Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοικτής κοινωνίας – Μέρος ΙΙI
Του Χριστόφορου Αρβανίτη*
Τό 1912 ἡ πληθυσμιακή της κατανομή ἦταν 62000 περίπου Ἑβραῖοι, 42000 περίπου Τοῦρκοι, 35000 Ἕλληνες, 6000 Σλάβοι καί λιγότεροι σέ ἀριθμούς, Ἀρμένιοι, Ἀρβανίτες, Βλάχοι, Τσιγγάνοι. Ἡ κατανομή ἀλλάζει ραγδαία καί αἰφνίδια, μετά ἀπό δέκα χρόνια, τό 1922 μέ τίς ἀναγκαστικές ἀνταλλαγές πληθυσμῶν. Οἱ Ἑβραῖοι παραμένουν στόν ἴδιο ἀριθμό, οἱ Ἕλληνες ἐκτινάσσονται στίς 120.000 λόγω τῶν 80 μέ 85 χιλιάδων Ἑλλήνων προσφύγων πού καταφθάνουν στήν πόλη καί στά περίχωρα, οἱ Τοῦρκοι ἐξαφανίζονται καί οἱ Σλάβοι ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει μέ τίς ἀνταλλαγές τοῦ 1919 ἀνάμεσα σέ Ἑλλάδα καί Βουλγαρία.
Τό τέλος τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν θά ἐπισφραγισθεῖ μέ τήν θηριωδία τῶν Ναζί κατακτητῶν, οἱ ὁποῖοι σέρνουν στά κρεματόρια γύρω στούς 40.000 Ἑβραίους. Ἀπό αὐτούς μόνο 2.000 ἐπέζησαν καί κατόρθωσαν νά γυρίσουν στή Θεσσαλονίκη, ὅμως, ἡ ἄλλοτε ἰσχυρή οἰκονομικά, λόγω ἐμπορίου, ἑβραϊκή κοινότητα θά ἔχει γιά πάντα χάσει τή δυναμική της παρουσία στήν Πόλη τῶν πολιτισμῶν, καθώς οἱ Ναζί μέ τή συνεργασία καί κάποιων δοσίλογων Ἑλλήνων κατέστρεψαν ἀκόμη καί τό Ἑβραϊκό νεκροταφεῖο πάνω στό ὁποῖο ἀργότερα κτίσθηκε τό σημερινό Πανεπιστήμιο.[10] Τό 1942 ἡ Θεσσαλονίκη ἔπαψε νά εἶναι μιά πολυπολιτισμική πόλη καί ἔγινε, ὅπως πολλοί σχεδίαζαν καί ἐπιθυμοῦσαν, μιά ἀμιγῶς εθνικά ελληνική πόλη.[11] Ἐκ τῶν παραδείγματων καταλείγουμε στό ὅτι ἐάν ἡ ἔρευνα γιά τή σχέση κοινωνίας καί πολιτισμοῦ ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό μιά ἀντικειμενική δυναμική προσέγγιση, τότε θά πρέπει σέ κάθε περίπτωση νά καταδεικνύεται τό γεγονός ὅτι οἱ κοινωνικές δομές ὁδηγοῦν στή δημιουργία ἑνός πολιτισμικοῦ σχήματος πού καλεῖται: α. νά ἀντιμετωπίσει ἄμεσα αἰτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτό τῶν διακρίσεων γιά θρησκευτικούς λόγους ὡς ἐλάχιστη προσαρμογή στίς ταχύτατα μεταβαλλόμενες ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου β. τήν ἀπαλλαγή τῆς πολιτισμικῆς ἰσότητας ἀπό ἰδεοληπτικές ἀντιλήψεις γ. τή μη ἀποδοχή τοῦ διαχωρισμοῦ σέ πολιτισμένους καί ἀπολίτιστους, καθώς εἰδικά αὐτό τό τελευταῖο ὁδηγεῖ σέ τεχνικές πολιτισμικές συσπειρώσεις μέ ὑποτιθέμενες πολιτισμικές συγκρούσεις, ἀλλά καί σέ συγκαλύψεις τῶν πραγματικῶν ἀντιθέσεων καί προβλημάτων. Ἡ ἐπιλογή τῆς ἐμμονῆς σέ ἕνα κλειστό σύστημα μειώνει τήν ἀποδοχή τοῦ μηνύματος μόνο σέ αὐτούς πού παραμένουν ἐγκλωβισμένοι στό σύστημα, ἀλλά καί δημιουργεῖ ἀρνητικές διαθέσεις σ’αὐτούς πού ἀνήκουν στόν εὐρύτερο ἀνοικτό πολιτισμικό χῶρο, ἐνώ ἀντιθέτως στό πλαίσιο μιᾶς ἀνοικτῆς πολιτισμικῆς διεργασίας ἡ ἀκουστικότητα τοῦ μηνύματος θά ἦταν πολιτισμικά πολύ μεγάλη καί οἱ ἐπιδράσεις θά εἶχαν μιά θετική κατεύθυνση γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐλευθερία του.