Αρχείο κατηγορίας Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Άνω θρώσκοντες και φιλοσοφούντες

Επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση ΙΙ

Η επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση είναι όρος για να ξαναβρούμε τον πολιτειακό κοινοτισμό – Μέρος ΙI [1]

 

Του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα

 

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

2. Θεωρητική προσέγγιση

Με θεωρητικούς όρους ο δυισμός για τον οποίο μιλάμε αναγνωρίζεται ως πρόβλημα σχέσεων μεταξύ Ιδεολογίας και Πολιτικής, σε συνθήκες όπου το κατ' αλήθειαν ζην προκαλεί υπέρβαση της Ιδεολογίας[6] και οι άνθρωποι αποκτούν άμεση προσωπική σχέση μεταξύ τους και με τη φύση. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι θα σήμαινε, στις συνθήκες αυτές, μία ενεργητική αποδοχή  του εν λόγω δυισμού;

Ας χρησιμοποιήσουμε τη νεομαρξιστική ανάλυση, με βάση την οποία η Ιδεολογία και η Πολιτική είναι δύο διαφορετικά επίπεδα, με σχετική αυτονομία. Το πρώτο δεσπόζεται από την πειθώ (λειτουργεί κυρίως με «ιδεολογία»), το δεύτερο από τη δύναμη (λειτουργεί κυρίως με καταναγκασμό). Το πρώτο είναι ο χώρος της ηθικής. Ενώ στο δεύτερο η ηθική αποτελεί πρόσχημα, υποτάσσεται και εξυπηρετεί συσχετισμούς δύναμης πού υπερβαίνουν τούς ηθικούς ενδοιασμούς.[7][40] Αν οι υποκειμενοποιητικές παραδόσεις διαιρούν το πολιτισμικό πεδίο σε δύο περιοχές, την περιοχή της βίας (Α) και την περιοχή της πειθούς (Β), η Πολιτική ανήκει στην περιοχή (Α). Ο αντιδυναμοκεντρικός χώρος του εσωτερικού μίας παράδοσης, όπως η Ορθόδοξη, ανήκει στην περιοχή της Ιδεολογίας και όχι της Πολιτικής. Η Πολιτική είναι πάντα ένα «εκτός» σε σχέση με τις υποκειμενοποιητικές παραδόσεις. Όταν είσαι στον χώρο της Πολιτικής ή στα σπάργανα της Ιδεολογίας, τη διάκριση Ιδεολογίας-Πολιτικής δεν μπορείς να την υπερβείς. Μπορείς όμως να την «καταργήσεις» φαντασιωδώς, ευτελίζοντας την Ιδεολογία και μετατρέποντάς την σε υπηρέτρια της Πολιτικής.

Το πρόβλημα δεν είναι εύκολο να συζητηθεί, επειδή έχει συσκοτισθεί απελπιστικά από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία. Επαναλαμβάνοντας τον Πλάτωνα, ο μαρξισμός-λενινισμός θέλησε να ενοποιήσει σε μία τις διαφορετικές κεφαλές της κοινωνικής Ιεραρχίας (τον βασιλιά και τον φιλόσοφο· τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική λειτουργία` την πολιτική, την οικονομική και την πνευματική ηγεσία). Ως τέτοιος ακριβώς ενοποιητικός (ολοκληρωτικός) φορέας προτάθηκε το κομμουνιστικό κόμμα. Ο ηγέτης του (ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο, ο Ζαχαριάδης) έγινε ο μυθικός βασιλέας-φιλόσοφος. Ήταν επί πλέον ο εμπνευσμένος προφήτης. Ο κάτοχος της «επιστήμης των επιστημών» και ο μεγαλοφυής κριτικός της παγκόσμιας τέχνης. Σε μερικές μάλιστα στιγμές το βάθρο του υπερκέρασε ακόμα και τον «θρόνο του Υψίστου[8] [41]. Ο απόηχος των δοξολογιών, που θα αποτελούν αιώνια ντροπή για την ανθρωπότητα, ηχεί ακόμη στ' αυτιά μας. Αποτέλεσμα; η ενοποίηση της δύναμης πολλαπλασίασε τη δύναμη καθιστώντας το κακό απόλυτο[9] [42]. Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η ταύτιση-υποταγή της Ιδεολογίας στην Πολιτική, που χαρακτηρίζει τον εθνικισμό και παράγεται από την αναγωγή του έθνους-κράτους σε ιδανικό. Επίσης ο φιλελευθερισμός, κηρύσσοντας το «τέλος των ιδεολογιών» και ανάγοντας τη συλλογικότητα σε συμβατική σύμπραξη οικονομικών συμφερόντων, καθιστά αδύνατη την ανάπτυξη πραγματικών αντιεξουσιαστικών κινημάτων στο έδαφος του. Απελευθερώνει έτσι τους μηχανισμούς εξουσίας από κάθε ιδεολογικό χαλινό και ακυρώνει κάθε δυνατότητα ελέγχου από τα κάτω.

Η εμπειρία των ολοκληρωτισμών αυτών μας επιτρέπει να επανεκτιμήσουμε την αξία του μοντέλου της δυαδικής κοινωνίας, πού μας κληροδότησε το Βυζάντιο. Το μοντέλο, όπου η Ιδεολογία δεν υποτάσσεται στην Πολιτική, ούτε η Πολιτική στην Ιδεολογία. Και να συζητήσουμε, χωρίς προκαταλήψεις τη στάση της ορθόδοξης διανόησης απέναντι σ' αυτό. Είναι, πράγματι, σαφής η τάση των ορθόδοξων ιδεολόγων να απέχουν από τη ζώνη της δύναμης, τη ζώνη της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας (μιλώ για συνειδητή επιλογή και όχι για χαρακτηρολογική ανεπάρκεια). Αλλά όταν κρίνουμε το γεγονός, είναι αναγκαίο να διαφοροποιούμε το οντολογικό από το ιστορικό επίπεδο. Αν η κριτική μομφή αναφέρεται στο οντολογικό πεδίο, τότε είναι αβάσιμη. Διότι εκεί: α) Κακό και δύναμη ταυτίζονται (πηγή του κακού είναι η ταύτιση με τη δύναμη). β) Η ιδεολογική δύναμη είναι μάλιστα η ισχυρότερη μορφή δύναμης. γ) Η δύναμη δεν αίρεται με δύναμη, αλλά με παραίτηση από τη δύναμη. δ) Το συναμφότερον ιδανικού-πραγματικού δεν μπορεί να καταργηθεί, ώστε η ουράνια πατρίδα να αντικαταστήσει την επίγεια.

