FED, Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ:
Τα καινούργια χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής, η νέα πιστωτική πυραμίδα, η παραγωγή χρήματος από τις εμπορικές τράπεζες… – Μέρος Ι
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα κεφάλαια, πόσο μάλλον για τα «εικονικά» χρήματα, όσο για τους τόκους που «προσφέρουν». Τα κεφάλαια μοιάζουν με τα «οπωροφόρα» δέντρα, τα οποία έχουν τότε μόνο αξία, όταν παράγουν καρπούς – αφού αυτοί πωλούνται στις αγορές, δημιουργώντας κέρδη.
Όσον αφορά τις εμπορικές τράπεζες, με κριτήριο το ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο (fractional reserve) που υποχρεούνται να καταβάλλουν στις κεντρικές, έχουν τη δυνατότητα να «εγκρίνουν» έως και τα 50πλάσια δάνεια των εγγυήσεων που διαθέτουν – δημιουργώντας χρήματα από το πουθενά και αποκομίζοντας ετήσια επιτόκια που υπερβαίνουν το 250% επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων τους.
Για παράδειγμα, όταν προσφέρουν ένα δάνειο 1.000 €, τα χρήματα που στην πραγματικότητα διαθέτουν (υπό ορισμένες προϋποθέσεις), είναι 20 € (2%). Από τα 20 αυτά Ευρώ, με επιτόκιο 5%, οι ετήσιοι τόκοι τους διαμορφώνονται στα 50 € – δηλαδή, κερδίζουν 2,5 φορές τα πραγματικά χρήματα που καταβάλλουν. Επομένως, όχι μόνο ξεπερνούν κατά πολύ ακόμη και τον πιο άπληστο τοκογλύφο, αλλά, το σημαντικότερο ίσως, θα ήταν πιθανότατα ικανές να «εγκληματήσουν», εάν μόνο έτσι θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν περαιτέρω τα υπερκέρδη τους”.
Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, δεν απορεί κανείς διαπιστώνοντας ότι το καζίνο έχει ξανά ανοίξει – ειδικά όταν γνωρίζει ότι οι «πρωταθλητές» του marketing, οι Η.Π.Α., έχουν διοχετεύσει σχεδόν το σύνολο της δημιουργικότητας τους στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα «μαζικής καταστροφής». Πόσο μάλλον αφού η εμπειρία των μεγάλων ιδρυμάτων από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση τα δίδαξε ότι, ακόμη και αν τυχόν βρεθούν ξανά σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (χρεοκοπία), οι κυβερνήσεις θα επέμβουν με τα χρήματα των φορολογουμένων Πολιτών τους, διασώζοντας τες (ετεροβαρές ρίσκο).
ΟΙ ΣΚΙΩΔΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Αναλυτικότερα οι τράπεζες, κυρίως οι τοπικές γερμανικές, με στόχο να αποφύγουν τις μελλοντικές υποχρεώσεις τους από την εφαρμογή της νέας συνθήκης της Βασιλείας, η οποία θα τις αναγκάζει σε Ίδια Κεφάλαια της τάξης του 10,5% επί των συνολικών δανείων τους, «μεταβιβάζουν» τις επισφάλειες (ρίσκα) τους σε εξειδικευμένους επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες) – με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούν τα απαιτούμενα κεφάλαια τους, κάποιες φορές σε χαμηλότερα του 1% (δανείζοντας με επιτόκια 5%, επιτυγχάνουν έως και 500% κερδοφορία).
Η καινούργια αυτή «αισθητική επέμβαση» στους Ισολογισμούς τους ονομάζεται «Regulatory Capital Relief Trade / Reg Caps» – όπου οι σκιώδεις, ανεξέλεγκτες από τις Αρχές τράπεζες, οι οποίες στις Η.Π.Α. διαχειρίζονται πιστώσεις ύψους 16 τρις $ (οι κανονικές τράπεζες «μόλις» 13 τρις $), υψηλότερες δηλαδή από το συνολικό ΑΕΠ της υπερδύναμης, «αγοράζουν» τις επισφαλείς πιστώσεις των εμπορικών τραπεζών, «χρεώνοντας» τες με προμήθειες που ξεπερνούν το 15%. Η λειτουργία του απίστευτου αυτού «μηχανισμού ωραιοποίησης» των Ισολογισμών είναι η εξής:
(α) Η εμπορική τράπεζα προσφέρει πιστώσεις στους πελάτες της, ιδιώτες ή επιχειρήσεις, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα την πιστοληπτική τους ικανότητα (όπως ακριβώς συνέβη με τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης στις Η.Π.Α.)
