Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙV
Του Γιώργου Καραμπελιά
Υπήρξε ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων;
Ωστόσο, εδώ δεν είναι ο χώρος να επεκταθούμε αναλυτικότερα στις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας των Αμπελακίων. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κωμόπολης, εκτός από τη θυελλώδη, ταχύτατη ανάπτυξη και παρακμή της, συνίσταται στις μορφές οργάνωσης και εμπορίας της παραγωγής, τις συντροφίες, που κατέληξαν και στην Κοινή Συντροφία, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη συνεταιριστική δομή στον σύγχρονο κόσμο που την έκαναν γνωστή τόσο μέσα όσο κι έξω από την Ελλάδα. Υπήρξαν πάρα πολλοί συγγραφείς που υποστήριξαν την άποψη του συνεταιρισμού και εξ ίσου πολυάριθμοι εκείνοι που την απέρριψαν.
Ο πρώτος που υποστήριξε με θέρμη την εκδοχή του συνεταιρισμού ήταν ο Γάλλος οπαδός του Φουριέ Φρανσουά Μπουλανζέ, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και, με βάση το Συμφωνητικό της αμπελακιώτικης συντροφίας και τις αναμνήσεις του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, το 1847, σχημάτισε την άποψη περί συνεταιρισμού, την οποία μάλιστα υπέβαλε με υπόμνημα στον Ιωάννη Κωλέτη, εν συνεχεία, έγραψε και σχετικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1875. Εν συνεχεία, στην Ελλάδα, την άποψη του συνεταιρισμού υποστήριξε με θέρμη ο Γεώργιος Φιλάρετος σε σχετικό έργο του, καθώς και, σε διαφορετικές εκφάνσεις, ο Δ. Τσοποτός, ο Δ. Καλιτσουνάκις, ο Θ. Τζωρτζάκης, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ν. Βέης, ο Κ. Κουκίδης, ο Ηλ. Γεωργίου, ο Χρ. Ευελπίδης, ο Κ. Λεοντίδης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γ. Κοντογιώργης, ο Παρμ. Αβδελίδης, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το συνεταιριστικό κίνημα και ιδιαίτερα την περίπτωση των Αμπελακίων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον καθηγητή κοινωνιολογίας Διονύση Μαυρόγιαννη, που ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα:
Η Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά Καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, […] αποτελούν, από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης αλλά και της σημερινής. Ο Μαυρόγιαννης συνδέει τη συντροφία των Αμπελακίων με το ελληνικό κοινοτικό φαινόμενο και το θεωρεί στην ουσία ως μία παραγωγική και εμπορική επέκταση της κοινότητας: Όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες […] οι κοινοτικές δημοκρατικές και κοινωνικές εμπειρίες πέρασαν στην οργάνωση των οικονομικών εκδηλώσεων της ζωής των Αμπελακιωτών. […] Επρόκειτο τελικά για ένα ευρύ συνεταιριστικό και κοινοπραξιακό φαινόμενο, πρωτότυπο και τοπικό, που εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της τοπικής οργανώσεως με την οποία τελικά ταυτίστηκε και συγχωνεύθηκε.
Ο Γιάννης Κορδάτος, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης, ως συνήθως κατηγορηματικός, κλείνει ως εξής το σχετικό βιβλίο του, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους: Στ’ Αμπελάκια δεν έγινε το θαύμα να λειτουργήσει ο «πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου». Η πολυθρύλητη συνεργασία «κεφαλαίου και εργασίας» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια κοινοπραξία μεγαλεμπόρων και βιοτεχνών. Όλα λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για το «συνεταιρισμό» των Αμπελακίων είναι ένας μύθος.
Ο Ηλίας Νικολόπουλος, στην αναλυτική μελέτη του για τα Αμπελάκια, αφού απορρίπτει «την ιδεολογική αντιμετώπιση του αμπελακιώτικου φαινόμενου», συμμερίζεται μάλλον την άποψη του Κορδάτου και υιοθετεί την εκδοχή του «ιδιότυπου οικονομικού μορφώματος», την οποία υποστηρίζει, εκτός από τον Κορδάτο, και ο Σπ. Ασδραχάς. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το κύριο στοιχείο στις συντροφίες των Αμπελακίων ήταν ο συνεταιρισμός εμπόρων που δεν διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια για τη δημιουργία αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών μονάδων και οι οποίοι υπέταξαν την παραγωγική δραστηριότητα των βαφειάδων και των κλωστριών στο εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι της βιοτεχνικής δραστηριότητας.
Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι συντροφιές είτε στην απλή τους μορφή, ως συντροφίες συνθεμένες από άτομα που συνεταιρίζονται για να διοχετεύσουν στην εξωτερική αγορά τα χρωματιστά βαμβακερά νήματα των Αμπελακίων, είτε στην εξελιγμένη τους μορφή, ως συνένωση του συνόλου των συντροφιών σε μια άλλη κοινή, χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου: το προσδοκώμενο κέρδος δεν ήταν παρά συνάρτηση του γεγονότος ότι ο παραγωγός επωμιζόταν το ρόλο του διανομέα στην αγορά εξαγωγής. Ποσοστά κέρδους της τάξης των 60 ως 100% προσφέρουν την απόδειξη για την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου και σύγχρονα δείχνουν το εύθραυστο αυτού του εμπορίου. Αναφορικά με τους συντελεστές της παραγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως σε όλες τις βιοτεχνικές προκαπιταλιστικές επιχειρήσεις, το μεταβλητό κεφάλαιο υπερακόντιζε κατά πολύ το σταθερό.
Ο Νίκος Μουζέλης, παρότι χαρακτηρίζει συνεταιρισμό τα Αμπελάκια, συγκρίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις του 18ου αι. στην υφαντουργία και τη ναυτιλία με το αγγλικό οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής για λογαριασμό του εμπορικού κεφαλαίου (putting-out system) κατά τον 16ο αι.. Ωστόσο, οι συντροφίες των Αμπελακίων δεν παύουν να αποτελούν συνεταιρισμούς όχι μόνον μεταξύ εμπόρων, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιοκτήτες και τους τεχνίτες των βαφείων, ενώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Κοινής Συντροφίας», κινητοποιούν και ενσωματώνουν το σύνολο του πληθυσμού, ένα μεγάλο μέρος τους μάλιστα ως εταίρους της Συντροφίας. Και αν θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι το κίνητρο για τη συγκρότησή τους ήταν διαφορετικό από την ανάγκη αποτελεσματικότερης παραγωγής και εμπορίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, ωστόσο, η αναζήτηση του κέρδους δεν αποτελεί αιτία απόρριψης του συνεταιριστικού – έστω πρωτο-συνεταιριστικού – χαρακτήρα του εγχειρήματος. Οι συντροφίες των Αμπελακίων, και κατ’ εξοχήν η Κοινή Συντροφία, δεν περιλαμβάνουν μόνον ως εταίρους τους κεφαλαιούχους, εμπόρους ή ιδιοκτήτες βαφείων, αλλά τουλάχιστον έναν μεγάλο αριθμό τεχνιτών και άλλων Αμπελακιωτών, όπως συνέβαινε και με τις συντροφικές μορφές που κυριαρχούσαν στην ελληνική ναυτιλία, όπου όλο το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του ταξιδιού. Ωστόσο, επειδή κινητοποιούν, στην κοινή επιδίωξη του κέρδους, εξ ίσου κεφαλαιούχους και εργαζόμενους, έχουν εταιρικό-συνεταιριστικό χαρακτήρα. Στα υδραίικα και τα γαλαξειδιώτικα καράβια, όπως και στους αμπελακιώτικους κερχανάδες, το σύνολο των εργαζομένων, ή το μεγαλύτερο μέρος τους, συνδέεται με κοινά συμφέροντα, παρότι δεν είναι όλοι ίσοι ούτε αμείβονται εξ ίσου. Χαρακτηριστικός είναι ο καταμερισμός των κερδών στη ναυτιλία, όπως τον μεταφέρει ο Μπουλανζέ:
Μερδικά
Για το καράβι, δηλαδή για όσους το κατασκεύασαν 10
Για το δάνειο χρηματοδότησης του ταξιδιού 10
Για τον καπετάνιο 3
Για τον υποπλοίαρχο (γραμματικό) 2
Για τους δύο αρχιναύτες (δύο μερδικά ο καθένας) 4
Για τον μάγειρα 2
Για τους 4 καλύτερους ναύτες, τιμονιέρηδες, (ενάμιση έκαστος) 6
Για τους τριάντα ναύτες, ένα μερίδιο ο καθένας 30
Για τους 4 μούτσους, μισό μερδικό ο καθένας 2
Αποθεματικό για ορφανά, χήρες κ.λπ., 1
ΣΥΝΟΛΟ 70
Κατά συνέπεια, ο απλός ναύτης είχε απολαβές που έφταναν στο ένα δέκατο εκείνων του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών του σκάφους, και το ένα τρίτο εκείνων του καπετάνιου, πρόκειται, δηλαδή, για μια εισοδηματική διαφοροποίηση κατά πολύ μικρότερη εκείνης που χαρακτήριζε τη Δύση, την ίδια εποχή, και η οποία δεν έχει καπιταλιστικά-«βιομηχανικά» χαρακτηριστικά: αποτελεί μια οικονομική δραστηριότητα εμπορευματικού, κερδοσκοπικού, αλλά όχι καπιταλιστικού χαρακτήρα, και στηρίζεται σε μορφές συνεταιριστικής συνεργασίας, βασισμένης αφ’ ενός στην προσφορά του «κεφαλαίου» (είκοσι μερίδια για το σκάφος και τους χρηματοδότες) και αφ’ ετέρου στην εργασιακή ειδίκευση.
