρατορία να μην επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα εμπορεύματα τους, τα οποία πλημμύρισαν την τουρκική αγορά με φθηνές τιμές. Επί πλέον, οι ανάγκες χρηματοδότησης, η πάγια οικονομική αδυναμία, καθώς επίσης οι πανάκριβοι πόλεμοι που διεξήγαγε, είχαν σαν αποτέλεσμα να οδηγείται η οθωμανική αυτοκρατορία σε μία όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της από την Ευρώπη.

Το έτος 1875, σαν απόρροια των υψηλών τόκων, σε συνδυασμό με τα μεγάλα δημόσια χρέη, η αυτοκρατορία χρεοκόπησε – οπότε αναγκάσθηκε να εκχωρήσει τη δημοσιονομική της κυριαρχία στους πιστωτές της, έτσι ώστε να είναι σε θέση να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες η δημοσιονομική, καθώς επίσης η οικονομική ανεξαρτησία της αυτοκρατορίας, ανακτήθηκε μετά την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας (1927) – δηλαδή, πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα. Περαιτέρω, η «βαριά» κληρονομιά τού οθωμανικού παρελθόντος ήταν εξαιρετικά απαιτητική για τη νεοϊδρυθείσα δημοκρατία. Εκτός αυτού τόσο οι βιοτεχνίες, όσο και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος, καθώς επίσης το εξαγωγικό εμπόριο, υπέφεραν από την έλλειψη της επαγγελματικής εξειδίκευσης των Αρμενίων, καθώς επίσης της κοινωνικής-επιχειρηματικής «προσφοράς» των Ελλήνων. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η εκδίωξη της πλειοψηφίας των «μειονοτήτων» είχε σαν αποτέλεσμα αφενός μεν την απώλεια κεφαλαίων, αφετέρου δε πολλών άλλων «παραγωγικών» συντελεστών – όπως της επιχειρηματικής εμπειρίας και των διεθνών σχέσεων (γνωριμιών).

Συνεχίζοντας η γεωργία, μη ορθολογικά οργανωμένη και στα χέρια πολύ λίγων μεγαλοκτηματιών, οι οποίοι υπενοικίαζαν τα χωράφια τους σε μικρούς αγρότες, δεν μπορούσε να προσφέρει στη χώρα αρκετά έσοδα για επενδύσεις. Επί πλέον εξέλιπε μία σύγχρονη οικονομική νομοθεσία, μία λειτουργική δημόσια διοίκηση, ένα μεθοδικό φορολογικό σύστημα, καθώς επίσης ένας σωστά εκπαιδευμένος πληθυσμός – αφού το έτος 1927 οι αναλφάβητοι ήταν το 90% των 14 εκ. Τούρκων τότε. Παρά το ότι λοιπόν η νέα κυβέρνηση της χώρας ακολούθησε μία φιλελεύθερη πολιτική, επένδυσε στις υποδομές και προσπάθησε να αναπτύξει τη βιομηχανία, με τη βοήθεια του δανεισμού της από τη Ρωσία, δεν επιτεύχθηκε η αναμενόμενη πρόοδος – αφού το 1953 απασχολούνταν μόλις 26.000 εργαζόμενοι στις ιδιωτικές βιομηχανίες και 86.000 στις κρατικές.  

Μεταξύ των ετών 1945 και 1980 τώρα, η Τουρκία ακολούθησε μία φιλόδοξη οικονομική πολιτική εσωτερικής ανάπτυξης – όπου οι επιχειρήσεις της αφενός μεν επιδοτούνταν, αφετέρου δε προστατεύονταν από τον ανταγωνισμό των εισαγωγών, με τη βοήθεια των υψηλών δασμών. Επειδή όμως η κρατική γραφειοκρατία εμπόδιζε την ανάπτυξη των εξαγωγών, εξέλιπε το απαραίτητο συνάλλαγμα για τις επενδύσεις στην περαιτέρω βιομηχανοποίηση, μέσω της εισαγωγής μηχανημάτων και πρώτων υλών. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων επιχειρήσεων της Τουρκίας ήταν μη ανταγωνιστικά οργανωμένο, ενώ χρησιμοποιούταν από την Πολιτική τόσο για κομματικούς, όσο και για κοινωνικούς σκοπούς.

