Τι χάθηκε – Τοπικοποίηση: Μια απάντηση στην παγκοσμιοποίηση
Μέρος Ι
Παρουσίαση του Αλέκου Ζούκα στην εκδήλωση – συζήτηση με τον Γιώργο Κολέμπα*
Θα αναρωτιούνται, όπως είναι φυσικό, οι νεότεροι, δηλαδή όλοι όσοι μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα καθεστώς επάρκειας ή, στην καλύτερη περίπτωση, ευμάρειας για το ποιος ήταν άραγε αυτός ο πλούτος σε προϊόντα, διατροφικά ή άλλα, που χάθηκε και κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες; Ή, πιο συγκεκριμένα, ήταν τόσο απαραίτητα όλα αυτά τα προϊόντα που η εξαφάνισή τους από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου να προβάλλεται σήμερα ως πλήγμα στην ισορροπημένη ζωή και υγιεινή διατροφή του;
Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα είναι προφανής. Στη φύση δεν περισσεύει τίποτα, απαραίτητα για την διατροφή του ανθρώπου μπορεί να μην είναι τα λαθούρια, αλλά σίγουρα σε κάποια άλλη βιολογική αλυσίδα είχαν το ρόλος τους. Με την σταδιακή τους εξαφάνιση φτωχαίνει η βιοποικιλότητα ενός τόπου κι οπωσδήποτε θα εμφανισθούν οι συνέπειές της.
Ίσως ακόμα να σκέφτονται κάποιοι με μια δόση εφησυχασμού πως τελικά η εξέλιξη είναι αυτή που ρυθμίζει αυτού του είδους τις απώλειες και πως αυτό είναι μια εντελώς φυσιολογική διαδικασία, που ονομάζεται και Φυσική Επιλογή. Θα συμφωνούσα, πράγματι, με την τελευταία άποψη αν αυτό συνέβαινε σε ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, αν δηλαδή η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας απρόσκοπτης φυσικής διαδικασίας κι όχι της εντατικής ανθρώπινης παρέμβασης. Δυστυχώς όμως όπως θα φανεί στη συνέχεια δεν υπήρξε καμιά ελεύθερη επιλογή, αντιθέτως, ο χάρτης της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής και ο κατάλογος των διατροφικών προϊόντων, διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της μεθοδικής αλλοίωσης της παραγωγικής φυσιογνωμίας της χώρας.
Πανελλήνιο Συνέδριο Κτηνοτρόφων στη Λάρισα 19/4/1920
Ωστόσο δεν ήταν μόνον η παραγωγική φυσιογνωμία της χώρας που αλλοιώθηκε στους δύο περίπου αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Ή, καλύτερα, κι αυτή ακολούθησε με τη σειρά της ολόκληρο τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο προσανατολισμός αυτός, από την δημιουργία του ελληνικού κράτους, και για ολόκληρο τον 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του εικοστού, ήταν πρωτίστως πολιτικός, στραμμένος ακλόνητα προς την δύση, κυρίως Αγγλία και Γαλλία, και σπανιότερα Ρωσία[1]. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένες περιπτώσεις που η προσήλωση αυτή είχε καθαρά ιδιοτελή κίνητρα ενώ κατά τα τέλη του 20ου αι. ο οικονομικός και μιλιταριστικός της χαρακτήρας. Επιπροσθέτως ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των δυνάμεων αυτών μεταφέρονταν και στο εσωτερικό της χώρας με συνέπεια οι εγχώριες κομματικές αντιπαλότητες να παίρνουν ενίοτε πολεμικό χαρακτήρα ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οδήγησαν τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες.
