ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ:
… η επιθυμητή πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και η έξοδος της χώρας μας από την παγίδα του χρέους – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Συνέχεια από το Μέρος Ι… ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ
Η μεγάλη δυσκολία τώρα των διεθνών κερδοσκόπων, το πρόβλημα τους καλύτερα, εάν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι, είναι το γεγονός ότι μπορούν να παίξουν το παραπάνω παιχνίδι μόνο μία φορά, με κάθε χώρα. Επομένως, είναι «υποχρεωμένοι» να αναζητούν συνεχώς νέα «θύματα» – καινούργια κράτη δηλαδή για να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά (business), στηριζόμενοι στο φόβο της χρεοκοπίας, τον οποίο οι ίδιοι καλλιεργούν συστηματικά.
Συμπερασματικά λοιπόν, μετά από ένα απαραίτητο διάλλειμα, κατά τη διάρκεια του οποίου σχεδιάζουν να κερδίζουν από τις αποκρατικοποιήσεις στις χώρες που έχουν υπαχθεί ήδη στο ΔΝΤ (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία κλπ), ή από τις διασώσεις των τραπεζών τους, θα συνεχίσουν την επίθεση τους στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στην Ιταλία και αλλού. Οι επιθέσεις αυτές θα αποδυναμώνουν συνεχώς τις χώρες που συμμετέχουν στο ταμείο διάσωσης (EFSF), με αποτέλεσμα να είναι η μία μετά την άλλη υποψήφια θύματα – χωρίς να εξαιρείται φυσικά η Γερμανία.
Για την καταπολέμηση της θανατηφόρας αυτής επιδημίας, δεν βοηθάει η θεραπεία των συμπτωμάτων – όπως για παράδειγμα η αύξηση του ποσού που διαχειρίζεται το ταμείο διάσωσης της Ευρωζώνης ή η επί πλέον αγορά ομολόγων εκ μέρους της ΕΚΤ, όπως συμβαίνει σήμερα. Όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικό, σε μακροπρόθεσμη βάση είναι αδύνατον να σταματήσει τους κερδοσκόπους – πόσο μάλλον όταν πια έχει επιτραπεί στο ΔΝΤ η «απόβαση στις χώρες του Ευρώ», στις οποίες πλέον εγκαθιστά τυπικές κυβερνήσεις (άρθρο μας).
Αυτό που φαίνεται απαραίτητο λοιπόν εκ μέρους της Ευρωζώνης, ειδικά επειδή ο πλανήτης «καίγεται», η μάστιγα των τόκων καταστρέφει τη συνοχή των κοινωνιών και το ΔΝΤ δεν φαίνεται πρόθυμο να επιστρέψει στις ιδρυτικές του αξίες, είναι η «συστημική» θεραπεία του προβλήματος.
Στα πλαίσια αυτής της «θεραπείας», τα οικονομικά κίνητρα οφείλουν να αλλαχθούν σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να είναι ξανά προτιμότερη η επιχειρηματική δραστηριοποίηση στην πραγματική οικονομία – ενώ ο χρηματοπιστωτικός κλάδος πρέπει να περιορισθεί δραστικά, να «ρυθμισθεί» όπως λέγεται, με στόχο να μην αποδίδουν πλέον τα χρηματοπιστωτικά του τεχνάσματα.
Σε τελική ανάλυση η Πολιτεία, με την ενεργό συμμετοχή των Πολιτών της (άμεση δημοκρατία), πρέπει να επανακτήσει την εξουσία και να «σταθεροποιήσει τις τιμές» μεταξύ της πραγματικής και της χρηματοπιστωτικής Οικονομίας – οι οποίες έχουν διαστρεβλωθεί σε τεράστιο βαθμό.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ
«Η κερδοσκοπία ενδυναμώνει μία ήδη υφιστάμενη τάση – είτε πρόκειται για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, είτε για τις τιμές των πρώτων υλών και εμπορευμάτων, είτε για τα επιτόκια, είτε για τα ομόλογα. Ο στόχος της είναι να εκμεταλλευθεί κερδοφόρα τις διαφορές στις τιμές, οι οποίες είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης ενδυνάμωσης των ήδη υφισταμένων τάσεων. Πρόκειται λοιπόν για μία απλούστατη λογική, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί επίσης απλά».
Σύμφωνα με τον παραπάνω κανόνα, η πραγματική λύση για την κρίση χρέους της Ευρώπης είναι ουσιαστικά πολύ απλή: Το ταμείο στήριξης της Ευρωζώνης (EFSF), το οποίο δημιουργήθηκε με τα χρήματα που διέθεσε αφενός μεν η κεντρική τράπεζα, αφετέρου τα κράτη-μέλη της, οφείλει να «μεταλλαχθεί» σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (ΕΝΤ) – στα ίχνη του ΔΝΤ, έτσι όπως αυτό λειτούργησε την πρώτη περίοδο της ίδρυσης του (από το 1945 έως το 1971).
