Μεταφυσικής αγώνας άγονος & το δώρο της μαρτυρίας I

Μεταφυσικής αγώνας άγονος και το δώρο της μαρτυρίας: διαδρομές στη σύγχρονη Φιλοσοφία της Θρησκείας – Μέρος Ι

 

Του π. Ευάγγελου Γκανά


 

Η Φιλοσοφία της Θρησκείας, στις ποικίλες εκφάνσεις και προοπτικές με τις οποίες εμφανίζεται στις αρχές του 21ου αιώνα, αποτελεί αναμφισβήτητα καρπό των Νέων Χρόνων. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν διαθέτει παλαιότατες απαρχές και μια μακρόχρονη διαδρομή στην Ιστορία των Ιδεών. Ήδη η διαμάχη πλατωνισμού και σοφιστών θεωρείται ως η ιστορική μήτρα που έθεσε την ατζέντα της μεταγενέστερης συζήτησης.

Η εμφάνιση του χριστιανισμού και η συνάντησή του με την ελληνική φιλοσοφία αποτέλεσε μια άλλη σημαντική φάση αυτής της εξέλιξης και το ερώτημα του Τερτυλλιανού, «τι σχέση μπορεί να έχει η Ιερουσαλήμ με την Αθήνα;», παραμένει ανοικτό μέχρι και τις μέρες μας. Εξίσου σημαντική τέλος είναι η διαμόρφωση της σχολαστικής σκέψης ως πολεμικής απόκρισης  στην προβληματική που έθεσε η επανεμφάνιση του αριστοτελισμού με τη μορφή του αβερροϊσμού.

Αν όμως η Φιλοσοφία της Θρησκείας, στη σύγχρονη θεματική της, αποτελεί αναμφισβήτητα έναν καρπό των Νέων Χρόνων, αυτό που παραμένει  αμφισβητήσιμο είναι το κατά πόσον ο καρπός  αυτός, στη σημερινή μορφή και προβληματική του, συνιστά θρεπτική τροφή για το ανθρώπινο πνεύμα ή αντίθετα έναν αραιό και άνοστο χυλό όπως τόσα και τόσα προϊόντα της μαζικοδημοκρατικής σκέψης.

Το δοκίμιο αυτό έχει διπλό στόχο: αφ’ ενός, να αναδείξει πως το ποικιλόμορφο τοπίο της σύγχρονης συζήτησης μπορεί ίσως να ιδωθεί και να περιγραφεί κατά τρόπο περιεκτικό μέσα από την ανάδειξη της αντιπαράθεσης δύο συγκεκριμένων ιδεοτυπικών προοπτικών, της μεταφυσικής και της μαρτυρίας, και αφ’ ετέρου να υποστηρίξει πως είναι η δεύτερη προοπτική αυτή που αποτελεί το δρόμο προς μια, επώδυνη ίσως, αλλά σίγουρα γόνιμη πορεία προς την ενηλικίωση του ανθρώπινου πνεύματος.

1. Η μεταφυσική ως οντοθεολογία

Στη συνείδηση των περισσοτέρων ανθρώπων η μεταφυσική θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της θεολογίας. Και μόνο η νύξη για την  ύπαρξη θεολογικών προοπτικών βαθύτατα αντιμεταφυσικών προκαλεί έκπληξη και απορία. Σ’ αυτό συντείνει βέβαια το γεγονός πως η έννοια της μεταφυσικής είναι πολυχρησιμοποιημένη μεν, αλλά συνήθως ασαφώς προσδιορισμένη.

Ακολουθώντας ένα σαφή και περιεκτικό ορισμό μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η μεταφυσική στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε Υπερβατικό και Εμμενές, σε υπερεμπειρικό Εκείθεν και εμπειρικό Εντεύθεν, θεωρώντας το πρώτο ως την κατεξοχήν «αληθινή» και ανόθευτη πραγματικότητα και ταυτόχρονα ως την πηγή ηθικών-κανονιστικών αρχών. Στην προοπτική αυτή μπορεί να ποικίλει το τι θεωρείται ως το όντως Ον, αυτό όμως που παραμένει κοινό χαρακτηριστικό κάθε μεταφυσικής θεώρησης είναι η πεποίθηση πως στην ύψιστη κορύφωσή και έντασή του ο νους είναι σε θέση να το συλλάβει και να το εκφράσει σε ένα σύστημα προτάσεων. Η μεταφυσική εμφανίζεται έτσι ως η έμπρακτη απόδειξη της παντοδυναμία του Λόγου.