Όμως η ελληνική ύπαιθρος ήταν αυτή που ιστορικά δοκιμάστηκε σκληρά. Μετά το αποτυχημένο Κίνημα των Ορλωφικών του 1770 γνώρισε την ανελέητη βιαιότητα των Οθωμανών, μεγάλες κωμοπόλεις που ανθούσαν από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων καταστράφηκαν, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, παραδόθηκαν στη λεηλασία, με λίγα λόγια η ύπαιθρος στα χρόνια εκείνα γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή, από την επικράτηση των Οθωμανών τον 15ο αι. Ωστόσο μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είχαν ανασυνταχθεί, όπως φαίνεται από τις αναφορές διαφόρων περιηγητών και ιδιαίτερα στις εκθέσεις του Γάλλου προξένου Felix Beaujour[2], ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των προϊόντων που κατείχαν αξιοσημείωτη θέση στο εξαγωγικό εμπόριο και στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι περίφημες κάπες της Ζαγοράς που κατασκευάζονταν με γιδόμαλλο, που έφτανε στο Χορευτό με καΐκια από την περιοχή της Λειβαδιάς, κι αυτές των Καλαρυτών, διακινούνταν στην Ευρώπη αλλά και στους Έλληνες και Αλβανούς κτηνοτρόφους (μακριές μέχρι τον αστράγαλο) και κοντές (τα λεγόμενα κοντοκάπια) για τους ναυτικούς του Αιγαίου και της Αδριατικής. Τα υφαντουργεία του Τιρνάβου, προμήθευαν τον Οθωμανικό στρατό με τόνους τσόχες, αμπάδες, σερβέτες, και άλλα υφάσματα, ο Συνεταιρισμός των Αμπελακίων έβαφε και διακινούσε τα μεταξωτά νήματα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ενώ οι εξαγωγές των μαλλιών και δερμάτων είχαν φθάσει στο απόγειό τους. Η εξαιρετική, για την εποχή, επεξεργασία κάποιων προϊόντων καθώς και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν προκάλεσαν την περιέργεια των Ευρωπαίων που «προσπάθησαν να βρουν το «μυστικό» της βαφής των νημάτων. Έστελναν δήθεν περιηγητές, που δεν ήταν παρά εμπορικοί κατάσκοποι, στα Αμπελάκια, στον Τύρναβο και αλλού κι έμαθαν τον τρόπο βαφής. Ο Beaujour τον περιγράφει με ακρίβεια χημικού. Προμηθεύτηκαν σπόρους ριζαριού, τους μετέφεραν στη Γαλλία, κυρίως στη Μασσαλία και στο Παρίσι, ακριβοπλήρωσαν Αμπελακιώτες τεχνίτες και τους πήραν στη Γαλλία. Με το ριζάρι της Γαλλίας, με τους Έλληνες τεχνίτες και με την επίβλεψη του διάσημου Λαβουαζιέ (Lavoiser), πατέρα της χημείας, προσπάθησαν να επιτύχουν καλές βαφές. Γίνονταν όλα σχολαστικά, με συνεχείς επαναλήψεις. Το αποτέλεσμα πάντα ήταν απογοητευτικό. Άλλο χρώμα έδινε το παραγόμενο στην Θεσσαλία ριζάρι με τον ήλιο και το νερό της Ελλάδας και άλλο στην Γαλλία χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις. Ο Λαβουαζιέ και οι άλλοι πρωτοπόροι της χημείας παράτησαν τελικά την προσπάθεια με τα χρωστικά φυτά και στράφηκαν στις χημικές βαφές. Και ανακάλυψαν τα χρώματα ανιλίνης». [3]
Ωστόσο η πανώλη των αρχών του 19ου αιώνα ανέκοψε αποφασιστικά αυτή την πορεία την οποία ανακοπή ολοκλήρωσαν τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και οι, εξ αυτών, συχνές εκστρατείες των στρατευμάτων της Πύλης. Κάθε εκστρατευτική προπαρασκευή σήμαινε για τους κτηνοτρόφους και γεωργούς της υπαίθρου βαρύτατες απώλειες που κοντά σ’ αυτές θα πρέπει να υπολογιστεί και η τροφοδοσία -οικειοθελώς ή παρά τη θέλησή τους- των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων.
Στην σύντομη πρωθυπουργία του ο Καποδίστριας (1828 – 1831) συνειδητοποίησε την ανάγκη ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης αγροτικής οικονομίας και μεταξύ των άλλων μέτρων μετακάλεσε από τη Γαλλία τον Γρηγόριο Παλαιολόγο φιλόλογο και κυρίως γεωπόνο, μέλος της Κηποκομικής και της Γεωργικής Εταιρείας στο Παρίσι, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Εδώ ανέλαβε την διεύθυνση των Εθνικών Κτημάτων και του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Η δολοφονία όμως του Καποδίστρια απομάκρυνε με σκαιό τρόπο τον Παλαιολόγο από τις θέσεις του και το αγροκήπιο ερήμωσε. Ωστόσο οι ιδέες του για την αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας, μπολιασμένες με τις ιδέες του Σαιντ Σιμόν που είχαν – με προτροπή του Κοραή – αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, πρώτα στο Πανεπιστήμιο, άρχισαν να κυκλοφορούν και στους αγροτικούς πληθυσμούς κυρίως μέσα από διαλέξεις, επαφές και αρθρογραφία, στο περιοδικό Αθηνά, που συνέχιζε ο Παλαιολόγος και μετά την απομάκρυνσή του.