Το ταμείο αυτό θα πρέπει να προσφέρει τα απαραίτητα χρηματοπιστωτικά μέσα στις χώρες του Ευρώ, με τη βοήθεια της έκδοσης ευρωομολόγων. Ταυτόχρονα, τόσο το ΕΝΤ, όσο και η ΕΚΤ, οφείλουν να εγγυώνται για τα δημόσια χρέη όλων των χωρών-μελών τους. Κατ’ αυτόν τον απλούστατο τρόπο, δεν θα υπάρχει κανένας λόγος ύπαρξης υψηλών «προμηθειών ρίσκου» (Spreads, CDS), καθώς επίσης τοκογλυφικών επιτοκίων
Συνεχίζοντας, τόσο η ΕΚΤ, όσο και το ΕΝΤ, θα πρέπει να καθορίζουν από κοινού τα επιτόκια των ευρωομολόγων – ειδικότερα, λόγω του αυξημένου επιπέδου των δημοσίων χρεών, ελαφρά χαμηλότερα από το μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης (2-3%). Το μακροπρόθεσμο επιτόκιο οφείλει να καθορίζεται από μία διαδικασία, ανάλογη με αυτήν που αποφασίζεται το εκάστοτε βραχυπρόθεσμο βασικό επιτόκιο από την ΕΚΤ (1,25% σήμερα).
Στην περίπτωση τώρα που εκδίδονται νέα ομόλογα δημοσίου από τις χώρες της ζώνης του ευρώ, χωρίς να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι από τις αγορές κεφαλαίου, θα πρέπει να αγοράζονται από το ΕΝΤ (αν και στην περίπτωση αυτή θα ήταν μάλλον απίθανο να μη βρεθούν αγοραστές, αφού υπάρχουν τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων διεθνώς, τα οποία αναζητούν διαρκώς σίγουρες τοποθετήσεις – τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μόνο της Κίνας υπερβαίνουν τα 3 τρις $).
Τα κριτήρια τώρα, με τα οποία θα παρέχονται πιστώσεις στις χώρες-μέλη της ένωσης, θα πρέπει να είναι ανάλογα με αυτά του ΔΝΤ – προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό ο κύκλος του διαβόλου, ο οποίος ξεκινάει με την απαίτηση τοκογλυφικών επιτοκίων εκ μέρους των αγορών και συνεχίζει με τις προσπάθειες υπερβολικών μέτρων άμεσης μείωσης των ελλειμμάτων, τα οποία οδηγούν σε καταστροφικές υφέσεις (στασιμοπληθωρισμός – η απόλυτη συνταγή χρεοκοπίας), σε περαιτέρω αύξηση των δημοσίων χρεών, καθώς επίσης σε ακόμη υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, θα πάψει πια να υφίσταται.
Ο στόχος της Ευρώπης θα έπρεπε λοιπόν να είναι η διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού σε ένα επίπεδο της τάξης του 1,5% – με αποτέλεσμα τη φυσιολογική αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, τον περιορισμό της ανεργίας, καθώς επίσης τη μείωση τόσο των ελλειμμάτων, όσο και των δημοσίων χρεών όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Κατ’ επακόλουθο, όσο υψηλότερο είναι σήμερα το δημόσιο χρέος ή/και τα επιτόκια δανεισμού μίας χώρας, τόσο γρηγορότερα θα μειωνόταν.
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα δανειζόταν με 1,5%, αντί με περίπου 5,2% που δανείζεται σήμερα, η επιβάρυνση των τόκων του χρέους της στον προϋπολογισμό της, θα μειωνόταν αισθητά – από τα 17 δις € ετησίως (340 δις € δημόσιο χρέος), στα 5,1 δις € ετησίως. Επομένως, κατά περίπου 12 δις € – όσο είναι δηλαδή το μισό του σημερινού μας ελλείμματος, με αποτέλεσμα να διαμορφωνόταν, χωρίς καμία άλλη ενέργεια, στο 5% επί του ΑΕΠ (από 10,4% σήμερα).
