Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοικτής κοινωνίας – Μέρος ΙΙ
Του Χριστόφορου Αρβανίτη*
2. Πολιτισμική αναγκαιότητα.
Ἐάν λοιπόν ὑπάρξει συμφωνία στό γεγονός ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν δομῶν σήμανσης, τῶν καθιερωμένων κωδίκων καί καθορισμό τῆς κοινωνικῆς τους θεμελίωσης καί σημασίας, τότε ὑποχρεωτικά σέ κάθε στάδιο ἔρευνας γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό θά πρέπει νά ἀναζητοῦμε τά σημεῖα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τό νέο καί τό πρωτόγνωρο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀξιολογώντας τή σημασία τους γιά τόν ὑπό διαμόρφωση πολιτισμό. Αὐτά τά νέα πολιτισμικά στοιχεῖα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στήν πολιτισμική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου εἴτε λειτουργοῦν παράλληλα εἴτε συγκρουσιακά εἴτε συνθετικά.
Τό ὑπάρχον πολιτισμικό περιβάλλον εἴτε τά ἀναδεικνύει ὡς σημαντικά καί γι’αὐτό τά ἐνσωματώνει στίς ὑπάρχουσες διαδικασίες εἴτε τά θεωρεῖ ὡς ὑποδεέστερα καί ἄνευ σημασίας καί γι’αὐτό τά περιθωριοποιεῖ ἤ τά ἀπορρίπτει. Μιά τέτοια διαδικασία, ὅμως, δημιουργεῖ προβλήματα πολιτισμικῶν ἀποκλεισμῶν γιά ὁμάδες καί σύνολα ἀνθρώπων πού ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται νά μήν εἶναι «συμβατές» μέ τούς κανόνες καί τούς ὅρους πού ἀποδέχεται ἕνας πολιτισμός. Μέ βάση αὐτή τή διαδικασία, ὁ πολιτισμός: «μιᾶς κοινωνίας συνίσταται σέ ὅλα ὅσα πρέπει νά γνωρίζει ἤ νά πιστεύει κανείς προκειμένου νά λειτουργήσει μέ ἕναν τρόπο ἀποδεκτό ἀπό τά μέλη της». [7]
Κατ’αὐτόν τόν ὁρισμό ἐνυπάρχει μιά καταγραφή συστημικῶν κανόνων ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἕνα εἶδος πολιτισμοῦ ἔντονα τυποποιημένου καί μέ βασική συνέπεια τόν ἀποκλεισμό ὁποιουδήποτε στοιχείου δέν συμφωνεῖ μέ τά δεδομένα αὐτά. Γίνεται ἐμφανές ὅτι σέ αὐστηρά τυποποιημένα πολιτισμικά καί κοινωνικά συστήματα ἡ προσπάθεια ἀνάμειξης τῶν στοιχείων δέν ἀποδίδει, κυρίως, γιατί ἡ αὐστηρότητα τοῦ συστήματος δέν ἐπιτρέπει τή συλλειτουργία τους. Αὐτό, ὅμως, ἀποτελεῖ τό ἕνα στοιχεῖο πού μπορεῖ κάποιος νά συμπεράνει καί κυρίως γίνεται ἐπίκλησή του ἀπό ἀνθρώπους πού ἀντιλαμβάνονται μονοδιάστατα τήν ἀνθρώπινη πολιτισμική δραστηριότητα καί ἐπιδιώκουν τήν πολιτισμική τους καθαρότητα, ἀπορρίπτοντας κάθε ξένο στοιχεῖο πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας ὡς μολυσματικό. Τό ἄλλο στοιχεῖο πού καλεῖται κάποιος νά συμπεράνει, ἐάν ἀποφασίσει νά ἐμβαθύνει στό πρόβλημα, εἶναι, ἀπορρίπτοντας ἐπιλογές ἀποκλεισμοῦ, ἡ λογική τῆς συνύπαρξης. Μέ βάση αὐτή τήν λογική ὀφείλει κάποιος: α. νά ἀντιλαμβάνεται τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ ἄλλου β. νά ἀντιλαμβάνεται τόν ἰδιαίτερο ρόλο τοῦ ἄλλου γ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπευθύνεται σέ ἕνα ἰδιαίτερο ἀνθρώπινο σύνολο τό ὁποῖο προσπαθεῖ ὅσο τό δυνατόν γίνεται νά ἐκφράσει πολιτισμικά καί τό ἀντίθετο δ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι καί ὁ ἄλλος ἀποτελεῖ μέρος ἑνός μεγάλου συνόλου πολιτιστικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου ε. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ καθενός, ἰδιαιτέρως, καί ἡ συνύπαρξή τους μέ τόν καθένα στό χῶρο του δέν ὁδηγεῖ σέ κανένα κοινωνικό καί κατ’ἐπέκταση πολιτισμικό ἀποκλεισμό. Τό στοιχεῖο τῆς συνύπαρξης σέ ἕνα χῶρο καί τόπο διαφορετικῶν πολιτισμικῶν μοντέλων ἀπορρίπτει κατ’ἀρχάς ἄμεσα τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποκλεισμοῦ, θεωρώντας ὅτι κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ σέ κοινωνικούς καί πολιτισμικούς ἀποκλεισμούς.
