Αρχείο κατηγορίας Περί κοινοτήτων και δικτύων λόγος

Περί κοινοτήτων και δικτύων λόγος

Από τον κοινοτισμό στη Φιλία I

Από τον κοινοτισμό στη Φιλία – Μέρος Ι

 

Του Βασίλη Ξυδιά*


 

τι πόλιν λευθέραν τε εναι δε

κα μφρονα κα αυτ φίλην

Πλάτωνος Νόμοι, 693b

 

Θα ήθελα σ’ αυτό εδώ το άρθρο να διηγηθώ πώς έφτασα στην πλατωνική φιλία αναζητώντας εναλλακτική πρόσβαση στα ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο κοινοτισμό. Πώς δηλαδή βρήκα στην περί φιλίας αντίληψη του Πλάτωνα τη δυνατότητα θεμελίωσης των πολιτικών σχέσεων στον ελεύθερο διαπροσωπικό δεσμό μεταξύ πολιτών-φίλων. 

Όχι στο μεμονωμένο πολίτη-άτομο (‘φιλελευθερισμός’), ούτε σε μια συλλογική ταυτότητα που προηγείται όσων μετέχουν σ’ αυτήν (‘κοινοτισμός’). Η πολιτική αυτή αρχή της φιλίας αποτελεί τη βάση για την ταυτόχρονη ικανοποίηση σημαντικών αιτημάτων του νεωτερικού και μετανεωτερικού ανθρώπου, όπως η ελευθερία, η κοινωνικότητα και η αυθεντικότητα [1].

Το 1987 μια παρέα έξι φίλων ξεκινήσαμε να ερευνήσουμε από κοινού τί θα μπορούσε να σημαίνει ‘κοινότητα’ στις μέρες μας. Αναζητούσαμε στην κοινότητα μια διέξοδο από τον «οχλικό» (έκφραση του Καραβίδα) ατομικισμό των συγχρόνων κοινωνιών. Διέξοδο διαφορετική από τον κολεκτιβισμό, μαρξιστικού ή άλλου τύπου. Ξεκινώντας τη μελέτη μας από τον Κωνσταντίνο Καραβίδα – τον χαρισματικό αυτόν στοχαστή του ελληνικού κοινοτισμού – γρήγορα συνειδητοποιήσαμε πως την κοινότητα δεν θα τη βρούμε στηριγμένοι «σε κάποιον αόριστο ιστορικό τάχα ρομαντισμό για τα παλαιά κοινοτικά μας σχήματα, ούτε και σε όνειρα για τη μελλοντική διάρθρωση του κόσμου»[2]. Προσπεράσαμε έτσι την ιδέα της παραδοσιακής κοινότητας, όπως και τις διάφορες φουτουριστικές κατασκευές που βασίζονται στην ιδέα της αυτοδιαχειριζόμενης ομάδας με το μικρό μέγεθος και την άμεση δημοκρατία. Έτσι κι αλλιώς αυτές οι τελευταίες δεν έχουν κατ’ ουσίαν καμία σχέση με τον οργανικό δεσμό που ως φιλοκοινοτιστές αναζητούσαμε στην κοινότητα· έχουν περισσότερο να κάνουν με διάφορες ριζοσπαστικές εκδοχές του διαφωτιστικού ιδεώδους της δικαιοσύνης, της ισότητας κ.τ.ό. Αλλά και η παραδοσιακή κοινότητα δεν μάς οδηγούσε πολύ μακρύτερα από το φολκλόρ. Εμάς μάς ενδιέφερε μια έννοια κοινότητας που θα μπορούσε να είναι εν ισχύ στις μέρες μας· που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμβατή με την ατομικότητα, τη μεγάλη κλίμακα και το σύνθετο χαρακτήρα των συγχρόνων κοινωνιών, προσδίδοντάς τους ασφαλώς διαφορετικό χαρακτήρα. Ο Καραβίδας μάς είχε δείξει πως οι απαιτήσεις αυτές δεν ήταν αντιφατικές, αφού η πραγματική κοινότητα – αυτή που υπήρξε, που υπάρχει και που θα υπάρξει στο μέλλον – δεν είναι ένα φορμαλιστικό μοντέλο, αλλά ένα «πονηρό ζώο» που μπορεί να επιβιώνει σε όλες τις ιστορικές συνθήκες και να συμβιώνει με τα πιο διαφορετικά κοινωνικά και πολιτειακά συστήματα, λαμβάνοντας διαφορετικές κάθε φορά μορφές.

Έχοντας λοιπόν αυτό το πρόβλημα να λύσουμε, το ζητούμενο δεν ήταν να περιγράψουμε τις κατά περίπτωση ‘κοινοτικές δομές’, αλλά να κατανοήσουμε το γενεσιουργό τους αίτιο, το ‘κοινοτικό πνεύμα’. Σ’ αυτή την προσπάθεια ο Καραβίδας δεν μας φάνηκε επαρκής μέχρι τέλους. Παρά το οξυδερκές του βλέμμα και τις πρωτότυπες παρατηρήσεις του για το τί είναι και τί δεν είναι κοινότητα, ανήγαγε εν τέλει την αιτία της (ελληνικής) κοινότητας στη γεωγραφία ή στο ‘πνεύμα του τόπου’. Κι αυτό που μας ενοχλούσε σ’ αυτόν τον γεωγραφικό ντετερμινισμό δεν ήταν τόσο ο περιορισμός των εστιών κοινοτισμού σε λίγες μόνο προνομιούχες περιοχές της γης. Ήταν, πολύ περισσότερο, η ιδέα πως η κοινότητα μπορεί και να θεμελιώνεται σε έναν παράγοντα που αναιρεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Αναλογιστήκαμε έτσι ότι η ελευθερία δεν ήταν απλώς μια περιγραφική ιστορική συνθήκη που οφείλαμε να σεβαστούμε, αλλά μια θεμελιώδης οντολογική προϋπόθεση που έδινε νόημα και αξία στο ερώτημα που μας απασχολούσε. Αναζητήσαμε λοιπόν άλλες πηγές.

Ήμασταν ήδη ενήμεροι για τη διαμάχη που είχε εν τω μεταξύ ξεσπάσει στην Αμερική μεταξύ φιλελευθέρων και κοινοτιστών. Ήταν ασφαλώς το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της περιόδου στο χώρο της πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εγώ τοποθετήθηκα εξ αρχής στην πλευρά των κοινοτιστών. Αποδεχόμουν την κριτική τους κατά του αφηρημένου, εξωεμπειρικού τρόπου με τον οποίο οι φιλελεύθεροι αντιλαμβάνονταν τη δικαιοσύνη. Βρήκα πολύ χαριτωμένη την έννοια του ‘αποψιλωμένου εγώ’ με την οποία ο M. Sandel έδειχνε το κενό της φιλελεύθερης αντίληψης του ατόμου ως αφηρημένου ‘φορέα δικαιωμάτων’. Συμμεριζόμουν την αποστροφή του γι’ αυτό το ‘άτομο’ που δεν είναι παρά ψιλή έννοια· ένα νομικό φάντασμα χωρίς σάρκα και οστά, που φιλοδοξεί να εικονίσει τον άνθρωπο βγάζοντάς τον έξω από τις ζωτικές σχέσεις δια οποίων ο καθένας αναδύεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Από την άλλη μεριά υπήρχαν και πράγματα που δεν μου ταίριαζαν. Δεν μπορούσα, για παράδειγμα, να αποδεχθώ τον ηθικό σχετικισμό ορισμένων· την ιδέα δηλαδή ότι αυτό που είναι ηθικά αποδεκτό για μας, εδώ και τώρα, μπορεί να μην έχει καμία σχέση μ’ αυτό που είναι αποδεκτό για κάποιους άλλους, κάπου αλλού ή σε άλλη εποχή. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι, όπως ο Ch. Taylor, που υποστήριζαν ότι ο πολιτιστικός πλουραλισμός δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε ηθικό σχετικισμό· και επομένως, ότι στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορούν να υπάρξουν οικουμενικές αξίες που θα κάνουν όχι απλώς εφικτή, αλλά και επιθυμητή την κοινή συμβίωση όλων των ανθρώπων θεμελιώνοντας ένα κοινό πανανθρώπινο αίσθημα δικαίου, το οποίο θα μπορούσε να πάρει διαφορετικές μορφές σύμφωνα με τις διαφορετικές παραδόσεις και συλλογικές ταυτότητες. Έτσι καταλάβαινα γι εγώ το νόημα ενός σύγχρονου κοινοτισμού· όχι ως θεωρητική δικαίωση ενός πνευματικού απομονωτισμού, αλλά ως μια κλιμακωτή απόπειρα της ανθρωπότητας να προσεγγίσει το καθολικό αγαθό μέσα από τη διαδοχή επάλληλων ή παράλληλων προσεγγίσεων βασισμένων στη σωρευμένη πνευματική εμπειρία των επιμέρους παραδόσεων.

Όλα αυτά ήταν βέβαια πολύ ενδιαφέροντα. Πολύ περισσότερο που μέσα απ’ αυτή την αντιπαράθεση έβλεπε κανείς να ανακεφαλαιώνεται ολόκληρη η φιλοσοφία των νεωτέρων χρόνων και να τίθενται εξ αρχής όλα τα κλασικά ερωτήματα. Έτσι μερικοί από την παρέα μας στράφηκαν σ’ αυτή τη συζήτηση. Και θα είχα ίσως κι εγώ ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, αν δεν με απέτρεπαν ορισμένες ενστικτώδεις αμφιβολίες, όπως για παράδειγμα η εντύπωση ότι η ‘κοινότητα’ στην οποία αναφέρονταν οι κοινοτιστές είχε περισσότερο να κάνει με τη γενική αντίθεση μεταξύ ‘ατομικότητας’ και ‘συλλογικότητας’ κι όχι με την ειδική έννοια της ‘κοινότητας’ ως οργανικού δεσμού, που βρισκόταν στο επίκεντρο του δικού μας ενδιαφέροντος. Ένιωθα επίσης ότι οι κοινοτιστές δεν είχαν τρόπο να βγουν έξω από τα όρια της σκέψης με την οποία αντιπαρετίθεντο (μου φαίνονταν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην καντιανή μεταφυσική και σ’ έναν εμπειρισμό θετικιστικού τύπου). Αυτό επιβεβαιώθηκε νομίζω και από την μετέπειτα πορεία της αντιπαράθεσης, που, στα χρόνια που ακολούθησαν, κατέληξε σε ένα κάπως χλιαρό αποτέλεσμα: στην εύρεση ενός ‘μέσου’ σημείου σύγκλισης με τους μετριοπαθείς φιλελεύθερους επί ευρύτερων θεμάτων πολιτικής και ηθικής. Για μένα όμως το ερώτημα της ‘κοινότητας’ ως οργανικού δεσμού παρέμενε ενεργό – μέχρι τελικής πτώσεως.

Με αυτές τις σκέψεις άφησα κατά μέρος τις μεταμοντέρνες θεωρίες και αναζήτησα μια πιο κλασική προσέγγιση. Τη βρήκα στο βιβλίο Κοινότητα και Κοινωνία [3] του Γερμανού κοινωνιολόγου Φερδινάνδου Τένις (Ferdinand Tönnies, 1856-1936)· έργο ιδρυτικό για τον σύγχρονο κοινοτισμό, αφού σ' αυτό αντιδιαστέλλονται για πρώτη φορά η ‘κοινότητα’ προς την ‘κοινωνία’[4] με τον ιδιαίτερο τρόπο της κοινοτιστικής σκέψης. Μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν τους δύο αυτούς όρους ως συνώνυμους, ή για να δηλώσουν απλές διαφορές μεγέθους, βαθμού συνοχής κ.τ.ό. Ο Tönnies τούς χρησιμοποίησε μ’ έναν τρόπο ριζικά καινούργιο, όχι απλώς για να περιγράψει διαφορετικά κοινωνικά μορφώματα, αλλά για να μιλήσει για τη θεμελιώδη διαφορά που κατ’ αυτόν διαπερνά όλες τις μορφές ανθρώπινης συμβίωσης από την αυγή της ανθρωπότητας ως τις μέρες μας.

Σε αντίθεση προς τις ‘ολιστικές’ θεωρίες (Marcel Mauss, Louis Dumont κ.ά.) ο Tönnies δεν βλέπει την κοινότητα σαν συλλογική οντότητα, σαν συλλογικό υποκείμενο. Θέτει στη βάση του θεωρητικού του οικοδομήματος – όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο – τους ανθρώπους όπως αυτοί κατανοούνται στο πλαίσιο της νεωτερικής συνθήκης, ως ατομικές κατ’ αρχήν υπάρξεις. Αυτά τα ‘άτομα’, λέει ο Tönnies, αυτοπροσδιορίζονται ανάλογα με το εσωτερικό κίνητρο, τον τύπο της θελήσεως που τα οδηγεί κατά περίπτωση να συγκροτούν δεσμούς με άλλους ανθρώπους. Έτσι ‘κοινότητα’ και ‘κοινωνία’ είναι στον Tönnies δυο διαφορετικοί τύποι κοινωνικότητας, δυο ιδεότυποι κοινωνικού δεσμού. ‘Κοινότητα’ είναι κάθε δεσμός που πηγάζει από τη ‘φυσική θέληση’ των ανθρώπων να είναι μαζί εξ αιτίας κάποιου πηγαίου συνδέσμου, ζωτικού για την ύπαρξή τους. ‘Κοινωνία’ είναι κάθε δεσμός που βασίζεται στη ‘λογική θέληση’ για συνεργασία προς επίτευξη ενός κοινού στόχου που προκύπτει από υπολογισμό. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για σχέσεις ειρηνικής συνύπαρξης και αμοιβαίας αλληλεγγύης. Όμως στη μια περίπτωση μετράει ο ίδιος ο δεσμός, η σχέση, η από κοινού ύπαρξη· στην άλλη μετρά ο σκοπός, το κοινό όφελος. Από την αλληλοδιαπλοκή και τη σύμμειξη των δύο αυτών καθαρών ιδεοτύπων προκύπτουν όλες οι πραγματικές σχέσεις και δομές κοινωνικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης που συναντάμε στην ιστορία και στην καθημερινή ζωή. Ακολουθώντας έτσι μια διαδοχή επιπέδων ή αναβαθμών, που ξεκινά από τις σχέσεις αίματος (πατέρας-υιός, σχέσεις αδελφών), περνά στη φυσική εγγύτητα (συνοικίες, χωριά) και φτάνει στη διανοητική-πνευματική εγγύτητα (έθνη, θρησκείες), βρίσκουμε διαφορετικές μορφές κοινότητας τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη κλίμακα, σε τοπικό ή οικουμενικό επίπεδο, από τη στοιχειώδη σχέση δύο ανθρώπων ως τις πιο σύνθετες και πολύπλοκες υπερεθνικές δομές. Με τον τρόπο αυτό ο Tönnies κατόρθωσε να μιλήσει για το ‘κοινοτικό πνεύμα’ σ’ ένα πλαίσιο διιστορικό, πέρα από επιμέρους παραδόσεις, χωρίς φορμαλιστικούς περιορισμούς (μικρό μέγεθος, χωρική εγγύτητα κλπ). Κι αυτό το έκανε μ’ ένα βηματισμό θεωρητικά συνεκτικό, συμβατό με τη βασική συνθήκη της νεωτερικότητας (την ατομικότητα), ανακεφαλαιώνοντας σε μια δική του προοπτική τα κλασικά φιλοσοφικά δίπολα ‘φυσικού και συμβατικού’, ‘βούλησης και λόγου’.

Με τον τρόπο όμως αυτόν ο Tönnies μάς έφερε μπροστά σε ένα δίλημμα, ανάμεσα στο αίτημα της αυθεντικότητας και σ’ αυτό της ελευθερίας. Και νά πώς! Ο Tönnies είδε στην ‘κοινότητα’ το βασίλειο της επιζητούμενης από τον σύγχρονο άνθρωπο αυθεντικότητας. Χαμένοι καθώς είμαστε σ’ έναν πολυδαίδαλο κόσμο εξωγενών συμβάσεων και ρόλων, η ‘φυσική θέληση’ είναι ο τρόπος σύνδεσης τού καθενός μας με την οργανική φυσική του κατάσταση. Όμως συντονισμός με τη ‘φυσική θέληση’ είναι το να αφήνεται κανείς να κατακυριευτεί από δυνάμεις που τον υπερβαίνουν. Μπορεί οι δυνάμεις αυτές να ανταποκρίνονται σε ό,τι αρμόζει περισσότερο στη φύση του, να τον ευθυγραμμίζουν με την αυθεντική του προοπτική, αλλά πάντως υφίστανται και λειτουργούν ερήμην της δικής του δημιουργικής ενέργειας. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει νόημα να μιλάμε για ελευθερία. Αν θέλουμε ελευθερία, ο μόνος δρόμος είναι η ‘λογική θέληση’. Εκεί που ο καθένας ορίζει, χωρίς άλλους προσδιορισμούς, τους δικούς του σκοπούς και στόχους. Ασφαλώς αυτό είναι ένα είδος αυθαιρεσίας· αποτέλεσμα αποκοπής από την οργανική μας φύση. Κι είναι αυτή η ελευθερία-αυθαιρεσία που οδήγησε στην εξατομίκευση, στον κατακερματισμό και στη μαζοποίηση που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες. Δυστυχώς όμως δεν υπάρχει τρίτος δρόμος· το δίλημμα είναι ξεκάθαρο και αναπόφευκτο. Ή θα προτιμήσουμε τη χαμένη μας αυθεντικότητα, εγκλωβιζόμενοι όμως στην οργανική μας φύση, ή θα επιλέξουμε την ελευθερία ως δημιουργική όσο και αυθαίρετη και επικίνδυνη έξοδο από τη φύση. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο Tönnies αναγνώρισε ότι η φυσική μας κατάσταση είναι το τίμημα που θα έπρεπε να καταβάλουμε για να κερδίσουμε τη λογικότητα. Επέλεξε την ελευθερία, ελπίζοντας ότι μέσω αυτής της οδού θα μπορούσε στο μέλλον να ανακαλυφθεί ξανά η δυνατότητα της ‘κοινότητας’ – εν ετέρα μορφή.

Εγώ όμως δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένος να αποδεχθώ το δίλημμα. Κι είχα από νωρίς σχηματίσει τη γνώμη ότι το αδιέξοδο του Tönnies δεν είχε τόσο να κάνει με το ιδιαίτερο θεωρητικό σχήμα του, όσο με τις βαθύτερες προϋποθέσεις της σκέψης του. Με τον τρόπο δηλαδή που κατανοούσε θεμελιώδεις έννοιες, όπως η κοινωνία, η φύση, η θέληση κλπ. Έβλεπα στο φόντο του Tönnies την αμηχανία ενός τρόπου του σκέπτεσθαι που μάς φέρνει στον Hobbes κι ακόμα πιο πίσω στον Ιερό Αυγουστίνο. Ξεκίνησα να μελετώ πιο συστηματικά Πλάτωνα και Αριστοτέλη, με την πεποίθηση ότι στη δική τους σκέψη υπάρχει μια άλλη θεμελίωση αυτών των ίδιων εννοιών, που θα μας επέτρεπε να δούμε με διαφορετικό τρόπο το πρόβλημα που έθετε ο Tönnies.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο αυθεντικότητα με τη γενικότερη έννοια της “originality” και όχι με την ειδική σημασία της “authenticity” όπως την αναλύει ο Ch. Taylor στο The ethics of authenticity.

[2]  Κ. Δ. Καραβίδα, Μακεδονικοί Ύμνοι, Β’ έκδοση, 1945, σ. 93.

[3] Gemeinschaft und Gesellschaft, 1887.