Έτσι, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα μείωνε παράλληλα τις υπερβολικές δαπάνες του δημοσίου (προερχόμενες κυρίως από τη διαπλοκή, από τη διαφθορά κλπ), καθώς επίσης το αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (χωρίς τους απίστευτους φόρους της κυβέρνησης μας, οι οποίοι μας οδηγούν, σκόπιμα ή μη, στη υποδούλωση), θα μπορούσε να ισοσκελίσει σχετικά εύκολα τον προϋπολογισμό της – μειώνοντας στη συνέχεια το δημόσιο χρέος της, χωρίς φυσικά να ξεπουλήσει δημόσια περιουσία, υπακούοντας άβουλα στις εντολές των συνδίκων του διαβόλου. Όπως έχουμε άλλωστε επανειλημμένα τονίσει, το πρόβλημα της χώρας μας δεν είναι τόσο το χρέος, όσο οι τόκοι, με τους οποίους επιβαρυνόμαστε.
Περαιτέρω, εκτός από τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης, οι υπόλοιπες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα είχαν επίσης σημαντικά πλεονεκτήματα. Σε αντίθεση με την πολιτική της μείωσης των δαπανών ή της αύξησης των φόρων που ακολουθούν σήμερα, η στρατηγική των χαμηλών επιτοκίων οδηγεί επίσης στη σταθεροποίηση της οικονομίας, όπως πολύ σωστά επιθυμεί η Γερμανία – δια μέσου όμως της ανάπτυξης. Εκτός αυτού, αφενός μεν οι εξαγωγές τους στις ελλειμματικές χώρες θα συνέχιζαν, χωρίς το φόβο της απώλειας χρημάτων, αφετέρου δεν θα διακοπτόταν η εγκατάσταση των εταιρειών τους (Lidl, Carrefour κλπ) σε αυτές.
Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές (άρθρο μας), μπορεί (και πρέπει) να αποφευχθεί η διαγραφή (haircut) των δημοσίων χρεών της Ελλάδας, της Ιρλανδίας κλπ – η οποία θα ζημίωνε τους διεθνείς επενδυτές, ενώ θα απειλούσε πολλές μικρές τράπεζες, ιδιώτες επενδυτές και ασφαλιστικά ταμεία.
Συνεχίζοντας, η διαγραφή ύψους 30-40% επί των δημοσίων χρεών της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας, δεν θα είχε ουσιαστικά κανένα αποτέλεσμα – αφού το δημόσιο χρέος τους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα, τουλάχιστον για εκείνο το χρονικό διάστημα που το επιτόκιο δανεισμού θα παρέμενε υψηλότερο από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης τους (με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης -4% και επιτόκιο 5% στην Ελλάδα, καθώς επίσης με την ανεργία στο 20%, η διαγραφή χρεών, ακόμη και του 50%, θα καθυστερούσε ελάχιστα το μοιραίο).
Ολοκληρώνοντας, από την θέση των δανειστών, η πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν θα ήταν λιγότερο προτιμητέα. Από τη μία πλευρά βέβαια θα έπρεπε να «διαγράψουν» ένα μέρος των «επιτοκιακών» κερδών τους – την τοκογλυφική τρόπον τινά υπεραξία τους. Από την άλλη πλευρά όμως, θα διευκόλυναν τις υπερχρεωμένες χώρες στην μακροπρόθεσμη αποπληρωμή των χρεών τους, χωρίς να υποχρεωθούν σε απώλεια των κεφαλαίων τους. Επομένως, η συνολική ζημία τους θα ήταν χαμηλότερη, από αυτήν της ενδεχόμενης (και πολύ πιθανής) διαγραφής ενός μεγάλου μέρους (έως και 70%) των απαιτήσεων τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά την άποψη μας, τελικά θα επικρατήσει η κοινή λογική στην Ευρώπη – οπότε θα επιλεχθεί η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, ταυτόχρονα με την εκδίωξη του ΔΝΤ, καθώς επίσης με την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα «συνεπικουρείται» από την ίδρυση και λειτουργία ευρωπαϊκών εταιρειών αξιολόγησης (με απώτερο στόχο την πολιτική ένωση της Ευρώπης και την απεξάρτηση τις από τις Η.Π.Α.).
Παράλληλα, πιστεύουμε ότι τελικά θα δοθεί στη χώρα μας η δυνατότητα της μακροπρόθεσμης αποπληρωμής των συνολικών δημοσίων χρεών της (340 δις €) – με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% ετησίως. Επομένως, τυχόν ενέργειες της όποιας κυβέρνησης μας, οι οποίες ενδεχομένως θα θελήσουν να επιταχύνουν την αποκρατικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων μας, ειδικά σε μία εποχή, κατά την οποία έχουν σκόπιμα εντελώς απαξιωθεί, μόνο σαν άκρως ενδοτικές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν (τονίζουμε ξανά ότι, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, όπου και αν αυτή δρομολογείται, είναι μια εντελώς απαράδεκτη διαδικασία συλλογικής εξαθλίωσης)
Περαιτέρω, η ανάπτυξη που οφείλουμε να επιδιώξουμε δεν θα μπορέσει ποτέ να επιτευχθεί, εάν δεν διαθέτουμε καμία μεγάλη εταιρεία στη χώρα μας – με τις κοινωφελείς να αποτελούν την «αιχμή του δόρατος». Σε κάθε περίπτωση βέβαια, οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε όλοι παράλληλα, έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, να μηδενισθούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας, να αυξηθούν οι εξαγωγές μας, καθώς επίσης να περιορισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι εισαγωγές μας.
