Οικονομική Κρίση – καημός της ρωμιοσύνης Ι

Η οικονομική Κρίση και ο καημός της ρωμιοσύνης – Μέρος Ι

 

Του Γιώργου Καραμπελιά


 

Η οικονομική κρίση που βιώνουμε υποτάσσεται βέβαια σε αναπότρεπτες διεθνείς παραμέτρους – κρίση της ηγεμονίας της Δύσης, μεταφορά του επικέντρου της παγκόσμιας συσσώρευσης από τη Δύση στην Ανατολή. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, αποτελεί και συνέπεια – την έσχατη, αν όχι και την τελευταία – της παρασιτικής υφής της ένταξης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στη Δύση, η οποία και μεγεθύνει υπέρμετρα τη δική μας κρίση.

Τωόντι, ο παρασιτικός-ημιαποικιακός χαρακτήρας της ενσωμάτωσης του ελληνικού κόσμου στη Δύση διαμορφώθηκε στη διάρκεια μιας μακράς ιστορικής διαδρομής, που ξεκινά από τον… 11ο  αι., όταν ο βυζαντινός ελληνικός κόσμος θα αρχίσει να υποτάσσεται οικονομικά στις ιταλικές εμπορικές πόλεις, κατ’ εξοχήν τη Βενετία και τη Γένοβα. Σταθμοί σε αυτή την πορεία απώλειας της αυτονομίας μας, που θα συνεχιστεί με την κατάκτηση και τον διαμελισμό του Βυζαντίου, μετά το 1204, υπήρξαν αρχικώς η άλωση του 1453 και, εν συνεχεία, η ατελής και ανολοκλήρωτη εθνική μας χειραφέτηση, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ελληνικής επανάστασης, που άρχισε το 1821 και συνεχίστηκε έως το 1922. Μέσα από τη διαρκή οικονομική και στρατιωτική πίεση της Δύσης και την επεκτατική παρουσία της τουρκικής Ανατολής, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε έναν αυτόνομο παραγωγικό πόλο, το ελληνικό κοινοτικό και εταιριστικό παραγωγικό μοντέλο αποσυντέθηκε, και οι άρχουσες τάξεις της προσδέθηκαν παρασιτικά στη Δύση, ως μεταπράτες προϊόντων, ιδεών, προτύπων. Επανειλημμένα έγιναν απόπειρες για οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, οι οποίες, κάθε φορά, σκόνταφταν σε αυτή τη διπλή πίεση, όπου το τουρκικό ξίφος, σε συνδυασμό με τις δυτικές κανονιοφόρους και τη δυτική βιομηχανία, υποχρέωναν την ελληνική οικονομία σε παραγωγική συρρίκνωση και τις άρχουσες τάξεις σε μεταπρατική μετάλλαξη.

Στον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πόλης ενάντια στους Ενετούς, στα 1184, στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στα 1204-1261, στο Δεσποτάτο του Μορέως, στα Αμπελάκια, τη Μοσχόπολη, τα Ζαγοροχώρια και στα νησιά μας, πριν από την Επανάσταση, κάθε φορά, η αρχόμενη διαδικασία αυτόκεντρης ανάπτυξης θα ανακόπτεται από τη συνδυασμένη – συνήθως – δράση αυτών των δυνάμεων, που δεν ήθελαν την ανασύσταση ενός αυτόνομου ελληνικού πόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Αυτή τη μακρόσυρτη διαδικασία συγκρότησης και αποδόμησης θα αποκαλέσει «καημό της ρωμιοσύνης» ο Κωστής Μοσκώφ. Αποφασιστικοί υπήρξαν δύο αιώνες, οι αιώνες της ελληνικής Αναγέννησης, από το 1700 έως το 1922, όταν ο ελληνισμός αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται γοργά σε όλα τα πεδία – και κατ’ εξοχήν στο οικονομικό – και να επιχειρεί να ανασυστήσει τον κατακρεουργημένο ελληνικό κόσμο που τους προηγούμενους πέντε αιώνες είχε αποδομήσει η δυτική αποικιοκρατία και η οθωμανική κατάκτηση. Από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια έως τη Βιέννη και την Οδησσό, οι δυνάμεις του ελληνισμού θα επιχειρήσουν μια γενικευμένη επιστροφή, μια κυριολεκτική Αναγέννηση.