Αν τα επιχειρήματα αυτά ισχύουν, τότε ασφαλώς είναι επιβεβλημένη η αποστασιοποίηση της διανόησης (της φύσει ισχυρότερης κοινωνικής ομάδας) από την πολιτική και την οικονομική εξουσία. Συμφέρει την πλειοψηφία των αδυνάτων ο πολιτικός ευνουχισμός της μειοψηφίας των «φύσει» πιο δυνατών. Δηλαδή είναι επιθυμητό να πείθονται τα πιο έξυπνα και δυναμικά στοιχεία ότι μόνο ανώριμοι και πλεγματικοί άνθρωποι μπορούν να έλκονται από τις σειρήνες της εξουσίας. Ώστε να απεχθάνονται την εξουσία, να βασίζονται στο προσωπικό τους παράδειγμα, αν θέλουν να πείσουν τους άλλους, και να αισθάνονται υποχρεωμένοι να ελέγχουν την εξουσία, με βάση τα κοινά αντιδυναμοκεντρικά πρότυπα. Να μετασχηματίζονται έτσι σε υπηρέτες των πολλών[10] [43]. Η αποστασιοποίηση της Ορθόδοξης διανόησης από την πολιτική και την οικονομική εξουσία μπορεί να αναχθεί, λοιπόν, στον αντιδυναμοκεντρικό χαρακτήρα των προτύπων της.

Η αντίθεση πνευματικού και πολιτικού πεδίου λύνεται, από την Εκκλησία, με την άμεση δημιουργία, στον δικό της χώρο, της συλλογικότητας που επαγγέλλεται. Ως Εκκλησία δρα από το δικό της επίπεδο με τη λειτουργική πράξη και το παράδειγμα [11] [44]. «Ζυμώνει» το «φύραμα» σε όση έκταση το επιτρέπει η χαρισματικότητα των προσώπων και των ομάδων της. Δεν ασκεί «πολιτική παρέμβαση»[12][45]. Μ' αυτή την έννοια είναι «εναλλακτική». Δε περιμένει «να πάρει πρώτα την εξουσία», για να επιβάλει έπειτα, με την κρατική δύναμη, το δικό της πρότυπο κοινότητας, όπως κάνουν οι δήθεν επαναστατικές ιδεολογίες των διαφωτισμένων καιρών μας. Και έχει δίκιο, γιατί από τη φύση της η αντιδυναμοκεντρική μορφή συλλογικότητας δεν επιβάλλεται. Είναι χαρισματική. Βασίζεται στην ελευθερία και την παραίτηση από τη δύναμη. Με δεδομένη την πρωτογενή και οργανική αυτή δράση, έξω και πριν από την πολιτική σφαίρα, ο παθητικός εγκλωβισμός της ορθόδοξης διανόησης στην εντολή «τα του καίσαρας τω καίσαρι» αποτελεί ασφαλώς πρόβλημα. Αν έτσι έχει το ζήτημα τότε τι θα σήμαινε ενεργητική αποδοχή του δυισμού; Μήπως θα χρειαζόταν και μία συμπληρωματική δράση – «άμεσα» στο πολιτικό επίπεδο – από μία πολιτική «πρωτοπορία» εναλλακτική (ιδεολογικά αντιδυναμοκεντρική);

Ας υποθέσουμε ότι εξαγγέλλεται η ίδρυση ενός κόμματος το οποίο: α) Δεν θα επιδιώκει να πάρει την εξουσία και θα διαγράφει αμέσως όποιον εκδηλώνει παρόμοια πρόθεση. β) θα κάνει γνήσια αντιπολίτευση, ξεσκεπάζοντας τη μικρόνοια και την ιδιοτέλεια της κάθε εξουσίας. γ) Δεν θα χαίδεύει τ' αυτιά του λαού. δ) Θα επεξεργάζεται προτάσεις για τη λύση των προβλημάτων, βασισμένες στην αρχή της απόσπασης της ευθύνης από την τάξη των πολιτικών και των γραφειοκρατών και της αποκέντρωσης τους στις κατά τόπους Εκκλησίες του Δήμου. ε) Θα οργανώνει λαϊκά κινήματα όχι για να ζητήσουν τη λύση των προβλημάτων τους από κάποιους άλλους, ξένους προς αυτά, αλλά για να τα πάρουν οι πολίτες στα χέρια τους και να τα λύσουν από μόνοι τους. Αυτό θα μπορούσε να είναι, ίσως, και το περιεχόμενο της παρέμβασης ενός κοινοτικού πολιτικού κινήματος  στις μέρες μας. Μίας «εναλλακτικής πολιτικής πρότασης».