Για να επιτυγχάνει τώρα το κράτος τα φιλόδοξα πενταετή του προγράμματα, τα οποία είχαν υιοθετηθεί ήδη από την ίδρυση του, ήταν υποχρεωμένο να επενδύει περισσότερα, από όσα εισέπραττε. Κατ’ επακόλουθο, αυξανόταν τα ετήσια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού και εξ αυτών το δημόσιο χρέος – με τον πληθωρισμό να παραμένει σταθερά διψήφιος. Η διαρκώς αυξανόμενη λοιπόν εξάρτηση της χώρας από τα εξωτερικά χρέη είχε σαν αποτέλεσμα αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις (τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70), οι οποίες προκαλούσαν κοινωνικές και πολιτικές «εκρήξεις» – ενώ κατέληγαν σε στρατιωτικά πραξικοπήματα και σε απίστευτες «θηριωδίες».  Τελικά, η οικονομικοπολιτική αλλαγή στην Τουρκία επήλθε μετά το 1982 – όπου η χώρα ακολούθησε μεθοδικά τη φιλελεύθερη κατεύθυνση μίας εξαγωγικά προσανατολισμένης εκβιομηχάνισης, με την συστηματική αναθεώρηση της χρηματοπιστωτικής, της νομισματικής και της εξαγωγικής της πολιτικής. Με στόχο την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της λοιπόν, καταργήθηκαν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί των εισαγωγών, ενώ ενισχύθηκαν οι εξαγωγές. Η γραφειοκρατία άρχισε να περιορίζεται αισθητά, ενώ αυξήθηκαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις – μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια των επιλεκτικών αποκρατικοποιήσεων δημοσίων εταιρειών. Η διευκόλυνση όμως των εισαγωγών και ο περιορισμός των δασμών, είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση των ανταγωνιστικών πιέσεων στις τουρκικές επιχειρήσεις – με οριακό σημείο την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή «τελωνειακή ένωση», το 1996. Κατ’ επακόλουθο, οι οικονομικές κρίσεις δεν σταμάτησαν να την απειλούν, με τις τελευταίες το 1994, το 1999, το 2000 και το 2001 – οφειλόμενες κυρίως στα ελλειμματικά εξωτερικά ισοζύγια της, σε συνδυασμό με ένα αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς επίσης με ένα μη λειτουργικό δημόσιο. Τα προβλήματα αυτά ξέφυγαν τελικά από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η Τουρκία, το 2001, στα νύχια του ΔΝΤ.   

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε ουσιαστικά το Φεβρουάριο του 2001 – με αφορμή τη στοχευμένη επίθεση του προέδρου της χώρας εναντίον του πρωθυπουργού της, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ένα κρατικό όργανο, στο οποίο υπερίσχυε το στρατιωτικό καθεστώς). Ο τότε πρόεδρος είχε κατηγορήσει τον πρωθυπουργό, ισχυριζόμενος ότι έχει αποτύχει παταγωδώς στην καταπολέμηση της διαφθοράς – με το «σκάνδαλο» να αναπαράγεται και να μεγαλοποιείται από όλα σχεδόν τα τουρκικά και διεθνή ΜΜΕ. Αμέσως μετά τη διαμάχη της ανώτατης ηγεσίας, κατέρρευσαν οι μετοχές στο χρηματιστήριο της χώρας ενώ αργότερα, μετά την «απελευθέρωση» της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, ακολούθησε η υποτίμηση της κατά 40% – επομένως και η αντίστοιχη, θανατηφόρα ασφαλώς μείωση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων. «Θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη τότε», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας ξένος παρατηρητής, συνεχίζοντας: «Ήταν η 21η Φεβρουαρίου του 2001. Από τη μία ημέρα στην άλλη, το δολάριο δεν κόστιζε πια 690.000 λίρες, αλλά 850.000 – πριν ακόμη ανακοινωθεί επίσημα από την κυβέρνηση η απελευθέρωση της τουρκικής λίρας. Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2001, την κύρια ημέρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την ημέρα μηδέν, η ισοτιμία αναρριχήθηκε σχεδόν στις 900.000 λίρες. Αργότερα, έφτασε στο 1.300.000 λίρες».    

