Τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς…
(σημειώσεις για ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο) – Μέρος Ι
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Εισαγωγή
Σήμερα έχει γίνει πια σαφές ότι απέναντι στην πραγματικότητα της κρίσης και της κοινωνικής καταστροφής που επιφυλάσσουν τα μέτρα των Μνημονίων η απάντηση δεν μπορεί να είναι απλώς το γενικό όχι στα μέτρα ή η πρόσκληση απλώς για ένα μέτωπο αντίστασης. Αυτό που απαιτείται είναι η διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης που να μπορέσει να ανασυγκροτήσει την αυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς.
1. Η κρίση του κυρίαρχου προτύπου ανάπτυξης και η πρόκληση μιας εναλλακτικής στρατηγικής
Άλλωστε, έχει γίνει πια σαφές ότι στην Ελλάδα δεν βιώνουμε απλώς την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Ζούμε την κρίση ενός ολόκληρου «αναπτυξιακού παραδείγματος» που στηρίχτηκε στην πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την επέκταση στα Βαλκάνια, τα υπερκοστολογημένα έργα, την επισφάλεια, τη διαμόρφωση «μεσαίων στρωμάτων» προσκολλημένων στον «εκσυγχρονισμό», το χαμηλό μισθολογικό κόστος και την υπερεκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας, την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, την τροφοδότηση του καταναλωτικού ευδαιμονισμού από το φτηνό δανεισμό και τις ανεξέλεγκτες εισαγωγές. Οι συνέπειες δεν περιορίζονται μόνο στη διαμόρφωση των υλικών όρων της τωρινής κρίσης, αλλά και στην ένταση της εκμετάλλευσης, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την εμπέδωση ενός εξατομικευμένου καταναλωτικού ευδαιμονισμού σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Η απάντηση των αστικών δυνάμεων είναι η συλλογική ενοχή («μαζί τα φάγαμε») και η τεράστια υποτίμηση της εργατικής δύναμης, για να γίνουμε χώρα φτηνού εργατικού δυναμικού και προσανατολισμού στις εξαγωγές, παραβλέποντας ότι ανάπτυξη μέσω εξαγωγών και χαμηλού κόστους εργασίας, σε ένα περιβάλλον άρσης προστατευτικών μηχανισμών, συνεπάγεται βίαιη επιδείνωση των όρων εργασίας, των κοινωνικών συνθηκών και του περιβάλλοντος. Ουσιαστικά, το όραμά τους είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε μια μεγάλη «Ειδική Οικονομική Ζώνη» φτηνής εργασίας, εργοδοτικής αυθαιρεσίας, άρσης κάθε εργασιακού, περιβαλλοντικού, αρχαιολογικού περιορισμού στη βούληση των επενδυτών. Ελπίζουν ότι το σοκ μιας βίαιης αλλαγής των όρων εργασίας και ζωής, ακόμη και εάν προκαλεί αρχικά οργή και αγανάκτηση, τελικά θα οδηγήσει στην αποκαρδίωση και έναν εξατομικευμένο επιβιωτισμό και άρα την αναγκαστική προσαρμογή στη νέα συνθήκη.
Απέναντι σε μια τέτοια πραγματική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος, οι ορθές οριοθετήσεις όπως είναι η παύση πληρωμών στο χρέος, η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος της εργασίας, δεν αρκούν. Απέναντι στην ιδεολογική τρομοκρατία ότι αυτά σημαίνουν καταστροφή, πρέπει να πούμε ότι «υπάρχει ζωή μετά το ευρώ» και να δώσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις πάνω στο τι, πώς και από ποιους μπορεί να παράγεται και να καταναλώνεται σε αυτή τη χώρα.