Ένα τέτοιο «κόμμα», προστιθέμενο σε μία κοινωνικά υφιστάμενη τριαδικού τύπου συλλογικότητα, πιθανόν να έλυνε (χωρίς να καταργεί) τον εμφανιζόμενο, σε ένα ανώτερο πάντοτε επίπεδο πολιτισμικής εξέλιξης, δυισμό πνευματικής και πολιτικής ζωής. Αφού όμως ζούμε σε εποχή όπου η Ιδεολογία και η Πολιτική ταυτίζονται (η Ιδεολογία είναι θεραπαινίδα της Πολιτικής) και δεν υπάρχει η αναγκαία κοινωνική βάση (στην οποία προστιθέμενη η εν λόγω πολιτική μορφή θα παρήγε τα πιθανολογούμενα ευεργετικά αποτελέσματα), τότε συζητάμε, επαναλαμβάνω, για κάτι πού έχει μόνο θεωρητική αξία[13][46]. Πράγματι, ως πρόταση προβαλλόμενη για άμεση εφαρμογή, θα προκαλούσε το ειρωνικό μειδίαμα του αναγνώστη. Είναι αμφίβολο αν θα έβρισκε έστω και έναν οπαδό, πέραν των γνωστών και μη εξαιρετέων αιθεροβαμόνων. Ποιος παλαβός θα πήγαινε να γίνει μέλος ενός κόμματος που δεν θα υποσχόταν στους οπαδούς του ρουσφέτια και στα στελέχη του εξουσία; Χωρίς τη δίψα για δύναμη και τις προσδοκώμενες απολαύσεις από τη νομή της εξουσίας, πώς θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα πολιτικό υποκείμενο; Ορισμός της πολιτικής δεν είναι ίσα-ίσα ο αγώνας για την εξουσία; Αλλά αν δεν υπάρχουν άνθρωποι με ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τα κοινά, περιττεύει κάθε συζήτηση για τον δυισμό πνευματικού και πολιτικού. Σε μία τέτοια βάση κάθε έκκληση για «πολιτική ανανέωση» στερείται σοβαρότητας, είναι επικίνδυνη και πρέπει να μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Αν φυσικά πιστεύουμε σε «άλλο σύστημα πατρίδος». Χωρίς κοινωνικά υπαρκτές μορφές κοινοτικής συλλογικότητας, κάθε καλοπροαίρετη παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο είναι αδύνατο να αποφύγει τον μετασχηματισμό στο αντίθετο της.

Ο δυισμός δυναμοκεντρικής και τριαδικής συλλογικότητας, Πολιτικής και Ιδεολογίας, ομόλογος της διάκρισης μεταξύ πραγματικού και ιδανικού, δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί. Ή θα υπερβαθεί προς την κατεύθυνση της τριαδικής προοπτικής ή θα «εξαλειφθεί» με την εκπόρνευση της Ιδεολογίας. Επομένως για να φτάσουμε στην αποκατάσταση της ενότητας πολιτειακού κοινοτισμού και τριαδικής οντολογίας, θέμα που μας απασχολεί σε τούτο το κεφάλαιο, προϋποτίθεται η επαναυτονόμηση της Ιδεολογίας, έναντι της Πολιτικής, και η δημιουργία της ανάλογης κοινωνικής-οντολογικής βάσης, που θα ήταν ικανή να καθορίσει ένα άλλο πλαίσιο για την Πολιτική. Χωρίς τη μετάβαση από την ταύτιση στον διαχωρισμό τους, δεν είναι δυνατή η εμφάνιση μίας άλλης Πολιτικής. Βεβαίως η σχετική αυτονομία των δύο επιπέδων καθορίζει την ανάγκη για παράλληλη ανάπτυξη ιδεολογικών και πολιτικών παρεμβάσεων, αλλά είναι σαφές ότι το κέντρο βάρους πέφτει στην ιδεολογική πλευρά. Η επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση είναι όρος για να ξαναβρούμε τον πολιτειακό κοινοτισμό.

3. Σύνοψη

Η τριαδική πρόταση, ως ενότητα προσωποκεντρικής οντολογίας και πολιτειακού κοινοτισμού, είναι η απάντηση της ελληνικής παράδοσης στην κρίση του πολιτισμού της Νεωτερικότητας. Η πρόταση αυτή βρήκε μία αποσπασματική και για τούτο ανεπαρκή πραγματοποίηση, στην ελληνική ιστορία. Ο αρχαίος Ελληνισμός ανέπτυξε τον πολιτειακό κοινοτισμό, αλλά χωρίς την προσωποκεντρική οντολογία. Ο βυζαντινός Ελληνισμός προσέγγισε την προσωποκεντρική οντολογία, αλλά στα πλαίσια του πολιτειακού δεσποτισμού.[14][47] Στη νεώτερη εποχή ξαναβρίσκει, μέσα από την πάλη ενάντια στον ραγιαδισμό, μία ανανεωμένη μορφή πολιτειακού κοινοτισμού, αλλά η διανόησή του είχε ήδη ενταχθεί σε δορυφορική τροχιά γύρω από τον ανερχόμενο νεωτερικό πολιτισμό. Έχασε έτσι και τις δύο κατακτήσεις του: τον πολιτειακό κοινοτισμό και την οντολογία του προσώπου. Μιλάμε επομένως για μία πρόταση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Δηλαδή το ιστορικό της περιεχόμενο παραμένει εισέτι ζητούμενο.

Σημειώσεις

[6] Ο όρος "Ιδεολογία" χρησιμοποιείται στο βιβλίο με διαφορετική έννοια απ' ό,τι στην καθομιλουμένη. Με κεφαλαίο γιώτα παραπέμπει στην "ιδεολογία εν γένει", η οποία παρεμβαίνει ως οιονεί "μεγάλο Υποκείμενο", το οποίο "εγκαλεί" τα άτομα ως "μικρά υποκείμενα": επώνυμα συγκεκριμένα πρόσωπα. Είναι το "πεδίο" (των ιδανικών, προτύπων, αξιών κλπ.) σε σχέση με το οποίο λαμβάνει χώρα η "υποκειμενοποίηση" του βιολογικού όντος, το οποίο γεννώμενο στον κόσμο καλείται "να γίνει άνθρωπος". Το "κατ' αλήθειαν ζην" ορίζεται, στη βάση αυτή, ως η "ιδεολογία της Ιδεολογίας", ήτοι η απαίτηση που (επί ποινή άρσης της υποκειμενοποιητικής έγκλησης) η Ιδεολογία θέτει στο υποκείμενο: να είναι οι πράξεις του συνεπείς προς τις αρχές της. Εφ’ όσον υφίσταται υποκειμενοποιητική έγκληση, εφ' όσον υπάρχει πίστη, αυτό που πριν απ' όλα συζητιέται δεν είναι η αληθινότητα της αλήθειας αλλά η βίωση της αλήθειας – της όποιας ιδεολογικής αλήθειας (ιδανικού, προτύπων, αξιών). Αν δηλαδή επιτυγχάνεται, πράγματι, στην πράξη η μετατροπή του ατόμου σε "υποκείμενο" και δεν παραμένει μια πλασματική/ονομαστική υποκειμενοποίηση (π.χ. δημοκρατικός στα λόγια και φασιστικός στην πράξη). Επισημαίνεται, κατόπι, ο κατά κανόνα ισχύων στην πράξη "ιδεολογικός"/ψευδεπίγραφος χαρακτήρας της ιδεολογίας, η λειτουργία της ως "συμπληρώματος δικαίωσης" – αυτοδικαίωσης και τίθεται το κρίσιμο ζήτημα αν το υποκείμενο δύναται και υπό ποιες προϋποθέσεις, να υπερβεί την Ιδεολογία μέσω του "κατ' αλήθειαν ζην", πράγμα που θεωρείται εφικτό και συναρτάται με την "αληθινότητα" της υποκειμενοποιητικής αλήθειας. Η δυνατότητα αυτή επιτρέπει τη διάρρηξη του διπόλου κολεκτιβισμού/ατομοκεντρισμού. (Βλ. Έκλειψη του Υποκειμένου, σ. 235 κ.ε.).