[12] Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ἡ πολιτισμική συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων καί ἡ συνέχιση τῶν διαλόγων σέ διαθρησκευτικό καί διαομολογιακό ἐπίπεδο μέ σταθερή ἐπιδίωξη τήν κατανόηση τῆς ἰδιαιτερότητας καί τῆς διαφορετικότητας τοῦ ἄλλου.[13] Γιά τό χριστιανό κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ πρόσωπο σεβαστό, καθώς φέρει μέσα του τή θεία εἰκόνα καί ἡ Ἐκκλησία ἐφ’ὅσον λειτουργεῖ χαρισματικά ὡς κοινωνία ἀγάπης ὀφείλει νά δέχεται τούς πάντες ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φύλου, μορφώσεως καί ἀνεξαρτήτως τοῦ τί ὁ ἄλλος πιστεύει ἤ ἄν πιστεύει.
3. Ἀνοικτή κοινωνία καί θρησκευτικότητα
Ὁ πολιτισμός θά πρέπει νά ἀποβλέπει ἐκτός τῶν ἄλλων στήν ἀνθρωπιά, στή λογικότητα, στήν ἰσότητα καί στήν ἐλευθερία, καθώς ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τά βασικά θεμέλια μιᾶς κοινωνίας πού ἀποβλέπει καί ἀγωνίζεται γιά τή συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν. Τό πέρασμα ἀπό τίς κλειστές, κυρίως θρησκευτικοῦ ἀγροτικοῦ τύπου κοινωνίες, στήν ἀνοικτή ἀστική κοινωνία τῆς συνύπαρξης τῶν ἰδιαιτεροτήτων δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα μιᾶς πιό κριτικῆς ἀνάγνωσης τῆς κοινωνίας καί τῶν προβλημάτων της. Κατά τόν Popper τό shock αὐτῆς τῆς μετάβασης ἀπό τό κλειστό σύστημα, τό αὐστηρά ὁριοθετημένο, σέ ἕνα ἀνοικτό καί μή προβλέψιμο ὁδήγησε στή δημιουργία ἀντιδραστικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες οὐσιαστικά προσπαθοῦν νά ἀνατρέψουν αὐτή τή δυνατότητα τῆς συνύπαρξης μέσα ἀπό τήν ἐπαναφορά ἐθνικιστικῶν παροχημένων ἀντιλήψεων.[14] Σέ μιά πολιτισμική, ὅμως, κοινωνία ἡ βιοοργανική θεώρηση τῆς κοινότητας ἀνατρέπεται καί τή θέση της καταλαμβάνει ἡ ἀναγκαία συνύπαρξη ἑτερόκλητων πολιτισμικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες μέχρι πρότινος, ἀλλά καί στή μετέπειτα πορεία τους δέν ἐμφάνισαν, ἀλλά καί δέν ἐμφανίζουν ὅρους ἤ κανόνες γιά τήν συνύπαρξή τους. Θεωρῶ ὅτι αὐτό τό σημεῖο εἶναι τό σοβαρότερο καί σπουδαιότερο καθώς διαψεύδει τήν ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης σύγκρουσης, πόσο μᾶλλον τῆς συνειδητῆς. Ἡ πολιτισμική κυριαρχία δέν ἀποτελεῖ δράση μεθοδευμένη ἤ προκατασκευασμένη γι’αὐτό καί στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, πολλές φορές οἱ κατακτητές «ὑποκύπτουν» πολιτισμικά στήν πίεση τοῦ κατακτημένου.