2. Η ρήξη με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η πρόκληση της αυτοδύναμης ανάπτυξης
Αφετηρία μας είναι ότι η ρήξη με τους μηχανισμούς της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της προτεραιότητας της καπιταλιστικής κερδοφορίας μπορεί να δώσει δυναμική για μια αυτοδύναμη κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό δεν είναι απομονωτισμός, αλλά διαπίστωση ότι κάθε προσπάθεια ανάπτυξης μέσω διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα συνεπάγεται την εσωτερίκευση πιέσεων για μεγαλύτερη καπιταλιστική παραγωγικότητα, για αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση εργασίας και βέβαια για μονόπλευρο προσανατολισμό προς τους εξαγωγικούς κλάδους, με αποτέλεσμα την απαξίωση άλλων σημαντικών τομέων και την αυξημένη αναπαραγωγή καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών.
Ως προς το ερώτημα της δυνατότητας επιβίωσης σε συνθήκη μειωμένων συναλλαγών με το εξωτερικό, πρέπει να τονίσουμε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει και ορυκτό πλούτο και σημαντικότατο παραγωγικό δυναμικό σε κλάδους όπως τα τρόφιμα, η κλωστοϋφαντουργία, η επεξεργασία υλικών με υψηλή προστιθέμενη αξία, η αμυντική βιομηχανία (με όλες τις δυνατότητες που έχει για μη στρατιωτική χρήση), η φαρμακοβιομηχανία, η χημική βιομηχανία, η ναυπηγική. Ακόμη και χωρίς τεράστιες τομές και επενδύσεις η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καλύπτει μεγάλο μέρος των διατροφικών αναγκών της, των αναγκών σε ένδυση, των περισσότερων δομικών υλικών (είτε ως πλήρη παραγωγή είτε ως σημαντική επεξεργασία), σημαντικού μέρους των φαρμάκων και του υγειονομικού υλικού, έχει υποδομές για την παραγωγή οχημάτων δημόσιας χρήσης, σιδηροδρομικού υλικού, πλοίων όλων των κατηγοριών, επισκευής αεροσκαφών, διαθέτει σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες και σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας.
Η έμφαση στην συλλογική αξιοποίηση τέτοιων παραγωγικών δυνατοτήτων σε συνδυασμό με μια νομισματική πολιτική που δεν θα αναπαράγει τον παραλογισμό του ευρώ, θα ανακόψει την διαβρωτική είσοδο φτηνών εισαγωγών και την πίεση για μείωση του κόστους εργασίας και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, ενώ θα επιτρέψει και εξαγωγές, με έμφαση στην ποιότητα των προϊόντων, το άνοιγμα σε άλλες συναλλαγές εκτός των ορίων της ΕΕ. Επιπλέον, θα επιτρέψει πολιτική διαχείριση των εξαγωγών και γενικά των διεθνών συναλλαγών μέσα από διακρατικές συμφωνίες, ιδιαίτερα κρίσιμες για την προμήθεια καυσίμων και μέρους των τροφίμων.
Η ανάγκη για διατροφική ποιότητα και επάρκεια απαιτεί διαφορετική κατάσταση στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή. Ένα σύγχρονο συνεταιριστικό κίνημα, με κατάλληλη δημόσια ενίσχυση, που θα διεκδικήσει το σπάσιμο των σημερινών εμπορικών κυκλωμάτων και την άμεση πρόσβαση στον καταναλωτή, παράλληλα με την έμφαση σε ποιοτικά αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, μπορεί σήμερα να καλύψει σημαντικές ανάγκες, να ρίξει το κόστος για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα να βελτιώσει το αγροτικό εισόδημα χωρίς την καταφυγή στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Είναι εφικτό να μπουν φραγμοί στην ανεξέλεγκτη τουριστική μονοκαλλιέργεια, μετάβαση από τη σημερινή επένδυση και στο μαζικό εμπορευματοποιημένο και στον «υψηλού εισοδήματος» τουρισμό, προς την έμφαση στον τουρισμό ως κοινωνικό δικαίωμα, στη συνύπαρξη με άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, στην ανάδειξη της ίδιας της ποιότητας ζωής και του πολιτισμού και όχι τεχνητών τουριστικών παραδείσων σε κίνητρο για να επισκεφτεί κανείς τη χώρα.
