Μεταφυσικής αγώνας άγονος & το δώρο μαρτυρίας IΙ

Μεταφυσικής αγώνας άγονος και το δώρο της μαρτυρίας: διαδρομές στη σύγχρονη Φιλοσοφία της Θρησκείας – Μέρος ΙΙ

 

Του π. Ευάγγελου Γκανά


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Το πρόβλημα της επιστημολογικής αξιοπιστίας της εμπειρίας ως πηγής πεποιθήσεων

Βάζοντας εκ νέου τις θρησκευτικές εμπειρίες στο κέντρο της επιστημονικής έρευνας, αν και με τρόπο αμφιλεγόμενο που έγινε αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής,  ο William James πυροδότησε μια συζήτηση που δεν έχει σταματήσει. Εδώ ούτε θα την συνοψίσουμε ούτε θα αναδείξουμε τις βασικές της πτυχές. Θα αρκεστούμε σε μια συγκεκριμένη αναφορά, το έργο του William Alston, και συγκεκριμένα το έργο του Perceiving God, γιατί αποτελεί σημαντική συμβολή στην επιστημολογική συζήτηση πάνω στο θέμα των θρησκευτικών εμπειριών.

Στη σύγχρονη αυτή συζήτηση λαμβάνεται συχνότατα ως δεδομένο,  από θρησκευόμενους και μη στοχαστές,  ότι οι εμπειρίες αυτές συνιστούν ένα τελείως υποκειμενικό φαινόμενο χωρίς καμιά γνωστική αξία. Ενάντια σ’ αυτή τη θεώρηση ο Alston θα υποστηρίξει πως η εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του Θεού, αυτό που ονομάζει αντίληψη του Θεού, συνιστά μια σημαντική συμβολή στη θεμελίωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα, ο Alston προσπαθεί να τεκμηριώσει την άποψη πως ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένος για τις πεποιθήσεις που έχει περί Θεού, πεποιθήσεις που πηγάζουν από την αντίληψή του πως ο Θεός εμφανίζεται στη ζωή του και μάλιστα με συγκεκριμένες πράξεις: τον παρηγορεί, τον ενδυναμώνει, τον καθοδηγεί, του επικοινωνεί κάποιο μήνυμα, τον διατηρεί στη ζωή.

Στο βαθμό που η μυστική εμπειρία είναι μια εμπειρία που σχετίζεται με την αντίληψη, τότε, εξ απόψεως φαινομενολογίας, το ερώτημα κατά πόσον η μυστική εμπειρία αξιολογείται ως αυθεντική περί Θεού αντίληψη ανάγεται στο κατά πόσον το υποκείμενο της εμπειρίας θεωρεί πως έτσι έχουν τα πράγματα. Και το ερώτημα αυτό εγείρεται για τη μυστική εμπειρία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εγείρεται και για τις αισθητηριακές εμπειρίες, κάνοντας έτσι δυνατό έναν ενιαίο χειρισμό της επιστημολογίας των δυο αυτών τρόπων εμπειρίας. Δείχνοντας με πειστικό τρόπο πως αδυνατούμε να δώσουμε μια απόδειξη της αξιοπιστίας των αισθητηριακών αντιλήψεων χωρίς να καταφύγουμε σε επιστημολογική κυκλικότητα  ο Alston αναδεικνύει πως η  κοινώς αποδεκτή υπόθεση πως έχουμε επαρκείς λόγους να εμπιστευόμαστε τις αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά όχι αυτές που υποβάλουν τη αίσθηση της παρουσίας του Θεού, είναι επιστημολογικά αστήρικτη.

