Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς: Ελευθερία ανθρώπου ΙΙ

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ – Μέρος ΙI

 

Του Δημήτριου Ι. Τσελεγγίδη*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Με την ίδρυση της Εκκλησίας ο Χριστός γίνεται η αστείρευτη πηγή της θείας χάριτος, που απελευθερώνει τον πιστό μέσω των μυστηρίων από την αμαρτία και τις συνέπειές της [26]. Η απελευθερωτική χάρη του βαπτίσματος δεν χάνεται, όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει και δεν αξιοποιεί την προσφορά του Θεού, γιατί τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα, παραμένει όμως ανενεργός [27].

Ωστόσο, όταν με την δύναμη των μυστηρίων και την ανθρώπινη συνεργία διατηρείται αυτή η χάρη ενεργός, τούτο σημαίνει ταυτόχρονα και την παρουσία της πραγματικής ελευθερίας του. Αναφερόμενος ο Παλαμάς στο χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» [28], παρατηρεί ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και τον θάνατο, που πραγματώνεται με τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, παρέχει όχι μόνο αθανασία αλλά και αναμαρτησία [29].

Έχοντας ο άνθρωπος απελευθερωμένη τη φύση του από τα πάθη, τη φθορά και τον θάνατο και το φρόνημά του απελευθερωμένο από την αμαρτία μπορεί να κινείται στην περιοχή της πραγματικής ελευθερίας. Άλλωστε πραγματική ελευθερία χωρίς την οντολογική απελευθέρωση από την αμαρτία είναι ακατανόητη. Με την ανάληψη του σαρκωθέντος και αναστάντος Λόγου του Θεού στους ουρανούς διασφαλίστηκε κατά τον Παλαμά η ελευθερία του ανθρώπου για την αιωνιότητα, αφού η κτιστή ανθρώπινη φύση εισήλθε με τον Χριστό στους κόλπους του Θεού Πατέρα [30].

Όπως δηλαδή με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου η φύση μας ενώθηκε υποστατικώς με τη θεία φύση και έγινε ομόθεη [31], έτσι και με την ανάληψη του Χριστού η φύση μας έγινε ομόθρονη, αφού ο Χριστός μ' αυτήν «εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν ουρανοίς» [32].

Η ελευθερία όμως που παρέχεται από το Χριστό στο πλαίσιο της Εκκλησίας παρουσιάζει μια εξωτερική αντινομία, γιατί η ελευθερία αυτή εμφανίζεται ως ολοκληρωτική δουλεία στον Χριστό. Η ολοκληρωτική δουλεία των πιστών στον Χριστό είναι μια εκούσια, δουλεία, που προκύπτει ως ανταπόκρισή τους στην προσφορά του Χριστού. Όταν όμως οι πιστοί προσφέρουν τη θέλησή τους στον Χριστό ενούμενοι ολοκληρωτικά μ' αυτόν, δεν σημαίνει ότι στερούνται την ελευθερία τους. Αντίθετα μάλιστα, οικειώνονται το πνεύμα του Χριστού.

Αλλά το πνεύμα του Χριστού, που παίρνουν οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι «πνεύμα δουλείας» αλλά «πνεύμα υιοθεσίας» [33], πράγμα που σημαίνει κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι είναι «πνεύμα ελευθερίας, ταυτό δ' ειπείν το πνεύμα το άγιον» [34]. Κατά συνέπεια, οικειούμενοι οι άνθρωποι εν Χριστώ το πνεύμα του Χριστού έχουν και βιώνουν την κατεξοχήν ελευθερία τους, αφού και κατά το βιβλικό χωρίο «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία» [35]. Η ελευθερία αυτή, για την οποία μιλά ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, αποκαλύπτεται κατά τον Παλαμά με το φως της θείας χάριτος [36].

