Από τον κοινοτισμό στη Φιλία – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Ξυδιά*
… ὅτι πόλιν ἐλευθέραν τε εἶναι δεῖ
καὶ ἔμφρονα καὶ ἑαυτῇ φίλην
Πλάτωνος Νόμοι, 693b
– Β –
Εν τω μεταξύ, εν μέρει εξ αιτίας της φυσικής κόπωσης κι εν μέρει εξ αιτίας διαφορετικών προσανατολισμών, είχαν αρχίσει στην παρέα μας να εκδηλώνονται κεντρόφυγες τάσεις. Είχαμε φτάσει στα 1991. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1995, οι τέσσερεις από τους έξι της αρχικής παρέας ξαναβρεθήκαμε μεταξύ μας με σκοπό να μελετήσουμε τα περί Φιλίας στον Αριστοτέλη.
Μεταξύ άλλων θεωρήσαμε αναγκαία μια εισαγωγική μελέτη των συναφών έργων του Πλάτωνα, οπότε ανέλαβα να παρουσιάσω στην ομήγυρη τον Λύση. Στον σχετικά παραμελημένο αυτόν διάλογο, θέμα του οποίου είναι η φιλία, βρήκα τις βάσεις για μια εναλλακτική τοποθέτηση – ή μάλλον, για μια ριζική αντιστροφή – όλων αυτών των ζητημάτων που είχε θέσει ο Tönnies στο ‘Κοινότητα και Κοινωνία’.
Ο Πλάτων βλέπει στη φιλία έναν ιδιαίτερο δεσμό που – όπως η ‘κοινότητα’ του Tönnies – αναπροσδιορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις στη βάση της οικειότητας. Διερευνώντας όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του δεσμού ο Πλάτων προχωρά σε μια σειρά ανατροπών, παράδοξων τόσο για τη δική μας κοινή αίσθηση όσο και για τον Tönnies. Κατ’ αρχάς απορρίπτει τη φυσική συγγένεια ως πρωτογενή αφετηρία της οικειότητας. Η οικειότητα που οδηγεί στην ευδαιμονία, λέει, δεν βασίζεται στις φυσικές σχέσεις (όπως π.χ. η φυσική αγάπη των γονιών για τα παιδιά τους).[5] Επομένως άλλη είναι η οικειότητα που μας ενδιαφέρει. Οικείος και φίλος γίνεται κάποιος σε κάποιον όταν ο δεύτερος αναγνωρίσει στον πρώτο ότι είναι καλύτερος απ’ αυτόν ως προς κάτι που του είναι ζωτικό (209c). Τότε του εκχωρεί το δικαίωμα να ενεργεί – σε σχέση με αυτό το κάτι – ελεύθερα και επί του ιδίου και επί των κτήσεών του, κάνοντας ό,τι επιθυμεί. Κι έτσι ο πρώτος γίνεται πραγματικά άρχων και ελεύθερος (210b), ενώ ο δεύτερος έχει το όφελος ότι η ζωή του και τα πράγματά του τυγχάνουν της φροντίδας ενός καλύτερου απ’ αυτόν τον ίδιο. Αυτή είναι η βάση της οικειότητας και της φιλίας για τον Πλάτωνα.
