Να σταματήσει η Αριστερά να είναι συνώνυμη με την ήττα! – Μέρος Ι
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Συσσίτια στους δρόμους, γονείς που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, αφίσες για ενεχυροδανειστήρια παντού, όχι δεν «ζούμε το όνειρό μας στην Ελλάδα», όπως έλεγε και η αφίσα του Υπουργείου Τουρισμού αλλά έναν πραγματικό εφιάλτη.Την ίδια ώρα, με μια πρωτοφανή διαφημιστική εκστρατεία, προσπάθησαν να μας πείσουν ότι η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ θα αποτελέσει το δρόμο της σωτηρίας, ενώ σημαίνει βασιλική οδό για την καταστροφή:
Συνταγματοποίηση των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δηλαδή υποχρεωτικές αυτόματες μειώσεις κοινωνικών δαπανών, με αυτόματες κυρώσεις για τους παραβάτες, υποχρεωτική μείωση 5% των ελλειμμάτων κάθε χρόνο, ουσιαστικά ένα μνημόνιο κάθε χρονιά, υποχρεωτική προέγκριση κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων και προϋπολογισμών από τη γραφειοκρατία της Ευρωζώνης και τη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι μέρα τη μέρα η ΕΕ γίνεται ό,τι πιο αντιδραστικό γνωρίσαμε στην γηραιά ήπειρο από τον καιρό του ναζισμού. Κι όμως δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η κρίση τόσο εύκολα. Όπως έγραψε κι ο Gideon Rachman στους Financial Times, η σύνοδος μπορεί να μείνει στην ιστορία ως απλή υποσημείωση! Θα δούμε ακόμη μεγαλύτερες «επιθέσεις των αγορών», νέους κύκλους μέτρων, νέες έκτακτες νομοθεσίες σε ένα φαύλο κύκλο χωρίς τέλος.
Γιατί η κρίση της ευρωζώνης δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας συγκυριακής έλλειψης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αντίθετα, αποτυπώνει βαθιές και δομικές αντιφάσεις. Από τη μια, τη βαθιά καπιταλιστική κρίση και την αδυναμία των δυνάμεων του κεφαλαίου να έχουν μια στρατηγική εξόδου ένα νέο τεχνολογικό και οργανωτικό παράδειγμα. Ο ίδιος μηχανισμός που τους επέτρεψε να ξεπεράσουν την πλήρη εκδήλωση της κρίσης, δηλαδή η υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, γίνεται σήμερα πραγματικός βραχνάς που απειλεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο υπερχρέωσης και ύφεσης ακόμη και τους ηγεμονικούς σχηματισμούς. Από την άλλη, τις εκρηκτικές αντιφάσεις του συστήματος του ευρώ, ενός βαθιά αντιδραστικού νομισματικού συστήματος που σήμαινε ενίσχυση των οικονομιών του ευρωπαϊκού κέντρου και ιδίως της Γερμανίας, ατέλειωτο κερδοσκοπικό παιχνίδι για τις Τράπεζες και συνεχή λιτότητα και ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη. Το μόνο που υπόσχεται η «ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση», είναι ακόμη πιο σαρωτική λιτότητα, ακόμη περισσότερες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη περισσότερα κλειστά σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, ύφεση και εκτίναξη της ανεργίας.
Το μεγάλο θύμα της «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης» είναι κάθε έννοια δημοκρατίας. Καταλύεται κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας. Οι κυρίαρχες ελίτ θέλουν να εθίσουν την κοινωνική πλειοψηφία στο ότι καμιά παραχώρηση δεν θα γίνεται, οι κανόνες ακόμη και της αστικής κοινοβουλευτικής εναλλαγής δεν ισχύουν, η πολιτική είναι ένας αυτόματος πιλότος με βάση τις απαιτήσεις των αγορών. Γι’ αυτό και διορίζουν τέως τραπεζίτες ως πρωθυπουργούς! Μόνο που έτσι απλώς προετοιμάζουν τις επόμενες κοινωνικές εκρήξεις! Στην Ελλάδα ζήσαμε ένα σύγχρονο πραξικόπημα με τη συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου. Την ώρα που η κυβέρνηση Παπανδρέου κατέρρεε υπό το βάρος της λαϊκής οργής, τόσο το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος όσο και το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες πριν από τη δανειακή σύμβαση ακυρώθηκαν μέσα από τη συμπαιγνία διεθνών κέντρων, ντόπιων μερίδων του κεφαλαίου και συγκροτημάτων των ΜΜΕ και οδηγηθήκαμε σε μια πρωτοφανή προσπάθεια θωράκισης του πολιτικού συστήματος. Όμως, τα πράγματα οδηγούν στην κοινωνική καταστροφή. Όταν το σχέδιο είναι να φτάσουμε το… 2020 για γυρίσουμε σε επίπεδα χρέους που όταν τα πρωτοείχαμε θεωρήσαμε ότι έπρεπε να πάρουμε έκτακτα μέτρα, όταν το προβλέπεται λιτότητα μέχρι το… 2030, όταν μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζεται ως αναλώσιμο υλικό, τότε δεν μιλάμε απλώς για «εσωτερική υποτίμηση», αλλά για την ταπείνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας, αυτό είναι το «πείραμα Ελλάδα»!