Όποιος θελήσει να αναζητήσει την ιστορία της μεταφυσικής αλλά και της κριτικής σ’ αυτήν θα διαπιστώσει ότι και οι δυο διαθέτουν μακρά διαδρομή. Εμείς θα αρκεστούμε εδώ στην ανάδειξη μιας αφετηριακής, αλλά καθοριστικής  στιγμής,  την οποία υποστήριξε με πειστικότητα η σύγχρονη έρευνα, επειδή συνιστά σημείο καμπής για την εξέλιξη της σύγχρονης  Φιλοσοφίας της Θρησκείας. Πρόκειται  για μια στροφή της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας κατά τον πρώιμο 17ο αιώνα προς τη φιλοσοφία και την επιστήμη, στην προσπάθειά της να αρθρώσει επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ασφαλή βάση για την υπεράσπιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ακόμα και από δυνητικούς άθεους. Με άλλα λόγια οι θεολόγοι αυτοί αποπειράθηκαν να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα που μέχρι τότε δεν είχε θέσει πρακτικά κανείς.  Το αποφασιστικά νέο στοιχείο σ’ αυτό το εγχείρημα ήταν η παραθεώρηση κάθε θρησκευτικής εμπειρίας και κάθε έννοιας παράδοσης και η συνακόλουθη πρόθεση να διατυπωθούν έλλογα  επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού αποδεκτά από όλους. Η τάση αυτή πυροδότησε μια σειρά πολύπλοκων εξελίξεων με τελική κατάληξη η ετερογονία των σκοπών, αδιάφορη, όπως πάντοτε, για τις ανθρώπινες προθέσεις, να προσφέρει  ως καρπό του αρχικού εγχειρήματος αντί για την εδραίωση της πίστης την ανάδυση της νεωτερικής αθεΐας.

Η θεολογική αυτή τάση, να παραμεριστεί δηλαδή η μαρτυρία της εκκλησιαστικής κοινότητας για ένα Θεό προσωπικό και ενσαρκωμένο, θα εκβάλλει τελικά στη γενικότερη τάση της νεωτερικής φιλοσοφίας να λαμβάνει το εγώ, την υποκειμενικότητα, τον ορθό Λόγο,  το απόλυτο πνεύμα, ή κάτι άλλο κάθε φορά, ως a priori θεμελιωμένο, με τελικό σκοπό, εκκινώντας από αυτό, να ορίσει τα όρια του δυνατού, τα όρια του ανθρώπινου κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας.

Από την εποχή που οι Εβδομήκοντα μετέφραζαν τον περίφημο στίχο της θεϊκής αυτοαποκάλυψης στη φλεγόμενη βάτο ως «Εγώ ειμί ο Ων», ο κίνδυνος να καταστεί ο Θεός το αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης γινόταν ορατός. Αν το πρωτότυπο με το ταυτολογικό του περιεχόμενο, «Εγώ είμαι αυτός που είμαι», στόχευε να αναδείξει έναν Θεό που αρνείται να περιορίσει την ταυτότητά του στα όρια ενός ανθρώπινου ονόματος, η ελληνική απόδοση άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για μια ουσιοκρατική ερμηνεία. Η οντοθεολογία, ως τοποθέτηση του Θεού εντός της επικράτειας του Είναι, ως το υψηλότερο βέβαια ον και το πιο σημαντικό, αλλά πάντως ως ένα από τα όντα, εμφανιζόταν πλέον ως δελεαστική δυνατότητα.