Και επειδή, όπως λέχθηκε, το Άγιο Πνεύμα, ως πνεύμα Κυρίου, είναι πνεύμα όχι δουλείας αλλά πνεύμα υιοθεσίας και ελευθερίας, η ελευθερία των πιστών στο πλαίσιο της Εκκλησίας κατανοείται σωστά και πλήρως μόνο όταν συνδέεται άρρηκτα με τη χαρισματική υιοθεσία τους από τον Θεό. Η χαρισματική υιοθεσία χαρακτηρίζει εκείνους που λυτρώθηκαν από τη δουλεία του διαβόλου και της αμαρτίας και πήραν την άκτιστη δύναμη να γίνουν κατά χάρη παιδιά του θεού. Όταν μιλάμε για χαρισματική υιοθεσία των πιστών, παρατηρεί ο Παλαμάς, αναφερόμαστε στην υιοθεσία τους από τον Θεό Πατέρα, που τους δόθηκε όμως κατά χάρη από τον Χριστό [37].

Με την άκτιστη χάρη του βαπτίσματος ο Χριστός αναγεννά πνευματικώς τους ανθρώπους και γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ο οποίος τους τρέφει πνευματικώς όχι μόνο με το σώμα και το αίμα του αλλά και με το πνεύμα του. Με τον τρόπο αυτό τους καθιστά «αείζωους» και κατά χάρη «υιούς αγαπητούς του ουρανίου Πατρός» [38]. Αλλά ως μέτοχος της άκτιστης θείας χάριτος ο υιοθετημένος από τον θεό άνθρωπος γίνεται κατά τον Παλαμά όχι μόνο «θέσει» υιός αλλά και πνεύμα [39]. Εδώ όμως είναι απαραίτητη και μια διευκρίνιση του θεόπτη θεολόγου, που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και για όσα θα πούμε στη συνέχεια για το χαρακτήρα της ελευθερίας. Οι πιστοί με τη χαρισματική γέννησή τους από τον Θεό υιοθετήθηκαν πραγματικώς από αυτόν, δεν έγιναν όμως αμέσως και «ενεργεία» παιδιά του Θεού. Πήραν απλώς τη δύναμη να γίνουν παιδιά του Θεού στα έσχατα, κατά τη μέλλουσα δηλαδή βασιλεία του Θεού. «Πως δε ειπών ότι εκ του Θεού εγεννήθησαν», σημειώνει ο Παλαμάς, «ουκ ειπέν ότι και γεγόνασι τέκνα Θεού [40], αλλ' έλαβον δύναμιν γενέσθαι; Προς το τέλος και την αποκατάστασιν εκείνην βλέπων, την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος» [41].

Ποιος όμως είναι τελικώς ο χαρακτήρας της ελευθερίας των πιστών κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά; Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι η ελευθερία των πιστών έχει οντολογικό και χαρισματικό χαρακτήρα, έχει ανθρωπολογικό και ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο με σαφή εσχατολογική προοπτική. Αλλά πώς κατανοείται η σημασία των βασικών αυτών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ελευθερίας στο πλαίσιο της Εκκλησίας;

Απ' όσα είπαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου μας έγινε φανερός ο οντολογικός χαρακτήρας της ελευθερίας του ανθρώπου ως προς την ανθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ήδη ότι το αυτεξούσιο του άνθρώπου αποτελεί θεμελιώδες οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας και συγκεκριμένα με το βάπτισμα το φθαρμένο και συσκοτισμένο από την πτώση αυτεξούσιο του ανθρώπου όχι μόνο εξυγιαίνεται και ανακαινίζεται, αλλά εμπλουτίζεται χαρισματικώς με την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως η ελευθερία του ανθρώπου αποκτά εκτός από το ανθρωπολογικό και θεολογικό κατά κυριολεξία περιεχόμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή ως πιστός έχει φυσική και χαρισματική ελευθερία.

Ποιος είναι όμως αναλυτικότερα ο χαρακτήρας της χαρισματικής αυτής ελευθερίας και ποια είναι η σχέση της με την κατά φύση ανθρώπινη ελευθερία;

Η χαρισματική ελευθερία του ανθρώπου σύμφωνα με την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, που μας καταθέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχει οντολογική ύπαρξη, γιατί αποτελεί συγκεκριμένη άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Ερμηνεύοντας ο Παλαμάς το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας, πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. και γαρ ποιητικόν τούτων απάντων» [42], και στρεφόμενος άμεσα κατά του Ακινδύνου σημειώνει απερίφραστα τον άκτιστο χαρακτήρα της ελευθερίας, χαρακτηρίζοντας την ελευθερία ως μία από τις οικείες, φυσικές και έμφυτες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, που παρέχονται από τον Θεό στον πιστό μυστηριακώς εντός της Εκκλησίας [43]. Έτσι η βιβλική μαρτυρία, «ου το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία», σημαίνει ότι η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος στον πιστό αποτελεί παρουσία της άκτιστης ελευθερίας [44].