Η ελληνική αστική τάξη, αφού συνειδητοποίησε ότι το πάρτι τελείωσε, αφού είδε ότι τα σχέδια για ηγετική θέση στα Βαλκάνια πάνε πίσω, σπεύδει να αγκαλιάσει αυτή τη στρατηγική. Ξέρει ότι η ύφεση την πιέζει, αλλά, βοηθουσών και των καταθέσεων στο εξωτερικό, ελπίζει ότι η προοπτική μιας εκμετάλλευσης χωρίς κανένα όριο, μέσα από τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων και τη καταβαράθρωση του κόστους εργασίας θα της δώσει νέα περιθώρια κερδοφορίας. Γι’ αυτό αποδέχεται συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, την προοπτική παρατεταμένης ύφεσης και την απαξίωση πολλών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων, εάν πρόκειται να τροποποιηθεί ριζικά ο συσχετισμός δύναμης. Όμως, την ίδια στιγμή αλλάζει ο κοινωνικός χάρτης στην Ελλάδα. Μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, που είχαν πιστέψει το «μικροαστικό όνειρο» που έντεχνα πλάσαραν οι έμποροι του «εκσυγχρονισμού» και του «ευρωπαϊκού δρόμου», όσο υποθηκευμένο και εάν ήταν αυτό από την επισφάλεια και τη σταδιακή υπερχρέωση των νοικοκυριών, σήμερα αντιμετωπίζουν πραγματική απαξίωση. Γι’ αυτό ανατρέπονται κοινωνικές συμμαχίες και αποσαθρώνεται η βάση των κομμάτων του δικομματισμού. Γι’ αυτό στις Πλατείες βρέθηκαν πλάι-πλάι οι βετεράνοι των αγώνων των προηγούμενων δεκαετιών και όσοι απείχαν ή ακόμη και αποδοκίμαζαν τη συλλογική δράση. Γι’ αυτό λειτουργεί και η Ελλάδα ως παράδειγμα σε έναν εξεγερσιακό κύκλο παγκόσμιο που έφτασε ως την καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, την Wall Str. Γι’ αυτό που ζούμε όλο αυτό το διάστημα δεν είναι απλώς κινητοποιήσεις, αλλά ένας συνεχιζόμενος λαϊκός ξεσηκωμός, μια πλατιά, αντιφατική αλλά και πρωτότυπη λαϊκή εξέγερση που δεν πρόκειται εύκολα να ηττηθεί, ένας παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος, με τις κορυφώσεις και τις καμπές του. Και πρέπει να είμαστε σαφείς: όταν έχουμε ζήσει μερικές από τις μεγαλύτερες εργατικές κινητοποιήσεις της μεταπολεμικής ιστορίας, όταν είδαμε καταλήψεις Υπουργείων, όταν ζήσαμε στις πλατείες, συγκλονιστικές μέρες διαμαρτυρίας, αντίστασης και δημιουργίας, όταν ενάντια εξοντωτικά χαράτσια, η ανυπακοή γίνεται κίνημα, όταν η Χαλυβουργία διδάσκει κάθε μέρα την αλφαβήτα της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας, τότε ο λαϊκός πόλεμος κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει!