Ο Παλαιολόγος υπήρξε ο άνθρωπος που πρώτος αυτός στη νεότερη Ελλάδα προσπάθησε να ανασυγκολλήσει τη χαμένη συνέχεια της γνώσης των αρχαίων γύρω από τα φυτά και τις ιδιότητές τους. Το Κεχρί (με το αλεύρι του εμπλούτιζαν το ψωμί), τα Κουκιά, ο Βίκος (πλούσια σε παραγωγή γάλακτος ζωοτροφή), ο Όροβος ή ρόβι (για την διατροφή των βοοειδών), το Φηγόπυρο ή μαυροσίταρο (όσπριο με το οποίο γίνονταν το κρίμνο ή ο χόνδρος δηλ. το ψιλό ή χονδρό πληγούρι), ο Θέρμος (ξεχασμένο και στα χρόνια του Παλαιολόγου όσπριο για ζωοτροφή που εμπλούτιζε με την καλλιέργειά του όπως και το κεχρί τα φτωχά εδάφη), [4] όπως και πολλά, ξαναήρθαν στην επιφάνεια σε σχέση και με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της καλλιέργειάς τους αλλά και σε σχέση με τις παρατηρήσεις των αρχαίων (Θεόφραστου, Διοσκουρίδη, Γαληνού και άλλων) για τη θρεπτική τους αξία και τις άλλες τους ιδιότητες. Με το ογκώδες δίτομο έργο του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία 1833 – 1835, αλλά και με τις δεκάδες μονογραφίες του με πρακτικές οδηγίες και καλλιεργητικές συμβουλές, άφησε για τις επερχόμενες γενεές μια σπουδαία παρακαταθήκη γνώσεων που στο σύνολό τους παραμένουν, δυστυχώς, επίκαιρες. Η ελληνική ύπαιθρος συνέχισε να παραδέρνει έρμαιο, αυτή τη φορά, των ομοεθνών μεγάλων γαιοκτημόνων οι οποίοι διαδέχθηκαν, στην κυριότητα της γης, τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς.
Η αρπαγή της γης με διάφορα νομικά τερτίπια και το καθεστώς της δουλοπαροικίας των ακτημόνων, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, θα συγκινήσει τον επαναστάτη και οραματιστή πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (στο διάστημα 1865 – 1883 εξελέγη δέκα φορές πρωθυπουργός) που ξεκίνησε το μεγάλο μεταρρυθμιστικό του σχεδιασμό από τη Θεσσαλία, η οποία ελευθερώθηκε επί πρωθυπουργίας του και η οποία με κατάλληλες υποδομές (σιδηρόδρομος, εγγειοβελτιωτικά έργα), με την αποκατάσταση των ακτημόνων και με συνδυασμένη αγροτική – βιομηχανική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ξελασπώσει τη βαλτωμένη οικονομία της χώρας και να χορτάσει τον εξαθλιωμένο της πληθυσμό. Σ’ αυτό το ελπιδοφόρο περιβάλλον, έρχεται από την Αμερική -όπου σπούδασε φυσικές και φυσικοϊστορικές επιστήμες ο Παναγιώτης Γεννάδιος, γιος του λόγιου και διδάσκαλου του γένους Γεωργίου Γεννάδιου. Η δράση του υπήρξε πολυσχιδής, όντας Επιθεωρητής Γεωργίας στο Υπ. Εσωτερικών, την περίοδο 1880 – 1894, γράφει, επιμελείται και εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» για 12 χρόνια αδιαλείπτως [5]. Γύρω από το περιοδικό συγκεντρώνονται αρκετοί επιστήμονες γεωπόνοι, χημικοί, βοτανολόγοι και άλλοι. Αν σκεφτεί κανείς τα μέσα της εποχής και την ανάγκη περιγραφής των ασθενειών με εικόνες (εδώ γίνονταν με σκίτσα) η προσπάθεια του Γεννάδιου φαντάζει τιτάνια!