(β) Αρκετές χιλιάδες δανείων «συσκευάζονται» σε ένα «δομημένο» προϊόν. Τα ιδιαίτερα επικίνδυνα πιστωτικά «πακέτα» τώρα, τα δομημένα προϊόντα δηλαδή με το μεγαλύτερο ρίσκο (Junior Trance), «τιτλοποιούνται» και μεταβιβάζονται σε επενδυτές (σκιώδεις τράπεζες).
(γ) Οι επενδυτές αυτοί (για παράδειγμα κάποια Hedge Funds), αναλαμβάνουν το ρίσκο της απώλειας των πιστώσεων – χρεώνοντας την τράπεζα που τις μεταβιβάζει με υψηλά επιτόκια (έως και 15%).
(δ) Η τράπεζα, έχοντας μετατρέψει τα επισφαλή της δάνεια σε ασφαλή, αφού έχει μεταβιβάσει το ρίσκο της απώλειας τους (κάτι που λειτουργούσε στο παρελθόν με τα CDS και τις ασφαλιστικές εταιρίες, έως ότου κατέρρευσε η αγορά τους), δεν είναι υποχρεωμένη να τα εγγράψει στον Ισολογισμό της. Επομένως, έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την παροχή πιστώσεων, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τα Ίδια Κεφάλαια της (με αποτέλεσμα να μειώνεται η σχέση «Ίδια Κεφάλαια προς Πιστώσεις» στο 1% – αντί να παραμένει στο 10%).
(ε) Ο κίνδυνος της απώλειας των επισφαλών δανείων τώρα, τον οποίο έχουν αναλάβει τα Hedge funds από την τράπεζα, μεταφέρεται στους χρηματοδότες τους – που ακριβώς δεν γνωρίζει κανείς. Όπως υποθέτουν οι γνώστες της αγοράς, οι χρηματοδότες αυτοί είναι κρατικά επενδυτικά κεφάλαια, συνταξιοδοτικά ταμεία και πλούσιοι ιδιώτες – μέσω των ειδικών ιδρυμάτων που διαθέτουν.
(στ) Ολόκληρο το «παιχνίδι», η πιστωτική πυραμίδα δηλαδή, συνεχίζεται επ’ αόριστον – μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, κατά την οποία θα εκραγεί ακόμη μία φορά η «φούσκα» και θα γκρεμισθεί η πυραμίδα (καπιταλισμός-καζίνο).
Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απίθανο ένας ιδιοκτήτης, ο οποίος για παράδειγμα αγόρασε με δόσεις το σπίτι του από μία Ελληνική Τράπεζα (ή ένας επιχειρηματίας που δανείσθηκε από μία ελβετική τράπεζα), να έλθει αντιμέτωπος με έναν Ιάπωνα επενδυτή ή με κάποιο βρετανικό Hedge Fund, το οποίο θα ζητάει από αυτόν τα χρήματα του. Ειδικά όσον αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία είναι συνήθως εξάμηνης λήξης, αν και υπό ομαλές συνθήκες ανανεώνονται, είναι δυνατόν να «καταπέσουν» ξαφνικά, καταστρέφοντας πολλές επιχειρήσεις.
Περαιτέρω, παρά το ότι οι κρατικές υπηρεσίες ακολουθούν τα ίχνη των πιστωτικών «ακροβατών», προσπαθώντας να εμποδίσουν την καινούργια, πολύ πιο ισχυρή πιστωτική φούσκα που δημιουργείται, δεν φαίνεται δυστυχώς να τα καταφέρνουν. Το γεγονός αυτό είναι μάλλον αυτονόητο αφού ο Αρχές, ιδίως οι ευρωπαϊκές, διαθέτουν ελάχιστα άτομα, με ετήσιους μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 130.000 € – έχοντας απέναντι τους πολλές χιλιάδες καλοπληρωμένα, ικανότατα επενδυτικά στελέχη, τα οποία ακολουθούν «πρότυπα» όπως αυτό του J.Paulson (ο οποίος κέρδισε μέσα σε ελάχιστους μήνες από την πρόσφατη κρίση των subrimes σχεδόν 4 δισεκατομμύρια $).
