Σκέψεις: σχέσεις Επιστήμης Θρησκείας Ι

Σκέψεις για τις σχέσεις Επιστήμης και Θρησκείας Ι

 

Του Αλέκου Αναγνωστάκη*

 

Εκατόν εβδομήντα χρόνια από την έκδοση του γνωστού έργου του Αυγούστου Comte «Μαθήματα της φιλοσοφίας του θετικισμού», το 1840, η επιστήμη δεν αντικατέστησε τη θρησκεία και οι εικόνες και οι γιορτές των αγίων δεν αντικαταστάθηκαν από τις γιορτές και τις εικόνες των μεγάλων επιστημόνων με βάση το αντίστοιχο θετικιστικό εορτολόγιο – ημερολόγιο που είχε εκπονήσει και προτείνει ο σπουδαίος διανοητής. Αντίθετα.

Οι διάφοροι τόποι λατρείας του Θεού (εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές) ξαναγεμίζουν. Εκατοντάδες αιρέσεις εμφανίζονται που διεκδικούν την ιδιοποίηση, στην ορθότερη για την κάθε μία από αυτές, διαμεσολάβηση του ανθρώπου με το θείο μαζί και ο νεοπαγανισμός ή η νεοειδωλολατρία. Σαν μαγνητικό αδιαχώριστο δίπολο πάνε μαζί σατανιστικά λεγόμενα σχήματα, χαρτορίχτρες, καφετζούδες, αστρολόγοι με μόνιμες εκπομπές στην τηλεόραση. Όλη η βεντάλια του μυστικισμού και ανορθολογισμού ξεδιπλώνεται εντός της καθημερινότητας του σημερινού ανθρώπου.
Και αυτό συμβαίνει σε μια εποχή, στην εποχή μας, στην οποία οι τάσεις, οι δυνάμεις και οι σχέσεις που υπάρχουν μέσα στη σημερινή κοινωνία έχουν στον πυρήνα τους το ανώτερο ποιοτικά στάδιο δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και της κοινωνίας. Την ανώτερη από ποτέ τάση μετάβασης από την «καταναγκαστική στη δημιουργική εργασία» με την επιστήμη άμεσα ενταγμένη, καθοριστική δύναμη παραγωγής.

H ταυτόχρονη επομένως έκρηξη τόσο της γνώσης όσο και του ανορθολογισμού, του μυστικισμού και της θρησκευτικότητας, επιβεβαιώνει ξανά, με αρνητικό έστω τρόπο, πως η αντιμετώπιση της θρησκείας αποκλειστικά σαν γέννημα της αντίθεσης πλάνης- επιστημονικής αλήθειας που επανέρχεται με το κίνημα των αποκαλούμενων Νέων Αθεϊστών [1], είναι ανεπαρκής. Κι αυτό γιατί αυτή η προσέγγιση αφαιρεί από την οπτική της την κοινωνική μήτρα των θρησκειών. Στην ουσία «Πατέρας» της απατηλής, αλλοτριωμένης, συνείδησης του ανθρώπου, άρα και της θρησκευτικής, είναι η ατομική ιδιοκτησία. Η οποία δεν είναι μόνο η βάση απανθρωποίησης των οικονομικών σχέσεων και εκμετάλλευσης αλλά και αιτία παραμόρφωσης, αλλοτρίωσης και μυστικοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. (Όπως περιφράζει κάποιος με «συρματοπλέγματα» το «χωράφι» του, με τον ίδιο τρόπο περιφράζει και την καρδιά του απέναντι στους συνανθρώπους του). «Υιός» είναι ο καθολικός θεός των κοινωνιών της «καθολικής εμπορευσιμότητας», το εμπόρευμα, το οποίο μυστικοποιεί το σκοπό δημιουργίας του συνολικού – υλικού και πνευματικού – παραγόμενου ανθρώπινου πλούτου, εκτρέφει τα ανορθολογικά ρεύματα. Ανταγωνιστικότητα, Παραγωγικότητα, Ατομισμός, Αβεβαιότητα στην εργασία, Ανεργία, Εξαθλίωση, είναι το ορθόδοξο «Πνεύμα» του κόσμου της αγοράς απ’ όπου το πνεύμα έχει εκλείψει.