[7][40] Ή ανάλυση αυτή είναι ακριβής, άλλα θεωρεί τον διαχωρισμό «φυσικό». Δεν αναρωτιέται γιατί συμβαίνει. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λύσει το πρόβλημα της υπέρβασης του. Το γιατί συμβαίνει ο διαχωρισμός εξηγείται, όπως είδαμε στο γ' μέρος, από τη «φυσιολογία» της αλλοτρίωσης (της «πτώσης», κατά την παραδοσιακή ορολογία). Είναι η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και το γνωμικό θέλημα ή τη «φυσική» και την προσωπική συνείδηση (πρβλ. Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Εθνος και Παράδοση, Μέρος ΠΙ, κεφ. 3) που την φωτίζει.

[8][41] Πρβλ. τον ύμνο του Λουί Αραγκόν στον Στάλιν. Ή του Γιάννη Ρίτσου στον Ζαχαριάδη.

[9][42] Πρόκειται για κάτι πεζότατο που μας διαφεύγει όταν κινούμαστε στο χώρο της κοινωνικής μηχανικής: Τα καθήκοντα του αρχιτέκτονα και τα καθήκοντα του εργολάβου δεν είναι φρόνιμο να ανατίθενται στο ίδιο πρόσωπο. Ο αρχιτέκτονας, που κάνει και τον εργολάβο, είναι ανίκανος να χτίσει. Ενώ ο εργολάβος, στον οποίο έχουν ανατεθεί και τα καθήκοντα του αρχιτέκτονα, είναι ικανός μόνο για εξαμβλώματα. Η πνευματική ηγεσία έχει τον δικό της ρόλο: Να κάνει τις γενικές συλλήψεις. Να επεξεργάζεται τις εναλλακτικές στρατηγικές και τα σχέδια, πάνω στα οποία θα εργαστεί ο εργολάβος της πολιτικής. Να ασκεί έλεγχο και κριτική στον εργολάβο, αν παρεκκλίνει από τα καθορισμένα σχέδια ή κλέβει στα υλικά. Και όχι γιατί «δεν έχει… εθνική στρατηγική». Σε μας οι σχέσεις μεταξύ πνευματικής και πολιτικής ηγεσίας έχουν διαστραφεί: η πνευματική ηγεσία έχει καταδικασθεί σε στωική ή επικούρεια ιδιωτεία, ενώ οι εργολάβοι μας υμνούνται κυρίως για την αρχιτεκτονική τους μεγαλοφυΐα.

[10][43] Αυτή ήταν και η κοινωνική φιλοσοφία του μοναχισμού, στα όρια της ορθόδοξης οικουμένης. Κι αυτή είναι που κάνει επιθυμητή την ανάπτυξη του ορθόδοξου μοναχισμού και στην εποχή μας.

[11][44]. Η στάση αυτή χαρακτηρίζει την Εκκλησία ήδη από την εποχή του πρώτου χριστιανισμού: «Η στάση αυτή του αρχαϊκού Χριστιανισμού δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αδιαφορία για την ηθική στάση του κόσμου. Το κλειδί της κατανοήσεως της βρίσκεται για μία φορά ακόμη στον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τη σχέση της Ιστορίας με την εσχατολογία οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή υπήρχε μία έντονη προσδοκία του άμεσου τέλους της Ιστορίας. Στις επιστολές του Παύλου επιζεί ακόμη η κατάσταση αυτή και γι' αυτό το επιχείρημα του είναι πάντοτε ότι "ο καιρός συνελιγμένος εστί" και δεν υπάρχουν περιθώρια ηθικής αναμορφώσεως της κοινωνίας. Αλλά και όταν υποχώρησε αυτή η προσδοκία, η στάση του Χριστιανισμού παρέμεινε η ίδια. Η εξήγηση της στάσεως αυτής βρίσκεται στο ότι, όσο και αν αλλάξουν κοινωνικά τα πράγματα, ο κόσμος ποτέ δεν μπορεί να μεταβληθεί σε Βασιλεία του θεού ως αποτέλεσμα ιστορικών και μόνο εξελίξεων. Η Βασιλεία του Θεού έρχεται "ου μετά παρατηρήσεως" και χωρίς να την περιμένει κανείς, "ως κλέπτης εν νυκτί". Όταν η Βασιλεία του Θεού εισδύσει στην Ιστορία θα δημιουργήσει μία "κρίση", δηλαδή ένα ξεκαθάρισμα, πράγμα που προϋποθέτει ότι θα βρει στην Ιστορία μία όχι καλή κοινωνική κατάσταση. Έτσι το ότι ο "κόσμος" μισεί και καταδιώκει την Εκκλησία είναι κάτι το εντελώς φυσικό για τούς πρώτους χριστιανούς, που δεν θα αρθεί με καμιά προσπάθεια αναμορφώσεως του κόσμου. Η αρχική Εκκλησία πίστευε μόνο στο ότι η Ίδια ήταν στην εποχή της μία εικόνα της Βασιλείας του Θεού, όχι ο κόσμος όλος. Και ο ελληνορωμαϊκός κόσμος στο σύνολο του θα σωζόταν ή θα καταδικαζόταν με κριτήριο τη στάση του προς τη χριστιανική κοινότητα που καταδίωκε (Ματθ. 25)» (Ί. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός, η συνάντηση των δύο κόσμων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ζ', Εκδοτική Αθηνών).