Σπεύδω να πω ότι για το θέμα που συζητούμε δεν έχει καμία σημασία αν αυτό που περιγράφει ο Πλάτων ως φιλία ταιριάζει με τη δική μας γενική αίσθηση για το τι είναι φιλία (θα χρειαζόταν γι’ αυτό μια άλλη συζήτηση). Εδώ αρκεί να συμφωνήσουμε ότι έχουμε πράγματι να κάνουμε μ’ έναν δεσμό που ορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις σε μια προοπτική ευδαιμονίας, ομόλογη όσο και διαφορετική από την προοπτική της αυθεντικότητας που είδαμε στον κοινοτισμό. Ας σταθούμε λίγο σ’αυτό. Κατ’ αρχάς είναι σαφές ότι ο δεσμός της φιλίας που περιγράφει εδώ ο Πλάτων είναι δεσμός πολιτικός, αφού εμπεριέχει τις έννοιες της ελευθερίας και της εξουσίας (ελεύθερος και άρχων). Κι εδώ προχωράμε σε μια δεύτερη ανατροπή. Ο Πλάτων δεν αντιλαμβάνεται εξουσία και ελευθερία σαν ανεξάρτητα πράγματα, αλλά σαν τις δυο όψεις του πολιτικού δεσμού για τον οποίο μιλάμε. Ελεύθερος δεν είναι απλώς αυτός που κάνει ό,τι θέλει στον εαυτό του και στα δικά του πράγματα, αλλά αυτός που του εκχωρείται από τους άλλους το δικαίωμα να άρχει επ’ αυτών. Αυτή η ελευθερία-εξουσία δεν είναι αυτονόητο δικαίωμα του καθενός (όπως η εξατομικευτική ελευθερία της ‘κοινωνίας’) αλλά είναι πνευματικό κατ’ αρχήν επίτευγμα, προϋποθέτοντας σωφροσύνη ή φρόνηση. Ο Πλάτων μας μιλά εδώ για μια συνάντηση ψυχών, σε μια σχέση ασύμμετρη, που προϋποθέτει την ηθελημένη προσχώρηση και των δύο πλευρών – αυτού που κατέχει την πνευματική αυτή αρετή και αυτού που είναι σε θέση να την αναγνωρίσει ως ωφέλιμη για τον ίδιον. Από μια άποψη η σχέση αυτή μοιάζει με την ‘κοινωνία’ του Tönnies, αφού υπάρχει ένα είδος ‘ανταλλαγής’. Εδώ όμως τα δύο μέρη δεν προσέρχονται απλώς για να ανταλλάξουν τα αγαθά τους ή για να συνενώσουν αθροιστικά τις δυνάμεις τους και μετά να ξαναποσυρθούν στον ιδιαίτερο χώρο τους, αλλά παραμένουν ενωμένοι στον κοινό λόγο που αρθρώνεται από το ελευθέρως άρχειν του ενός και το ελευθέρως άρχεσθαι του άλλου.
Ποια είναι η γενετική βάση του κοινού λόγου – της ‘ομολογίας’ των ‘φίλων’ – σ’ αυτή τη ‘φιλική’ σχέση άρχοντος και αρχομένου; Υπάρχει μια φυσιολογία ή οντολογία της πλατωνικής φιλίας, αντίστοιχη μ’ αυτή που μας προτείνει ο Tönnies για την ‘κοινότητά’ του; Ασφαλώς και υπάρχει (παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις πολλών από τους σχολιαστές του διαλόγου).[6] Αντί της αντίθεσης μεταξύ της ‘φυσικής’ και της ‘λογικής’ θέλησης έχουμε εδώ τη συνθετική λειτουργία του ‘φιλείν’ ως μια διαρκή μετάβαση από τη ‘φυσική’ έλξη στον ‘κοινό λόγο’. Σ’ αυτή την πορεία οι δύο φίλοι δεν ανακαλύπτουν απλώς τη δεδομένη, υποτίθεται, φύση τους για να ευθυγραμμιστούν οργανικά μαζί της. Μέσω του κοινού λόγου, τη δημιουργούν οι ίδιοι με τη βελτίωσή τους (με τον συντονισμό τους προς το κάλλος και την αλήθεια). Βρίσκουμε λοιπόν εδώ μια άλλη έννοια ‘αυθεντικότητας’ που όχι μόνο δεν είναι αντίθετη προς την ελευθερία και τον λόγο, αλλά προϋποθέτει και τα δύο ως μοναδική μέθοδο εναρμόνισης προς μια ‘φύση’ που δεν πρέπει απλώς να την ανακαλύψουμε, σαν να ήταν ένα οργανικό δεδομένο, αλλά που οφείλουμε να συμβάλουμε στη δημιουργία της – μια ‘φύση’ που δεν μας ωθεί όπισθεν (μέσω απρόσωπων φυσικών ορμών), αλλά μας έλκει άνωθεν (μέσω της συγκίνησης που γεννούν ένα βλέμμα ή μια σκέψη). Ο δεσμός της φιλίας γίνεται έτσι ένας κανόνας και οδοδείκτης ότι η δημιουργική δια του λόγου κίνηση προς αυτή μας τη ‘φύση’ δεν είναι αυθαίρετη.
Με τον τρόπο αυτό ο Πλάτων κλείνει τους λογαριασμούς του με την οικειότητα των φυσικών δεσμών και της παράδοσης και αναθεμελιώνει την κοινότητα στη βάση της φιλίας, ως ελεύθερου διαπροσωπικού δεσμού που ορίζει μια κοινή πολιτική αρχή για όλες τις κλίμακες και όλα τα επίπεδα: τους κατά φύση συγγενείς, τους γείτονες, τους συμπολίτες και εν τέλει όλη την ανθρωπότητα, περιλαμβάνοντας ομοεθνείς και αλλοεθνείς, άντρες και γυναίκες (209c-210b). Επ’ αυτής της πολιτικής αρχής σχηματίζεται το έδαφος ενός εμπειρικά θεμελιωμένου πολιτικού ορθολογισμού, που δεν υπόκειται σε φυσικούς, γεωγραφικούς ή πολιτιστικούς περιορισμούς. Θα μπορούσαμε με δική μας ευθύνη να προεκτείνουμε αυτή την ιδέα προς διάφορες κατευθύνσεις. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να φανταστούμε μια γενικευμένη κοινότητα που συγκροτείται με συνεκτικό ιστό την καθολική φιλία-οικειότητα προς τον σοφό ή τη σοφία (210d)· ή ένα πολιτικό πλαίσιο αμοιβαίων αλληλεξαρτήσεων φιλίας, όπου ο καθένας εκχωρεί στους άλλους το δικαίωμα να γίνονται απέναντί του άρχοντες και ελεύθεροι να κάνουν ότι θέλουν επ’ αυτού κατά το μέτρο και στους τομείς που τους αναγνωρίζει ότι είναι καλύτεροί του (αν δεν κάνω λάθος, προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο Αριστοτέλης). Ο ίδιος ο Πλάτων στο τελευταίο του έργο, στους Νόμους, θέτει την αρχή της φιλίας-οικειότητας («κοινά τα φίλων», 739c) ως βάση του ιδεωδέστερου των πολιτευμάτων, επιχειρώντας εκεί την αναλυτική έκθεση ενός συστήματος πολιτικών θεσμών που θα βασιζόταν στην αρχή της φιλίας, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη του ότι οι πραγματικοί άρχοντες δεν μπορεί να είναι οι ιδεώδεις σοφοί.[7]
* * *
Εδώ κλείνει ουσιαστικά και ο δικός μου κύκλος που άνοιξε το 1987 ως αναζήτηση της κοινότητας. Εξακολουθώ να βλέπω με συμπάθεια τον κοινοτισμό, εκτιμώντας την κριτική του οξύτητα και πολλές αξιόλογες πρακτικές ιδέες. Δεν βλέπω όμως σ’ αυτόν μια πραγματική δυνατότητα εξόδου από τον κυρίαρχο τρόπο του σκέπτεσθαι, αλλά μάλλον μια αμήχανη έκφραση των αντιφάσεών του. Η ‘κοινότητα’ (των κοινοτιστών) δεν είναι το αντίπαλο δέος, αλλά η αντεστραμμένη εικόνα της ‘κοινωνίας’. Δεν ξέρω αν ο δρόμος της φιλίας όπως τον εξέθεσα παραπάνω θα αποδειχθεί περισσότερο γόνιμος. Γνωρίζω όμως τι θα απαντούσε ο Πλάτων σε κάποιον που θα επέμενε να αντιπαραβάλλει την αυθεντικότητα στον ορθολογισμό του συμφέροντος: ‘Μα η αυθεντικότητα είναι το μόνο συμφέρον, φίλε μου’ – θα του έλεγε – δείχνοντας έτσι τη δυνατότητα μιας ελευθερίας που δεν είναι αυθαιρεσία και αποχωρισμός αλλά ελπίδα ουσιαστικής συνεύρεσης, και μιας εξουσίας που δεν είναι επιβολή και οικειοποίηση αλλά δημιουργική μέριμνα. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι μια τέτοια αντιστροφή θα ήταν πολύ κοντά στο συνθετικό πνεύμα του Καραβίδα, αλλά και στη μύχια ελπίδα του Tönnies πως η ‘κοινότητα’ μπορεί να ξαναβρεθεί στο μέλλον μέσα από την οδό της ‘κοινωνίας’.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[5] Όλα αυτά λέγονται στο κείμενο με τον ιδιαίτερο τρόπο της πλατωνικής σκηνοθεσίες και της σωκρατικής ειρωνείας. Ο Σωκράτης π.χ. απορεί όταν μαθαίνει ότι οι γονείς του Λύση, του νεαρού συνομιλητή του, τον περιορίζουν, για λόγους παιδαγωγικούς, και δεν τον αφήνουν να κάνει ό,τι επιθυμεί; Αλλά και τι άλλο να κάνουν οι γονείς όταν ξέρουν ότι οι επιθυμίες του παιδιού τους δεν βασίζονται στη φρόνηση; Έτσι, μέσα από παράδοξη αντιμετώπιση των σχέσεων του Λύση με τους γονείς του ο Πλάτων αναθεωρεί το πλαίσιο της οικειότητας. Άλλο η φυσική γονεϊκή αγάπη και οικειότητα, κι άλλη αυτή που αρμόζει στον ελεύθερο πολίτη και οδηγεί στην ευδαιμονία. Η δεύτερη προϋποθέτει τη φρόνηση του αγαπημένου. Η αγάπη εδώ δεν είναι ένα αίσθημα, αλλά μια σχέση που κατακτάται.
[6] Την απάντηση στο ερώτημα αυτό ο Πλάτων δεν τη δίνει ευθέως. Τη σκιαγραφεί μέσα από την αδιέξοδη φαινομενικά διερεύνηση διαφόρων ερωτημάτων (του είδους: ‘φίλοι’ γίνονται οι ‘όμοιοι’ ή οι ‘αντίθετοι’; και τι επιθυμούμε πραγματικά; το άμεσο αντικείμενο της επιθυμίας μας ή κάτι άλλο χάριν του οποίου αγαπούμε και επιθυμούμε όλα τα υπόλοιπα; και τι είναι αυτό; είναι το αγαθόν ή ό,τι μας είναι οικείο;) … αλλά και μέσα από τη σκηνική ανάπτυξη της αφήγησης, που μας παραπέμπει σε πράγματα γνωστά από τον Φαίδρο και το Συμπόσιο: Για να έλθω στη συντροφιά σας – λέει π.χ. ο Σωκράτης στην αρχή του Λύση – πρέπει να μου πείτε ποιος είναι ο ωραίος (204b). Μας λέει μ’ άλλα λόγια πως η ψυχική συνάντηση των φίλων εκκινεί από μια πρωταρχική έλξη του ενός προς τον άλλο. Επ’ αυτής της πρωταρχικής προ-γλωσσικής ‘ομολογίας’, αφετηρία της οποίας είναι το κάλλος (η ομορφιά), οικοδομείται στη συνέχεια ο φιλικός δεσμός μέσα από μια διαδικασία διαλεκτικού διαλόγου ως κοινής ζήτησης της αληθείας.
[7] Πολλοί έχουν επισημάνει ότι οι Νόμοι είναι μια δεύτερη, αναθεωρητική προσπάθεια του Πλάτωνα να μιλήσει για τα θέματα που αφορούν τη συγκρότηση της πόλεως με έναν τρόπο πιο μετριοπαθή απ’ αυτόν της Πολιτείας. Θεωρούν όμως ότι η μετριοπάθεια των Νόμων βασίζεται σ’ ένα είδος εμπειρισμού του Πλάτωνα, σε μια πιο ρεαλιστική εκ μέρους του στάση, που δεν βασίζεται σ’ ένα συνεκτικό θεωρητικό πυρήνα. Αυτό όμως είναι λάθος. Διότι υπάρχει μια ισχυρή πολιτική αρχή επί τη βάσει της οποίας αναπτύσσεται το πολιτικό σύστημα των Νόμων, κι αυτή είναι η φιλία. Όπως σιγά-σιγά συνειδητοποίησα – χάρη στην ισχυρή ερμηνευτική γραμμή που μου είχε προσφέρει ο Λύσις και στο συνεχή διάλογο που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια με τον Σπύρο Μπενετάτο – η φιλία είναι μαζί με τη δικαιοσύνη δυο παράλληλοι άξονες γύρω από τους οποίους διαρθρώνεται όλη η πολιτική θεωρία του Πλάτωνα. Φιλία και δικαιοσύνη είναι για τον Πλάτωνα δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν μπορεί να υπάρχει φιλία χωρίς δικαιοσύνη, ούτε δικαιοσύνη χωρίς φιλία. Η θέση αυτή διέπει ολόκληρο το πλατωνικό έργο. Αν δει όμως κανείς τα πράγματα κάπως πιο προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι έχει μεγάλη διαφορά ποια από τις δύο όψεις θα πάρουμε ως αφετηρία. Στην Πολιτεία, φερ’ ειπείν, που έχει ως αφετηριακή αρχή τη δικαιοσύνη, ο Πλάτων μοιάζει να οδηγείται σε ένα συμπαγές σύστημα, που έχει κατηγορηθεί από πολλούς ως η ρίζα κάθε μετέπειτα ολοκληρωτισμού. Αντίθετα στους Νόμους, που σκοπός του νομοθέτη είναι, είτε το σωφρονείν, είτε η φρόνηση, είτε η φιλία – που, σύμφωνα με τον ίδιο τον Πλάτωνα, είναι ένα και το αυτό (βλ. 693b, 693c και 701d) – συγκροτείται ένα πιο ανεκτικό και πιο φιλάνθρωπο σύστημα. Νομίζω ότι δεν θα έχουμε μια πλήρη εικόνα της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα, αν δεν ξαναδιαβάσουμε τους Νόμους υπό το πρίσμα του Λύση.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cogito, τ. 1 (Ιούλιος 2004), σελ. 45-49. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το αφιέρωμα στη φιλία που είχε κάνει το φιλοσοφικό περιοδικό Cogito στο πρώτο του τεύχος (Ιούλιος 2004, σελ. 20-52).
Πηγή: Αντίφωνο. Κατά την αναδημοσίευση του κειμένου στο Αντίφωνο έγιναν μερικές μικρές διορθώσεις και προσετέθησαν ορισμένες ακόμα επεξηγηματικές σημειώσεις. Βλ. το ίδιο άρθρο χωρίς τις διορθώσεις και προσθήκες στο Scribd στα ελληνικά, και σε αγγλική μετάφραση.
* Άλλα άρθρα του Β. Ξυδιά για τον κοινοτισμό (με χρονολογική σειρά):
«Πρόσωπο και κοινότητα. Ο άνθρωπος και το κοινωνικό γεγονός», Λεβιάθαν, τ. 11, 1991, σελ. 159-166.
«Η κοινότητα ως έννοια κριτική στην πολιτική σκέψη των νεώτερων χρόνων (σπουδή στον Ferdinand Tönnies)», Νέα Κοινωνιολογία, τ. 13, 1991-92, σελ. 64-74.
«Από την κοινότητα που χάθηκε σ’ αυτήν που μέλλει να κερδηθεί», Σύναξη, τ. 55, 1995, σελ. 41-49.
«Η ιδέα της ελληνικής κοινότητας στον Π. Γιαννόπουλο και τον Ι. Δραγούμη», Άρδην, τ. 2, 1996, σελ. 75-77.
«Μια σύντομη ιστορία του κοινοτισμού», Άρδην, τ. 9, 1997, σελ. 72-78.
«Χωρίς κοινότητα», Άρδην, τ. 10, 1997, σελ. 57-60.
«Από την πόλη στην εκκλησία», Αναλόγιον, τ. 3, 2002, σελ. 23-31.