[4] Στις αγγλόφωνες μεταφράσεις του βιβλίου του Tönnies ο όρος ‘gesellschaft’ έχει αποδοθεί κατά καιρούς με διάφορες έννοιες, που του δίνουν κάπως διαφορετική ερμηνεία, όπως ‘κοινωνία’, ‘συνεταιρισμός’ ή ‘πολιτική κοινωνία’. Κατά τη γνώμη μου ο όρος ‘κοινωνία’ (όπως συνήθως τον χρησιμοποιούμε στην κοινωνιολογία και στην καθημερινή γλώσσα) εκφράζει καλύτερα το νόημα, το αίσθημα και ιδιαίτερα την αντιδιαστολή στην οποία ο Tönnies θα ήθελε να εστιάσει.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cogito, τ. 1 (Ιούλιος 2004), σελ. 45-49. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το αφιέρωμα στη φιλία που είχε κάνει το φιλοσοφικό περιοδικό Cogito στο πρώτο του τεύχος (Ιούλιος 2004, σελ. 20-52).  

 

Πηγή: Αντίφωνο. Κατά την αναδημοσίευση του κειμένου στο Αντίφωνο έγιναν μερικές μικρές διορθώσεις και προσετέθησαν ορισμένες ακόμα επεξηγηματικές σημειώσεις. Βλ. το ίδιο άρθρο χωρίς τις διορθώσεις και προσθήκες στο Scribd στα ελληνικά, και σε αγγλική μετάφραση.

 

* Άλλα άρθρα του Β. Ξυδιά για τον κοινοτισμό (με χρονολογική σειρά):

«Πρόσωπο και κοινότητα. Ο άνθρωπος και το κοινωνικό γεγονός», Λεβιάθαν, τ. 11, 1991, σελ. 159-166.

«Η κοινότητα ως έννοια κριτική στην πολιτική σκέψη των νεώτερων χρόνων (σπουδή στον Ferdinand Tönnies)», Νέα Κοινωνιολογία, τ. 13, 1991-92, σελ. 64-74.

«Από την κοινότητα που χάθηκε σ’ αυτήν που μέλλει να κερδηθεί», Σύναξη, τ. 55, 1995, σελ. 41-49.

«Η ιδέα της ελληνικής κοινότητας στον Π. Γιαννόπουλο και τον Ι. Δραγούμη», Άρδην, τ. 2, 1996, σελ. 75-77.

«Μια σύντομη ιστορία του κοινοτισμού», Άρδην, τ. 9, 1997, σελ. 72-78.

«Χωρίς κοινότητα», Άρδην, τ. 10, 1997, σελ. 57-60.

«Από την πόλη στην εκκλησία», Αναλόγιον, τ. 3, 2002, σελ. 23-31.

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Το «όχι» της επιβίωσης

Το «όχι» της επιβίωσης

 

Του Δημήτρη Καζάκη*


 

Η χώρα έχει οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο. Ο λαός με κομμένη την ανάσα βιώνει καθημερινά την ολοκληρωτική ανατροπή του οικογενειακού και προσωπικού του βίου. Αντιμετωπίζει την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του και των κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών. Οι πολιτικές που επιβάλλονται τον οδηγούν με βίαιο τρόπο στην απόλυτη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση.

Ο εργαζόμενος χάνει μέρα με τη μέρα όλα τα εχέγγυα για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή, ενώ ο μικρός και μεσαίος επιχειρηματίας καταστρέφεται κυριολεκτικά. Όσο συνεχίζεται η ίδια πορεία, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολα αναστρέψιμη, ακόμη και στα πλαίσια μιας άλλης ριζικά διαφορετικής πολιτικής.

Σήμερα έχει γίνει καθαρό ότι η επιβολή του καθεστώτος κατοχής με τη μορφή της κηδεμονίας από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να πληρώνει τους Ευρωπαίους και εγχώριους τραπεζίτες, θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στο έλεος των αγορών, των πιο αδίστακτων αρπακτικών, των κερδοσκόπων και των τοκογλύφων. Το κύριο ενδιαφέρον της τρόικας δεν ήταν ποτέ η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων τραπεζών και του ευρώ. Η χώρα και ο λαός της κρίθηκαν αναλώσιμοι προκειμένου να εξευμενίσουν τις αγορές και να επιβιώσει το ευρώ.

Οι Έλληνες εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, επαγγελματίες, παραγωγοί, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν κλήθηκαν απλώς να πληρώσουν το μάρμαρο, αλλά να αποδεχθούν την επίσημη υποθήκευση και το ξεπούλημα της χώρας τους από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.

Κηδεμόνες – κατακτητές

Η κυβέρνηση και το καθεστώς κατοχής δεν μπορούν πλέον να συγκαλύψουν ότι το κυρίως ζητούμενο με την επιβολή του ΔΝΤ στη χώρα υπό την εποπτεία της Ε.Ε. δεν είναι απλώς οι επιπλέον «θυσίες» από τα λαϊκά στρώματα. Το επίδικο ζήτημα ήταν και είναι η εθνική κυριαρχία της χώρας. Με την κηδεμονία του ΔΝΤ και της Ε.Ε. ο Έλληνας εργαζόμενος δεν χάνει μόνο τη δουλειά του, τη σύνταξή του, τα δικαιώματά του, αλλά και την ίδια τη χώρα του. Κομμάτι – κομμάτι αρχίζει να πουλιέται σε κυκλώματα της διεθνούς αγοράς που ξέρουν πώς να κερδίζουν από μια κατεστραμμένη χώρα.

Η ίδια η δυνατότητα επιβίωσης της χώρας αμφισβητείται πλέον ανοιχτά από τους ιθύνοντες της ευρωζώνης και τις αγορές. Αν χρειαστεί, θα πρέπει τουλάχιστον οικονομικά να χωριστεί η χώρα σε περιοχές και περιφέρειες, να εκχωρήσει την εκμετάλλευση των νησιών και τα δικαιώματα στο Αιγαίο. Η χώρα έχει πλέον μετατραπεί ανοιχτά σε κράτος υπό αίρεση, διαρθρωμένο σε περιφέρειες εύκολα ιδιωτικοποιήσιμες και προσαρτήσιμες ανάλογα με τα συμφέροντα των μεγάλων της ευρωζώνης και των ΗΠΑ.

Η μάχη που καλείται να δώσει σήμερα ο εργαζόμενος, ο αγρότης, ο μικρομεσαίος, ο επαγγελματίας, ο νέος, δεν είναι απλώς και μόνο για τη δική του προσωπική επιβίωση. Κανείς δεν μπορεί να τη βγάλει καθαρή από μόνος του και ιδιαιτέρως στις σημερινές συνθήκες. Σήμερα κανένας δεν μπορεί να σωθεί δίχως να παλέψει για τη σωτηρία συνολικά της χώρας. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για το «άσε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και ύστερα βλέπουμε». Ή οι εργαζόμενοι και ολόκληρος ο λαός παίρνουν την υπόθεση στα χέρια τους και αναλαμβάνουν δράση για τη διάσωση της χώρας ή θα ζήσουμε καταστάσεις τις οποίες έχουμε γνωρίσει μόνο στις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας.

Άρνηση του χρέους

Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αλλάξει οτιδήποτε, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόχος του δημόσιου δανεισμού, αν δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή των δανειστών της. Όποιος το αγνοεί αυτό, απλώς ονειροβατεί.

Μια ριζικά διαφορετική πολιτική που ξεκινά στη βάση των αληθινών συμφερόντων του λαού και της χώρας οφείλει να ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής τα στοιχειώδη:

Το χρέος δεν το δημιούργησε ο λαός. Τα δανεικά δεν χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος του λαού και της χώρας. Ο δανεισμός χρηματοδότησε τη λεηλασία του τόπου και μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που σήμερα ρίχνει τη χώρα και τον λαό της στον Καιάδα του ΔΝΤ. Ο λαός δεν χρωστά, του χρωστάνε. Δεν μπορεί λοιπόν να του ζητιέται να πληρώσει τον «λογαριασμό του χρέους» που άλλοι δημιούργησαν και επωφελήθηκαν από αυτό.

Ποια είναι η απάντηση; Μόνο μία: Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές, ώστε να σταματήσει ο φόρος αίματος τον οποίο καταβάλλουν η χώρα και ο λαός στους διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους.

Αυτή είναι η μόνη λύση για να σωθεί η χώρα από την καταστροφή και να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους. Είναι ο μόνος τρόπος για να γλυτώσει η χώρα από την πτώχευση και την καταστροφή που οργανώνουν ήδη η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ.

Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές. Σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε κανενός είδους απαίτηση που θα επιτρέψει στους δανειστές της χώρας να τη δημεύσουν, να την κατασχέσουν, να τη λεηλατήσουν. Σημαίνει ότι σταματάμε να πληρώνουμε δάνεια που έχουμε πληρώσει διπλά και τρίδιπλα. Σημαίνει ότι διαγράφουμε μονομερώς όλες τις οφειλές που υπήρξαν προϊόν ρεμούλας και κερδοσκοπίας εις βάρος της χώρας και του λαού της. Σημαίνει ότι αρνούμαστε επιτέλους να ματώνουμε για δάνεια που έρχονται από το 1880, αλλά οι αγορές και οι μεγάλοι «εταίροι» μας έχουν επιβάλει να τα πληρώνουμε έως σήμερα. Σημαίνει πολύ απλά ότι σταματάμε να πληρώνουμε τα κερατιάτικα στους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους.

Ο ελληνικός λαός οφείλει να προχωρήσει σε άρνηση της πληρωμής του χρέους όχι γιατί θέλει να βλάψει κανέναν ή να «φάει» τα λεφτά των δανειστών του. Οφείλει να το κάνει γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να σταθεί στα πόδια του, για να διεκδικήσει τη χώρα του από τις αγορές και τα αρπακτικά τους, για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, για να λυτρωθεί επιτέλους από το διεφθαρμένο σύστημα που τον κυβερνά. Γι’ αυτό και αιτήματα που αφορούν δάνεια τα οποία συνάφθηκαν καλή τη πίστει και συνέβαλαν αποδεδειγμένα στην ανάπτυξη της χώρας, ο λαός δεν θα αρνηθεί να συζητήσει την ικανοποίησή τους. Στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Ιδίως αν συνδέονται με χρήματα μικροκαταθετών και ασφαλιστικών ταμείων, που έτσι κι αλλιώς δεν υπερβαίνουν το 15% του σημερινού δημόσιου χρέους. Πάντα με βασική προϋπόθεση ότι καμιά τέτοια απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία της χώρας, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον της και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας.  Αν είναι να χάσει κάποιος, αυτός σίγουρα δεν θα είναι ο λαός και η χώρα.

Ποιο κράτος δικαίου;

Μα είναι δίκαιο κάτι τέτοιο; Είναι δίκαιο να μην πληρώσουμε αυτά που χρωστάμε; Ο Αριστοτέλης έλεγε στα Πολιτικά (Βιβλίο Γ, 9,10-13) ότι «ίσον το δίκαιον είναι, και έστιν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις ίσοις· και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ έστιν, αλλ’ ου πάσιν αλλά τοις ανίσοις». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισοτιμία, ούτε ισότιμη σύμβαση, ανάμεσα σε άνισα μέρη. Ισότιμη σύμβαση υπάρχει μόνο απέναντι σε πραγματικά ίσους. Όπως εύστοχα σχολίαζε ο φημισμένος Γερμανός νομοδιδάσκαλος και οικονομολόγος του 19ου αιώνα Άντον Μένγκερ, «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα από την ίση μεταχείριση ανίσων».Γι’ αυτό και ο R. T. Ely, που από πολλούς θεωρείται ο πρύτανης της οικονομικής επιστήμης στις ΗΠΑ, έλεγε ότι «μόνο οι δυνατοί και οι ισχυροί είναι υπέρμαχοι της ελεύθερης σύμβασης δίχως κανέναν έλεγχο και περιορισμό. Η ελεύθερη σύμβαση προϋποθέτει ίσους πίσω από το συμβόλαιο για να μπορέσει να υπάρξει ισότητα». Κράτος δικαίου είναι εκείνο το κράτος που προασπίζεται με όλα τα έννομα μέσα τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών του και όχι εκείνο που τα ξεπουλά προκειμένου να προασπίσει τα συμφέροντα των δανειστών.  Κράτος δικαίου υπάρχει και λειτουργεί μόνο ως κυρίαρχο κράτος και όχι ως προτεκτοράτο τραπεζιτών και κερδοσκόπων που έχουν εξαγοράσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα για να λεηλατήσουν τη χώρα.

Υπήρξε πραγματικά ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων στη διαδικασία δημόσιου δανεισμού; Ούτε κατά διάνοια. Ο δανεισμός της χώρας ήταν προϊόν εκβιασμού, εκμαυλισμού και προώθησης της εξάρτησης της χώρας από συγκεκριμένα συμφέροντα της διεθνούς αγοράς. Μετά τον πόλεμο οι αγαπητοί φίλοι και σύμμαχοι εξανάγκασαν την Ελλάδα να αναγνωρίσει όλα τα προπολεμικά της χρέη στο υπερδιπλάσιο της τρέχουσας αξίας τους, έστω κι αν η χώρα είχε χρεοκοπήσει επίσημα δυο φορές γι’ αυτά (1893/1932). Αναγνωρίστηκαν χρέη που συνάφθηκαν από το 1881 και κατόπιν. Κι όχι μόνο αυτό, την εξανάγκασαν να αναγνωρίσει δάνεια στο άρτιο της αξίας τους, ενώ η χώρα τα είχε δανειστεί «υπό το άρτιο». Υπό το άρτιο είναι όταν κάποιος δανείζεται 1.000 δολ., ας πούμε, η τράπεζα που τον δανείζει τον χρεώνει 1.000 δολ. μαζί με τα επιτόκια πάνω σ’ αυτή την αξία, αλλά το ποσό που εκταμιεύεται είναι πολύ χαμηλότερο γιατί ο δανειστής προεισπράττει από το κεφάλαιο εκτός από τις αμοιβές του και διάφορα άλλα που αφορούν τον «πιστωτικό κίνδυνο» που αναλαμβάνει. Με τον τρόπο αυτό δάνειζαν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι την Ελλάδα έως και τον μεσοπόλεμο. Της χρέωναν 1.000 και της εκταμίευαν 800, 600, πολλές φορές και λιγότερα από 500 δολάρια.

Την ίδια εποχή με τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) εξανάγκαζαν την Ελλάδα μαζί με μια σειρά άλλες χώρες να χαρίσουν τα χρέη που είχε δημιουργήσει η χιτλερική Γερμανία προς αυτές. Μέσα σ’ αυτά τα χρέη ήταν και το αναγκαστικό δάνειο της κατοχής, το δάνειο του αίματος, όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ξ. Ζολώτας, που πήραν οι ναζί κατακτητές από την κατεχόμενη Ελλάδα.

Η Ελλάδα αναγνώριζε την ανάγκη ανάπτυξης της Γερμανίας χωρίς το βάρος των χρεών της, προκειμένου να επωφεληθούν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αλλά οι μεγάλοι μας σύμμαχοι αρνήθηκαν να κάνουν το ίδιο για τη μικρή Ελλάδα, που στο κάτω – κάτω της γραφής έδωσε τόσα στον πόλεμο ενάντια στον χιτλερισμό και βγήκε από αυτόν τελείως κατεστραμμένη. Αντίθετα την έσπρωξαν στον εμφύλιο και της χρέωσαν τα προπολεμικά χρέη για να μην μπορέσει να ξανασηκώσει κεφάλι.

Από τότε αρχίζει η κακοδαιμονία του δημόσιου χρέους για τη νεότερη Ελλάδα. Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος χαρακτήριζε ως «σκάνδαλο» τη συμπεριφορά των μεγάλων συμμάχων και εταίρων μας.

Εξαγορά και εκμαυλισμός

 Και πώς τα κατάφεραν και εξανάγκασαν τη χώρα να αναγνωρίσει τα προπολεμικά χρέη; Εξαγοράζοντας με το 30% και πλέον των ελληνικών ομολόγων τις ισχυρές πολιτικές οικογένειες του τόπου, το παλάτι και φυσικά τις μεγάλες οικονομικές δυναστείες της χώρας, που μυρίστηκαν εύκολο και γρήγορο χρήμα. Από τότε το προπολεμικό χρέος είτε μεταφέρθηκε σε εξωλογιστικούς λογαριασμούς του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε το δημόσιο χρέος της χούντας και της πρώτης μεταπολίτευσης του Καραμανλή να εμφανιστεί χαμηλό, είτε φορτώθηκε στις μεγάλες ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.), είτε ανταλλάχθηκε με προκλητικά χαριστικές συμβάσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα του εξωτερικού.

Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ούτε μία δανειακή σύμβαση δεν υπήρξε, είτε με κράτος, είτε με χρηματοπιστωτικούς ομίλους του εξωτερικού, που να μην περιέχει αφενός τοκογλυφικούς όρους και αφετέρου πρωτοφανείς δεσμεύσεις για το ελληνικό κράτος. Έτσι οι δανειακές συμβάσεις με τις γαλλικές τράπεζες την εποχή του φλερτ Ζισκάρ Ντ’ Εστέν Καραμανλή τη δεκαετία του ’70 προέβλεπαν την παράλληλη αγορά όπλων, τροφίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων κ.ο.κ. από τη Γαλλία. Με άλλα λόγια, η Γαλλία δάνειζε το ελληνικό κράτος μόνο αν το δεύτερο άνοιγε την εσωτερική αγορά του στην πρώτη. Αυτό έγινε με όλους τους δανειστές. Κι έτσι ο δημόσιος δανεισμός όχι μόνο γινόταν με τοκογλυφικούς όρους, αλλά και με παρελκόμενες συμφωνίες που οδηγούσαν στην καταστροφή την αναιμική βιομηχανία και γενικά την παραγωγή που υπήρχε στην Ελλάδα.

Από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα ο δημόσιος δανεισμός γίνεται κυρίως με ομόλογα, που επιτρέπει αφενός τη χειραγώγηση και την εξαγορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος χωρίς να αφήνει εμφανή ίχνη. Σε ολόκληρο αυτό το διάστημα η Ελλάδα πληρώνει τοκογλυφικά επιτόκια, πληρώνει τραπεζικές μεσιτείες στο υπερδιπλάσιο της διεθνούς τραπεζικής πρακτικής και κάθε μεγάλη αγορά ομολόγων συνοδεύεται από παραχωρήσεις για «μεγάλα έργα» και κρατικές προμήθειες.

Δανειζόμαστε με το πιστόλι στον κρόταφο

 Για να δείξουμε τη σχέση δανειστών και ξένων επιχειρηματικών συμφερόντων αρκεί να αναφέρουμε ότι ο κύριος δανειστής της χώρας με βάση την πρόσφατη δανειακή σύμβαση όπου η κυβέρνηση απεμπόλησε «άνευ όρων και αμετάκλητα», όπως αναφέρει αυτολεξεί η ίδια η δανειακή σύμβαση, την ασυλία της χώρας λόγω εθνικής κυριαρχίας, είναι η Γερμανία. Όμως δεν μας δανείζει το γερμανικό κράτος, αλλά μια τράπεζα κρατικού ενδιαφέροντος και όχι μόνο, η kfw. Η τράπεζα αυτή είναι κι ένας από τους βασικούς μετόχους της Deutsche Telekom, που είναι κύριος μέτοχος στον ΟΤΕ. Το πώς μπήκε η Deutsche Telekom στον ΟΤΕ αποτελεί σκάνδαλο πρώτου μεγέθους και συνδέεται με ανταποδοτικά οφέλη υπέρ των Γερμανών, προκειμένου, ανάμεσα στα άλλα, να αγοράσουν οι γερμανικές τράπεζες ελληνικά ομόλογα. Είναι τυχαίο το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία που οι γερμανικές τράπεζες έγιναν ένας από τους δυο μεγαλύτερους δανειστές του ελληνικού κράτους, η Γερμανία εδραιώθηκε στην Ελλάδα ως η πρώτη οικονομική δύναμη κατέχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας και έχοντας διεισδύσει όσο κανένας άλλος σε όλους τους ζωτικούς τομείς της οικονομίας μας; Όχι βέβαια.

