ΧΡΕΗ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Τα ομόλογα, από μέσον για τη χρηματοδότηση των πολέμων, εξελίχθηκαν στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της δημοκρατικής εξουσίας από τους Πολίτες – ενώ η κάποτε απολυταρχική Γαλλία αναδείχθηκε στο πιο φημισμένο θύμα τους – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
Όπως φαίνεται από την οικονομική ιστορία, τα ομόλογα του δημοσίου αποτελούν «ιταλική εφεύρεση» – ξεκίνησαν δηλαδή από την Ιταλία, ενώ παραδόξως φαίνεται ότι στην ίδια χώρα θα ολοκληρώσουν την έκτοτε συνεχώς αυξητική πορεία τους.
Ειδικότερα, κάπου στο 14ο αιώνα, οι κυβερνώντες τη Φλωρεντία αποφάσισαν να μισθώσουν στρατιώτες – αφού οι πλούσιοι έμποροι της πόλης, οι οποίοι διεξήγαγαν πολέμους, δεν ήθελαν να πολεμήσουν οι ίδιοι. Για την πληρωμή όμως των μισθοφόρων χρειαζόντουσαν πολλά χρήματα – περισσότερα από όσα είχαν οι διοικούντες την πόλη στη διάθεση τους. Φυσικά θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους, αφού υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι μεταξύ των υπηκόων τους. Οι έμποροι όμως της πόλης-κράτους θα θεωρούσαν τη φορολόγηση της περιουσίας τους μεγάλη προσβολή, απέναντι στην ελευθερία τους (οι φόροι είναι μία σχετικά νέα εφεύρεση των κυβερνώντων – μόνο το εμπόριο με κρασί και με αλάτι υπόκειντο εκείνη την εποχή σε κρατήσεις). Οι κυβερνώντες λοιπόν είχαν μία και μόνο επιλογή: να δανεισθούν τα απαραίτητα χρήματα. Όμως, αν και σήμερα ο δανεισμός δεν είναι καθόλου δύσκολος, κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα ήταν μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία – επειδή, όποιος δανείζει χρήματα απαιτεί τόκους, οι οποίοι ήταν απαγορευμένοι από τη χριστιανική θρησκεία.
Μερικά χρόνια πριν το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε λυθεί, αφού στη Φλωρεντία είχαν εγκατασταθεί ορισμένοι από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ευρώπης. Οι «τοκογλύφοι» αυτοί είχαν ανακαλύψει έναν τρόπο, με τον οποίο μπορούσαν να κερδίζουν δανείζοντας χρήματα, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με την εκκλησία. Οι πρώτοι αυτοί τραπεζίτες του κόσμου δεν απαιτούσαν τόκους – τουλάχιστον δεν τους ονόμαζαν έτσι, «βαφτίζοντας» τους προμήθειες για τους κόπους τους. Οι πελάτες τους ήταν λοιπόν ικανοποιημένοι, οι καθολικοί καρδινάλιοι επίσης και ο «νεογέννητος καπιταλισμός», ο οποίος στηρίζεται στην πίστωση, είχε βρει τρόπο να «ξεγελάσει» την εκκλησία. Περαιτέρω, ένα από τα δύο μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα της Φλωρεντίας ήταν ο οίκος των Peruzzi – με υποκαταστήματα σχεδόν σε όλες τις σημαντικές πόλεις της Ιταλίας, καθώς επίσης στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βέλγιο, στην Τυνησία, στη Μαγιόρκα, στη Ρόδο και στην Κύπρο. Το Μάρτιο του 1338 ο διευθυντής της επιχείρησης είχε ταξιδέψει στην Αγγλία, επειδή ο τότε βασιλιάς της χρειαζόταν χρήματα για τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Γαλλίας. Ο τραπεζίτης δάνεισε το βασιλιά, περιμένοντας ότι θα κέρδιζε μεγάλα ποσά.