Η οντοθεολογική αυτή θεώρηση κλιμακώνεται κατά τους Νέους Χρόνους σε τρία στάδια: πρώτον, τη διατύπωση μιας γενικής θεωρίας του Είναι, δεύτερον, τη μονοσήμαντη (univocal) εφαρμογή αυτής της έννοιας του Είναι τόσο στο Θεό όσο και στα κτίσματα και τρίτον, την υπαγωγή και των δυο σε ένα θεμελιώδες σύστημα με βάση την έννοια της αιτίας και του αποχρώντος λόγου.

Ο υποψιασμένος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει πως το μεταφυσικό αυτό πλαίσιο παραμένει ευδιάκριτο σε πλείστες όσες απόπειρες της σύγχρονης Φιλοσοφίας της Θρησκείας, παρ’ όλη την προγραμματικά αντιμεταφυσική ρητορική τους. Θα αρκεστούμε σε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Όποιος ανατρέξει στις σύγχρονες συζητήσεις για θέματα όπως τα κλασσικά επιχειρήματα περί υπάρξεως του Θεού, η έννοια της παντοδυναμίας ή της παντογνωσίας του Θεού, η σχέση του Θεού με το χρόνο, το πρόβλημα του κακού κλπ., θα διαπιστώσει πως οι συζητήσεις αυτές, αν και εμφανώς επηρεασμένες από την αναλυτική φιλοσοφία, σε βαθμό που φέρουν τη μορφή πολύπλοκων λογικών συλλογισμών ή μαθηματικών αποδείξεων, δεν εκφεύγουν κατά βάθος από την οντοθεολογική θεώρηση, ανάγοντας το Θεό στην επικράτεια του Είναι, ως ένα ον ανάμεσα στα άλλα όντα.

Κάτι ανάλογο ισχύει και στην περίπτωση του χαϊντεγκεριανού εγχειρήματος. Αν στην πρώτη περίοδό του ο Χάιντεγκερ είχε ως προγραμματική φιλοδοξία του τον απεγκλωβισμό της φιλοσοφίας από τον ασφυκτικό κλοιό της οντοθεολογίας, μετά τη λεγόμενη στροφή του, θα αναγάγει τελικά την έλευση του ύστατου Θεού σ’ ένα συμβάν του Είναι, παραθεωρώντας συνειδητά τη ριζική ετερότητα και υπερβατικότητα του βιβλικού Θεού. Το θεϊκό υποβιβάζεται σε μια εκθαμβωτική ιερή λάμψη, προσιτή στους ελάχιστους μυημένους, τους ποιητές που ανάγονται σε θεϊκούς μύστες, υποβιβάζοντας έτσι τη σχέση Θεού-ανθρώπου σε ένα αμιγώς αισθητικό γεγονός.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως στην προοπτική της μεταφυσικής ως οντοθεολογίας ο Θεός παραμένει πάντα το αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης, ένα εννοιολογικό είδωλο, αόρατος καθρέφτης της ανθρώπινης κατανόησης και σκέψης κι ο άνθρωπος δέσμιος μιας ανθρωπομορφικής περί Θεού αντίληψης,  Και μια τελευταία παρατήρηση, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Η μεταφυσική θεώρηση, και ιδιαιτέρως στις νεωτερικές, εκκοσμικευμένες εκδοχές της, εκεί που την κεντρική θέση του Θεού παίρνουν πλέον η Φύση, ο Άνθρωπος, ο Ορθός Λόγος ή η Ιστορία, κάνει τον κόσμο αδιαπέραστο σε κάθε Θεό που θυμίζει τον προσωπικό Δημιουργό, το Νομοθέτη και φιλεύσπλαχνο Σωτήρα, αφήνοντας ανοικτό το δρόμο μόνο για μια επανεμφάνιση του παγανισμού, με πολυθεϊστική ή αθεϊστική μεταμφίεση.

2.Το δώρο της μαρτυρίας

Μιλώντας για τη μαρτυρία ως εναλλακτική θεώρηση στη Φιλοσοφία της Θρησκείας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναφορά σε συγκεκριμένες συνεισφορές στη σύγχρονη συζήτηση που, ακόμα κι όταν μοιάζουν ενδεχομένως αποκλίνουσες,  πιστεύουμε πως εκβάλλουν τελικά στην ίδια κοίτη και μπορεί να ιδωθούν έτσι  κάτω από ένα γενικότερο ενοποιητικό πρίσμα και υπό κοινή προοπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι κύριοι εισηγητές τους βρίσκονται σε ένα διάλογο εν εξελίξει. 