Τον Κουμουνδούρο όμως ανατρέπει ο υπουργός του Χαρίλαος Τρικούπης με τη βοήθεια βουλευτών που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων. Ο Τρικούπης θα διαχειριστεί το δάνειο των 5 εκ. φράγκων, που είχε συνάψει ο Κουμουνδούρος με τη Γαλλία, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη Θεσσαλία, για ίδιο κομματικό όφελος. Τροποποιεί τη σύμβαση του σιδηροδρόμου και ορίζει πλάτος της γραμμής το ένα μέτρο (μετρική) κι όχι το διεθνές πλάτος του 1,44 μέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα. Η μειονεκτική της θέση (τερματικός προορισμός) επέβαλε στη χώρα να πληρώνει παντού τις διελεύσεις των εμπορευμάτων της, από και προς την Ευρώπη, και να μην εισπράττει από κανέναν. Τώρα πληρώνει και την ενοικίαση των ξένων βαγονιών για τις μεταφορές της και την μεταφόρτωση τους στο μεθοριακό σταθμό του Πυργετού Λάρισας στα οθωμανικά τρένα. Η σκληρή του στάση στα συλλαλητήρια της εποχής, για την αποκατάσταση των ακτημόνων και ενάντια στις αυθαιρεσίες – με την ανοχή των αρχών – των τσιφλικάδων, παρακίνησε το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας στις αρχές του αιώνα, έπειτα από εισήγηση του Δήμαρχου Γαλάτη, να κηρυχθεί ο Τρικούπης πρόσωπο ανεπιθύμητο για τη Λάρισα και να μην ονομασθεί ποτέ οποιαδήποτε οδός ή μνημείο στο όνομά του.
Αντίθετα το Άγαλμα του Κουμουνδούρου καθώς και το όνομά του τιμούν την πρώτη οδό της πόλης. Θεωρώ πως είναι ντροπή, αν όχι ανοησία, άνθρωποι που δηλώνουν ιστορικοί, και ιδιαίτερα Θεσσαλοί, να αναφέρονται στον Τρικούπη με το χαρακτηρισμό «υποδειγματικός ηγέτης» υπερεκτιμώντας τις πολιτικές του δεξιότητες και παραβλέποντας το γεγονός πως η πολιτική τελικά, ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μέσο, το «όχημα» δηλαδή που θα οδηγήσει τον άνθρωπο και την κοινωνία στην ευτυχία και όχι αυτοσκοπός…
[1] «Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, σύμφωνα με τον (Ντίνο σ.δ.) Μαλούχο, (α) στον υλικό και ψυχικό κάματο που προήλθε από την Επανάσταση, (β) στην τεχνική και υλική υπεροχή της Δύσης, (γ) στην έλλειψη ντόπιας ιθύνουσας τάξης, ικανής να αντιμετωπίσει τα μετεπαναστατικά προβλήματα, (δ) στον ρόλο των εξ Ευρώπης Ελλήνων πολιτικών, (ε) στην ευνοϊκή για την Ελλάδα παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων». Μελετόπουλος Μελέτης, «Ο Ντίνος Μαλούχος και η επιθεώρηση «Κοινότης»», Περιοδικό Άρδην, τ. 44., όπου και σπουδαίες πληροφορίες για τις δυσχέρειες και την «τύχη» των ιδεών του Κοινοτισμού στην Ελλάδα.
[2] Felix Beaujour «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία» (1787-1797), εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1974.
[3] Λάζαρος Αρσενίου «Η Θεσσαλία στην τουρκοκρατία», σελ. 76, Επικαιρότητα, Αθήνα 2010.
[4] Γρηγόριος Παλαιολόγος «Γεωργική και Οικιακή Οικονομία», τόμος 1ος, Ναύπλιο, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1833 και τόμος 2ος, Αθήνα, ο.π. 1835.
[5] «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ», «Σύγγραμμα κατά μήνα εκδιδόμενον, όργανον των συμφερόντων των απανταχού Ελλήνων κτηματιών, καλλιεργητών της γης και κτηνοτρόφων», υπό Π. Γενναδίου, έτος πρώτον, Αθήνα 1885.
[6] Π. Γ. Γενναδίου, «Φυτολογικόν Λεξικόν, περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκακισχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι», Αθήνα 1914.
*…συγγραφέα του βιβλίου «Τοπικοποίηση: Μια απάντηση στην παγκοσμιοποίηση», που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Μαρτίου στο Μύλο Ματσόπουλου από την κίνηση αποανάπτυξης τρικαλινών πολιτών.
ΠΗΓΗ: http://apokoinou.com/?p=319#comment-6