Στο δοκίμιο που ακολουθεί, επιλέγοντας ορισμένες προνομιακές «στιγμές» αυτής της οικονομικής αναγέννησης, τη Μοσχόπολη, τα Αμπελάκια, τη διασπορά και τη διαμόρφωση του «χιακού δικτύου», προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις διαδικασίες της άνθησης και ταυτόχρονα τις αιτίες της μεταπρατικής υποστροφής της. Μιας υποστροφής που βρίσκεται – καθοριστικά, αποφασιστικά – στο υπόβαθρο της σημερινής καθολικής κρίσης του μεταπρατικού μοντέλου στην Ελλάδα.

Ο χαρακτήρας της οικονομικής επέκτασης

Η οικονομική παρακμή του ελληνικού κόσμου αρχίζει από τον 11ο αιώνα, με τη σταδιακή ενίσχυση της παρουσίας των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, και κορυφώνεται τον 15ο αιώνα με την Άλωση. Ωστόσο, παρά το γενικευμένο «σκότος», που καλύπτει τα νεοκατακτημένα οθωμανικά εδάφη, από τα μέσα του 15ου έως τα μέσα του 17ου αιώνα, μειώνεται ταυτόχρονα η εξωτερική οικονομική εξάρτηση και η οικονομία στρέφεται προς μια εσωτερίκευση της οικονομικής ζωής. Η οθωμανική κατάκτηση και ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι αιώνες της τουρκοκρατίας, κατά τους οποίους συνεχιζόταν η επέκταση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας – περίοδος που θα λήξει με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς – εξετόπισε σταδιακώς τους Ιταλούς (Ενετούς και Γενουάτες) από τη σφαίρα της παλαιάς τους κυριαρχίας στο ύστερο Βυζάντιο και έδωσε τη δυνατότητα στους εμπόρους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας να τους υποκαταστήσουν.

Μεταξύ 1592 και 1783, το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας φαίνεται ότι ήταν τελείως απρόσιτο στα πλοία της Δυτικής Ευρώπης. Η Μαύρη Θάλασσα έγινε mare clausum. Η νίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμβόλιζε, στη σφαίρα της οικονομίας, νίκη των Ελλήνων, των Τούρκων, των αποστατών χριστιανών, των Αρμενίων, των Ραγουζάνων και των Εβραίων, στον αγώνα τους κατά της διακοσιάχρονης ηγεμονίας της Βενετίας και της Γένοβας. Ωστόσο, στα Δυτικά Βαλκάνια και στην ελληνική χερσόνησο,  όπου συνεχίζονται οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Ισπανούς και Ενετούς, οι ελληνικοί και γενικότερα οι ορθόδοξοι πληθυσμοί αφήνουν τις πόλεις, καταφεύγουν στα ορεινά και εγκαταλείπουν το πεδίο του εμπορίου στους Εβραίους και τους καθολικούς Ραγουζαίους Σλάβους.

Η «απόσπαση» του εσωτερικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας από τα χέρια των Ενετών και των Γενουατών θα συνοδευτεί, τους πρώτους αιώνες, και από μια γενικότερη άνθηση της βιοτεχνίας και ιδιαίτερα της υφαντουργίας, συνέπεια της προστατευτικής πολιτικής των σουλτάνων. Υπογραμμίζει η Αγγελική Χατζημιχάλη: Η Ελλάδα είχε μεταβληθή σε ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι που το προωθούσαν οι καινούριες συνθήκες της τουρκοκρατούμενης χώρας. […] Στην Πελοπόννησο ακμάζουν όλες σχεδόν οι τέχνες και δημιουργούνται ισνάφια σε όλες τις πόλεις. Η Δημητσάνα φημίζεται για τους μύλους της που παρασκευάζουν το μπαρούτι. Οι κάτοικοι της Στεμνίτσας γίνονται ξακουστοί για την κατεργασία του μετάλλου. […] Στα περισσότερα νησιά, Κύπρο, Κρήτη, Ρόδο, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο, Ύδρα, Σπέτσες, Σίφνο, ιδρύονται μεγάλα ισνάφια με εξαιρετική δράση. […] Στη Θεσσαλία ακμάζει η υφαντουργία. […] Ολόκληρο το Πήλιο καταγίνεται με τις τέχνες. Στην Ήπειρο οι κάτοικοι των περισσότερων χωριών ειδικεύονται στην κατασκευή έργων ορισμένου κλάδου της λαϊκής τέχνης. Το ίδιο και στη δυτική Μακεδονία. […] Η Νιγρίτα με τους περίφημους αλατζάδες η Καστοριά με την κατεργασία των γουναρικών, η Νάουσα για τα πολλά και μεγάλα υφαντουργεία της. Στα Γιάννινα, τη Θεσσαλονίκη, την Τραπεζούντα, ακμάζουν και εργαστήρια για εκκλησιαστικά είδη και άμφια με βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία. Σε πολλές πόλεις της Θράκης ευδοκιμεί η αγγειοπλαστική και κεραμεική […]. Στον Πόντο καλλιεργείται η μεταξουργία, μεταλλουργία, χρυσοχοΐα.

