Η επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση είναι όρος για να ξαναβρούμε τον πολιτειακό κοινοτισμό – Μέρος Ι [1]
Του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
Το χάσμα μεταξύ πολιτειακού κοινοτισμού και τριαδικής οντολογικής παράδοσης είναι βασική όψη του προβλήματος και σ' αυτήν καλούμαστε να εμβαθύνουμε.
Κατ’ αρχάς έχουμε την ιστορικά διαπιστωμένη αντίθεση μεταξύ κοινοτήτων και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πού (παρά τον αποφασιστικό ρόλο της Εκκλησίας στη διαμόρφωση των κοινοτήτων) αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στη νεοελληνική ιστορία. Φαινόμενο που παρατηρείται ακόμη και σήμερα στο εξωτερικό, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ελληνικές κοινότητες.
Έχουμε έπειτα την αντίθεση μεταξύ κοινοτιστών, που προέρχονται από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, κι εκείνων που ανακάλυψαν την τριαδική παράδοση προερχόμενοι από τον ευσεβιστικό χώρο. Μεταξύ τους υπάρχει πλήρης ακατανοησία.
Η πρώτη όψη της αντίθεσης είναι ένα ειδικό ιστορικό θέμα, η ανάλυση του οποίου εκφεύγει του παρόντος. Η δεύτερη όψη, που είναι καθαρά ιδεολογικής φύσεως, γιατί συνδέεται με παρανοήσεις και προκαταλήψεις, είναι η πλέον προσπελάσιμη και ενδιαφέρουσα. Ο εξ αριστερών ορμώμενος κοινοτιστής (που ονειρεύεται αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, αυτονομία, εναρμόνιση με το οικοσύστημα κλπ), βλέπει μόνον ευσεβισμό, θρησκοληψία, ηλιθιότητα και ταπεινά συμφέροντα, εκεί που καλείται να ψάξει για την οντολογική θεμελίωση των οραμάτων του. Αντιστρόφως οι θελγόμενοι από την πληρωματικότητα του «τριαδικού πρωτοτύπου» δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι αυτή έχει ιστορικό πολιτειακό αντίκρισμα κι ότι αυτό συμπίπτει με το κοινοτικό ημικράτος.[2] [37]
Η μελέτη των αμοιβαίων παρανοήσεων που αναπαράγουν την αντίθεση θα είχε, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη χρησιμότητα. Τούτο το βιβλίο το βλέπω σαν μια μικρή συμβολή σε ένα τέτοιο έργο και μάλιστα μόνο από τη μία πλευρά: αυτήν του «πολιτικού» κοινοτιστή που ψάχνει για την οντολογική θεμελίωση του κοινοτισμού. Προσεγγίζοντας την τριαδική παράδοση ένας τέτοιος αναζητητής προσκρούει, αν μου επιτρέπεται να γενικεύσω την προσωπική μου εμπειρία, σ' ένα διπλό τείχος, που τον χωρίζει από την τριαδική παράδοση και κρύβει την αλήθεια της. Το «εξωτερικό τείχος» είναι η ταύτιση της τριαδικής παράδοσης με τον ευσεβισμό. Το «εσωτερικό τείχος» είναι η παθητική αποδοχή τού δυαδισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το είδος των «τειχών» που περιβάλλουν τον πολιτικό κοινοτισμό δεν έχω ασχοληθεί, αλλά φαντάζομαι ότι πρέπει να έχουν κυρίως να κάνουν με τον «αθεϊσμό» (γι' αυτό και στο α' μέρος ασχολήθηκα με τον χαρακτήρα της αντίθεσης θεϊσμού-αθείσμού).
Η ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον ευσεβισμό: (θρησκοληψία, άγχος ατομικής σωτηρίας, αντιερωτική θωράκιση της προσωπικότητας, παρεκκλησιαστικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις) είναι, όπως έχει καταδειχθεί, νεώτερο ιστορικό φαινόμενο.[3] [38] Οι μελέτες πού ακολούθησαν την «πνευματική άνοιξη» της δεκαετίας του '60 έχουν ήδη προκαλέσει μεγάλα ρήγματα στο «εξωτερικό τείχος» και εύκολα μπορεί κανείς να περάσει. Χωρίς αυτά και η δική μου «διείσδυση» θα ήταν αδύνατη. Σήμερα μόνον αδιάβαστοι μπορούν να ισχυρίζονται ότι ο ευσεβισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Δεν θα επιμείνω λοιπόν σ' αυτό το είδος παρανοήσεων και θα ασχοληθώ μόνο με το δεύτερο, με το «εσωτερικό» τείχος, όπου τα ρήγματα είναι νομίζω πολύ περιορισμένα.