Εν τούτοις, το κόστος του πολέμου ήταν τεράστιο και τα λάφυρα ελάχιστα – οπότε ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του και ο τραπεζίτης χρεοκόπησε. Παράλληλα, πτώχευσε και η δεύτερη τράπεζα της πόλης, η οποία είχε επενδύσει επίσης στην Αγγλία – οπότε η Φλωρεντία βίωσε την πρώτη χρηματοπιστωτική κρίση της Ιστορίας. Σύμφωνα δε με τον ιστορικό που τα περιγράφει, «Σε αντίθεση με σήμερα, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανένας για να διασώσει τις τράπεζες». Λόγω της συγκεκριμένης κατάστασης λοιπόν, δεν υπήρχε πλέον κανένας που να μπορούσε να δανείσει τους κυβερνώντες τη Φλωρεντία, με τα χρήματα που είχε ανάγκη για να πληρώσει τους στρατιώτες-μισθοφόρους. Επομένως υπήρχαν δύο μόνο επιλογές «εξόδου από την κρίση»: Είτε η λιτότητα, με την αποφυγή της διεξαγωγής πολέμων, είτε η εύρεση ενός άλλου τρόπου, ο οποίος θα μπορούσε να εξασφαλίσει δανεικά, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα με την απαγόρευση των τόκων από την εκκλησία. Οι Φλωρεντιανοί κατάφεραν να πετύχουν το τελευταίο, εφευρίσκοντας ένα σύστημα επιστρεφόμενων φόρων – όπως η Βενετία και η Γένουα: οι Πολίτες δηλαδή πλήρωναν φόρους, αλλά έπαιρναν τα χρήματα τους πίσω, με κέρδος. Επειδή επρόκειτο για υποχρεωτικές πληρωμές (καταναγκαστικές), η εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να αποζημιώνονται οι Πολίτες, οπότε οι τόκοι ήταν νόμιμοι. «Μία επαναστατική ιδέα, η οποία έμελε να αλλάξει την πορεία του κόσμου για πάντα», όπως αναφέρει ο Βρετανός ιστορικός N. Ferguson.
Συνεχίζοντας, οι Πολίτες έπαιρναν ως απόδειξη καταβολής των χρημάτων τους (φόρων) ένα γραμμάτιο – ένα ομόλογο ουσιαστικά, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Όποιος είχε στην κατοχή του αυτό το ομόλογο, έπαιρνε πίσω τα χρήματα του μαζί με τους τόκους. Επειδή τώρα αυτά τα χαρτιά (ομόλογα) αντιπροσώπευαν χρήματα, οι άνθρωποι άρχισαν γρήγορα να τα ανταλλάσουν μεταξύ τους. Η αξία δε των ομολόγων ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με την εμπιστοσύνη των Πολιτών στην πόλη τους – αφού μόνο εάν πίστευαν όλοι ότι ήταν σε θέση να τα πληρώσει η κυβέρνηση, γινόντουσαν αποδεκτά ως μέσο πληρωμής των δικών τους υποχρεώσεων. Εάν λοιπόν τα χρέη της πόλης ήταν χαμηλά και τα έσοδα της υψηλά, οι προϋποθέσεις πληρωμής των ομολόγων αυξάνονταν, οπότε αυξανόταν και η αξία τους – ένας «μηχανισμός» που λειτουργεί μέχρι και σήμερα.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ
Η εφεύρεση των Ιταλών επεκτάθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρώπη – με πρώτη την Ολλανδία. Η μικρή αυτή χώρα, με πληθυσμό 1,5 εκ. ανθρώπων, κήρυξε τον πόλεμο στην Ισπανία (το 1568) – μία παγκόσμια υπερδύναμη τότε, με 20 εκ. κατοίκους. Η Ολλανδία κέρδισε τελικά τον πόλεμο, κυρίως επειδή είχε τη δυνατότητα να δανείζεται χρήματα, με το «τέχνασμα» των ομολόγων – οπότε είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί το κόστος. Αναλυτικότερα, αν και η Ισπανία δανειζόταν επίσης χρήματα, όπως η Αγγλία προηγουμένως (το 14ο αιώνα), κανένας τραπεζίτης δεν ήταν πρόθυμος να τα παρέχει – αφού οι βασιλείς ήταν ελεύθεροι να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, γεγονός είχε αποδείξει το πάθημα των δύο τραπεζών της Φλωρεντίας στην Αγγλία (κάτι που συμβαίνει και σήμερα, όσον αφορά τα κράτη). Δυστυχώς για την Ισπανία, ο βασιλιάς της (Φίλιππος ο δεύτερος) δεν είχε εκδώσει ομόλογα, ενώ αργότερα είπε «Δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω το θέμα με τα δάνεια και τους τόκους» – σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, οι οποίοι το είχαν κατανοήσει πολύ πριν. Οι έμποροι του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ ήταν πάρα πολύ πλούσιοι, οπότε η κυβέρνηση δανειζόταν το απαραίτητο κεφάλαιο για την διεξαγωγή του πολέμου με την Ισπανία από αυτούς, εκδίδοντας ομόλογα. Εν τούτοις, η διαδικασία δεν ήταν πια υποχρεωτική, όπως στη Φλωρεντία, αλλά εθελούσια όπως σήμερα – αφού πλέον δεν υπήρχε απαγόρευση χρέωσης τόκων. Οι Πολίτες δε δάνειζαν ευχαρίστως το κράτος τους, αφού έτσι εξασφάλιζαν, παράλληλα με τους τόκους, την τότε δημοκρατία και την εθνική τους ανεξαρτησία.