Η αλλαγή του ενεργειακού προτύπου είναι επιτακτική ιδίως από τη στιγμή που θα πρέπει να περιορίζεται και η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Πρωτίστως, χρειάζεται μείωση των ενεργειακών αναγκών, αποκέντρωση, η προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, αποφυγή ενεργειοβόρων δραστηριοτήτων. Αυτά μόνο σε ένα ριζικά τροποποιημένο περιβάλλον κοινωνικής συμμετοχής και δημόσιας ιδιοκτησίας μπορούν να προχωρήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο όντως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό πεδίο δημόσιας επένδυσης, αλλά με όρους δημοκρατικού σχεδιασμού, ομαλής κατανομής μέσα στο χώρο, σεβασμού στο περιβάλλον, συζήτησης και απόφασης των ίδιων των κατοίκων.
3. Δημόσια ιδιοκτησία, αυτοδιαχείριση, δημοκρατικός σχεδιασμός
Σε αυτό το φόντο, η στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία θα ανοίξει δρόμους μετασχηματισμού. Η υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση και «απελευθέρωση» των υποδομών σήμαινε απλώς ένα μεγάλο πάρτι για τους «επενδυτές». Η δράση του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε βασικό παράγοντα της κρίσης. Η δημόσια ιδιοκτησία και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος των τραπεζών και όλων των στρατηγικών επιχειρήσεων που αφορούν τις κοινωφελείς υποδομές είναι αποφασιστικό εργαλείο για την απασχόληση, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τη μείωση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την απαλλαγή από τη υπερβολή χρήση του ΙΧ, την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών ή η απομόνωση ολόκληρων περιοχών, επειδή οι εφοπλιστές ή οι αεροπορικές εταιρίες δεν τις κρίνουν συμφέρουσες. Προϋπόθεση η επιστροφή στην πλήρη δημόσια ιδιοκτησία να μην είναι απλώς μια τυπική υπόθεση, αλλά να συνδυάζεται με νέες μορφές εργατικού και λαϊκού ελέγχου ως προς τις προτεραιότητες και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίστοιχα, η δημόσια ανάληψη των έργων υποδομής και η εθνικοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου που άνθισε απομυζώντας δημόσια δαπάνη, μπορεί να προσφέρει εξοπλισμό αλλά και εργατικό δυναμικό με τεράστια εμπειρία και γνώση για την κατασκευή αναγκαίων έργων.
Σε κάθε επίπεδο κυρίαρχη κατεύθυνση πρέπει να είναι η αυτοδιαχείριση, η αυτοδιεύθυνση, και ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος. Αυτό αποκτά στις μέρες μας ξεχωριστή επικαιρότητα. Μέσα σε μια διαδικασία ρήξης πολλές επιχειρήσεις θα κλείσουν ή θα τις διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι, ιδίως εάν αναλογιστούμε και τα χρέη τους. Η ανάληψή τους, χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών, από τους εργαζομένους τους θα ανοίξει νέες δυνατότητες για την παραγωγή χρήσιμων αγαθών, ιδίως εάν διαμορφώσουμε εναλλακτικά δίκτυα διανομής προϊόντων. Ένα κύμα αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων μαζί με την επέκταση ενός δημόσιου τομέα εθνικοποιημένων επιχειρήσεων με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, θα ανοίξει δρόμους συνολικότερης αμφισβήτησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος των κοινωνικών αναγκών.
Σε αντίθεση με ορισμένη κριτική κομματιών της Αριστεράς, πρέπει να επιμείνουμε ότι η αυτοδιαχείριση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντίθετη στο συλλογικό κοινωνικό σχεδιασμό, αλλά ως οργανικό στοιχείο μιας σύγχρονης εκδοχής σχεδιασμού. Άλλωστε, αυτοδιαχείριση σημαίνει συλλογική απόφαση, επαφή και επικοινωνία με δίκτυα αλληλεγγύης και υποστήριξης και αυτό εκ των πραγμάτων βάζει το ζήτημα μιας άλλης ανώτερης μορφής κοινωνικοποίησης.