Στην εποχή μας λοιπόν, παρόλο που χαρακτηρίζεται εποχή της γνώσης, η θρησκεία, ο ανορθολογισμός γενικότερα, έχοντας τις ρίζες τους στη γη και όχι στον ουρανό, εξαπλώνονται ακριβώς γιατί, όπως λέει ο Μαρξ, αποτελούν ανεστραμμένη εικόνα ενός κόσμου ήδη ανεστραμμένου. Οι άνθρωποι, μαζί και επιστήμονες, αναζητούν τη θαλπωρή στον επέκεινα κόσμο όπου εναποθέτουν την ελπίδα της πραγμάτωσης κάποτε του ιδανικού της δικαίωσης και της ικανοποίησης όλων των ανθρώπινων βαθύτερων αναγκών, αφού στην επίγεια ζωή, τα μεγάλα ζητήματα και ερωτήματα εξαιρετικά δύσκολα βρίσκουν θετικές ερμηνείες και λύσεις οι οποίες θα έδιναν ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή τους.

Η θρησκεία λοιπόν, επαναφέροντας την περίφημη ρήση του Μαρξ, είναι «η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του σύνοψη, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του αποκορύφωμα, ο ενθουσιασμός του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσης του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει… ». [2] Στη βάση αυτής της διχοτόμησης κατά την οποία ο άνθρωπος είναι εδώ, σε αυτόν τον υλικό κόσμο και ταυτόχρονα αλλού, στον κόσμο του Θεού, στη βάση αυτής της θρησκευτικής υπερβατικής αποξένωσης, βρίσκεται η πραγματική αποξένωση του ανθρώπου μέσα στην διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα η οποία φαντάζει πως έτσι είναι και έτσι θα ΄ναι πάντα.

Στο παραπάνω κοινωνικό υπόβαθρο αναπτύσσεται η σχέση επιστήμης και θρησκείας. Σχέση που χαρακτηρίζεται από μια συνεχή διαπάλη αλλά και συνεχή (επανα)διαπραγμάτευση, από μια ελικοειδή ανέλιξη με βήματα οξείας σύγκρουσης, παροδικών, πρόσκαιρων, εύθραυστων και αντιστρέψιμων επιχειρούμενων συμβιβασμών. Συμβιβασμών που επιχειρούνται ανάμεσα σε άτομα, θεσμούς και κοινωνικές ομάδες, σχετικά με τη διαμόρφωση ενός πλέγματος απόψεων για τη δομή του κόσμου, για το είδος των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, για το ρόλο του ατόμου.

Η δίκη του Γαλιλαίου το 1633 και η αναταραχή που προκάλεσε η Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου μετά τη δημοσίευσή της το 1859, είναι παραδειγματικά και συμβολικά δύο από τα γνωστότερα επεισόδια αυτής της πορείας. Από τη μια: Η απαγόρευση με αποκεφαλισμό με νόμο του έτους 385 (Θεοδοσιανός Κώδιξ 9.16.8-12) όσων επιμένουν να ασχολούνται με αυτή την απαγορευμένη πλάνη, τα μαθηματικά, διότι «δεν διαφέρει το αμάρτημα να διδάσκεις από το να διδάσκεσαι». Οι διώξεις και οι απαγορεύσεις στη φεουδαρχία και το Μεσαίωνα. Η απαγόρευση σε όλους τους κληρικούς της μελέτης της φυσικής από τον πάπα Αλέξανδρο το 1163. Η αντιμετώπιση των μαθηματικών, της αναζήτησης της γνώσης, ως «αμαρτία όταν δεν αποβλέπει στην αναζήτηση του θεού.» (Θωμάς Ακινάτης 1275).