Εδώ απαιτείται μια λεπτή παρατήρηση. Η θέση που υποστηρίζει ο Alston δεν έχει να κάνει με επιχειρήματα για την απόδειξη ύπαρξης του Θεού. Ούτε υποστηρίζει ότι η ύπαρξη του Θεού προσφέρει την καλύτερη εξήγηση για τα γεγονότα που ονομάζουμε θρησκευτικές εμπειρίες. Αυτό που υποστηρίζεται είναι πως άνθρωποι ορισμένες φορές έχουν κάποια αντίληψη του Θεού και μέσω αυτής αποκτούν αξιόπιστες αντιλήψεις για το Θεό. Αυτό δε σημαίνει πως ο Θεός παρουσιάζεται στον άνθρωπο πρωτίστως για να καταστήσει συγκεκριμένες αντιλήψεις αξιόπιστες. Αντίθετα, και  σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο Alston θεωρεί πως η κύρια σημασία των θρησκευτικών εμπειριών έγκειται στο ότι συνιστούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής σχέσης ανθρώπου και Θεού, η οποία αποτελεί το θεμελιώδη σκοπό και την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ζωής.

Το τελικό συμπέρασμα του βιβλίου δεν είναι πως οι θρησκευτικές εμπειρίες αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, αλλά πως μπορούν βάσιμα και αξιόπιστα να χρησιμοποιηθούν ενισχυτικά σε μια αθροιστική και συνολική παράθεση επιχειρημάτων υπέρ παραδοσιακών θέσεων της χριστιανικής παράδοσης.

Επιστημολογία και δόγμα

Ένα βήμα πιο πέρα από το θέμα της αξιοπιστίας των θρησκευτικών εμπειριών ως πηγής πεποιθήσεων βρίσκεται η προοπτική της λεγόμενης Μεταρρυθμισμένης Επιστημολογίας (Reformed Epistemology). Εδώ θα αναφερθούμε συνοπτικά σε ορισμένες βασικές θέσεις  του Alvin Plantinga, που μοιάζουν καινοτόμες και τολμηρές, αλλά που στον γνώστη της χριστιανικής παραδόσεως θυμίζουν έντονα βασικές χριστιανικές θέσεις με αντιμεταφυσική χροιά.

Βασική θέση εκκίνησης του Plantinga είναι πως η πίστη στο Θεό, καθώς και τα υπόλοιπα βασικά άρθρα πίστης του χριστιανισμού, δεν προκύπτουν από κάποιες άλλες ακράδαντες πεποιθήσεις, ούτε από κάποια αδιάψευστα αποδεικτικά τεκμήρια. Αντίθετα αποτελούν βασικές πεποιθήσεις  που δομούν την όλη χριστιανική κοσμοεικόνα και τις πρακτικές που τη συνοδεύουν

Για τον Plantinga τα δόγματα προκύπτουν ως προϊόντα δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση. Οι δυνατότητες αυτές, δημιουργημένες από το Θεό με σκοπό να οδηγούν τον άνθρωπο στην αλήθεια, παράγουν τις σωστές περί Θεού αντιλήψεις, με την προϋπόθεση ότι λειτουργούν με το σωστό τρόπο.

Η βασική δυνατότητα είναι για τον Plantinga η sensus divinitatis, έννοια που αντλείται από την καλβινιστική παράδοση, αλλά που έχει βάσιμες αναλογίες με τη βιβλική και πατερική παράδοση. Σύμφωνα με αυτή την τελευταία, η ενυπάρχουσα στον άνθρωπο δυνατότητα να σχετιστεί με το Θεό ονομάζεται νοερά ενέργεια και όταν λειτουργεί σωστά, κυρίως μέσω της προσευχής ως αδιάλειπτης μνήμης του Θεού, αλλά και της αέναης επιθυμίας να τηρείται το θέλημα του Θεού, δημιουργεί στον άνθρωπο αληθείς περί του Θεού αντιλήψεις. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε αυτή την πνευματική πορεία δεν επιλέγει συνειδητά, βάσει επιχειρημάτων και προτάσεων ή εξωτερικών τεκμηρίων τις πεποιθήσεις του, αλλά συνειδητοποιεί σταδιακά ότι αυτές ενυπάρχουν μέσα του.