Ουσιαστικά λοιπόν, τα ομόλογα εξελίχθηκαν στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της δημοκρατικής (κοινοβουλευτικής) εξουσίας από τους Πολίτες – ενώ η τότε ολοκληρωτική (απολυταρχική) Γαλλία «αναδείχθηκε» στο μεγαλύτερο, στο πιο φημισμένο καλύτερα θύμα τους. Αντίθετα, η μη αγορά των ομολόγων από τους Πολίτες, όπως συμβαίνει σήμερα, μπορεί να εξελιχθεί στο μονεταριστικό όπλο για την ανάληψη της απολυταρχικής εξουσίας από τους νέους αγοραστές τους – το χρηματοπιστωτικό κτήνος. Στο θέμα της Γαλλίας, το 1788 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο 16ος αναγκάσθηκε να κηρύξει πτώχευση του κράτους – οπότε ένα χρόνο αργότερα, ο λαός εισέβαλλε στη Βαστίλη, στα πλαίσια της Γαλλικής επανάστασης, η οποία άλλαξε τη ροή του κόσμου. Το παράδοξο είναι το ότι η Βρετανία τότε, είχε τα τριπλάσια δημόσια χρέη από τη Γαλλία, σε όρους ΑΕΠ, χωρίς όμως να χρεοκοπήσει – επειδή το δημοκρατικό βασίλειο εισέπραττε χρήματα από το λαό, με τη βοήθεια της έκδοσης ομολόγων. Αντίθετα, η απολυταρχική Γαλλία δεν μπορούσε να δανειστεί από το λαό της, αφού ο βασιλιάς της ήταν δεσποτικός, διεφθαρμένος και δεν τον συμπαθούσε κανείς. Έτσι αναγκάσθηκε να χρεοκοπήσει, ενώ η χρεοκοπία ήταν η βαθύτερη αφορμή, εάν όχι η αιτία της φημισμένης Γαλλικής επανάστασης – ενδεχομένως και των επαναστάσεων που θα ακολουθήσουν στο προσεχές μέλλον, από τους λαούς των σημερινών χωρών της υπερχρεωμένης Δύσης.
Δύο αιώνες μετά τη Γαλλική επανάσταση, δεν υπάρχουν πλέον πολλοί δικτάτορες ή δεσποτικοί βασιλείς στον πλανήτη. Στις σύγχρονες δημοκρατίες λοιπόν θα ήταν αυτονόητος ο δανεισμός των κρατών από τους Πολίτες τους, εφόσον αυτός εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα – για παράδειγμα, τις κοινωνικές τους ανάγκες (δημόσια Παιδεία, Υγεία κλπ.), την εθνική τους ανεξαρτησία (άμυνα) και άλλα πολλά. Εν τούτοις, η διαδικασία του δανεισμού έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό έκτοτε, αφού είναι πλέον οι τράπεζες, αυτές που δανείζουν τα κράτη. Δηλαδή, τα κράτη διαθέτουν συνεχώς λιγότερα ομόλογα στους Πολίτες τους – ενώ τα περισσότερα αγοράζονται από τις τράπεζες, καθώς επίσης από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Παραδόξως δε, οι Πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τις τράπεζες από τα κράτη, παρά το ότι οι κυβερνήσεις είναι αυτές που τελικά εγγυώνται τις τραπεζικές αποταμιεύσεις τους (ουσιαστικά τα δάνεια τους προς τις τράπεζες, με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια καταθέσεων), σε περιπτώσεις απειλής των τραπεζών με χρεοκοπία. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο «παραλογισμού» μάλιστα, όπου οι τράπεζες έχουν το θράσος να «εξεγείρονται», εάν θελήσει το κράτος να εκδώσει μόνο του «λαϊκά ομόλογα» – με την αιτιολογία ότι είναι εις βάρος των καταθέσεων ΤΟΥΣ. Παράλληλα, ενώ δανείζονται από τους Πολίτες (καταθέσεις) ή από την ΕΚΤ, με επιτόκια ύψους περί το 1,5%, δανείζουν τα κράτη (τους Πολίτες τους σε τελική ανάλυση, αφού αυτοί πληρώνουν τους τόκους μέσω των φόρων) με πολύ υψηλότερα – κάποιες φορές με επιτόκια που ξεπερνούν ακόμη και το 5%, επικαλούμενες αυξημένο ρίσκο!
Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα χρέη των κρατών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ τη θέση του τότε «δεσποτισμού» έχει πάρει η διαφθορά, η διαπλοκή και όλα τα υπόλοιπα πολιτικά σκάνδαλα, τα οποία προφανώς λειτουργούν εις βάρος της εμπιστοσύνης των Πολιτών προς τις κυβερνήσεις τους – αντίθετα, λειτουργούν προς όφελος των τραπεζών ή των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «τέκνων» του σύγχρονου καπιταλισμού (hedge fund, επενδυτικά κεφάλαια κλπ.), στα ταμεία των οποίων εισρέουν πλέον οι αποταμιεύσεις της πλειοψηφίας των Πολιτών. Ολοκληρώνοντας, είναι χαρακτηριστική η δήλωση ενός εκλογικού βοηθού πρώην Αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με την οποία: «Μερικά χρόνια πριν ονειρευόμουν να ξαναγεννηθώ σαν Πρόεδρος, σαν Πάπας ή σαν μεγάλος σταρ του ποδοσφαίρου. Σήμερα τα όνειρά μου έχουν αλλάξει, αφού θα ήθελα να επιστρέψω στη γη σαν αγοραστής κρατικών ομολόγων – επειδή από τη θέση αυτή μπορείς να τρομοκρατήσεις ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη, κερδίζοντας παράλληλα το σεβασμό τους, καθώς επίσης τεράστια ποσά».
Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και ειδικά η διάσωση πολλών τραπεζών από τα κράτη (από τους Πολίτες τους ουσιαστικά), έχει αλλάξει αρκετά τα δεδομένα – δυστυχώς, μάλλον προς όφελος των «νέων χρηματοπιστωτικών θηρίων» και εις βάρος τόσο των λαών, όσο και των τραπεζών τους. Ειδικότερα, η διάσωση των τραπεζών από τα κράτη και το ετεροβαρές ρίσκο (άρθρο μας), δημιούργησε τις ιδανικές προϋποθέσεις της επίθεσης των υπολοίπων χρηματοπιστωτικών «θηρίων», εναντίον των τραπεζών – ένα «πολεμικό παιχνίδι» με τεράστια κέρδη και ελάχιστο ρίσκο, αφού εάν τυχόν χαθεί ο πόλεμος από τις τράπεζες, θα πληρώσουν οι Πολίτες. Στα πλαίσια αυτά, (κυρίως μετά την ανακοίνωση εκ μέρους του ΔΝΤ σε σχέση με το ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ελλειμματικά κεφάλαια ύψους 200 δις €), ένας μεγάλος αριθμός κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) «στοιχηματίζει» στην πτώση των χρηματιστηριακών τιμών των τραπεζών ή/και στη χρεοκοπία τους.
Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, από τα μέσα Αυγούστου τα «στοιχήματα» (ανοιχτές πωλήσεις) στην πτώση των τιμών των γερμανικών τραπεζών έχουν αυξηθεί κατά 31% (στο 1,24%), των αμερικανικών κατά 44% (στο 2,75%) και των βρετανικών κατά 16% (στο 3,02%). Στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στο Βέλγιο δεν υπήρξαν ανάλογες εξελίξεις, αφού σε αυτές τις χώρες έχουν απαγορευθεί οι ανοιχτές πωλήσεις (πωλήσεις μετοχών τις οποίες δανείζεται κανείς, με ελάχιστο κόστος και τις πουλάει, με την προοπτική να τις επιστρέψει αγοράζοντας τες σε χαμηλότερες τιμές). Σε τελική ανάλυση λοιπόν οι τράπεζες, από τοκογλυφικοί δανειστές των κρατών, με τη βοήθεια των αποταμιεύσεων των Πολιτών τους, καθώς επίσης με την παραγωγή χρημάτων από το πουθενά, έχουν «μεταλλαχθεί» σε «οφειλέτες» τους – εισπράττοντας ουσιαστικά χρήματα από τα κράτη για τη διάσωση τους, χωρίς κόστος.