Φυσικά για να γίνουν όλα αυτά απαιτούνται δυο βασικές προϋποθέσεις: Εξαγορασμένοι πολιτικοί και μια οικονομική ολιγαρχία που ζει όχι από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά από τον παρασιτισμό της χρηματιστικής κυβείας και τον μεταπρατισμό ξένων συμφερόντων. Από πού κι ως πού λοιπόν θα πρέπει ο ελληνικός λαός να δεχθεί τη «συμβατική ισοτιμία» και το «δίκαιο» των απαιτήσεων δυνάμεων που εκβίασαν, εξαγόρασαν, λεηλάτησαν και συνεχίζουν να λεηλατούν αυτόν τον τόπο; Τι σόι «κράτος δικαίου» απηχεί η δανειακή σύμβαση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τον εκβιασμό των αγορών; Μια δανειακή σύμβαση που δεν υπάρχει όμοιά της από την εποχή των διομολογήσεων που επέβαλαν οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις στον «μεγάλο ασθενή» της Ανατολής, τον Οθωμανό Σουλτάνο. Είναι δίκαιη η υποθήκευση μιας ολόκληρης χώρας και του λαού της στους δανειστές; Πότε έγινε στην ιστορία κάτι τέτοιο;

Οικονομική βία

 Από τη στιγμή που οι δανειστές της χώρας επέβαλαν αυτό το καθεστώς, έχασαν κάθε δυνατότητα να επικαλούνται το δίκαιο για τα αιτήματά τους, έχασαν κάθε έννομο και συμβατικό στοιχείο από τις απαιτήσεις προς τη χώρα και τον λαό της. Δεν μπορείς να υποδουλώνεις μια χώρα και έναν λαό, να τον αναγκάζεις να ζήσει μια κόλαση, μόνο και μόνο γιατί έχεις «έννομες απαιτήσεις». Ο κατακτητής είναι πάντα κατακτητής, είτε γίνεται με τα όπλα, είτε με οικονομικά μέσα. Και απέναντι στον κατακτητή υπάρχει μόνο μια απάντηση: ο πατριωτισμός των Ελλήνων, οι οποίοι, σύμφωνα και με το σύνταγμα (120.4), «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Όπως γνωρίζουν όλοι, η βία δεν είναι μόνο στρατιωτική, είναι επίσης πολιτική και οικονομική. Σήμερα ο πατριωτισμός των Ελλήνων δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται πρώτα και κύρια απέναντι στους νέους κατακτητές της χώρας, τους ντόπιους δωσίλογους κυβερνώντες και κάθε άλλον που επικαλείται το δίκαιο για να ρίξει την ευθύνη στο θύμα ώστε να αθωωθεί ο θύτης.

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Οικονομολόγος – Αναλυτής.

ΠΗΓΗ: (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ “Π” ΣΤΙΣ 21-04-11), http://www.topontiki.gr/article/16002

Η μεθοδευμένη κατάργηση της λαϊκ. κυριαρχίας ΙΙ

Η μεθοδευμένη κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας και η «οικονομική διακυβέρνηση» της ΕΕ – Μέρος ΙΙ

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι  Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκλήρωσε μια πορεία αναίρεσης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών της. Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο Τζουλιάνο Αμάτο, πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία είχε αναλάβει την σύνταξη του ευρωσυντάγματος, σε συνέντευξή του στη La Stampa (13 Ιουλίου 2000) σχετικά με το χαρακτήρα της ΕΕ:

«Το project του Ευρωπαϊκού συντάγματος είναι τολμηρό, αλλά για να υπερβούμε τα εμπόδια στην πολιτική είναι αναγκαίο να τα συγκαλύπτουμε. Στην Ευρώπη χρειάζεται κανείς να δρα με το «σαν να» – σαν να είναι αυτό που επιδιώκεται κάτι πολύ λίγο, ώστε να αποσπαστούν πολλά, σαν να πρόκειται τα κράτη να παραμείνουν κυρίαρχα, ώστε να πειστούν να εγκαταλείψουν την κυριαρχία τους. Η Επιτροπή στις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, θα πρέπει να δρα σαν να είναι κάποιο τεχνικό εργαλείο, ώστε να είναι σε θέση να λειτουργεί ως κυβέρνηση. Και ούτω καθεξής, με μεταμφίεση και απόκρυψη…

Η κυριαρχία που χάνεται στο εθνικό επίπεδο δεν περνά σε κάποια νέα οντότητα. Παραδίδεται σε οντότητες δίχως πρόσωπο: το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ και τελικά στην ΕΕ, η οποία βρίσκεται στην πρωτοπορία ενός κόσμου που αλλάζει, στοχεύοντας σ’ ένα μέλλον με πρίγκιπες δίχως κυριαρχία… Η νέα οντότητα είναι απρόσωπη και εκείνοι που έχουν τα ηνία στα χέρια τους δεν φαίνονται, ούτε εκλέγονται… Οι φεντεραλιστές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αφαιρώντας από τα έθνη κράτη την κυριαρχία τους, την μεταφέρουν σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Αυτό είναι το λάθος τους. Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά της κυριαρχίας θα την κάνει να εξαερωθεί, να εξαφανιστεί. Στα πλαίσιά της δεν θα υπάρχουν πλέον εξατομικευμένες, ταυτοποιημένες κυριαρχίες. Στη θέση τους θα υπάρξουν ένα πλήθος από αρχές σε διάφορα επίπεδα συλλογικότητας, καθεμιά από τις οποίες θα βρίσκεται επικεφαλής διαφορετικών οργανωμένων συμφερόντων των ανθρώπων: επίπεδα που περιλαμβάνουν απροσδιόριστα πεδία εξουσίας τα οποία μοιράζονται με άλλες αρχές…

Αυτός είναι και ο τρόπος που η Ευρώπη δημιουργήθηκε: μέσα από τη δημιουργία κοινοτικών οργανισμών δίχως να δίνεται η εντύπωση στους οργανισμούς όπου προέδρευαν οι εθνικές κυβερνήσεις ότι υποτάσσονται σε μια ανώτερη εξουσία. Έτσι γεννήθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως υπερεθνικός θεσμός: ήταν ένα είδος αθέατης ατομικής βόμβας, την οποία ο Σούμαν και ο Μονέ πέρασαν στις διαπραγματεύσεις για την Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα…»

Πολλοί σήμερα θεωρούν ότι η αναίρεση της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι μεγάλο πρόβλημα, ή τέλος πάντων δεν πρέπει να απασχολεί τον εργαζόμενο. Το μόνο που πρέπει να τον απασχολεί είναι το μεροκάματο και η εργασία του. Δεν υπάρχει πιο αντιδραστικός, ιμπεριαλιστικός οικονομισμός από αυτόν, έστω κι αν προβάλλεται πολλές φορές και από την αριστερά. Κάποιοι άλλοι μιλούν για εθνική κυριαρχία μέσα από την σκοπιά ενός μεταφυσικού ελληνισμού και μιας ελληνικότητας που παραπέμπει σε αρχαίες καταγωγές και ανιστόρητες ταυτότητες. Η αλήθεια είναι ότι η αναίρεση της εθνικής κυριαρχίας δεν στερεί την εθνική ταυτότητα από έναν πληθυσμό. Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει κανένα πρόβλημα με πληθυσμούς που αναζητούν την εθνικής τους ταυτότητα στα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, στην θρησκεία και την καταγωγή τους. Αυτό κάνουν όλοι οι καθυστερημένοι πληθυσμοί του πλανήτη που έχουν παραδοθεί στην μοίρα τους. Αντίθετα, ο ιμπεριαλισμός πριμοδοτεί και προμοτάρει μια τέτοια εθνική ταυτότητα. Έτσι άλλωστε αντιλαμβανόταν την εθνότητα και το έθνος ο μεσαίωνας. Με τα έθνη των γκέτο, των μειονοτήτων και των μεταναστών, των νομάδων της φτωχολογιάς και των κατεστραμμένων χωρών, οι ισχυροί δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Αρκεί το έθνος να μην συγκροτείται στην ιστορικοπολιτική ενότητα που λέγεται λαός και ο οποίος διεκδικεί την κυριαρχία στην χώρα του και επομένως την ισοτιμία με όλους τους άλλους λαούς και χώρες, ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος.

Αυτός είναι ο λόγος που τον ιμπεριαλισμό εξυπηρετούν ταυτόχρονα τόσο ο κοσμοπολιτισμός των αγορών, όσο και ο οικουμενισμός των θρησκειών και των αρχαιολατρικών καταγωγών που διαστρέφουν το πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο των σύγχρονων εθνών. Ο λαός και κυρίως η εργατική τάξη, παλεύουν για την εθνική κυριαρχία, όχι για να διαφυλάξουν την εθνική τους ταυτότητα με όρους εθνικοφροσύνης, αλλά γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία με όρους λαϊκών συμφερόντων.

Το κεντρικό ζητούμενο της αληθινής εθνικής κυριαρχίας είναι ένα: το κατά πόσον κατοχυρώνει τον ρόλο του λαού στην άσκηση της εξουσίας, δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή κυριαρχία δεν μια απλή νομική έννοια, όπως συνήθως αποδίδεται από τους συνταγματολόγους, αλλά μια κρίσιμη κοινωνικοπολιτική έννοια, που καθορίζει το περιεχόμενο και τα όρια της δημοκρατίας. Το θεμελιώδες πρόβλημα της δημοκρατίας ήταν ανέκαθεν το πρόβλημα της κυριαρχίας, δηλαδή από πού πηγάζει και ποιος ασκεί την εξουσία. Γι’ αυτό και η αστική τάξη από την εποχή του Μοντεσκιέ πασχίζει να πείσει τις εργαζόμενες τάξεις και συνολικά το λαό ότι η δημοκρατία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα «πολίτευμα» νομιμοποίησης της άσκησης της κυριαρχίας, που πάντα εναποτίθεται στην άρχουσα τάξη και την εξουσία της. Έτσι το μόνο που μένει να κάνει ο λαός και οι διάφορες λαϊκές τάξεις δεν είναι παρά να διεκδικούν επιμέρους δικαιώματα και ελευθερίες, να πιέζουν και να αντιδρούν στην εξουσία, αλλά ως εκεί.

Η ιδέα και μόνο ότι όλες οι εξουσίες πρέπει να πηγάζουν από το λαό και να ασκούνται απ’ αυτόν, αρκούσε για να προκαλέσει αποπληξία ακόμη και στα πιο φιλελεύθερα πνεύματα της αστικής τάξης σε κάθε ιστορική εποχή. Το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας γεννήθηκε στους επαναστατικούς αγώνες του λαού και των εργατικών στρωμάτων και διατυπώθηκε με επάρκεια από τους πιο «αιρετικούς» επαναστάτες εκπροσώπους αυτών των κινημάτων. Η επίσημη αστική συνταγματική και πολιτική σκέψη εξαναγκάστηκε να το αποδεχτεί, έστω στα λόγια, ως θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος, μόνο πολύ πρόσφατα και κυρίως μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Εγγυητής αυτού του αιτήματος υπήρξε πάντα η επαγρύπνηση και η οργανωμένη δράση του λαού και ειδικά της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και στις μέρες μας που τα λαϊκά και εργατικά κινήματα βρίσκονται σε ύφεση, όχι μόνο η ουσία, αλλά και η ίδια η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας βρίσκεται υπό πρωτοφανή διωγμό από την επίσημη εξουσία.

Η λαϊκή κυριαρχία αποτυπώνεται στις εξής βασικές αρχές:

(α) Μοναδική πηγή κάθε εξουσίας, όπως και ανώτατο όργανο του πολιτεύματος είναι ο ίδιος ο λαός.

(β) Τα όργανα άσκησης της εξουσίας και οι επιλογές πολιτικής εξαρτώνται από την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης στην βάση του ελεύθερου, ισότιμου, καθολικού, αντιπροσωπευτικού εκλογικού δικαιώματος.

(γ) Θεμέλιος λίθος της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας είναι η ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης του ίδιου λαού, των στρωμάτων και των τάξεων που τον αποτελούν. Η αυθεντική ελευθερία της οργανωμένης συλλογικής δράσης, οι ίδιοι οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των μαζών αποτελούν προνομιακό πεδίο εκδήλωσης της κυριαρχίας ενός λαού.

(δ) Δεν μπορεί να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική ανεξαρτησία. Στην προσπάθεια της αστικής τάξης και των πιο αντιδραστικών εκπροσώπων της να αποσπαστεί η έννοια έθνος από την έννοια λαός, ώστε να διαφοροποιηθεί η έννοια της εθνικής από τη λαϊκή κυριαρχία και έτσι η κυριαρχία ενός μεταφυσικού και ιδεατού έθνους να στραφεί ενάντια στην πραγματική κυριαρχία του λαού, τα λαϊκά και εργατικά κινήματα απαντούσαν ανέκαθεν με το να ταυτίζουν τη λαϊκή με την εθνική κυριαρχία. Για την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της η έννοια της εθνικής κυριαρχίας ταυτιζόταν ανέκαθεν με το σεβασμό της ιστορικής και πολιτισμικής «ιδιαιτερότητας» ενός έθνους, ενώ για τα λαϊκά και εργατικά κινήματα με την ανάδειξη του λαού σε αφέντη του τόπου του, με τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας του και με την ανεξαρτησία απέναντι σε κάθε ιμπεριαλιστική επιβουλή και υποταγή.

(ε) Η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στα πλαίσια μιας ενιαίας και αδιαίρετης δημοκρατίας. Δηλαδή, μέσα από την ισότητα όλων ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, κλπ. σε ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Μέσα στα πλαίσια μια ενιαίας και αδιαίρετης δημοκρατίας δεν μπορούν να υπάρχουν θεσμοθετημένες πλειονότητες και μειονότητες, δεν μπορεί να διασπάται το κράτος σε διοικητικές και πολιτικές οντότητες με «δική τους» κυριαρχία. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες υποχρεώσεις και την ίδια σχέση με την κεντρική εξουσία. Μόνο με αυτό τον τρόπο έχει δημοκρατικό περιεχόμενο ο εδαφικά ενιαίος και αδιαίρετος χαρακτήρας ενός κράτους.

Όταν η αστική τάξη βρέθηκε στην πολύ δύσκολη θέση να αποδεχτεί την λαϊκή κυριαρχία ως συνταγματική επιταγή για το καθεστώς της, μεθόδευσε τρόπους ώστε να την καταστήσει φράση κενή περιεχομένου. Οι μεθοδεύσεις περιορισμού ή και πρακτικής αποτροπής της λαϊκής κυριαρχίας συνθέτουν την ιστορία του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού.  Οι πιο συνηθισμένοι περιορισμοί της τυπικής λαϊκής κυριαρχίας είναι οι παρακάτω:

(α) Μέσω της θεωρίας της «λευκής εντολής», με βάση την οποία ο κάθε βουλευτής που εκλέγεται και ως εκ τούτου η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν υπόκειται στον έλεγχο των εκλογέων, αλλά έχει λάβει εν λευκώ την εντολή να κάνουν όπως τους αρέσει. Στην πραγματικότητα ο βουλευτής, η βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι εντολείς του λαού και άρα υπό διαρκή έλεγχο έως και ανακλητοί.

(β) Μέσω του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, οργάνωσης και οργανωμένης δράσης του λαού. Είναι γνωστές οι θεωρίες ότι το «πεζοδρόμιο» δεν μπορεί να κυβερνά, ενώ έχει κατασκευαστεί ένα τεράστιο νομοθετικό και πολιτικό οπλοστάσιο για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης του λαού, αλλά των κινητοποιήσεων για λόγους «παρακώλυσης συγκοινωνιών», έως «διατάραξη της δημόσιας τάξης», κοκ. Ο λαός δεν έχει κανένα πιο πρόσφορο τρόπο να ασκεί την κυριαρχία του πέρα από τις εκλογές, παρά μόνο μέσα από την οργανωμένη δράση και κινητοποίησή του. Κάθε περιορισμό τους αποτελεί πλήγμα στην καρδιά της λαϊκής κυριαρχίας.

(γ) Μέσω της θωράκισης της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στον λαό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η θεωρία της ισχυρής κυβέρνησης με βάση την οποία οι εκλογές γίνονται όχι για να καταγραφούν οι πολιτικές διαθέσεις του λαού, αλλά για να υπάρξει ισχυρή διακυβέρνηση της χώρας. Η απαίτηση για ισχυρή κυβέρνηση που θα μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της έως το τέλος, είναι ταυτόσημη με την απαίτηση για την εγκαθίδρυση μιας απολυταρχικής (αυτοδύναμης) κυβέρνησης που μπορεί να εφαρμόζει πολιτικές παρά και ενάντια στο λαό.

(δ) Μέσω του λεγόμενου προεδρικού συστήματος, το οποίο όπως το χαρακτήρισαν οι δημοκρατικοί συνταγματολόγοι του μεσοπολέμου δεν είναι παρά η μοναρχία με δημοκρατική αμφίεση. Με αυτό το σύστημα η εξουσία μεταφέρεται από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στον πρόεδρο, ο οποίος την ασκεί κατά το δοκούν. Ο πρόεδρος αντλεί την απόλυτη εξουσία του από την καθολική ψηφοφορία. Στις ΗΠΑ μάλιστα ο πρόεδρος δεν εκλέγεται καν απευθείας από το εκλογικό σώμα, αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων των πολιτειών που ο αριθμός και η σύνθεσή του υπήρξε ανέκαθεν προϊόν κάθε είδους «μαγειρεμάτων».

Όμως, ποτέ άλλοτε δεν απειλήθηκε η δημοκρατία όπως με την οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απαλλαγή από το κοινό νόμισμα, την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι μόνο ένας από τους πιο βασικούς όρους επιβίωσης της χώρας και του εργαζόμενου λαού, αλλά και μια από τους θεμελιώδεις προϋποθέσεις κατάκτησης της δημοκρατίας στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τη μια ή την άλλη μορφή, δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους οπαδούς της Νέας Τάξης στην Ευρώπη του Χίτλερ, εκτός ίσως από τις μεθόδους.

Δημήτρης Καζάκης

Δημοσιεύτηκε στο Hellenic Nexus, τεύχος 51, Απρίλιος 2011

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 21 Απριλίου 2011, http://dimitriskazakis.blogspot.com/2011/04/blog-post_21.html

Η μεθοδευμένη κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας Ι

Η μεθοδευμένη κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας και η «οικονομική διακυβέρνηση» της ΕΕ – Μέρος Ι

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

Η σύνοδος τη 11η του Μάρτη στην ευρωζώνη δεν κατέληξε σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Τουλάχιστον ως προς τον φορέα που θα αναλάβει τη διαχείριση των υπό χρεωκοπία χωρών και των πτωχεύσεων που ξέρουν όλοι πια ότι έρχονται. Οι Γερμανοί αρνούνται πεισματικά να αναλάβουν το κόστος ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού διαχείρισης χρεοκοπιών, που γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να βελτιώσει τα πράγματα.