Η καταδίκη στην Κωνσταντινούπολη το 1082 από τον πατριάρχη Ευστράτιο Γαρίδα του «ύπατου των φιλοσόφων» Ιωάννη Ιταλού με έντεκα αναθέματα και σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό, με το σκεπτικό ότι ο Ιταλός ήταν: «Ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος και διέδιδε …μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικoούς), την άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός…». Η απαγόρευση, ή ματαίωση στην πράξη της διδασκαλίας της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου ως την εποχή μας. Και από την άλλη, ενίοτε εκεί, στην ίδια περίοδο – όσο μάλιστα πλησιάζουμε προς την Αναγέννηση, π.χ. στην πρώτη δίκη του Γαλιλαίου το 1616 – η επιδίωξη συμβιβασμού. Για παράδειγμα: Η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στο Γαλιλαίο και την εκκλησία, με τη βοήθεια ισχυρών εκκλησιαστικών παραγόντων, ώστε ο επιστήμονας Γαλιλαίος ”να συζητάει και να διδάσκει τον ηλιοκεντρισμό μόνο ως μέσο υπολογισμού της θέσης των ουρανίων σωμάτων, αρκεί αυτή η αναζήτηση και η διδασκαλία να μην έχει επίπτωση στην κοσμολογία, δηλαδή στη δομή του σύμπαντος. Αυτή καθοριζόταν με βάση τα θρησκευτικά δόγματα. Συμβιβασμός που μεθοδεύεται από το Διευθυντή του εξαιρετικά σημαντικού Collegio Romano, τον Καρδινάλιο Bellarmine, κατά τις συνεδριάσεις της Ιεράς Εξέτασης τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1616. Συμβιβασμός που επέφερε αποτέλεσμα: Το 1632, ο Γαλιλαίος εκδίδει το “Διάλογοι ανάμεσα στα δύο βασικά συστήματα του κόσμου – Το πτολεμαϊκό και το κοπερνίκειο”, ύστερα από κανονική άδεια της Εκκλησίας, όπως προέβλεπαν οι νόμοι για κάθε νέο βιβλίο. Ο συμβιβασμός αυτός συμπίπτει με τις μεγάλες ήττες των Καθολικών δυνάμεων και την αμφισβήτηση της παπικής εξουσίας στη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου.

Στο μεταξύ όμως πληθαίνουν οι καταγγελίες προς την Ιερά Εξέταση εκκλησιαστικών τιτλούχων αλλά και συναδέλφων του Γαλιλαίου. Και τελικά, το συνολικό «κλίμα» του βιβλίου, κατά την Εκκλησία, συνηγορεί υπερ του ότι ο Γαλιλαίος ασπάζεται τις απόψεις που αναπτύσσει, κατά παράβαση του συμβιβασμού του 1616! Παρά τις προσπάθειες να βρεθεί και πάλι μια συμβιβαστική λύση, το δικαστήριο τον καταδικάζει – έστω και όχι ομόφωνα – σε ποινή ισόβιο κατ’ οίκον περιορισμό, την πρώτη φάση της οποίας εκτίει όμως στην οικία του ίδιου του Αρχιεπισκόπου της Σιένα! Ο ίδιος στο όνομα της Αγίας και ομοούσιας Τριάδας αποκηρύσσει τις ιδέες του ως αιρετικές! Ο Bellarmine έχει πεθάνει. Οι συσχετισμοί έχουν αλλάξει. Οι σύμμαχοι του Γαλιλαίου δεν μπορούν πλέον να είναι τόσο κατηγορηματικοί όσο παλιά, αφού βρισκόμαστε σε περίοδο κατά την οποία η Καθολική Εκκλησία δέχεται σοβαρές απειλές. Αντίθετα τριάντα δύο μόλις χρόνια πριν, στις 17 Φλεβάρη του 1600, ο Τζορντάνο Μπρούνο, με εισήγηση πάλι του ίδιου καρδινάλιου, του Bellarmine, ρίχνεται στην πυρά γιατί παραδεχόταν την απειρότητα του σύμπαντος, το ηλιοκεντρικό σύστημα και την ύπαρξη πολλών κόσμων.

Στη σχέση επιστήμης και θρησκείας συνεπώς εκφράζονται οι εκάστοτε συσχετισμοί, οι εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές διαμάχες. Διακόσια τριάντα χρόνια μετά, το 1891, ο πάπας Λέων ΙΓ΄ εγκαινιάζει το Αστεροσκοπείο του Βατικανού και υπενθύμιζε σ’ αυτούς που κατηγορούσαν την Εκκλησία ως φίλη του σκοταδισμού και ως παράγοντα άγνοιας και ως εχθρού της επιστήμης και της προόδου, πως τα εγκαίνια του Αστεροσκοπείου μαρτυρούσαν καθαρά, ότι η Εκκλησία και οι ποιμένες της δεν αντιτίθενται στην αληθινή και σταθερή επιστήμη. Αντίθετα την ασπάζονται, την ενθαρρύνουν και την προωθούν. Χρειάστηκαν όμως άλλα 70 χρόνια, χρειάστηκε να περάσουν τρεις αιώνες από την καταδίκη, ώστε η Δυτική Εκκλησία – όπως η ίδια ισχυρίζεται – να αναγνωρίσει το σφάλμα της το 1982 και να αποκατασταθεί η ίδια επιχειρώντας την αποκατάσταση του Γαλιλαίου στο εσωτερικό της.