Το ρήγμα που έχει ανοίξει και στις σχέσεις εκπροσώπησης και στους όρους άρθρωσης της ηγεμονίας είναι βαθύ, αποσταθεροποιεί το πολιτικό σύστημα, οξύνει την πολιτική κρίση. Οι κυρίαρχες δυνάμεις δεν έχουν να προτείνουν προοπτική και διέξοδο, παρά μόνο το χωρίς φως στο βάθος τούνελ της λιτότητας, της ανεργίας, της νέας μετανάστευσης, της εθνικής κατάθλιψης. Η ελληνική κοινωνία βιώνει μια κατακλυσμιαία αλλαγή. Δυνατότητα επιστροφής στο πώς ήταν τα πράγματα πριν ξεκινήσουν όλα αυτά δεν υπάρχει. Είτε θα εμπεδωθεί η συνθήκη καταστροφής, οπότε θα μιλάμε για πολλά χαμένα χρόνια και για ένα κοινωνικό τοπίο «έρημης χώρας», είτε θα ανοίξουν δρόμοι πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικού μετασχηματισμού.
Όμως, σήμερα, η πολιτική, ιδεολογική και πολιτιστική κρίση της Αριστεράς ενισχύει τις αστικές δυνάμεις. Για πολύ καιρό η Αριστερά είχε βολευτεί σε μια υποτελή θέση. Η φιλοδοξία δεν έφτανε στην πραγματική αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής. Μέχρι τώρα έλεγε η Αριστερά ότι ο αντίπαλος έχει το πάνω χέρι, όμως μπορούμε σε να υψώσουμε αντιστάσεις, σε κρίσιμες μάχες όπως η νεολαία ή το δημόσιο, να ανακόψουμε τους ρυθμούς των αναδιαρθρώσεων και να εξασφαλίσουμε την πολιτική, ιδεολογική και εκλογική αναπαραγωγή της Αριστεράς. Όμως, δεν τολμούσαμε να σκεφτούμε ότι μπορούμε να ανατρέψουμε το συσχετισμό δύναμης. Μπορούσαμε να λέμε: στους αγώνες η πλατιά ενότητα, αλλά στο πολιτικό επίπεδο η ανασύνθεση μιας ηγεμονικής Αριστεράς μπορεί να περιμένει. Ως αποτέλεσμα, σήμερα η Αριστερά φαντάζει, παρ’ όλη την αγωνιστική εντιμότητά της, κάποιες φορές αφασική, μηρυκάζοντας συνθήματα που θα έλεγε και 10 χρόνια πριν. Η σημερινή Αριστερά δεν έχει την αυτοπεποίθηση να πει ότι μπορεί να προτείνει με ποιο τρόπο αυτή η χώρα μπορεί να οργανωθεί, να λειτουργήσει, να παράγει, με πραγματική ευημερία και σεβασμό στο περιβάλλον, δεν έχει εμπιστοσύνη ότι ο κόσμος της εργασίας μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση και το μέλλον του τόπου.
Αυτό εξηγεί γιατί ενώ ο κόσμος της Αριστεράς έδωσε τον καλύτερο εαυτό του στο κίνημα, η γραμμή της Αριστεράς ήταν εκνευριστικά αναντίστοιχη με τις προκλήσεις της περιόδου. Ποια διέξοδο δίνει ο καταναγκαστικός φιλοευρωπαϊσμός της ηγεσίας του ΣΥΝ που δεν μπορεί να φανταστεί την Ελλάδα χωρίς ευρώ; Ποια διέξοδο δίνει η λογική της γενικής αντιμνημονιακής ενότητας διανθισμένης με πλήθος διακηρύξεις για το ευρωομόλογο, με μια φιλοευρωπαϊκή ζέση που θα τη ζήλευε το γραφείο τύπου της Κομισιόν; Τι νόημα έχει να κάνουμε την Αριστερά ένα πλυντήριο στελεχών του ΠΑΣΟΚ που αναζητούν πολιτική επιβίωση; Ποια διέξοδο δίνει η παραπομπή όλων των ζητημάτων στο ασαφές μέλλον της Λαϊκής Εξουσίας και η λογική ότι «δραχμή ή ευρώ είναι ψευτοδίλημμα»; Ποια διέξοδο δίνει η λογική των χωριστών συγκεντρώσεων; Ποια διέξοδο δίνει η αντικαπιταλιστική αριστερά που κάποιες στιγμές δείχνει ότι έχει μεγαλύτερο άγχος να ακουστεί περισσότερο αντικαπιταλιστική, παρά να είναι πραγματικά χρήσιμη για το κίνημα; Ποια διέξοδο δίνει μια Αριστερά που φοβάται να μιλήσει για εθνική ανεξαρτησία στέλνοντας αγωνιστές στην αγκαλιά του λεγόμενου «πατριωτικού χώρου», δηλαδή σε εγχειρήματα δεξιόστροφης και ενδοσυστημικής διαχείρισης της διαμαρτυρίας; Ποια ελπίδα γεννά η εικόνα μιας Αριστεράς που όχι μόνο δεν «σήκωσε το γάντι» για να πει «όχι στην έκτη δόση, αλλά και παραλίγο να