Οι αγορές και οι ΗΠΑ πιέζουν ασφυκτικά να υπάρξει άμεσα, την επομένη αν είναι δυνατόν της 25ης Μαρτίου, διαχείρισης των χρεωκοπιών στην ευρωζώνη, αλλιώς γνωρίζουν ότι το «μίασμα» θα εξαπλωθεί γρήγορα στην παγκόσμια οικονομία, που δεν φαίνεται σε θέση να αναρρώσει από την παγκόσμια κρίση.

Τι θα γίνει με την Ελλάδα; Τι θα γίνει με την Ιρλανδία και τις άλλες χώρες που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση; Πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί η ίδια τακτική με τη σημερινή; Που θα βρεθούν τα κονδύλια για να παραταθεί κατάσταση χρεοκοπίας των χωρών αυτών, χωρίς όμως να κηρυχθεί πτώχευση; Που θα βρεθούν τα 1,6 τρις ευρώ, που υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί η ΕΚΤ, ή έστω ο μηχανισμός ευρωπαϊκής στήριξης που θα αποφασιστεί για να στηρίξει τις υπό χρεοκοπία χώρες του Νότου; Κανείς δεν γνωρίζει.

Στο μόνο που κατόρθωσαν να συμφωνήσουν όλοι οι ηγέτες της ευρωζώνης είναι ότι χρειάζεται ένα πολύ αυστηρό και ανελαστικό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Αυτό το ονόμασαν «σύμφωνο ευρώ» και περιλαμβάνει αφενός τις προτάσεις της «οικονομικής διακυβέρνησης», όπως και το Γαλλογερμανικό «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας». Σ’ αυτό το πνεύμα οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin) συμφώνησαν στις 15 Μαρτίου σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση, έστω κι αν ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ εξέφρασε τη διαφωνία του, λέγοντας ότι δεν είναι αρκετά αυστηρό ώστε να περιορίσει τις ανησυχίες για το μέλλον του ευρώ.

Το πακέτο της οικονομικής διακυβέρνησης προβλέπει «ημι-αυτόματες» κυρώσεις για τα δημοσιονομικά απείθαρχα κράτη και περιλαμβάνει κανόνες για τα ελλείμματα και τα κρατικά χρέη, καθώς και για τις επικίνδυνες μακροοικονομικές ανισορροπίες όπως τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και τα υπερβολικά επίπεδα ιδιωτικού δανεισμού. Η τελική μορφή των κανόνων ενδέχεται να αλλάξει, καθώς το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι την περασμένη εβδομάδα είχε ήδη κάνει πάνω από 2.000 τροποποιήσεις στο αρχικό κείμενο των προτάσεων που είχε παρουσιάσει η Κομισιόν.

Οι τροποποιήσεις προβλέπουν αυστηρότερες και ταχύτερες ως προς την εφαρμογή τους κυρώσεις σε βάρος των χωρών με υψηλό έλλειμμα και χρέος. Κυρώσεις θα επιβάλλονται και στις χώρες εκείνες που δεν καταβάλλουν προσπάθειες για να μειώσουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επίσης, εφεξής οι κυβερνήσεις θα καταθέτουν προς έγκριση τους προϋπολογισμούς τους στις Βρυξέλλες, που θα ελέγχουν και τους δημοσιονομικούς σχεδιασμούς ώστε υποτίθεται να αποφευχθεί στο μέλλον μία νέα κρίση χρέους

Το νομοθετικό πακέτο της Κομισιόν ενισχύει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στο σημείο που αφορά το μέγεθος του δημοσίου χρέους. Κυρώσεις θα επιβάλλονται ακόμη και όταν το κρατικό χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Τα πρόστιμα που θα επιβάλλονται θα διοχετεύονται στο ταμείο του μηχανισμού στήριξης EFSF και από το 2013 στον μόνιμο μηχανισμό ESM. Οι υπουργοί συμφώνησαν ότι μια χώρα που δεν μπορεί να κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα στο επίπεδο του χρέους της και στο ανώτατο όριο που έχει τεθεί (60% του ΑΕΠ) κάθε χρόνο κατά 5% θα της επιβάλλεται πρόστιμο της τάξης του 0,2% επί του ΑΕΠ της.

Αν όλο αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί συλλογική τιμωρία λαών και χωρών, τότε τι είναι; Από πότε η οικονομία υπακούει σε εντολές, ντιρεκτίβες, ανελαστικά πλαίσια, σταθερά όρια και ρήτρες; Από πότε τα προβλήματα της οικονομίας είναι ζήτημα ποινών και προστίμων; Έτσι μπορεί να σκέφτεται μόνο εκείνος που φαντάζεται ότι τα προβλήματα της οικονομίας, αλλά και οι κρίσεις, είναι προϊόντα λανθασμένων επιλογών, ή κακής συμπεριφοράς. Η σημερινή οικονομία του ευρώ βρίσκεται σε τέτοια απόσταση από τις κοινωνικές ανάγκες, που οι θιασώτες και οι αρχιτέκτονές της αναγκάζονται να την αποστειρώσουν από κάθε έννοια κοινωνικής ευημερίας για τους πολλούς. Δεν φταίνε πια οι κυρίαρχες δυνάμεις της αγοράς και της οικονομίας, αλλά οι κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις. Όποιος σκέφτεται έτσι δεν μπορεί παρά να οδηγείται στη λογική του ολοκληρωτισμού, δηλαδή στην επιβολή συλλογικής τιμωρίας με ποινές, πρόστιμα και μοχλούς ανεξέλεγκτης επιβολής.

Ταυτόχρονα συμφωνήθηκε στις βασικές αρχές και το προτεινόμενο «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» Μέρκελ-Σαρκοζί. Ας δούμε τους βασικούς άξονες αυτού του συμφώνου:

1. Κατάργηση κάθε έννοιας τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να παίρνεται υπόψη στον καθορισμό των μισθών το κόστος ζωής. Κι αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι οι μισθοί θα προσδιορίζονται κάθε φορά αποκλειστικά από τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης.

2.Κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων εντός της Ε.Ε.. Αυτό σημαίνει, αφενός, κατάργηση κάθε έννοιας εργασιακής προστασίας που εγγράφεται στο εργατικό δίκαιο κάθε χώρας και, αφετέρου, στην ελεύθερη μετακίνηση των εργατών-ευκαιρίας που φέρνουν οι πολυεθνικές από τρίτες χώρες.

3. Ενιαία βάση φόρου εισοδήματος για τις επιχειρήσεις του χρηματιστηρίου. Με άλλα λόγια εξασφάλιση για τις πολυεθνικές που δρουν εντός της Ε.Ε. ενιαίου τρόπου φορολόγησης, ή καλύτερα νόμιμης φοροαποφυγής και απαλλαγής.

4. Προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην δημογραφική εξέλιξη. Πράγμα που σημαίνει ότι ανάλογα με το πόσο αυξάνει ο μέσος όρος ζωής, θα αυξάνεται αντίστοιχα και η ηλικία συνταξιοδότησης.

5.  Υποχρέωση όλων των μελών να εντάξουν στο σύνταγμά τους όρους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της οικονομικής διακυβέρνησης. Το σύνταγμα κάθε χώρας παύει και τυπικά να συνδέεται με την λαϊκή και εθνική κυριαρχία, για να μετατραπεί σε θεμελιώδη νόμο υποδούλωσης στα γεράκια της Ε.Ε..

6.  Εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού σε εθνικό επίπεδο διαχείρισης των κρίσεων με σκοπό την στήριξη των τραπεζών. Με άλλα λόγια ολόκληρη η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να προσανατολιστεί στην εξασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας και των κεφαλαίων που χρειάζονται οι τράπεζες. Το κράτος μετατρέπεται επίσημα σε υποχείριο των τραπεζών.

Ο Μπαρόζο επιχείρησε να μειώσει την εντύπωση που αφήνει αυτό το σύμφωνο. Έτσι οι ευρωκράτες είπαν ότι δεν χρειάζεται να ενταχθούν οι βασικοί όροι αυτού του συμφώνου στα συντάγματα των χωρών-μελών. Αρκεί η παραγωγή του απαραίτητου νομικού πλαισίου που θα κάνει αναγκαστική την επιβολή του σε όλες τις χώρες και τους λαούς. Αυτό που φοβήθηκαν οι ευρωκράτες είναι ότι τυχόν προσφυγή σε συνταγματικές διαδικασίες, θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις να θέσουν αυτό το σύμφωνο στην κρίση των εκλογικών σωμάτων. Κι αυτό ξέρουν πολύ καλά ότι θα ήταν καταστροφικό. Έτσι με μια κονδυλιά διέγραψαν τα συντάγματα και απαίτησαν από τις κυβερνήσεις να δεσμεύσουν τις χώρες τους, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Ούτε καν τα εθνικά κοινοβούλια. Φυσικά, δεν είναι ανάγκη να σας πούμε ποια κυβέρνηση πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση αυτού του συμφώνου; Η Ελληνική, η οποία ήταν και η μόνη που δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση, ακόμη και δευτερεύουσας ή τριτεύουσας σημασίας, σε ένα σύμφωνο που κατεδαφίζει μόνιμα κράτη, λαούς και χώρες.

Πρόκειται για την επιβολή του πιο ολοκληρωτικού μοντέλου εξωοικονομικού και οικονομικού καταναγκασμού, απαλλοτρίωσης εθνών, κρατών και λαών που έχει προταθεί ποτέ σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την εποχή της νέας τάξης του ναζισμού. Όμως, αυτός ακριβώς ο μηχανισμός ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης οικονομιών, χωρών, λαών και εθνών βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Ολόκληρη η αρχιτεκτονική του καταρρέει, ενώ η τακτική των ισχυρών εκατέρωθεν του Ατλαντικού είναι μία και μόνη: να σφίξουν ακόμη περισσότερο τα λουριά, να κάνουν ακόμη πιο ασφυκτικό τον έλεγχο και πιο ολοκληρωτική την απαλλοτρίωση. Μπορεί να επιβιώσει μια χώρα που της έχουν στερήσει τα μέσα και τον τρόπο επιβίωσης; Οι κυβερνώντες θέλουν να μας πείσουν ότι αυτό που πρέπει να μας νοιάζει πρωτίστως είναι η επιβίωση του ευρώ και της Ε.Ε.. Έστω κι αν η επιβίωση αυτή μπορεί να στοιχίσει την ίδια την επιβίωση της χώρας και του λαού της.

Το πλαίσιο αυτό είναι τόσο αυστηρό, όπου η ίδια η έννοια του μισθού καταργείται και μετατρέπεται σε επίδομα εργασίας ελεύθερα διαμορφώσιμο από τον εργοδότη προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησής του. Το ίδιο και η σύνταξη, που μετατρέπεται σε προνοιακό επίδομα για όποιον δεν έχει να πληρώσει την ιδιωτική ασφάλιση. Η ίδια η έννοια της εργασίας μετατρέπεται από βασικό συντελεστή της οικονομίας και της ανάπτυξης, σε έναν απλό συντελεστή κόστους για την επιχείρηση, όπως είναι οποιαδήποτε άλλη εισροή, ενδιάμεση ή πρώτη ύλη. Κι επομένως το ζητούμενο δεν είναι αν μπορεί η όχι να επιβιώσει ο εργαζόμενος από την εργασία του, αλλά πόσο φτηνός είναι για μια επιχείρηση που θέλει να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά.

Γιατί όλα αυτά; Για να επιβιώσει ένα νόμισμα και μια οικονομική ένωση που έχει παράγει τη μεγαλύτερη και βαθύτερη κρίση που έχει βιώσει, τουλάχιστον μεταπολεμικά, η Ευρώπη. Αν αυτό δεν είναι αποθέωση του φετιχισμού, τότε τι είναι; Γιατί θα πρέπει οι χώρες και οι λαοί να το ανεχθούν; Γιατί θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην αναβίωση ενός ιδιότυπου ουλτραμοντανισμού, όπου το αλάθητο του Πάπα και η Αγία Έδρα έχει μεταφερθεί από την Ρώμη στην έδρα της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη και στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες; Γιατί από την θρησκοληψία με το θείο, θα πρέπει να πάμε στη θρησκοληψία με τις αγορές και το ευρώ; Ποια κοινή λογική και ποια επιστήμη, μας επιβάλει να θεωρήσουμε ότι οι ανοιχτές αγορές, η κυριαρχία των τραπεζών και το νόμισμα που φτιάχτηκε για να διευκολύνει την κερδοσκοπία τους, αποτελούν δεδομένα και θέσφατα;

Σε τι διαφέρουν όλοι αυτοί σήμερα που μιλούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρώ και το άνοιγμα των συνόρων, λες και πρόκειται για το αποκορύφωμα της βιολογικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, από όλους τους ομοίους τους που κατά εποχές θεωρούσαν ότι πιο αντιδραστικό και οπισθοδρομικό είχε γεννήσει η ιστορία, ως το άπαν; Σε τι διαφέρουν από τους λάτρεις της παραδοσιακής αποικιοκρατίας, που παρόλες τις ενστάσεις τους για τους βάρβαρους τρόπους των αποικιοκρατών, έλεγαν και ξαναέλεγαν ότι αυτή είναι ο μόνος τρόπος διάδοσης του πολιτισμού στον πλανήτη; Για τους απολογητές της αποικιοκρατίας της παλιάς εποχής ήταν πιο εύκολο να αλλάξεις την διαδρομή του ήλιου στον ορίζοντα, παρά να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τις αποικίες. Όταν οι αγώνες των λαών και των καταπιεσμένων εθνών τσάκισαν και διέλυσαν την αποικιοκρατία, τότε οι ίδιοι απολογητές επινόησαν τις οικονομικές ενώσεις. Γιατί; Διότι η κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας αποτελούσε ανέκαθεν casus beli για τον ιμπεριαλισμό, για τις δυνάμεις εκείνες της αγοράς που κερδίζουν τα μέγιστα μέσα από την λεηλασία λαών και χωρών.

Δημοσιεύτηκε στο Hellenic Nexus, τεύχος 51, Απρίλιος 2011

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 21 Απριλίου 2011, http://dimitriskazakis.blogspot.com/2011/04/blog-post_21.html

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Να σπάσει ο φαύλος κύκλος

Να σπάσει ο φαύλος κύκλος

 

Του Δημήτρη Καζάκη*



Μπορεί
το «τέλος της ιστορίας» να μην ήρθε για την παγκόσμια κοινότητα, αλλά είναι σίγουρο ότι πλησιάζει για την Ελλάδα και τον λαό της. Η επίσημη ένταξη και της Πορτογαλίας στον μηχανισμό στήριξης συνιστά ένα ακόμη θύμα της κρίσης του ευρώ και προμηνύει το τι θα ακολουθήσει αναφορικά με την Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο και άλλες χώρες της ευρωζώνης. Η εγκεφαλική επινόηση του ευρώ από μια χούφτα τραπεζίτες και εξαγορασμένους γραφειοκράτες αποδεικνύεται πολύ στενός κορσές για οικονομίες που βιώνουν ήδη καταστάσεις τραγικής ασφυξίας.

Όμως προέχει να διασωθούν οι τερατώδεις τράπεζες και το επινοημένο νόμισμά τους. Κι έτσι, με την οικονομία όλων των χωρών να έχει γίνει έρμαιο των αγορών και της ληστοσυμμορίας των τραπεζικών καρτέλ που κατέχουν το ευρώ, η πολιτική έχει κλειστεί μια για πάντα στα ανώτερα δώματα μιας εντελώς απρόσιτης, κρατικής και υπερκρατικής εξουσίας κεκλεισμένων των θυρών. Κανένα όριο, καμιά αναστολή, κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να τίθεται σήμερα στις σύγχρονες μορφές της απολυταρχίας και μάλιστα της υπερεθνικής.

Η διαπλοκή οικονομίας και πολιτικής έχει γεννήσει στις κορυφές της την πιο άθλια μορφή κοινωνικού παρασιτισμού στο πρόσωπο μιας κρατικομονοπωλιακής ολιγαρχίας που αναπαράγεται και δικτυώνεται μέσα από τα πολυεθνικά μονοπώλια, τα θεσμικά κυκλώματα των χρηματαγορών, τους μηχανισμούς των διεθνών οργανισμών και την ηγετική γραφειοκρατία των επιμέρους κρατών. Η τυπική παραδοσιακή αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποδεικνύεται πολύ στενή, άβολη, ακόμη και επικίνδυνη για τους κερδοσκοπικούς παροξυσμούς και τις επιχειρηματικές ορέξεις των σύγχρονων αρπακτικών της αγοράς. Κι έτσι σήμερα ό,τι δεν μπορεί να απαγορεύσει η κυβερνώσα ολιγαρχία διά της πυγμής, το ξεφτιλίζει, το ευνουχίζει και το συκοφαντεί σε τέτοιο βαθμό που μετατρέπεται σε μια καρικατούρα, άξια γενικής αποστροφής και χλευασμού. Δικαιώματα κατακτημένα με ποταμούς δακρύων και αίματος, σήμερα μετατρέπονται σε ιδιωτική ιδιοκτησία στο τραπέζι της συναλλαγής, όπως κάποτε ήταν η πολιτική ιδιότητα του «Ρωμαίου πολίτη» για τους άκληρους της αρχαίας Ρώμης. Η κομματική και πολιτική φαυλοκρατία έχει φτάσει πια στο απόγειό της. Τα επίσημα κόμματα επανέρχονται στη φυσική τους κατάσταση, ξαναγίνονται «κόμματα ισχυρών ανδρών», κλειστά κλαμπ κορυφής, απαλλαγμένα ακόμη και από τις παλιές τυπικές σχέσεις της ηγεσίας τους με τη μαζική τους βάση. Τίποτε περισσότερο από πολιτικές συμμορίες που απαλλαγμένες από το «πολιτικό κόστος» διαγκωνίζονται για τα λάφυρα της διακυβέρνησης.

«Ιδιωτική» η πολιτική

Η πολιτική ταυτίζεται ανοιχτά πια με τη διαχείριση και τη νομή της υπάρχουσας εξουσίας. Η πολιτική κατοχυρώνεται πια ως ιδιωτική υπόθεση, ως υπόθεση ατομικού βολέματος και επαγγελματικής καταξίωσης, ως προνομιακός χώρος δικτύωσης με κάθε λογής σκοτεινά συμφέροντα, ως συνώνυμο της πιο απροκάλυπτης σκοπιμότητας. Στη συνείδηση της κοινωνίας πρέπει να πεθάνει οριστικά η πολιτική ως υπόθεση σύγκρουσης κοινωνικών τάξεων, ως υπόθεση μαζικής διεκδίκησης και ικανοποίησης άμεσων αιτημάτων, ως υπόθεση συνολικής αντιπαράθεσης κοινωνικών προγραμμάτων και ιδεολογιών. Το σύνολο της πραγματικής κοινωνίας πρέπει να υποκύψει μια για πάντα στο ιδεατό, εξωπραγματικό άτομο, αποστειρωμένο από τις πιο άμεσες κοινωνικές και βιοποριστικές του ανάγκες, απαλλαγμένο από τα ιστορικά δεσμά μιας ασυμφιλίωτα ταξικής κοινωνίας.