[12][45] Αλλά ας μην ξεχαστούμε. Δεν μιλάμε για τη σημερινή κρατοδίαιτη ελλαδική Εκκλησία που ταυτίζεται με το κράτος λόγω ακριβώς της απουσίας πραγματικά εκκλησιαστικών μορφών συλλογικότητας. Η απουσία τέτοιων μορφών την καθιστά τελείως ακίνδυνη, σε σημείο που ακόμα και οι κοσμοθεωρητικοί εχθροί της, οι πάσης φύσεως δυτικιστές, να είναι σήμερα υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Η ταύτιση της Εκκλησίας με το κράτος χρησιμοποιήθηκε από τους δυτικιστές με σκοπό: α) Την καταστροφή του πυρήνα της παραδοσιακής κοινοτικής συλλογικότητας, που μας έκανε έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό απ' αυτόν της καθολικής και προτεσταντικής Δύσης, με τον οποίο θέλαμε να εξομοιωθούμε. β) Την απόκτηση, από το έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενο κράτος της Προστασίας, μίας εσωτερικής κοινωνικής βάσης, ενός κακέκτυπου «κοινωνίας των πολιτών», στο πρόσωπο της ευσεβιστικά πλαισιωμένης μικροαστικής τάξης των πόλεων. Ο παλιός, ελεγχόμενος από τα ανάκτορα, οργανωσιακός ευσεβισμός δεν υπάρχει πια. Είναι όμως καρκίνος που μάλλον έχει κάνει μετάσταση. Έχει εισχωρήσει στη δομή της ελλαδικής Εκκλησίας και μετατρέπει την Ενορία σε Οργάνωση, πού αναπτύσσεται σύμφωνα με τα ευσεβιστικά πρότυπα. Η απομεταρρύθμιση της ελλαδικής Εκκλησίας και η επιστροφή της στον παραδοσιακό δυισμό Εκκλησίας-Κράτους είναι προϋπόθεση για την αναγέννηση της.

[13][46] Για να καταστήσω σαφέστερο τι εννοώ, επικαλούμαι και τη μαρξιστική διατύπωση του ίδιου προβλήματος: «Πολιτική παρέμβαση» σημαίνει «παίρνω θέση» στα ζητήματα που αναδεικνύει η ταξική πάλη. Παίρνω το μέρος μίας τάξης. Δεν δημιουργώ εγώ τις τάξεις ούτε την ταξική πάλη. Εκεί όπου δεν υπάρχουν καν «προλεταριακές πρακτικές», εκεί που υπάρχει μόνο διαπάλη μεταξύ παρασιτικών συμφερόντων, δεν νοείται σοσιαλιστικό κίνημα.

[14][47] Λαμβάνοντας υπόψη μεταγενέστερες μελέτες ο συγγραφέας έχει αναθεωρήσει εν μέρει τη θέση αυτή. Γράφει: «Ως υπερπολεοτική μορφή Οικουμένης το Βυζάντιο καταλαμβάνει μια θέση εννοιολογικώς υπερκείμενη του «Έθνους». Δεν είναι, δηλαδή, πολιτειακή οντότητα συγκρίσιμη με τις προνεωτερικές-προεθνοκρατικές δεσποτικές οντότητες: της Ανατολής ή της φεουδαρχικής Δύσης. Δεν είναι «αυτοκρατορία». (Ο όρος «αυτοκρατορία» αναφέρεται σε πολυεθνικά κράτη, όπου ισχύει η διάκριση κυρίαρχου έθνους / κατακτημένου έθνους. Παράδειγμα: το ρωμαϊκό κράτος αμέσως μετά την κατάκτηση των ελληνικών χωρών. Όταν η διάκριση αυτή καταργείται, με την δικαιοπολιτική εξίσωση των συνιστωσών εθνοτήτων, παύει να είναι «αυτοκρατορία» στην κυριολεξία.) Ούτε είναι συγκρίσιμη με τις «εθνικές» οντότητες: τις δικές της καταγωγικές-πολεοκρατικές ή τις μεταγενέστερες νεωτερικές-εθνοκρατικές. Βρίσκεται σε μια ανώτερη τυπολογικώς και ανθρωπολογικώς βαθμίδα εξελίξεως, χωρίς ακόμη αντίστοιχο στην Ιστορία. Το Βυζάντιο θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με ό,τι θα έφτιαχνε η Νεωτερικότητα αν κατόρθωνε να λύσει το πρόβλημα της οικουμενικής Αρχής.» (Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Ο σύγχρονος μηδενισμός σ.183. Αρμός Αθήνα, 2008β.) Το "βυζαντινό" πολιτειακό παράδειγμα, παραμένει εισέτι μη εννοιολογημένο, ως προς τον δεύτερο όροφό του: στο πώς δηλαδή η βασιλεύουσα πόλη-κράτος είναι συνάμα οικουμένη-κράτος και πώς (και γιατί) οι σχέσεις της με τα λοιπά συστατικά πολεοτικά της κύτταρα (τα Κοινά), θεσμίζεται κατά αρχαϊκότερο (εξουσιαστικό) τρόπο απ' ό,τι αυτά τα ίδια στο εσωτερικό τους, τα οποία – ειρήσθω εν παρόδω – αποτελούν (κατά τον Κ. Παπαρρηγόπουλο) "τροπολογίαν τινά των αρχαίων πολιτευμάτων".

πηγή: Aντίφωνο, Η έκλειψη του Υποκειμένου (σ.295-308.)

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 05 Ιανουάριος 2012 08:00, http://www.antifono.gr/portal/…8C.html

Επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση Ι

Η επανασύνδεση με την τριαδική παράδοση είναι όρος για να ξαναβρούμε τον πολιτειακό κοινοτισμό – Μέρος Ι [1]

 

Του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα


 

Το χάσμα μεταξύ πολιτειακού κοινοτισμού και τριαδικής οντολογικής παράδοσης είναι βασική όψη του προβλήματος και σ' αυτήν καλούμαστε να εμβαθύνουμε.

