Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος V
Του Γιώργου Καραμπελιά
Γιατί έσβησε η μανιφακτούρα των Αμπελακίων;
Συχνά έχει υποστηριχθεί πως η παραγωγή των νημάτων στα Αμπελάκια, αλλά και αλλού, όπως π.χ. στον Τύρναβο, βρισκόταν στο στάδιο της «οικοτεχνίας» και δεν είχε μετεξελιχθεί σε «μανιφακτούρα». Παραγνωρίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, η βαφή, πραγματοποιούνταν στα 24 βαφεία, τους κερχανάδες – όπου βάφονταν κάθε χρόνο περίπου 2.500 έως 3.000 μπάλες νημάτων των εκατό οκάδων και απασχολούνταν χίλιοι έως δύο χιλιάδες (ο τελευταίος αριθμός μοιάζει μάλλον υπερβολικός) εργαζόμενοι.
Από τον ενεργό πληθυσμό των Αμπελακίων, το ένα τρίτο απασχολούνταν στην οικιακή επεξεργασία και νηματοποίηση του βαμβακιού, το δεύτερο τρίτο στη βαφή στους κερχανάδες – που απασχολούσαν, κατά μονάδα, τουλάχιστον 40 τεχνίτες και βοηθούς, επρόκειτο δηλαδή για «βιομηχανικές μονάδες» – και οι υπόλοιποι στη διάθεση του προϊόντος, την προμήθεια των πρώτων υλών, τη μεταφορά κ.λπ. Το Κεντρικό Βαφείο «Μπαμπά» της Κοινής Συντροφίας είχε διαστάσεις 15X35=525 τ.μ., με 23 καζάνια βαφής και 75 άτομα απασχολούμενους. Το «ποιοτικό» άλμα προς την μανιφακτούρα είχε λοιπόν ήδη πραγματοποιηθεί.
Τι προκάλεσε, άραγε, την καταστροφή της μανιφακτούρας των Αμπελακίων, σε τρόπο ώστε, μετά το 1815, και με μεγάλη ταχύτητα, η δραστηριότητα των Αμπελακίων να παρακμάσει, ο πληθυσμός να μειωθεί, ενώ η απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μια κλωστική μηχανή θα αποτύχει παταγωδώς, και ο ήχος της Τζένης δεν θα αντηχήσει ποτέ στις χαράδρες του Κισσάβου;
Πολλοί παράγοντες έχουν αναφερθεί για να εξηγηθεί η κατάρρευση: σημαντικότεροι μοιάζουν η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών και η απώλεια μεγάλου μέρους των κεφαλαίων της Συντροφίας, ο ανταγωνισμός της αναπτυσσόμενης υφαντουργικής βιομηχανίας, με τη χρήση της ανιλίνης αντί για το αλιζάρι (ερυθρόδανο) των Αμπελακίων, και η αθρόα εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων από την Αγγλία στην Αυστρία και τη Γερμανία, που ήταν οι κύριες αγορές της αμπελακιώτικης μανιφακτούρας.
Δεδομένου ότι η ελληνική βιοτεχνία δεν διέθετε μια εκτεταμένη εσωτερική αγορά και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν, χωρίς μάλιστα να φθάνει στην ολοκληρωμένη μεταποίηση, αλλά έμενε στο στάδιο της νηματουργίας, αρκούσε ένα γεγονός συνδεδεμένο με τη συγκυρία στην Ευρώπη – η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών – για να προκαλέσει τον θάνατο από ασφυξία της αμπελακιώτικης παραγωγής. Οι τράπεζες βρίσκονταν στη Βιέννη, καθώς και η τελική αγορά. Κατά συνέπεια, η διόγκωση της ελληνικής βιοτεχνικής παραγωγής δεν διέθετε τις εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια «ενάρετη» διευρυμένη αναπαραγωγή, και έτσι η άνθηση των Αμπελακίων, αυτό το «θαύμα» της ελληνικής μανιφακτούρας, είχε πήλινα πόδια. Απετέλεσε ένα μετέωρο που διέσχισε τον ορίζοντα για να σβήσει με την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας.
Η οικονομική λειτουργία της διασποράς
Ίσως όμως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός, που θα σφραγίσει την ιστορία του ελληνισμού, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, υπήρξε η διασπορά των Ελλήνων και η διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, των παροικιών.
Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής, άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο.
Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και ευνοούσε τη διασπορά του. Έτσι, η δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπείρονταν σε πολλές πόλεις, τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο κ.ο.κ.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας, αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, και στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.
