Υπάρχουν μονόδρομοι στη δημοκρατία;*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η συνέντευξη τύπου του υπουργού Οικονομικών κ. Γιώργου Παπακωνσταντίνου στις 10/6/2011 για το λεγόμενο «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα», το οποίο θα συγκεκριμενοποιήσει τις κινήσεις της Ελλάδας στην προσπάθεια της χώρας να ανακάμψει οικονομικά και να πείσει όσους καλούνται να τη στηρίξουν πως η νέα ενίσχυσή τους, στο πλαίσιο του «Μνημονίου 2», δεν θα κατασκορπιστεί παραμένοντας άκαρπη, απέδειξε για μία ακόμη φορά πως στη συνολική αντιμετώπιση των πολιτών από το κράτος, είτε αναφορικά με τα εργασιακά τους δικαιώματα είτε σε σχέση με τα περιουσιακά τους στοιχεία, δεν υπάρχουν παγιωμένα δεδομένα, ούτε δικαιώματα κεκτημένα εντέλει. Τα πάντα υπόκεινται σε αναπροσαρμογές, συνήθως δυσμενείς για τους πολίτες.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 321, 16/6/2011.
Υπόκεινται ωστόσο τα πάντα σε αναπροσαρμογές για όλους; Περιλαμβάνει η απόπειρα να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία όλους τους παράγοντες που συνδέονται μαζί της; Η κατεύθυνση των μέτρων αποδεικνύεται διαρκώς μονόδρομος: εκείνοι που καλούνται να υποστούν οικονομική αφαίμαξη για την «ανόρθωση» της οικονομίας είναι όσοι ανήκουν στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα. Ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό ότι τα μέτρα περιλαμβάνουν και την άρχουσα οικονομικά τάξη, παρόλο που είναι μάλλον παραδεκτή, έστω κι έμμεσα, από το οικονομικό επιτελείο η παραίτησή του από κάθε προσπάθεια να συλλέξει, για παράδειγμα, τα οφειλόμενα απ’ όσους μεγαλοσχήμονες φοροδιαφεύγουν συστηματικά, και πάλι ο προσανατολισμός της κυβέρνησης για τη μείωση των ελλειμμάτων στρέφεται αποκλειστικά προς τους Έλληνες πολίτες. Ο παράγοντας των δανειστών της χώρας, που προέβησαν συστηματικά σε κερδοσκοπικές μεθοδεύσεις, απουσιάζει εκκωφαντικά από κάθε οικονομικό σχεδιασμό.
Και όμως, ήδη από τις 19/3/2010 ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου σχολίαζε πως «πρέπει να πείσουμε εταίρους και διεθνείς συνομιλητές μας ότι εάν δεν μπουν κανόνες στις “αγορές” και περιορισμοί στους κερδοσκόπους που τζογάρουν κυριολεκτικά σε βάρος ολόκληρων κοινωνιών, το θύμα αύριο δεν θα είναι μόνο η Ελλάδα αλλά κάθε χώρα που θα βρεθεί σε οικονομική δυσκολία, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη». Έχει περάσει περισσότερο από ένα έτος απ’ τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε η δήλωση, και το ερώτημα πλέον είναι αν σημειώθηκαν ενέργειες ώστε να αποτραπούν οι συγκεκριμένες κερδοσκοπικές κινήσεις.
Σήμερα πια οι «διεθνείς συνομιλητές μας» φαίνεται πως έχουν συνειδητοποιήσει τον εξελισσόμενο κίνδυνο. Η Γερμανίδα καγκελάριος κ. Άγκελα Μέρκελ και ο Αμερικανός πρόεδρος κ. Μπάρακ Ομπάμα συμφώνησαν στις 7/6/2011 πως όταν κινδυνεύει μία χώρα-μέλος της ευρωζώνης, απειλείται συνολικά η ζώνη του ευρώ, ενώ μία κρίση της ευρωζώνης θα έθετε σε κίνδυνο και τις υπόλοιπες οικονομίες που αναπτύσσονται διεθνώς σύμφωνα με το δυτικό πρότυπο. Εφόσον όμως ο κίνδυνος έχει καταστεί αντιληπτός, το ερώτημα αν προωθήθηκαν ενέργειες – όχι πλέον μόνο από την Ελλάδα, μα κι από τους «διεθνείς συνομιλητές» της – για την αντιμετώπιση του κινδύνου, επιτείνεται.