Κατ’ αρχάς έχουμε την ιστορικά διαπιστωμένη αντίθεση μεταξύ κοινοτήτων και εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πού (παρά τον αποφασιστικό ρόλο της Εκκλησίας στη διαμόρφωση των κοινοτήτων) αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στη νεοελληνική ιστορία. Φαινόμενο που παρατηρείται ακόμη και σήμερα στο εξωτερικό, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ελληνικές κοινότητες.

Έχουμε έπειτα την αντίθεση μεταξύ κοινοτιστών, που προέρχονται από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, κι εκείνων που ανακάλυψαν την τριαδική παράδοση προερχόμενοι από τον ευσεβιστικό χώρο. Μεταξύ τους υπάρχει πλήρης ακατανοησία.

Η πρώτη όψη της αντίθεσης είναι ένα ειδικό ιστορικό θέμα, η ανάλυση του οποίου εκφεύγει του παρόντος. Η δεύτερη όψη, που είναι καθαρά ιδεολογικής φύσεως, γιατί συνδέεται με παρανοήσεις και προκαταλήψεις, είναι η πλέον προσπελάσιμη και ενδιαφέρουσα. Ο εξ αριστερών ορμώμενος κοινοτιστής (που ονειρεύεται αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, αυτονομία, εναρμόνιση με το οικοσύστημα κλπ), βλέπει μόνον ευσεβισμό, θρησκοληψία, ηλιθιότητα και ταπεινά συμφέροντα, εκεί που καλείται να ψάξει για την οντολογική θεμελίωση των οραμάτων του. Αντιστρόφως οι θελγόμενοι από την πληρωματικότητα του «τριαδικού πρωτοτύπου» δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι αυτή έχει ιστορικό πολιτειακό αντίκρισμα κι ότι αυτό συμπίπτει με το κοινοτικό ημικράτος.[2] [37]

Η μελέτη των αμοιβαίων παρανοήσεων που αναπαράγουν την αντίθεση θα είχε, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη χρησιμότητα. Τούτο το βιβλίο το βλέπω σαν μια μικρή συμβολή σε ένα τέτοιο έργο και μάλιστα μόνο από τη μία πλευρά: αυτήν του «πολιτικού» κοινοτιστή που ψάχνει για την οντολογική θεμελίωση του κοινοτισμού. Προσεγγίζοντας την τριαδική παράδοση ένας τέτοιος αναζητητής προσκρούει, αν μου επιτρέπεται να γενικεύσω την προσωπική μου εμπειρία, σ' ένα διπλό τείχος, που τον χωρίζει από την τριαδική παράδοση και κρύβει την αλήθεια της. Το «εξωτερικό τείχος» είναι η ταύτιση της τριαδικής παράδοσης με τον ευσεβισμό. Το «εσωτερικό τείχος» είναι η παθητική αποδοχή τού δυαδισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το είδος των «τειχών» που περιβάλλουν τον πολιτικό κοινοτισμό δεν έχω ασχοληθεί, αλλά φαντάζομαι ότι πρέπει να έχουν κυρίως να κάνουν με τον «αθεϊσμό» (γι' αυτό και στο α' μέρος ασχολήθηκα με τον χαρακτήρα της αντίθεσης θεϊσμού-αθείσμού).

Η ταύτιση της Ορθοδοξίας με τον ευσεβισμό: (θρησκοληψία, άγχος ατομικής σωτηρίας, αντιερωτική θωράκιση της προσωπικότητας, παρεκκλησιαστικές και εκκλησιαστικές οργανώσεις) είναι, όπως έχει καταδειχθεί, νεώτερο ιστορικό φαινόμενο.[3] [38] Οι μελέτες πού ακολούθησαν την «πνευματική άνοιξη» της δεκαετίας του '60 έχουν ήδη προκαλέσει μεγάλα ρήγματα στο «εξωτερικό τείχος» και εύκολα μπορεί κανείς να περάσει. Χωρίς αυτά και η δική μου «διείσδυση» θα ήταν αδύνατη. Σήμερα μόνον αδιάβαστοι μπορούν να ισχυρίζονται ότι ο ευσεβισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Δεν θα επιμείνω λοιπόν σ' αυτό το είδος παρανοήσεων και θα ασχοληθώ μόνο με το δεύτερο, με το «εσωτερικό» τείχος, όπου τα ρήγματα είναι νομίζω πολύ περιορισμένα.

1. Ιδανικό και πραγματοποίηση

Η συνάντηση με το «εσωτερικό τείχος» βιώνεται ως ανάγκη να ασκήσει κανείς κριτική στην Ορθοδοξία, καταλογίζοντς της ότι αγνοεί τις σχετικά αυτόνομες συλλογικές ρίζες του κακού. Στο κέντρο όμως του ζητήματος βρίσκεται η σύγχυση μεταξύ ιδανικού και πραγματικού, εσχατολογικού και ιστορικού, βιοθεωρίας και πραγματοποίησης. 

Είναι γεγονός ότι ο ατομισμός δεν αποτελεί ιδανικό για την Ορθόδοξη παράδοση, όπως άλλωστε ούτε ο κολεκτιβισμός. Η Ορθοδοξία δέχεται το συναμφότερον ατομικού-συλλογικού και επιδιώκει την τριαδική υπέρβασή τους, άμεσα στο εδώ και τώρα της Ιστορίας (κι αυτή είναι  αυθεντική σημασία της εσχατολογίας της). Η αποχή από τη συλλογική ζωή γίνεται ιδανικό μόνο σε περιπτώσεις περιθωριακών εσωτεριστικών αλλοιώσεων του χριστιανικού μοναχισμού, και ευσεβιστικών παραμορφώσεων.[4] [39] Μια κριτική επομένως τοποθέτηση που θα ήθελε να συμπεριλάβει ιδανικό και πράξη, βιοθεωρία και κέλυφος[5],πρέπει να αναζητηθεί σε ένα πιο σύνθετο αναλυτικό πλαίσιο. Η κριτική για υποτίμηση τού συλλογικού κακού μπορεί να αφορά την πραγματοποίηση και όχι τα πρότυπα. 