Ἡ ἔννοια τῆς συνύπαρξης, ἡ ἀρχή τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν σέ ἕνα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ἤ ἀλλιῶς ἡ ἀρχή τῆς πολυπολιτισμικότητας δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη κανενός πολιτισμοῦ, ἀπορρίπτει λογικές σύγκρουσεις τῶν πολιτισμῶν μέ «δαρβίνειες» και «χαντικτονιακές» ἐξελικτικές προσεγγίσεις ἐπικράτησης τοῦ ἰσχυροτέρου πολιτισμοῦ, σέβεται τίς παραδόσεις καί τίς πολιτισμικές καταβολές τῶν λαῶν, ἐπιζητεῖ τήν ἀλληλοκατανόηση τῶν πολιτισμικῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ καθενός καί βοηθᾶ στή λειτουργία τῆς δημοκρατίας σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο. Τό «συν-υπάρχειν» ὁδηγεῖ στό «συν-διαλέγεσθαι», τό «συνδιαλέγεσθαι» ὁδηγεῖ στό «ἀλληλοκατανοεῖν», τό «ἀλληλοκατανοεῖν» ὁδηγεῖ στόν ἀλληλοσεβασμό καί ὁ ἀλληλοσεβασμός μᾶς ἐπιτρέπει νά βαθαίνουμε τή δημοκρατία ἀπό τό πολιτικό της ἐπιφαινόμενο στό κοινωνικό καί ἀκόμη περισσότερο στό πολιτισμικό της ρεαλισμό.
Προηγουμένως εἶχε ἀναφερθεῖ ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων, τῶν συντελεστῶν πού διαμορφώνουν καί μεταμορφώνουν ἐν συνεχεία κάποια ἄλλα στοιχεῖα σέ πολιτισμό μέ κοινωνική θεμελίωση καί σημασία. Μιά τέτοια πολιτισμική ἀνάλυση τῶν στοιχείων πού ἀποτελοῦν τούς συντελεστές διαμόρφωσης ἑνός πολιτισμοῦ μᾶς ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τή θεωρητική προσέγγιση στή ρεαλιστική θεώρηση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων. Ἔτσι ἀποφεύγονται ἡ μονομέρεια καί ἡ γενίκευση καί ἀπομακρύνεται ὁ κίνδυνος τῆς πολιτισμικῆς καθαρότητας καί τοῦ πολιτισμικοῦ ἀποκλεισμοῦ. Πάντως κατά γενική ὁμολογία (χωρίς αὐτό νά ἀποτελεῖ κοινοτυπία) «ἡ πολιτισμική ἀνάλυση εἶναι ἐγγενῶς ἀτελεύτητη»,[8] εἰδικώτερα, ὅταν σ’αὐτή τήν ἀνάλυση ἐμπλακεῖ ἡ κοινωνιολογία. Ἡ κατανόηση τῶν πολιτισμῶν ἔρχεται μέσα ἀπό τήν κατανόηση τῶν ἀνθρώπων καί ἡ κατανόηση τῶν ἀνθρώπων ἔρχεται μέσα ἀπό τή γνωριμία μαζί τους, τή θέληση γιά γνωριμία μαζί τους. Σ’αὐτό τό σημεῖο, ὅμως, προκύπτει ἕνα μεῖζον ζήτημα γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό καί τίς ἀξίες του. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν πολιτισμικές ἀξίες οἱ ὁποῖες θεωροῦνται παγκόσμιες, ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἀξίες σέ τοπικούς πολιτισμούς οἱ ὁποῖες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στίς τοπικές κοινωνίες καί στά ὑποκείμενά τους. Ἡ σύνθεση τοῦ τοπικοῦ μέ τό παγκόσμιο ἀποτελεῖ γιά τό σήμερα τό μεγαλύτερο ἴσως πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν παγκοσμιοποίηση τῆς ἀγορᾶς. Οἱ παγκόσμιες πολιτισμικές ἀξίες τείνουν νά ἀπορροφήσουν τούς τοπικούς πολιτισμούς ἤ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά αὐτῶν τῶν πολιτισμῶν συνθέτουν ἕνα παγκόσμιο πολιτισμό τοῦ ὁποίου, μέρος ἤ τμῆμα, ἀποτελοῦν καί τά ἴδια; Αὐτή ἡ πολιτισμική ἀξιολογική παγκοσμιότητα ἀποτελεῖ πράγματι μιά σύνθεση πολιτιστικῶν παραδόσεων ἤ ἐργαλεῖο στά χέρια κάποιων ἐπιτήδειων κερδοσκόπων πού μέσα ἀπό παγκοσμιοποιημένα πολιτισμικά δεδομένα προσπαθοῦν νά ἐλέγξουν τίς ἀνθρώπινες συμπεριφορές;