Το θέμα της «αυτόνομης» λειτουργίας των «αγορών», του κατά πόσον αυτές ελέγχονται από τα κράτη στα οποία εδρεύουν ή, αντίστροφα, εκείνες τα ελέγχουν, και το πού διοχετεύουν τα υπερκέρδη τους, μας έχει προβληματίσει και στο παρελθόν («Ελεεινοί θεατρινισμοί σε ευτελές μελόδραμα», εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 294, 1/5/2010). Μπορεί από τους ηγέτες της Δύσης να παρουσιάζονται οι «αγορές» ως οργανισμοί που λειτουργούν ιδιωτικά, πέρα από κάθε κρατική παρέμβαση, όμως το μέγεθός τους και ο πολιτικός τους ρόλος σε διεθνές επίπεδο εύλογα προκαλεί αμφιβολίες ως προς την αποκλειστικά «ιδιωτική», με στόχο την κερδοσκοπία, λειτουργία τους. Τη στιγμή αυτή, ωστόσο, με την τροπή που πήρε η οικονομική κρίση και με δεδομένες τις τοποθετήσεις των κορυφαίων δυτικών ηγετών, παρουσιάζεται μία μεγάλη ευκαιρία ώστε να εξακριβωθεί ο ρόλος τους.
Αν, επομένως, οι ηγέτες της Δύσης δεν προσποιούνται αναφορικά με τον ρόλο των «αγορών», οφείλουν, μέσα από μία διεθνή συνεννόηση, να προβούν σε έλεγχο των τακτικών που μεταχειρίζονται τα συγκεκριμένα «ευαγή» ιδρύματα, των συντονισμένων κινήσεών τους προς άσκηση πιέσεων στα εξασθενημένα οικονομικά κράτη, καθώς επίσης οφείλουν και να ορίσουν εκ νέου τους όρους λειτουργίας τους. Τη στιγμή που οι πιέσεις προς την Ελλάδα έχουν φτάσει στο απροχώρητο, με τη μία εκ των «ευαγών» «Standard and Poor’s» να υποβαθμίζει τη χώρα ένα ακόμη επίπεδο στις 13/6/2011, κατατάσσοντάς τη στη χαμηλότερη κατηγορία σε σχέση με κάθε άλλη χώρα, μόλις τρία αξιολογικά στάδια πριν από τη χρεοκοπία, και με τον οικονομικό πόλεμο να μαίνεται χωρίς κανέναν οίκτο, ούτε στη μεριά των κρατικών ηγεσιών έχουν θέση οι μετριοπάθειες και οι αβρότητες. Εφόσον οι «αγορές» λειτουργούν κερδοσκοπώντας και πιέζοντας ανηλεώς, ο δρόμος για τους ηγέτες της Δύσης είναι η επίθεση: ακυρώνουν νομοθετικά τη δυνατότητα κερδοσκοπικής λειτουργίας, θέτουν τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς προ των ευθυνών τους, και τους προειδοποιούν ακόμη και για τη δική τους πιθανότητα να ανασταλεί η λειτουργία τους, εάν δεν συμβιβαστούν με μία υγιή κερδοφορία, σε αντιστοιχία με ό,τι ισχύει για κάθε εμπορική επιχείρηση, χωρίς να προκαλούν τις κοινωνίες και να απεργάζονται τη διάλυσή τους.
Θα αντέτασσε κανείς πως η ανωτέρω πρόταση μοιάζει υπεραπλουστευτική και πως οι μηχανισμοί λειτουργίας του όλου συστήματος είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκοι. Ασφαλώς το σύστημα είναι πολυδαίδαλο· δεν νοείται όμως η λειτουργία κανενός έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο που τα ίδια τα κράτη ορίζουν με βάση και την πολιτειακή τους επιλογή. Αν εντός του συγκεκριμένου θεσμοθετημένου πλαισίου παρατηρείται η τυραννική εκτροπή οργανισμών που έχουν γιγαντώσει τη δύναμή τους, ρόλος των κρατικών ηγεσιών είναι να άρουν τους κινδύνους και να επαναφέρουν τις ισορροπίες. Αυτό άλλωστε είναι και το πνεύμα του σχολίου από τον Έλληνα πρωθυπουργό αναφορικά με τους «κανόνες στις αγορές». Δικαιώνεται κανείς να ισχυριστεί πως η λειτουργία των «αγορών» στηρίζεται σε ένα νομικό σύστημα που τις διασφαλίζει και δεν επιτρέπει καμία επέμβαση; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. «Κεκτημένα», όπως εξαρχής σχολιάσαμε, έχουν κατοχυρωμένα και οι απλοί πολίτες, όμως τίποτε δεν εμποδίζει τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών να τα ακυρώνουν στο όνομα της «κρίσης», της «έκτακτης ανάγκης», της πιθανής «χρεοκοπίας». Με την ίδια νομιμοποίηση, επομένως, με την οποία μία ηγεσία προβαίνει στον περιορισμό των κεκτημένων των πολιτών, καταπατώντας κάθε προηγούμενη νομιμότητα, επιβάλλεται να προβεί και στην ακύρωση κάθε κερδοσκοπικού εγκλήματος.