1. Ιδανικό και πραγματοποίηση
Η συνάντηση με το «εσωτερικό τείχος» βιώνεται ως ανάγκη να ασκήσει κανείς κριτική στην Ορθοδοξία, καταλογίζοντἀς της ότι αγνοεί τις σχετικά αυτόνομες συλλογικές ρίζες του κακού. Στο κέντρο όμως του ζητήματος βρίσκεται η σύγχυση μεταξύ ιδανικού και πραγματικού, εσχατολογικού και ιστορικού, βιοθεωρίας και πραγματοποίησης.
Είναι γεγονός ότι ο ατομισμός δεν αποτελεί ιδανικό για την Ορθόδοξη παράδοση, όπως άλλωστε ούτε ο κολεκτιβισμός. Η Ορθοδοξία δέχεται το συναμφότερον ατομικού-συλλογικού και επιδιώκει την τριαδική υπέρβασή τους, άμεσα στο εδώ και τώρα της Ιστορίας (κι αυτή είναι αυθεντική σημασία της εσχατολογίας της). Η αποχή από τη συλλογική ζωή γίνεται ιδανικό μόνο σε περιπτώσεις περιθωριακών εσωτεριστικών αλλοιώσεων του χριστιανικού μοναχισμού, και ευσεβιστικών παραμορφώσεων.[4] [39] Μια κριτική επομένως τοποθέτηση που θα ήθελε να συμπεριλάβει ιδανικό και πράξη, βιοθεωρία και κέλυφος[5],πρέπει να αναζητηθεί σε ένα πιο σύνθετο αναλυτικό πλαίσιο. Η κριτική για υποτίμηση τού συλλογικού κακού μπορεί να αφορά την πραγματοποίηση και όχι τα πρότυπα.
Αλλά και η πραγματοποίηση δεν ήταν, όπως είδαμε, ολοκληρωτικά ανεπιτυχής. Στη μικρή κλίμακα του τοπικού κοινωνικού βίου οι επιτυχίες ήταν αξιόλογες.Το πρόβλημα εμφανίζεται κυρίως στη μεγάλη κλίμακα, στην κλίμακα της αυτοκρατορίας, όπου υπεισέρχονται και οι διεθνικές σχέσεις, που αναμφισβήτητα παίζουν καθοριστικό ρόλο. (Παρατεταμένη "βαρβαρική περικύκλωση"). Αν υπήρξε ιστορική πραγματοποίηση του τριαδικού ιδανικού, όχι μόνο στο μοναστήρι αλλά και στις κατά τόπους κοσμικές ενορίες, πράγμα που είναι αληθές, τότε το πρόβλημα δέν έξαντλείται με αναφορές στην πόλωση ατομισμού και κολεκτιβισμού. Μιλήσαμε ήδη για το πώς ο μοναχισμός γεννήθηκε ως αντίδραση στον ιστορικό συμβιβασμό του χριστιανισμού με την αυτοκρατορία, συμβιβασμό που απειλούσε με ολοκληρωτική εκκοσμίκευση την εκκλησιαστική συλλογικότητα. Είδαμε ότι χάρη στην ύπαρξη και παρέμβαση του μοναχισμού, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της τριαδικής συλλογικότητας, υπό τύπον παραδειγματικών νησίδων, με αυξομειούμενη κατά εποχές ακτινοβολία και με ευτυχέστερη απόληξη αυτήν της σύμπτωσης των ορίων της εκκλησιαστικής και της ιστορικής κοινότητας στο τοπικό επίπεδο – αυτό που ο Σπ. Ζαμπέλιος αποκαλεί «ενδημοποίηση» της Εκκλησίας. Στη μεγάλη κλίμακα είναι που βλέπουμε την αδυναμία να λυθεί ιστορικά η αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτειακής συλλογικότητας, με θεσμική έκφραση τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Το πρόβλημα τίθεται επομένως ως αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικού συλλογικού (πού είναι πάντοτε μειοψηφικό ρεύμα, όχι μόνο σε επίπεδο αυτοκρατορίας, αλλά και σε επίπεδο Εκκλησίας), από τη μια πλευρά, και πολιτειακού συλλογικού (κρατικού και θρησκευτικού), από την άλλη. Τίθεται δηλαδή ως αντίθεση μεταξύ χαρισματικής-αντιδυναμοκεντρικής συλλογικότητας και συλλογικότητας βασισμένης στο κύρος της εξουσίας. Μια αντίθεση τοποθετημένη πλήρως στο πεδίο της πραγματοποίησης του κοινού προτύπου.