Ἡ περίπτωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σέ σχέση μέ τούς λαούς πού κατακτήθηκαν λόγω τῆς στρατιωτικῆς της ὑπεροχῆς, καί κυρίως μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικῆς ἀντιστροφῆς, ἀλλά καί συνύπαρξης. Ἡ ἀρχαία Ἀθήνα, γίνεται αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, ὅταν ἀνατρέπει τό κλειστό, ὁλιγαρχικό καί μονοπολιτισμικό της σύστημα σέ ἀνοικτό, δημοκρατικό καί πολυπολιτισμικό, μέσα ἀπό ἕνα δίκτυο λιμανιῶν καί ἰσχυροῦ ἐμπορικοῦ στόλου. Ἡ ὁμάδα τῶν ὁλιγαρχικῶν καθ’ὅλη τή χρονική περίοδο τῆς δημιουργίας τῆς μεγάλης Ἀθήνας, αἰσθανόμενη τήν πίεση τῶν ἐξελίξεων πού τούς ἔθετε στό περιθώριο ὡς κλειστή κοινωνική ὁμάδα, ἀντιδροῦσε, φτάνοντας μέχρι καί τοῦ σημείου τῆς προδοσίας, προκειμένου νά σταματήσουν τό κτίσιμο τῶν Μακρῶν Τειχῶν. Ἀντιθέτως, οἱ δημοκρατικοί Ἀθηναῖοι τό 405, ξεπερνώντας ἴσως καί τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους προτείνουν τή συνένωση τῆς Ἀθήνας μέ τή Σάμο σέ ἕνα κράτος, στό ὁποῖο, ὅμως, οἱ Σάμιοι θά διατηροῦν γιά τά ἐσωτερικά τους ζητήματα τούς δικούς τους νόμους καί θά ἐνεργοῦν κατά βούληση, ἕνα εἶδος ὁμοσπονδίας. Στά κλειστά πολιτισμικά συστήματα κυρίαρχα στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἀπόψεις περί κινδύνου ἀπό ξένες ἐπιδράσεις, μή ἀνθρωπιστικές ἰδεολογίες καί μή δημοκρατικές ἀντιλήψεις. Ἀξίζει νά μεταφερθεῖ ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ Δημόκριτου, καθώς ὅλες αὐτές οἱ κλειστές ὁμάδες στηρίζουν τίς ἀπόψεις τους στήν παράδοση καί στούς προγόνους διαστρεβλώνοντας χονδροειδῶς τήν ἠθική τους: «Ὄχι ἀπό φόβο παρά ἀπό τή συναίσθηση τοῦ τί εἶναι ὀρθό θά ‘πρεπε νά ἀποφεύγουμε νά διαπράττουμε τό κακό… Ἡ ἀρετή βασίζεται, πάνω ἀπ’ὅλα στό σεβασμό πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο… Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός κόσμος καθαυτόν… Θά πρεπε νά κάνουμε τό πᾶν γιά νά βοηθοῦμε αὐτούς πού ἔχουν ἀδικηθεῖ… Τό νά εἶσαι καλός σημαίνει νά μήν πράττεις τό κακό καί ἀκόμη, νά μήν θέλεις νά τό πράξεις… Οἱ καλές πράξεις, καί ὄχι τά λόγια, εἶναι αὐτό πού μετρᾶ. Ἡ φτώχεια μιᾶς δημοκρατίας εἶναι καλύτερη ἀπό τήν εὐημερία πού, καθώς ἰσχυρίζονται, συνυπάρχει μέ τήν ἀριστοκρατία ἤ τήν μοναρχία, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐλευθερία εἶναι καλλίτερη ἀπό τή δουλεία… Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ὅλες τίς χῶρες, γιατί πατρίδα μιᾶς μεγάλης ψυχῆς εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος».[15] Ὅπως ἐπίσης ἀξίζει γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ ἀναφορά στόν Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ: «Ἡ πόλη μας εἶναι διάπλατα ἀνοικτή γιά ὅλο τόν κόσμο΄ ποτέ δέν ἀπελαύνουμε ἕνα ξένο… Εἴμαστε ἐλεύθεροι νά ζοῦμε, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμε… Καί διδασκόμαστε ἀκόμη νά τηροῦμε ἐκείνους τούς ἄγραφους νόμους πού ἀντλοῦν τό κύρος τους μόνο ἀπό τήν καθολική συναίσθηση τοῦ δικαίου…» [16]
Παραπομπές
[10]Εἶναι λυπηρό τό γεγονός ὅτι πουθενά σέ ὁλόκληρο τό πανεπιστήμιο, στό χῶρο πού σήμερα ἀποτελεῖ τό χῶρο παραγωγῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης, δέν ὑπάρχει οὔτε μία τιμητική ἀναφορά στούς Ἑβραίους νεκρούς τῶν ὁποίων οἱ Ναζί βεβήλωσαν καί ἀτίμασαν τά ὁστά τους. [11] Ἄν δεῖ κάποιος τίς μελέτες πού ἀναφέρονται σέ ἐκείνη τήν ἐποχή ἀκόμη καί ἀπό πανεπιστημιακούς καθηγητές θά διαπιστώσει πλήρως τίς διάφορες σκοπιμότητες πού ἐμπεριέχουν. Ὁ καθηγητής Χασιώτης ἀναφέρει ὅτι στή Θεσαλονίκη ὑπῆρχαν τότε τρεῖς μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες: ἡ ἑβραϊκή, ἡ μουσουλμανική καί ἡ ἑλληνική. Ἀποσιωπᾶται τό γεγονός ὅτι ἡ μουσουλμανική ἦταν ἡ τουρκική κοινότητα καί ἡ χριστιανική κοινότητα σκοπιμως ὀνομάζεται ἑλληνική, τῆς δίνεται δηλ ἐθνική ὀντότητα, καθώς χριστιανοί δέν ἦταν μόνο οἱ Ἑλληνες, ἀλλά καί οἱ Βούλγαροι καί οἱ Σέρβοι καί οἱ Ἀρμένιοι καί οἱ Βλάχοι. Τό λιγότερο τό ὁποῖο μπορεῖ νά πεῖ κανείς διαβάζοντας ἀντικειμενικά τήν ὑποτιθέμενη «θρησκευτική περιγραφή» τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ὅτι πρόκειται γιά μιά περιγραφή ἰδεολογικῆς σκοπιμότητας πού ἀλλοιώνει τό ἐπιστημονικό καί κοινωνικό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν θρησκευτικό καί ἐθνικό ταυτίζοντας τό δεύτερο μέ τό πρῶτο. [12] Βλ. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.57-67. [13] Πέτρου Ἰωάννη, ibid., pp.90-105. Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά καταθέσω ἕνα προβληματισμό ὅσον ἀφορᾶ στήν ὕπαρξη καί στή συνέχεια αὐτῶν τῶν διαλόγων, κυρίως τῶν διαομολογιακῶν. Ὁπωσδήποτε ὁ διάλογος ἀμβλύνει τίς ἀντιθέσεις καί βοηθᾶ στήν ἄρση πολλῶν τεχνητῶν παρεξηγήσεων μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Τά κείμενα τά ὁποῖα προκύπτουν ἔχουν ὁπωσδήποτε μεγάλο ἐνδιαφέρον καί καταγράφουν τίς τάσεις πού ὑπάρχουν ἀνά ἐποχές στούς κόλπους