Η sensus divinitatis δεν αναφέρεται σε μια στατική κατάσταση, μια άπαξ κατακτηθείσα αλήθεια, αλλά αντιθέτως απαιτεί μια συγκεκριμένη διαδικασία ωρίμανσης, είναι μια δυνατότητα που μπορεί να νοσήσει και να γίνει αφορμή για ψευδείς αντιλήψεις ή και να καταστεί τελείως ανενεργή.

Αυτό που στη θεολογική γλώσσα ονομάζεται αμαρτία έχει καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο υπό δύο έννοιες. Πρώτον, επιδρώντας στην ανθρώπινη συμπεριφορά προκαλεί ένα είδος τρέλας της θελήσεως, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αποτυγχάνει να αγαπήσει το Θεό πάνω από οτιδήποτε άλλο. Δεύτερον προκαλεί συσκότιση των γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπου εισάγοντας μια μορφή τύφλωσης, έτσι που ο άνθρωπος αδυνατεί πλέον να διακρίνει τη δόξα του Θεού μέσα στη δημιουργία και την ιστορία.

Το τελικό συμπέρασμα του Plantinga είναι ότι η σωστή λειτουργία της sensus divinitatis αποτελεί προϊόν της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν παρακάμπτει όμως τις ανθρώπινες δυνατότητες, αλλά δρα μέσα από αυτές, αφού πρώτα τις θεραπεύσει.

Η μαρτυρία ως σύνολο πρακτικών μια κοινότητας που συγκροτείται από μιαν αφήγηση

Το έργο του Wittgenstein, αν και μη συστηματικό σε ό,τι αφορά το χώρο της Φιλοσοφίας της Θρησκείας  πυροδότησε συζητήσεις ιδιαιτέρως γόνιμες για το χριστιανό θεολόγο. Για τον Wittgenstein οι θρησκευτικές έννοιες και πεποιθήσεις νοηματοδοτούνται μέσα από μια σειρά πρακτικών οροθετημένων στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Οποιοσδήποτε εκτός αυτής της κοινότητας και των πρακτικών που τη διαμορφώνουν αδυνατεί να αποδεχθεί ή να αρνηθεί τις πεποιθήσεις που γεννιούνται εντός της κοινότητας. Το να έχουμε τη λέξη «Θεός» δίχως τη γλώσσα εντός της οποίας ανήκει και από την οποία αντλεί το νόημά της είναι σα να έχουμε τον «ίππο» του σκακιού χωρίς το σκάκι, απλούστατα δεν έχουμε ιδέα τι να κάνουμε μ’ αυτόν.

Η εμπειρική επιβεβαίωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων είναι για τον Wittgenstein αδύνατη, αλλά και στην περίπτωση που ήταν δυνατή θα ήταν ατελέσφορη, αδυνατώντας να κάνει τις πεποιθήσεις αυτές αποδεκτές από το Λόγο. Εντελώς χαρακτηριστικά ο Wittgenstein παρατήρησε πως ακόμη κι αν όλες οι συζητήσεις γύρω από τον ιστορικό Ιησού έφταναν σ’ ένα αδιαμφισβήτητο consensus συμβατό με το εκκλησιαστικό δόγμα αυτό δε θα ήταν αρκετό για να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου.

Για τον Wittgenstein το τι θεωρούμε λογικό ή παράλογο, αποδεκτό ή απορριπτέο φανερώνεται στον τρόπο που σκεπτόμαστε και πράττουμε και μάλιστα ιδιαίτερα σε ότι αποδεχόμαστε ανεξέταστα. Μ’ αυτό δεν υπονοείται πως αδυνατούμε να θέσουμε ερωτήματα για συγκεκριμένα θέματα ή πως δεν μπορούμε να επινοήσουμε απαντήσεις, αλλά πως απλούστατα δεν το κάνουμε. Το να αναζητούμε την αδιάψευστη μεταφυσική θεμελίωση των πρακτικών της ζωής που θα καταδεικνύει την ορθολογικότητα των επιλογών μας θυμίζει σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.