καταγγείλει το δημοψήφισμα και που ζητά απλώς εκλογές δείχνοντας μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κοινοβουλευτική εναλλαγή από τα ίδια τα κόμματα εξουσίας; Όμως, ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Τα παράθυρα ευκαιρίας που δίνει η οικονομική κρίση η κρίση της αστικής στρατηγικής και η εξεγερσιακή δυναμική δεν θα υπάρχουν εσαεί. Πάνω στον επιταχυνόμενο χρόνο της κρίσης και της εξέγερσης μπορεί να επικαθίσει ο αργός και βασανιστικός χρόνος της ήττας. Γιατί μπροστά μας δεν έχουμε απλώς μέτρα αλλά μια πραγματική καθεστωτική μεταβολή, μια αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος. Δεν απαντιέται με κλασικούς όρους κοινωνικού κινήματος ή διαμαρτυρίας. Γι’ αυτό και πρέπει να ξεπεράσουμε τις κλασικές διακρίσεις κοινωνικού και πολιτικού αγώνα κοινωνικού κινήματος και πολιτικής αριστεράς. Δεν μπορούμε να πούμε πάρτε πίσω τα μνημόνια απλώς χωρίς να απαντήσουμε τι θα γίνει με το χρέος, τι θα γίνει με το ευρώ, τι θα γίνει με τις τράπεζες, τι θα γίνει με την παραγωγική συγκρότηση.
Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί ενώ ζήσαμε τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών, με πρωτοφανή λαϊκή απονομιμοποίηση της κυβέρνησης Παπανδρέου, την πιο απονομιμοποιημένη κυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών, η κυβέρνηση αυτή δεν έπεσε; Μία απάντηση είναι ότι δεν έπεσαν γιατί ζούμε, όπως είπαμε, ένα ιδιότυπο πραξικόπημα. Όμως δεν φτάνει. Όσο η λαϊκή αντίδραση μένει μόνο στην απόγνωση, όταν ο λόγος της Αριστεράς απλώς διαμεσολαβεί την αντίδραση και τη διαμαρτυρία, τότε το κίνημα δεν είναι ανατρεπτικό. Ανατρεπτικό είναι ένα κίνημα όταν ο ίδιος ο λαός, το ίδιο το λαϊκό κίνημα και όχι εκπροσωπούμενο από μια πρωτοπορία αλλά σε μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε πρωτοπορία και μάζα, έχει μια άλλη κατεύθυνση. Εάν ο ίδιος ο λαός διεκδικεί διαγραφή του χρέους, ρήξη με ευρώ, εθνικοποιήσεις, παραγωγική ανασυγκρότηση σε διαφορετική κατεύθυνση και δεν το κάνουν μόνο κάποια κομμάτια της Αριστεράς, εάν ένα τέτοιο προγραμματικό περιεχόμενο τροφοδοτούσε τις μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης τότε το ερώτημα της ανατροπής θα έμπαινε με άλλους όρους.
Όμως, η διαχωριστική γραμμή που διχάζει την Αριστερά είναι εάν και σε ποιο βαθμό πιστεύουμε ότι είναι εφικτό αυτός ο τόπος να πάρει χαρακτηριστικά αδύναμου κρίκου και να ξεκινήσει μια διαδικασία μετασχηματισμού. Από τη μια, είναι όσοι πιστεύουν ότι αυτό είναι εφικτό, όσο και δύσκολη και διακυβευόμενη και εάν είναι και από την άλλη είναι όσοι πιστεύουν ότι είναι ανέφικτο να έρθουμε σε ρήξη και ότι πρέπει να περιμένουμε να ωριμάσουν οι συνθήκες. Η λογική του ανέφικτου της ρήξης με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό οδηγεί τόσο στο φιλοευρωπαϊσμό της ηγεσίας του Συνασπισμού, όσο όμως και στον επικίνδυνο σεχταρισμό του ΚΚΕ που διακηρύσσει τη ρήξη με την ΕΕ, θεωρώντας την ταυτόχρονα ανέφικτη και προκρίνοντας την εσωτερική εκκαθάριση της Αριστεράς. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι επικέντρωση στο ζήτημα του χρέους και του ευρώ δεν είναι οικονομισμός, αλλά επίγνωση ότι εκεί συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις της συγκυρίας. Η Αριστερά δεν μπορεί να «πετά την μπάλα στην εξέδρα» ενός φαντασιακού αντικαπιταλισμού, αλλά να πάρει θέση σε αυτά που η ίδια η συγκυρία θέτει.