Οι Έλληνες, μετά το 1650, αρχίζουν να επανεγκαθίστανται μαζικά στις πόλεις και να υποκαθιστούν σταδιακώς τους Εβραίους εμπόρους, οι οποίοι πραγματοποιούν μια νέα μετακίνηση, αυτή τη φορά κυρίως προς τη δυτική Ευρώπη. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, θα γνωρίσει το απόγειό του το 1650, όταν θα φθάσει τις 40.000 ψυχές, ενώ στη συνέχεια φθίνει. Όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μοσκώφ: Οι πλουσιότεροι ισραηλίτες εγκαταλείπουν μετά την παρακμή της υφαντουργίας την Θεσσαλονίκη για τις Ιταλιώτιδες πόλεις, […] ή για τις πόλεις του εσωτερικού όπου τους ωθεί ιδίως η ευρωπαϊκή διείσδυση που τους χρησιμοποιεί σαν μεσάζοντες. Άλλοι εξισλαμίζονται, οι ντονμέδες. Στη Θεσσαλονίκη, όλοι οι μεσίτες των Γάλλων ήταν Εβραίοι. Τα μεσιτικά δικαιώματα ήταν 0,5% σε όλες τις αγοραπωλησίες, αλλά οι μεσίτες εισέπρατταν επιπλέον 1% από τους αγοραστές και 1% από τους πωλητές.

Η ημιαποικιακή δομή και οι Έλληνες

Όμως, μετά τον 17ο αι., σημειώνεται σχετική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και κυρίως αδυναμία συγκέντρωσής της σε μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες μονάδες παραγωγής, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως στα Αμπελάκια, τη Χίο και αλλού. Ωστόσο δεν έγιναν τεχνικές πρόοδοι κατά τον 17ο αιώνα και η προστασία της οθωμανικής βιομηχανίας σταμάτησε. Οι ελληνικές, τουρκικές και εβραϊκές υφαντουργίες της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης (αλλά όχι της Προύσας ή της Χίου), έμειναν στάσιμες ή παρήκμασαν.

Η παρακμή της μεγάλης βιοτεχνικής παραγωγής υπήρξε συνέπεια πολλών παραγόντων: Κατ’ αρχάς, η παραδοσιακή οικονομία της αρπαγής και της «εξω-οικονομικής» απαλλοτρίωσης, στον βαθμό που η εδαφική επέκταση έχει λάβει τέλος, στρέφεται προς το εσωτερικό και οργανώνεται η συστηματική καταλήστευση και «φορολόγηση» των αγροτικών και βιοτεχνικών πληθυσμών. Επιπλέον, πολλαπλασιάζονται οι αποσυνθετικές τάσεις, όχι μόνο με τον Αλή Πασά και τον Πασβάνογλου, αλλά και με τους πολυάριθμους πανίσχυρους «αγιάννηδες» της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας, την ενίσχυση της αυτονομίας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, των Μωραγιάννηδων της Πελοποννήσου, των διοικητών των νησιών κ.λπ. Τέλος, μετά τον 18ο αι., οι πόλεμοι μεταφέρονται στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, με καταστρεπτικές συνέπειες, προπαντός για τη μεταποίηση. Παράλληλα, οι ιταλικές πόλεις αντικαθίστανται σταδιακώς από τις αναπτυσσόμενες αποικιακές δυνάμεις της Δύσης, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ολλανδία και την Αυστρία.