Στην ίδια γραμμή σκέψης, ο Alasdair MacIntyre θα υποστηρίξει πως ο Διαφωτισμός συσκότισε μέχρι τυφλώσεως τη δυνατότητα να συλλάβουμε την ορθολογική έρευνα ως δραστηριότητα ενσωματωμένη σε μια παράδοση. Τα κριτήρια της ορθολογικής δικαιολόγησης προκύπτουν στην πραγματικότητα μέσα από την ιστορική εξέλιξη, αποκτούν υπόσταση μέσα από μια διαδρομή συγκρούσεων και διαμάχης και αναδεικνύονται ως η υπέρβαση ορίων ή ελλείψεων εντός αυτής της παράδοσης. Αναζητώντας το περιεχόμενο της πρακτικής ορθολογικότητας και της δικαιοσύνης δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ το ουδέτερο σημείο που προσφέρει μια θέα από το πουθενά (ή από παντού) στο οποίο θα  μπορούσαμε να σταθούμε με ασφάλεια προκειμένου να ερευνήσουμε τις ανθρώπινες πρακτικές, αλλά θα βρισκόμαστε πάντοτε  μέσα στην προοπτική που προσφέρει κάποια συγκεκριμένη παράδοση.

Κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο Stanley Hauerwas θα υποστηρίξει πως το γεγονός πως οι χριστιανικές πεποιθήσεις φέρουν έκδηλα αφηγηματικό χαρακτήρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε δευτερεύον. Η αφήγηση συνιστά τον καταλληλότερο, επιστημολογικά μιλώντας, τρόπο για να διαπραγματευτούμε ταυτόχρονα το θέμα της γνώσης του Θεού, του κόσμου και του εαυτού μας κι αυτό για τρεις λόγους. Πρώτον γιατί ο κόσμος και ό,τι αυτός περιέχει, των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων, είναι ενδεχομενικός, δεν υπάρχει από ανάγκη ή από κάποια νομοτέλεια. Δεύτερον επειδή βρίσκεται σε συμφωνία με τη συνειδητοποίησή μας ότι είμαστε ιστορικά όντα. Και τρίτον, επειδή ο Θεός της χριστιανικής παράδοσης αποκαλύφθηκε μέσα από την ιστορία ενός λαού, του Ισραήλ, και ενός προσώπου, του Ιησού Χριστού.  Γίνεται έτσι φανερό πως η ιστορική τροπή,  που ονομάστηκε προσφυώς έκλειψη της βιβλικής αφήγησης, δηλαδή  η νεωτερική απόπειρα να εξαχθεί η ουσία του χριστιανισμού παραθεωρόντας, υπονομεύοντας ή αδιαφορώντας για τον αφηγηματικό χαρακτήρα του, αποτελεί διαστροφή της χριστιανικής παράδοσης.

Ο Hauerwas θεωρεί πως οι χριστιανοί υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό να πουν περισσότερα απ’ όσα γνωρίζουν. Κατά τη γνώμη του το πράττουν είτε επειδή φοβούνται πως κατά βάθος δεν πιστεύουν αυτά που ισχυρίζονται πως πιστεύουν είτε επειδή αυτό που πιστεύουν (ή σωστότερα αυτό που πράττουν) δεν μπορεί να εξηγηθεί ορθολογικά, αλλά μόνο να δειχθεί, να γίνει αντικείμενο μαρτυρίας. Ο χριστιανός γίνεται μάρτυρας όχι με την άλωση του δημόσιου χώρου με τα όπλα της δημοκρατικής ρητορείας και τις δυνατότητες που του παρέχει το πολιτικό-νομικό σύστημα, αλλά ζώντας ως ζωντανό μυστήριο, δηλαδή ζώντας κατά τέτοιο τρόπο που η ζωή του να μην έχει κανένα νόημα αν ο Θεός δεν υπάρχει, αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί.