Οἱ ἀπαντήσεις σέ τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι καθόλου εὔκολες. Ἄς δοῦμε γιά παράδειγμα ἕνα πολιτισμικό ἀνθρώπινο μνημεῖο. Τήν Ἁγιά Σοφιά. Ἕνα χριστιανικό πολιτισμικό μνημεῖο παρελθοντικοῦ χρόνου μέσα σέ ἕνα παροντικό μουσουλμανικό κόσμο καί μιά παγκόσμια κοινότητα, ἡ ὁποία τό χαρακτηρίζει ὡς μνημεῖο παγκόσμιας πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ ναός, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Αὐτοκρατορία, τά ἱστορικά πρόσωπα-ὁ Ἰουστινιανός, οἱ ἀρχιτέκτονες, τά ὑλικά, τό μέγεθος, ἡ νοοτροπία, οἱ ἐργάτες, ὁ χρόνος, ὅλα αὐτά κάνουν τήν Ἁγιά Σοφιά, ναό τῆς τότε βασιλεύουσας τοῦ κόσμου. Ἔχει σημασία νά δεῖ κανείς τόν πολιτισμό πού ἀναδύεται μέσα ἀπό ἕνα ἀρχιτεκτονικό κατασκεύασμα, καθώς ἡ γοητεία τοῦ οἰκοδομήματος δηλώνει μιά συγκεκριμένη ἐποχή καί μιά συγκεκριμένη κοινωνία. Αὐτό τό ἴδιο τό οἰκοδόμημα ὑποδηλώνει τίς ἰδιαίτερες γιά ἐκείνη τήν ἐποχή ἀντιλήψεις γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀλλά καί τή χρήση αὐτῆς τῆς σχέσης ἀπό τήν ἐξουσία. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου ἀναδεικνύει τή δύναμη ἐξουσίας πού ἔχει στά χέρια του ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας, καθώς ὁ συμβολισμός τοῦ οἰκοδομήματος ἐπικεντρώνεται στή νίκη τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἐπί τοῦ Σολομώντα, μιά νίκη σέ μιά μάχη πού ἱστορικά δέν συνέβει ποτέ. Κυριολεκτικά καί ρεαλιστικά οὐδέποτε ὑπῆρξε μιά τέτοια σύγκρουση. Ἡ συμβολική, ὅμως, ἀναγωγή τῆς αὐτοκρατορίας ὑπεράνω τοῦ Σολομώντα δέν εἶναι θεσμική ἤ στρατιωτική ἤ πολιτική ἀλλά πολιτισμική, ἐμπεριέχοντας τήν ὅλη ὕπαρξη τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἁγιά Σοφιά ὡς πολιτισμικό πρότυπο ἐπιβεβαιώνει μέ τή συμβολική της ἀνάδειξη τήν πολιτισμική ἐπικυριαρχία τοῦ Βυζαντίου. Τό μεγαλεῖο τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς καί ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς τέλεσης τῆς αὐτοκρατορικῆς Θ. Λειτουργίας γοήτευαν γιά 800 καί πλέον χρόνια τούς λαούς πού ἤθελαν νά κατακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Παρ’ὅτι ὅμως ἡ Πόλη ἁλώθηκε καί ἡ Ἁγιά Σοφιά γιά 450 χρόνια περίπου μεταμορφώθηκε σέ χῶρο λατρείας μιᾶς ἄλλης θρησκείας καί μιᾶς ἄλλης αὐτοκρατορίας ἐν τούτοις στήν παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά καταγράφθηκε ὡς μνημείο τοῦ βυζαντινοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ βυζαντινός αὐτοκρατορικός πολίτης μεταμορφώνεται σέ πανανθρώπινο οἰκουμενικό πολιτισμικό πρότυπο, ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἐκστασιασθεῖ ἀπό τό μεγαλεῖο καί τή γοητεία τῆς αὐτοκρατορίας του καί τόν παρακινεῖ σέ μιά δυναμική καί ἐπιθετική οἰκειοποίηση.