Είναι επιεικώς απαράδεκτο να εισάγουμε αγροτικά προϊόντα στη χώρα μας, να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα κερδίζουμε, να ξεπουλάμε τη δημόσια περιουσία μας, να αισχροκερδούμε στην τουριστική βιομηχανία μας, να φοροδιαφεύγουμε, να δωροδοκούμαστε, να απασχολούμε ξένους εργάτες, απλά και μόνο για να μην εργαζόμαστε οι ίδιοι, να μην απαιτούμε την τιμωρία των επίορκων «δημοσίων λειτουργών», να μην αντιδρούμε στην «κατάργηση» της συνταγματικής τάξης από ένα απαράδεκτο «μνημόνιο υποτέλειας», να ανεχόμαστε ανεπαρκείς ή ενδοτικούς πολιτικούς και τόσα πολλά άλλα, τα οποία μας «ανάγκασαν» να επαιτούμε διεθνώς, αντί να απαιτούμε – καθώς επίσης να διακινδυνεύσουμε την εθνική μας κυριαρχία, καταντώντας τα ανόητα θύματα μίας ενορχηστρωμένης επίθεσης των κερδοσκόπων, οι οποίοι δικαίως θεώρησαν ότι είμαστε ανίκανοι να προστατέψουμε σωστά την πάμπλουτη χώρα μας.
Ολοκληρώνοντας, ανεξάρτητα από τις τελικές αποφάσεις της Ευρωζώνης, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα «σεβασθούν» τελικά την κοινή λογική και δεν θα υποταχθούν στην τευτονική Γερμανία ή στο μονοπώλιο των κεντρικών τραπεζών υπό την BIS, επιθυμούμε να τονίσουμε ξανά ότι, η πλέον ανώδυνη και έντιμη ταυτόχρονα λύση για τη χώρα μας, είναι ο διακανονισμός της αποπληρωμής του συνολικού δημοσίου χρέους μας μακροπρόθεσμα – ή δυνατόν σε σαράντα ισόποσες ετήσιες δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε βασικό της ΕΚΤ.
Για όσους θεωρούν αδιανόητο ένα τόσο χαμηλό επιτόκιο (1,25%), είναι ίσως αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι, η ΕΚΤ δανείζει σήμερα τις εμπορικές τράπεζες με ανάλογα χαμηλό επιτόκιο – επιτρέποντας τους να δανείζουν αυτές το κράτος, με κατά πολύ μεγαλύτερο (άνω του 5%). Με τον τρόπο αυτό συνεχίζουν να ισχυροποιούνται οι τράπεζες, εις βάρος των Ελλήνων Πολιτών – κάτι που μάλλον πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δίκαιο ή έντιμο, οπότε δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συνεχίσουμε να το ανεχόμαστε.
Με το ίδιο τρόπο (άδικη, καταστροφική, εάν όχι «ενδοτική») θα χαρακτηρίζαμε και την περίπτωση της πληρωμής μόνο των τόκων των δανείων μας, με μία περίοδο χάριτος για την εξόφληση των χρεολυσίων, η οποία δυστυχώς φαίνεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, να συζητείται από την κυβέρνηση μας – αφού κάτι τέτοιο απλά θα ανέβαλλε τη χρεοκοπία της χώρας μας για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η υποδούλωση της, καθώς επίσης η λεηλασία της δημόσιας, αλλά και της ιδιωτικής περιουσίας μας, από το διεθνές Καρτέλ των τοκογλύφων.
Η καθυστέρηση της πληρωμής ενός δανείου απλά «συσσωρεύει» τόκους, οι οποίοι στη συνέχεια καθιστούν ανέφικτο τον περιορισμό του χρέους – επιβαρύνοντας το με επιτόκια που είναι αδύνατον ποτέ να εξοφλήσει ο οφειλέτης, παραμένοντας αιώνια στον ορό των τοκογλύφων (σε μνημόνια που διαδέχονται τα επόμενα, ακόμη πιο καταστροφικά και εγγυημένα με περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων μειώνεται τεχνητά διαρκώς – έτσι ώστε να διευκολύνεται η πώληση τους σε εξευτελιστικές τιμές).
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 17. Απριλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.