Ήταν κάτι σαν παρεξήγηση. (Ή περί της ισοδυναμίας δόγματος και αξιώματος)

 

Η σφοδρή αντιπαράθεση θρησκείας – εκκλησίας επιστήμης που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή και οδήγησε σε διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες και δολοφονίες τολμηρών επιστημόνων, επιχειρείται να υποβαθμιστεί. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται πλέον κατά τον Πάπα Παύλο τον 6ο (1976) λίγο πολύ σαν «παρεξήγηση που διαταράσσει τη διανοητική μας ισορροπία και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας». «Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη πρέπει να διατηρήσουν την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα τους, με αναγκαίο το δύσκολο διάλογο μεταξύ τους», συμπυκνώνει το 1987 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος επ’ ευκαιρία της τρίτης εκατονταετίας από την επανέκδοση από το Βατικανό του έργου του Newton, Principia Mathematica.

Στις 23 Μάρτη του 2009, ο εκπρόσωπος του αστεροσκοπείου του Βατικανού, ιερέας Κρίστοφερ Κόρμπαλι, υποστηρίζει σε γνωστή εφημερίδα ότι η επιστήμη μπορεί να συνδυαστεί με τη θρησκεία. Το Βατικανό, συνεχίζει, αποδέχεται τη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης ως γενεσιουργό αιτία του Σύμπαντος. Θεωρεί πιθανό να υπάρχει εξωγήινη ζωή και υποστηρίζει πως τελικά ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, ενώ η επιστήμη μελετά τον τρόπο με τον οποίο το πραγματοποίησε. Στην εποχή του Γαλιλαίου, συμπληρώνει, η επιστημονική μέθοδος βρισκόταν στην παιδική της ηλικία. Τώρα η επιστήμη είναι αποδεκτή ως ένας – όχι όμως και ο μοναδικός – τρόπος για να αντιληφθούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο όπου ζούμε.. Υπό την επίβλεψη της Αγίας Έδρας κληρικοί αστρονόμοι πραγματοποιούν πειράματα. Μελετούν τη συμπεριφορά των πλανητών και υποστηρίζουν, σχεδόν 800 χρόνια μετά την Ιερά Παπική Εξέταση, πως οι επιστημονικές θεωρίες μπορούν να συνδυαστούν με τη Θρησκεία.

Τον 19ο αιώνα η Εκκλησία αισθανόταν, κατά τον Κάρμπαλι, ότι έπρεπε να πει στους επιστήμονες να μη φοβούνται τη θρησκεία. Πλέον αποστολή μας, τονίζει, είναι να υπενθυμίζουμε στους πιστούς ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβούνται την επιστήμη.

Και στην καθ’ ημάς Ανατολή, στην ορθόδοξη χριστιανοσύνη; «Όταν σκέπτομαι» την Oρθοδοξία στους επόμενους αιώνες, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, «την οραματίζομαι ανοικτή στην εξέλιξη, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την επιστήμη, την τέχνη, την τεχνολογία. H θέση της Oρθοδοξίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας αλλά στο κέντρο των κοινωνικών ζυμώσεων, στην πρωτοπορία της προόδου».

Οι προαναφερθείσες σύγχρονες, κυρίαρχες πλέον, απόψεις της εκκλησίας σε όσον αφορά τη σχέση επιστήμης – θρησκείας συγκατοικούν με την ισχυρή τάση της επιθετικής υπεραντιδραστικής πολιτικής θρησκευτικότητας, είτε πρόκειται για τη χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ, τον φανατικό θρησκευτικό εθνικισμό των Ισραηλινών ή τους ισχυρούς αντιδραστικούς ελληνικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους. Οι απόψεις αυτές συγκατοικούν με το φονταμενταλισμό, δηλαδή την τυφλή υπακοή στις θρησκευτικές αρχές και παραδόσεις. Με αιώνιες δήθεν αλήθειες που η θεία αποκάλυψη και τα ιερά κείμενα έχουν δώσει μια για πάντα και οι οποίες τίθενται υπεράνω των νόμων και των δικαιωμάτων των πολιτών, σε μια κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται. («Ο Θεός μου είπε να ηγηθώ του έθνους μου. Εκείνος μου είπε και να εισβάλλω στο Iράκ», δηλώνει ο εκλεκτός της χριστιανικής ακροδεξιάς των HΠA Tζορτζ Mπους.)