Εδώ όμως τίθεται εύλογα το ερώτημα: Όταν ο άνθρωπος οικειώνεται την ελευθερία ως φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, τί γίνεται η δική του ελευθερία ως ενέργεια του αυτεξουσίου του; Καταργείται, παραμερίζεται, ατονεί ή διατηρεί πλήρως την ιδιαιτερότητά της; Αν καταργείται, δεν ακρωτηριάζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα; Και αν πάλι παραμένει, πώς συμβιβάζονται δύο ελευθερίες στο ίδιο πρόσωπο και μάλιστα η μία άκτιστη και η άλλη κτιστή; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει έμμεσα ο Τόμος του 1351 [45] με την αναφορά του στον Όρο της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου για τις δύο θελήσεις του Χριστού[46]. Οι δύο θελήσεις του Χριστού σύμφωνα με τον Όρο ενώθηκαν, όπως και οι φύσεις του, «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», πράγμα που διασφαλίζει την ενότητα και την ιδιαιτερότητα των δύο θελήσεων. Οι θελήσεις του Χριστού, ενώ παραμένουν αδιαίρετα ενωμένες και διατηρούν «ατρέπτως και ασυγχύτως» τα φυσικά χαρακτηριστικά και την ιδιαιτερότητά τους, δεν αντίκεινται μεταξύ τους, αλλά η ανθρώπινη ακολουθεί και υποτάσσεται στη θεία. Αυτή ακριβώς η υποταγή της ανθρώπινης θελήσεως στη θεία θέληση αποτελεί και έκφραση της αναμαρτησίας του Χριστού.

Κατά συνεπεία η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα έχει χριστολογική βάση. Η ύπαρξη των δύο φυσικών αυτεξουσίων [47] και θελήσεων στον Χριστό εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεών του θεμελιώνει και την ύπαρξη των δύο ελευθεριών και θελημάτων στους πιστούς εξαιτίας της χαρισματικής και οντολογικής εντάξεώς τους στο μυστηριακό και θεωμένο σώμα του. Εδώ όμως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και την θεμελιώδη διαφορά του πιστού από τον Χριστό. Ο πιστός έχει ως ίδιο της φύσεώς του μόνο την ανθρώπινη θέληση και ελευθερία. Η άλλη θέληση και ελευθερία του είναι άκτιστη φυσική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, την οποία οικειώνεται και διατηρεί μόνο κατά χάρη.

Αλλά η σχέση των δύο φυσικών αυτεξουσίων και θελήσεων του Χριστού παρέχει το μέτρο και το βαθμό, προς τον οποίο οφείλει να αποβλέπει η σχέση της ανθρώπινης θελήσεως και ελευθερίας με την άκτιστη θέληση και ελευθερία του Τριαδικού Θεού. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι σχέση υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στη χαρισματική ελευθερία, που παρέχεται στον πιστό ενόσω παραμένει ζωντανό μέλος του μυστηριακού σώματος του Χριστού. Η άσκηση των αρετών με την ελεύθερη και αγαπητική τήρηση των εντολών από την μία και κατεξοχήν η ελεύθερη και συνειδητή μετοχή του πιστού στα μυστήρια της Εκκλησίας από την άλλη αποτελούν τον πιο συγκεκριμένο τρόπο, με τον οποίο ο πιστός υποτάσσει την κτιστή θέληση και ελευθερία του στην άκτιστη θέληση και ελευθερία του Θεού. Η υποταγή του ανθρώπου στο θέλημα του θεού παρά την φαινομενική αντινομία της προς την ελευθερία αποτελεί πρακτικώς το συνειδητό άνοιγμα του ανθρώπου στην πραγματική ελευθερία του. Με τον τρόπο αυτόν ο πιστός γίνεται μέτοχος στην ίδια την άκτιστη ζωή του Χριστού, που είναι ζωή ελευθερίας εν Αγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, η εν Χριστώ ελευθερία του πιστού είναι χαρισματική ελευθερία και μάλιστα στο μέτρο υποταγής της ανθρώπινης ελευθερίας στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Είναι λοιπόν φανερό ότι η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία των πιστών δεν αποτελεί μια ασαφή, νεφελώδη και αόριστη πραγματικότητα. Αντίθετα είναι μια σαφής και πολύ συγκεκριμένη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, που χαρακτηρίζει μια κατά μέθεξη χαρισματική και άκτιστη πραγματικότητα, η οποία νοηματοδοτεί όλες τις εκδηλώσεις και την όλη ζωή του πιστού. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας δίνονται μερικά βασικά στοιχεία που περιγράφουν, χωρίς όμως και να εξαντλούν τα όρια φανερώσεως και τα όρια εκτροπής αυτής της ελευθερίας.