Πολύ περισσότερο όταν, όπως υποθέτουμε, δεν είναι αντίθετη τους η Fed – η οποία, παρά το ότι η ονομασία της (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των Η.Π.Α.) μας προδιαθέτει να την θεωρήσουμε κρατική, είναι μία ιδιωτική τράπεζα (με μετόχους μερικές από τις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες, καθώς επίσης ανώνυμους ιδιώτες-μέλη της τραπεζικής ολιγαρχίας).
ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Συνεχίζοντας, θεωρούμε ότι οι κανονικές τράπεζες (εμπορικές), δεν διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από τις σκιώδεις – με μοναδική ίσως εξαίρεση το ότι υπάγονται σε θεσμοθετημένους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ειδικότερα, η διαδικασία της δημιουργίας χρήματος εκ μέρους τους από το πουθενά παραμένει «αδιαφανής – ενώ είναι πολύ δύσκολο να «ανακαλυφθεί/τεκμηριωθεί». Για παράδειγμα, όταν κανείς αναζητήσει στους Ισολογισμούς και στις στατιστικές των εμπορικών τραπεζών, εάν το ποσόν των χορηγήσεων τους υπερβαίνει το αντίστοιχο των καταθέσεων, δεν πρόκειται να διακρίνει σημαντικές διαφορές (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Καταθέσεις, χορηγήσεις και διαφορά (καταθέσεις μείον χορηγήσεις) ορισμένων Ελληνικών τραπεζών σε δις €, με κριτήριο τους Ισολογισμούς τους το 2009.
Τράπεζα |
Καταθέσεις |
Χορηγήσεις |
Διαφορά |
|
|
|
|
Εθνική Τράπεζα |
58,08 |
58,13 |
-0,05 |
Eurobank |
45,81 |
42,02 |
3,79 |
Alpha Bank |
35,26 |
41,81 |
-6,55 |
Τράπεζα Κύπρου |
26,93 |
22,35 |
4,58 |
Τράπεζα Πειραιώς |
25,73 |
31,25 |
-5,52 |
Αγροτική Τράπεζα |
22,68 |
22,13 |
0,55 |
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο |
12,66 |
7,91 |
4,75 |
Πηγή: Ναυτεμπορική, Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, η διαφορά μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων (όπου το αρνητικό υπόλοιπο σημαίνει ότι η εκάστοτε τράπεζα έχει δανείσει περισσότερα χρήματα από τις «καταθέσεις» της), δεν είναι σημαντική. Επομένως, αυτός που αναζητά πρακτική απόδειξη της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά στους Ισολογισμούς των τραπεζών, δεν πρόκειται να την βρει εκεί – εκτός εάν γνωρίζει ότι, κάτω από την έννοια «καταθέσεις» συμπεριλαμβάνονται επίσης χρήματα, τα οποία δεν προέρχονται από καταθέσεις, αλλά από «πιστώσεις»: λογιστικά χρήματα δηλαδή (πηγή: B. Senf).
Πόσο μάλλον εάν κατανοήσει ότι, εάν κάποιος λάβει ένα δάνειο από μία τράπεζα και καταθέσει (εμβάσει κλπ) το ποσόν του δανείου σε έναν λογαριασμό όψεως, στην ίδια ή σε κάποια άλλη τράπεζα, τότε τα χρήματα αυτά θεωρούνται καταθέσεις – γεγονός που μάλλον δυσχεραίνει κατά πολύ την πειστικότητα εκείνων των στατιστικών αναφορών, οι οποίες καταγράφουν τις αποταμιεύσεις των Πολιτών, προσπαθώντας να μας δώσουν μία δήθεν αντιπροσωπευτική εικόνα των προς διάθεση «πραγματικών» χρημάτων (χωρίς να αφαιρούν τις υποχρεώσεις των καταθετών κλπ).