Μπορεί η Ελλάδα να πετύχει μόνη της μια αντίστοιχη εξέλιξη; Προφανώς όχι, όμως η «συνειδητοποίηση» της κατάστασης από τους ηγέτες των ισχυρών δυτικών χωρών προσφέρει μία μεγάλη ευκαιρία ώστε οι κινήσεις των κρατών να στραφούν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Κυρίως, όμως, η ευκαιρία που διανοίγεται είναι να διακριβώσουν οι λαοί με απτά στοιχεία, κι όχι απλώς με «θεωρίες συνωμοσίας», ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος των ηγεσιών τους: βρίσκονται όντως οι ηγεσίες ταγμένες στα συμφέροντα των λαών ή έχουν αλωθεί από τους κερδοσκόπους, έχουν διαβρωθεί από τις παντοδύναμες οικονομικές ελίτ, κι εξυπηρετούν συμφέροντα αντίθετα με τα συμφέροντα των κοινωνικών συνόλων που τους ανέθεσαν προς όφελός τους την εξουσία και την εκπροσώπησή τους στα πολιτικοοικονομικά δρώμενα; Ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου εμφανίστηκε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα» τής 12/6/2011 εξοργισμένος με τα υπονοούμενα περί εξαρτήσεων των πολιτικών ηγεσιών, και συγκεκριμένα της δικής του κυβέρνησης, από «σκοτεινά» κέντρα: «Κάποιοι παριστάνουν εδώ και μήνες τους “υπερπατριώτες” απέναντι σε μια κυβέρνηση δήθεν “ενδοτική” και “υποκινούμενη” από ξένα κέντρα. Τους επιστρέφω όλη την αθλιότητα. Φτάνει πια με τον σκοταδισμό και την πατριδοκαπηλία που δίχασε για δεκαετίες την ελληνική κοινωνία. Αρκετά πια.»
Η αγανάκτηση του πρωθυπουργού είναι δίκαιη, αν καλοπροαίρετα αποδεχτούμε πως δεν υπάρχει καμία υποχθόνια εξάρτηση της κυβέρνησης από ξένα κέντρα. Στο σημείο όμως που οδηγήθηκε η κατάσταση, με την ελληνική κοινωνία να εξοντώνεται από τα δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα, η αποδοχή της πρωθυπουργικής αλήθειας δεν μπορεί να επισυμβεί απλώς με διαβεβαιώσεις αφοσίωσης στο «εθνικό συμφέρον». Απαιτούνται απτές ενέργειες. Οι διεθνείς εξελίξεις, όπως αποτυπώνονται στις τοποθετήσεις του κ. Ομπάμα και της κ. Μέρκελ, ευνοούν τις ενέργειες τούτες. Εδώ λοιπόν θα δοκιμαστεί η αλήθεια ή η «αλήθεια» όλων των πλευρών: αν ο κ. Παπανδρέου εννοεί όσα λέει, δεν έχει παρά να ασκήσει τις δικές του πιέσεις στις ηγεσίες των ισχυρών δυτικών κρατών. Αν ο κ. Ομπάμα και η κ. Μέρκελ εννοούν όσα δηλώνουν, δεν έχουν παρά να επαναπροσδιορίσουν νομοθετικά τη λειτουργία των «αγορών» και να επιβάλουν σε αυτές δραστικό περιορισμό των «κεκτημένων» τους, όπως ακριβώς τα αντίστοιχα οικονομικά κεκτημένα των πολιτών ακυρώνονται εν μία νυκτί.
Στην ίδια συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Έλληνας πρωθυπουργός υπερτόνισε το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας, σημειώνοντας πως εκεί θα οδηγήσει τη χώρα οποιοσδήποτε άλλος δρόμος πέρα απ’ αυτόν του «Μνημονίου». «Κατανοώ την αδικία και την αγανάκτηση, ο άλλος δρόμος όμως είναι καταστροφικός», σημειώνεται η θέση του κ. Παπανδρέου στο πρωτοσέλιδο του «Βήματος». Αν όμως στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, όπως αρέσκονται να «φιλοσοφούν» με κάθε ευκαιρία τα μέλη της κυβερνητικής μα και των υπόλοιπων παρατάξεων, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ούτε μονόδρομοι. Ένας από τους εναλλακτικούς δρόμους, που θα ήταν δυνατόν να ακολουθηθεί, ήδη περιγράφτηκε νωρίτερα, με τον έλεγχο της ασυδοσίας των «αγορών». Εφόσον η συγκεκριμένη εναλλακτική οδός δεν αποκτήσει οδοιπόρους από τις πολιτικές ηγεσίες, τότε η αμφισβήτηση των «αγαθών» τους προθέσεων θα ’ναι απολύτως βάσιμη. Εντέλει, θα ’χει αποδειχτεί στον παρόντα οικονομικό πόλεμο, πέρα από κάθε απλή υπόθεση «συνομωσίας», ποιος είναι με ποιον, γνώση ασφαλώς πολύτιμη για τους ευρωπαϊκούς λαούς, που κατακλύζουν από καιρό τις πλατείες διαμαρτυρόμενοι, και για τις δικές τους εναλλακτικές αμυντικές ενέργειες απέναντι στην οικονομική λαίλαπα που τους ισοπεδώνει.