Σαν επακόλουθο των παραπάνω, η οικονομία της χώρας κατέρρευσε με τη σειρά της – με την ύφεση να ξεπερνάει το 3% και τον πληθωρισμό να πλησιάζει το 50%, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης (κατά την Morgan Stanley τότε, η ύφεση ήταν της τάξης του 7,2% και ο πληθωρισμός 70%). Παράλληλα, τα επιτόκια δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έφτασαν στο 110% – ένα μέγεθος με το οποίο ήταν αδύνατον να επιβιώσουν (ίσως από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την τεράστια σημασία του Ευρώ για την Ελλάδα, καθώς επίσης τις «εγκληματικές» παροτρύνσεις να εγκαταλείψουμε τη Ευρωζώνη). Κατά τη διάρκεια των επομένων εβδομάδων η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 10%, αρκετές χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι (υποδήματα, κλωστοϋφαντουργίες) έπαψαν να λειτουργούν, ενώ περίπου 500.000 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους – παρά το ότι η ανεργία ήταν ήδη στο 18%, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Εκτός αυτού, τα φάρμακα σε όλα τα νοσοκομεία της Τουρκίας εξαντλήθηκαν, αφού οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες σταμάτησαν να προμηθεύουν τη χώρα – λόγω της αβέβαιης ισοτιμίας του νομίσματος της.   

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Στις αρχές Μαρτίου του 2001, οι υπευθυνότητες για το μεγαλύτερο μέρος της Οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανατέθηκαν στον K.Dervisστον μέχρι τότε αντιπρόεδρο δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος ήταν στο στελεχιακό δυναμικό της από τη δεκαετία του ’70. Ο K.Dervis, αρκετά χρόνια προηγουμένως, είχε διαχωρίσει το δρόμο του από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό της Τουρκίας, όταν αυτός (B.Ecevit) είχε πολύ σωστά εναντιωθεί στη δραστική ιδιωτικοποίηση της οικονομίας – ιδρύοντας μαζί με άλλους πολιτικούς, το 1994, τη «Νέα Δημοκρατική Κίνηση». Η οργάνωση αυτή, υπό τη ηγεσία του προέδρου των εργοδοτών, ήταν υπέρ ενός συμβιβασμού στο κουρδικό θέμα, «προωθούσε» τη συνεννόηση με το πολιτικό Ισλάμ και σχεδίαζε τη ριζική φιλελευθεροποίηση της Οικονομίας – στα πλαίσια των αρχών των «παιδιών του Σικάγου». Εν τούτοις, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1995 η «οργάνωση», στην οποία συμμετείχε ο K.Dervis, εξαφανίσθηκε εντελώς από την πολιτική σκηνή.

Στις 19 Μαρτίου του 2001, η κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ σε ένα «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα ριζικής «αναμόρφωσης» της τουρκικής οικονομίας – το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, τον δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, μέσα από τη μεγάλη μείωση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των κρατικών εταιρειών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η τουρκική οικονομία είχε χαρακτηρισθεί ως «σοβιετικού τύπου» από τους ιθύνοντες του ΔΝΤ – οι οποίοι τοποθέτησαν αμέσως το δικό τους άνθρωπο, στην ισχυρότερη θέση της χώρας (Υπουργείο Οικονομικών). Συνεχίζοντας οι διεθνείς επενδυτές, οι τοκογλύφοι και το Καρτέλ δηλαδή, δεν εμπιστευόντουσαν ότι η τότε πολυκομματική κυβέρνηση, συναποτελούμενη από τη σοσιαλιστική, τη συντηρητική και την εθνικιστική παράταξη (Γκρίζοι Λύκοι), θα μπορούσε να επιβάλλει τις αλλαγές – πόσο μάλλον όταν τόσο οι κρατικές τράπεζες, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, ήταν οι βασικές «δεξαμενές» άντλησης πολιτικής δύναμης για τα κόμματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό οι δυτικές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και οι τράπεζες (η πραγματική Τρόικα ουσιαστικά, σύμφωνα με την ευρηματική ονομασία που της έδωσαν πρώτοι οι Έλληνες), πίεζαν μαζικά και από κοινού την Τουρκία με απώτερο, κρυφό στόχο την «άλωση» και τη λεηλασία της. Έτσι λοιπόν, τα «παρακλητικά» γράμματα του τότε πρωθυπουργού για την παροχή οικονομικής βοήθειας στη χώρα του (δάνεια), είτε δεν γινόταν αποδεκτά, είτε συνδέονταν με απίστευτες απαιτήσεις ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης (ξεπουλήματος καλύτερα)  της τουρκικής οικονομίας. Παράλληλα, τόσο τα διεθνή ή τοπικά ΜΜΕ, όσο και οι σύνδεσμοι των εργοδοτών, βιομηχάνων και επιχειρηματιών, ενισχυόμενοι σιωπηλά από τη στρατιωτική εξουσία (η οποία απειλούσε έμμεσα ακόμη και με πραξικόπημα), είχαν εξαπολύσει μία απίστευτη «γκεμπελική καμπάνια», κατηγορώντας με κάθε τρόπο την κυβέρνηση για ανικανότητα και διαφθορά. Ο δήθεν στόχος τους ήταν η μετατροπή της Τουρκίας σε μία σύγχρονη Δημοκρατία, μακριά από τον «κρατισμό» του παρελθόντος.   

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ

Συνεχίζοντας, παρά το ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να επιβάλλει της διαρθρωτικές αλλαγές του – περιοριζόμενη στις συνεχείς αυξήσεις των φόρων στη βενζίνη, στον καπνό, στο οινόπνευμα, στη ζάχαρη και σε πολλά άλλα είδη. Όταν όμως η πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας υποτιμήθηκε από τις διεθνείς τράπεζες και τις εταιρείες αξιολόγησης, παράλληλα με τη νέα υποτίμηση του νομίσματος της, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συναντηθεί, κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, με τους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογράφοντας ένα δεσμευτικό «μνημόνιο» συνεργασίας – με βάση το οποίο ήταν πλέον αναγκασμένη να υποκύψει σε όλες τις απαιτήσεις τους. 

Σύμφωνα με τους γνωστούς μας πια Financial Times της Γερμανίας τότε (09.04.2001), «Οι δαπάνες του δημοσίου έπρεπε να μειωθούν άμεσα κατά 25%, ενώ τα έσοδα να αυξηθούν κατά 10%. Από τις αρχές του 2002 έπρεπε να καταργηθούν οι επιδοτήσεις των αγροτών, καθώς επίσης να πουληθούν όλα τα δημόσια αγροτικά εργοστάσια. Η ανάπτυξη όφειλε, μετά την ύφεση του 2001, να είναι 4,5% το 2002 και 5,5% το 2003». Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, οι (με απόσταση) δύο μεγαλύτεροι πελάτες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους «διαφθορείς συνειδήσεων» διεθνώς (άρθρο μας), είναι η Ελλάδα και η Τουρκία – γεγονός που σημαίνει ότι δεν είναι εντελώς απίθανο να «υποδαυλίζει» η Γερμανία τις συνεχείς «αντιπαλότητες» μεταξύ τους, οι οποίες συμβάλλουν αφενός μεν στις εξαγωγές της Γερμανίας, αφετέρου δε στην υπερχρέωση της Ελλάδας και της Τουρκίας (εξοπλιστικά προγράμματα). Περαιτέρω, έπρεπε να καταργηθούν όλοι οι offshore-λογαριασμοί στις τράπεζες, ενώ οι ιδιοκτήτες των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα ήταν υπεύθυνοι για τα χρέη τους, με την ιδιωτική τους περιουσία (οι πιστωτικές απώλειες των κρατικών τραπεζών υπολογίσθηκαν στα 20 δις $ – αν και τελικά δεν έκλεισε καμία τράπεζα). Το πρόγραμμα λιτότητας απαιτούσε επίσης την απόρριψη τουλάχιστον 5.000 κοινωφελών επενδυτικών σχεδίων της κυβέρνησης. Εκτός αυτού, η πλειονότητα των 230.000 υπαλληλικών κατοικιών έπρεπε να πουληθεί, ενώ ένα μεγάλο μέρος των 2,5 εκ. δημοσίων υπαλλήλων όφειλαν να απολυθούν.