Ἄς δοῦμε, ὅμως καί ἕνα πιό σύγχρονο γεγονός. Τό παράδειγμα τῆς Θεσσαλονίκης ὡς μιᾶς πόλης συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τοῦ βυζαντινοῦ, τοῦ μουσουλμανικοῦ, τοῦ ἑβραϊκοῦ, τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου ἀποτελεῖ, ἴσως, τήν πιό χαρακτηριστική περίπτωση. Ἡ θρησκευτική ταυτότητα τῆς κάθε κοινότητας εἶναι αὐτή πού ἀποτελεῖ τό στοιχεῖο τῆς διάκρισης ἀπό τίς ἄλλες. Ἡ κοινότητα χρησιμοποιεῖ τή θρησκεία γιά νά δηλώσει τή διαφορετικότητά της ἀπέναντι στούς ἄλλους, καθώς σ’αὐτήν ἀνάγει τή σημαντικότητα τῆς ὕπαρξής της. Ἡ θρησκεία εἶναι αὐτή πού παρέχει σέ κάθε κοινότητα τήν ἠθική, τούς κανόνες, τούς ὅρους (γιά παράδειγμα κανείς Ἑβραίος δέν δουλεύει στό ἐμπορικό κέντρο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου), δανείζεται ἔννοιες μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀμύνεται ἤ ἐπιτίθεται πολιτισμικά, καταθέτει ἐμπειρίες, οἱ ὁποῖες κάνουν κατανοητό τό γεγονός τῆς διαφορετικότητας. Ἡ θρησκευτική ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε κοινότητας διαμορφώνει κοινωνικές καί πολιτισμικές διαδικασίες οἱ ὁποῖες, ὅμως, δέν συγκρούονται μεταξύ τους, ἀλλά κατορθώνουν νά συνυπάρχουν σεβόμενες τήν ταυτότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔζησε τέτοιες πολιτισμικές διεργασίες ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ὡς τά μέσα τοῦ 20ου, παρουσιάζοντας παράλληλα ἕνα τέτοιο πρόσωπο κοινωνικῆς συνοχῆς πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει πρότυπο γιά ἄλλες σύγχρονες πόλεις μέ θρησκευτικά προβλήματα, ὅπως εἶναι τό Μπέλφαστ ἤ ἡ Ἰερουσαλήμ, καί παρ’ὅτι μέ ἀρχές κοινωνιολογικῆς ἀνάλυσης μεταφορᾶ προτύπου δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει, καθώς τό ὁποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο ἀποτελεῖ φαινόμενο μόνο γιά τή συγκεκριμένη κοινωνία στήν ὁποία διενεργήθηκε. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι στίς καρδιές καί στίς μνῆμες τῶν ἀπανταχοῦ Ἑβραίων ἡ Θεσαλονίκη ἀποτελεῖ τή δεύτερη Σιών. Τό τέλος αὐτῆς τῆς συνύπαρξης ἔφθασε μόνο ὅταν ὑπῆρξαν βίαιες ἔξωθεν παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες προσπάθησαν καί πέτυχαν νά ἀλλοιώσουν τήν πληθυσμιακή καί πολυπολιτισμική της σύνθεση σέ μιά ἐποχή ὅπου κυριάρχησαν ἀπόψεις περί ἐθνικῆς καί φυλετικῆς καθαρότητας. Ὑπῆρξε ἱστορικά τό πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα συνύπαρξης πολιτισμῶν ἀπό τό γεγονός καί μόνο ὅτι στό γεωγραφικό της χῶρο συνυπῆρξαν διαφορετικοί πολιτισμοί, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τήν πολιτισμική τους ταυτότητα καί ἰδιαιτερότητα, σέ ὁρισμένες δέ περιπτώσεις, θέτοντας αὐστηρούς κανόνες καί ὅρους πρός τά μέλη τους, συνεργαζόμενοι μόνο στόν τομέα τῆς οἰκονομίας.[9]
Παραπομπές
[7]Clifford Geertz, ibid., p.23. [8]Glifford Geertz, ibid., p.40 [9]Κατά τόν καθηγητή Πέτρου Ἰωάννη ἡ ἔννοια τῆς πολυπολιτισμικότητας δημιουργήθηκε γιά νά ἐκφράσει καταστάσεις πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης καί τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ διαφορετικές πολιτιστικές ἐκφράσεις εἴτε σέ τοπικό εἴτε σέ παγκόσμιο ἐπιπεδο. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.13-14.
* Ο Χριστόφορος Ἀρβανίτης είναι Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού καί τῆς Θρησκείας, εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
ΠΗΓΗ: Τρίτη, 5 Απριλίου 2011, http://theo-eco-culture.blogspot.com/2011/04/blog-post.html?spref=fb