Η εμπειρία του αδυνάτου

Στο έργο του Jean Luc Marion μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά την κριτική της μεταφυσικής ως οντοθεολογίας για την οποία ήδη έγινε λόγος. Ο Marion όμως δεν παραμένει στο χώρο της άρνησης και της κριτικής. Ανατρέχοντας στα πρώτα στέρεα βήματα της χριστιανικής θεολογίας, προσπαθεί να αναδείξει ένα διαφορετικό δρόμο που διανοιγόταν από τότε. Σχολιάζοντας τη διαμάχη ανάμεσα στους έλληνες πατέρες και τους αιρετικούς του 4ου αιώνα (κατά βάση τους αρειανούς και τους ευνομιανούς), ο Marion θα επικεντρώσει την ανάλυσή του στα προβλήματα που δημιούργησε η άκριτη πρόσληψη του «ελληνικού» φιλοσοφικού ορίζοντα από ορισμένους θεολόγους. Πιο συγκεκριμένα μας δείχνει πως οι μεγάλοι πατέρες απελευθερώνουν το Θεό από κάθε έννοια συμπερίληψης, υπό την έννοια της παρουσίας εντός της επικράτειας του Είναι, τη στιγμή που οι αιρετικοί προσπαθούν ακριβώς  να εντάξουν και να περιορίσουν το Θεό στην παρουσία, αποδίδοντας του τα κατ’ αυτούς σωστά ονόματα και ορίζοντας, μέσω αυτών, την ουσία του, που μπορούσε να γίνει έτσι προσιτή στον άνθρωπο.

Προχωρώντας πέρα από κάθε κατάφαση ή άρνηση σχετικά με τα ιδιώματα του Θεού, πέρα από το σκοτάδι ή το φως, το σωστό ή το λάθος, ο Marion πιστεύει πως μπορούμε να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε την ύπαρξη ενός Θεού που υπερβαίνει τη μεταφυσική επιλογή ανάμεσα σε παρουσία και απουσία. Αποδεχόμενοι το οντολογικό χάσμα που μας χωρίζει αμετάκλητα από το Θεό και λατρεύοντας τον ως τη μυστηριακή Τριάδα, χωρίς δηλαδή να αναλωνόμαστε στην άγονη προσπάθεια εννοιολογικής σύλληψης της θεϊκής ουσίας μέσω απόδοσης κατηγορημάτων, κινούμαστε σε μια τροχιά που μας οδηγεί στη λατρεία και στον ύμνο, σε μια μετάβαση από το πεδίο της θεωρίας σ’ αυτό της πράξης, από το μεταφυσικό επίπεδο στο λειτουργικό. Ο λόγος περί του Θεού δεν καταργείται, αλλά θεωρείται πλέον γόνιμος στο βαθμό που τοποθετείται ταπεινά στην υπηρεσία μιας αγάπης που υπερβαίνει τη γνώση.