Και όμως, για τον ελληνικό μαρξισμό, ο οποίος κατανοεί την πραγματικότητα μόνον με πρωθύστερα σχήματα, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυθεντικές προ ή μη καπιταλιστικές μορφές συνεταιριστικής δραστηριότητας αλλά πίσω από αυτές απλώς υποκρύπτονται καπιταλιστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας. Έτσι διαβάζουμε στην κατά τα άλλα μάλλον αξιολογότερη ιστορικό του ΚΚΕ, τη Δώρα Μόσχου: Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών, από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.
Η προβληματική του Κορδάτου, και όλων όσοι αρνούνται τον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Αμπελακίων, στηρίζεται στο ότι συσσωματώσεις αυτού του τύπου, όπως και ανάλογες κοινοτικού τύπου συσσωματώσεις στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στην εργασιακή αλλοτρίωση των εργαζομένων στις καπιταλιστικές συνθήκες, αλλά προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις, πριν πραγματοποιηθεί η προλεταριοποίηση των άμεσων παραγωγών, και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αυθεντική συνεταιριστική έκφραση. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια δογματική προσήλωση σε μια νεόκοπη και ίσως δυτικότροπη αντίληψη περί συνεταιρισμού, ο οποίος νοείται μόνον ως μια εξισωτική δομή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, και μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεδομένου ότι μορφές συνεταιρισμού εμφανίζονται και σε προκαπιταλιστικά, εμπορευματικά ή και μη καπιταλιστικά περιβάλλοντα. Αυτή η αντίληψη για τους συνεταιρισμούς εντάσσεται στη γνωστή λογική ενός ορισμένου «ορθολογικού» και εργαλειακού μαρξισμού, που αγνοεί συστηματικά το παρελθόν και τις προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι, όλες οι συμβιωτικές και κοινοτικές μορφές παραγωγής και δραστηριότητας των παλαιότερων κοινωνιών αγνοούνται και υποβαθμίζονται, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τη μόνη πραγματική βάση για οποιουσδήποτε μεταγενέστερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Είναι το ρωσικό μιρ, δηλαδή η κοινοτική αγροτική ιδιοκτησία των Σλάβων χωρικών και το αρτέλ των Ρώσων βιοτεχνών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για τα ρωσικά κολχόζ και σοβιέτ. Εξ άλλου, όλες οι επιτυχημένες – έστω και για λίγο– αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις θα πραγματοποιηθούν σε χώρες και κοινωνίες που δεν χαρακτηρίζονταν από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα από την υπανάπτυξή του, δηλαδή επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνίες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έχοντας ως βάση την αγροτική κοινότητα ή τις παλιές συντεχνιακές ή συνεταιριστικές μορφές παραγωγής. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Κοινή Συντροφία των Αμπελακίων δεν αποτελεί μια «μετακαπιταλιστική» συνεταιριστική δομή, διόλου δεν αναιρεί τα συνεταιριστικά και ευρύτερα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση που επιχειρεί ο Διονύσης Μαυρόγιαννης με τις κοινοτικές δομές του ελληνικού κόσμου, και ιδιαίτερα του ορεινού ή του νησιωτικού, είναι μάλλον επιτυχής και εξηγεί εν πολλοίς το «ιδιότυπο» φαινόμενο των Αμπελακίων.