Η αναγνώριση λοιπόν της αμοιβαίας εγκυρότητας και αυτονομίας τόσο της επιστήμης όσο και θρησκείας, η κάθε μια στο χώρο της, σύμφωνα με τις απόψεις τόσο των σύγχρονων εκκλησιαστικών ταγών όσο και πιστών επιστημόνων, πρέπει να γίνει αποδεκτή ως προϋπόθεση και ως βάση για μια θετική συνύπαρξη και σχέση μεταξύ των δύο αυτών χώρων του ανθρώπινου πολιτισμού, ως βάση για ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο διάλογο.

Αλλά τι σημαίνει και πως κατανοείται η εγκυρότητα και η αυτονομία τόσο της επιστήμης όσο και της θρησκείας μεταξύ τους όταν την ίδια στιγμή, οι ίδιοι που την διακηρύσσουν μετατοπίζονται στην ιδιοποίηση επιστημονικών κατακτήσεων από τη σύγχρονη φυσική, τη βιολογία, τα μαθηματικά και την κοσμολογία για να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού; Και είναι αυτός ο επιδιωκόμενος ιστορικός συμβιβασμός που καθορίζει τη στάση της εκκλησίας ή η αρχή ότι «πλέον αποστολή μας, είναι να υπενθυμίζουμε στους πιστούς ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβούνται την επιστήμη»; Και τι συνεπάγεται στην αντιμετώπιση της επιστήμης από την εκκλησία η ρήση πως «πλέον δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την επιστήμη»; Μπορεί τελικά να υπάρξει μια τέτοια εγκυρότητα, συνύπαρξη και αυτονομία;

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Ι

[1]. Ρεύμα με αξιόλογη κοινωνική δράση αλλά και συγγραφική δραστηριότητα με το οποίο η Αριστερά οφείλει να επικοινωνήσει. Στην Αμερική, τουλάχιστον πέντε βιβλία έγιναν μπεστ σέλερ: Σαμ Χάρις, Το «Τέλος της Πίστης», Εκδόσεις Ενάλιος 2008. και «Επιστολή σε ένα Χριστιανικό Εθνος», εκδ. Κέδρος 2007, Ντάνιελ Ντένετ, «Λύνοντας τα Μάγια» εκδ Viking Adult 2006, Ρίτσαρντ Ντόκινς, «Η περί Θεού αυταπάτη» εκδ Κάτοπτρο 2007, Κρίστοφερ Χίτσενς. «Ο Θεός δεν είναι Τέλειος», εκδ. Atlantic Books. Στη Γερμανία επίσης το Ίδρυμα «Giordano Bruno» υποστηρίζει τις ενέργειες για ανάρτηση πινακίδων στα λεωφορεία με το μήνυμα «Δεν υπάρχει, σχεδόν με βεβαιότητα, θεός» κλπ.

[2]. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας

[3]. Ευτύχης Μπιτσάκης, Από την Πυρά στον Άμβωνα, εκδόσεις Τόπος

[4]. Στο ίδιο

[5]. Η αρχή της απροδιοριστίας ή διαφορετικά αρχή της αβεβαιότητας διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον Werner Heisenberg. Σύμφωνα με αυτήν “είναι αδύνατο να μετρήσουμε ταυτόχρονα, τη θέση και την ορμή σωματιδίου με απεριόριστη ακρίβεια”. Πρακτικά σημαίνει πως αν μετρήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα την ορμή ενός σωματιδίου τότε είναι αδύνατο να ξέρουμε που βρίσκεται αυτό. Ο ίδιος ο Χάιζενμπεργκ εξήγησε ότι αυτή η ελάχιστη αβεβαιότητα στη μέτρηση των Δx και Δp δεν είναι πειραματικό σφάλμα, δεν οφείλεται στις ατέλειες των πειραματικών συσκευών, αλλά προκύπτει από την δομή της ύλης αυτής καθ΄ εαυτήν, είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού διυσμού της ύλης. Σε θεωρητικό επίπεδο, είναι αποτέλεσμα των μη μεταθετικών σχέσεων ανάμεσα στους κβαντομηχανικούς τελεστές θέσης και ορμής.

 

[Συνεχίζεται με το μέρος ΙΙ]

 

ΠΗΓΗ: http://www.aristerovima.gr/details.php?id=1975

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.