Η Ιταλία
Το παροικιακό φαινόμενο του νεώτερου ελληνισμού είχε ως αρχική εστία την ιταλική χερσόνησο και ως επίκεντρο τη Βενετία. Όσο όμως θα αναπτύσσεται η οικονομία και οι εμπορευματικές σχέσεις στον οθωμανικό χώρο, ενώ στη Δύση θα αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, το επίκεντρο της ελληνικής διασποράς θα μετακινείται προς την κεντρική Ευρώπη, αρχικώς, και όλο και ανατολικότερα, στη συνέχεια, προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία – αργότερα προς την Αίγυπτο. Ακόμα και στην Ιταλία, το κέντρο βάρους της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας θα μετατεθεί προς την Τεργέστη και το Λιβόρνο.
Στην Ιταλία μεταναστεύουν, τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, λόγιοι, μισθοφόροι στρατιωτικοί (οι περιβόητοι stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί καταδιωγμένοι από την τουρκική εξουσία, κάτοικοι και έμποροι των περιοχών που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και όσοι τους ακολούθησαν μετά την κατάληψη της περιοχής τους από τους Τούρκους – όπως θα συμβεί με αρκετούς Κύπριους, Κρήτες, Πελοπονήσιους, νησιώτες. Παράλληλα, η ενετική Πάδοβα και οι άλλες ιταλικές πόλεις, Πίζα, Παβία, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια, θα παραμείνουν, μέχρι την Επανάσταση, τα κυριότερα κέντρα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των Ελλήνων, και μόλις από τα μέσα του 18ου αι. θα αρχίσουν να τις ανταγωνίζονται η Βιέννη και η Λειψία.
Έτσι, ήδη κατά τα τέλη του 16ου αι., ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, σε σύνολο 150.000 κατοίκων, ενώ, κατά τον 17ο αι., ο αριθμός των μελών της ελληνικής αδελφότητας έφθασε τις 5.000. Όταν όμως θα ολοκληρωθεί η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών κτήσεων, η Βενετία θα παρακμάσει. Ενώ, στις αρχές του 18ου αι., η τάξη των Ελλήνων εμπόρων περιλάμβανε 400 οικογένειες (1.600 άτομα), πενήντα χρόνια αργότερα θα περιοριστεί σε 70, και μόνο σε 44, στις αρχές του 19ου αι.
Το κέντρο βάρους θα μετατεθεί στα νέα «ελεύθερα» λιμάνια της Ιταλίας – το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, τη Mεσσήνη, την Αγκώνα, την Tεργέστη – όπου οι δασμοί είναι σημαντικά μειωμένοι. Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι., και κυρίως στις αρχές του 19ου, επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας θα γίνει η Τεργέστη, όπου η αυτοκράτειρα Μαρία-Τερέζα ιδρύει μια νέα Εταιρεία του Λεβάντε, το 1754. Η ελληνική παροικία της Αγκώνας, που αποτελούσε περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη, μετά την εβραϊκή, και σταδιακά ενισχύεται οικονομικά και κοινωνικά, ενώ, στην Τεργέστη, η ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα φθάσει τις 3.200 ψυχές, λόγω της συρροής φυγάδων από τις τουρκικές σφαγές, ιδιαίτερα από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, και Χιώτες θα κυριαρχήσουν μεταξύ των εμπόρων – οι Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι Bλαστοί.
Το ελληνικό εμπόριο στην Τεργέστη, το Λιβόρνο και την Αγκώνα ήταν διαμετακομιστικού χαρακτήρα: οι Έλληνες έμποροι διακινούν προϊόντα που μεταφέρονται από την Ανατολή προς τη Δύση και το αντίστροφο, εισπράττοντας προμήθεια, συνήθως το 2% της αξίας. Παράλληλα, λειτουργούν ως τραπεζίτες, ενώ ασφαλίζουν και τα πλοία που ταξιδεύουν από και προς την Ανατολή. Εδώ, στην Tεργέστη, ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Societa Greca di Assicurazioni (Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία), το 1789.