3. Προοπτικές

Οι εκτιμήσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί αγαπημένη ενασχόληση των διανοούμενων, αλλά ταυτόχρονα και μια από τις πιο επονείδιστες, λόγω της συχνότατης διάψευσής τους. Εμείς θα αρκεστούμε σε μια εκτίμηση που φαίνεται να αντέχει, προς το παρόν, τη βάσανο της ιστορικής επαλήθευσης. Έχουμε κατά νου την καντιανή θεώρηση πως η μεταφυσική προέρχεται από έναν αρχέγονο πυρήνα, οργανωμένο σοφά, για την πραγμάτωση των μεγάλων σκοπών του ανθρώπινου βίου και ως εκ τούτου θα παραμείνει ανεξάντλητη ως αναγκαία, περισσότερο μάλιστα και από την επιστήμη την οποία συχνά πυκνά διαποτίζει με την αύρα της. Κίνητρό της είναι η αναζήτηση της ευδαιμονίας, η οποία, στα μάτια του Καντ, επέχει θέση ανθρωπολογικής σταθεράς.

Η μεταφυσική αυτή θεώρηση υποβαστάζει την επιδίωξη της ισχύος και πηγάζει από τον πεπερασμένο χαρακτήρα του ανθρώπου και του κόσμου του, από τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς του. Η υπέρβαση της θα σήμαινε την υπέρβαση του πεπερασμένου χαρακτήρα κάθε ανθρώπινου εγχειρήματος ήτοι την εισβολή των εσχάτων, την οικοδόμηση του Παραδείσου. Ο άνθρωπος ακολουθώντας το δρόμο της μεταφυσικής καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι άλλοι οφείλουν να είναι όπως αυτός, να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις μ’ αυτόν, τον ίδιο τρόπο ζωής. Το ατομικό συγκλίνει έτσι με το γενικό και η μεταφυσική καταλήγει να είναι το υπόβαθρο της αυτοδικαίωσής μας. Η ψυχανάλυση θα δει στη μεταφυσική την ανάγκη να είμαστε το κέντρο του κόσμου, να υπάρχει ο Θεός κι ο κόσμος ως εγγυητές της δικής μας ευτυχίας. Και η θεολογία θα δει στο «πρόβλημα του κακού» τη μεταφυσική έκφραση της βαθιά εδραιωμένης και ταυτόχρονα επηρμένης υπόθεσης ότι η πίστη στο Θεό είναι παράλογη αν δεν μας θέτει αυτομάτως στη μεριά των νικητών της ιστορίας.

Αλλά, όπως δείξαμε υπάρχει και ο δρόμος της μαρτυρίας. Περισσότερο δύσβατος και σίγουρα περισσότερο απάτητος στο διάβα της ιστορίας, ευάλωτος σε πειρασμούς και παλινωδίες, αλλά ταυτόχρονα δρόμος της ωριμότητας. Δρόμος που αποδέχεται την ενδεχομενικότητα της ύπαρξης μας, εκβάλλοντας έτσι σε μια ζωή ανοικτή στο μυστήριο και τη χάρη χωρίς να ξεχνά την οδύνη και το πάθος. Δρόμος που δεν παραθεωρεί την τραγική διάσταση του ανθρώπου, του όντος που πρέπει, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να λαμβάνει αποφάσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες της σοφίας του.