Η σταθεροποίηση των συνόρων οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τάξης Τούρκων γαιοκτημόνων με κληρονομικά δικαιώματα πάνω στη γη. Για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της φορολογίας και τις καταναλωτικές ανάγκες, στρέφονται προς την παραγωγή εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, με συνέπεια την άνοδο των τιμών και τη διασύνδεση με τα δυτικά εμπορικά δίκτυα. Έτσι, οι τουρκικές άρχουσες τάξεις της περιφέρειας δεν είχαν συμφέρον από την εσωτερική βιομηχανική ανάπτυξη, η δε κεντρική διοίκηση  ήταν όλο και πιο εξαρτημένη από τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις, που συστηματικά εμπόδιζαν την ανάπτυξη της εγχώριας μεταποίησης. Μόνο στις αρχές του 18ου αιώνα (στα 1703), ο Μεγάλος Βεζύρης Ραμί Μεχμέτ πασάς Εξιπλής προσπάθησε να δημιουργήσει νέα υφαντουργεία και να ενισχύσει τη μεταξουργία στην Προύσα, απαγορεύοντας την εξαγωγή των πρώτων υλών. Ωστόσο, σημειώνει ο Γάλλος πρέσβης, ο Βεζύρης σύντομα θα αντικατασταθεί, μαζί με τον Σουλτάνο Μουσταφά Β΄, και τα σχέδια «να ιδρύσει βιομηχανίες υφασμάτων και μετάξης στην επικράτεια του Μεγάλου Σουλτάνου θα πέσουν μαζί του».

Το 1767, ο Γάλλος πρόξενος εμπόδισε τον Σαράντο Παπαδόπουλο να ιδρύσει σαπωνοποιία παραγωγικής δυνατότητας 30.000 κιλών, στο Ναβαρίνο και στην Κορώνη, που θα ανταγωνιζόταν τη Μασσαλία και την Προβηγκία, ενώ,  το 1779, ο βαρόνος De Tott συμβούλευσε την κυβέρνηση να συνεχίσει να παρεμποδίζει τη δημιουργία βιομηχανιών στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διείσδυση των δυτικών δυνάμεων διαμορφώνει ένα αρνητικό πλαίσιο για την εσωτερική μεταποιητική παραγωγή. Οι δυτικοί έμποροι καταβάλλουν μειωμένους δασμούς ενώ οι εγχώριοι, μη μουσουλμάνοι, φορολογούνται βαρύτατα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια αποικιακού τύπου σχέση, η οποία είχε εγκαινιαστεί με την απαλλαγή των Ιταλών εμπόρων, το 1081, από το κομμέρκιον. Έτσι, ακόμα και τα Ζαγοροχώρια ή τα Αμπελάκια θα λυγίσουν κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού των εισαγόμενων από τη Δύση βιομηχανικών προϊόντων.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η «οικονομική απογείωση» των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας θα προσανατολιστεί κατ’ εξοχήν προς εμπορικές ή τις συναφείς ναυτιλιακές δραστηριότητες, ενώ η ανθούσα βιοτεχνία δεν θα κατορθώσει να μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της «μανιφακτούρας». Οι Έλληνες έμποροι και καραβοκυραίοι θα σωρεύουν σημαντικά πλούτη και κεφάλαια, τα οποία όμως δεν θα μπορούν να τα επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες αλλά θα τα επανεπενδύουν στο εμπόριο, σε τραπεζιτικές δραστηριότητες ή, στην καλύτερη περίπτωση, στη ναυτιλία. Ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις πόλεων, περιοχών ή επιχειρηματιών που στράφηκαν προς τη μεταποιητική παραγωγή. Η Χίος, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, τα Ζαγοροχώρια, η Μοσχόπολη, η Δημητσάνα, τα ναυτικά νησιά, οφείλουν τη μεταποιητική τους δραστηριότητα στο γεγονός ότι ήταν απομονωμένα ή απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα, οι Έλληνες άνοιγαν πιο συχνά εργοστάσια σαπωνοποιίας, ζυμαρικών κ.ά, στη Νότια Ρωσία παρά στους τόπους καταγωγής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες μεγαλέμποροι μεταβάλλονται σε τμήμα των οθωμανικών αρχουσών τάξεων και συνδέονται – έστω «στανικώς» – με τη Δύση ως μεταπράτες. Τα ανώτερα στρώματά τους μεταπηδούν σε μια ιδιότυπη noblesse de robe, τους Φαναριώτες, οι οποίοι, εκτός από ενοικιαστές φόρων, τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, γίνονται δραγουμάνοι, «υποδιοικητές» του στόλου, πρίγκιπες της Μολδοβλαχίας και συχνά ανώτατοι κληρικοί και πατριάρχες. Οι Έλληνες έμποροι δεν παύουν να βρίσκονται σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους Δυτικούς, αλλά στο εσωτερικό αυτής της μεταπρατικής δραστηριότητας, για τον έλεγχο δηλαδή του ημιαποικιακού τύπου εμπορίου της Αυτοκρατορίας με τη Δύση, καθώς και του εσωτερικού εμπορίου.