Εξ άλλου, ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, στις μελέτες του για τις «συσσωματώσεις» των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει, ορθά, τις διάφορες «συσσωματώσεις» – θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές – ως εντασσόμενες σε μια ενιαία «κοινοτική» και εταιριστική λογική, άσχετα με το εάν κάποτε έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ή μία μορφή κυριαρχεί έναντι των άλλων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, κυριαρχεί η θρησκευτική «συσσωμάτωση», ενώ εν συνεχεία θα ενισχυθούν οι πολιτικές «συσσωματώσεις», δηλαδή οι αυτοδιοικητικές μορφές, οι οποίες κάποτε απορροφούν τόσο τις οικονομικές μορφές –συντεχνίες– όσο και τις στρατιωτικές – αρματολίκια –, όπως συμβαίνει σε ένα βαθμό στην Πελοπόννησο. Κλασικές μορφές στρατιωτικών κοινοτήτων αποτελούν η Μάνη, η Χιμάρρα, το Σούλι, όπου η στρατιωτική συσσωμάτωση υποτάσσει και τις λοιπές λειτουργίες στην πρωτοκαθεδρία της, καθώς και τα αρματολίκια ή οι κλέφτικες ομάδες. Τέλος, τυπικές οικονομικές συσωματώσεις είναι οι συντεχνίες – που ενισχύονται τόσο, ώστε φθάνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο ακόμα και στην εκλογή του Πατριάρχη στην Κωσταντινούπολη, κατά τα τέλη του 18ου αι., ή στην εκλογή των κοινοτικών αρχόντων –, οι κομπανίες των εμπόρων, τα τσελιγκάτα, οι συντροφοναύτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικονομικές συσσωματώσεις, όπως τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα μεταλλεία αργύρου του Πόντου, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι συντροφιές των Αμπελακίων, οι ναυτικές κοινότητες του Αιγαίου, μεταβάλλονται στο αποφασιστικό στοιχείο της ίδιας της κοινοτικής δραστηριότητας. Σημειώνει ο Πανταζόπουλος: Θὰ ἠδύνατο λοιπὸν νὰ λεχθῇ ότι η δράσις τών οικονομικών συσσωματώσεων τών βιοτεχνών καί εμπόρων υπήρξεν σημαντικωτέρα, παρ’ όσον γενικώς πιστεύεται. Διότι πολλάκις η πολιτική συνένωσις, η κοινότης, δέν αποτελεί παρά τήν εξωτερικήν εμφάνισιν της οικονομικής συσσωματώσεως.
Στα Αμπελάκια, όχι μόνο η κοινοτική αλλά ακόμα και η θρησκευτική και εκπαιδευτική «συσσωμάτωση» θα υπαχθεί στο γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η Συντροφία. Έτσι, ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος (1763-1793), που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση της Κοινής Συντροφίας, και πολλοί υποστηρίζουν πως αυτός διατύπωσε και το κείμενο του Συμφωνητικού – το βέβαιο πάντως είναι πως έχει επικυρώσει το καταστατικό της, εξ άλλου, οι αρχές της βασίζονται στη χριστιανική πίστη. Τέλος, η Σχολή των Αμπελακίων, το «Ελληνομουσείον», χρηματοδοτείται, όπως προαναφέραμε, από τη Συντροφία. Χαρακτηριστική είναι ανάλογη εξέλιξη στην Ύδρα, όπου η φορολογία για τη διοίκηση της νήσου μετατοπίζεται από την οικογενειακή μονάδα, που κατέβαλλε 3 γρόσια για τα έξοδα, στα «πλοία», που καταβάλλουν το 5% των εσόδων τους. Η κοινοτική, λοιπόν, μορφή οργάνωσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας μπόρεσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της παραγωγής. Αυτό είναι το «θαύμα» των Αμπελακίων.
Ας διαβάσουμε όμως έναν αυτόπτη μάρτυρα, έναν από τους πρώτους, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τον «ορθό χαρακτηρισμό» (sic) της συσσωμάτωσης των Αμπελακίων και ο οποίος, με τα νοητικά εργαλεία της εποχής του και της χώρας του, της Γαλλίας, θα χαρακτηρίσει, στα 1797, την Κοινή Συντροφία ως μια μεγάλη ετερόρρυθμη εταιρεία, τον Φελίξ ντε Μπωζούρ: Όσο για μένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα στα Αμπελάκια και στα περίχωρά τους, έναν πολυάριθμο πληθυσμό που ζούσε ολόκληρος από το προϊόν της βιοτεχνίας του, και που παρουσίαζε ανάμεσα στα βράχια της Όσσας την συγκινητική σύναξη μιας οικογένειας από αδέλφια και φίλους: ο υπέροχος θεσμός που είχαν αναπτύξει οι Ιησουίτες μέσα στα δάση της Παραγουάης, μεταφυτευμένος ως διά μαγείας ανάμεσα στους γκρεμούς και τις χιονοστιβάδες των Τεμπών, τα μίση των Ελλήνων εξασθενημένα, η επιθυμία για μάταιες πανουργίες πνιγμένη από γενναιόφρονα αισθήματα, η εθνική ματαιοδοξία να έχει καταπνιγεί από τα γενναιόδωρα αισθήματα. Όλες οι μεγάλες, φιλελεύθερες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται με την πρώτη του ενεργητικότητα ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου, και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας. Για τον Γάλλο πρόξενο, τα Αμπελάκια, «μια οικογένεια από αδέλφια και φίλους», μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με το «βασίλειο του Θεού», δηλαδή την εξισωτική κοινότητα που είχαν δημιουργήσει στα δάση της Παραγουάης οι Ιησουίτες μοναχοί. Αυτή και μόνον η αντιστοιχία, που περνάει από τον νου του, μας δίνει ίσως μια πολύ πιο εύγλωττη από πολλές σύγχρονες αναλύσεις απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της «συσσωμάτωσης» των Αμπελακίων.
ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023