Το Λιβόρνο, που ανήκε στο κράτος της Τοσκάνης κατά τον 18ο αι., μετεβλήθη σε βασικό σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, και κατ’ εξοχήν του σιτεμπορίου. Έτσι, μετά τη συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ του 1779, ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία ταξιδεύουν στις οθωμανικές θάλασσες και μεταφέρουν το ρωσικό σιτάρι στις τεράστιες σιταποθήκες του λιμανιού της Τυρρηνικής: μεταξύ 1776 και 1793, τα ελληνόκτητα πλοία στο λιμάνι θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, ενώ, στα 1802-1819, Έλληνες έμποροι θα χρηματίσουν 28 φορές πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Στη γειτονική Πίζα – όπου υπάρχει πάντα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων φοιτητών – θα εγκατασταθεί, το 1815, ο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, πρόεδρος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης και, το 1819, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και τον γιο του Κωνσταντίνο. Στην περιοχή της Ιταλίας με την ισχυρότερη αγγλική παρουσία, ο Μαυροκορδάτος θα έρθει σε επαφή με τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή και φιλέλληνα Σέλλεϋ, ενώ ο Ιγνάτιος θα πραγματοποιήσει τη στροφή από τη ρωσική «προστασία» στην αγγλική, έχοντας πείσει και τον προστατευόμενό του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στο Λιβόρνο, ο Ανδρέας Κάλβος θα συναντηθεί, το 1808, με τον Ανδρέα Λουριώτη, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, θα συνομολογήσουν το πρώτο δάνειο της «Ανεξαρτησίας» (sic), στο Λονδίνο, το 1824.
Oι παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης
Ο 18ος αιώνας υπήρξε όντως ο «αιώνας των Ελλήνων», οι οποίοι, εκτός από τα Βαλκάνια και την Ιταλία, επεκτείνονται και στις δύο άλλες Αυτοκρατορίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη προηγείται και των συνθηκών του Κάρλοβιτς. Στην Τρανσυλβανία, είχε ήδη δημιουργηθεί, το 1639, η πρώτη ελληνική κομπανία στην κεντρική Ευρώπη, στην πόλη Σίμπιου, ενώ, λίγο αργότερα, στα 1678, ιδρύθηκε ανάλογη κομπανία και στην πόλη Μπρασόφ. Και στην Ουγγαρία, η πρώτη ελληνική κομπανία, στην πόλη Τοκάι, θα ιδρυθεί στα 1667, με προνομιακό εμπορικό, φορολογικό και αυτοδιοικητικό καθεστώς. Το επόμενο κύμα θα σημειωθεί στα 1718, μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς, ενώ το μεγαλύτερο θα ακολουθήσει μετά το 1760, αφού μάλιστα κατεστράφη η Μοσχόπολη.
Στη δεκαετία του 1760, το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο υπολόγισε πως στην Ουγγαρία ήταν εγκατεστημένες οι οικογένειες 2.000 «οθωμανών εμπόρων» και συνολικά 18.000 οθωμανικές οικογένειες, χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων εμπόρων ήταν πραματευτές, μη μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αυστροουγγαρία. Στις σερβικές επαρχίες, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Νίσσα, το Κραγκούγιεβατς, το Κρούσεβατς, το Σμεντέρεβο, τη Μιτροβίτσα, το Βούκοβαρ, το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και μαζικότερα στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο (Zemun), η παροικία του οποίου έφτασε τους 800 στα 1816.
Οι Έλληνες στη Βιέννη, από 300 μέλη το 1767, θα φθάσουν τις 4.000 στα 1814, όταν η ελληνική κοινότητα θα βρεθεί στο απόγειο της ακμής της.
Οι Αψβούργοι απαγόρευαν στους βαλκάνιους εμπόρους οθωμανικής υπηκοότητας να ασκούν το λιανικό εμπόριο, παρά μόνο κατά τις εμποροπανηγύρεις ιδιαίτερα κατά τη μακρά βασιλεία της Μαρίας-Θηρεσίας (1740-1780), ελήφθησαν επανειλημμένα μέτρα εναντίον των ορθοδόξων, τους οποίους και πίεζαν συστηματικά να αποκτήσουν αυστριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα, γύρω στα 1800, οι περισσότεροι ίσως Έλληνες έμποροι της Αυστροουγγαρίας να έχουν αλλάξει υπηκοότητα.
Έτσι, πολλοί Έλληνες, εκόντες ή άκοντες, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (βαρόνοι, εκτός από τον Γεώργιο Σίνα, ανακηρύχθηκαν ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος), κάποιοι εισήλθαν στην αυτοκρατορική Βουλή, όπως ο Νικόλαος Δούμπας και ο Θεόδωρος Καραγιάννης, ο οποίος χρημάτισε διευθυντής της Ακαδημίας και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης.
ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023
Συνέχεια στο Μέρος VI http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2556