Αλλά και η πραγματοποίηση δεν ήταν, όπως είδαμε, ολοκληρωτικά ανεπιτυχής. Στη μικρή κλίμακα του τοπικού κοινωνικού βίου οι επιτυχίες ήταν αξιόλογες.Το πρόβλημα εμφανίζεται κυρίως στη μεγάλη κλίμακα, στην κλίμακα της αυτοκρατορίας, όπου υπεισέρχονται και οι διεθνικές σχέσεις, που αναμφισβήτητα παίζουν καθοριστικό ρόλο. (Παρατεταμένη "βαρβαρική περικύκλωση"). Αν υπήρξε ιστορική πραγματοποίηση του τριαδικού ιδανικού, όχι μόνο στο μοναστήρι αλλά και στις κατά τόπους κοσμικές ενορίες, πράγμα που είναι αληθές, τότε το πρόβλημα δέν έξαντλείται με αναφορές στην πόλωση ατομισμού και κολεκτιβισμού. Μιλήσαμε ήδη για το πώς ο μοναχισμός γεννήθηκε ως αντίδραση στον ιστορικό συμβιβασμό του χριστιανισμού με την αυτοκρατορία, συμβιβασμό που απειλούσε με ολοκληρωτική εκκοσμίκευση την εκκλησιαστική συλλογικότητα. Είδαμε ότι χάρη στην ύπαρξη και παρέμβαση του μοναχισμού, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί το ιδανικό της τριαδικής συλλογικότητας, υπό τύπον παραδειγματικών νησίδων, με αυξομειούμενη κατά εποχές ακτινοβολία και με ευτυχέστερη απόληξη αυτήν της σύμπτωσης των ορίων της εκκλησιαστικής και της ιστορικής κοινότητας στο τοπικό επίπεδο – αυτό που ο Σπ. Ζαμπέλιος αποκαλεί «ενδημοποίηση» της Εκκλησίας. Στη μεγάλη κλίμακα είναι που βλέπουμε την αδυναμία να λυθεί ιστορικά η αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτειακής συλλογικότητας, με θεσμική έκφραση τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Το πρόβλημα τίθεται επομένως ως αντίθεση μεταξύ εκκλησιαστικού συλλογικού (πού είναι πάντοτε μειοψηφικό ρεύμα, όχι μόνο σε επίπεδο αυτοκρατορίας, αλλά και σε επίπεδο Εκκλησίας), από τη μια πλευρά, και πολιτειακού συλλογικού (κρατικού και θρησκευτικού), από την άλλη. Τίθεται δηλαδή ως αντίθεση μεταξύ χαρισματικής-αντιδυναμοκεντρικής συλλογικότητας και συλλογικότητας βασισμένης στο κύρος της εξουσίας. Μια αντίθεση τοποθετημένη πλήρως στο πεδίο της πραγματοποίησης του κοινού προτύπου.

Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος της πραγματοποίησης πρέπει να δούμε και τι συνέβαινε στη γειτονιά της Ρωμανίας: Στη Δύση η Καθολική Εκκλησία κατόρθωσε να ενοποιήσει το θρησκευτικό και το πολιτειακό πεδίο, προδίδοντας όμως πλήρως το τριαδικό ιδεώδες και εκφυλιζόμενη σε απολυταρχικό μηχανισμό. Για τον χώρο του 'Ισλάμ ούτε λόγος. Την ενότητα των δύο πεδίων ενσάρκωνε εκεί ό Σουλτάνος. 'Ο Σουλτάνος ήταν πρωτίστως ζωτική ανάγκη του χώρου αυτού (για να γίνει κατόπι και δική μας).

Στον Καθολικισμό, στο Ισλάμ, αλλά και στον υπαρκτό σοσιαλισμό, δεν υπάρχει ο δυισμός για τον οποίο μιλάμε, γιατί δεν υπάρχει τριαδική συλλογικότητα, όχι μόνο στην πράξη, αλλά ούτε καν στη θεωρία, στο δόγμα. Και στον ιδιωτικό καπιταλισμό, επίσης, η τριαδική συλλογικότητα είναι άγνωστη, αφού δεν υπάρχουν εκεί παρά στοιχειώδεις προσωπικές σχέσεις. Σ' όλους αυτούς τους πολιτισμικούς χώρους η γνήσια συλλογικότητα εμφανίζεται μόνο στους κόλπους ηρωικών κινημάτων, που αποτελούν, ούτως η άλλως, σπάνιο φαινόμενο. Εμφανίζεται δηλαδή σε έκτακτες συνθήκες και όχι σε κανονικές ειρηνικές περιόδους. Γι' αυτό και η εμπειρία της αυθεντικής συλλογικότητας ακολουθεί εκεί την «υπόγεια διαδρομή», χωρίς να μπορεί να οικοδομήσει τίποτα ή, αν οικοδομήσει κάτι, στις στιγμές της μεγάλης έντασης, αυτό γρήγορα μετασχηματίζεται στο αντίθετό του, μόλις η κοινωνία επιστρέψει στον «κανονικό» της ρυθμό. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αρκετές φορές το έθεσε η νεώτερη επαναστατική σκέψη, αλλά η μόνη απάντηση, στην οποία κατόρθωσε να φτάσει, ήταν η τεχνητή παράταση της έκτακτης κατάστασης ("διαρκής" ή «αδιάκοπη» επανάσταση).