Η Μοσχόπολη και ο «ληστρικός τρόπος παραγωγής»

Η πρώτη, ίσως και η σοβαρότερη, αιτία, για την αδυναμία μετασχηματισμού της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας σε «βιομηχανική», ήταν η κατάσταση των ενδημικών πολέμων, επαναστάσεων, της ληστείας, της πειρατείας και της ανασφάλειας, που δεν επέτρεπε σταθερές επενδύσεις. Ο «ληστρικός τρόπος απόσπασης του υπερπροϊόντος» απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος. Εξ άλλου, κάθε ιμπεριαλισμός στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρπαγή. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, στην Αμερική, θα πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της ιστορίας, τον βίαιο εξανδραποδισμό, καταλήστευση και εξόντωση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοχθόνων. Όσο για τον ιμπεριαλισμό ανατολικού τύπου, των νομαδικών φυλών και λαών, ήταν κατ’ εξοχήν ληστρικός. Τα μογγολικά φύλα, στην Κίνα, την Ασία και τη Ρωσία, τα τουρκικά φύλα, από την Ινδία έως τις αραβικές χώρες και το Βυζάντιο, στηρίζονταν κατ’ εξοχήν στην «εξω-οικονομική βία» για την απόσπαση του υπερπροϊόντος από κοινωνίες περισσότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και πολιτισμικά. Βέβαια, όταν εγκαταστάθηκαν με μονιμότερο τρόπο, άρχισαν να οργανώνουν και μια συστηματικότερη εκμετάλλευση των εγχώριων πληθυσμών, ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής, προπαντός διά της φορολογίας, ως «φυσιολογικής» μετεξέλιξης της ληστείας. Ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν, παράλληλα, και οι μηχανισμοί της απροκάλυπτης αρπαγής.

Επί πλέον, οι Ισπανοί θα δικαιολογήσουν με θρησκευτικούς λόγους την καταστροφή των «ειδωλολατρών» Ίνκας και Μάγια, ενώ τα αραβικά και τα τουρκικά φύλα την υποταγή των απίστων ως ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του «ιερού πολέμου». Αν οι ντόπιοι πληθυσμοί προσχωρήσουν στην ιδεολογία-θρησκεία του κατακτητή και αν ανακοπεί η εδαφική επέκταση, εκεί, σταδιακώς, οι μέθοδοι εκμετάλλευσης θα προσανατολιστούν προς σταθερότερους, «οικονομικής υφής», μηχανισμούς. Έτσι θα συμβεί στο αραβικό καλιφάτο των Αββασιδών ή στην οθωμανική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Παράλληλα, οι πόλεμοι και η πειρατεία υπήρξαν ενδημικά φαινόμενα καθ’ όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και φραγκοκρατίας στην ελληνική χερσόνησο και το αρχιπέλαγος. Στη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου ενετο-τουρκικού πολέμου, το 1684-1699, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, που προσέγγιζε το εκατομμύριο, έπεσε στους 80.000 κατοίκους, και αυξήθηκε πάλι στις 200.000 μόλις το 1701. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768-1774 και τα Ορλωφικά ερήμωσαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μόνο στα νησιά, μετανάστευσαν πάνω από 30.000 άτομα. Στην Ήπειρο, την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία, συνεχίζονταν μέχρι και τον 18ο αι.  οι ληστρικές επιδρομές των πρόσφατα εξισλαμισθέντων αλβανικών φύλων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δευτερογενής παραγωγή, ιδιαίτερα, καθίστατο σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι απαιτεί σταθερές εγκαταστάσεις, διάρκεια, διευρυνόμενες επενδύσεις, σταθερές επικοινωνίες κ.λπ. Γι’ αυτό θα περιοριστεί συνήθως σε κάποιες ορεινές περιοχές, περισσότερο προφυλαγμένες από τις επιδρομές, όπως τα Ζαγοροχώρια, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, ή σε ορισμένα νησιά που απελάμβαναν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.

ΠΗΓΗ: τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή, Ιανουαρίου 4, 2012 2:15 μμ. http://ardin-rixi.gr/archives/3023

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.