● Ο ιδιώτης στην κοινωνία, η ιδιωτική πρωτοβουλία στην οικονομία, ο «ενεργός πολίτης» στην πολιτική. ● Η ανθρώπινη κοινωνία, η πραγματική κοινωνία των τάξεων, η κοινωνία των ανυπέρβλητων ανταγωνισμών στη βάση των πιο ζωτικών αναγκών του ανθρώπου, μετατρέπεται σε ένα εικονικό συνονθύλευμα ιδιωτών, σε μια εικονική «κοινωνία των πολιτών», όπου η ιδιώτευση αποτελεί την υπέρτατη αξία και η «συμμετοχή στα κοινά» μια απλή προέκταση της προσωπικής ιδιοτέλειας. Τα παλιότερα χρόνια η επιβολή του διαχωρισμού ιδιωτικού και δημόσιου βίου, η διάσπαση ανάμεσα σε «κοινωνία των ιδιωτών» και «κοινωνία των πολιτών», βασίστηκε στη δήθεν «ουδετερότητα» του κράτους και της εξουσίας, η οποία γνώρισε την κορύφωσή της στα φασιστικά καθεστώτα.

Γενική απονέκρωση

Σήμερα γίνεται με τη γενικευμένη αντιδραστική απονέκρωση ακόμη και των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, μέσα από την ανοιχτή μετατροπή του κράτους και της εξουσίας σε αδίστακτο δυνάστη της εργαζόμενης κοινωνίας προς όφελος της αγοράς. Ο λαός, η κοινωνία, οι εργαζόμενοι δεν έχουν πια θέση και ρόλο στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα, παρά μόνο ως υπεξούσιοι ενός εντελώς απρόσιτου, αποξενωμένου και απόμακρου συστήματος εξουσίας, ως άθλιοι υπήκοοι κρατικών και υπερκρατικών μηχανισμών, ολοκληρώσεων και οργανισμών, μακριά από κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής. Ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας βρίσκεται σήμερα σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η ανάγκη να συνεχιστεί ο ίδιος «μονόδρομος», παρ' όλη την κρίση και την κοινωνική υποβάθμιση, δημιουργεί δυσκολίες ακόμη και στην ίδια την ομαλή δικομματική εναλλαγή. Τα παλιά κόλπα δεν επαρκούν. Έχουν εξαντληθεί πλέον οριστικά τα περιθώρια ακόμη και για εμπόριο αυταπατών ή ελπίδας. Τα «κόμματα εξουσίας» αντλούν πια τη δύναμή τους απευθείας από τη γενίκευση της πιο μεγάλης απόγνωσης, της μοιρολατρίας και των συσσωρευμένων προσωπικών αδιέξοδων της εργαζόμενης κοινωνίας.

Όρος πολιτικής ομαλότητας για τον συνασπισμό εξουσίας σήμερα δεν είναι η εξαγορά της κοινωνίας με αυταπάτες, ανέξοδες υποσχέσεις και φρούδες ελπίδες, αλλά η γενική της αποσύνθεση μέσα σε μια εξατομικευμένη «κοινωνία των πολιτών», στην οποία οι εργαζόμενες τάξεις και τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα θα πάψουν να έχουν συλλογικές και οργανωμένες απαιτήσεις στη βάση των πιο άμεσων βιοποριστικών τους αναγκών. Τίποτε περισσότερο από υποχείρια, υπήκοοι ή υποτελείς του εκάστοτε «μεγάλου άνδρα», ή «καταξιωμένου πολιτικού», όπως υποδεικνύεται κάθε φορά από τα κέντρα εξουσίας εντός και εκτός της χώρας.

Οριστικό τέλος στην περίοδο της αυταπάτης

Ο λαός και οι εργαζόμενοι σήμερα δεν έχουν ανάγκη να πειστούν για τα αδιέξοδα του κυρίαρχου συστήματος και των πολιτικών που επιτάσσει. Τα νιώθουν κάθε μέρα που περνά. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια και υπό το υπάρχον καθεστώς εξουσίας δεν έχουν καμιά ελπίδα. Η περίοδος των αυταπατών, των προσδοκιών και των ψευδαισθήσεων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Δεν είναι καθόλου δύσκολο σήμερα να αντιληφθεί ο λαός, οι απλοί εργαζόμενοι την αδίστακτη εκμετάλλευση που υφίστανται, την ανάγκη να υπάρξει διεκδίκηση και πάλη για μια άλλη κατάσταση όπου θα πρυτανεύουν τα συλλογικά συμφέροντα και οι ανάγκες του. Σήμερα έχει γίνει φανερό ότι η ίδια η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία και η κοινωνία της χώρας μας απαιτεί ριζικά διαφορετικές λύσεις, λύσεις ενταγμένες σε μια πορεία συνολικής ρήξης με το καθεστώς

● της υπερεκμετάλλευσης της φτηνής εργατικής δύναμης, ● της διογκωμένης ανεργίας, ● της υποαπασχόλησης και της μαζικής φτώχειας, ● των ασύδοτων, επιδοτούμενων και κερδοσκοπικών επιχειρηματικών συμφερόντων, ● του πολιτικού αυταρχισμού, ● της γραφειοκρατικής αγκύλωσης, ● της διαφθοράς και του παρασιτισμού του κράτους, ● της ασφυκτικής πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης.

Ακόμη και τα πιο επείγοντα προβλήματα της οικονομίας συμπυκνώνονται σήμερα στον τρόπο που κινητοποιούνται οι βασικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας και πρωταρχικά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που αποτελούν άλλωστε την κύρια παραγωγική δύναμη. Γι' αυτό και οι αναπτυξιακές πολιτικές ξεχωρίζουν πρώτα και κύρια από τον τρόπο που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους. Απέναντι στις επίσημες αναπτυξιακές πολιτικές που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους ως κόστος και αναλώσιμο είδος, απαιτείται μια αναπτυξιακή προσπάθεια η οποία θα πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους τους εργαζόμενους.

● Να στηρίζει ουσιαστικά το εισόδημά τους και τροφοδοτείται από την πραγματική του αύξηση. ● Να κατοχυρώνει και να διευρύνει τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους. ● Να βελτιώνει αποφασιστικά τους συνολικούς όρους διαβίωσης, εργασίας και κοινωνικής δράσης τους στην πόλη και την ύπαιθρο.

Επομένως η ανάγκη να στηριχθεί η εισοδηματική κατάσταση, το βιοτικό επίπεδο, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα του εργαζόμενου δεν προέρχεται από κάποιο αίσθημα φιλανθρωπίας, ή «κοινωνικής δικαιοσύνης» ούτε συνιστά κάποιο είδος «παροχών», ή απλά μια «ανακατανομή της κοινωνικής πίτας». Αντίθετα αποτελεί μια βασική, θεμελιώδη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, την αναγκαία ανόρθωση της οικονομίας και το αποφασιστικό σπάσιμο του φαύλου κύκλου της κρίσης.

Τα βασικά στοιχεία μιας πρότασης διεξόδου

Ποια πρέπει να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της άμεσης πολιτικής πρότασης διεξόδου; Πρώτο: Στη σημερινή πολιτική κατάσταση, που υποτάσσει τα πάντα στο κίνητρο του ιδιωτικού κέρδους και στην αύξησή του, χρειάζεται να αντιπαρατεθεί μια ριζικά διαφορετική πολιτική η οποία πρέπει να βασίζεται σε νέα κριτήρια ανάπτυξης με επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων για απασχόληση, για παιδεία, υγεία, κοινωνική εξασφάλιση, προστασία του περιβάλλοντος, δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου και αποφασιστική συμμετοχή σ’ όλες τις διαδικασίες που τους αφορούν στην εργασία, την κοινωνία και την πολιτική. Εκεί που έχει οδηγηθεί η οικονομία από την κρίση, την πρόσδεσή της στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ, καθώς και από την εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική, δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικές και βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα που τη μαστίζουν, αν δεν εντάσσονται σ' ένα συνολικό μακρόπνοο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης σε ανταγωνιστική κατεύθυνση με τα κριτήρια και τη λογική της εξαρτημένης ανάπτυξης και της ελεύθερης αγοράς.

Γι' αυτό και το να απαντήσει κανείς πειστικά στα πιο άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, πρέπει αναγκαστικά να απαντήσει σ' αυτό το κεντρικό αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, στο πρόβλημα της προοπτικής της. Διαφορετικά όλες οι προτάσεις για αυξήσεις μισθών, για περιορισμό της ανεργίας, για χτύπημα της ακρίβειας, κ.ο.κ., ακόμη κι όταν υποδηλώνουν αγαθές προθέσεις, δεν είναι παρά απλοϊκή δημαγωγία, δεν είναι παρά μια ακόμη προσπάθεια εξαπάτησης των εργαζομένων, όσο κι αν θέλει να την στολίζει κανείς με αριστερά, υπεραριστερά και ταξικά επίθετα. Είναι επείγουσα ανάγκη ένας νέου τύπου οικονομικός ρόλος του κράτους, που δεν θα είναι συμπληρωματικός της αγοράς, αλλά βασικός μοχλός μιας ριζικά διαφορετικής ανάπτυξης με κριτήριο τις άμεσες ανάγκες και τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας. Το βασικό ζητούμενο είναι το κράτος να μεταβληθεί από εικονικό σε πραγματικό εκπρόσωπο της κοινωνίας και μάλιστα εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που η επιβίωσή τους εξαρτάται από την προσωπική τους εργασία.

Ειδικά σε μια περίοδο άγριου ανταγωνισμού στις αγορές το κράτος δεν μπορεί να εμφανίζεται «ουδέτερο» ούτε να «απέχει» από την άμεση παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, πρέπει να εξαναγκαστεί σε σαφή τοποθέτηση και αυτή να είναι με την πλευρά των αδυνάμων, των χαμένων του παιχνιδιού, των ανθρώπων του μόχθου, που στέκουν ανίσχυροι μπροστά στους επιχειρηματικούς γίγαντες. Και για να γίνει αυτό, το κράτος πρέπει να εξυγιανθεί, να κόψει τους δεσμούς του με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, να γίνει εγγυητής των συλλογικών δικαιωμάτων και των άμεσων αναγκών των εργαζόμενων τάξεων και να αναδειχθεί σε βασικό, στρατηγικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας συνολικά.

Απεγκλωβισμός

Δεύτερο: Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική σε όφελος των εργαζομένων δίχως την πάλη για τον απεγκλωβισμό από το καθεστώς εξάρτησης της χώρας, δίχως την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Η χώρα πρέπει να πάψει να αποτελεί έρμαιο των ιμπεριαλιστικών τυχοδιωκτισμών στην περιοχή και ανά την υφήλιο. ● Πρέπει να πάψει να ασφυκτιά από τον ζουρλομανδύα των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων.  ● Πρέπει να αποτινάξει το καθεστώς υποτέλειας και υποταγής στα μεγάλα αφεντικά.

Κύριο μέλημα της άρχουσας τάξης ήταν από παλιά η προσπάθεια να εμφανίζει το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και υποτέλειας ως κάτι απολύτως «φυσικό», ως τη μοναδική «εγγύηση έναντι των εθνικών κινδύνων», ως «μονόδρομο ένταξης στην παγκόσμια οικονομία», ως αναγκαία «έκφραση της διεθνούς αλληλεξάρτησης». Στην πραγματικότητα η εξάρτηση είναι κάτι το «φυσικό» μόνο σε ένα διεθνές περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η αρχή της ισχύος και της πυγμής, σε μια παγκόσμια αγορά όπου αναμετρώνται μονοπωλιακές δυνάμεις. Ενώ ο βασικός εθνικός κίνδυνος προέρχεται από αυτή την ίδια την εξάρτηση. Κι απ' αυτήν η χώρα μπορεί και πρέπει να απαλλαγεί. Γι' αυτό και η όποια υποτίμηση του προβλήματος της εξάρτησης, η όποια υποβάθμισή του για οιονδήποτε λόγο συνιστούν τυπική απολογητική του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας. Η παραγνώριση της εξάρτησης οδηγεί αναγκαστικά στην εγκατάλειψη προνομιακών πεδίων συσπείρωσης και μετώπων πάλης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Κανένα πρόβλημα της δημοκρατίας και της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δίχως να αναδειχθεί πρώτα απ' όλα η ανάγκη πάλης ενάντια στο καθεστώς εξάρτησης, για την απαλλαγή από την αμερικανοκρατία και την αποδέσμευση από την Ε.Ε.

Κατάκτηση της δημοκρατίας

Τρίτο: Θεμελιακή προϋπόθεση μιας πολιτικής αναγέννησης της χώρας και του λαού της είναι η κατάκτηση της δημοκρατίας ως αφετηρία αντιμετώπισης των προβλημάτων της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει πρώτα και κύρια την κατοχύρωση και διεύρυνση της λαϊκής κυριαρχίας. ● Σημαίνει εξασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατάργηση όλων των διακρίσεων και αντιδημοκρατικών νόμων.  Σημαίνει την επιβολή ενός δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα του συστήματος εξουσίας. ● Απαιτεί επίσης την προώθηση ενός κλιμακούμενου προγράμματος ουσιαστικής δημοκρατικής αποκέντρωσης θεμελιωμένης σε μια πραγματική λαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση, όργανο και έκφραση του δικαιώματος της ελεύθερης αυτοοργάνωσης του λαού. Όμως πρώτα και κύρια απαιτείται ένα νέο λαϊκό δημοκρατικό σύνταγμα, το οποίο θα είναι έκφραση αλλά και προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας. Γι' αυτό και θα είναι προϊόν μιας Συντακτικής Συνέλευσης, μιας νέας Εθνοσυνέλευσης, που θα γεννηθεί απευθείας από τον ίδιο το λαό με μοναδική αποστολή την σύνταξη του νέου συντάγματος.

Το σύνταγμα αυτό θα βασίζεται στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του εργαζομένου στην εργασία, την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Θα αναδεικνύει το κράτος σε εγγυητή αυτών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και θα θεσμοθετεί την εθνικοποίηση και δημοκρατική εξυγίανση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά και τη δημοκρατική αναδιοργάνωση και επαναπροσδιορισμό του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Κινητήρια δύναμη αυτής της πολιτικής πρότασης δεν μπορεί να είναι άλλη από το μαζικό κίνημα του ίδιου του λαού. Στην πράξη αυτή η πολιτική πρόταση δεν μπορεί παρά να είναι η προγραμματική βάση μιας ευρύτατης κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με επίκεντρο τους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες, τους αγρότες, τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες και τους νέους. Μόνο οι δικές τους οργανώσεις και ανεξάρτητες πρωτοβουλίες και να το μετατρέψουν σε μοχλό ανατροπής των κυρίαρχων συσχετισμών και χειραφέτησης της εργαζόμενης κοινωνίας. Το κοινωνικο-ταξικό μέτρο αποδοχής και επιτυχίας της δεν θα είναι το κυνήγι των ψήφων σε έναν φαύλο κύκλο στείρου κοινοβουλευτισμού, αλλά η στήριξη και η άμεση βοήθεια σε κάθε αγώνα, σε κάθε κίνημα του λαού, σε κάθε προσπάθεια, από όπου κι αν προέρχεται, με στόχο την απόσπαση κατακτήσεων, βελτιώσεων και αλλαγών υπέρ των εργαζομένων. Μια πολιτική πρόταση που δεν μπορεί να φανεί άμεσα χρήσιμη στις καθημερινές διεκδικήσεις του απλού κόσμου της εργασίας, στο άνοιγμα του δρόμου για έστω και περιορισμένες νίκες είναι ανεδαφική και αδιάφορη από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού.

* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος – αναλυτής.

ΠΗΓΗ: (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ “Π” ΣΤΙΣ 14-04-11),  http://www.topontiki.gr/article/15767

Αυτο-οργάνωση των ίδιων των λαϊκών δυνάμεων …

Η αυτο-οργάνωση των ίδιων των λαϊκών δυνάμεων θα φέρει την τελική συντριβή του καθεστώτος χρεοκρατίας

 

Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*

 

«Οι ανύποπτοι αθώοι, πολύ εύκολα πλήττονται και συντρίβονται, από τη γρηγορούσα πολυμήχανη κακία. Οι αμοραλίστες κατισχύουνε. Αλλά θαρθούνε άλλοι ενάρετοι, γρηγορούντες αυτοί, από τα παθήματα των ανύποπτων να τους τιμωρήσουνε. Δεν διαφεύγουνε την τιμωρία οι κακοποιοί, η «μάχαιρα» που δώσανε, τους ανταποδίδεται….

Οι φαύλοι επικρατούνε και συντρίβουνε τους αθώους, κατόπιν έρχονται άλλοι επιζώντες και τους τσακίζουνε. Κάποιος λαθεμένος υπολογισμός, κάποια λεπτομέρεια που δε μελετήθηκε καλά και, παράλληλα, η πληγωμένη αίσθηση της αρετής, συνεγείρει και συντάσσει τις αντίρροπες τάσεις που κινητοποιούνε τις αμυντικές κοινωνικές δυνάμεις για την τελική συντριβή των σκοτεινών δυνάμεων».

[Μάκβεθ του Σαίξπηρ, εισαγωγή Στάθη Πρωταίου, Εκδόσεις Δαρεμά, 1963]

Η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό έθνος έχουν υποστεί μια βαριά ήττα, αποτέλεσμα της ενσυνείδητης προδοσίας του πολιτικού κατεστημένου. Οι συνθήκες που βιώνουμε σήμερα είναι πρωτόγνωρες και οι όροι της ζωής όλων μας θα αναθεωρηθούν εκ βάθρων, προς την χειρότερη οργουελλική δουλοκρατία, αν δεν αντισταθούμε.

Οι Έλληνες βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη αναμέτρηση της νεώτερης ιστορίας μας και οφείλουμε να αγωνιστούμε για να πάρουμε πίσω την πατρίδα μας, αλλιώς θα χαθούμε σαν ελεύθερο έθνος και θα αφομοιωθούμε ξανά για αιώνες σε νέους υπερκρατικούς μηχανισμούς (νέα τάξη, νεο-οθωμανισμός).

Η αίσθηση ότι οι ιθύνοντες γνώριζαν πως η χώρα επρόκειτο να ξεπουληθεί με τους όρους του Μνημονίου και ότι ο εξαρχής στόχος της κυβέρνησης ήταν να μας οδηγήσει σε ένα παγκοσμίου πρωτοτυπίας καθεστώς δουλοπαροικίας, διευρύνεται καθημερινά.

Οι πολίτες, επίσης, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι χρειάζονται να γίνουν ρηξικέλευθα βήματα που θα κατοχυρώσουν εξ αρχής την εθνική ανεξαρτησία και την λαϊκή κυριαρχία. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αγωνιά για να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις της αυτο-οργάνωσης του ίδιου του λαού.

Το διακύβευμα της σωτηρίας της πατρίδας και του λαού, της αναγέννησης της χώρας, είναι πολύ σημαντικό για να το αφήσουμε στα χέρια της υπάρχουσας κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, η οποία μας παρέδωσε στα εκτελεστικά αποσπάσματα των διεθνών τοκογλύφων.

Η πολιτική κατάσταση και ό,τι συμβαίνει στη χώρα μας δεν επιδέχεται λύσεις «από τα πάνω», που θα εμφανιστούν με έτοιμες συνταγές και παραδοσιακούς τρόπους οργάνωσης.

Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν ακόμα πολλοί που θέλουν να γίνουν «σωτήρες» και πολλοί που θέλουν να βρουν «Σωτήρα». Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος της παρέμβασης συνωμοτικών δυνάμεων που θα προκαλέσουν «πορτοκαλί εξεγέρσεις» με αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα ώστε να δώσουν την ευκαιρία μέσα από το χάος στα νεοταξικά επιτελεία να επιβάλουν προκατασκευασμένες εξελίξεις.

Παρόμοια σκηνικά είδαμε να δημιουργούνται στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης με τα κινήματα Otpor (Αντίσταση) το 2000 στο Βελιγράδι, το Mjaft (Αρκετά) το 2002 στα Τίρανα, την «επανάσταση Subr» το 2006 στην Λευκορωσία και κάποια «κινήματα» της Αφρικής (2010-2011), που συνδέονται με τον Σόρος και αμερικανικά thinktanks.

Πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα αυτό: την διαφορά, δηλαδή, μεταξύ της πατριωτικής αυτο-οργάνωσης του λαού και των «πορτοκαλί» κινημάτων και «αντιαυταρχικών» ΜΚΟ, που επιχορηγούνται από Ιδρύματα όπως το NED  (National Endowmentfor Democracy) και την περίφημη USAID.

Οι λύσεις θα έρχονται μέσα από την καθημερινή αυτο-οργάνωση, η οποία όσο περνάει ο καιρός θα αναβαθμισθεί από ένα απλό κινηματικό επίπεδο σε αντιμετώπιση άμεσων αναγκών για τα οξυμένα προβλήματα επιβίωσης των δοκιμαζόμενων στρωμάτων.

Άνθρωποι άξιοι και με ιδέες υπάρχουν αλλά δεν μιλούν όσο δεν υπάρχουν οι συνθήκες. Και αυτό που λέμε ΣΥΝΘΗΚΕΣ είναι ο ίδιος ο λαός. Όταν ο λαός καταλάβει τι του συμβαίνει και αποδεσμευθεί από τις υπάρχουσες κομματικές αγκυλώσεις, τότε θα ενεργοποιηθούν πάρα πολλές δυνάμεις και θα ξεμυτίσουν στην Αγορά του Δήμου με προτάσεις και ιδέες που δεν φανταζόμαστε σήμερα.

Όσο για την κατάλληλη ώρα, εμείς θα την δημιουργήσουμε, εμείς θα καταφέρουμε αυτό που λένε συνήθως οι ιστορικοί «ώριμες συνθήκες». Και όταν καταλάβουμε πώς πρέπει να δουλέψουμε μέσα από τις άμεσες εμπειρίες, τα εμπόδια, τα πισωγυρίσματα, τα προχωρήματα, τότε θα δούμε το κίνημα να λαμβάνει εκθετικές διαστάσεις. Αυτό το ξέρει ο ίδιος ο λαός που λέει: «όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος».

Είναι φανερό ότι σε όλη την χώρα έχει σημάνει ένας γενικός ξεσηκωμός χιλιάδων πολιτών που θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στην οικονομικο-πολιτική κατοχή με προϋποθέσεις «δημοκρατικής αυτονομίας» μέσα από ανοικτές αυτό-οργανωμένες διαδικασίες.

Ο περισσότερος κόσμος, και ιδίως η νεολαία, δεν θέλει κανένα κομματικό «καπέλωμα» και οποιονδήποτε προκαταβολικό αποκλεισμό, αντίθετα απαιτεί την λήψη αποφάσεων μέσα σε πλαίσια που σέβονται την αρχή της άμεσης δημοκρατίας και της ανακλητότητας.

Η βάση και η αρχή για ένα νέο ξεκίνημα, με προοπτική ρήξης και επανάκτησης της πατρίδας, είναι το ξεπέρασμα του κλίματος ατομικοποίησης και πολιτικού μηδενισμού και η χειραφέτηση από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, τις σποραδικές αντιδράσεις με τις απεργίες-«περατζάδες», τους διαχωρισμούς σε δεξιά και αριστερά μέτωπα.

Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια για ατέλειωτες ιδεολογικές συζητήσεις, σκληρές διαχωριστικές γραμμές ή να απαιτούμε να… διαφωτισθεί πλήρως ο ελληνικός λαός για να ξεσηκωθεί όταν μας παίρνουν την γη μας και την ζωή μας, σπιθαμή προς σπιθαμή από λεπτό σε λεπτό και μας οδηγούν με το μαρτύριο της σταγόνας στην ιστορική εξαφάνιση.

Το ζήτημα είναι πώς θα γλυτώσει η χώρα και ο λαός μας την καταστροφή και η μόνη σωστή πολιτική είναι αυτή που θα συσπειρώσει τον λαό, θα σταματήσει τους διαχωρισμούς και θα τον κάνει να φύγει από την απογοήτευση για να παλέψει μαζικά κατά του μνημονίου και της κατοχής.

Η Ελλάδα δέχεται μια ολοκληρωτική επίθεση, προμελετημένη, προσχεδιασμένη σε όλα τα επίπεδα: οικονομική, πολιτική, πολιτιστική με ΔΝΤ, Μνημόνια, Καλλικράτη, «εχθροπάθεια», «κώδικα τροφίμων», αλλαγή του κοινωνικού ιστού της χώρας.

Οι Έλληνες θα είμαστε και πάλι στην πρώτη γραμμή του νέου μεγάλου παγκόσμιου πολέμου των λαών με τις ολιγαρχικές δυνάμεις που άρχισε. Γι’ αυτό μας επέβαλαν το πιο επαχθές Μνημόνιο που δεν έχει εφαρμοσθεί σε καμμιά άλλη χώρα του κόσμου, ακόμα και αν έχει μεγαλύτερο χρέος από την χώρα μας.

Εμείς είμαστε το αίμα αυτού του τόπου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορούμε να κάνουμε εμείς. Εμείς θα φτιάξουμε πάλι τις συνθήκες για να ξανάρθει το φως στην Ελλάδα.

Προσπαθούν να μας κοιμίσουν με τα πουλημένα κανάλια που ελέγχουν, μέχρι να μας πάρουν οι τραπεζίτες και οι διεθνείς τοκογλύφοι την γη μας και ό,τι μας απέμεινε. Όμως, απέναντι στις στρατιές των συντεταγμένων προπαγανδιστών κατεβαίνει από παντού η «κλεφτουριά» του διαδικτύου. Η κρίσιμη μάζα υπάρχει αλλά μένει να βρει το οργανωτικό πλαίσιο και την πολιτική κατεύθυνση.

Μας φοβόντουσαν πάντα γιατί είχαμε αυτό το αρχέγονο ένστικτο της ελευθερίας, αλλά και την απάντηση της λογικής στα αδιέξοδα του σήμερα.

Απέναντι στο Σοκ της τοκογλυφίας αντιπαραθέτουμε την Σεισάχθεια (σείω το άχθος, δηλ. αποσείω το χρέος) … της αρχαίας Αθήνας και απέναντι στο Δέος της ολιγαρχίας υπάρχει η  Άμεση Δημοκρατία που οι πρόγονοί μας θέσπισαν.

Μας φοβήθηκαν το ’21, το ’40, με το ΕΑΜ, το ’50, με την ΕΟΚΑ και αργότερα με το μεγάλο πολιτικο-πολιτιστικό ξεσηκωμό του ’60-’70. Μακρονήσια, εκτελεστικά αποσπάσματα, κρεμάλες, αστυνομοκρατία, χούντες, προδοσίες δεν μπόρεσαν να μας λυγίσουν. Μας τσάκιζε, όμως, πάντα η διχόνοια και η έλλειψη στρατηγικού σχεδίου, το μόνιμο σαράκι των προδοτών και των ουτιδανών «ηγετών».

Σήμερα, όλοι καταλαβαίνουμε ότι το Μνημόνιο συνιστά και επιδιώκει ολοφάνερα την ολοκληρωτική μας Γενοκτονία – οικονομική, εδαφική, πολιτιστική.

Αυτή η πολιτική εξουσία πρέπει να φύγει γρήγορα, οι εξοντωτικές συμβάσεις που έχει υπογράψει να ακυρωθούν και η χώρα να μπει σε αναγεννησιακή πορεία.

Όταν σαλπίσει το κάλεσμα, όταν θα υπάρχει το σχέδιο και η οργάνωση, τότε, όπως είπε ο Μίκης Θεοδωράκης, ή θα γίνουμε ήρωες, ή ραγιάδες.

 

[*Ομιλία στην εκδήλωση για τα 7 χρόνια του Hellenic Nexus, στη Στοά του Βιβλίου, την Παρασκευή 8 Απριλίου 2011].

 

ΠΗΓΗ: Τρίτη, 12 Απριλίου 2011, http://seisaxthia.blogspot.com/2011/04/blog-post_5938.html

Για την ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα

ΤO ΜΕΓΑ  ΖΗΤOΥΜΕΝO: Η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα

 

Του Hλία Φιλιππίδη

 

 

1. Από το Ελλαδικό πρόβλημα στο μέγα ζητούμενο.

 Από το 2007, δηλαδή προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και όταν ακόμη το πρόβλημα περιοριζόταν στην ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος, έθετα ως αφετηρία των σκέψεών μου, σε άρθρα και ομιλίες, τις παρακάτω διαπιστώσεις: α. Δεν πρόκειται απλώς για μια ακολουθία σκανδάλων ή μια γενικότερη κυβερνητική κρίση, που μπορεί να ξεπερασθεί με την αντικατάσταση μερικών μελών της Κυβερνήσεως ή έστω με την άνοδο στην εξουσία ενός άλλου κόμματος, αλλά πρόκειται για μια συνολική ποιοτική κατάρρευση του πολιτικού μας συστήματος. Πρόκειται για μια παρακμή του πολιτικού μας συστήματος.

β. Αναζητώντας τις αιτίες αυτής της παρακμής, προκύπτει το ερώτημα πόσο πίσω πρέπει να πάει ο αναλυτής, για να εντοπίσει τις ρίζες του κακού.

γ. Το πρώτο γενικό ερώτημα, που άρχισε να τίθεται από το 2008 και μετά, είναι αν πρόκειται για το τέλος της Μεταπολιτεύσεως. Υπήρχε γενικώς η αίσθηση ότι (όπως έγραψα), «κάτι τελειώνει, αλλά το νέο δεν έχει έλθει ακόμη».

δ. Βεβαίως και ζούμε την κατάρρευση του καθεστώτος της Μεταπολιτεύσεως. Όμως, το πελατειακό σύστημα δεν καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση. Στη συνέχεια, μπορούμε να θέσουμε σε αμφισβήτηση το συνολικό αναπτυξιακό πρότυπο της Μεταπολεμικής περιόδου, το οποίο στηρίχθηκε στο μοναδικό όραμα της «ευημερίας» και σε υπανάπτυκτα μικροαστικά ψευδοδιλήμματα μεταξύ πόλεως και υπαίθρου, παραδόσεως και αναπτύξεως. Ήταν μια σκόπιμη πρόταση πρακτικής συγκλίσεως μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η οποία πρόταση διατηρούσε το πλεονέκτημα της νίκης για τους νικητές και καλούσε όλους τους Έλληνες να συναντηθούν στο επίπεδο του πλέον χαμηλού και αντιπνευματικού ιδεολογικού κοινού παρονομαστή της μικροαστικής και εγωκεντρικής ιδιοτέλειας.

Αυτή η πολιτική τελειοποιήθηκε στην «Αλλαγή». Ως κοινός εχθρός Δεξιών και Αριστερών υποδείχθηκε η παράδοση, το μέλλον και η αξιοκρατία. Ως κοινός θεός αναδείχθηκε το βόλεμα, η ήσσων προσπάθεια, η αυθαιρεσία και τέλος η αρπαχτή. Γενικώς, θεοποιήθηκαν το παρόν και το ατομικό συμφέρον. Έτσι, τέθηκαν στο περιθώριο ή έφυγαν στην εξορία της μεταναστεύσεως και οι τρεις μεγάλες κινητήριες δυνάμεις του Ελληνισμού: το ελληνικό πνεύμα, το ελληνικό δαιμόνιο και το ελληνικό κοινοτικό πνεύμα. Oι Έλληνες έμαθαν να ζουν χωρίς την ποιότητα, χωρίς την έφεση της δημιουργίας, χωρίς πνευματική ανάταση, χωρίς κοινωνική ευθύνη και χωρίς αναφορά στο μέλλον. Γι’ αυτό, και όταν ήλθε το μέλλον μας, εκδικήθηκε σκληρά. Δεξιά και Αριστερά συμφώνησαν ότι το πνεύμα της κοινότητας θα πρέπει να αντικατασταθεί από την κομματική ταυτότητα και ο διαχρονικός ενωτικός θεσμός του καφενείου θα πρέπει να διχοτομηθεί σε «πράσινα» και «μπλε» καφενεία. Αυτή ήταν η «επιμήκυνση» του Εμφυλίου.

Τα τελικά μας συμπεράσματα είναι:

α. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα αποτελούν ένα μπερδεμένο κουβάρι χωρίς αρχή και τέλος. Βεβαίως, οι κορυφές των προβλημάτων προβάλλουν μέσα από το πολιτικό μας σύστημα. Όμως, οι ρίζες τους βρίσκονται μέσα στην κοινωνία μας και ο κορμός τους διαπερνά ολόκληρο το ελλαδικό μόρφωμα. Προτείνουμε αυτόν τον όρο, για να χαρακτηρίσουμε ολόκληρο το κοινωνικό, θεσμικό και πολιτικό οικοδόμημα που θεμελιώθηκε από τον Καποδίστρια και έφθασε αγκομαχώντας μέχρι τις ημέρες μας, ως άλλος μαραθωνοδρόμος, για να μας φέρει όχι το μήνυμα της νίκης, αλλά να επαναλάβει τη ρήση του Χαριλάου Τρικούπη: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Η γνώμη μας ήταν και είναι ότι στις ημέρες μας καταρρέει ολόκληρο το Ελλαδικό μόρφωμα, αυτό που με τόσες ελπίδες και τόσες θυσίες άρχισαν να κτίζουν οι πρόγονοί μας το 1828, με πρώτο αρχιτέκτονα τον Καποδίστρια.

β. Η πορεία του Ελληνισμού από το 1821 μέχρι σήμερα έχει δύο πλευρές: μία θετική και μία αρνητική. O απολογισμός της αρνητικής πλευράς περικλείεται σε μία και μόνο διαπίστωση: αποτύχαμε να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο αστικό κράτος και αυτή μας η αποτυχία υπονομεύει το μέλλον της συνολικής μας ιστορικής υποστάσεως.

γ. Δεν αρκεί να ξεπεράσουμε αυτήν την κρίση, για να εξασφαλίσουμε το μέλλον του Ελληνισμού. Εξ άλλου, δεν θα μπορέσουμε να την ξεπεράσουμε, εάν δεν διεισδύσουμε βαθύτερα στο Ελλαδικό πρόβλημα και δεν ανοίξουμε τα δύο μεγαλύτερα μέτωπα, που είναι η ανασύνταξη (και όχι επανίδρυση) του Ελλαδικού κράτους και η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα.

 

2. Η ανθρωπολογική ανάταξη του Έλληνα.

 

Νομίζω ότι αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι ο Έλληνας, ο μέσος Έλληνας, ο απλός Έλληνας δεν είναι μόνο ο τελικός αποδέκτης όλων των προβλημάτων του Ελλαδικού μορφώματος αλλά, όπως φαίνεται, και η βαθύτερη αιτία τους. Η πρώτη διάγνωση μας λέει ότι ο Έλληνας είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, αρκεί την ευθύνη γι’ αυτό και τη χώρα του να την έχουν άλλοι… Γιατί αυτό; Δεν είναι έξυπνος ο Έλληνας; Δεν το καταλαβαίνει; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, πολύ απλή:

O Έλληνας είναι ένα πανέξυπνο ον, αλλά διαθέτει ένα υπερτροφικό «εγώ» και δεν σκέπτεται ούτε συλλογικά, ούτε το μέλλον. O Χρήστος Γιανναράς βλέπει το πρόβλημα στην πολιτική και κοινωνική του διάσταση και εντοπίζει την αιτία στο έλλειμμα της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» (πολύ πετυχημένος όρος!) των σημερινών Ελλήνων, τους οποίους επικριτικά και υποτιμητικά χαρακτηρίζει ως «Νεοέλληνες» και το κράτος τους ως «ελλαδικό κρατίδιο». Προχωρεί μία βαθμίδα βαθύτερα και αποδίδει αυτό το ποιοτικό έλλειμμα και την όλη ελλαδική μιζέρια στην αποτυχία μας να δημιουργήσουμε μια κοινωνία «κοινότητας», όπου η κοινότητα δεν νοείται μόνο κοινωνιολογικά, αλλά και μεταφυσικά, ως μέθεξη αξιών και κυρίως ουσίας, με αναφορά στο ανθρώπινο πρόσωπο. O Γιανναράς αναγνωρίζει ότι η μοίρα του Έλληνα είναι δύσκολη, μέχρι και τραγική. Δεν υπάρχει μέσος όρος για τον Έλληνα. Το βάρος του ελληνο-ορθόδοξου πολιτισμού του τον υποχρεώνει ή να ίπταται ή να σέρνεται. Η πεζότητα τον γελοιοποιεί. O ελληνικός τρόπος ζωής πρέπει να είναι ταυτόχρονα και οικουμενική πρόταση για την καταξίωση του ανθρώπου. O Στέλιος Ράμφος προσεγγίζει το πρόβλημα φιλοσοφικά και ανθρωπολογικά. Μη έχοντας εγκαταλείψει τις πλατωνικές του ρίζες, ανοίγει έναν δρόμο στην ελληνική σκέψη, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «κριτικό εγκόσμιο ιδεαλισμό». O ιδεαλισμός του Ράμφου δεν είναι μεταφυσικός, αλλά εγκόσμιος, διότι δεν είναι απόλυτος, αλλά σχετικός. Ακολουθεί έναν δρόμο που είναι γνωστός ως ιστορία των ιδεών. Αυτή η μέθοδος συνδυάζει την ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού με την εννοιοκρατία. Έτσι, με αναφορά στην έννοια του χρόνου, ο Ράμφος αντιπαραβάλλει δύο πολιτισμούς: τον βυζαντινό και τον δυτικο-ευρωπαϊκό.

Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας έχει πρόβλημα επαφής με την πραγματικότητα και αυτό το πρόβλημα ο Ράμφος το αποδίδει στον εσχατολογικό προσανατολισμό του βυζαντινού πολιτισμού. Όμως, η σκέψη του Ράμφου έχει, κατά τη γνώμη μας, δύο προκλητικές ελλείψεις: η μία αφορά την ιστορική διάσπαση της σκέψεώς του και εντοπίζεται στο ότι βλέπει το Ελλαδικό πρόβλημα σε δύο μόνο διαστάσεις, δηλαδή αυτή του Νεώτερου Ελληνισμού και του Βυζαντίου. Ενώ, στην πραγματικότητα, είναι ένα πρόβλημα τριών διαστάσεων: περιλαμβάνει και την αρχαία Ελλάδα. Η άλλη έλλειψη αφορά τη σχετικοποίηση του ιδεαλισμού του και την ταύτισή του με τον Δυτικό πολιτισμό. Λείπει από τη σκέψη του Ράμφου η αναζήτηση του «παστώ», δηλαδή η ανθρωποκεντρική εκτίμηση της Ιστορίας όχι ως έσχατου, αλλά ως «τέλους».

Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει: πού πάει ο κόσμος;

 

ΠΗΓΗ: Παρασκευή, 01 Απρίλιος 2011, http://www.xristianiki.gr/arkheio-ephemeridas/842/to-mega-zetoumeno-anthropologike-anataxe-tou-ellena-tou-hlia-philippide.html

Σπίθες και Μπουρλότα

Σπίθες και Μπουρλότα

 

Του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*

 

«Η ανυπακοή αποτελεί αρχέγονη αρετή του ανθρώπου.

Δια της ανυπακοής γεννήθηκε η πρόοδος, δια της ανυπακοής και δια της εξεγέρσεως».