Έτσι, το Ευαγγέλιο δίνει τους δείκτες που σηματοδοτούν τη ζωή της ελευθερίας, γι' αυτό και χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Ιάκωβο ως «τέλειος νόμος της ελευθερίας» [48], με βάση τον οποίο άλλωστε θα ανακριθεί και θα κριθεί η όλη ζωή των πιστών στη μέλλουσα κρίση [49]. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην παραπάνω βιβλική μαρτυρία σημειώνει ερμηνευτικώς ότι το Ευαγγέλιο είναι όχι μόνο «νόμος ελευθερίας» αλλά και «νόμος της χάριτος» [50]. Οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί του Ευαγγελίου ως νόμου της χάριτος και νόμου της ελευθερίας υποδηλώνουν, έμμεσα πλην σαφώς, ότι το Ευαγγέλιο δεν αποτελεί κώδικα νομικών επιταγών που καλούν σε συμμόρφωση με την απειλή της τιμωρίας, αλλά ότι είναι ένα πλαίσιο που οριοθετεί τη ζωή των πιστών και την προσανατολίζει σταθερά στην πηγή της πραγματικής ελευθερίας, που είναι ο Τριαδικός Θεός.

Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η εν Χριστώ ελευθερία των πιστών έχει εσχατολογική προοπτική. Η ολοκλήρωση και η τελείωσή της βρίσκεται στα έσχατα. ‘Όπως είναι γνωστό από την εμπειρία της Εκκλησίας μας, τα έσχατα είναι και παρόντα, και ως παρόντα βιώνονται κατεξοχήν στα μυστήρια. Έτσι, οι πιστοί και στην παρούσα ζωή ζουν βεβαίως την χαρισματική ελευθερία ως πρόγευση και αρραβώνα της εσχατολογικής ελευθερίας τους. Αλλά η εν Αγίω Πνεύματι ελευθερία στην πληρότητά της θα βιωθεί και θα φανερωθεί μετά την ανάσταση των νεκρών, στη μέλλουσα βασιλεία του θεού, όπου οι πιστοί θα συνθέτουν τα ένδοξα μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, και θα γίνονται όλο και περισσότερο δεκτικοί του Αγίου Πνεύματος τελειούμενοι ατελευτήτως [51].

Συνοψίζοντας όσα αναφέραμε στο σύντομο αυτό άρθρο μας μπορούμε επιγραμματικά να πούμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου ως οντολογικό γνώρισμα του κατ' εικόνα μπορεί κατά χάρη να αποκτά και άκτιστο χαρακτήρα με εσχατολογική προοπτική, όταν εμπλουτίζεται σταθερά με την άκτιστη ελευθερία του Θεού. Η άκτιστη αυτή ελευθερία βρίσκεται οντολογικώς εκεί όπου βρίσκεται και η χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα παρέχει την χαρισματική ελευθερία, που οικειώνεται μεν με τα μυστήρια, ενεργοποιείται όμως και βιώνεται συνειδητά, όταν ο πιστός υποτάσσει με την τήρηση των εντολών εκούσια και συνεχώς την κτιστή ελευθερία του στην άκτιστη ελευθερία του Θεού. Τέλος, η Εκκλησία αποτελεί το πλαίσιο πραγματώσεως της αληθινής ελευθερίας του άνθρώπου, επειδή αυτή αποτελεί τον χώρο οικειώσεως, βιώσεως και φανερώσεως της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο και εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματική ελευθερία, αφού κατά τη βιβλική μαρτυρία «ου το πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» [52] .