Στην εκδοχή του C. S. Lewis για την ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής μάς αποκαλύπτεται ευδιάκριτα η σοφία του αρχαίου μύθου. Καθώς η Ψυχή διηγείται στην αδελφή της πως είναι παντρεμένη με ένα Θεό και ζει μαζί του σ’ ένα υπέροχο παλάτι αποκαλύπτει ταυτόχρονα πως ο Θεός έχει ρητώς δηλώσει πως η Ψυχή δεν πρέπει να δει ποτέ το πρόσωπό του ή να γνωρίσει το όνομά του και δεν πρέπει να φέρει οποιοδήποτε φως στη νυφική τους παστάδα. Τηρουμένων των αναλογιών μπορούμε να πούμε πως ο άνθρωπος καλείται να διατηρήσει μια σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης σ’ ένα Θεό-εραστή, ένα Θεό που προσφέρεται ελεύθερα και κενωτικά, αλλά που δεν θα βρεθεί ποτέ υπό την κατοχή του. Η σχέση καταστρέφεται όταν ο ερώμενος άνθρωπος υποκύπτει στη μέριμνα της γνώσης, όταν αποπειραθεί να διαλύσει το γνόφο της αγνωσίας, να ξεδιαλύνει το μυστήριο με το φως της ανθρώπινης γνώσης, βαδίζοντας μόνο με την όραση της αντίληψης και αδιαφορώντας για τη διαύγεια που του προσφέρει η προοπτική της μαρτυρίας .

Βιβλιογραφία

Σκοπίμως αποφύγαμε τις υποσημειώσεις για να μην  αποδώσουμε στο κείμενό μας έναν αυστηρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα . Ο φιλέρευνος αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει τα πολλαπλά δάνεια μας από τη βιβλιογραφία που ακολουθεί, αλλά και να ανοιχτεί, μέσω αυτής σε πολύ γοητευτικότερες διαδρομές από τη δική μας.

● Alston William, Perceiving God. The epistemology of religious experience, Cornell University Press, 1991

Βuckley Michael J. , S.J., At the Origins of Modern Atheism, Yale University Press, 1987.

● Carlson Thomas, Postmetaphysical theology, in Vanhoozer Kevin (ed), The Cambridge Companion to Postmodern Theology, Cambridge University press, 2003

● Derrida Jacques, Μαρτυρία και Μετάφραση. Επιβιώνοντας ποιητικά, (μτφρ. Β. Μπιτσώρης), Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1996

  Hauerwas Stanley, The Peaceable Kingdom. A Primer in Christian Ethics, University of Notre Dame Press, 1983

  ——-, God Medicine and Suffering, Eerdmans, 1990

  ——-, A Cross-Shattered Church, Brazos Press, 2009

● Hebblethwaite Brian, In Defence of Christianity, Oxford University Press,2005

● Kearney Richard, The God who may be, Indiana University Press, 2001

● ———-,  On the Gift: A discussion between Jacques Derrida and Jean-Luc Marion, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God The Gift and Postmodernism

  ——-, Ξένοι, Θεοί και Τέρατα (μτφρ. Νίκος Κουφάκης), Ίνδικτος, 2006

● Κονδύλης Παναγιώτης, Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Γνώση, 1983

● ——–, Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός, περ Νέα Εστία τχ. 1769 Ιούλιος –Αύγουστος 2004

● Λιούις Κ.  Σ., Έρως και Ψυχή, (μτφρ. Ευνίκη Μίχα), Κέδρος, 2001

● MacIntyre Alasdair, Whose Justice? Which Rationality, University of Notre Dame Press, 1988

● Mann William  (ed), The Blackwell Guide to the Philosophy of Religion, Blackwell, 2005

Mανουσάκης I. Π., Θεός Φιλοσοφούμενος, Ελληνικά Γράμματα, 2004

● Marion Jean-Luc, In the Name: How to Avoid Speaking of “Negative Theology”, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God The Gift and Postmodernism, Indiana University Press, 1999

● ———, The Impossible for Man-God, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), Transcendence and Beyond, Indiana University Press, 2007

● Plantinga Alan, Warranted Christian Belief, Oxford University Press, 2000

● Wainwright William (ed), The Oxford Handbook of Philosophy of religion, Oxford University Press, 2005

● Westphal Merold, Overcoming Onto-theology, in Caputo John and Scanlon Michael (eds), God the Gift and Postmodernism.

● Zagzebski Linda Trnkaus, Philosophy of religion. An historical introduction, Blackwell, 2007

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 21 Φεβρουάριος 2012, Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cogito τχ10 αφιέρωμα: Φιλοσοφία και Θρησκεία, Ιούλιος 2010, σελ. 36-41.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.