Όσκαρ Ουάϊλντ

 

Έναν χρόνο μετά την αντισυνταγματική επιβολή του Μνημονίου, η κατοχική κυβέρνηση και το συνένοχο πολιτικό κατεστημένο έχουν απονομιμοποιηθεί στην συνείδηση ενός πολύ μεγάλου τμήματος του λαού. Αυτοί, βέβαια, μας θέλουν άβουλους και ανήμπορους, γνωρίζοντας ότι, όσο οι μάζες αντιμετωπίζουν μοιρολατρικά την κατοχή, η εξέγερση δεν έρχεται. Έτσι κερδίζουν χρόνο να ολοκληρώσουν την ελεγχόμενη χρεωκοπία προς όφελος των δανειστών, την καταστροφή και τον διαμελισμό της χώρας.

Όμως, οι Έλληνες βγαίνουν ξανά στους δρόμους, συναντιούνται μεταξύ τους στις πλατείες, επικοινωνούν στο διαδίκτυο, γνωρίζονται, συνεργάζονται, στήνουν πολιτικά στέκια και οργανώνουν την ανυπακοή τους. Γι’ αυτό το σύστημα ανησυχεί σοβαρά για το «αναδυόμενο» εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα, σύμφωνα με έκφραση κορυφαίας καθεστωτικής εφημερίδας.

Κάθε μέρα που περνάει, δύο πράγματα γίνονται πιο καθαρά: Πρώτον, ότι όσα συμβαίνουν ήταν προμελετημένα. Και, δεύτερον, ότι είναι καταδικασμένη οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή μέσα από τους ίδιους διεφθαρμένους μηχανισμούς.

Όλος ο λαός, δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί βρίσκεται απέναντι σε μια ελίτ που κατέχει πραξικοπηματικά την εξουσία φθάνοντας στο τελευταίο σκαλί της προδοσίας και σε μια Βουλή που έχει αυτοκαταργηθεί αποδεχόμενη το Μνημόνιο και την Δανειακή Σύμβαση. Όσοι βουλευτές διαφωνούν πραγματικά, οφείλουν να παραιτηθούν και να πάψουν να δίνουν άλλοθι στο πραξικόπημα που έγινε «με κοστούμια και γραβάτες» (Μίκης Θεοδωράκης, στον Αντ1 05/04/2011).

Όλοι μαζί πρέπει να προβληματισθούμε πώς θα ξεσηκωθούμε, θα συστρατευθούμε και θα προχωρήσουμε από τις επί μέρους διαμαρτυρίες σε μια κεντρική σύγκρουση, όταν είναι η ώρα, χωρίς κομματικές σημαίες.

Ο ίδιος ο λαός θα αναδείξει τις νέες ηγετικές δυνάμεις, μακριά από αυτούς που ζητούν να τον μαντρώσουν στην δική τους συνδικαλιστική λογική και να τον κάνουν άβουλο οπαδό κομματικών «περατζάδων» από το Σύνταγμα. Έχει συγκροτηθεί ήδη ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων, οι οποίοι θέλουν κινήματα πολιτών, όχι προβάτων, και αποστρέφονται τις πυραμιδικές δομές.

Όλοι αυτοί είναι αποφασισμένοι να αγωνισθούν και να έλθουν σε κάθετη ρήξη με την κατοχή, μέσα από ένα παλλαϊκό μέτωπο, παρά τις ενστάσεις που ακούγονται από διάφορες πλευρές για αυτή την επιλογή.

 

Ένσταση 1η (από δεξιά):

Στα ταραγμένα μυαλά πολλών συντηρητικών συμπατριωτών μας, η ανυπακοή στο σύστημα της δουλοκρατίας ισοδυναμεί με πρόβα αντάρτικου και επανεμφάνιση του φαντάσματος του κομμουνισμού.

Απάντηση:

Με το φόβητρο «του κομμουνιστικού κινδύνου» εξόντωσαν τον λαό, ξεπούλησαν την Κύπρο και υπονόμευσαν την εθνική ανεξαρτησία μας επανειλημμένα (1944-1965-1967-1974 κλπ).

Η εθνική ανασυγκρότηση της οικονομίας με την εθνικοποίηση μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων κοινής ωφελείας πόρρω απέχει από το καθεστώς κοινοκτημοσύνης.

 

Ένσταση 2η (από αριστερά):

Όσα βιώνουμε σήμερα δεν είναι καθεστώς «κατοχής», αλλά ωμή ταξική επίθεση της ντόπιας πλουτοκρατίας που επικαλείται το ΔΝΤ για άλλοθι.

Απάντηση:

Ο Ιεροσυλανδρέου (όπως τον αποκαλούσαν οι δικαστές της «Νέας Ηλιαίας», που τον καταδίκασαν στις 25 Μαρτίου, στην Πνύκα) ενήργησε από την πρώτη στιγμή ως τυπικός μεσίτης των αγορών για να περιορίσει τις ζημιές των κερδοσκόπων κατόχων των ομολόγων, ανάμεσα στους οποίους είναι πολλοί από την εγχώρια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία.

Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η χώρα έχει χάσει και τυπικά την εθνική της κυριαρχία, ούτε είναι εθνικιστής ο κάθε Έλληνας πολίτης που το βιώνει αυτό ως κατοχή.

 

Ένσταση 3η:

Θα μας «ρίξουν» την Τουρκία να μας καθαρίσει, αν εξεγερθούμε και έρθουμε σε ρήξη με τους τραπεζίτες και την Ευρωζώνη.

Απάντηση:

Η Τουρκία δεν κάνει ποτέ βήματα που δεν θεωρεί «σίγουρα» και στα οποία ξέρει ότι θα βρει αντίσταση. Ο ενδοτισμός άλλωστε φέρνει πιο κοντά τον πόλεμο. Παρόμοια καταστροφολογία αναπτύχθηκε και πριν το ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν, όμως, όλοι οι φόβοι διαψεύστηκαν.

Αν επανακτήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, η Τουρκία και οι ιμπεριαλιστές, που, όσο μένουμε αδρανείς, εργάζονται για να μας δώσουν την χαριστική βολή, θα βάλουν την ουρά στα σκέλια. Με μια ριζικά νέα πορεία στην εξωτερική πολιτική και την εθνική οικονομία, με φίλους και συμμάχους εκτός ΝΑΤΟ και Ε.Ε., η τουρκική αλαζονεία θα περιοριστεί μέσα στα σύνορά της.

 

Ένσταση 4η:

Χρειαζόμαστε πρώτα μια μεγάλη περίοδο διαφωτισμού του πολίτη και μπλα-μπλα…

Απάντηση: Η διαπαιδαγώγηση γίνεται μέσα από τα κινήματα. Όταν έχουν αποφασίσει να μας «τελειώσουν», η χώρα χάνεται και ο λαός ξεφτιλίζεται, εμείς δεν μπορούμε περί άλλα να τυρβάζουμε.

Όπως είπε και ο Μίκης Θεοδωράκης, μιλώντας στην Κρήτη στις 26 Μαρτίου, «Φυσικά, τα μέλη μας δεν θα αρκεστούν στο να διαπαιδαγωγούν και να μορφώνουν εαυτούς και αλλήλους αλλά κάθε Σπίθα θα αποτελεί μια μάχιμη κοινωνική ομάδα».

 

Τέλος, ένα άλλο πρόσκομμα στην συγκρότηση του Μετώπου είναι ότι πολλοί δεξιοί «αντιμνημονιακοί» δεν έχουν αποδείξει ακόμα ότι το εννοούν και πολλοί αριστεροί, μέσα στην κομματική τους νιρβάνα, αντιμάχονται ο,τιδήποτε άλλο πέραν της αριστερής ενότητας.

Όμως, η αγωνιστική σοφία και η πραγματική αυτοθυσία βρίσκεται μέσα στον λαό και όχι στα κομματικά επιτελεία και τους από τα πάνω «σωτήρες».

Τα διάφορα Κινήματα Πολιτών, οι Ανεξάρτητες Κινήσεις και οι Πρωτοβουλίες που έχουν συγκροτηθεί πρέπει στο επόμενο διάστημα να αποδείξουν με τρόπο ιδεολογικά συνεπή ότι υπάρχει συνολική εναλλακτική λύση-ανατροπή απέναντι στην «τροϊκανή» εξουσία και τους άρπαγες του εθνικού πλούτου.

Οι κύριες αναγκαίες επιλογές περιλαμβάνουν:

α) Άρνηση της πληρωμής του «απεχθούς» χρέους, δηλαδή παύση πληρωμών προς τους δανειστές,

β) Συνολική αναθεώρηση των σχέσεών μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να ανακτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας,

γ) Εισαγωγή στην χώρα συνταγματικών συνθηκών αληθινής δημοκρατίας,

δ) Τιμωρία των υπευθύνων του πολιτικο-οικονομικού συστήματος για την κατάρρευση της χώρας.

Χρειάζεται οι επιτροπές αγώνα, που έχουν δημιουργηθεί και ξεφυτρώνουν καθημερινά στους χώρους δουλειάς, γειτονιές κλπ, να αποτελέσουν τα μικρά και μεγάλα ρυάκια, για να σχηματισθεί ένα πλειοψηφικό ποτάμι. Το κάθε κίνημα και οι πυρήνες του θα είναι κυψέλες ηθικής και κοινωνικής αναγέννησης.

Πέρα από την σύνδεση των κινημάτων με την κοινωνία, χρειάζεται επίσης να συνδεθούμε και με την υπόλοιπη Ευρώπη που αντιστέκεται γιατί ο μηχανισμός του ΔΝΤ επιβλήθηκε πιλοτικά στην Ελλάδα και να βρούμε το νέο εθνικό όραμα απέναντι στο επικίνδυνο «δόγμα Νταβούτογλου».

Η αναβίωση των αρχών της «Άμεσης Δημοκρατίας» και της «Σεισάχθειας» θα δημιουργήσει ένα νέο φιλελληνικό ρεύμα που θα μας κάνει ξανά «ηνίοχους των λαών» του κόσμου που ξεσηκώνονται, όπως έλεγε ο Νίτσε.

Έτσι, αφού ξεπεράσουμε τους ενδοιασμούς και τα διχαστικά καλούπια, θα έρθει η ώρα που οι διάφορες αντιστασιακές σπίθες θα γίνουν μπουρλότα και θα τινάξουν στον αέρα το καθεστώς κατοχής και διάλυσης της χώρας.

 

* Ο Λεωνίδας Χ. Αποσκίτης είναι δημοσιογράφος-συγγραφέας, ιδρυτικό μέλος της Πρωτοβουλίας Πολιτών ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ.

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 7 Απριλίου 2011, http://seisaxthia.blogspot.com/2011/04/blog-post_9621.html

Κίνημα χωρίς υποτακτικούς και υπάκουους

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΑΚΟΥΟΥΣ!

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Σπίθας ήταν ευθύς εξαρχής το πατριωτικό κάλεσμα που απεύθυνε προς όλο τον λαό ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένα κάλεσμα αφύπνισης και αγώνα ενάντια σ' έναν εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό που δεν επιδιώκει απλά να καθυποτάξει τη χώρα και το λαό της με τα όπλα, αλλά να εγκαθιδρύσει έναν πολύ χειρότερο ζυγό, μια δουλοπαροικία χρέους από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή για τις τωρινές και τις μελλοντικές γενιές. Πρόκειται για την μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε ποτέ στην ιστορία του αυτός ο τόπος.

Τον περασμένο χρόνο ολόκληρη η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Η πλειοψηφία του κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ της επιβολής καθεστώτος κατοχής με πρόσχημα το δημόσιο χρέος. Απέναντι σ' αυτή την πλειοψηφία, έχουμε μια κοινοβουλευτική μειοψηφία που συμπεριφέρεται λες και δεν συνέβη τίποτε σημαντικό. Κι έτσι συνεχίζουν να ασκούν αντιπολίτευση όπως και πριν. Όμως, ο λαός γνωρίζει πολύ καλά το εξής: ένα καθεστώς κατοχής δεν εξωραΐζεται, δεν βελτιώνεται, δεν εξανθρωπίζεται, δεν μεταρρυθμίζεται. Μόνο ανατρέπεται από τον ίδιο τον λαό. Κι επομένως περίμενε εναγωνίως ένα εγερτήριο σάλπισμα, που μόνο ο Μίκης, με όλο το ιστορικό φορτίο που φέρει το όνομά του, οι αγώνες του και η πορεία του, τόλμησε να επιχειρήσει. Έβαλε τη σπίθα, όπως ο είπε ο ίδιος, και χιλιάδες αγωνιστές, δημοκράτες, προοδευτικοί, πατριώτες ανταποκρίθηκαν.

Όπως ήταν φυσικό το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε την συγκρότηση της Σπίθας ήταν το οργανωτικό. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε η Σπίθα να μετατραπεί σε οργάνωση ανοιχτή σε όλες τις μάχιμες δυνάμεις του λαού, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να βοηθήσει στην συγκρότηση εκείνου του παλλαϊκού μετώπου που θα μπορούσε να ανατρέψει το σημερινό καθεστώς; Ο ίδιος ο Μίκης είχε από την ιδρυτική της 1ης Δεκέμβρη ρίξει τις ιδέες της αυτοοργάνωσης και της άμεσης δημοκρατίας. Η ιδέες αυτές μίλησαν σε πολλές καρδιές. Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να επενδύσουν στην πρωτοβουλία, στην αυτενέργεια, στην ελευθερία της ζύμωσης και της δράσης που πρέπει να έχει μια αυθεντικά λαϊκή οργάνωση, όπως ήταν εξυπαρχής η Σπίθα.

Δυστυχώς υπήρξαν αντιλήψεις που εύκολα διολίσθησαν σε λογικές και πρακτικές εντελώς ξεπερασμένες και αντιδραστικές. Η σπίθα που θέλησε να ανάψει ο Μίκης έγινε στα χέρια τους ένα είδος άγιου λείψανου που περιφερόταν από εκκλησίασμα σε εκκλησίασμα για να το προσκυνήσουν οι πιστοί. Η αυτοοργάνωση και η άμεση δημοκρατία μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Προείχαν οι εντολές, οι ντιρεκτίβες και η πειθαρχία σ' αυτές. Το όνομα ενός αγωνιστή σαν τον Μίκη έγινε λατρευτικό αντικείμενο. Η υποταγή και η τυφλή υπακοή στην θέληση του Μίκη, όπως την εξέφραζαν οι «αντ’ αυτού», έγινε η ύψιστη αρετή. Έτσι είχαμε μια άκομψη προσπάθεια να μεταμορφωθούν οι Σπίθες, να εξοβελιστούν οι πιο ατίθασοι και οι πιο ανυπάκουοι, ώστε να μείνουν μόνο οι πιστοί και υπάκουοι. Είχαμε το φαινόμενο να σβήνουν, ή να διαλύονται μαζικές Σπίθες με δράση και άποψη, να προβοκάρονται, ακόμη και να προπηλακίζονται μη αρεστές Σπίθες και Σπιθιστές με σκοπό να αποχωρήσουν, προκειμένου να φυτρώσουν στη θέση τους αδύναμες, μικρές Σπίθες, τις περισσότερες φορές καθ' υπόδειξη ή με ενέργειες συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων οι οποίοι επιλέγουν ποιοι θα συμμετάσχουν σ' αυτές με βασικό κριτήριο το ποιος πειθαρχεί στις εντολές άνωθεν, ποιος είναι πιστός στον «Οδηγητή του Κινήματος» και στους ex officio εκπροσώπους του επί της γης.

Φτάσαμε στο σημείο να εξυμνείται ένα μοντέλο οργάνωσης που ερχόταν από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας. Φτάσαμε στο σημείο να συζητά η Σπίθα ένα πρότυπο οργανωμένης δράσης που θα μπορούσε εύκολα να συνοψιστεί στα παρακάτω λόγια: «Δεν είναι μολοντούτο απαραίτητο ο καθένας απ' αυτούς που αγωνίζονται για την θεωρία να ξέρει απόλυτα, ούτε να γνωρίζει με λεπτομέρειες κάθε μια από τις σκέψεις του αρχηγού του κινήματος. Το βασικό είναι να καλλιεργηθεί και ν' αναπτυχθεί σύμφωνα με ορισμένες ουσιαστικές αρχές της θεωρίας, λίγες ας είναι, μα οπωσδήποτε πρωταρχικές. Ακόμη κι αν δεν καταλάβει τελείως αυτές τις αρχές, είναι αρκετό να πεισθεί για την αναγκαιότητα της νίκης της θεωρίας και του κόμματός του. Ο στρατιώτης δεν είναι ανάγκη να ξέρει τα σχέδια των επιτελαρχών.

 Πρέπει λοιπόν να τον κρατήσουμε στα πλαίσια μιας αυστηρής πειθαρχίας και να του εμφυσήσουμε την πεποίθηση ότι τα αίτια της θεωρίας είναι δίκαια κι ότι για να επικρατήσει χρειάζεται να αναλωθεί ολόκληρος. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μ' έναν στρατό όπου όλοι οι στρατιώτες του θάταν στρατηγοί, προικισμένοι με ανώτερες ικανότητες; Ή τι χρησιμότητα θα είχαν για ένα κόμμα τα μέλη του, αν όλα ήταν «εξέχουσες» προσωπικότητες; Όχι, μας χρειάζονται απλοί στρατιώτες γιατί δίχως αυτούς δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε εσωτερική πειθαρχία. Μια «οργάνωση» απ' την ίδια της τη φύση, δεν θα μπορέσει να υπάρξει παρά μόνο με μια ανώτατη διοίκηση από μορφωμένους και με την πλατειά μάζα πίσω της που θα την καθοδηγεί περισσότερο το συναίσθημα

Μπορεί το παραπάνω απόσπασμα να το έγραψε ο Χίτλερ το 1928 και να αποτυπώνει την οργανωτική φιλοσοφία του ναζισμού, αυτό όμως δεν απέτρεψε ορισμένους από το να επαναφέρουν την ίδια λογική στα οργανωτικά τους σχέδια για την Σπίθα. Μόνο που αυτή την φορά τα εμφάνισαν ως θέληση του «Οδηγητή του Κινήματος» όπου όλοι οι άλλοι έπρεπε να πειθαρχήσουν.

Η επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη για το Οργανωτικό (1/4) αποδεικνύει ότι τα αγωνιστικά αντανακλαστικά που έχει οικοδομήσει κάποιος σε μια ολόκληρη ζωή γεμάτη αγώνες για τη δημοκρατία, για την λαοκρατία και για τη λευτεριά της Ελλάδας, δεν ατονούν με το πέρασμα του χρόνου. Η Σπίθα αν θέλει πραγματικά να συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός αυθεντικού παλλαϊκού μετώπου, συνεχιστή των καλύτερων παραδόσεων της Φιλικής Εταιρείας και άξιο διάδοχο του ηρωικού ΕΑΜ, δεν έχει ανάγκη υποταχτικούς και υπάκουους. Δεν χρειάζεται ανθρώπους που πνίγουν την νοημοσύνη τους στο συναίσθημα, που αντί να σκέφτονται ελεύθερα ως αυτόφωτες προσωπικότητες ξέρουν μόνο να πειθαρχούν σε εντολές. Δεν μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να σηκώσουν το βάρος ενός αγώνα ενάντια στην καταπίεση και στον εξανδραποδισμό της χώρας. Δεν μπορούν να κάνουν πράξη τα υψηλότερα ιδανικά από τα οποία μπορεί να εμπνευστεί ο λαός αυτής της χώρας.