Η αποκέντρωση οφείλει να είναι βασική πλευρά της διαδικασίας. Η μείωση των ενεργειακών αναγκών, η ισόρροπη προς το περιβάλλον ανάπτυξη, η υπεράσπιση τοπικών παραγωγικών δυνατοτήτων, η ανάπτυξη μη εμπορευματικών δικτύων διανομής, απαιτούν μία νέα έμφαση στο τοπικό επίπεδο και εξασφάλιση της παραμονής των ανθρώπων στις περιοχές τους.
Επιπλέον, μια πολιτική αναδιανομής πλούτου προς αναγκαίες κοινωνικές δραστηριότητες θα δώσει και μια άλλη διάσταση στην αναβαθμισμένη παροχή δημόσιας υγείας, παιδείας, πρόνοιας, πολιτισμού, ενημέρωσης. Η υπέρβαση των σημερινών ελλειμμάτων και ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση, η συλλογική εμπιστοσύνη στο μεγάλο και πολύτιμο δυναμικό που υπάρχει σε αυτούς τους χώρους, το σπάσιμο όλων των μορφών άμεσης και έμμεσης ιδιωτικοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες αλλαγές. Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο ως επένδυση σε εξοπλισμό ή προσωπικό, αλλά και ως μια διαφορετική κατεύθυνση: έμφαση στην πρόληψη, την πρωτοβάθμια υγεία και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και όχι στην «επισκευή» της εργατικής δύναμης (άλλωστε ξέρουμε ότι καθαυτή η μετάβαση σε μια δικαιότερη κοινωνία με μικρότερο άγχος θα βελτιώσει την υγεία), προτεραιότητα στη βελτίωση της πρόσβασης στην παιδεία και την κοινωνικοποίηση της γνώσης (αναγκαία συνθήκη και του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων) και όχι σε μεμονωμένους πόλους «Αριστείας», μαζική πρόσβαση και ενίσχυση του Πολιτισμού και της έρευνας.
Όλα αυτά απαιτούν μια άλλης κλίμακας πολιτική σχεδιασμού. Το σπάσιμο όλων των απαγορεύσεων της ΕΕ για εθνικές ενισχύσεις θα επιτρέψει, υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε και για την εξουσίας μιας ευρύτερης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, στοχευμένη ενίσχυση παραγωγικών κλάδων, στροφή προς τη δημόσια ιδιοκτησία ως στοιχείο σχεδιασμού, διαμόρφωση πραγματικών αναπτυξιακών σχεδίων και όχι απλώς «ευκαιριών για επένδυση», πραγματικά δημόσια επένδυση και όχι διασπάθιση κοινωνικού πλούτου.
Μια τέτοια διαδικασία κεντρικού δημοκρατικού σχεδιασμού απαιτεί ολόπλευρες μορφές συζήτησης και δημοκρατίας και μέσα στην κοινωνία, ανοιχτή και δημόσια αντιπαράθεση για την προοπτική του τόπου, εκπροσώπησης των αντιθεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και στην κορυφή. Αντίστοιχα, «από τα κάτω» και σε τοπικό επίπεδο η ύπαρξη ενός κινήματος αυτοδιαχείρισης, μη εμπορευματικών δικτύων ανταλλαγής και διανομής, μπορεί να διαμορφώσει στοιχεία «τοπικών σχεδίων» με βάση δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά και μέσα στις αμιγώς δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες η κατοχύρωση μορφών εργατικού και λαϊκού ελέγχου θα δώσει άλλες δυνατότητες για το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό με βάση κοινωνικές ανάγκες. Ποιος μπορεί να οργανώσει καλύτερα ένα νοσοκομείο; Ο διορισμένος μάνατζερ που κυρίως θέλει να εξυπηρετήσει συμφέροντα του ιατροφαρμακευτικού κυκλώματος ή η συνέλευση των γιατρών και των άλλων εργαζομένων που θα είναι στρατευμένη στην υπόθεση της λαϊκής υγείας;
ΠΗΓΗ: (Μια πρώτη και συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29 του περιοδικού Εκτός Γραμμής). Το είδα: http://aristerovima.gr/blog.php?id=3202