 

SUMMARY  THE CHARACTER OF MAN'S FREEDOM

 

We can say simply that man's freedom, as an ontological characteristic of his creation in the image of Cod, can take on an uncreated character with an eschatological perspective when it is steadily enriched by the uncreated freedom of God. This uncreated freedom is found where ever the charismatic presence of the Holy Spirit is found. The presence of the Holy Spirit grants charismatic freedom, which can be known through participation in the Holy Mysteries, and can also be activated and lived consciously whenever the believer subjects himself voluntarily to the observance of the commandments and continually offers his own created freedom to the uncreated freedom of God. Finally the church provides the context for accomplishing the true freedom of man since it is the locus for the manifestation of this charismatic presence of the Holy Spirit and the place for familiarization with and life in the Holy Spirit, who secures true freedom for man. For according to Scripture, «where the Spirit of the Lord is, there is freedom», (II Cor, 3,17).

 

Παραπομπές

[26]. Βλ. Ομιλία 58, Σ. Οικονόμου, σ. 230-231.

[27]. Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1077.

[28]. Ρωμ. 8,2.

[29]. Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,23,91. Π. Χρήστου, τόμ. Γ' σ. 356-7.

[30]. Βλ. Ομιλία 12, PG 151, 204 CD. Πρβλ. Ομιλία 16, PG 151, 206 Β.

[31]. Βλ. Ομιλία 14, PG 151, 168 Α.

[32]. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 281 D, με αναφορά στο Εβρ. 1,3.

[33]. Ρωμ. 8,15.

[34]. Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5,17,67, επιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ', σ. 336-337.

[35]. Β' Κορ. 3,17.

[36]. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,36, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 649.

[37]. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 217 C.

[38]. Βλ. Ομιλία 56, Σ. Οικονόμου, σ. 207-208.

[39].  Βλ. Αποδεικτικός 1,10, Π. Χρήστου, τόμ. Α', σ. 37.

[40].  Με αναφορά στο Ιω. 1,12-13.

[41].  Ομιλία 57, Σ. Οικονόμου, σ. 221.

[42].  Λόγος 31 (Θεολογικός 5), PG 36, 165C. Πρβλ. Λόγος 41,9, PG 36, 441C. Βλ. στο Γρηγορίου Παλαμά, Αντιρρητικός 5,17,66, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Γ', σ. 335-7.

[43].  Βλ. ό.π., σ. 336.

[44].  Βλ. ό.π., σ. 337.

[45].  Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 729 Β.

[46].  Βλ. Όρο Πίστεως της S' Οικουμενικής Συνόδου, στο, Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, τόμ. Α', σ. 222-223: «Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν. και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο… αλλά επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ουν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι».

[47].  Βλ. σχετικώς, Ιω. Δαμασκηνού, ‘Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 57, PG 94, 1033 Α: «Έχειν τον Χριστόν ομολογούμεν καταλλήλως ταις δύο φύσεσι διπλά τα φυσικά ιδιώματα, δύο θελήσεις φυσικάς, την τε θείαν και την ανθρωπίνην, και ενεργείας δύο φυσικάς, θείαν τε και ανθρωπίνην, και αυτεξούσια δύο φυσικά, θείον τε και ανθρώπινον, και σοφίαν και γνώσιν, θείαν τε και ανθρωπίνην. Ομοούσιος γαρ ων τω Θεώ και Πατρί, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως Θεός, ομοούσιος δε ων και ημίν, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως άνθρωπος».

[48].  Ιακ. 1,25.

[49].  Πρβλ. Ιακ. 2,12.

[50].  Βλ. Ομιλία 38, PG 151, 480 C.

[51].  Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,11, επιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Α', σ. 517.

[52].  Β' Κορ. 3,17.

* Ο Δημήτριος  Ι.  Τσελεγγίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

ΠΗΓΗ: http://www.impantokratoros.gr/631172AA.el.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.