Σίγουρα, επίσης δεν πρόκειται για μορφή οικονομικού εθνικισμού, αλλά για το μόνο εφικτό διεθνισμό. Σήμερα, διεθνισμός δεν μπορεί να σημαίνει την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως αναπόδραστης και αντικειμενικής, ούτε την προσμονή μιας ταυτόχρονης ανατροπής σε κοινωνίες με άνισους ρυθμούς ξεδιπλώματος των κοινωνικών αγώνων. Διεθνισμός σημαίνει να ξεκινήσει τώρα η διαδικασία ρήξης, να καταδειχτεί ότι λαοί μπορούν να αποδεσμευτούν από μηχανισμούς όπως το ευρώ ή από τον καταναγκασμό του χρέους και αυτό να αποτελέσει την αφετηρία ευρύτερων ανατροπών. Προφανώς και η επιβίωση οποιασδήποτε κοινωνίας μπει σε διαδικασίες μετασχηματισμού απαιτεί και άλλες διεθνείς συναλλαγές βασισμένες στην αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη, όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελεί και λόγο μετάθεσης των ρήξεων στο μέλλον.
Ξέρουμε πολύ καλά ότι γύρω από αυτές τις επιλογές διεξάγεται ένας λυσσαλέος πόλεμος και περισσεύει η ιδεολογική τρομοκρατία. «Στάση πληρωμών και έξοδος από το ευρώ θα σημαίνει καταστροφή. Θα μείνουν απλήρωτοι οι μισθωτοί. Θα χαθούν οι καταθέσεις. Θα μείνουμε από καύσιμα.» Προφανώς και αυτή η δαιμονολογία ένοχα συγκαλύπτει αυτά που γίνονται τώρα. Οι μισθοί ήδη μειώνονται. Οι καταθέσεις εξανεμίζονται και ούτως ή άλλως τα καύσιμα είναι πανάκριβα. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να γίνει σαφές ότι, όπως έχει δείξει και η επεξεργασία που έχει γίνει από αριστερούς οικονομολόγους ότι η στάση πληρωμών και η έξοδος από το χρέος είναι εφικτή χωρίς να έρθει η καταστροφή, αντίθετα θα απελευθερώσει πόρους για τις βασικές ανάγκες. Η εθνικοποίηση των τραπεζών και η επιστροφή σε ελέγχους κεφαλαίων μπορεί να αποτρέψει την κατάρρευση των καταθέσεων. Η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα δεν αναιρεί τη δυνατότητα διεθνών συναλλαγών ή την προμήθεια καυσίμων. Μια αρχική υποτίμηση μπορεί να συμβάλει στην επιβίωση κρίσιμων παραγωγικών κλάδων. Η δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής θα επιτρέψει τόνωση της δημόσιας δαπάνης σε κοινωνικά αναγκαίες κατευθύνσεις.
Όμως, υπάρχει κάτι που το καταλαβαίνει κι ο κόσμος που λέει: «Εφόσον προτείνετε μια ρήξη που εσείς τη λέτε εφικτή, αλλά όλοι οι άλλοι την παρουσιάζουν καταστροφή, τότε προφανώς και θέλετε να το πάτε κάπου αλλού». Και αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε: Ναι, θέλουμε να ψηλαφίσουμε μια προοπτική πέρα από τον υπαρκτό καπιταλισμό και το «νεοφιλελευθερισμό αλά ελληνικά». Αυτά που προτείνουμε δεν είναι απλώς τεχνικές λύσεις. Συνιστούν πολιτικές τομές. Απαιτούν βήματα προς ένα άλλο ριζικά διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο. Γι’ αυτό και πρέπει τώρα απαντήσουμε στα ερωτήματα εάν υπάρχει ζωή μετά το ευρώ. Στα ερωτήματα για τη διατροφική επάρκεια, την παραγωγή κρίσιμων αγαθών όπως είναι τα φάρμακα, τη δυνατότητα παραγωγική ανασυγκρότησης και σε ποια κατεύθυνση. Και θέλουμε να είμαστε καθαροί: όταν μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση, μιλάμε πρώτα και κύρια για αμφισβήτηση των παραγωγικών σχέσεων, για αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, για απαλλαγή από το βάρος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και σε αυτή τη βάση για απελευθέρωση παραγωγικών δυνατοτήτων.