Άνθρωποι σαν τον Μίκη και τη γενιά του το ξέρουν αυτό πολύ καλά. Το έμαθαν στην πράξη στις πόλεις και τα χωριά με το όπλο στο χέρι, στις φυλακές, στις εξορίες, στα απάνθρωπα βασανιστήρια επί δεκαετίες. Όποιος νόμιζε ότι τέτοιοι άνθρωποι, που στη ζωή τους «δέθηκαν με το ατσάλι» θα μπορούσαν να κολακευθούν με την αναγωγή τους σε Οδηγητές, ή αυτεξούσιους Ηγέτες που απαιτούν υποταγή, γελάστηκε οικτρά. Μόνο ανυπόταχτοι άνθρωποι μπορούν να σηκώσουν το βάρος ενός τέτοιου αγώνα. Μόνο όσων η συνείδηση δεν μπορεί να «συμμορφωθεί προς τας άνωθεν υποδείξεις». Μόνο ελεύθερες προσωπικότητες που δεν φοβούνται την ανοιχτή ζύμωση, την αναμέτρηση στο πεδίο των επιχειρημάτων και των ιδεών, μπορούν να βγουν μπροστά προτάσσοντας το συμφέρον του λαού. Και μόνο τέτοιες προσωπικότητες μπορούν να παράγουν μια νέου τύπου πειθαρχία, την πειθαρχία που επιβάλει η συνείδηση και ο σκοπός του αγώνα.

Η Σπίθα ξεκίνησε μ' αυτή τη λογική. Επιχειρούσε ευθύς εξαρχής μια νέα μορφή οργάνωσης, όπου όλοι μπορούν να είναι επιτελάρχες, όλοι στρατηγοί και όλοι προικισμένοι με ανώτερες ικανότητες. Όλοι μπορούν να είναι εξέχουσες προσωπικότητες, όχι με τις πλάτες ενός μηχανισμού, ούτε ελέω Υψίστου, αλλά με βάση την πραγματική συνεισφορά τους στη συλλογική σκέψη και πράξη.

Ξεκινάμε λοιπόν από την αρχή. Ξεκινάμε από την ιδρυτική αφετηρία της Σπίθας. Ξεκινάμε να οικοδομούμε μια οργάνωση δίχως Αρχηγούς και Οδηγητές, αλλά με ανεξάρτητους και ελεύθερους ανθρώπους που δοκιμάζονται στην συλλογική δράση στη βάση κοινών αρχών και στόχων. Μια οργάνωση όπου όλοι είναι συνδιαμορφωτές της ιδεολογίας και της πολιτικής της μέσα από την πιο ελεύθερη και ανοιχτή ζύμωση με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας στη βάση.

Σε μια τέτοια οργάνωση η ηγεσία κατακτάται και δεν διορίζεται, ούτε χρίζεται. Δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά απόδειξη της θεωρητικής και πρακτικής συμβολής της μέσα από ελεύθερες, ανοιχτές και πλήρως δημοκρατικές διαδικασίες, όπου συμμετέχουν όλοι με την ίδια βαρύτητα και ρόλο. Μόνο έτσι μπορούμε να έχουμε μια οργάνωση ελεύθερα σκεπτόμενων αγωνιστών οι οποίοι καθοδηγούνται από τη συνείδηση και τη γνώμη τους, χωρίς να γίνονται υποχείρια κανενός, ούτε να υποτάσσονται στο τυφλό συναίσθημα. Μόνο έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μια οργανωμένη δύναμη που να είναι ικανή να φέρει σε πέρας το τιτάνιο έργο της ανατροπής του σημερινού καθεστώτος και της αναγέννησης της χώρας, όπου για πρώτη φορά ο λαός, ο εργαζόμενος λαός και όχι όσοι ζουν από τον μόχθο και το αίμα του, θα γίνει αληθινά αφέντης στον τόπο του.

 

ΠΗΓΗ: 02-04-2011, http://www.mikis-theodorakis-kinisi-anexartiton-politon.gr/el/articles/?nid=609

Τοπικοποίηση: Μια απάντηση παγκοσμιοποίηση ΙΙ

Τι χάθηκε – Τοπικοποίηση: Μια απάντηση στην παγκοσμιοποίηση – Μέρος ΙI

Παρουσίαση του Αλέκου Ζούκα στην εκδήλωση – συζήτηση με τον Γιώργο Κολέμπα*


Συνέχεια από το Μέρος Ι… Εν μέσω κομματικών αλληλοσπαραγμών, μισαλλοδοξίας και αποτυχημένων πολέμων και κινημάτων, ο Παν. Γεννάδιος θα συνεχίσει το έργο του και θα ολοκληρώσει το περίφημο Φυτολογικό Λεξικό του, το 1914, με πάνω από δέκα χιλιάδες φυτά, με αναφορές στις ιδιότητές τους, στην καλλιέργειά τους, τις παθήσεις τους και την αντιμετώπισή τους [6].

Η φτώχεια, βέβαια, σε βαθμό εξαθλίωσης της υπαίθρου είχε ήδη συγκινήσει τους διανοούμενους και λογοτέχνες της εποχής. Αρκετοί αποτύπωσαν στο έργο τους τη δυστυχία που επικρατούσε στην ύπαιθρο, άλλοι συμπαρατάχθηκαν με το μέρος των δυστυχισμένων εκθειάζοντας τον Κοινοτικό τρόπο ζωής όμως κανένας δεν βρέθηκε με το μέρος του κομματικού κράτους και των καπιταλιστικών του οραμάτων με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις αυτών που ενέδωσαν στις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες της εποχής.

Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα ή στον πρόλογο του Συνεταιρισμού της Κοινότητας Κοσκινά Καρδίτσας του 1908, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [7] προκειμένου να κατανοήσει τις συνθήκες που επικρατούν. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον εμφανίζονται οι Ντίνος Μαλούχος και Κων/νος Καραβίδας, κύριοι εκφραστές του Κοινοτισμού ως εναλλακτικού σχεδιασμού της οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης του κράτους.

«Το καθεστώς Βενιζέλου, επισημαίνει ο Μαλούχος, μετά το 1909 άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης στα νέα ιδεολογικά ρεύματα που έρχονταν από την Ευρώπη, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές. Οι θεωρίες αυτές, τελευταίες αναλαμπές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα, διότι η ελληνική πραγματικότητα ήταν πλατύτερη από τα σχήματα αυτά. Προσέκρουαν στην ψυχρή αδιαφορία των αγροτών, μικροεπαγγελματιών και άλλων λαϊκών τάξεων, δηλαδή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παρόμοια ξενόφερτη, εντελώς θεωρητική, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα προσπάθεια ανασυγκρότησης, υπήρξε αυτή των κομμουνιστών. Προσπάθεια άγονη, τουλάχιστον για την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που αποτελείται από μικρονοικοκυραίους, αγρότες και επαγγελματίες, θεωρία που διδάσκει την πάλη του προλεταριάτου εναντίον των κεφαλαιούχων, την στιγμή που στην Ελλάδα το μεν προλεταριάτο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, το δε κεφάλαιο διασκορπισμένο στα χέρια όλου σχεδόν του αγροτικού και μικροαστικού πληθυσμού» [8].

Πανελλήνιο Συνέδριο Κτηνοτρόφων στη Λάρισα 19/4/1920

Είναι η εποχή που αρθρώνονται οι πρώτες αμφισβητήσεις σχετικά με τον καπιταλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της χώρας, με κύριους εκπροσώπους τον Ντίνο Μαλούχο και τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, κατ’ αρχή στο περιοδικό «Κοινότης». Οι αμφισβητήσεις αυτές πολύ γρήγορα πήραν το χαρακτήρα πολεμικής και πάλι εις μάτην. Τόσο ο Μαλούχος, που πέθανε πολύ νέος μόλις 33 ετών, με την αρθρογραφία του, όσο και ο Καραβίδας με τις πολυετείς έρευνες πεδίου, σχετικά με την αγροτική παραγωγή -κύρια στην Μακεδονία- επισήμαναν την εγκληματική αδιαφορία της πολιτικής με την έννοια της κομματοκρατίας και την αναπηρία του κοινοβουλευτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Πιστεύοντας ακράδαντα στην άμεση δημοκρατία και στον Συνεταιριστικό – Κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της υπαίθρου, θα αναλύσουν διεξοδικά τα μοντέλα παραγωγής, κύρια τους Συνεταιρισμούς, για τους γεωργούς, και τα Τσελιγκάτα για τους κτηνοτρόφους.

Ο Καραβίδας στο μνημειώδες έργο του τα «Αγροτικά» [9] θα αναλύσει διεξοδικά την κατάσταση της υπαίθρου ενώ με εκατοντάδες αναφορές του θα προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή των κυβερνώντων πάνω στο πρόβλημα της οικονομικής και δημογραφικής κατάρρευσης της υπαίθρου. Το αρχικό βιβλίο, υπό μορφή ογκώδους έκθεσης μερικών χιλιάδων σελίδων, που παραδόθηκε το 1929 ιδιοχείρως στον Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Βενιζέλου, ο υπουργός (μάλλον ο Μιχαλακόπουλος) το έχασε!!! «Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε από μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού»[10].

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε επέβαλαν άλλες προτεραιότητες και η ύπαιθρος για μια ακόμα φορά περιορίσθηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ωστόσο οι διατροφικές ανάγκες της κατοχής και η φτώχεια ανάγκασαν το λαό ειδικά της υπαίθρου, για ένα μικρό δυστυχώς χρονικό διάστημα, να ξαναθυμηθεί μια πληθώρα πρακτικών και προϊόντων της φύσης όπως τα άγρια μπιζέλια, την μολόχα, διάφορα είδη κιχώριου (από την καβουρδισμένη και τριμμένη ρίζα του παράγονταν και ένα υποκατάστατο του καφέ), το πρωινό κατσαμάκι, τα σούρβα, διάφορες επίσης φυτικής προέλευσης βαφές: ριζάρι (Ερυθρόδανο), Λάπατο (αποξηραμένοι κόνδυλοι των ριζών έβγαζαν καφεκίτρινο χρώμα), καρύδι (το σαρκώδες περίβλημα του καρυδιού για βαφή), οι χλωρές φλούδες του μέλεγου ή μέλιου για την απολύμανση του νερού των πουλερικών κ.ο.κ. Σχεδόν κάθε αγροτικό νοικοκυριό ήταν και ένα μικρό εργαστήριο που συντηρούσε τα εργαλεία του, ύφαινε τα απαραίτητα στρωσίδια ή ρούχα, κατασκεύαζε τις αποθήκες και τους στάβλους του και επισκεύαζε τις ζημιές τους, με τους μπαχτσέδες του, τα οπωροφόρα του και τα λίγα οικόσιτα ζώα. Αντίστοιχα κάθε κτηνοτρόφος, ακόμα και οι νομάδες, είχε τον κήπο του δίπλα στα μαντριά του, έφτιαχνε τα τουλούμια του για το τυρί από δέρματα συνήθως κατσικιών, ξύλινες βαρέλες για νερό, οι γυναίκες ύφαιναν τα μαλλιά κ.ο.κ. Σήμερα οι εντατικές καλλιέργειες εξαφάνισαν την αυτάρκεια του αγροτικού νοικοκυριού και ένα από τα μεγάλα προβλήματα των κτηνοτρόφων είναι το … πετρέλαιο που χρειάζονται για να κάψουν τα μαλλιά των κοπαδιών.

Πριν τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ήδη η κτηνοτροφία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται και από εξαγωγική δύναμη που ήταν στις αρχές του αιώνα άρχισε να μην καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι πολεμικές συγκρούσεις και η πολιτική αστάθεια του πρώτου κυρίως μισού του 20ου αιώνα το κατάφερε ο Δυτικός προσανατολισμός των κυβερνήσεων. Η Α. Χατζημιχάλη [11] στα 1955 θα καταγράψει 1.839 τσελιγκάτα (κοινοπρακτικές μορφές οργάνωσης της κτηνοτροφίας) τα οποία ανήκουν σε 7.620 οικογένειες και αριθμούν 1.403.875 κεφάλια ζώα. Η καταγραφή αυτή αφορούσε μόνον τους Σαρακατσαναίους νομάδες κτηνοτρόφους στις περιοχές της θερινής τους διαβίωσης στα βουνά της Πελοποννήσου, Ηπείρου, Μακεδονίας, Στερεάς, Θεσσαλίας και Θράκης. Στα 1983 ο συνολικός πληθυσμός των ζώων της μεταβατικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα μόλις που φθάνει τα 630.000 [12] ζώα σ’ ολόκληρη τη χώρα, ενώ δεν έμεινε ούτε ένα τσελιγκάτο! Η κατάρρευση υπήρξε ραγδαία…

Η εκτατική (κοπαδιάρικη) κτηνοτροφία αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα βιομηχανικά εκτροφεία προβάτων και βοοειδών που κι αυτά σήμερα δεν καλύπτουν ούτε το 30% της εγχώριας κατανάλωσης κρέατος. Δεν χρειάζεται νομίζω ν’ αναφερθώ στον διατροφικό εφιάλτη της Ευρώπης, τουλάχιστον αυτόν που ανακαλύπτει κατά καιρούς ο Τύπος (σκεφτείτε τι άλλο γίνεται που δεν το μαθαίνει ή το αποσιωπά) ούτε φαντάζομαι στην αναγνώριση των θεσσαλικών προϊόντων στην ιστορική τους πορεία. Κι αφού ούτε τα βιομηχανικά βουστάσια της Δανίας διαθέτουμε, ούτε ταΐζουμε τα ζώα ορυκτέλαια, ας προστατέψουμε τουλάχιστον τα υψηλής ποιότητας γεωργοκτηνοτροφικά μας προϊόντα και φυσικά ας στηρίξουμε (και στηριχτούμε) στην εκτατική μας κτηνοτροφία και στις μικρές εκτατικές καλλιέργειες που μπορούν να αποτελέσουν την μοναδική απάντηση στο σύγχρονο διατροφικό εφιάλτη. Η κάθοδος στο στίβο του παγκόσμιου ή και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς την προστασία των προϊόντων και με κόστη παραγωγής πολλαπλάσια των ανταγωνιστών μας (λόγω ορυκτελαίων, οστεάλευρων κ.λ.π.), φαντάζει σαν απονενοημένο διάβημα.

Η Τοπική αυτοδιοίκηση μη ανθιστάμενη ουσιαστικά κι ακολουθώντας άκριτα τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας, περιφρόνησε την παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής της και εγκατέλειψε το πρόβλημα στις δυνάμεις της αγοράς η παντοδυναμία της οποίας τείνει να υποκαταστήσει κάθε εθνικό σχεδιασμό σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΤΑ περιόρισε τις βασικές της λειτουργίες αφού «ο νεοέλληνας νομοθέτης δεν αξιώθηκε να καταλάβει πως η κοινότητα δεν ήταν μόνο διοικητική περιφέρεια αλλά εστία αναπτύξεως και εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πιο συγκεκριμένη τους εκδήλωση» [13]. Οι ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών, τόσο σε αγρότες όσο και σε συνεταιρισμούς, παρά το ότι επιβάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, έχουν αποδειχθεί ετεροχρονισμένες και αναποτελεσματικές. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν πρόσκαιρα το χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ και να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων και των διοικούντων τον αγροτοσυνεταιριστικό χώρο.

Ζούμε στην εποχή όπου η ποσότητα θριάμβευσε υπέρ της ποιότητας με τις ποικίλες ανησυχητικές προεκτάσεις αυτής της διαπίστωσης. Σε όλους τους τομείς της ζωής και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα αθροίζουμε ποσότητες ενώ καθημερινά χάνουμε γενετικό υλικό. Στην αμπελουργία για παράδειγμα, δεκάδες παλιές ποικιλίες αμπελιών αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες ευρωπαϊκές μεγαλύτερης απόδοσης. Ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας διερεύνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. εκατοντάδες ποικιλίες γνωστές στους αρχαίους, με τα ιδιαίτερα ονόματα και ιδιότητές τους [14]. Από αυτές ελάχιστες υπάρχουν σήμερα και μόνο σε παλιούς αμπελώνες, μη εκμεταλλεύσιμους, στα νησιά ή στα ορεινά της χώρας. Αρκετές ποικιλίες ελληνικών βοοειδών εξαφανίστηκαν χάριν των κρεατοπαραγωγών μοσχαριών υψηλής απόδοσης Σαρολέ, Λιμουζίν και άλλων. Ο Μόκας κι ο Φασούλας στους Καλαρύτες με τα δόντια κυριολεκτικά κρατάνε αμιγή τα κοπάδια τους με τα βραχύσωμα Καλαρυτινά (τα λεγόμενα Μπούτσκα), πρόβατα με τεράστια πλεονεκτήματα έναντι των άλλων.

Αγαπητοί φίλοι δεν σας κρύβω ότι αντιμετωπίζω με μελαγχολία όλη αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον χρόνος προκειμένου να ανατραπεί αυτή η πορεία. Ωστόσο πιστεύω πως το μεγαλύτερο κέρδος από τους προβληματισμούς αυτούς και από όλα αυτά τα κινήματα είναι πως κάποιοι άνθρωποι συνειδητοποιούν καθημερινά πως υπήρχε -και υπάρχει- κι άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε. Μια διαφορετική πορεία που απελευθερώνει τον άνθρωπο από οικονομικά, πολιτικά ή άλλου είδους δεσμά και τον μεταμορφώνει σε κυρίαρχο της προσωπικής και κοινωνικής του ιστορίας. Κι αυτό είναι μια ιστορική αλήθεια που θα δυναμώσει την πίστη όσων κουράστηκαν να σέρνονται πίσω από τα τερτίπια του κοινοβουλευτισμού δηλαδή τις υποσχέσεις, τα διλήμματα και τους εκβιασμούς.

Αρκετά όμως ως εδώ και ευχαριστώ για την υπομονή σας.

 

 [7] 1908, Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης, τόμος Ε’, επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος. «Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκαταστάσης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μία αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, η ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένην αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκέντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλεν επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων και το ανά χείρας βιβλιάριον δύναται να χρησιμεύση ως υπόδειγμα πώς πρέπει να διευθύνωνται εκασταχού αι κοινοτικαί περιουσίαι. Οι γεωργικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ελλάδος, οίτινες αποτελούσι την βάσιν της κοινωνίας, και πρέπει να σεμνύνωνται δι’ αυτό, ας λάβωσι διδάγματα και ας καρπωθώσιν ωφελήματα εκ του διαυγούς τούτου Καταστατικού, του περιποιούντος τιμήν εις εκείνους οίτινες το υιοθέτησαν και το κατήρτισαν, και, συν Θεώ αρωγώ, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Το μέλλον αναγκαίως θα είναι καλύτερον του παρελθόντος».

[8] Μελετόπουλος Μελέτης, ό. π.

[9] Κ. Δ. Καραβίδα «Αγροτικά», «Έρευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαυϊκαίς χώραις», Μελέτη Συγκριτική, Παράρτημα του ΣΤ» τεύχους του Γεωργικού Δελτίου, Αθήνα 1931.

[10] Σπύρος Κουτρούλης, «Ο κοινοτικός συνεργατισμός και ο Κ. Καραβίδας», Περιοδικό Άρδην τ. 44.

[11] Χατζημιχάλη Α.: «Σαρακατσάνοι», τ. Α., Αθήνα 1975.

[12] Ψυχογιός Δ., Παπαπέτρου Γιούλη: «ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ», άρθρο στο «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ», Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1987.

[13] Νικόλαος Πανταζόπουλος «Κοινοτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση», άρθρο στην εφ. MAKΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 07.11.2010.

[14] Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου «Οι Αμπελώνες του Άθω» Θεσσαλονίκη 2001 (απόσπασμα από το έργο «Άθως, φως εν σκότει», Αθήνα 1935).

 

*…συγγραφέα του βιβλίου «Τοπικοποίηση: Μια απάντηση στην παγκοσμιοποίηση», που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Μαρτίου στο Μύλο Ματσόπουλου από την κίνηση αποανάπτυξης τρικαλινών πολιτών.

 

ΠΗΓΗ: http://apokoinou.com/?p=319#comment-6