Όσον αφορά δε τους Πολίτες, αφενός μεν δανείζουν χαμηλότοκα τις τράπεζες με τις αποταμιεύσεις τους (οπότε μέσω αυτών υψηλότοκα τα κράτη και την πραγματική Οικονομία), αφετέρου φορολογούνται από τις χώρες τους, με ποσά που οδηγούνται ξανά στις τράπεζες – πολλές φορές μέσα από αυτές, στα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά «ιδρύματα» (hedge funds κλπ.). Αντί λοιπόν τα κράτη να εκδίδουν ομόλογα για να μην φορολογούν τους πλούσιους Πολίτες τους, όπως κάποτε στην Ιταλία, εκδίδουν ομόλογα και φορολογούν ταυτόχρονα τους φτωχούς Πολίτες τους, όχι μόνο για την κάλυψη των κοινωνικών τους αναγκών (παιδεία, υγεία κλπ.), τις οποίες συνεχώς περιορίζουν, καθώς επίσης των τόκων των τραπεζών αλλά, επί πλέον, για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού κτήνους – το οποίο φυσικά συνεχώς μεγεθύνεται, με τη βοήθεια όλων αυτών των «μεθοδεύσεων». Επομένως, το δυτικό σύστημα έχει «απορυθμισθεί» εντελώς, με την πολλαπλή λεηλασία των Πολιτών να είναι σε πλήρη εξέλιξη – γεγονότα που υποθέτουμε ότι σύντομα θα οδηγήσουν σε τεράστια αδιέξοδα, με επακόλουθα που πολύ δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα οικονομικά σχετικά υγιή κράτη (δύσκολα να θεωρήσει κανείς υγιές ένα κράτος όπως η Γερμανία, με χρέος που πλησιάζει το 90% του ΑΕΠ της, σαν αποτέλεσμα της διάσωσης των τραπεζών της), είναι δύσκολο να βοηθήσουν και τις αδύναμες χώρες (στην περίπτωση της Ευρωζώνης την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο κλπ.), και τις τράπεζες τους – τόσο τις ξένες, όσο και τις δικές τους. Παράλληλα, τα οικονομικά αδύναμα κράτη, αλλά πανίσχυρα στρατιωτικά (όπως οι Η.Π.Α.), είναι επίσης δύσκολο να διασώσουν τον εαυτό τους, τους εργαζομένους πολίτες, τις παραγωγικές επιχειρήσεις τους και τις τράπεζες τους – κυρίως λόγω της έντονης αποβιομηχανοποίησης και του μεγέθους τους. Από την άλλη πλευρά οι Πολίτες, ειδικά αυτοί των χωρών της Ευρωζώνης, πιθανόν να μην έχουν τη διάθεση να φορολογούνται συνεχώς περισσότερο, για να διασώζουν τα αδύναμα κράτη και τις τράπεζες τους, καθώς επίσης για να χρηματοδοτήσουν μία ακόμη αχόρταγη κρατική μηχανή – όπως υποθέτουν πως θα είναι αυτή των ενδεχομένων Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Κατά την άποψη μας λοιπόν, εάν δεν επιλεχθούν άμεσα καθαρές, βιώσιμες λύσεις, οι οποίες να εξασφαλίζουν παράλληλα τόσο την αναδιάρθρωση, όσο και τον πλήρη έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τέρατος, με το διαχωρισμό των επενδυτικών από τις εμπορικές τράπεζες (Glass–Steagall Act), με στοχευμένες κρατικοποιήσεις ή/και με «κατατμήσεις» τραπεζών, το παιχνίδι θα φτάσει σύντομα στο τέλος του – όπου με βάση τις ιστορικές εμπειρίες, μάλλον θα συνοδευθεί από εμφύλιες αντιπαραθέσεις, από κοινωνικές αναταραχές, από αιματηρές λαϊκές επαναστάσεις, από έντονες διακρατικές αντιπαλότητες και από ξαφνικούς πολέμους.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 04. Σεπτεμβρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων».