Αρχείο κατηγορίας Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Από την καθ’ ημάς Ανατολή

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης VI

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος VI

Του Γιώργου Καραμπελιά

 
Συνέχεια από το Μέρος V: http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2551
Από τη Μοσχόπολη στη βαρονεία

Η πλέον χαρακτηριστική διαδρομή – που καταδεικνύει με ενάργεια την πορεία της ελληνικής διασποράς της Αυστροουγγαρίας – είναι εκείνη της οικογένειας Σίνα.

Ο βλαχικής καταγωγής γενάρχης της, Γεώργιος, καταγόταν από τη Μοσχόπολη και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αρχεία της Βουδαπέστης, το 1762, και της Βιέννης, το  1767. Μετά την κήρυξη του ηπειρωτικού αποκλεισμού της ναπολεόντειας Ευρώπης από τους Εγγλέζους, το εμπόριο διεξάγεται κυρίως μέσω χερσαίων οδών και ο γιος του, Σίμων, γίνεται ο πρώτος εισαγωγέας βαμβακιού και μαλλιού από την οθωμανική Αυτοκρατορία. Η οικογένεια ακολουθεί μια ευλύγιστη στρατηγική.

Ο Σίμων παραμένει οθωμανός υπήκοος, ενώ ο εγγονός του γενάρχη, Γεώργιος, το 1811, αποκτά την αυστριακή υπηκοότητα, που του επιτρέπει να απολαμβάνει προνόμια ανάλογα των αυστριακών μεγαλεμπόρων. Ο Γεώργιος αγοράζει γαιοκτησίες, οικόπεδα και ακίνητα, ενώ, παράλληλα, η οικογένεια επενδύει σε υφαντουργικά εργοστάσια (στο πρώτο μηχανοκίνητο εργοστάσιο της Αυστρίας, το 1803), σε εμπόριο γαλλικών κρασιών και καπνού, το 1809-1811, και μετά το τέλος του αποκλεισμού, το 1811, εισάγει βαμβάκι από την Ινδία.
Το 1818, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος A΄ απονέμει τον ουγγρικό τίτλο του βαρόνου στον Σίμωνα Σίνα, ενώ, το 1832, οι αδελφοί Σίνα, Γεώργιος και Ιωάννης, θα ανακηρυχθούν βαρόνοι της Αυστρίας.
Για να μπορέσουν όμως οι Σίνα να λάβουν τον τίτλο, θα έπρεπε να καταβάλουν ένα υπέρογκο τίμημα – χρηματικό αλλά και πολιτικο-ηθικό: το 1815, ο Γεώργιος Σίνας θα κάνει μια σημαντική δωρεά στο Πολυτεχνείο της Βιέννης, ύψους 20.000 φλορινιών, ο Σίμων Σίνας θα αγοράσει δύο ουγγρικά χωριά σε τιμή διπλάσια από την αξία τους καταβάλλοντας το υπέρογκο ποσό των 400.000 φλορινιών – ενώ κατέβαλε και 80.000 φλορίνια για την απόκτηση του τίτλου, το μεγαλύτερο ποσό που είχε καταβληθεί ποτέ.  Επί πλέον, όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, «ο Γ. Σίνας ετήρησε στάσιν επιφυλακτικήν και συνέχισε τας εμπορικάς του επιχειρήσεις όπως και πρότερον». Μάλιστα, επειδή ο Γ. Σίνας, μετά τον Μάιο του 1821, παρέλαβε 900 φορτία βαμβάκι από τον Δράμαλη, αξίας 335.000 πιάστρων, μετά την καρατόμηση του Δράμαλη, βρέθηκε οφειλέτης του Σουλτάνου, στον οποίο και κατέβαλε την οφειλή του. Γι’ αυτή τη στάση του παρασημοφορήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, από τον σουλτάνο. Αυτό το γεγονός επισημαίνεται από τον Φραγκίσκο Α΄, στο κείμενο της έγκρισης απονομής του τίτλου του βαρόνου της Αυστρίας στους αδελφούς Σίνα!
Όταν, το 1822, απεβίωσε ο Σίμων Σίνας, οι εμπορικές επιχειρήσεις του Γεωργίου άρχιζαν από τη Βιέννη και εξακτινώνονταν σε Ρώμη, Γενεύη, Μασσαλία, Παρίσι, Λονδίνο, Αμβούργο, Βερολίνο, Βαρσοβία, Βουκουρέστι, Οδησσό, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο και Ινδίες, ενώ είχε επενδύσει μεγάλα κεφάλαια σε βιομηχανικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες, κυρίως στην αγορά ακινήτων και κτημάτων.
Έτσι, σταδιακώς, η δραστηριότητα της οικογένειας αποκόπτεται από τον ελληνικό χώρο και εξελίσσεται σε μια διεθνή δραστηριότητα, στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τη γαιοκτησία: βιομηχανικές επιχειρήσεις, εμπόριο με την Ινδία, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ναυσιπλοΐα στον Δούναβη και αργότερα σιδηρόδρομοι, τραπεζιτικές εργασίες – ο Γεώργιος Σίνας θα χρηματίσει και διευθυντής της αυστριακής Εθνικής Τράπεζας.
Βέβαια, ο Γεώργιος, δεν παύει ποτέ να τρέφει φιλελληνικά αισθήματα, αλλά πάντα υποταγμένα στα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Έτσι, ενώ είχε διοριστεί «Γενικός Πρόξενος» του ελληνικού κράτους στη Βιέννη από το 1834, όταν η ελληνική κυβέρνηση, το 1835, επεχείρησε να επιτύχει μείωση του δασμού εισαγωγής του ελληνικού ελαιόλαδου στην Αυστροουγγαρία, ο Σίνας απάντησε στην ελληνική κυβέρνηση πως μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση της Ελλάδας θα προσέκρουε στη δυσαρέσκεια άλλων χωρών όπως η Ιταλία. Επί πλέον, παρά τις πολλαπλές παραινέσεις να δημιουργήσει τραπεζιτικό οργανισμό στην Ελλάδα, ακόμα και από τον πρέσβη της Αυστρίας στην Αθήνα Prokesh-Osten, το 1839, ο Σίνας κώφευσε, ενώ ακόμα και όταν επρόκειτο να ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το 1841, από τον Εϋνάρδο και τον Γεώργιο Σταύρου, δεν συνέβαλε ουσιαστικά.
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου, το 1856, η περιουσία του υπολογίστηκε σε 80 έως 120.000.000 αυστριακά φλορίνια, δηλαδή 450.000.000 δραχμές. Το 88% της κληρονομιάς που έλαβε ο Σίμων αφορούσε γαιοκτησίες και ακίνητα, ενώ στις γαιοκτησίες του και μόνο απασχολούνταν 4.989 άτομα. Δηλαδή, η οικογένεια Σίνα είχε μεταβληθεί από οικογένεια εμπόρων σε οίκο ευγενών γαιοκτημόνων, ακολουθώντας εν πολλοίς το πρότυπο της noblesse de robe των ευρωπαϊκών Αυτοκρατοριών.
Ο Σίμων Σίνας ο νεώτερος (1810–1877) δεν είχε πλέον καμία άμεση σχέση με τον ελληνικό κόσμο: γεννήθηκε στη Βιέννη, παρακολουθούσε αυστριακό σχολείο, ενώ τα καλοκαίρια είχε Ούγγρο παιδαγωγό, ανατράφηκε σε περιβάλλον κοσμοπολίτικο και πολύγλωσσο, γνώριζε γερμανικά, ουγγρικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αγγλικά, σπούδασε πολιτική οικονομία, ιστορία και φιλοσοφία, ενώ ταξίδεψε σε Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία, συνοδευόμενος από τον έμπορο και λόγιο Zηνόβιο Πωπ, μεταφραστή του Herder στον Λόγιο Eρμή.
Ο Σίμων, το 1856, θα διαδεχθεί τον πατέρα του στη θέση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, μέχρι το 1858, οπότε και πολιτογραφήθηκε Έλληνας πολίτης και ανέλαβε τα καθήκοντα του πρεσβευτή της Ελλάδας σε Βιέννη, Μόναχο και Βερολίνο. Το ζήτημα της πολιτογράφησής του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Ο εικοσιπεντάχρονος Τιμολέων Φιλήμων, που μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας του πατέρα του, Αιών, στις 3-3-1858 (αρ. 1605), σε μακροσκελές άρθρο υπό τον τίτλο «Η παράδοξος πρεσβεία», παρέθετε σειρά επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία ο Σίνας δεν έπρεπε να διορισθεί πρέσβης της Ελλάδας. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει πως ο Σίνας διαθέτει κολοσσιαία περιουσία στην Αυστρία και επομένως τα συμφέροντά του είναι συνδεδεμένα με μια χώρα που τις περισσότερες φορές στρέφεται εναντίον της Ελλάδας. Πριν δύο χρόνια, γράφει ο Φιλήμων, συστήθηκε «Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία» και ο Σίνας δεν αγόρασε «ουδέ λεπτού μετοχήν», διότι η εταιρεία αυτή θα ήταν ανταγωνίστρια του αυστριακού Λόυδ. Εν συνεχεία, του έγινε πρόταση να αναλάβει την προεδρία εταιρείας δημοσίων έργων στην Ελλάδα, «και όμως μετά λύπης παρετήρησεν ότι αδυνατεί πρός τον τοιούτον… επειδή η Αυστριακή Κυβέρνησις δεν το θέλει. Τοιαύτη υπήρξεν η απάντησις. Ο κ. Σίνας ηγόρασεν προχθές ότι εν Βενετία περίφημα ανάκτορα (το Palazzo Grassi) και πολυτελές κοσμεί αυτό σήμερον. Ερωτώμεν, ηγόρασε καν σπιθαμήν γης εν Ελλάδι, συνέδεσε τα ολικά συμφέροντα αυτού μετά της Ελλάδος;»
Ωστόσο, ο Σίμων Σίνας υπήρξε δημιουργός και της Ακαδημίας της Αθήνας, για την ανέγερση και τη διακόσμηση της οποίας – της «Πλουτακαδημίας», σύμφωνα με μερίδα του Τύπου – η συνολική δαπάνη έφθασε τις 3.360.000 δρχ. Ο Σίμων Σίνας πέθανε το 1877 χωρίς να δει ποτέ το κτίριο που κατασκεύασε και χωρίς ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, ενώ, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1881, διαλύθηκε και ο εμπορικός και τραπεζικός οίκος Σίνα.

Χίος: εμπόριο και διεθνοποίηση

Η σύγχρονη αστική τάξη της Χίου έχει τις ρίζες της στα βυζαντινά χρόνια. Μια τάξη γαιοκτημόνων, λογίων και εμπόρων, με τέτοια καταπληκτική συνέχεια ανά τους αιώνες, η οποία και στελέχωσε προνομιακώς τις τάξεις των πατρικίων της Σμύρνης και των Φαναριωτών της Κωνσταντινούπολης – χαρακτηριστική περίπτωση οι Μαυροκορδάτοι, συνιστά μια «ανωμαλία», μια ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα.
Τωόντι, χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διαμόρφωσης των αστικών τάξεων της Ελλάδας υπήρξε η ασυνέχεια. Συνήθως, στις περισσότερες αστικές οικογένειες της χώρας, μετά από δυο-τρεις – στην καλύτερη περίπτωση πέντε– γενιές, η αρχική γενιά έχει σβήσει, σε αντίθεση με μια παράδοση αιώνων που χαρακτηρίζει, επί παραδείγματι, τους Εβραίους ή τους Γενοβέζους αστούς και τραπεζίτες.
Στη Χίο, αντίθετα, το χαρακτηριστικό είναι η εκπληκτική συνέχεια. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ενδογαμία των χιώτικων οικογενειών και τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου χιώτικου δικτύου, εξαιρετικά δραστήριου κατά τον 18ο και κυρίως τον 19ο αι., του οποίου τις απολήξεις και τις διασυνδέσεις θα τις συναντήσουμε ακόμα και σήμερα! Τόσο ώστε ‒ όπως αναφέρει ειρωνικά ο Fustel de Cοulanges – «δεν θέλουν οι άλλοι Έλληνες να δεχτούν ότι οι Χίοι είναι της ιδίας φυλής με αυτούς και νομίζουν “σώνει και καλά” ότι είναι Εβραίοι, η κοινή γνώμη στη Σύρο και τη Σμύρνη είναι πεισμένη σε μεγάλο ποσοστό ότι οι κάτοικοι της Χίου αποτελούν εβραϊκή αποικία»!
Ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας παραθέτει μια σχετική παροιμία: «Πενήντα Ρωμηοί κάνουν έναν Οβρηό και πενήντα Οβρηοί έναν Χιώτη», ενώ και ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ αναφέρει ανάλογες παροιμίες που άκουσε στη Χίο κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1850.
Η Χίος, ένα πυκνοκατοικημένο και πλούσιο νησί από την αρχαιότητα, με σημαντική παραγωγή – μαστίχα, κρασί, μάρμαρα – διατηρούσε προνομιακές οικονομικές σχέσεις με τη μικρασιατική «ενδοχώρα» της, ενώ έφθασε σε μεγάλη πληθυσμιακή ακμή κατά τον 5ο αι. π. Χ., όταν το σύνολο του πληθυσμού πλησίαζε τις 120 χιλιάδες  – όσο και στα… 1821, η δε πόλη της Χίου τις 80.000, χωρίς να συνυπολογίζονται οι δούλοι.
Ωστόσο, η ανάδειξή της, από τον 8ο π. X. αιώνα και εφεξής, σε μία από τις κυρίαρχες πόλεις του ελληνικού κόσμου συναρτάται κατ’ εξοχήν με τη θέση της πάνω στη θαλάσσια οδό μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Μεσογείου, και μεταξύ Ελλάδας και Ασίας, ενώ ο μεγάλος δρόμος των καραβανιών της κεντρικής Ασίας κατέληγε πάντοτε στην Έφεσο ή τη Σμύρνη, απέναντι από τη Χίο.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, υπήρξε έδρα του σημαντικότερου Ναυτικού Θέµατος,  του Αιγαίου Πελάγους, ήδη, κατά τον 10ο αι., λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Κωνσταντινούπολης, από τη μία, και της Κρήτης, του Αρχιπελάγους και της Δύσης, από την άλλη.
Το 1346, η Χίος κατελήφθη από τους Γενουάτες, οι οποίοι, φοβισμένοι από τη σθεναρή αντίσταση των Χίων, αρχικά τους παραχώρησαν πολλά προνόμια, αλλά σύντομα εγκαθίδρυσαν ένα ιδιαίτερο αποικιακό καθεστώς, παραχωρώντας τη νήσο στην περιβόητη Μαόνα της Χίου, ένα από τα πρώτα ιστορικά πρότυπα αποικιακής εταιρείας στη νεώτερη εποχή. Η Χίος απετέλεσε έτσι μια αποικιακή «εμπορική δημοκρατία», ανάλογη με εκείνες της Βενετίας και της Γένοβας σε σμικρογραφία, γι’ αυτό και θα αποκληθεί «μικρή Γένοβα» –  μέχρι το 1566, όταν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκτός από τη στρατηγική γεωγραφική-εμπορική της θέση, οι βάσεις της ευημερίας της υπήρξαν η παραγωγή της μαστίχας, όπου κατέχει ένα φυσικό παγκόσμιο μονοπώλιο, και η επεξεργασία της μετάξης, στην οποία κατ’ εξοχήν οικοδομήθηκε η παράδοση και η συνέχεια των μεγάλων εμπορικών οικογενειών της Χίου, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση της μαστίχας παρέμενε πάντοτε μονοπωλιακό προνόμιο των κατακτητών, Γενουατών  ή Οθωμανών.
Η μεταξουργία εμφανίζεται ήδη από την όψιμη μεσοβυζαντινή περίοδο, μια και οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια της μουριάς και την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Τα εργαστήρια µεταξοπλεκτικής ξεπερνούσαν τα πεντακόσια, και η ντόπια παραγωγή πρώτων υλών αποδεικνυόταν συχνά ανεπαρκής, γεγονός που ανάγκαζε τους µεταξοπράτες, από τον 11ο αι., να τις εισάγουν από τον Μοριά, τη Λέσβο, την Άνδρο, τη Μακεδονία και τη Συρία.
Η παραγωγή μεταξιού θα επεκταθεί κατά τη γενοβέζικη περίοδο, φτάνοντας στους 38 τόνους ετησίως, και ακόμα περισσότερο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν οι αργαλειοί θα φθάσουν τους χίλιους διακόσιους, η  βιοτεχνία υφασμάτων και κεντήματος άνθησε από τον 16ο αι. μέχρι το τέλος του 18ου αι., ενώ μετά το 1600 η εμπορία επεκτάθηκε σε όλα τα κέντρα της Δύσης και της Ανατολής: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Καλκούτα, Μασσαλία, Λιβόρνο κ.λπ. Οι υφασματέμποροι, με αφετηρία τη Χίο, μετακινήθηκαν επιγενέστερα και οι ίδιοι στα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα, οπότε η Χίος θα υποσκελιστεί τελικά από τη Σμύρνη, όπου  εγκαθίστανται πολλοί σηροτρόφοι, μεταξουργοί και υφασματέμποροι μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ η επιδηµία της πανώλους του 1788 και η ασθένεια που πλήττει τους µεταξοσκώληκες επιτείνουν την παρακµή.

Μια εμπορική τάξη πατρικίων…

Οι ευγενείς της Χίου, κληρονομικού χαρακτήρα ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κατά τη γενουοκρατία συνέχισαν να κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της γης και, μέσω επιμιξιών, αναμείχθηκαν με τις γενουατικές οικογένειες, ενώ οι Αργέντης και Κορέσσιος είχαν εγγραφεί και στο Libro d’ Oro της Γένουας. Πολλοί ήταν βυζαντινής καταγωγής (Άγγελοι, Αγέλαστοι, Βρανάδες, Δούκες, Κομνηνοί, Καντακουζηνοί, Πετροκόκκινοι, Ραβδοκανάκαι κ.λπ.), άλλοι ήρθαν από την Πελοπόννησο, κατά τον 15ο αι. (Γκλαβάς,  Δρομοκαΐτης,  Κοντόσταυλος κ. ά.),  από την Αθήνα (Σκαραμαγκάδες, Ροΐδαι, Βλαστοί), από την Κρήτη (Καλλέργαι, Χορτάκιοι, Βλαστοί), κ.λπ. Οι Ζυβοί, Κορέσσιοι, Αργένται, Πατέριοι ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ γενουατικής οι Ράλληδες, Γκλαβάνηδες, Καζανόβα, Βασιλικοί, Δαμαλάδες, Καλαμάται, Πικροί κ.λπ..
Οι Χίοι «ευγενείς» αναμιγνύονται όλο και πιο ενεργά σε εμπορικές, τραπεζιτικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, διαμορφώνοντας μια τάξη ανάλογη με τη γαλλική και ιταλική noblesse de robe, το «αρχοντολόι» κατείχε έγγειο και κινητή ιδιοκτησία, είχε ισχυρή συνείδηση ιδιαίτερης κάστας, ήταν ενδογαμικό και σύντομα επεκτάθηκε εκτός Χίου, «κατακτώντας» αρχικώς τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και εν συνεχεία το Λιβόρνο, τη Μασσαλία, τη Νότια Ρωσία, την Ολλανδία και το Λονδίνο.
Μετά την τουρκική κατάκτηση το 1566, αυτή η τάξη των ευγενών συγκέντρωσε στα χέρια της τη διαχείριση των υποθέσεων της νήσου. Διέθετε στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, αντιπροσώπους που διαχειρίζονταν πολλά σημαντικά ζητήματα απ’ ευθείας με τον Μεγάλο Βεζύρη, χωρίς να λογαριάζουν τον Τούρκο κυβερνήτη της νήσου. Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων (1566-1822), δημιούργησαν ένα μοντέλο συνετής και δίκαιης διοίκησης, που πέτυχε μια εμπορική και βιομηχανική ευημερία και μια μετριοπαθή ευμάρεια χωρίς πολυτέλεια και επίδειξη, η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Μετέβαλε κατά κάποιο τρόπο τη νήσο σε μια μικρογραφία των ολιγαρχικών (patriciennes) δημοκρατιών της Γένοβας και της Βενετίας.

Ο Καισάριος Δαπόντες επισκέφτηκε τη Χίο στις 25 Ιουλίου 1764, και στον Κήπο Χαρίτων γράφει (κεφ. Χ):
Είδα τούς Πετροκόκκινους
και τούς Μαυρογορδάτους,
τα πρώτα γένη τών Χιωτών,
όλους αυτούς σωζάτους […]
Είδα  δε και τους πύργους των,
τα περιβόλιά τους,
τη αληθεία εύμορφα
και πολυέξοδά τους […]
Και είδα Χιώτες όλο νού,
και όλο εργασία […]
Αφ’ ού της Πόλης άρχισαν
όμως την πραγματείαν,
τιμήθηκαν, ακούσθηκαν
εως κάθε πολιτείαν,
της Χίου έγιναν στολή
και των λοιπών νησίων,
και δείχνουν με το δάχτυλο
τώρα παντού την Χίον.
Έτσι, η Χίος γνωρίζει μια πρωτοφανή ευημερία με δημογραφική ανάπτυξη που την οδήγησε, το 1800, στους 120.000 κατοίκους πληθυσμό – 30.000 κατοικούσαν στην πρωτεύουσα– ενώ την κατέτασσε τρίτη μετά την Πελοπόννησο και την Κρήτη από άποψη φορολογικών εσόδων.
ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023
 
 
Συνέχεια στο Μέρος VII:  tomtb.com…d=2556

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης V

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος V

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος IV

Γιατί έσβησε η μανιφακτούρα των Αμπελακίων;

Συχνά έχει υποστηριχθεί πως η παραγωγή των νημάτων στα Αμπελάκια, αλλά και αλλού, όπως π.χ. στον Τύρναβο, βρισκόταν στο στάδιο της «οικοτεχνίας» και δεν είχε μετεξελιχθεί σε «μανιφακτούρα». Παραγνωρίζεται, ωστόσο, το γεγονός ότι η πιο δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία, η βαφή, πραγματοποιούνταν στα 24 βαφεία, τους κερχανάδες – όπου βάφονταν κάθε χρόνο περίπου 2.500 έως 3.000 μπάλες νημάτων των εκατό οκάδων και απασχολούνταν χίλιοι έως δύο χιλιάδες (ο τελευταίος αριθμός μοιάζει μάλλον υπερβολικός) εργαζόμενοι.

Από τον ενεργό πληθυσμό των Αμπελακίων, το ένα τρίτο απασχολούνταν στην οικιακή επεξεργασία και νηματοποίηση του βαμβακιού,  το δεύτερο τρίτο στη βαφή στους κερχανάδες – που απασχολούσαν, κατά μονάδα, τουλάχιστον 40 τεχνίτες και βοηθούς, επρόκειτο δηλαδή για «βιομηχανικές μονάδες» – και οι υπόλοιποι στη διάθεση του προϊόντος, την προμήθεια των πρώτων υλών, τη μεταφορά κ.λπ. Το Κεντρικό Βαφείο «Μπαμπά» της Κοινής Συντροφίας είχε διαστάσεις 15X35=525 τ.μ., με 23 καζάνια βαφής και 75 άτομα απασχολούμενους. Το «ποιοτικό» άλμα προς την μανιφακτούρα είχε λοιπόν ήδη πραγματοποιηθεί.

Τι προκάλεσε, άραγε, την καταστροφή της μανιφακτούρας των Αμπελακίων, σε τρόπο ώστε, μετά το 1815, και με μεγάλη ταχύτητα, η δραστηριότητα των Αμπελακίων να παρακμάσει, ο πληθυσμός να μειωθεί, ενώ η απόπειρα να χρησιμοποιηθεί μια κλωστική μηχανή θα αποτύχει παταγωδώς, και ο ήχος της Τζένης δεν θα αντηχήσει ποτέ στις χαράδρες του Κισσάβου;

Πολλοί παράγοντες έχουν αναφερθεί για να εξηγηθεί η κατάρρευση: σημαντικότεροι μοιάζουν η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών και η απώλεια μεγάλου μέρους των κεφαλαίων της Συντροφίας, ο ανταγωνισμός της αναπτυσσόμενης υφαντουργικής βιομηχανίας, με τη χρήση της ανιλίνης αντί για το αλιζάρι (ερυθρόδανο) των Αμπελακίων, και η αθρόα εισαγωγή βιομηχανοποιημένων νημάτων από την Αγγλία στην Αυστρία και τη Γερμανία, που ήταν οι κύριες αγορές της αμπελακιώτικης μανιφακτούρας.

Δεδομένου ότι η ελληνική βιοτεχνία δεν διέθετε μια εκτεταμένη εσωτερική αγορά και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξαγόταν, χωρίς μάλιστα να φθάνει στην ολοκληρωμένη μεταποίηση, αλλά έμενε στο στάδιο της νηματουργίας, αρκούσε ένα γεγονός συνδεδεμένο με τη συγκυρία στην Ευρώπη – η κατάρρευση των αυστριακών τραπεζών – για να προκαλέσει τον θάνατο από ασφυξία της αμπελακιώτικης παραγωγής. Οι τράπεζες βρίσκονταν στη Βιέννη, καθώς και η τελική αγορά. Κατά συνέπεια, η διόγκωση της ελληνικής βιοτεχνικής παραγωγής δεν διέθετε τις εσωτερικές κοινωνικές και οικονομικές προϋποθέσεις για μια «ενάρετη» διευρυμένη αναπαραγωγή, και έτσι η άνθηση των Αμπελακίων, αυτό το «θαύμα» της ελληνικής μανιφακτούρας, είχε πήλινα πόδια. Απετέλεσε ένα μετέωρο που διέσχισε τον ορίζοντα για να σβήσει με την αλλαγή της διεθνούς συγκυρίας.

Η οικονομική λειτουργία της διασποράς

Ίσως όμως το σημαντικότερο οικονομικό γεγονός, που θα σφραγίσει την ιστορία του ελληνισμού, τόσο θετικά όσο και αρνητικά, υπήρξε η διασπορά των Ελλήνων και η διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, των παροικιών.

Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής, άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο.

Η έλλειψη ασφάλειας και προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας απαγόρευε τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και ευνοούσε τη διασπορά του. Έτσι, η δραστηριότητα μιας εμπορικής οικογένειας διασπείρονταν σε πολλές πόλεις, τόσο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν. Ένα μέλος της οικογένειας βρισκόταν στα Βαλκάνια, ένα άλλο στην Αυστρία ή την Ολλανδία, ένα τρίτο στη Ρωσία ή την Αίγυπτο κ.ο.κ.

Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, δεδομένης της οθωμανικής ανασφάλειας, ήταν πως ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου έμενε τελικώς στις χώρες-καταφύγια. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες έμποροι ήταν οι έμποροι της Βιέννης, της Τεργέστης, της Ρωσίας, της Αλεξάνδρειας, αργότερα, και αυτό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι θα πλουτίσουν την Αυστροουγγαρία, όπως ο γνωστός ευεργέτης Σίμων Σίνας, και στην Ελλάδα θα έρθει μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου τους, ως κληροδοτήματα και ευεργεσίες.

Η Ιταλία

Το παροικιακό φαινόμενο του νεώτερου ελληνισμού είχε ως αρχική εστία την ιταλική χερσόνησο και ως επίκεντρο τη Βενετία. Όσο όμως θα αναπτύσσεται η οικονομία και οι εμπορευματικές σχέσεις στον οθωμανικό χώρο, ενώ στη Δύση θα αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, το επίκεντρο της ελληνικής διασποράς θα μετακινείται προς την κεντρική Ευρώπη, αρχικώς, και όλο και ανατολικότερα, στη συνέχεια, προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία – αργότερα προς την Αίγυπτο. Ακόμα και στην Ιταλία, το κέντρο βάρους της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας θα μετατεθεί προς  την Τεργέστη και το Λιβόρνο.

Στην Ιταλία μεταναστεύουν, τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, λόγιοι, μισθοφόροι στρατιωτικοί (οι περιβόητοι stradioti), αστικοί και αγροτικοί πληθυσμοί καταδιωγμένοι από την τουρκική εξουσία, κάτοικοι και έμποροι των περιοχών που κατείχαν οι Ενετοί, καθώς και όσοι τους ακολούθησαν μετά την κατάληψη της περιοχής τους από τους Τούρκους – όπως θα συμβεί με αρκετούς Κύπριους, Κρήτες, Πελοπονήσιους, νησιώτες. Παράλληλα, η ενετική Πάδοβα και οι άλλες ιταλικές πόλεις, Πίζα, Παβία, Σιένα, Φλωρεντία, Μπολόνια, θα παραμείνουν, μέχρι την Επανάσταση, τα κυριότερα κέντρα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των Ελλήνων, και μόλις από τα μέσα του 18ου αι. θα αρχίσουν να τις ανταγωνίζονται η Βιέννη και η Λειψία.

Έτσι, ήδη κατά τα τέλη του 16ου αι., ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνούσε τις τέσσερις χιλιάδες, σε σύνολο 150.000 κατοίκων, ενώ, κατά τον 17ο αι., ο αριθμός των μελών της ελληνικής αδελφότητας έφθασε τις 5.000. Όταν όμως θα ολοκληρωθεί η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών κτήσεων, η Βενετία θα παρακμάσει. Ενώ, στις αρχές του 18ου αι., η τάξη των Ελλήνων εμπόρων περιλάμβανε 400 οικογένειες (1.600 άτομα), πενήντα χρόνια αργότερα θα περιοριστεί σε 70, και μόνο σε 44, στις αρχές του 19ου αι.
Το κέντρο βάρους θα μετατεθεί στα νέα «ελεύθερα» λιμάνια της Ιταλίας – το Λιβόρνο, τη Nεάπολη, τη Mεσσήνη, την Αγκώνα, την Tεργέστη – όπου οι δασμοί είναι σημαντικά μειωμένοι. Κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου αι., και κυρίως στις αρχές του 19ου, επίκεντρο της ελληνικής παρουσίας θα γίνει η Τεργέστη, όπου η αυτοκράτειρα Μαρία-Τερέζα ιδρύει μια νέα Εταιρεία του Λεβάντε, το 1754. Η ελληνική παροικία της Αγκώνας, που αποτελούσε περίπου το 3% του συνολικού πληθυσμού της πόλης, ήταν η πολυαριθμότερη, μετά την εβραϊκή, και σταδιακά ενισχύεται οικονομικά και κοινωνικά, ενώ, στην Τεργέστη, η ελληνική κοινότητα, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, θα φθάσει τις 3.200 ψυχές, λόγω της συρροής φυγάδων από τις τουρκικές σφαγές, ιδιαίτερα από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, και Χιώτες θα κυριαρχήσουν μεταξύ των εμπόρων – οι Pάλληδες, οι Σκαραμαγκάδες, οι Pοδοκανάκηδες, οι Bλαστοί.

Το ελληνικό εμπόριο στην Τεργέστη, το Λιβόρνο και την Αγκώνα ήταν διαμετακομιστικού χαρακτήρα: οι Έλληνες έμποροι διακινούν προϊόντα που μεταφέρονται από την Ανατολή προς τη Δύση και το αντίστροφο, εισπράττοντας προμήθεια, συνήθως το 2% της αξίας. Παράλληλα, λειτουργούν ως τραπεζίτες, ενώ ασφαλίζουν και τα πλοία που ταξιδεύουν από και προς την Ανατολή. Εδώ, στην Tεργέστη, ιδρύεται η πρώτη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Societa Greca di Assicurazioni (Eλληνική Aσφαλιστική Eταιρεία), το 1789.

Το Λιβόρνο, που ανήκε στο κράτος της Τοσκάνης κατά τον 18ο αι., μετεβλήθη σε βασικό σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Γαλλίας, και κατ’ εξοχήν του σιτεμπορίου. Έτσι, μετά τη συνθήκη του Αϊναλί Καβάκ του 1779, ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία ταξιδεύουν στις οθωμανικές θάλασσες και μεταφέρουν το ρωσικό σιτάρι στις τεράστιες σιταποθήκες του λιμανιού της Τυρρηνικής: μεταξύ 1776 και 1793, τα ελληνόκτητα πλοία στο λιμάνι θα φτάσουν στο 25% του συνόλου, ενώ, στα 1802-1819, Έλληνες έμποροι θα χρηματίσουν 28 φορές πρόεδροι του Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Στη γειτονική Πίζα – όπου υπάρχει πάντα ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων φοιτητών – θα εγκατασταθεί, το 1815, ο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, πρόεδρος της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης και,  το 1819, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζί με τον πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, και τον γιο του Κωνσταντίνο. Στην περιοχή της Ιταλίας με την ισχυρότερη αγγλική παρουσία, ο Μαυροκορδάτος θα έρθει σε επαφή με τον Άγγλο ρομαντικό ποιητή και φιλέλληνα Σέλλεϋ, ενώ ο Ιγνάτιος θα πραγματοποιήσει τη στροφή από τη ρωσική «προστασία» στην αγγλική, έχοντας πείσει και τον προστατευόμενό του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στο Λιβόρνο, ο Ανδρέας Κάλβος θα συναντηθεί, το 1808, με τον Ανδρέα Λουριώτη, ο οποίος, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, θα συνομολογήσουν το πρώτο δάνειο της «Ανεξαρτησίας» (sic), στο Λονδίνο, το 1824.

Oι παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης

Ο 18ος αιώνας υπήρξε όντως ο «αιώνας των Ελλήνων», οι οποίοι, εκτός από τα Βαλκάνια και την Ιταλία, επεκτείνονται και στις δύο άλλες Αυτοκρατορίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη προηγείται και των συνθηκών του Κάρλοβιτς. Στην Τρανσυλβανία, είχε ήδη δημιουργηθεί, το 1639, η πρώτη ελληνική κομπανία στην κεντρική Ευρώπη, στην πόλη Σίμπιου, ενώ, λίγο αργότερα, στα 1678, ιδρύθηκε ανάλογη κομπανία και στην πόλη Μπρασόφ. Και στην Ουγγαρία, η πρώτη ελληνική κομπανία, στην πόλη Τοκάι, θα ιδρυθεί στα 1667, με προνομιακό εμπορικό, φορολογικό και αυτοδιοικητικό καθεστώς. Το επόμενο κύμα θα σημειωθεί στα 1718, μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς, ενώ το μεγαλύτερο θα ακολουθήσει μετά το 1760, αφού μάλιστα κατεστράφη η Μοσχόπολη.

Στη δεκαετία του 1760, το αυστριακό εμπορικό επιμελητήριο υπολόγισε πως στην Ουγγαρία ήταν εγκατεστημένες οι οικογένειες 2.000 «οθωμανών εμπόρων» και συνολικά 18.000 οθωμανικές οικογένειες, χωρίς να συνυπολογίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ελλήνων εμπόρων ήταν πραματευτές, μη μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αυστροουγγαρία. Στις σερβικές επαρχίες, οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στη Νίσσα, το Κραγκούγιεβατς, το Κρούσεβατς, το Σμεντέρεβο, τη Μιτροβίτσα, το Βούκοβαρ, το Κάρλοβατς, το Ζάγκρεμπ και  μαζικότερα στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο (Zemun), η παροικία του οποίου έφτασε τους 800 στα 1816.

Οι Έλληνες στη Βιέννη, από  300 μέλη το 1767, θα φθάσουν τις 4.000 στα 1814, όταν η ελληνική κοινότητα θα βρεθεί στο απόγειο της ακμής της.
Οι Αψβούργοι απαγόρευαν στους βαλκάνιους εμπόρους οθωμανικής υπηκοότητας να ασκούν το λιανικό εμπόριο, παρά μόνο κατά τις εμποροπανηγύρεις  ιδιαίτερα κατά τη μακρά βασιλεία της Μαρίας-Θηρεσίας (1740-1780), ελήφθησαν επανειλημμένα μέτρα εναντίον των ορθοδόξων, τους οποίους και πίεζαν συστηματικά να αποκτήσουν αυστριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα, γύρω στα 1800, οι περισσότεροι ίσως Έλληνες έμποροι της Αυστροουγγαρίας να έχουν αλλάξει υπηκοότητα.

Έτσι, πολλοί Έλληνες, εκόντες ή άκοντες, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (βαρόνοι, εκτός από τον Γεώργιο Σίνα, ανακηρύχθηκαν ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος), κάποιοι εισήλθαν στην αυτοκρατορική Βουλή, όπως ο Νικόλαος Δούμπας και ο Θεόδωρος Καραγιάννης, ο οποίος χρημάτισε διευθυντής της Ακαδημίας και της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης.

 

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

 
Συνέχεια στο Μέρος VI http://tomtb.com/modules/smartsection/item.php?itemid=2556

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙV

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙV

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙΙ

Υπήρξε ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων;

Ωστόσο, εδώ δεν είναι ο χώρος να επεκταθούμε αναλυτικότερα στις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας των Αμπελακίων. Η ιδιαιτερότητα αυτής της κωμόπολης, εκτός από τη θυελλώδη, ταχύτατη ανάπτυξη και παρακμή της, συνίσταται στις μορφές οργάνωσης και εμπορίας της παραγωγής, τις συντροφίες, που κατέληξαν και στην Κοινή Συντροφία, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη συνεταιριστική δομή στον σύγχρονο κόσμο που την έκαναν γνωστή τόσο μέσα όσο κι έξω από την Ελλάδα. Υπήρξαν πάρα πολλοί συγγραφείς που υποστήριξαν την άποψη του συνεταιρισμού και εξ ίσου πολυάριθμοι εκείνοι που την απέρριψαν.

Ο πρώτος που υποστήριξε με θέρμη την εκδοχή του συνεταιρισμού ήταν ο Γάλλος οπαδός του Φουριέ Φρανσουά Μπουλανζέ, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και, με βάση το Συμφωνητικό της αμπελακιώτικης συντροφίας και τις αναμνήσεις του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, το 1847, σχημάτισε την άποψη περί συνεταιρισμού, την οποία μάλιστα υπέβαλε με υπόμνημα στον Ιωάννη Κωλέτη, εν συνεχεία, έγραψε και σχετικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι, αμέσως μετά τον θάνατό του, το 1875. Εν συνεχεία, στην Ελλάδα, την άποψη του συνεταιρισμού υποστήριξε με θέρμη ο Γεώργιος Φιλάρετος σε σχετικό έργο του, καθώς και, σε διαφορετικές εκφάνσεις, ο Δ. Τσοποτός, ο Δ. Καλιτσουνάκις, ο Θ. Τζωρτζάκης, ο Ζ. Παπαντωνίου, ο Φ. Μιχαλόπουλος, ο Ν. Βέης, ο Κ. Κουκίδης, ο Ηλ. Γεωργίου, ο Χρ. Ευελπίδης, ο Κ. Λεοντίδης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Διονύσης Μαυρόγιαννης, ο Γ. Κοντογιώργης, ο Παρμ. Αβδελίδης, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχουν ασχοληθεί με το συνεταιριστικό κίνημα και ιδιαίτερα την περίπτωση των Αμπελακίων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον καθηγητή κοινωνιολογίας Διονύση Μαυρόγιαννη, που ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα:

Η Κοινή Συντροφία και Αδελφότης των Αμπελακίων οργανώθηκε σε κοινοτική και υπερκοινοτική βάση, λειτούργησε δε με συνεργατικούς κανόνες καθολικής συμμετοχής των κατοίκων στις παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες, για περισσότερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια (1780-1812). Τα δύο γνωστά Καταστατικά των Αμπελακίων των ετών 1780 και 1795, […] αποτελούν, από τότε έως και σήμερα, κείμενα ισότιμων παραγωγικών σχέσεων, πρωτότυπων και πρωτοποριακών όχι μόνο για μια ελληνική κοινότητα της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τα Αμπελάκια, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης αλλά και της σημερινής. Ο Μαυρόγιαννης συνδέει τη συντροφία των Αμπελακίων με το ελληνικό κοινοτικό φαινόμενο και το θεωρεί στην ουσία ως μία παραγωγική και εμπορική επέκταση της κοινότητας: Όταν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες ιστορικές συνθήκες […] οι κοινοτικές δημοκρατικές και κοινωνικές εμπειρίες πέρασαν στην οργάνωση των οικονομικών εκδηλώσεων της ζωής των Αμπελακιωτών. […] Επρόκειτο τελικά για ένα ευρύ συνεταιριστικό και κοινοπραξιακό φαινόμενο, πρωτότυπο και τοπικό, που εκδηλώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της τοπικής οργανώσεως με την οποία τελικά ταυτίστηκε και συγχωνεύθηκε.

Ο Γιάννης Κορδάτος, υποστηρικτής της αντίθετης άποψης, ως συνήθως κατηγορηματικός,  κλείνει ως εξής το σχετικό βιβλίο του, Τα Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους: Στ’ Αμπελάκια δεν έγινε το θαύμα να λειτουργήσει ο «πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου». Η πολυθρύλητη συνεργασία «κεφαλαίου και εργασίας» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια κοινοπραξία μεγαλεμπόρων και βιοτεχνών. Όλα λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για το «συνεταιρισμό» των Αμπελακίων είναι ένας μύθος.

Ο Ηλίας Νικολόπουλος, στην αναλυτική μελέτη του για τα Αμπελάκια, αφού απορρίπτει «την ιδεολογική αντιμετώπιση του αμπελακιώτικου φαινόμενου», συμμερίζεται μάλλον την άποψη του Κορδάτου και υιοθετεί την εκδοχή του «ιδιότυπου οικονομικού μορφώματος», την οποία υποστηρίζει, εκτός από τον Κορδάτο, και ο Σπ. Ασδραχάς. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το κύριο στοιχείο στις συντροφίες των Αμπελακίων ήταν ο συνεταιρισμός εμπόρων που δεν διέθεταν τα αναγκαία κεφάλαια για τη δημιουργία αυτόνομων παραγωγικών και εμπορικών μονάδων και οι οποίοι υπέταξαν την παραγωγική δραστηριότητα των βαφειάδων και των κλωστριών στο εμπορικό κεφάλαιο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι της βιοτεχνικής δραστηριότητας.

Πρώτα απ’ όλα, αυτές οι συντροφιές είτε στην απλή τους μορφή, ως συντροφίες συνθεμένες από άτομα που συνεταιρίζονται για να διοχε­τεύσουν στην εξωτερική αγορά τα χρωματιστά βαμβακερά νήματα των Αμπελακίων, είτε στην εξελιγμένη τους μορφή, ως συνένωση του συ­νόλου των συντροφιών σε μια άλλη κοινή, χαρακτηρίζονταν από την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου: το προσδοκώμε­νο κέρδος δεν ήταν παρά συνάρτηση του γεγονότος ότι ο παραγωγός επωμιζόταν το ρόλο του διανομέα στην αγορά εξαγωγής. Ποσοστά κέρδους της τάξης των 60 ως 100% προσφέρουν την απόδειξη για την κυριαρχία της εμπορικής λειτουργίας του κεφαλαίου και σύγχρονα δεί­χνουν το εύθραυστο αυτού του εμπορίου. Αναφορικά με τους συντε­λεστές της παραγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως σε όλες τις βιοτεχνικές προκαπιταλιστικές επιχειρήσεις, το μεταβλητό κεφάλαιο υ­περακόντιζε κατά πολύ το σταθερό.

Ο Νίκος Μουζέλης, παρότι χαρακτηρίζει συνεταιρισμό τα Αμπελάκια, συγκρίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις του 18ου αι. στην υφαντουργία και τη ναυτιλία με το αγγλικό οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής για λογαριασμό του εμπορικού κεφαλαίου (putting-out system) κατά τον 16ο αι.. Ωστόσο, οι συντροφίες των Αμπελακίων δεν παύουν να αποτελούν συνεταιρισμούς όχι μόνον μεταξύ εμπόρων, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους ιδιοκτήτες και τους τεχνίτες των βαφείων, ενώ, ιδιαίτερα στην περίπτωση της «Κοινής Συντροφίας», κινητοποιούν και ενσωματώνουν το σύνολο του πληθυσμού, ένα μεγάλο μέρος τους μάλιστα ως εταίρους της Συντροφίας. Και αν θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κάποιος ότι το κίνητρο για τη συγκρότησή τους ήταν διαφορετικό από την ανάγκη αποτελεσματικότερης παραγωγής και εμπορίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη, ωστόσο, η αναζήτηση του κέρδους δεν αποτελεί αιτία απόρριψης του συνεταιριστικού – έστω πρωτο-συνεταιριστικού – χαρακτήρα του εγχειρήματος. Οι συντροφίες των Αμπελακίων, και κατ’ εξοχήν η Κοινή Συντροφία, δεν περιλαμβάνουν μόνον ως εταίρους τους κεφαλαιούχους, εμπόρους ή ιδιοκτήτες βαφείων, αλλά τουλάχιστον έναν μεγάλο αριθμό τεχνιτών και άλλων Αμπελακιωτών, όπως συνέβαινε και με τις συντροφικές μορφές που κυριαρχούσαν στην ελληνική ναυτιλία, όπου όλο το πλήρωμα συμμετείχε στα κέρδη του ταξιδιού. Ωστόσο, επειδή κινητοποιούν, στην κοινή επιδίωξη του κέρδους, εξ ίσου κεφαλαιούχους και εργαζόμενους, έχουν εταιρικό-συνεταιριστικό χαρακτήρα. Στα υδραίικα και τα γαλαξειδιώτικα καράβια, όπως και στους αμπελακιώτικους κερχανάδες, το σύνολο των εργαζομένων, ή το μεγαλύτερο μέρος τους, συνδέεται με κοινά συμφέροντα, παρότι δεν είναι όλοι ίσοι ούτε αμείβονται εξ ίσου. Χαρακτηριστικός είναι ο καταμερισμός των κερδών στη ναυτιλία, όπως τον μεταφέρει ο Μπουλανζέ:

Μερδικά
Για το καράβι, δηλαδή για όσους το κατασκεύασαν                            10

Για το δάνειο χρηματοδότησης του ταξιδιού                                          10

Για τον καπετάνιο                                                                                         3

Για τον υποπλοίαρχο (γραμματικό)                                                           2

Για τους δύο αρχιναύτες  (δύο μερδικά ο καθένας)                                4

Για τον μάγειρα                                                                                             2

Για τους 4 καλύτερους ναύτες, τιμονιέρηδες, (ενάμιση έκαστος)       6

Για τους τριάντα ναύτες,  ένα μερίδιο ο καθένας                                 30

Για τους 4 μούτσους, μισό μερδικό ο καθένας                                          2

Αποθεματικό για ορφανά,  χήρες κ.λπ.,                                                    1

ΣΥΝΟΛΟ                                                                                                        70

Κατά συνέπεια, ο απλός ναύτης είχε απολαβές που έφταναν στο ένα δέκατο εκείνων του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών του σκάφους, και το ένα τρίτο εκείνων του καπετάνιου, πρόκειται, δηλαδή, για μια εισοδηματική διαφοροποίηση κατά πολύ μικρότερη εκείνης που χαρακτήριζε τη Δύση, την ίδια εποχή, και η οποία δεν έχει καπιταλιστικά-«βιομηχανικά» χαρακτηριστικά: αποτελεί μια οικονομική δραστηριότητα εμπορευματικού, κερδοσκοπικού, αλλά όχι καπιταλιστικού χαρακτήρα, και στηρίζεται σε μορφές συνεταιριστικής συνεργασίας, βασισμένης αφ’ ενός στην προσφορά του «κεφαλαίου» (είκοσι μερίδια για το σκάφος και τους χρηματοδότες) και αφ’ ετέρου στην εργασιακή ειδίκευση.

Και όμως, για τον ελληνικό μαρξισμό, ο οποίος κατανοεί την πραγματικότητα μόνον με πρωθύστερα σχήματα, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν αυθεντικές προ ή μη καπιταλιστικές μορφές συνεταιριστικής δραστηριότητας αλλά πίσω από αυτές απλώς υποκρύπτονται καπιταλιστικές σχέσεις μισθωτής εργασίας. Έτσι διαβάζουμε στην κατά τα άλλα μάλλον αξιολογότερη ιστορικό του ΚΚΕ, τη Δώρα Μόσχου: Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία» συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών, από την πλευρά του πληρώματος, καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό, κάτω από παλιότερες μορφές, να υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία.

Η προβληματική του Κορδάτου, και όλων όσοι αρνούνται τον συνεταιριστικό χαρακτήρα των Αμπελακίων, στηρίζεται στο ότι συσσωματώσεις αυτού του τύπου, όπως και ανάλογες κοινοτικού τύπου συσσωματώσεις στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, δεν αποτελούν απάντηση στην εργασιακή αλλοτρίωση των εργαζομένων στις καπιταλιστικές συνθήκες, αλλά προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις, πριν πραγματοποιηθεί η προλεταριοποίηση των άμεσων παραγωγών, και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν αυθεντική συνεταιριστική έκφραση. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια δογματική προσήλωση σε μια νεόκοπη και ίσως δυτικότροπη αντίληψη περί συνεταιρισμού, ο οποίος νοείται μόνον ως μια εξισωτική δομή σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, και μας οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα, δεδομένου ότι μορφές συνεταιρισμού εμφανίζονται και σε προκαπιταλιστικά, εμπορευματικά ή και μη καπιταλιστικά περιβάλλοντα. Αυτή η αντίληψη για τους συνεταιρισμούς εντάσσεται στη γνωστή λογική ενός ορισμένου «ορθολογικού» και εργαλειακού  μαρξισμού, που αγνοεί συστηματικά το παρελθόν και τις προκαπιταλιστικές ή μη-καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, θεωρώντας τες ξεπερασμένες. Έτσι, όλες οι συμβιωτικές και κοινοτικές μορφές παραγωγής και δραστηριότητας των παλαιότερων κοινωνιών αγνοούνται και υποβαθμίζονται, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τη μόνη πραγματική βάση για οποιουσδήποτε μεταγενέστερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Είναι το ρωσικό μιρ, δηλαδή η κοινοτική αγροτική ιδιοκτησία των Σλάβων χωρικών και το αρτέλ των Ρώσων βιοτεχνών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για τα ρωσικά κολχόζ και σοβιέτ. Εξ άλλου, όλες οι επιτυχημένες – έστω και για λίγο– αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις θα πραγματοποιηθούν σε χώρες και κοινωνίες που δεν χαρακτηρίζονταν από την υπερανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά αντίθετα από την υπανάπτυξή του, δηλαδή επρόκειτο ουσιαστικά για κοινωνίες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην εισβολή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έχοντας ως βάση την αγροτική κοινότητα ή τις παλιές συντεχνιακές ή συνεταιριστικές μορφές  παραγωγής. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Κοινή Συντροφία των Αμπελακίων δεν αποτελεί μια «μετακαπιταλιστική» συνεταιριστική δομή, διόλου δεν αναιρεί τα συνεταιριστικά και ευρύτερα «κοινοτικά» χαρακτηριστικά της. Η σύνδεση που επιχειρεί ο Διονύσης Μαυρόγιαννης  με τις κοινοτικές δομές του ελληνικού κόσμου, και ιδιαίτερα του ορεινού ή του νησιωτικού, είναι μάλλον επιτυχής και εξηγεί εν πολλοίς το «ιδιότυπο» φαινόμενο των Αμπελακίων.

 

Εξ άλλου, ο Νικόλαος Πανταζόπουλος, στις μελέτες του για τις «συσσωματώσεις» των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, παρουσιάζει, ορθά, τις διάφορες «συσσωματώσεις» – θρησκευτικές, πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές – ως εντασσόμενες σε μια ενιαία «κοινοτική» και εταιριστική λογική, άσχετα με το εάν κάποτε έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους ή μία μορφή κυριαρχεί έναντι των άλλων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση, κυριαρχεί η θρησκευτική «συσσωμάτωση», ενώ εν συνεχεία θα ενισχυθούν οι πολιτικές «συσσωματώσεις», δηλαδή οι αυτοδιοικητικές μορφές, οι οποίες κάποτε απορροφούν τόσο τις οικονομικές μορφές –συντεχνίες– όσο και τις στρατιωτικές – αρματολίκια –, όπως συμβαίνει σε ένα βαθμό στην Πελοπόννησο. Κλασικές μορφές στρατιωτικών κοινοτήτων αποτελούν η Μάνη, η Χιμάρρα, το Σούλι, όπου η στρατιωτική συσσωμάτωση υποτάσσει και τις λοιπές λειτουργίες στην πρωτοκαθεδρία της, καθώς και τα αρματολίκια ή οι κλέφτικες ομάδες. Τέλος, τυπικές οικονομικές συσωματώσεις είναι οι συντεχνίες – που ενισχύονται τόσο, ώστε φθάνουν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο ακόμα και στην εκλογή του Πατριάρχη στην Κωσταντινούπολη, κατά τα τέλη του 18ου αι.,  ή στην εκλογή των κοινοτικών αρχόντων –, οι κομπανίες των εμπόρων, τα τσελιγκάτα, οι συντροφοναύτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικονομικές συσσωματώσεις, όπως τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, τα μεταλλεία αργύρου του Πόντου, τα Μαστιχοχώρια της Χίου, οι συντροφιές των Αμπελακίων, οι ναυτικές κοινότητες του Αιγαίου, μεταβάλλονται στο αποφασιστικό στοιχείο της ίδιας της κοινοτικής δραστηριότητας. Σημειώνει ο Πανταζόπουλος: Θ δύνατο λοιπν ν λεχθ ότι η δράσις τών οικονομικών συσσωματώσεων τών βιοτεχνών καί εμπόρων υπήρξεν σημαντικωτέρα, παρ’ όσον γενικώς πιστεύεται. Διότι πολλάκις η πολιτική συνένωσις, η κοινότης, δέν αποτελεί παρά τήν εξωτερικήν εμφάνισιν της οικονομικής συσσωματώσεως.

Στα Αμπελάκια, όχι μόνο η κοινοτική αλλά ακόμα και η θρησκευτική και εκπαιδευτική «συσσωμάτωση» θα υπαχθεί στο γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η Συντροφία. Έτσι, ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος (1763-1793), που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη συγκρότηση της Κοινής Συντροφίας, και πολλοί υποστηρίζουν πως αυτός διατύπωσε και το κείμενο του Συμφωνητικού – το βέβαιο πάντως είναι πως έχει επικυρώσει το καταστατικό της, εξ άλλου, οι αρχές της βασίζονται στη χριστιανική πίστη. Τέλος, η Σχολή των Αμπελακίων, το «Ελληνομουσείον», χρηματοδοτείται, όπως προαναφέραμε, από τη Συντροφία. Χαρακτηριστική είναι ανάλογη εξέλιξη στην Ύδρα, όπου η φορολογία για τη διοίκηση της νήσου μετατοπίζεται από την οικογενειακή μονάδα, που κατέβαλλε 3 γρόσια για τα έξοδα, στα «πλοία», που καταβάλλουν το 5% των εσόδων τους. Η κοινοτική, λοιπόν, μορφή οργάνωσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας μπόρεσε να εκφραστεί και στο επίπεδο της παραγωγής. Αυτό είναι το «θαύμα» των Αμπελακίων.

Ας διαβάσουμε όμως έναν αυτόπτη μάρτυρα, έναν από τους πρώτους, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τον «ορθό χαρακτηρισμό» (sic) της συσσωμάτωσης των Αμπελακίων και ο οποίος, με τα νοητικά εργαλεία της εποχής του και της χώρας του, της Γαλλίας, θα χαρακτηρίσει, στα 1797, την Κοινή Συντροφία ως μια μεγάλη ετερόρρυθμη εταιρεία, τον Φελίξ ντε Μπωζούρ: Όσο για μένα, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που είδα στα Αμπελάκια και στα περίχωρά τους, έναν πολυάριθμο πληθυσμό που ζούσε ολόκληρος από το προϊόν της βιοτεχνίας του, και που παρουσίαζε ανάμεσα στα βράχια της Όσσας την συγκινητική σύναξη μιας οικογένειας από αδέλφια και φίλους: ο υπέροχος θεσμός που είχαν αναπτύξει οι Ιησουίτες μέσα στα δάση της Παραγουάης, μεταφυτευμένος ως διά μαγείας ανάμεσα στους γκρεμούς και τις χιονοστιβάδες των Τεμπών, τα μίση των Ελλήνων εξασθενημένα, η επιθυμία για μάταιες πανουργίες πνιγμένη από γενναιόφρονα αισθήματα, η εθνική ματαιοδοξία να έχει καταπνιγεί από τα γενναιόδωρα αισθήματα. Όλες οι μεγάλες, φιλελεύθερες ιδέες να φυτρώνουν σε ένα χώμα βουτηγμένο επί είκοσι αιώνες στη σκλαβιά. Ο αρχαίος ελληνικός χαρακτήρας να ξαναγεννιέται με την πρώτη του ενεργητικότητα ανάμεσα στους καταρράκτες και τα σπήλαια του Πηλίου, και, για να τελειώνουμε, όλα, όλα τα ταλέντα και όλες οι αρετές της αρχαίας Ελλάδας να ξαναγεννιούνται στη γωνιά αυτή της σύγχρονης Ελλάδας. Για τον Γάλλο πρόξενο, τα Αμπελάκια, «μια οικογένεια από αδέλφια και φίλους», μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με το «βασίλειο του Θεού», δηλαδή την εξισωτική κοινότητα που είχαν δημιουργήσει στα δάση της Παραγουάης οι Ιησουίτες μοναχοί. Αυτή και μόνον η αντιστοιχία, που περνάει από τον νου του, μας δίνει ίσως μια πολύ πιο εύγλωττη από πολλές σύγχρονες αναλύσεις απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της «συσσωμάτωσης» των Αμπελακίων.

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος V

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙIΙ

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙΙΙ

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος ΙΙ

Το εξαγωγικό θαύμα των Αμπελακίων

Τα Αμπελάκια δεν αποτελούσαν μια μεμονωμένη νησίδα βιοτεχνικής δραστηριότητας αλλά τμήμα ενός ευρύτερου βιοτεχνικού χώρου, που αγκάλιαζε το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου και τον Όλυμπο, την Αγιά, τη Ραψάνη, με θαλάσσιες εξόδους στον Βόλο και το Τρίκερι, άμεσα συνδεδεμένου με τη ναυτική ανάπτυξη του Τρικερίου και της Σκοπέλου. Παραδόξως, και ένα σημαντικό πεδινό κέντρο, ο Τύρναβος, γύρω στα 1800, είχε μια βιομηχανική παραγωγή περίπου 3 εκατ. χρυσών φράγκων ετησίως, έναντι 1,7 εκατ. των Αμπελακίων. Δηλαδή, ο Τύρναβος, ακόμα και αυτή την περίοδο που έχει ήδη αρχίσει να παρακμάζει, αποτελεί σημαντικότερο παραγωγικό κέντρο από τα Αμπελάκια.

Ο Τύρναβος, χρονικά, προηγείται κατά πολύ των Αμπελακίων ως προς τη βιοτεχνική παραγωγή, ενώ δεν περιοριζόταν στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, όπως τα Αμπελάκια, αλλά επί πλέον παρήγε και εμπορευόταν προϊόντα στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας, μεταξωτά και βαμβακερά. Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια που εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μάλτα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου.

Τα γειτονικά χωριά προσέφεραν νήμα για τους αργαλειούς της πόλης, ενώ ένα μεγάλο μέρος της βαμμένης κλωστής πουλιόταν στα Αμπελάκια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχετικά ολοκληρωμένο κύκλωμα παραγωγής και εμπορευματοποίησης, από το βαμβάκι, που παρήγαν οι αγρότες του κάμπου, έως τη βαφή, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη μεταφορά – έναν «ενάρετο κύκλο» μιας ολοκληρωμένης βιοτεχνικής δραστηριότητας υπό μετεξέλιξη προς μια ολοκληρωμένη μανιφακτούρα. Ωστόσο, η εσωτερική ζήτηση θα παραμένει ασθενής και η πώληση των προϊόντων εξαρτιόταν αποφασιστικά από τις αγορές του εξωτερικού.

Ο Τύρναβος, που έφθασε να έχει 20.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, είχε χαρακτηριστεί βακούφι ήδη από την ίδρυσή του, και υπαγόταν στον σερίφη της Μέκκας, γι’ αυτό οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Επίσης απαγορεύονταν οι διελεύσεις στρατευμάτων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να μην αναπτυχθούν μεγάλα τιμάρια και τσιφλίκια στην περιοχή και να συνεχίσει να υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε αντίθεση με τον λοιπό θεσσαλικό κάμπο. Επί πλέον, ο τουρκικός πληθυσμός παραμένει πάντα σχετικά ολιγάριθμος, μόλις 70 οικογένειες.

Ο οικισμός των Αμπελακίων δημιουργήθηκε γύρω στο 1550 και στήριξε την ανάπτυξή του στην παραγωγή και τη βαφή με κόκκινο χρώμα, από ερυθρόδανο (ριζάρι), νημάτων, ανάπτυξη που απογειώθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου και τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αι.

Το 1806, πέρασε από τα Αμπελάκια ένας από τους πιο αξιόπιστους περιηγητές, ο Άγγλος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος γνώρισε τη βιοτεχνική κώμη στον κολοφώνα της ακμής της.

Οι Αμπελακιώτες ασχολούνται με την βαφή κόκκινων βαμβακε­ρών νημάτων τα οποία στέλνουν, οδικώς, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία. Οι άρχοντες των Αμπελακίων διέμεναν αρκετά χρό­νια στη χριστιανική Δύση, ομιλούν γερμανικά και, μολονότι είναι πολύ εμπορικοί στις ιδέες τους, είναι ευχάριστοι στους τρόπους τους και συγκριτικά πιο φωτισμένοι. Συντηρούν ένα ελληνικό σχολείο το οποίο φαίνεται πως σημειώνει καλή πρόοδο υπό την εποπτεία και υποστήριξη του εδρεύοντος εδώ επισκόπου. […] Τα νήματα που βάφουν οι Αμπελακιώτες τα προμηθεύονται από όλη τη Θεσσαλία και γνέθονται εδώ από τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλο το νήμα κατασκευάζεται με το αδράχτι. Το ριζάρι ή ερυθρόδανο, πιο λαϊκά αλιζάρι, το οποίο α­ποτελεί το βασικό συστατικό της βαφής, εισάγεται από τη Σμύρνη και τρίβεται εδώ σε μύλους που περιστρέφονται από άλογα. […]

Κάθε χρόνο στέλλονται στη Γερμανία 150.000-200.000 οκάδες νη­μάτων, όπου χρησιμοποιούνται στα υφάσματα, από τα οποία μεγάλο μέρος στέλνεται στην Ισπανία, με προορισμό τις αποικίες της στην Αμερική. Λίγα νήματα βάφονται μπλε στα Αμπελάκια για να χρησι­μοποιηθούν στους θεσσαλικούς αργαλειούς.[…] Πέρυσι [1805] διέ­τρεξαν όλες μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας των πολλών πτωχεύσεων στη Βιέννη […] και όλοι φοβούνται οικονομι­κή κατάρρευση εάν πέσει και άλλο η αξία του αυστριακού νομίσμα­τος.

Τα Αμπελάκια ήταν μια μικρή πόλη, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην παραγωγή και την εμπορία νημάτων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 4.500 άτομα εργαζόμενα στα βαφεία, τα νηματουργεία και τις υφαντουργικές δραστηριότητες, ενώ και αρκετοί αγρότες εργάζονταν στην παραγωγή του βαμβακιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Φελίξ ντε Μπωζούρ, στην 12η  έκθεσή του, στις 24 Ιουλίου 1797, που στέλνει στο Παρίσι, αναφέρει πως μοιάζει «μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας»:

Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώ­ρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο που συνδέει τη Γερμανί­α με την Ελλάδα με χίλια νήματα. Ο πληθυσμός τους, που τριπλασιάστηκε εδώ και 15 χρόνια, ανέρχεται σήμερα σε τέσσερις χιλιάδες άτομα, και όλος αυτός ο πληθυσμός ζει μέσα στα βαφεία. […] Τα κακά και οι έγνοιες που γεννά η οκνηρία είναι άγνωστα. Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει ή να μείνει ανάμεσά τους και διοικούνται από τους πρωτόγερους και από τους δικούς τους άρχοντες. Δύο φορές οι αιμοβόροι Μουσουλμάνοι της Λάρισας […] αποπειράθηκαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά τους και να λεηλατήσουν τα σπίτια τους, και δύο φορές αποκρούσθηκαν από χέρια, που άφησαν ξαφνικά τους αργαλειούς και οπλίστηκαν με μουσκέτα. Όλα τα χέρια, ακόμα και εκείνα των παιδιών, χρησιμοποιούνται στα βαφεία των Αμπελακίων, και ενώ οι  άνδρες βάφουν το βαμπάκι και οι γυναίκες το κλώθουν και το ετοιμάζουν. […] Υπάρχουνε είκοσι τέσσερα εργαστήρια όπου βάφουν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμπάκι των εκατό οκάδων η μπάλα. Τα κέρδη του μερίσματος του κάθε μετόχου ρυθμίστηκαν σε 10% τον χρόνο και το περίσσευμα αποφασίστηκε να αυξάνει το αρχικό κεφάλαιο, που έφτασε σε δυο χρόνια από εξακόσιες χιλιάδες πιάστρα σε ένα εκατομμύριο.

Αυτή η Κοινή Συντροφία αποτελούνταν από πολλές μικρότερες, οι οποίες δρούσαν χωριστά από τις άλλες και αποκλειστικά για τον εαυτό τους, και οι οποίες, ύστερα από συζητήσεις αρκετών ετών, κατά τη δεκαετία του 1770, αποφάσισαν να συνενωθούν σε μία και μόνη, την Κοινή Συντροφία. Έτσι, περίπου 80 έμποροι και άγνωστος αριθμός βαφειάδων από τα 24 βαφεία οδηγήθηκαν στην ίδρυση αυτής της ενιαίας επιχείρησης εμπόρων και παραγωγών, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας.

Η διαφορά ανάμεσα στο νέο παραγωγικό σύστημα των Αμπελακίων και στο αντίστοιχο παραδοσιακό του Τυρνάβου βρισκόταν στο γεγονός ότι όλοι οι εταίροι του πλούτου (σύντροφοι) είχαν μερίδιο στα αποτελέσματα, ανάλογο με τη μορφή και τη σημασία της δουλειάς τους. Γύρω από την κεντρική αυτή ομάδα εταίρων – εμπόρων και βαφειάδων – που ανήρχοντο σε 150-200 άτομα, εργαζόταν μια πολυπληθέστερη ομάδα εταίρων των οποίων η ευθύνη και η φερεγγυότητα εξαρτιόταν από την πρώτη ομάδα. Περαιτέρω, χιλιάδες άλλα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, Αμπελακιώτες και κάτοικοι γειτονικών χωριών, εργάζονταν με μισθό, άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι ως εποχιακοί. Τέλος, υπήρχαν μεταφορείς πρώτων υλών προς τα Αμπελάκια και μεταποιημένων προϊόντων προς τη Θεσσαλονίκη, την Κων/πολη, την Οδησσό, τη Βιέννη και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Κύριο υποκατάστημα λειτουργούσε στη Βιέννη και μικρότερα σε διάφορες μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και κρατών της Ευρώπης.

Το 1806, ο Γεώργιος Σβαρτς φυλακίζεται από τον Αλή πασά στα Γιάν­νενα, για μη πληρωμή φόρων και καταχρήσεις. Το 1807, με τους ναπολεόντειους πολέμους και τους αποκλεισμούς, πτωχεύει η Τράπεζα της Βιέννης, στην οποία η «Κοινή Συντρο­φία» έχει καταθέσεις 10 εκ. φράγκων. To 1812, διαλύεται η «Κοινή» και πάλι ο Γ. Σβαρτς φυλακίζεται στη Βιέννη για χρέη και κατάχρηση, ενώ, το 1814, η Συντροφία αγοράζει κλωστική μηχα­νή από την Αγγλία, για να μπορέσει να αντισταθεί στον αγγλικό ανταγωνισμό, η οποία όμως δεν επέπρωτο να λειτουργήσει ποτέ. Με τον  θάνατο του Γ. Σβαρτς, το 1818, μοιάζει ωσάν να παίρνει τέλος μια εκπληκτική περίοδος άνθησης, που ήταν ταυτόχρονα και άνθηση του ορεινού βιοτεχνικού κόσμου, και η κοινότητα Αμπελακίων, από τα 20 ή 30 εκατομμύρια φράγκα κεφάλαια που διέθετε, κυρίως στις τράπεζες της Βιέννης – είδαμε ήδη τη χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης –,  θα χάσει σταδιακώς το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου και θα βρεθεί, τον ίδιο χρόνο, το 1818, με ένα χρέος 86.000 γρόσια.
Η Γενική Συνέλευση της Συντροφίας, στο τέλος του χρόνου, κατένεμε τα κέρδη ως ακολούθως: Αφαιρούσε τους φόρους που χρωστούσε η κωμόπολη στους Τούρκους, καθώς και τα διάφορα έξοδα
, ένα σημαντικό χρηματικό ποσό προοριζόταν για τους φτωχούς, τους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Τέλος, αφαιρούσαν τα έξοδα για τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα νοσοκομεία, τους δρόμους και μόνο μετά μοίραζαν τα υπόλοιπα κέρδη στους μερισματούχους, ανάλογα με τα μερίδιά τους.

Το Σχολείο είχε ιδρυθεί από το 1749 ως κοινό σχολείο και αναβαθμίστηκε από τον επίσκοπο Διονύσιο σε «Ελληνομουσείον», όπου δίδαξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Σπυρίδων Ασάνης κ.ά. Παράλληλα, στα Αμπελάκια, λειτουργούσε θέατρο, ενώ αναφέρεται το ανέβασμα του έργου του Γερμανού Κοτσεμπούε, «Μισανθρωπία και Μετάνοια».

 

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος IV

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης ΙI

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος ΙΙ

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Η Αθήνα της Τουρκοκρατίας

Η πιο εμβληματική περίπτωση μιας πόλης που σαν μετέωρο ανέβηκε στο στερέωμα του ελληνισμού, κατά τον 18ο αιώνα, και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς εξ αιτίας των επιδρομών των τουρκο-αλβανικών συμμοριών, υπήρξε η Μοσχόπολη, η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», σύμφωνα με τον Φάνη Μιχαλόπουλο. Η περίπτωσή της είναι, ίσως, η πλέον χαρακτηριστική και ενδεικτική των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο βιοτεχνικο-μικροϊδιοκτητικός, υπό ανάδυσιν, πρωτο-καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, απέναντι στον «ληστρικό τρόπο παραγωγής».

Η Μοσχόπολη βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, δυτικά της Κορυτσάς, σε ένα λεκανοπέδιο με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, με 8.000 σπίτια, με πληθυσμό άνω των 40.000 κατοίκων και φημισμένα εργαστήρια ταπητουργίας, υφαντουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας. Η πόλη εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά από τους κατοίκους της στα 1769 και μεταβλήθηκε σε «πόλη-φάντασμα», εξ αιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών των «Τουρκαλβανών».

Παρότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα – γύρω στα 1500 –,  είχε ξεπεράσει και τα ίδια τα Γιάννινα, μεταθέτοντας το κέντρο του ηπειρωτικού ελληνισμού βορειότερα, εντάσσοντας τους βλαχόφωνους Έλληνες σε μια ανοδική πορεία οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης. Από εδώ κατάγονται μεγάλοι έμποροι όπως ο Σίνας, ο Καζαντζής κ.ά., εδώ θα δημιουργηθεί η περίφημη σχολή που θα ονομαστεί «Νέα Ακαδήμεια», καθώς και τυπογραφείο, γύρω στα 1730. Και όμως, το 1769, με την ευκαιρία του ρωσο-τουρκικού Πολέμου του 1768, στίφη ατάκτων Τουρκαλβανών θα καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και το σύνολο του πληθυσμού θα μεταναστεύσει. Η οικογένεια Σίνα θα μετεγκατασταθεί στην Αυστρία και αρκετοί από τους  αστούς της πόλης θα στραφούν σε εμπορο-χρηματικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, στη Γεωγραφία Νεωτερική, «Πρωτύτερα πόλι δν ταν τίποτε. Ο Βοσκοπολται χουν κ παραδόσεως, πς ταν μόνο δεκξ καλύβαις βοσκν π τ ποο κα νομάστηκε Βοσκόπολι». Η καθυστερημένη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλεως, μετά την τουρκική κατάκτηση, καθώς και ο πρωτογενώς κτηνοτροφικός χαρακτήρας της την έκαναν εξ αρχής μια πόλη χωρίς τουρκική παρουσία. Οι κάτοικοι, αφού πλούτισαν ως κτηνοτρόφοι, άρχισαν να επεξεργάζονται τα μαλλιά και δημιούργησαν αρχικώς οικοτεχνία και στη συνέχεια βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων, τέλος, με καραβάνια εγκαινίασαν το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, ενώ «α γυ­να­κες α­τν πε­ρι­κνη­μί­δων κα πε­ρι­πο­δί­ων ­σαν ­ρι­σται πλέ­κτριαι», και οι καπότες, οι τσόχες, οι φανέλες που κατασκεύαζαν ήταν περιζήτητες. Σταδιακώς, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Έλληνες, βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι, καθώς και Αλβανοί από όλη τη Μακεδονία και την Ήπειρο, για να διαφύγουν τους εξισλαμισμούς, οι δε κάτοικοι του Μετσόβου και του Σκαμνελίου δημιούργησαν δικούς τους συνοικισμούς (Μετσοβίτ μαχαλεσί και Σκαμνελίτ μαχαλεσί). Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η πόλη είχε περίπου 12.000 σπίτια και 60.000 πληθυσμό, δηλαδή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τα Ιωάννινα των  20.000 και ανάλογου μεγέθους με τη Θεσσαλονίκη. Ο Αραβαντινός την περιγράφει ως «το μέγιστον των εμπορικών κέντρων απάσης της Ιλλυρικής χερσοννήσου». Αυτόπτης που τύπωσε γεωγραφία της Ελλάδας, το 1826, μιλάει για 40.000 πληθυσμό. Τον ίδιο αριθμό δίνει και ο Κούμας, καθώς και ο Λωρέντης και ο Leake. Ο Κουτσονίκας, στην Ιστορία του, παρουσιάζει σε λίγες σελίδες μια γενική εικόνα της Μοσχόπολης:

­πάν­των τού­των τν συ­νοι­κι­σμν ­ξέ­χου­σα ν πε­ρί­φη­μος με­γα­λού­πο­λις, Μοσχόπο­λις, ­τις πε­ρ τς ρ­χς το 18 α­­νος ν­θει κα ­πρ­χεν ες τν κο­λο­φ­να το πλού­του τς Βι­ο­μη­χα­νί­ας κα το μ­πο­ρί­ου, ­χου­σα πε­ρ τς 12 χι­λιά­δας ο­κο­γε­νει­ν ν γέ­νει χρι­στια­νν, πεν­τή­κον­τα συν­τε­χνεί­ας, Γυ­μνά­σιον ν­τε­λέ­στα­τον, ες πα­ρε­δί­δον­το τ ­ψη­λό­τε­ρα μα­θή­μα­τα κα δι­ά­φο­ροι γλσ­σαι ε­χον προ­σέ­τι Τυ­πο­γρα­φε­ον […]. Ε­χε δ προ­σέ­τι ρ­γο­στά­σια ­ρι­ού­χων κα τος λαμ­προ­τά­τους ­ε­ρος Να­ούς, ο­οι ο­δα­μο τς Ε­ρω­πα­ϊ­κς Τουρ­κί­ας ­πάρ­χουν […]. Ες τν πό­λιν ταύ­την ε­χε με­τα­φέ­ρει τν κα­θέ­δραν του δι’  ­ου­στι­α­νί­ου Δόγμα­τος δι­α­τε­λν ­νε­ξάρ­τη­τος ρ­χι­ε­πί­σκο­πος ­χρη­δν πρ­τος ­ου­στια­νς ­χων ­π τν δι­και­ο­δο­σί­αν του δώ­δε­κα Μη­τρο­πο­λί­τας κα ν­νέ­α ­πι­σκό­πους κα τ προ­νό­μιον το ­πο­γρά­φε­σθαι δι πρα­σί­νης με­λάνης.

Η «Ακαδημία» απετέλεσε το απόγειο και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της πόλης, οι οποίες είχαν αρχίσει σε συστηματική κλίμακα ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Η Μοσχόπολη υπήρξε, κατά ορισμένους μελετητές, η πρώτη πόλη του ελληνικού κόσμου που φιλοξένησε «ανώτερη σχολή», πριν από τις σχολές των Ιωαννίνων ή την Αθωνιάδα. Από το 1748, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μαθητής του Βούλγαρι Θεόδωρος Καβαλλιώτης, εισήγαγε και νέο πρόγραμμα σπουδών, σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις. Η πόλη υπαγόταν αρχικώς στη δικαιοδοσία της Βαλιδέ Σουλτάνας, γεγονός που της εξασφάλισε την απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στην πόλη, καθώς και την σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκησή της, ακόμα και όταν επιγενέστερα πέρασε στη δικαιοδοσία του σιληχτάρη του Σουλτάνου. Συνεχίζει ο Κουτσονίκας: πό­λις ­το δι­η­ρη­μέ­νη ες ξ συ­νοι­κί­ας, συγ­κει­μέ­νης κ δι­σχι­λί­ων ο­κο­γε­νει­ν κάστης­φ’ ­κά­στης συ­νοι­κί­ας δι­ω­ρί­ζε­το κα­τ’ ­τος ­π τς κοι­νό­τη­τος ες προ­ε­στώς, ο­τος δ ες τ τέ­λος το ­τους ­δι­δε λό­γον τς δι­α­χει­ρή­σε­ώς του κα ν­τι­κα­θί­στα­το ­π’ λ­λου. ­π τν ξ τού­των προ­ε­στώ­των δι­ω­ρί­ζε­το, ­π’ ­ό­ρι­στον χρό­νον, δι Σουλ­τα­νι­κο δι­α­τάγ­μα­τος, προ­τά­σει, ν­νο­ε­ται, το πρω­το­σπα­θα­ρί­ου, ες Μέ­γας ρ­χων, ς ­νο­μά­ζε­το τουρ­κι­στ Να­ζί­ρης. […] Μό­νον α γ­κλη­μα­τι­κα ­πο­θέ­σεις ­δι­κά­ζον­το ­νώ­πιον το μι­σθω­το ­γ, ρ­χη­γο τς στρα­τι­ω­τι­κς πρς φρού­ρη­σιν δυ­νά­με­ως, ­στις ν ­π κε­φα­λς τρι­α­κο­σί­ων στρα­τι­ω­τν ­φρού­ρει τν πό­λιν σπανί­ως δ ­πο­θέ­σεις τι­νς ­φέ­ρον­το ­νώ­πιον το ­θω­μα­νο Κα­δ, δρεύ­ον­τος ες τν πρω­τεύ­ου­σαν τς ­παρ­χί­ας Κόρ­τζας, ες τν δι­και­ο­δο­σί­αν το ­ποί­ου ­θε­ω­ρε­το πό­λις ­πα­γο­μέ­νη, κα πρς ν πό­λις ­χο­ρή­γει κα­τ’ ­πο­κο­πν πο­σό­τη­τά τινα χρημά­των.

Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης δημιουργούσε τις εσωτερικές συνθήκες μιας σχεδόν ανεξάρτητης «πόλης-κράτους», που έτεινε να μεταβληθεί στο κέντρο του ορθόδοξου και βλαχόφωνου ελληνισμού στην ανατολική Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, από αυτή την ημιανεξάρτητη εμποροβιομηχανική πόλη, που βρισκόταν στη φάση μετασχηματισμού της βιοτεχνίας σε «βιομηχανική» παραγωγή, έλειπε «κάτι», η πολιτική αυτονομία και το απαραίτητο παρακολούθημά της, η στρατιωτική ισχύς.

Το 1760, 36 χωριά του Πωγωνίου, πιεζόμενα από τη φορολογία, εξισλαμίσθηκαν μέσα σε μία ημέρα και εφόρμησαν στις γύρω περιοχές για να τις λεηλατήσουν. Την ίδια εποχή, ολόκληρο διαμέρισμα της βόρειας Μακεδονίας εξώμοσε, μαζί με τον επίσκοπο, την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι, η Μοσχόπολη απέμεινε περιστοιχιζόμενη από μια μουσουλμανική θάλασσα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, και μόνη η παρουσία της, με τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και με τον πλούτο της, θα μπορούσε, δυνητικά, να δημιουργήσει τον πυρήνα της επανελληνοποίησης της περιοχής και της συγκράτησης των ορθόδοξων πληθυσμών. Γι’ αυτό και η οθωμανική διοίκηση δείχνει μια χαρακτηριστική αδιαφορία στις επανειλημμένες επικλήσεις των κατοίκων για προστασία και στοιχειώδη αστυνόμευση. Έτσι, ένας από τους παράγοντες της αρχικής αυτονομίας και της ακμής της, η έλλειψη τουρκικής παρουσίας και σημαντικού μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, απέβη εν τέλει αρνητικός και ίσως καθοριστικός για την επιβίωση της πόλης, διότι οι τουρκικές αρχές αδιαφορούσαν για την τύχη της και ίσως ακόμα και να εύχονταν την καταστροφή της.

Επιπροσθέτως, οι συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», καθώς και ανάμεσα στις συντεχνίες, όπως και οι διεκδικήσεις των εργατών, που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, πήραν ενδημικό χαρακτήρα, ενώ έχει καταγραφεί η δολοφονία προεστώτων και μεγαλεμπόρων μέσα στο ίδιο το μοναστήρι του Προδρόμου, κατά την εορτή της Διακαινησίμου. Οι διαφορετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις υποχρεώνονταν να καταφεύγουν σε ιδιωτικές ένοπλες δυνάμεις, συνήθως αποτελούμενες από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο διείσδυσαν και επισήμως στο εσωτερικό της πόλης. Η ανυπόφορη κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στην απόφαση της οριστικής και πρωτοφανούς μετοικεσίας μιας ολόκληρης πόλης. Παράλληλα με τη Μοσχόπολη, την ίδια τύχη, της ολοκληρωτικής διάλυσης, είχαν και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, των οποίων οι κάτοικοι μετανάστευσαν, όπως η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Σιπίσκα, η Νίτσα, το Μπιθικούκι, η Μπόρια, το Γκάμπροβο, η Πολένα, η Γράμμοστα κ.ά. Αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ο υπερβολικός μάλλον αριθμός των 150.000 εκπατρισθέντων εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, ορισμένες μάλιστα προηγούνται της καταστροφής της Μοσχόπολης, όπως συνάγεται και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι του 1767. Έτσι, η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, αλλά θα εκπατριστεί και θα επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική ή θα μετασχηματιστεί σε βιομηχανική, στην… Αυστρία. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφθεί ριζικά και τελεσίδικα ένα βιοτεχνικό-βιομηχανικό παραγωγικό κέντρο στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου. Εν τέλει, δε, την παραγωγική και ελληνική Μοσχόπολη θα αντικαταστήσει μια μεταπρατική «μητρόπολη», η Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία του πληθυσμού της και την έντονη παρουσία των δυτικών προξενείων και παροικιών.

Τα Αμπελάκια, άνοδος και πτώση της εγχώριας μανιφακτούρας

Τα Αμπελάκια αποτελούν την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας εγχώριας βιοτεχνικής δραστηριότητας, που επιχείρησε να μετασχηματιστεί σε «μανιφακτούρα» και να θέσει τις βάσεις μιας γηγενούς δευτερογενούς παραγωγής, αλλά θα συντριβεί κάτω από τον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης δυτικής βιομηχανίας. Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων αρχίζει να ενισχύεται, ενώ διαμορφώνονται και οι παροικίες του εξωτερικού. Παράλληλα δε, ενισχύεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες  πεδιάδες.

Ο Κωστής Μοσκώφ  – ο μόνος Έλληνας διανοητής που συνέλαβε σε όλες της τις διαστάσεις του τη σημασία του φαινομένου – γράφει χαρακτηριστικά: Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί. […] Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο. Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο. Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν.

Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας, και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και στη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε», αντίθετα, μετά το 1720,  ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός – μεταπρατικός, και η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.

Γύρω στα 1800, η γεωγραφία της υφαντουργικής παραγωγής στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία έχει μεταβληθεί ριζικά από μια συνολική παραγωγή αξίας 9-10 εκατομ. χρυσών φράγκων, ο Τύρναβος παράγει προϊόντα 3 εκατ., τα Αμπελάκια 1,7, η Βέροια 1,6, και μόλις το ίδιο η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο μέρος του βαμβακιού της Μακεδονίας εξάγεται, ενώ τα βιοτεχνικά κέντρα καταναλώνουν το 40% – 6 εκατ. χρυσά φράγκα. Το βαμβάκι της πεδιάδας των Σερρών έφθανε στις 70.000 μπάλες των 100 οκάδων (αξίας περίπου 7.000.000 πιάστρων). Από το ποσό αυτό, οι 50.000 μπάλες εξάγονται – 30.000 στη Γερμανία, 12.000 στη Γαλλία κ.λπ. – 10.000 μπάλες χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους (ιδιαίτερα για τα παπλώματα, τους σοφάδες, τα μαξιλάρια) και 10.000 μπάλες μετατρέπονται σε νήμα, από τις 20.000 μπάλες που μεταποιούνται σε νήμα στο σύνολο των περιοχών. Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου αναπτύχθηκαν τα τσιφλίκια, είχαμε μείωση ή στασιμότητα του πληθυσμού, μεταξύ 1520 και 1820, σε αντίθεση με άλλες περιοχές:

                                                                        1520                1820

Πελοπόννησος                                              300                  504

Ρούμελη                                                          128                  320

Κυκλάδες και Αργοσαρωνικός                    60                   180

Ιόνια νησιά                                                    100                   180

Θεσσαλία                                                       353                   200

Μακεδονία                                                    500                   500

Ήπειρος                                                          165                   250

Αρχιπέλαγος                                                  100                   210

Κρήτη                                                             300                   180

Θράκη                                                               50                     70

ΣΥΝΟΛΟ                                                    2.056                2.594

Η επέκταση των τσιφλικιών σε βάρος της δημόσιας γης επέτεινε την οικονομική επιβάρυνση των αγροτών, που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στους γαιοκτήμονες το 20-25% της παραγωγής, εκτός από το 28%, που κατέβαλλαν στο κράτος: Η διάσπαση όμως κατά κάποιο τρόπο του ελλαδικού χώρου σε πεδινό, όπου έτεινε να κυριαρχήσει η τάση της «φεουδαρχοποίησης», και σε ορεινό, όπου υπερίσχυε η τάση της εμπορευματοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει και να επιβραδύνει τις διαδικασίες διαμόρφωσης σ’ αυτόν μιας δυναμικής και ευρύτερης εσωτερικής αγοράς. Ο ελληνικός κόσμος αναπτύσσεται σύμφωνα με τρεις πόλους. Έναν βορειοελλαδικό (Γιάννενα, Πήλιο, Θεσσαλονίκη) βιοτεχνικού χαρακτήρα, έναν νοτιοελλαδικό, ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό, και έναν κατ’ εξοχήν εμπορικό, τις  παροικίες.

Έτσι, όταν, κατά τον 18ο αι., η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και η ναυτιλία θα βρουν πρόσφορο έδαφος για να επεκταθούν στο εξωτερικό, θα σημειωθεί μια πρωτοφανής έκρηξη της παραγωγής των βιοτεχνικών κέντρων. Ωστόσο, αυτή συμβαδίζει με την παράλληλη ενίσχυση της εμπορευματοποίησης αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών των μουσουλμάνων αγάδων και των μεταπρατών εμπόρων, καθώς και την ενίσχυση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τη Δύση. Όλος ο 18ος και οι αρχές του 19ου αι. αποτελούν μία περίοδο «ανταγωνισμού» μεταξύ των βιοτεχνικών κέντρων, από τη μια, και των εξαγωγικών εμπορευματικών καλλιεργειών και των μεταπρατικών δραστηριοτήτων από την άλλη, που θα οδηγήσει, στη δεκαετία του 1810, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την ανάδυση της βιομηχανικής κυριαρχίας της Αγγλίας, στην ήττα της μεταποιητικής δραστηριότητας και στην κρίση των ορεινών παραγωγικών κέντρων, που είχαν «υπερεπεκταθεί» εξαγωγικά και επομένως εξαρτώνταν από την εξωτερική συγκυρία. Στα 1800, η βιοτεχνία απασχολεί «ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%».

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο μέρος ΙΙΙ

Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης Ι

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος Ι

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Η οικονομική κρίση που βιώνουμε υποτάσσεται βέβαια σε αναπότρεπτες διεθνείς παραμέτρους – κρίση της ηγεμονίας της Δύσης, μεταφορά του επικέντρου της παγκόσμιας συσσώρευσης από τη Δύση στην Ανατολή. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, αποτελεί και συνέπεια – την έσχατη, αν όχι και την τελευταία – της παρασιτικής υφής της ένταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στη Δύση, η οποία και μεγεθύνει υπέρμετρα τη δική μας κρίση.

Τωόντι, ο παρασιτικός-ημιαποικιακός χαρακτήρας της ενσωμάτωσης του ελληνικού κόσμου στη Δύση διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που ξεκινά από τον… 11ο  αι., όταν ο βυζαντινός ελληνικός κόσμος θα αρχίσει να υποτάσσεται οικονομικά στις ιταλικές εμπορικές πόλεις, κατ’ εξοχήν τη Βενετία και τη Γένοβα. Σταθμοί σε αυτή την πορεία απώλειας της αυτονομίας μας, που θα συνεχιστεί με την κατάκτηση και τον διαμελισμό του Βυζαντίου, μετά το 1204, υπήρξαν αρχικώς η άλωση του 1453 και, εν συνεχεία, η ατελής και ανολοκλήρωτη εθνική μας χειραφέτηση, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ελληνικής επανάστασης, που άρχισε το 1821 και συνεχίστηκε έως το 1922. Μέσα από τη διαρκή οικονομική και στρατιωτική πίεση της Δύσης και την επεκτατική παρουσία της τουρκικής Ανατολής, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε έναν αυτόνομο παραγωγικό πόλο, το ελληνικό κοινοτικό και εταιριστικό παραγωγικό μοντέλο αποσυντέθηκε, και οι άρχουσες τάξεις της προσδέθηκαν παρασιτικά στη Δύση, ως μεταπράτες προϊόντων, ιδεών, προτύπων. Επανειλημμένα έγιναν απόπειρες για οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, οι οποίες, κάθε φορά, σκόνταφταν σε αυτή τη διπλή πίεση, όπου το τουρκικό ξίφος, σε συνδυασμό με τις δυτικές κανονιοφόρους και τη δυτική βιομηχανία, υποχρέωναν την ελληνική οικονομία σε παραγωγική συρρίκνωση και τις άρχουσες τάξεις σε μεταπρατική μετάλλαξη.

Στον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πόλης ενάντια στους Ενετούς, στα 1184, στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στα 1204-1261, στο Δεσποτάτο του Μορέως, στα Αμπελάκια, τη Μοσχόπολη, τα Ζαγοροχώρια και στα νησιά μας, πριν από την Επανάσταση, κάθε φορά, η αρχόμενη διαδικασία αυτόκεντρης ανάπτυξης θα ανακόπτεται από τη συνδυασμένη – συνήθως – δράση αυτών των δυνάμεων, που δεν ήθελαν την ανασύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού πόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Αυτή τη μακρόσυρτη διαδικασία συγκρότησης και αποδόμησης θα αποκαλέσει «καημό της ρωμιοσύνης» ο Κωστής Μοσκώφ. Αποφασιστικοί υπήρξαν δύο αιώνες, οι αιώνες της ελληνικής Αναγέννησης, από το 1700 έως το 1922, όταν ο ελληνισμός αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται γοργά σε όλα τα πεδία – και κατ’ εξοχήν στο οικονομικό – και να επιχειρεί να ανασυστήσει τον κατακρεουργημένο ελληνικό κόσμο που τους προηγούμενους πέντε αιώνες είχε αποδομήσει η δυτική αποικιοκρατία και η οθωμανική κατάκτηση. Από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια έως τη Βιέννη και την Οδησσό, οι δυνάμεις του ελληνισμού θα επιχειρήσουν μια γενικευμένη επιστροφή, μια κυριολεκτική Αναγέννηση.

Στο δοκίμιο που ακολουθεί, επιλέγοντας ορισμένες προνομιακές «στιγμές» αυτής της οικονομικής αναγέννησης, τη Μοσχόπολη, τα Αμπελάκια, τη διασπορά και τη διαμόρφωση του «χιακού δικτύου», προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις διαδικασίες της άνθησης και ταυτόχρονα τις αιτίες της μεταπρατικής υποστροφής της. Μιας υποστροφής που βρίσκεται – καθοριστικά, αποφασιστικά – στο υπόβαθρο της σημερινής καθολικής κρίσης του μεταπρατικού μοντέλου στην Ελλάδα.

Ο χαρακτήρας της οικονομικής επέκτασης

Η οικονομική παρακμή του ελληνικού κόσμου αρχίζει από τον 11ο αιώνα, με τη σταδιακή ενίσχυση της παρουσίας των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, και κορυφώνεται τον 15ο αιώνα με την Άλωση. Ωστόσο, παρά το γενικευμένο «σκότος», που καλύπτει τα νεοκατακτημένα οθωμανικά εδάφη, από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα, μειώνεται ταυτόχρονα η εξωτερική οικονομική εξάρτηση και η οικονομία στρέφεται προς μια εσωτερίκευση της οικονομικής ζωής. Η οθωμανική κατάκτηση και ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι αιώνες της τουρκοκρατίας, κατά τους οποίους συνεχιζόταν η επέκταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας – περίοδος που θα λήξει με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς – εξετόπισε σταδιακώς τους Ιταλούς (Ενετούς και Γενουάτες) από τη σφαίρα της παλαιάς τους κυριαρχίας στο ύστερο Βυζάντιο και έδωσε τη δυνατότητα στους εμπόρους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας να τους υποκαταστήσουν.

Μεταξύ 1592 και 1783, το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας φαίνεται ότι ήταν τελείως απρόσιτο στα πλοία της Δυτικής Ευρώπης. Η Μαύρη Θάλασσα έγινε mare clausum. Η νίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμβόλιζε, στη σφαίρα της οικονομίας, νίκη των Ελλήνων, των Τούρκων, των αποστατών χριστιανών, των Αρμενίων, των Ραγουζάνων και των Εβραίων, στον αγώνα τους κατά της διακοσιάχρονης ηγεμονίας της Βενετίας και της Γένοβας. Ωστόσο, στα Δυτικά Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο,  όπου συνεχίζονται οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Ισπανούς και Ενετούς, οι ελληνικοί και γενικότερα οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αφήνουν τις πόλεις, καταφεύγουν στα ορεινά και εγκαταλείπουν το πεδίο του εμπορίου στους Εβραίους και τους καθολικούς Ραγουζαίους Σλάβους.

Η «απόσπαση» του εσωτερικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας από τα χέρια των Ενετών και των Γενουατών θα συνοδευτεί, τους πρώτους αιώνες, και από μια γενικότερη άνθηση της βιοτεχνίας και ιδιαίτερα της υφαντουργίας, συνέπεια της προστατευτικής πολιτικής των σουλτάνων. Υπογραμμίζει η Αγγελική Χατζημιχάλη: Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. […] Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στεμνίτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου. […] Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση. […] Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. […] Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Το ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. […] Η Νιγρίτα με τους περίφημους αλατζάδες η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών, η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική […]. Στον Πόντο καλλιεργείται η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα.

Οι Έλληνες, μετά το 1650, αρχίζουν να επανεγκαθίστανται μαζικά στις πόλεις και να υποκαθιστούν σταδιακώς τους Εβραίους εμπόρους, οι οποίοι πραγματοποιούν μια νέα μετακίνηση, αυτή τη φορά κυρίως προς τη δυτική Ευρώπη. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει το απόγειό του το 1650, όταν θα φθάσει τις 40.000 ψυχές, ενώ στη συνέχεια φθίνει. Όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μοσκώφ: Οι πλουσιότεροι ισραηλίτες εγκαταλείπουν μετά την παρακμή της υφαντουργίας την Θεσσαλονίκη για τις Ιταλιώτιδες πόλεις, […] ή για τις πόλεις του εσωτερικού όπου τους ωθεί ιδίως η ευρωπαϊκή διείσδυση που τους χρησιμοποιεί σαν μεσάζοντες. Άλλοι εξισλαμίζονται, οι ντονμέδες. Στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι μεσίτες των Γάλλων ήταν Εβραίοι. Τα μεσιτικά δικαιώματα ήταν 0,5% σε όλες τις αγοραπωλησίες, αλλά οι μεσίτες εισέπρατταν επιπλέον 1% από τους αγοραστές και 1% από τους πωλητές.

Η ημιαποικιακή δομή και οι Έλληνες

Όμως, μετά τον 17ο αι., σημειώνεται σχετική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και κυρίως αδυναμία συγκέντρωσής της σε μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες μονάδες παραγωγής, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως στα Αμπελάκια, τη Χίο και αλλού. Ωστόσο δεν έγιναν τεχνικές πρόοδοι κατά τον 17ο αιώνα και η προστασία της οθωμανικής βιομηχανίας σταμάτησε. Οι ελληνικές, τουρκικές και εβραϊκές υφαντουργίες της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (αλλά όχι της Προύσας ή της Χίου), έμειναν στάσιμες ή παρήκμασαν.

Η παρακμή της μεγάλης βιοτεχνικής παραγωγής υπήρξε συνέπεια πολλών παραγόντων: Κατ’ αρχάς, η παραδοσιακή οικονομία της αρπαγής και της «εξω-οικονομικής» απαλλοτρίωσης, στον βαθμό που η εδαφική επέκταση έχει λάβει τέλος, στρέφεται προς το εσωτερικό και οργανώνεται η συστηματική καταλήστευση και «φορολόγηση» των αγροτικών και βιοτεχνικών πληθυσμών. Επιπλέον, πολλαπλασιάζονται οι αποσυνθετικές τάσεις, όχι μόνο με τον Αλή Πασά και τον Πασβάνογλου, αλλά και με τους πολυάριθμους πανίσχυρους «αγιάννηδες» της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας, την ενίσχυση της αυτονομίας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, των Μωραγιάννηδων της Πελοποννήσου, των διοικητών των νησιών κ.λπ. Τέλος, μετά τον 18ο αι., οι πόλεμοι μεταφέρονται στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, με καταστρεπτικές συνέπειες, προπαντός για τη μεταποίηση. Παράλληλα, οι ιταλικές πόλεις αντικαθίστανται σταδιακώς από τις αναπτυσσόμενες αποικιακές δυνάμεις της Δύσης, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ολλανδία και την Αυστρία.

Η σταθεροποίηση των συνόρων οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τάξης Τούρκων γαιοκτημόνων με κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη γη. Για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της φορολογίας και τις καταναλωτικές ανάγκες, στρέφονται προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, με συνέπεια την άνοδο των τιμών και τη διασύνδεση με τα δυτικά εμπορικά δίκτυα. Έτσι, οι τουρκικές άρχουσες τάξεις της περιφέρειας δεν είχαν συμφέρον από την εσωτερική βιομηχανική ανάπτυξη, η δε κεντρική διοίκηση  ήταν όλο και πιο εξαρτημένη από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις, που συστηματικά εμπόδιζαν την ανάπτυξη της εγχώριας μεταποίησης. Μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα (στα 1703), ο Μεγάλος Βεζύρης Ραμί Μεχμέτ πασάς Εξιπλής προσπάθησε να δημιουργήσει νέα υφαντουργεία και να ενισχύσει τη μεταξουργία στην Προύσα, απαγορεύοντας την εξαγωγή των πρώτων υλών. Ωστόσο, σημειώνει ο Γάλλος πρέσβης, ο Βεζύρης σύντομα θα αντικατασταθεί, μαζί με τον Σουλτάνο Μουσταφά Β΄, και τα σχέδια «να ιδρύσει βιομηχανίες υφασμάτων και μετάξης στην επικράτεια του Μεγάλου Σουλτάνου θα πέσουν μαζί του».

Το 1767, ο Γάλλος πρόξενος εμπόδισε τον Σαράντο Παπαδόπουλο να ιδρύσει σαπωνοποιία παραγωγικής δυνατότητας 30.000 κιλών, στο Ναβαρίνο και στην Κορώνη, που θα ανταγωνιζόταν τη Μασσαλία και την Προβηγκία, ενώ,  το 1779, ο βαρόνος De Tott συμβούλευσε την κυβέρνηση να συνεχίσει να παρεμποδίζει τη δημιουργία βιομηχανιών στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διείσδυση των δυτικών δυνάμεων διαμορφώνει ένα αρνητικό πλαίσιο για την εσωτερική μεταποιητική παραγωγή. Οι δυτικοί έμποροι καταβάλλουν μειωμένους δασμούς ενώ οι εγχώριοι, μη μουσουλμάνοι, φορολογούνται βαρύτατα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια αποικιακού τύπου σχέση, η οποία είχε εγκαινιαστεί με την απαλλαγή των Ιταλών εμπόρων, το 1081, από το κομμέρκιον. Έτσι, ακόμα και τα Ζαγοροχώρια ή τα Αμπελάκια θα λυγίσουν κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού των εισαγόμενων από τη Δύση βιομηχανικών προϊόντων.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η «οικονομική απογείωση» των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας θα προσανατολιστεί κατ’ εξοχήν προς εμπορικές ή τις συναφείς ναυτιλιακές δραστηριότητες, ενώ η ανθούσα βιοτεχνία δεν θα κατορθώσει να μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της «μανιφακτούρας». Οι Έλληνες έμποροι και καραβοκυραίοι θα σωρεύουν σημαντικά πλούτη και κεφάλαια, τα οποία όμως δεν θα μπορούν να τα επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά θα τα επανεπενδύουν στο εμπόριο, σε τραπεζιτικές δραστηριότητες ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη ναυτιλία. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις πόλεων, περιοχών ή επιχειρηματιών που στράφηκαν προς τη μεταποιητική παραγωγή. Η Χίος, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολη, η Δημητσάνα, τα ναυτικά νησιά, οφείλουν τη μεταποιητική τους δραστηριότητα στο γεγονός ότι ήταν απομονωμένα ή απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Έλληνες άνοιγαν πιο συχνά εργοστάσια σαπωνοποιίας, ζυμαρικών κ.ά, στη Νότια Ρωσία παρά στους τόπους καταγωγής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες μεγαλέμποροι μεταβάλλονται σε τμήμα των οθωμανικών αρχουσών τάξεων και συνδέονται – έστω «στανικώς» – με τη Δύση ως μεταπράτες. Τα ανώτερα στρώματά τους μεταπηδούν σε μια ιδιότυπη noblesse de robe, τους Φαναριώτες, οι οποίοι, εκτός από ενοικιαστές φόρων, τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, γίνονται δραγουμάνοι, «υποδιοικητές» του στόλου, πρίγκιπες της Μολδοβλαχίας και συχνά ανώτατοι κληρικοί και πατριάρχες. Οι Έλληνες έμποροι δεν παύουν να βρίσκονται σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους Δυτικούς, αλλά στο εσωτερικό αυτής της μεταπρατικής δραστηριότητας, για τον έλεγχο δηλαδή του ημιαποικιακού τύπου εμπορίου της Αυτοκρατορίας με τη Δύση, καθώς και του εσωτερικού εμπορίου.

Η Μοσχόπολη και ο «ληστρικός τρόπος παραγωγής»

Η πρώτη, ίσως και η σοβαρότερη, αιτία, για την αδυναμία μετασχηματισμού της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας σε «βιομηχανική», ήταν η κατάσταση των ενδημικών πολέμων, επαναστάσεων, της ληστείας, της πειρατείας και της ανασφάλειας, που δεν επέτρεπε σταθερές επενδύσεις. Ο «ληστρικός τρόπος απόσπασης του υπερπροϊόντος» απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος. Εξ άλλου, κάθε ιμπεριαλισμός στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρπαγή. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, στην Αμερική, θα πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της ιστορίας, τον βίαιο εξανδραποδισμό, καταλήστευση και εξόντωση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοχθόνων. Όσο για τον ιμπεριαλισμό ανατολικού τύπου, των νομαδικών φυλών και λαών, ήταν κατ’ εξοχήν ληστρικός. Τα μογγολικά φύλα, στην Κίνα, την Ασία και τη Ρωσία, τα τουρκικά φύλα, από την Ινδία έως τις αραβικές χώρες και το Βυζάντιο, στηρίζονταν κατ’ εξοχήν στην «εξω-οικονομική βία» για την απόσπαση του υπερπροϊόντος από κοινωνίες περισσότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και πολιτισμικά. Βέβαια, όταν εγκαταστάθηκαν με μονιμότερο τρόπο, άρχισαν να οργανώνουν και μια συστηματικότερη εκμετάλλευση των εγχώριων πληθυσμών, ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής, προπαντός διά της φορολογίας, ως «φυσιολογικής» μετεξέλιξης της ληστείας. Ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν, παράλληλα, και οι μηχανισμοί της απροκάλυπτης αρπαγής.

Επί πλέον, οι Ισπανοί θα δικαιολογήσουν με θρησκευτικούς λόγους την καταστροφή των «ειδωλολατρών» Ίνκας και Μάγια, ενώ τα αραβικά και τα τουρκικά φύλα την υποταγή των απίστων ως ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του «ιερού πολέμου». Αν οι ντόπιοι πληθυσμοί προσχωρήσουν στην ιδεολογία-θρησκεία του κατακτητή και αν ανακοπεί η εδαφική επέκταση, εκεί, σταδιακώς, οι μέθοδοι εκμετάλλευσης θα προσανατολιστούν προς σταθερότερους, «οικονομικής υφής», μηχανισμούς. Έτσι θα συμβεί στο αραβικό καλιφάτο των Αββασιδών ή στην οθωμανική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Παράλληλα, οι πόλεμοι και η πειρατεία υπήρξαν ενδημικά φαινόμενα καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και φραγκοκρατίας στην ελληνική χερσόνησο και το αρχιπέλαγος. Στη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου ενετο-τουρκικού πολέμου, το 1684-1699, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, που προσέγγιζε το εκατομμύριο, έπεσε στους 80.000 κατοίκους, και αυξήθηκε πάλι στις 200.000 μόλις το 1701. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768-1774 και τα Ορλωφικά ερήμωσαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μόνο στα νησιά, μετανάστευσαν πάνω από 30.000 άτομα. Στην Ήπειρο, την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία, συνεχίζονταν μέχρι και τον 18ο αι.  οι ληστρικές επιδρομές των πρόσφατα εξισλαμισθέντων αλβανικών φύλων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δευτερογενής παραγωγή, ιδιαίτερα, καθίστατο σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι απαιτεί σταθερές εγκαταστάσεις, διάρκεια, διευρυνόμενες επενδύσεις, σταθερές επικοινωνίες κ.λπ. Γι’ αυτό θα περιοριστεί συνήθως σε κάποιες ορεινές περιοχές, περισσότερο προφυλαγμένες από τις επιδρομές, όπως τα Ζαγοροχώρια, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, ή σε ορισμένα νησιά που απελάμβαναν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Η Ανατολή πρωτοπορεί, η Ευρώπη σύρεται

Η Ανατολή πρωτοπορεί, η Ευρώπη σύρεται

 

Του Βασίλη Καραποστόλη*


 

Ένα μάθημα από τους λαούς της Βόρειας Αφρικής που ξαναθέτουν το ζήτημα της φτώχειας παράλληλα με το ζήτημα της αξιοπρέπειας

Βρίσκεται άραγε στην ακμή της ή σε φάση παρακμής η παγκόσμια Xρηματοκρατία; Μέσα στον κλυδωνισμό της τρέχουσας κρίσης είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι αυτό το χάρτινο μέσον που εξουσιάζει τις ζωές μας δεν μπορεί από τη φύση του να είναι αιώνιο. Ας προσπαθήσουμε όμως να αναλογιστούμε τι συνέβη. Πρώτα το χρήμα κέρδισε τη μάχη εναντίον του «αγαθού» – ή αλλιώς: η πόλη επικράτησε της υπαίθρου

Έπειτα το χρήμα θριάμβευσε και επί του «πνεύματος – ή αλλιώς: η σκέψη που υπολογίζει στην επιτυχία επεκράτησε της σκέψης που ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Τι μένει ακόμη; Είναι άραγε ολοκληρωτικά κυρίαρχο πλέον το χρήμα, μόνος δεσπότης πάνω σ’ ένα πλανητικό πληθυσμό που από τη μια λατρεύει και από την άλλη μισεί τον δεσπότη του; 

Ήδη διαφάνηκε η απάντηση. Όταν λατρεύεις και την ίδια στιγμή μισείς κάτι, σημαίνει ότι αυτό το κάτι δεν στέκεται γερά στα πόδια του. Λατρεύεται το χρήμα επειδή υπόσχεται να εξαγοράσει τα πάντα: τα υλικά μέσα επιβίωσης, την εκτίμηση των άλλων, το κύρος, τη φιλία. Μισείται επειδή η παντοδυναμία του αυτή αποδεικνύεται λειψή: δεν κατορθώνει να ναρκώσει τον άνθρωπο, να τον κάνει να λησμονήσει εντελώς ότι η αξία του δεν αντιστοιχεί στην αξία της περιουσίας του. Ένα «ποιοτικό» υπόλοιπο πάντα διαφεύγει. Κι αυτό το υπόλοιπο σήμερα μεγαλώνει εκρηκτικά.

Φαίνεται ίσως παράδοξο ότι σε καιρούς οικονομικής κρίσης το ζήτημα της φτώχειας τίθεται παράλληλα με το ζήτημα της αξιοπρέπειας. Έτσι το ανέδειξαν κυρίως οι πρόσφατες εξεγέρσεις στις χώρες της Β. Αφρικής. Είδαμε ανθρώπους (νέοι ήταν οι περισσότεροι) που με τη δράση τους διεκδικούσαν όχι μόνο το ψωμί που τους έλειπε, αλλά και το δικαίωμα να μην είναι ψωμοζήτες. Θα ’θελαν να έχουν λόγο στη διακυβέρνηση, και να μη τους αντιμετωπίζουν οι κρατούντες σαν μάζες για τις οποίες τα ψέματα που τους λένε έχουν λιγότερη σημασία από τα ελάχιστα λεφτά που τους δίνουν. Αυτοί οι ξεσηκωμένοι Ανατολίτες εξέπληξαν τη Δύση: απαίτησαν την κατάργηση του καθιερωμένου επίσημου δόλου! Μ’ άλλα λόγια, είχαν πάρει τα αιτήματα του Διαφωτισμού και τα ενεργοποίησαν μ’ έναν τρόπο ριζικό, εκεί που οι Ευρωπαίοι το είχαν εντελώς ξεχάσει. Η Ανατολή διδάσκει λοιπόν τη Δύση να ξαναπιάσει το νήμα που κόπηκε και να λύσει τους κόμπους που σχηματίστηκαν στο μεταξύ.

Αν χρειαστεί, είπαν οι εξεγερμένοι της Β. Αφρικής, θα χρησιμοποιηθεί και μαχαίρι για να λυθεί ο κόμπος. Αυτό σημαίνει ότι η βία γίνεται πολιτικό εργαλείο, υπόκειται σε μια θέληση που δεν έχει για τέρμα της απλώς το ξέσπασμα, την εκδίκηση εναντίον των κυβερνώντων. Είναι μια θέληση που επιδιώκει να φέρει στο προσκήνιο τους αφανείς και να τους δώσει δημόσιο ρόλο. Δεν ξέρουμε φυσικά αν αυτό ευοδωθεί. Σημασία όμως έχει ότι ένα πρόβλημα που φέρνει σε αμηχανία την Ευρώπη, οι πρώην υποτελείς της το αντιμετωπίζουν ως πρόκληση. Ψάχνουν να βρουν τους νέους ηγέτες τους. Το πιστεύουν ότι κάποιοι θα ξεπεταχτούν μέσα από τις παρατεταμένες κινητοποιήσεις, τη δράση, τις συζητήσεις. Απεναντίας, οι Ευρωπαίοι μεψιμοιρούν για την έλλειψη πολιτικών προσωπικοτήτων, θρηνολογούν για την υποδούλωση της πολιτικής στην οικονομία, βυθίζονται όλο και περισσότερο στη δυσπιστία τους απέναντι στην «κάστα» των κοινοβουλευτικών ανδρών που μοιάζουν στα μάτια τους με ανδρείκελα. Δεν μπορείς όμως να επιθυμείς την αναχαίτιση της χρηματοκρατίας και ταυτόχρονα να υποσκάπτεις τόσο πολύ την άσκηση της πολιτικής.

Γιατί αυτό συμβαίνει στην ευρωπαϊκή συνείδηση. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της στους πολιτικούς τη σπρώχνει στην ιδιωτική σφαίρα για αναζήτηση παρηγοριάς. Όμως το άσυλο που ήξερε, δεν είναι πια ασφαλές. Καταργημένο από τον χείμαρρο των ειδήσεων που εισβάλλουν στο εσωτερικό του, διαβρωμένο από τους συνεχείς διαφημιστικούς ερεθισμούς, το νοικοκυριό είναι ανίκανο να προσφέρει την οικογενειακή θαλπωρή, τη στήριξη μεταξύ οικείων, την ικανοποίηση ότι είσαι «κάποιος» εφόσον είσαι μέλος της συγγενικής ομάδας.

Όχι δεν είσαι τίποτα, αν δεν βγεις έξω από το σπίτι σου. Αυτό φωνάζει η κοινωνία και καλεί το άτομο να ξαναριχτεί στις περιπέτειες. Οφείλει να ξεχωρίσει απ’ τους άλλους, να κερδίσει δηλαδή περισσότερα. Ο φαύλος κύκλος έτσι αρχίζει πάλι. Ανικανοποίητα πλήθη κυνηγούν το χρήμα, το αποκτούν, το χάνουν ξανά και διαμαρτύρονται κατά των πολιτικών που δεν τους προστάτεψαν αρκετά από τους αδηφάγους της αγοράς.

Αμφισβήτηση

Το μόνο που δεν κάνουν είναι ν’ αμφισβητήσουν τη συνθήκη που δένει σφιχτά τη ζωή τους μ’ αυτό που δεν είναι ζωή, αφού του λείπει το αίμα. Τι τρέχει λοιπόν στις φλέβες τους; Νερό; αέρας; ή κάποιοι αριθμοί; Μέχρι να το βρουν πάντως, σε άλλα μέρη, πιο θερμά, εκεί που πραγματικά βράζει το αίμα, άλλου τύπου άνθρωποι μάλλον θα εξακολουθήσουν να αγωνίζονται εναντίον της λογικής που θέλει να καταγγέλλουμε σαν καλοί ιδιώτες τους πολιτικούς, να τους ζηλεύουμε κρυφά, να εχθρευόμαστε τους πλουσίους και να περιμένουμε απ’ αυτούς που καταγγέλλουμε να τα βάζουν για λογαριασμό μας μ’ αυτούς που εχθρευόμαστε. Η λογική αυτή είναι ένα από τα ευρωπαϊκά εξαγώγιμα προϊόντα. Και σήμερα οι παλιές αποικίες το επιστρέφουν απούλητο.

 

ΠΗΓΗ: Δευτέρα, 28 Νοέμβριος 2011, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_09/10/2011_458575

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής ΙΙ

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής – Μέρος ΙΙ

Οι χριστιανοί στην Μέση Ανατολή: Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο παλιό και το νέο

 

Του Παντελή Καλαϊντζίδη*


 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Πλάι, όμως, σε αυτά τα τόσο θετικά και ελπιδοφόρα σημεία, οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχουν και ανησυχητικά σημάδια στα οποία και θα ήθελα να αναφερθώ με συντομία στη συνέχεια της παρουσίασής μου:

1. Η κοινοτιστική (communitarian), και όχι απλώς κοινοτική (communal) συγκρότηση των χριστιανικών κοινοτήτων και εκκλησιών στη Μέση Ανατολή. Παρά την ανοιχτή προς τη Νεωτερικότητα και τον εκσυγχρονισμό στάση τους, οι χριστιανοί της περιοχής, ίσως και λόγω του ότι είναι παντού μειονότητα και αισθάνονται αμυνόμενοι, φαίνεται να βρίσκουν ασφάλεια και καταφυγή σε αυτό το σχήμα. Αδυνατούν συνήθως να κατανοήσουν τον κόσμο έξω από τα κοινοτιστικά σχήματα· δεν μπορούν τις πιο πολλές φορές να σκεφτούν τον εαυτό τους ξέχωρα από το πλαίσιο ή και τη μοίρα της κοινότητάς τους.

Μην έχοντας παρά ελάχιστα αναπτύξει συνείδηση εξατομίκευσης και αυτονομίας, κατανοούν την κοινωνία όχι ως δημιούργημα των πολιτών, αλλά ως άθροισμα και συνισταμένη των θρησκευτικών ή εθνο-πολιτισμικών κοινοτήτων. Όντας οι ίδιοι, πολλές φορές, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς ουσιαστικά την εμπειρία του αυτοσυνείδητου και υπεύθυνου, ως προς τις αποφάσεις του, ατόμου/προσώπου, προσλαμβάνουν τον κόσμο κυρίως μέσα από την κοινοτιστική προοπτική και διαμεσολάβηση, αποδίδοντας, φυσικώ τω λόγω, προτεραιότητα στην κοινότητα και στους συλλογικούς-πολιτισμικούς αλλά και στους φυσικούς κληρονομημένους δεσμούς και θεσμούς έναντι του ατόμου/προσώπου, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του. Γι’ αυτό και τα προβλήματα που παρουσιάζονται από αυτήν την κοινοτιστική διάρθρωση των κοινωνιών και των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή είναι πολλά και ποικίλα, και αναφέρθηκαν ήδη αρκετές φορές στο παρόν συνέδριο. Το πρόβλημα είναι ότι μια ορισμένη θεολογία — και μάλιστα στο όνομα της θεολογίας του προσώπου — σπεύδει να δικαιολογήσει και να δικαιώσει θεολογικά τον κοινοτισμό και την κυριαρχία του προνεωτερικού παραδείγματος στην Ορθοδοξία, παραμένοντας έτσι ουσιαστικά ανυποψίαστη για τα νεωτερικά και χειραφετητικά στοιχεία που κόμισε ο αρχέγονος χριστιανισμός αλλά και η ίδια η Ορθοδοξία στην Ιστορία[6].

2. Συναφές προς το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι χριστιανικές κοινότητες και εκκλησίες, όπως και γενικότερα οι κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, μαζί ή και παράλληλα προς τα «νεωτερικά» χαρακτηριστικά στα οποία αναφερθήκαμε, παρουσιάζουν έντονα αρχαϊκά και πατριαρχικά στοιχεία. Η συνύπαρξη αυτή παραδοσιαρχίας και εκσυγχρονιστικών τάσεων, πατριαρχικών και νεωτερικών δομών, αποτυπώνεται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη θέση της γυναίκας όχι μόνο στις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής που κυριαρχούνται από το Ισλάμ, αλλά και στις ίδιες τις εκκλησίες, και μάλιστα στις ορθόδοξες, που υποτίθεται πως είναι φορείς ενός άλλου ήθους και μιας άλλης πραγματικότητας, αυτής του «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28).

3. Η κοινοτιστική δομή και συγκρότηση των εκκλησιών στην Μέση Ανατολή, ως αποτέλεσμα του ομολογιακού κατακερματισμού του χριστιανισμού και της μετατροπής των χριστιανών σε μειοψηφία, έχει ακόμη μία σοβαρή επίπτωση, αυτή του εκκλησιαστικού κουλτουραλισμού, της κατανόησης δηλαδή της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού, και της συνακόλουθης σύγχυσης ανάμεσα στους κοινωνιολογικά και πολιτισμικά χριστιανούς και τους χριστιανούς χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Βέβαια το φαινόμενο αυτό απαντάται πάρα πολύ συχνά και εκεί όπου ο χριστιανισμός είναι πλειοψηφούσα θρησκεία, όπως στην Ελλάδα, τη Ρωσία και τις ορθόδοξες βαλκανικές χώρες. Όπως έχω μάλιστα υποστηρίξει σε πρόσφατο άρθρο μου στο περιοδικό Istina[7], αποτελεί το σοβαρότερο ίσως πρόβλημα για την Ορθοδοξία, η οποία, στις εκτός ιεραποστολής περιοχές, λόγω ακριβώς του γνωστού στενότατου ―έως ταυτίσεως ορισμένες φορές― συνδέσμου Εκκλησίας και έθνους, Εκκλησίας και τοπικών/πολιτισμικών παραδόσεων, αυτό που φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως είναι μία αποδέσμευση από τους συγκεκριμένους πολιτισμούς και τις τοπικές παραδόσεις (deculturation), μία επανιεράρχηση προτεραιοτήτων ανάμεσα στα θεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια, μία νέα ισορροπία ανάμεσα στο τοπικό και το οικουμενικό, στο επί μέρους και το καθολικό, και όχι τόσο τον εμπολιτισμό (inculturation). Αυτή, όμως, η σύνδεση της ιστορικής Ορθοδοξίας με έναν συγκεκριμένο τόπο και πολιτισμό, φαίνεται να είναι και το σοβαρότερο πρόβλημα ―αλλά δυστυχώς όχι το μόνο― για την προσαρμογή της Ορθοδοξίας στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, όπου σύμφωνα με τον Γάλλο καθηγητή Olivier Roy[8], ειδικό του πολιτικού Ισλάμ και του θρησκευτικού φαινομένου, στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της δορυφορικής τηλεόρασης, του ίντερνετ και των άϋλων δικτύων, οι θρησκείες που είναι υπερβολικά δεμένες ή ταυτισμένες με έναν τόπο ή με έναν πολιτισμό, όπως η Ορθοδοξία και ο Ρωμαιοκαθολικισμός, έχουν μεγάλη δυσκολία προσαρμογής. Αντιθέτως, οι θρησκευτικές παραδόσεις που διακρίνονται για την μεγάλη τους κινητικότητα και την αποδέσμευση από μια συγκεκριμένη κουλτούρα και από τον εγκλεισμό τους στα στενά γεωγραφικά πλαίσια, όπως ο Προτεσταντισμός και το σαλαφιτικό Ισλάμ, κινούνται με μεγαλύτερη άνεση και έχουν μεγαλύτερη «επιτυχία» στην «ελεύθερη» θρησκευτική αγορά.

4. Η κατανόηση, όμως, της πίστης και της Εκκλησίας με όρους ταυτότητας και πολιτισμού έχει πολύ συχνά ως συνέπεια την εργαλειοποίησή της και τη χρήση της για αλλότριους σκοπούς, εθνικούς, κοινωνικούς, κλπ, όσο θεμιτοί και νόμιμοι κατά κόσμον και αν είναι αυτοί οι σκοποί. Η πίστη παύει τότε να αποτελεί τον έσχατο και υπέρτατο σκοπό και μεταβάλλεται σε μέσο για την πραγματοποίηση άλλων στόχων και σκοπών. Το φαινόμενο είναι γνωστό στον ορθόδοξο χώρο λόγω των εθνικών εκκλησιών και της στράτευσής τους στην εθνική ιδέα και τις εθνικές αφηγήσεις των επιμέρους εθνικών κρατών. Και παρότι ο εθνοφυλετισμός έχει καταδικαστεί από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, εξακολουθεί εντούτοις να ορίζει ουσιαστικά το πλαίσιο οργάνωσης και δράσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον σύγχρονο κόσμο. Βεβαίως, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, δεν έχουμε να κάνουμε με αυτήν ακριβώς την περίπτωση, καθώς η μειοψηφική, από πληθυσμιακή άποψη, παρουσία των χριστιανικών εκκλησιών δεν επιτρέπει καμιά τέτοιου είδους φιλοδοξία. Για να πάρουμε, όμως, μόνο ένα παράδειγμα, αυτό της Παλαιστίνης, είναι ορατός ο κίνδυνος η καθόλα θεμιτή δίψα του παλαιστινιακού λαού για εθνική αναγνώριση και αποκατάσταση σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος να οδηγήσει σε εργαλειοποίηση της πίστης και σε υποταγή της εκκλησιακής στην εθνική ταυτότητα που γίνεται πλέον το περιέχον ενώ η χριστιανική ταυτότητα μεταβάλλεται σε περιεχόμενο. Επιπλέον, σε ένα άλλο καθαρά εκκλησιαστικό και μάλιστα ενδορθόδοξο επίπεδο, ο συστηματικός αποκλεισμός και η αποξένωση των Αράβων ορθοδόξων από τη διοίκηση και τις θέσεις ευθύνης στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παρότι αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του ποιμνίου που εξακολουθεί να ποιμαίνεται από μια ιεραρχία αποκλειστικά ελληνική ή «ρωμαίικη» αν προτιμάτε, κινδυνεύει όχι μόνο να στερήσει την ορθόδοξη κοινότητα στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ και την Ιορδανία από μορφωμένα στελέχη και καταρτισμένους θεολογικά κληρικούς, αλλά είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ανάλογου τύπου εκκλησιολογικά προβλήματα, και από τον εθνοφυλετισμό των Ελλήνων μοναχών να οδηγηθούμε, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στον εθνοφυλετισμό των αραβόφωνων και μάλιστα με μαθηματική ακρίβεια στις μεταξύ τους διαμάχες (Παλαιστίνιοι-Ιορδανοί, αλλά και ορθόδοξοι χριστιανοί ρωσικής παράδοσης και εβραϊκής καταγωγής) αλλά και στην πλήρη υποταγή τους και τη σύζευξή τους με την πολιτική ηγεσί [9].

5. Πολλοί από εμάς, που δεν είμαστε από τη Μέση Ανατολή, έχουμε την αίσθηση ότι όλο και περισσότερο μεταξύ των χριστιανών υπάρχει μια τάση φυγής και μια αυξανόμενη ανασφάλεια, καθώς πολύ συχνά πέφτουν θύματα των ποικίλων εθνοτικών και εμφύλιων συγκρούσεων, των ανερχόμενων πολύχρωμων φονταμενταλισμών (ισλαμικού και εβραϊκού), αλλά και του ίδιου του υψηλού βιοτικού τους επιπέδου και του επιπέδου εκπαίδευσης και καλλιέργειας, που τους προσφέρει μεγαλύτερη κινητικότητα και περισσότερες επιλογές, με πρώτη αυτήν της μετανάστευσης. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περαιτέρω στους λόγους και τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάστασης, δεν είμαστε καν σίγουροι πως η τάση αυτή επιβεβαιώνεται πλήρως στην πράξη. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να μην δώσουμε την δέουσα προσοχή σε ορισμένα σημάδια που μοιάζει να είναι όντως ανησυχητικά. Είμαστε για παράδειγμα μάρτυρες για τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ καθώς και για την όλο και διογκούμενη έξοδο των χριστιανών από τη χώρα αυτή, των χριστιανών του Ιράκ που, για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, συνήθως υποστηρίζουν και νοσταλγούν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν, όπως και ένα πολύ σημαντικός αριθμός των χριστιανών στη Συρία σήμερα, και μάλιστα η εκκλησιαστική τους ηγεσία, φαίνεται να υποστηρίζουν το καθεστώς Άσσαντ· στη Συρία όπου, εξαιτίας της εξέγερσης που συχνά προσλαμβάνει ισλαμιστικά χαρακτηριστικά, παρακολουθούμε την αγωνία και την περιχαράκωση των χριστιανών, που παρά τις αυταρχικές ή και δικατορικές μεθόδους του συντάσσονται μάλλον με το υπάρχον καθεστώς καθώς φοβούνται για το μέλλον τους και για την ίδια την επιβίωση και τη συνέχιση της φυσικής τους παρουσίας σε περίπτωση νίκης των ισλαμιστών. Η περίπτωση, όμως, του Ιράκ και της Συρίας δεν είναι οι μόνες που εμπνέουν ανησυχία: Η οριακή και δύσκολη επιβίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των χριστιανών στη Νοτιοανατολική Τουρκία, η δυναμική, πολυπληθής αλλά ταυτοχρόνως αβέβαιη παρουσία των Κοπτών στην Αίγυπτο, η δυσμενής δημογραφική, εις βάρος των χριστιανών, ανατροπή στο Λίβανο και το φάσμα ενός νέου εμφυλίου πολέμου, η δραματική συρίκνωση του χριστιανικού πληθυσμού στην Παλαιστίνη και την Αγία Γη, στην πανάρχαια αυτή κοιτίδα του χριστιανισμού, συμπληρώνουν χωρίς να εξαντλούν τον ιδιότυπο αυτό χάρτη της αβεβαιότητας και της επισφάλειας των χριστιανικών πληθυσμών της Μέσης Ανατολής[10].

Δεν ξέρω πόσο σωστά μπόρεσα να κατανοήσω και να αναλύσω τα προβλήματα και τις σημαντικές προκλήσεις που η παρούσα συγκυρία θέτει στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, σήμερα μάλιστα που η κατάρρευση των αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων τους αναγκάζει να πάρουν θέση είτε υποστηρίζοντας το παλιό είτε διακινδυνεύοντας με το καινούργιο. Δεν είμαι σίγουρος επίσης ότι κατάλαβα και ερμήνευσα σωστά τα αισθήματα που διακατέχουν τους χριστιανούς της περιοχής σήμερα. Θα ήθελα, όμως, να τους διαβεβαιώσω και να σας διαβεβαιώσω πως ό,τι λέχθηκε ήταν καρπός της αγάπης και της αγωνίας μου για την χριστιανική παρουσία και μαρτυρία, για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών στην Μέση Ανατολή.

Σημειώσεις:

 [6]. Βλ. περισσότερα γι’ αυτή μου τη θέση στο βιβλίο μου, Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα. Προλεγόμενα, Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών/Ίνδικτος, Αθήνα, 2007, ιδίως σ. 47-67, 75-84. Πρβλ. P. Kalaitzidis, “Challenges of Renewal and Reformation Facing the Orthodox Church,” The Ecumenical Review, 61 (2009), σ. 136-164.

[7].  P. Kalaitzidis, « La relation de l’Eglise à la culture et la dialectique de l’eschatologie et de l’histoire », Istina, 55 (2010), σ. 7-25.

[8].  Βλ. σχετικά, Ol. Roy, La Sainte Ignorance, Seuil, Paris, 2008.

[9].  Ευρύτερη ανάπτυξη αυτής μου της θέσης στο: Π. Καλαϊτζίδης, «Ο Θεός και ο Καίσαρας. Επίκαιρο θεολογικό σχόλιο στην εκκλησιαστική κρίση και στο ζήτημα του χωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Με ένα υστερόγραφο για τα συμβαίνοντα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων», Ίνδικτος, τχ. 19, Απρίλιος 2005, κυρίως σ. 19-21. Πρβλ. την σχετική «Επιστολή» του Ηλ. Μαλεβίτη, και την απάντησή μου, Ίνδικτος, τχ. 20, Ιανουάριος 2006, σ. 273-275 και 275-279 αντίστοιχα.

[10].  Δίνω εδώ κάποιες ελάχιστες βιβλιογραφικές αναφορές για όποιον θα επιθυμούσε να εμβαθύνει στα ζητήματα που σχετίζονται με τους χριστιανούς στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής: Ου. Νταλρίμπλ, Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου, μτφρ. Κατερίνα Οικονομάκου, Ωκεανίδα, Αθήνα, 2000· Ρ. Ντεμπρέ, Οδοιπορικό στις χώρες της Βίβλου, μτφρ. Αννα Καρακατσούλη, Πρόλογος Στ. Ζουμπουλάκης, «Πόλις», Αθήνα, 2010· Ant. Sfeir (ed.), Chrétiens d’Orient. Et s’ils disparaissaient?, Bayard, Montrouge, 2009· S. de Courtois, Le nouveau défi des chrétiens d’Orient. D’Istanbul à Bagdad, Jean-Claude Lattès, Paris, 2009 · J.-M. Cadiot, Les Chrétiens d’Orient. Vitalité, souffrances, avenir, Salavator, Paris, 2010. Βλ. Επίσης για το ίδιο θέμα την περιοδική έκδοση: Les Cahiers de l’Orient (: “Chrétiens d’Orient, Quel avenir ?”), nr 93, hiver 2009.

Ολόκληρο το ενδιαφέρον συνέδριο μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ.

 

* Παντελής Καλαϊτζίδης είναι Δρ. Θ., Συντονιστής Ακαδημίας Θεολογικών, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2011, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2011/12/blog-post_3091.html

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής Ι

Για τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής – Μέρος Ι

Οι χριστιανοί στην Μέση Ανατολή: Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο παλιό και το νέο

 

Του Παντελή Καλαϊντζίδη*

 

 

Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο «Η χριστιανική μαρτυρία στη Μέση Ανατολή σήμερα: Θεολογικές και πολιτικές προκλήσεις». Διοργάνωση: Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών  και Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Βόλος, 20-22 Ιουνίου 2011

Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να διευκρινίσω ότι δεν είμαι ειδικός των προβλημάτων και των ευρύτερων εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό και δεν θα τολμούσα να πάρω το λόγο και να μιλήσω σε συνέδριο για το παρόν και το μέλλον των χριστιανών σε αυτήν την περιοχή, αν δεν υπήρχε η τελευταία ενότητα αυτού του συνεδρίου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μάρτυρες ζωντανής εμπειρίας».

Όχι ότι η ζωή μου και η καθημερινότητά μου εμπλέκονται με τα όσα δύσκολα, και πολλές φορές τραγικά, συμβαίνουν στο ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής• αλλά γιατί πιστεύω ότι η μαρτυρία λειτουργεί διπλά: εμείς οι εκτός Παλαιστίνης και Μέσης Ανατολής έχουμε πολλά να μάθουμε και να πληροφορηθούμε από την καθημερινότητα και τα προβλήματα των εκεί χριστιανών, αλλά ίσως και εμείς από την πλευρά μας, αντιστρόφως, κάτι να έχουμε να πούμε και να μεταδώσουμε στους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής, όχι επειδή γνωρίζουμε καλύτερα από εκείνους την καθημερινότητα και πραγματικότητα τους, αλλά επειδή η μαθητεία και η σπουδή μας στα υπό συζήτηση προβλήματα, καθώς και στην παράδοση και τη ζωή των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, μας έμαθε και μας δίδαξε πολλά. Στην παρουσίασή μου, λοιπόν, ξεκινώντας από την περιορισμένη προσωπική μου εμπειρία από τους ανθρώπους, τις εκκλησίες και τις χώρες της περιοχής, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις γι’ αυτά που έμαθα και διδάχθηκα από τη συναναστροφή μου και τις επισκέψεις μου στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Η παρουσίαση αυτή έχει να κάνει με το πώς ένας Έλληνας ορθόδοξος θεολόγος αντιλαμβάνεται την παρουσία και την μαρτυρία των χριστιανών στην Μέση Ανατολή σήμερα, τι θα μπορούσε να αναμένει από αυτούς και τι θα έπρεπε να φοβάται γι’ αυτούς. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ομιλία πολύ διαφορετική από αυτές με τη συστηματική δομή και τη θεωρητική επεξεργασία που ο ομιλών εκφωνεί συνήθως. Πρόκειται στην ουσία για μια προσωπική μαρτυρία, και σε καμία περίπτωση για τα συμπεράσματα του συνεδρίου, μια μαρτυρία που δεν διεκδικεί ούτε την αμεσότητα ούτε την εγκυρότητα και βαρύτητα των άλλων προσωπικών μαρτυριών που είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε, για μια μαρτυρία που ίσως και να μην αποφεύγει σε κάποια σημεία της τις απλουστεύσεις ή και τα «οριενταλιστικά» στερεότυπα.

Όλα μοιάζει να άρχισαν τον Ιούλιο του 1982 στη Θεσσαλονίκη, όταν μπαίνοντας σε ένα θρησκευτικό βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης μαγεύτηκα από τη μουσική και τις ψαλμωδίες στα αραβικά και τα ελληνικά που εκεί άκουσα. Μια γυναικεία φωνή, απαλή σαν το χάδι και ευαίσθητη σαν το μετάξι, με μετέφερε σε άλλους κόσμους, πολύ οικείους και πολύ διαφορετικούς ταυτοχρόνως από αυτούς που ως τότε γνώριζα. Κανείς δεν ήξερε να μου πει τότε τι ακριβώς ήταν αυτό που άκουγα, εκτός από το ότι προέρχονταν από το Λίβανο. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Γαλλία, ανακάλυψα ότι η μουσική και η ψαλμωδία που με μάγεψαν και με συγκίνησαν ήταν από το δίσκο “Good Friday” της Fairuz, της χριστιανής στο θρήσκευμα τραγουδίστριας από το Λίβανο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσα το βάρος που έφερε αυτό το όνομα, αγνοούσα τη συγκίνηση και τη νοσταλγία που προκαλούσε σε όλη την Ανατολή — όχι μόνο στους χριστιανούς. Αυτή ήταν μόνο η αρχή στην πολύχρονη και πολυεπίπεδη σχέση μου με τους χριστιανικούς και τους άλλους πληθυσμούς της Ανατολής. Μετά τη Fairuz πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, κυρίως μουσικοί, αλλά και ποιητές και συγγραφείς της περιοχής, Άραβες, Τούρκοι, Ιρανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, ήρθαν να πλουτίσουν τον «μυστικό μου κήπο» και να ανοίξουν τους ορίζοντές μου. Με την απόσταση ασφαλείας που παρείχε η απουσία από τη χώρα καταγωγής μου, πολλά πράγματα άρχισαν σιγά-σιγά να ξεκθαρίσουν μέσα μου, διάφορα στερεότυπα και ταμπού άρχισαν να ξεπερνιούνται, μεταξύ των οποίων το κυριότερο, η σχέση με την Τουρκία και τους άλλους γείτονες της Ελλάδος. Ήταν έτσι στα χρόνια της παραμονής μου στο Παρίσι που μπόρεσα να καταλάβω τι πραγματικά υπήρξε διαχρονικά ο Ελληνισμός στην ιστορική του πορεία πριν κρατικοποιηθεί και εθνικοποιηθεί: μια ουτοπία μάλλον, παρά ένας τόπος ή ένα κράτος, ένας τρόπος του βίου, ένας πολιτισμός, καθώς η ελληνικότητα ήταν πάντα ένα ασαφές και ακαθόριστο κράμα παιδείας, πολιτισμού, θρησκείας, γλώσσας και πνευματικών επιλογών, που δεν μπορούσε να οριστεί και να καθοριστεί ούτε γεωγραφικά, ούτε εθνοφυλετικά[1]. Το άνοιγμα, όμως, και ο απεγκλωβισμός πέρα από τα στενά ελλαδικά πλαίσια, μου επέτρεψε να κατανοήσω καλύτερα όχι μόνο τη δική μου ταυτότητα και παράδοση αλλά και τους «άλλους», και μάλιστα τους εγγύς «άλλους» της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, είτε για χριστιανούς πρόκειται είτε για μουσουλμάνους και Εβραίους.

Για πολλά χρόνια πριν αρχίσω να ταξιδεύω με το σώμα στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, ταξίδεψα εκεί με το μυαλό και τη σκέψη, με το πνεύμα και την καρδιά. Διάβασα πάσης φύσεως βιβλία, ξόδεψα ώρες πολλές ψάχνοντας στα παρισινά παλαιοπωλεία δίσκους ανατολικής μουσικής από τους οποίους δεν κράτησα απλώς τα ακούσματα και τους ήχους αλλά και τις πολύ σημαντικές πληροφορίες για τους ανθρώπους και τις χώρες που περιείχαν τα σημειώματά τους. Συνάντησα και γνώρισα ανθρώπους από διάφορες χώρες της περιοχής, που ο καθένας από αυτούς κουβαλούσε τη δική του θρησκεία και κουλτούρα, κυρίως, όμως, τη δική του περιπέτεια και προσωπική ιστορία που πολύ συχνά δεν ταυτιζότανε με την επίσημη αφήγηση και ιστορία της χώρας του ή της θρησκευτικής του κοινότητας.

Από όλα όσα έμαθα από τη σχέση μου με την καθ’ ημάς Ανατολή, δεν ξέρω πόσα θα μπορούσα, λόγω χρόνου κυρίως, να μοιραστώ σήμερα μαζί σας. Θα περιοριστώ αναγκαστικά σε ορισμένα μόνο από αυτά, κυρίως σε όσα σχετίζονται με το θεολογικο-πολιτικό θέμα του συνεδρίου μας και με το αίτημα της «μαρτυρίας», διατυπώνοντας παράλληλα και ορισμένους φόβους και ανησυχίες για την εξέλιξη των πραγμάτων.

Θα συνόψιζα στα παρακάτω τα θετικά και ελπιδοφόρα σημεία:

1. Είναι σε όλους γνωστό, και πολύ περισσότερο μέσα σε αυτήν την αίθουσα με τους τόσους ειδικούς για τα θέματα που συζητάμε, ότι οι Άραβες χριστιανοί έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην εθνική αραβική αφύπνιση, στην αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και στη διαμόρφωση και το σχηματισμό των σύγχρονων αραβικών κρατών. Εκτός σπανίων εξαιρέσεων ήταν υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, της πολυπολιτισμικότητας, της ειρηνικής συμβίωσης και της ανεκτικότητας με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες. Ο σύγχρονος αραβικός χριστιανισμός ενσαρκώνει έτσι μια άλλη σχέση με τη Νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση, μια σχέση με θετικό κατά βάση πρόσημο και προσανατολισμό. Όταν συγκρίνει κανείς αυτή τη θετική στάση με τις έντονες αντιμοντερνιστικές τάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ρωσία, την Ελλάδα ή και αλλού στα Βαλκάνια, ή και σε αρκετές προτεσταντικές και καθολικές εκκλησίες στην Ευρώπη και την Αμερική, μπορεί τότε ίσως να εκτιμήσει τη σημασία της. Ο χριστιανισμός συνήθως στη συνάφεια των χωρών της Μέσης Ανατολής αντιπροσωπεύει το μοντέρνο και το καινούργιο, την ανανέωση και την πρόοδο, την κοινωνική απελευθέρωση και τον εκσυγχρονισμό. Η αυξανόμενη ζήτηση της Βίβλου, ακόμη και μεταξύ των μουσουλμάνων στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, ίσως κάτι έχει να μας πει πάνω σε αυτό, όπως και το γενικότερο ενδιαφέρον για το χριστιανισμό που καταγράφεται τελευταία στην Τουρκία σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων και μορφωμένων, κυρίως γυναικών[2].

2. Παρά τις Σταυροφορίες και τον πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό επεκτατισμό της Δύσης στην Μέση Ανατολή, παρά την αποικιοκρατία, τη διγλωσσία και την πολιτική που χαρακτηρίζεται από τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά, οι χριστιανοί, και μάλιστα οι ορθόδοξοι, στην Μέση Ανατολή δεν ανέπτυξαν αντιδυτικά ή αντι-ισλαμικά αισθήματα, παρότι υπέστησαν και υφίστανται την πίεση τόσο της Δύσης όσο και του Ισλάμ. Εκτός από ορισμένες ακραίες περιπτώσεις θρησκευτικού ή κοινοτικού φανατισμού, οι χριστιανοί στη Μέση Ανατολή φαίνεται να λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, χριστιανισμού και Ισλάμ, παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Ζουν στη μεθόριο δύο κόσμων και δύο πολιτισμών, έχουν ανάγει σε τέχνη και τρόπο του βίου τους τη μεθόριο ύπαρξη, την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων, την τέχνη της συμβίωσης με τους άλλους χωρίς να προδίδουν τους εαυτούς τους και χωρίς να καταστήσουν ακόμη τον φονταμενταλισμό ερμηνευτική πρόταση και τρόπο του βίου. Φαίνεται να αφομοίωσαν καλύτερα το ευαγγελικό μήνυμα για αποφυγή της μνησικακίας, για αγάπη και συγχώρηση. Προσδιορίζονται δε περισσότερο από αυτό που οι ίδιοι και η πίστη τους τούς επιτάσσει να είναι, και λιγότερο από αρνητικούς ετεροπροσδιορισμούς έναντι των άλλων. Εάν και πάλι κάνουμε τη σύγκριση με τον γνωστό από τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και από άλλες ορθόδοξες χώρες, αντιδυτικισμό, τότε τα όσα μόλις αναφέραμε, και που ίσως φαντάζουν ως «οριενταλιστικές» κοινοτυπίες, έχουν να μας διδάξουν πολλά. Αρκεί να θυμηθούμε εν προκειμένω τις έντονες αντιδράσεις και διαδηλώσεις πολλών φανατικών ορθοδόξων Ελλήνων κατά την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Β΄ στην Αθήνα, τον Μάιο του 2001, όταν απαιτούσαν επίμονα να ζητήσει συγγνώμην ο Πάπας για την Δ΄ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204!
3. Ο χριστιανισμός στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής φαίνεται να κρατάει κάτι από την αρχική καινοδιαθηκική απλότητα, όπως επίσης και να μην έχει ακόμη τόσο πολύ επηρεαστεί από τις ευσεβιστικές πρακτικές και τις νομικιστικές αντιλήψεις που επηρέασαν τις χριστιανικές εκκλησίες στη Δύση και σε μεταγενέστερο στάδιο, ως προϊόν εισαγωγής, και ορθόδοξες εκκλησίες στην Ελλάδα και αλλού. Οι χριστιανοί στον αραβικό κόσμο μοιάζει να είναι πολύ μακριά από μια μανιχαϊστικού τύπου θρησκευτικότητα, καθώς διασώζουν ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, τη σύνδεση της πίστης με τη χαρά της ζωής, προβάλλοντας τον χριστιανισμό ως θρησκεία της χαράς, και αγνοώντας τη διάκριση ανάμεσα σε καθαρό και ακάθαρτο, ιερό και βέβηλο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τουλάχιστο για τον ορθόδοξο χώρο, από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (Mouvement de Jeunesse Orthodoxe-MJO) του Πατριαρχείου Αντιοχείας (Λίβανος και Συρία), η οποία ήδη από το 1942 υπήρξε το πρώτο κίνημα στο γεωγραφικό του περιβάλλον που εργάστηκε για την εμβάθυνση της πίστης, τη μετάνοια, την εκκλησιαστική ανανέωση, τη συμφιλίωση, τη συγχώρηση και την καταλλαγή[3]. Η ανανέωση που επιχειρήθηκε από την Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO) στράφηκε δημιουργικά στις βιβλικές πηγές της χριστιανικής πίστης και την ευχαριστιακή της εμπειρία, στην αναζωογόνηση και την γόνιμη επανερμηνεία της παράδοσης, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη μιας ανανεωμένης εκκλησιαστικής συνείδησης. Όπως σημειώνει και ο πρώην Γεν. Γραμματέας της Raymond Rizk: «Κίνηση προφητική, όχι στο περιθώριο αλλά στην ίδια την καρδιά της Εκκλησίας, κομίζοντας μια οξυμένη ευαισθησία σε θέματα δογματικά μέσα από την αναδρομή της στις βιβλικές πηγές και τη λειτουργική της θέαση, ριζωμένη στον πραγματικό κόσμο και στο μυστήριο του αδερφού, η Κίνηση της Ορθόδοξης Νεολαίας (MJO), έσπειρε τον σπόρο της ανανέωσης σε όλες τις άλλες χριστιανικές κοινότητες»[4]. A similar appreciation on the work of MJO is stressed decades ago by Metropolitan Kallistos Ware in his classical book The Orthodox Church: “Today thee are signs of an awakening [sc. In the Patriarchate of Antioch], chiefly as a result of the Orthodox Youth Movement in the Patriarchate, a most remarkable and inspiring organization, originally founded by a small group of students in 1941-42. The Youth Movement runs catechism schools and Bible seminars, as well as issuing an Arabic periodical and other religious material. It undertakes social work, combating poverty and providing medical assistance. It encourages preaching and is attempting to restore frequent communion.” [5]

Σημειώσεις:

[1]. Τις απόψεις μου για τα εν λόγω ζητήματα έχω αναπτύξει στα παρακάτω κείμενά μου: «Ορθόδοξος φονταμενταλισμός και παραλλαγές του ελλαδικού και βαλκανικού μεγαλοϊδεατισμού», στο ειδικό ένθετο αφιέρωμα της εφημ. Ελευθεροτυπία: «Φονταμενταλισμός, ο ιερός φασισμός», 21-10-2000, σ. 16-23· «Ορθοδοξία και νεοελληνική ταυτότητα. Κριτικές σημειώσεις από τη σκοπιά της θεολογίας», Ίνδικτος, τχ. 17, 2003, κυρίως σ. 56-63· Ορθοδοξία και Ελληνισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, Ίνδικτος, Αθήνα, 2011, κυρίως σ. 23-33.

[2]. Για το τελευταίο αυτό σημείο η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος, σε συνεργασία με την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, διοργάνωσε στις 19-4-2007 ημερίδα με θέμα: «Η διάδοση της Αγίας Γραφής στις κατά παράδοση ισλαμικές χώρες, την Τουρκία και την Μέση Ανατολή», βλ. σχετικά, www.acadimia.gr/content/view/1/50/1/3/lang,el/ Για το ίδιο αυτό θέμα βλ. και τις παρατηρήσεις της Μερόπης Αναστασιάδου και του Πωλ Ντυμόν, Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και προσδοκίες, Εστία, Αθήνα, 32010, σ. 211-213.

[3]. R. Rizk, « Les orthodoxes dans le drame du Liban », entretien pour le Service Orthodoxe de Presse (S.O.P.), no 139, juin, 1989, σ. 22.

[4]. R. Rizk, όπ. π., σ. 22. Πρβλ. επίσης, Georges Khodr (Métropolite de Byblos, Botris et du Mont-Liban), Et si je disais les chemins de l’enfance, μτφρ. από τα αραβικά R. et G. Rizk, Le sel de la terre-Cerf, Paris, 1997, σσ. 6-7, 71 κ. ε.

[5]. Timothy Ware (Bishop Kallistos of Diokleia), The Orthodox Church, Penguin Books, 1987 (first published in 1963), p. 145.

 

* Παντελής Καλαϊτζίδης είναι Δρ. Θ., Συντονιστής Ακαδημίας Θεολογικών, Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 29 Δεκεμβρίου 2011, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2011/12/blog-post_3091.html

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Αιμοσταγής η χούντα της Αιγύπτου

Αιμοσταγής η χούντα της Αιγύπτου

 

Του Γιώργου Δελαστίκ



Τα δημοκρατικά παραμύθια τελείωσαν στην Αίγυπτο. Η στρατιωτική χούντα που κυβερνά τη χώρα μετά την απομάκρυνση του δικτάτορα Χόσνι Μουμπάρακ και της στενής παρέας του – σαρξ εκ της σαρκός και αυτοί του σημερινού δικτατορικού καθεστώτος – δεν αισθάνεται πλέον καμιά ανάγκη να κρατά τα προσχήματα.

Ξεπέρασε τον αρχικό φόβο από την εξέγερση των μαζών και καθώς βλέπει τους ισλαμιστές να σαρώνουν στις εν εξελίξει βουλευτικές εκλογές που γίνονται κατά τμήματα, δεν κρύβει τις προθέσεις της να διατηρήσει την εξουσία πνίγοντας στο αίμα κάθε αντίσταση. Κατά δεκάδες πέφτουν πάλι οι νεκροί διαδηλωτές και κατά εκατοντάδες οι τραυματίες από τα πυρά των στρατιωτών της αιμοσταγούς χούντας.

«Ύστερα από δέκα μήνες προσπάθειας να συγκαλύψουν την εξουσία τους με πολιτικά ρούχα, οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί ηγέτες έκαναν καθαρό τη Δευτέρα ότι στην πραγματικότητα κυβερνούν μόνο με στρατιωτικό νόμο» έγραφαν αρχίζοντας σχετική ανάλυσή τους οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης». Την ίδια άποψη είχε και η γαλλική «Μοντ», που τόνιζε στους τίτλους της: «Ο αιγυπτιακός στρατός στην πρώτη γραμμή καταστολής των διαδηλώσεων – Η στρατιωτική αστυνομία χρησιμοποιεί ακραία κτηνωδία για να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες στην πλατεία Ταχρίρ». Οι στρατηγοί της χούντας έχουν πλέον αποθρασυνθεί στις δημόσιες δηλώσεις τους. «Αλήτες του δρόμου που πρέπει να τους στείλουμε στους θαλάμους αερίων του Χίτλερ (!!!)» δήλωσε ανενδοίαστα ο Αιγύπτιος στρατηγός Αμπντέλ Μονεΐμ Κάτο, σύμβουλος επικοινωνίας του στρατού, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Αλ Σουρούκ».

Ένας άλλος στρατηγός, ο Αντέλ Εμάρα, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων, του πυρήνα της χούντας, απευθύνθηκε προς τον αιγυπτιακό λαό μέσω τηλεοπτικής συνέντευξης Τύπου. «Σκάσε, εσύ!», «Αν μιλήσεις εσύ, θα σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές!», «Εσένα δεν σου έδωσα άδεια να μιλήσεις!» είναι μερικά μόνο από όσα είπε απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους που φοβόταν ότι θα του κάνουν δυσάρεστες ερωτήσεις.

Κατά τα άλλα, ισχυρίστηκε ότι «υπάρχει μια συστηματική συνωμοσία καταστροφής της Αιγύπτου» και πρόσθεσε: «Η Αίγυπτος όμως δεν θα πέσει, όσο έχει αυτούς τους ήρωες στρατιωτικούς»!!!

Αποκάλεσε κι αυτός «αλήτες που πληρώνονται να ρίχνουν μολότοφ» τους διαδηλωτές και απάντησε σαρκαστικά όταν ρωτήθηκε για τους 13 νεκρούς διαδηλωτές μέσα σε ένα τετραήμερο: «Εμείς δεν χρησιμοποιούμε βία, δεν συμπεριλαμβάνεται στη μεθοδολογία μας!». Όπως αποκαλύπτουν ο διεθνής Τύπος και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η χούντα έχει παραπέμψει μέχρι στιγμής 14.000 διαδηλωτές που έχει συλλάβει να δικαστούν σε… στρατοδικεία!!! Σοκ έχουν προκαλέσει επίσης οι αποκαλύψεις ότι η στρατιωτική αστυνομία έχει μεταβάλει σε άντρα βασανιστηρίων τα υπόγεια του Μουσείου του Καΐρου, τους διαδρόμους του κτιρίου της Γερουσίας και του Κοινοβουλίου. «Το Στρατιωτικό Συμβούλιο προσπαθεί να σταματήσει την πορεία προς τη δημοκρατία γιατί φοβάται ότι θα ανοίξει ο φάκελος των εγκλημάτων που έχει διαπράξει αφότου πήρε την εξουσία και ιδίως της χρήσης βασανιστηρίων. Υπάρχουν όμως και τα οικονομικά εγκλήματα, στα οποία είναι πιθανότατα αναμεμειγμένος ο στρατός. Κυριαρχούν οι στρατιωτικοί σε ορισμένους τομείς της οικονομίας και θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους» δηλώνει στη «Μοντ» ο Γκαμάλ Αΐντ, διευθυντής του Αραβικού Δικτύου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Η πικρή αλήθεια είναι πως οι στρατιωτικοί δεν αποκλείεται καθόλου να πετύχουν τους στόχους τους. Η αιγυπτιακή κοινωνία διαφέρει πολύ από τις ευρωπαϊκές και οι επιθυμίες του λαού προκαλούν συχνά έκπληξη στους Δυτικούς.
Μελέτες, στατιστικά στοιχεία και ιδίως δημοσκοπήσεις είναι παντελώς αναξιόπιστες στον αραβικό κόσμο. Όσο ανυπόληπτα και αν θεωρήσει όμως κανείς τα ευρήματα π.χ. δημοσκόπησης του Εθνικού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών Αλ Αχράμ του Καΐρου, το γεγονός ότι στο σύνολο των ερωτηθέντων το 54% θεωρεί κυρίαρχο θέμα την οικονομία, το 34% την ασφάλεια και μόλις το… 2% (!) τη δημοκρατία σίγουρα κάτι δείχνει. Εντυπωσιάζει επίσης το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο όσων δήλωσαν ότι πήγαν και ψήφισαν: το 45% είναι αναλφάβητοι ή δεν έχουν τελειώσει ούτε το Δημοτικό. Μόλις το 11% δήλωσε ότι ψηφίζει βάσει της ιδεολογικής κατεύθυνσής του. Όλοι οι άλλοι έχουν ως κριτήριο τις φιλανθρωπικές πράξεις και την εντιμότητα του υποψήφιου βουλευτή!

 

Πανωλεθρία: Η επανάσταση έχασε τις εκλογές

 

ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ είναι η εκλογική ήττα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών δυνάμεων που πρωτοστάτησαν στην ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ. Μόλις ολοκληρωθεί και ο τρίτος γύρος των βουλευτικών εκλογών, ίσως οι βουλευτές που προέρχονται από αυτές τις δυνάμεις να μην υπερβαίνουν τα… δάχτυλα του ενός χεριού! «Το να προκαλέσεις την πτώση του Μουμπάρακ δεν εγγυάται καμία εκλογική νομιμοποίηση, δεν έχει καμία σχέση με το να κερδίσεις στις εκλογές» δηλώνει ο Γκαμάλ Αμπντέλ Γκαουάντ, διευθυντής του αιγυπτιακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών. «Το σοκ που υφίστανται οι φιλελεύθεροι και οι νεαροί επαναστάτες θα γίνεται διαρκώς χειρότερο. Εχασαν πολύ καιρό διαδηλώνοντας αντί να οργανώνουν δίκτυα επιρροής. Περιορίστηκαν έτσι στα μορφωμένα στρώματα των πόλεων» πρόσθεσε.

 

ΠΗΓΗ: "Έθνος" 22/12/2011, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63593608