Συνεχίζοντας στη μεγάλη λεηλασία της Τουρκίας, οι ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων ήταν υποχρεωμένοι να νομιμοποιήσουν τα ακίνητα τους, πληρώνοντας ποσά, τα οποία θα απέφεραν συνολικά στα ταμεία του κράτους περί τα 5 δις $. Επίσης, οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωτικό να πουληθούν στις τότε εξευτελιστικές τιμές στο διεθνές κεφάλαιο – οι κρατικές τράπεζες δηλαδή, οι επιχειρήσεις ενέργειας, ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, οι αεροπορικές εταιρείες, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της χώρας έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από την Πολιτική. Μάλλον οφείλουμε να συμπληρώσουμε επίσης εδώ ότι, συνήθως αυξάνεται δυσανάλογα το δημόσιο χρέος με την είσοδο των συνδίκων του διαβόλου σε μία χώρα, επειδή τα αδύναμα κράτη υποχρεώνονται να συμπεριλάβουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες, καθώς επίσης τις ζημίες των επιχειρήσεων του δημοσίου, όπως και αποζημιώσεις του προσωπικού που απολύουν – έτσι ώστε οι κρατικές επιχειρήσεις να πουληθούν στους ιδιώτες όχι μόνο σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά και «ελεύθερες βαρών». Επομένως, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η αλματώδης αύξηση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, τα τελευταία δύο χρόνια – επίσης όχι η συνεχής «ανοδική αναθεώρηση» των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού μας. Περαιτέρω το ΔΝΤ, μετά την υπογραφή του «μνημονίου υποτέλειας», αποφάσισε τελικά να δανείσει τα 6 δις $ στην Τουρκία, τα οποία είχε υποσχεθεί και δεν εκταμίευε (το σύνηθες τέχνασμα), ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε τις ανάγκες εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος στα 35 δις $ – καθώς επίσης τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα των επομένων τριών μηνών, τα οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει η Τουρκία, στα 10,1 δις $ (το συνολικό δάνειο του ΔΝΤ προς την Τουρκία, μεταξύ των ετών 2002-2004, ήταν 31 δις $).   

Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις, κανένα από τα τρία κόμματα που συγκυβερνούσαν δεν ξεπερνούσε πλέον το ελάχιστο όριο εισαγωγής τους στη Βουλή (10%) – ενώ ο πρωθυπουργός δεν ήθελε (ίσως δεν του επιτρεπόταν από το ΔΝΤ) να παραιτηθεί, παρά το ότι είχε χαθεί εντελώς η εμπιστοσύνη τόσο των βουλευτών, όσο και των Πολιτών της χώρας απέναντι του. Όπως αποδείχθηκε δε στη συνέχεια, κανένα από τα παλαιότερα κόμματα δεν «επέζησε» ως είχε – χωρίς αυτό να σημαίνει δυστυχώς ότι, η νέα ηγεσία συμπεριφέρθηκε όπως μάλλον θα περίμεναν οι Πολίτες της χώρας. Αν μη τι άλλο, το κόμμα που διαδέχθηκε τα «συντρίμμια» που άφησε το ΔΝΤ, ήταν αυτό που τελικά «ξεπούλησε» τη δημόσια περιουσία της Τουρκίας, όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο – κυρίως δε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης τις προσοδοφόρες, αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης (τυχερών παιχνιδιών, τηλεοπτικών συχνοτήτων κλπ.).  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 04. Ιουνίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2357.aspx

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.