Παρά το ότι λοιπόν η διαδικασία της παραγωγής χρημάτων από το πουθενά ήταν αρχικά το αποκλειστικό προνόμιο των κεντρικών τραπεζών, στις οποίες οι εμπορικές, για να πάρουν χρήματα (δάνεια) έδιναν σαν εγγύηση τις απαιτήσεις τους από τους πελάτες τους (ανταλλάσσοντας τες με «κεντρικά χρήματα», τα οποία «μεταβίβαζαν» στους επόμενους πελάτες τους), οι εμπορικές τράπεζες έχουν «εφεύρει», για πολλά χρόνια κρυφά από το ευρύ κοινό και την Πολιτική, έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής χρημάτων: τα λογιστικά χρήματα, τα οποία πλέον αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χρήματος Μ1 (μετρητά συν καταθέσεις όψεως).
Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν το απλοποιημένο «πιστωτικό φαινόμενο», το οποίο επεξηγεί το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, είναι το εξής:
(α) Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α το ποσόν των 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (σαν «ρεζέρβες», εάν αυτή ήταν η υποχρέωση της στην κεντρική) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β (ή σε κάποιον άλλο πελάτη της κλπ)
(β) Η Τράπεζα Β, η οποία δανείζεται τα 800 €, διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.
(γ) Η Τράπεζα Γ, η οποία δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.
Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις συνολικά 5.000 €, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.
Ίσως οφείλουμε να συμπληρώσουμε εδώ ότι, εάν η υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών για τη διατήρηση εγγυήσεων στην κεντρική δεν ήταν 20%, όπως στο παράδειγμα, αλλά 2%, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρωζώνη, τα αρχικά 1.000 € θα μπορούσαν να γίνουν 50.000 € (υπό προϋποθέσεις φυσικά, όπου το μέγεθος της τράπεζας, ο όγκος των συναλλαγών της καλύτερα, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο – κάτι που θα αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο μας).
Συνεχίζοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, αλλά από την αντίθετη «φορά», εάν ο αρχικός πελάτης ζητήσει από την Τράπεζα Α να του επιστρέψει τα 1.000 €, τότε αυτή θα απαιτήσει από την Τράπεζα Β τα 800 € που της είχε δανείσει, συμπληρώνοντας τα με τα 200 € που είχε διατηρήσει (ρεζέρβες) κοκ. Έτσι λοιπόν, σε τελική ανάλυση, τα 4.000 € πιστώσεις και τα 1.000 € ρεζέρβες, τα συνολικά 5.000 € δηλαδή, θα ξαναγίνονταν 1.000 € (εδώ το μέγεθος της τράπεζας λειτουργεί ακριβώς αντίθετα, οδηγώντας τις μεγάλες γρηγορότερα στη χρεοκοπία).
Φυσικά, όταν η Οικονομία λειτουργεί ομαλά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρακτικά, αφού εμφανίζονται συνεχώς νέοι καταθέτες, οι τράπεζες δανείζονται επί πλέον χρήματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία της επιστροφής χρημάτων (πιστωτική συρρίκνωση, «κάψιμο» χρημάτων), όσο αυτή του δανεισμού τους, ενώ εμπεριέχει πολλούς διαφορετικούς κινδύνους – κάτι που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, με άγνωστα αποτελέσματα για το μέλλον της (ύφεση, ανεργία κλπ).
Κλείνοντας είναι πιθανόν, στο παράδειγμα μας, η Τράπεζα Β, η οποία για να επιστρέψει με τη σειρά της τα 800 € θα πρέπει να ζητήσει την αποπληρωμή των 640 € από την Τράπεζα Γ, να μην μπορέσει να το επιτύχει – επειδή η Τράπεζα Γ αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα Β είναι υποχρεωμένη (υπό ορισμένες προϋποθέσεις φυσικά), να ζητήσει από κάποιον άλλο «πελάτη» της τα 640 € και να δημιουργήσει προβλέψεις ζημιών (επίσης 640 €).
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 01. Μαΐου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Έχει εκδώσει πρόσφατα το βιβλίο «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009.
ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2337.aspx