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος της πραγματοποίησης πρέπει να δούμε και τι συνέβαινε στη γειτονιά της Ρωμανίας: Στη Δύση η Καθολική Εκκλησία κατόρθωσε να ενοποιήσει το θρησκευτικό και το πολιτειακό πεδίο, προδίδοντας όμως πλήρως το τριαδικό ιδεώδες και εκφυλιζόμενη σε απολυταρχικό μηχανισμό. Για τον χώρο του 'Ισλάμ ούτε λόγος. Την ενότητα των δύο πεδίων ενσάρκωνε εκεί ό Σουλτάνος. 'Ο Σουλτάνος ήταν πρωτίστως ζωτική ανάγκη του χώρου αυτού (για να γίνει κατόπι και δική μας).
Στον Καθολικισμό, στο Ισλάμ, αλλά και στον υπαρκτό σοσιαλισμό, δεν υπάρχει ο δυισμός για τον οποίο μιλάμε, γιατί δεν υπάρχει τριαδική συλλογικότητα, όχι μόνο στην πράξη, αλλά ούτε καν στη θεωρία, στο δόγμα. Και στον ιδιωτικό καπιταλισμό, επίσης, η τριαδική συλλογικότητα είναι άγνωστη, αφού δεν υπάρχουν εκεί παρά στοιχειώδεις προσωπικές σχέσεις. Σ' όλους αυτούς τους πολιτισμικούς χώρους η γνήσια συλλογικότητα εμφανίζεται μόνο στους κόλπους ηρωικών κινημάτων, που αποτελούν, ούτως η άλλως, σπάνιο φαινόμενο. Εμφανίζεται δηλαδή σε έκτακτες συνθήκες και όχι σε κανονικές ειρηνικές περιόδους. Γι' αυτό και η εμπειρία της αυθεντικής συλλογικότητας ακολουθεί εκεί την «υπόγεια διαδρομή», χωρίς να μπορεί να οικοδομήσει τίποτα ή, αν οικοδομήσει κάτι, στις στιγμές της μεγάλης έντασης, αυτό γρήγορα μετασχηματίζεται στο αντίθετό του, μόλις η κοινωνία επιστρέψει στον «κανονικό» της ρυθμό. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αρκετές φορές το έθεσε η νεώτερη επαναστατική σκέψη, αλλά η μόνη απάντηση, στην οποία κατόρθωσε να φτάσει, ήταν η τεχνητή παράταση της έκτακτης κατάστασης ("διαρκής" ή «αδιάκοπη» επανάσταση).
Στο Βυζάντιο, αλλά και γενικότερα, η 'Εκκλησία φαίνεται να περιορίζει τη διεκδίκηση του τριαδικού τρόπου συλλογικότητας μόνο στο εσωτερικό της. Η Πολιτεία, το Κράτος, ό Κόσμος, αφήνονται απ' έξω. Ανήκουν στη δικαιοδοσία του Διαβόλου («τού άρχοντα τού κόσμου τούτου»). Ανήκουν στον «Καίσαρα» και τελικά στον Σουλτάνο, που καθίσταται οιονεί απαραίτητος. Αυτή είναι η πιο ακραία, η χειρότερη διατύπωση. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για παθητική αποδοχή του δυαδισμού Εκκλησίας-Αυτοκρατορίας. Για παθητική αναγνώριση της αντίθεσης τριαδικού και δυναμοκεντρικού συλλογικού. Για την όχι εντελώς επιτυχή εφαρμογή της συνταγής «τα του καίσαρος τω καίσαρι». Για τη μη αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Αυτό δεν ήταν μήπως και το status του «ιστορικού συμβιβασμού»;
Για μας όμως που δεν ζούμε σε δυαδικό κοινωνικό περιβάλλον, ώστε πλάι στις συνηθισμένες να υπάρχουν και μορφές χαρισματικής συλλογικότητας, το πρόβλημα είναι υπερβολικά θεωρητικό. Αλλά ας το δούμε έστω και μόνο σαν τέτοιο.
Σημειώσεις
[1] Το κείμενο αυτό είναι παρμένο από το τελευταίο κεφάλαιο 5.2 Ιδεολογία και Πολιτική του έργου του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα, "Η έκλειψη του Υποκειμένου" (σ.295-308, Αρμός Αθήνα 2001β).