Η μετάβαση αυτή από την εννοιολογική σύλληψη προς τη λειτουργική λατρεία καθιστά δυνατή την εμπειρία του αδυνάτου, σύμφωνα με τη βιβλική φράση τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί. Η εμπειρία αυτή είναι κατά τον Marion μια εμπειρία θάμβους και δέους, έκπληξης και γοητείας, χαρακτηρίζεται μάλιστα από το γεγονός ότι ο μάρτυρας της εμπειρίας βρίσκεται σε μια ιδιότυπη κατάσταση θεωρίας (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου δηλαδή της οράσεως), εντός της οποίας αδυνατεί να καθορίσει, να ονοματίσει, να συλλάβει επαρκώς το αντικείμενο της εμπειρίας του. Το είδος αυτό της εμπειρίας, τόσο γνωστό από τη ζωή πολλών αγίων σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, παρόλη τη ριζική διαφορά και ασυνέχειά που το χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη εμπειρία, μπορεί υπό μια προοπτική να θεωρηθεί ανάλογο με άλλα, αποφασιστικής σημασίας, γεγονότα της ανθρώπινης ζωής: η γέννηση, ο θάνατος, ο έρωτας, η αρρώστια, η ένδεια, η ευτυχία, αλλά και ένα ιστορικό γεγονός, η θέα ενός πίνακα, το άκουσμα μιας μελωδίας, η εμπειρία του Άλλου.  Οι εμπειρίες και οι καταστάσεις αυτές, τόσο κοινότοπες ως κοινή ανθρώπινη περιουσία, μας καθιστούν ανίσχυρους να μιλήσουμε γι’ αυτές μ’ έναν τρόπο καθαρό, διαυγή και τελεσίδικο. Παρόλα αυτά όμως είναι  αυτές, οι ασύλληπτες εμπειρίες του αδυνάτου, που παίζουν τον πιο καθοριστικό, απόλυτο και διαμορφωτικό ρόλο στη ζωή μας.

Ο μάρτυρας

Με αφορμή ένα ποίημα του Paul Celan, o Jacques Derrida, σε μια ομιλία του που εκφωνήθηκε στην Αθήνα, έθεσε εκ νέου στο προσκήνιο το θέμα του μάρτυρα και της μαρτυρίας. Και λέμε εκ νέου γιατί οι απαρχές του εγχειρήματος βρίσκονται στη χαϊντεγκεριανή απόπειρα να αναλυθεί η αυθεντική ύπαρξη στο Είναι και Χρόνος.

Η αναφορά του Derrida στον Celan δεν είναι τυχαία. Σε μια εποχή που το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού γίνεται κάτι περισσότερο από ορατό και μια μεγάλη συζήτηση και διαμάχη για το χαρακτήρα του Ολοκαυτώματος βρίσκεται σε εξέλιξη, η αναφορά στο στίχο του Celan, «κανείς δε μαρτυρεί για το μάρτυρα», προκύπτει αβίαστα.

Στην προοπτική του Derrida η λέξη «μαρτυρώ» δε σημαίνει αποδεικνύω, αλλά παίρνει μια έντονα δικανική χροιά. Σημαίνει ορκίζομαι πως είδα, άκουσα, άγγιξα, αισθάνθηκα, με άλλα λόγια ήμουν παρών και μαρτυρώ για κάποιο γεγονός που με συγκλονίζει, που δίνει νέα προοπτική στη ύπαρξή μου.

Η μαρτυρία αυτή μπορεί βέβαια να προσβληθεί και μόνο άγνωστη δεν μας είναι η τόσο ανθρώπινη εμπειρία της ψευδομαρτυρίας, εμπειρία που αποτυπώνεται εύστοχα στη ρωσική παροιμία «ψεύδεται σαν αυτόπτης μάρτυς». Το γεγονός αυτό αποτελεί διαχρονικά και το αυτονόητο όπλο κάθε αναθεωρητισμού που απορρίπτει όλες τις μαρτυρίες με το πρόσχημα ότι δεν θα γίνουν ποτέ αποδείξεις.

Για τον Derrida αυτός που μαρτυρεί είναι κάποιος μοναδικός και αναντικατάστατος, όσοι προσλαμβάνουν τη μαρτυρία του καλούνται να εισέλθουν στην τάξη του πιστεύειν. Αυτό που δεν εξετάζεται στην προοπτική του Derrida, αλλά έχει προφανή σημασία, είναι οι προϋποθέσεις της δυνατότητας να αναχθεί ο αποδέκτης της μαρτυρίας σε μάρτυρα, να γίνει μέτοχος της ίδιας εμπειρίας, να περάσει από την τάξει του πιστεύειν σ’ αυτή του μετέχειν και θεωρείν.

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 21 Φεβρουάριος 2012, Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito τχ10 αφιέρωμα: Φιλοσοφία και Θρησκεία, Ιούλιος 2010, σελ. 36-41.

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.