τῶν ἑκάστοτε ἐκκλησιῶν. Τό πρόβλημα, ὅμως, πού ὑπάρχει εἶναι καί κατά πόσο αὐτοί οἱ διάλογοι ἐντάσσονται σέ μιά κατεύθυνση ἑνότητας τῶν διηρημένων. Δεχόμενοι ὅτι οἱ διάλογοι, ἐπίσης, γίνονται σέ θεσμικό ἐπίπεδο, τίθεται ὁ προβληματισμός γιά τό κατά πόσο αὐτοί ἔχουν πράγματι τή δυνατότητα νά ἐκφράσουν τό σύνολο τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί ὄχι μόνο τήν θεσμική ἡγετική ὁμάδα. Ἀπό τήν ἄλλη ἄν ὄντως, ὅπως εἰπώθηκε οἱ ἐκκλησίες καί οἱ θρησκεῖες παραμένουν συστήματα ἑρμητικά κλειστά καί πολλά ἀπό τά στοιχεῖα τους εἶναι ἰδεολογικοποιημένα, ἀναρωτιέμαι κατά πόσο οἱ διάλογοι ἐκφράζουν καί πάλι τίς ἐπιθυμίες τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν, καθώς αὐτό τό σύνολο παραμένει ἐκτός κέντρου διαμόρφωσης ἀπόψεων καί ἀποφάσεων. Ἀπό τήν ἄλλη βλέπουμε κινήσεις συνεργασίας σέ κοινωνικό καί πολιτισμικό ἐπίπεδο μεταξύ τῶν πιστῶν διαφορετικῶν ὁμολογιῶν οἱ ὁποῖοι μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς, κοινές ἀνησυχίες, κοινές λύσεις, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά ἔχουν καί κοινό ποτήριο κοινωνίας. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι κατά πόσο οἱ δογματικές διαφορές πρέπει νά ἀποτελοῦν σημεῖα διαίρεσης τῶν ἀνθρώπων, κατά πόσο θά πρέπει νά λειτουργοῦν ἀνασταλτικά στίς διαθέσεις καί τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων γιά ἑνότητα καί ἀγάπη. Κατά πόσο τελικά εἶναι αὐτός ὁ ρόλος τῶν δογμάτων ἤ θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε μιά ἄλλη ἑρμηνεία πολύ πιό ἀνθρώπινη, πολύ πιό κοινωνική καί πολύ πιό πολιτισμική. Αὐτές οἱ πρακτικές ἄρνησης τοῦ κοινοῦ ποτηρίου ἐκφράζουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἤ καταδεικνύουν γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νά κάνουν πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη; [14] Karl Popper, Ἡ ἀνοικτή κοινωνία καί οἱ ἐχθροί της, μτφρ. Παπαδάκη Εἰρήνη, Παπαδήμας, Άθήνα, 2003, p.36. [15] Diels, Vorsokratiker, 41,179,34,261,62,55,251,247,118, στό Karl Popper, ibid., pp.498-499. [16] Θουκιδίδου, Περικλέους Ἐπιτάφιος http://users.uoa.gr/~nektar/ history/1antiquity/pericles_epitafios_logos.htm.
* Ο Χριστόφορος Ἀρβανίτης είναι Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού καί τῆς Θρησκείας, εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 5 Απριλίου 2011, http://theo-eco-culture.blogspot.com/2011/04/blog-post.html?spref=fb