[2] [37] Δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν π.χ. αυτό που έλεγαν ο Σολόβιεφ και ο Μπερντιάγεφ, ότι δηλαδή και το χειρότερο λαϊκό επαναστατικό κίνημα είναι χριστιανικότερο από την καλύτερη χριστιανική αυτοκρατορία. "Υπήρξε περισσότερη χριστιανική αλήθεια στα απελευθερωτικά κινήματα παρά στις θεοκρατίες της ιστορίας" (Ν. Μπερντιάγεφ, Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής, Imago, Αθήνα 1984, σ. 331).
[3] [38] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π.
[4] [39] Εσωτεριστικές αλλοιώσεις είχαμε στον αιγυπτιακό και τον συριακό μοναχισμό υπό την επίδραση του Ωριγένη, του νεοπλατωνισμού και του γνωστικισμού. Προσωπικότητες όμως όπως ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Μάξιμος Ομολογητής, απομάκρυναν τον μοναχισμό από τον δρόμο του αρνησίκοσμου μυστικισμού. Αυτά για το Βυζάντιο. Στη νεώτερη 'Ορθοδοξία οι παλιές εξαιρέσεις φαίνεται να γίνονται κανόνας. Κυριαρχεί ο ατομικισμός και η αδιαφορία για τα κοινά. Η ψυχούλα μου να σωθεί κι ας γίνουν όλα τσιμέντο. 'Η τριαδική συλλογικότητα λειτουργεί ως πρότυπο μόνο σε κάποιες μοναστικές κοινότητες. Η κοσμική ενορία είναι εντελώς απρόσωπη και δεν θυμίζει σε τίποτα την εκκλησιαστική κοινότητα άλλων εποχών. Δεν γνωρίζει την αυθεντική συλλογικότητα. Στις σημερινές ενορίες η συλλογικότητα απλώς «ιερουργείται" ενώπιον ασχέτων ατόμων. Η Εκκλησία προσφέρεται σαν θεσμός παροχής θρησκευτικών υπηρεσιών, όπως και κάθε άλλος γραφειοκρατικός μηχανισμός του κράτους. (Πρβλ. κείμενα συλλογής "Η Ενορἰα", Ακρίτας, Αθήνα 1992.) Οι ορθόδοξοι κατ' όνομα μόνον είναι τέτοιοι. (Όπως και οι κομμουνιστές, που είχαν καυχηθεί κάποτε ότι πήραν από τον αποστολικό χριστιανισμό τη σκυτάλη της κοινοτικής συλλογικότητας, για να την «υλοποιήσουν», και μάλιστα σε «ανώτερη μορφή».)
[5] Ο όρος "κέλυφος" παραπέμπει στη διάκριση ιδανικού/πραγματικού, όπου στην πράξη το ιδανικό περιβάλλεται πάντοτε από ένα "κέλυφος" απωθητικής ψευτοπραγματοποίησής του, το οποίο κρύβει αυτό που στ' αλήθεια είναι το ιδανικό και μ' αυτό τον τρόπο το "εξουδετερώνει" ως μεταμορφωτική υποκειμενοποιητική δύναμη. Την προσφυέστερη διατύπωση του φαινομένου τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο, όπου ο Ιησούς καταγγέλλει τους φαρισαίους, ότι στέκονται μπροστά στην πόρτα της "βασιλείας" και ούτε οι ίδιοι μπαίνουν ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν! Και επειδή είναι "οργανικό" το φαινόμενο (της ειδικής αυτής "υποκρισίας" εκ μέρους των "στελεχών" (φαρισαίων) των παραδόσεων-φορέων διαχείρισης του ιδανικού) μας συμβουλεύει να λαμβάνουμε υπόψη μόνο τα λόγια τους και όχι τα έργα τους!… Το φαινόμενο του "κελύφους" είναι και η ερμηνεία του εκ πρώτης όψεως παράδοξου φαινομένου να γίνεται ο πιο αντιεξουσιαστικός λόγος (ο χριστιανικός) θρησκεία του ισχυρότερου-εξουσιαστικότερου πολιτισμού στην Ιστορία. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι μεταξύ των πλέον "κεκρυμμένων από καταβολής"…
πηγή: Aντίφωνο, Η έκλειψη του Υποκειμένου (σ.295-308.)
ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 05 Ιανουάριος 2012 08:00, http://www.antifono.gr/portal/…8C.html