Στο Βυζάντιο, αλλά και γενικότερα, η 'Εκκλησία φαίνεται να περιορίζει τη διεκδίκηση του τριαδικού τρόπου συλλογικότητας μόνο στο εσωτερικό της. Η Πολιτεία, το Κράτος, ό Κόσμος, αφήνονται απ' έξω. Ανήκουν στη δικαιοδοσία του Διαβόλου («τού άρχοντα τού κόσμου τούτου»). Ανήκουν στον «Καίσαρα» και τελικά στον Σουλτάνο, που καθίσταται οιονεί απαραίτητος. Αυτή είναι η πιο ακραία, η χειρότερη διατύπωση. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για παθητική αποδοχή του δυαδισμού Εκκλησίας-Αυτοκρατορίας. Για παθητική αναγνώριση της αντίθεσης τριαδικού και δυναμοκεντρικού συλλογικού. Για την όχι εντελώς επιτυχή εφαρμογή της συνταγής «τα του καίσαρος τω καίσαρι». Για τη μη αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Αυτό δεν ήταν μήπως και το status του «ιστορικού συμβιβασμού»; 

Για μας όμως που δεν ζούμε σε δυαδικό κοινωνικό περιβάλλον, ώστε πλάι στις συνηθισμένες να υπάρχουν και μορφές χαρισματικής συλλογικότητας, το πρόβλημα είναι υπερβολικά θεωρητικό. Αλλά ας το δούμε έστω και μόνο σαν τέτοιο.

Σημειώσεις

[1] Το κείμενο αυτό είναι παρμένο από το τελευταίο κεφάλαιο 5.2 Ιδεολογία και Πολιτική του έργου του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα, "Η έκλειψη του Υποκειμένου" (σ.295-308, Αρμός Αθήνα 2001β).

[2] [37] Δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν π.χ. αυτό που έλεγαν ο Σολόβιεφ και ο Μπερντιάγεφ, ότι δηλαδή και το χειρότερο λαϊκό επαναστατικό κίνημα είναι χριστιανικότερο από την καλύτερη χριστιανική αυτοκρατορία. "Υπήρξε περισσότερη χριστιανική αλήθεια στα απελευθερωτικά κινήματα παρά στις θεοκρατίες της ιστορίας" (Ν. Μπερντιάγεφ, Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής, Imago, Αθήνα 1984, σ. 331).

[3] [38] Χ. Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, ό.π.

[4] [39] Εσωτεριστικές αλλοιώσεις είχαμε στον αιγυπτιακό και τον συριακό μοναχισμό υπό την επίδραση του Ωριγένη, του νεοπλατωνισμού και του γνωστικισμού. Προσωπικότητες όμως όπως ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Μάξιμος Ομολογητής, απομάκρυναν τον μοναχισμό από τον δρόμο του αρνησίκοσμου μυστικισμού. Αυτά για το Βυζάντιο. Στη νεώτερη 'Ορθοδοξία οι παλιές εξαιρέσεις φαίνεται να γίνονται κανόνας. Κυριαρχεί ο ατομικισμός και η αδιαφορία για τα κοινά. Η ψυχούλα μου να σωθεί κι ας γίνουν όλα τσιμέντο. 'Η τριαδική συλλογικότητα λειτουργεί ως πρότυπο μόνο σε κάποιες μοναστικές κοινότητες. Η κοσμική ενορία είναι εντελώς απρόσωπη και δεν θυμίζει σε τίποτα την εκκλησιαστική κοινότητα άλλων εποχών. Δεν γνωρίζει την αυθεντική συλλογικότητα. Στις σημερινές ενορίες η συλλογικότητα απλώς «ιερουργείται" ενώπιον ασχέτων ατόμων. Η Εκκλησία προσφέρεται σαν θεσμός παροχής θρησκευτικών υπηρεσιών, όπως και κάθε άλλος γραφειοκρατικός μηχανισμός του κράτους. (Πρβλ. κείμενα συλλογής "Η Ενορα", Ακρίτας, Αθήνα 1992.) Οι ορθόδοξοι κατ' όνομα μόνον είναι τέτοιοι. (Όπως και οι κομμουνιστές, που είχαν καυχηθεί κάποτε ότι πήραν από τον αποστολικό χριστιανισμό τη σκυτάλη της κοινοτικής συλλογικότητας, για να την «υλοποιήσουν», και μάλιστα σε «ανώτερη μορφή».)

[5] Ο όρος "κέλυφος" παραπέμπει στη διάκριση ιδανικού/πραγματικού, όπου στην πράξη το ιδανικό περιβάλλεται πάντοτε από ένα "κέλυφος" απωθητικής ψευτοπραγματοποίησής του, το οποίο κρύβει αυτό που στ' αλήθεια είναι το ιδανικό και μ' αυτό τον τρόπο το "εξουδετερώνει" ως μεταμορφωτική υποκειμενοποιητική δύναμη. Την προσφυέστερη διατύπωση του φαινομένου τη βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο, όπου ο Ιησούς καταγγέλλει τους φαρισαίους, ότι στέκονται μπροστά στην πόρτα της "βασιλείας" και ούτε οι ίδιοι μπαίνουν ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν! Και επειδή είναι "οργανικό" το φαινόμενο (της ειδικής αυτής "υποκρισίας" εκ μέρους των "στελεχών" (φαρισαίων) των παραδόσεων-φορέων διαχείρισης του ιδανικού) μας συμβουλεύει να λαμβάνουμε υπόψη μόνο τα λόγια τους και όχι τα έργα τους!… Το φαινόμενο του "κελύφους" είναι και η ερμηνεία του εκ πρώτης όψεως παράδοξου φαινομένου να γίνεται ο πιο αντιεξουσιαστικός λόγος (ο χριστιανικός) θρησκεία του ισχυρότερου-εξουσιαστικότερου πολιτισμού στην Ιστορία. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι μεταξύ των πλέον "κεκρυμμένων από καταβολής"…

πηγή: Aντίφωνο, Η έκλειψη του Υποκειμένου (σ.295-308.)

 

ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 05 Ιανουάριος 2012 08:00, http://www.antifono.gr/portal/…8C.html

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

2012: ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ

 

Του Απόστολου Παπαδημητρίου


 

Το έτος είναι υποδιαίρεση του χρόνου που εξυπηρετεί πλείστες όσες ανάγκες του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Στη λήξη του αυτό γεννά πλήθος συναισθημάτων χαρμοσύνων αλλά και μελαγχολικών. Στο απερχόμενο έτος, το οποίο απεικονίζεται ως γέρος και γι’ αυτό εξοβελίζεται σύμφωνα με το τραγουδάκι των ημερών, έχουμε την τάση να επιρρίπτουμε όλα τα κακά που μας συνέβησαν κατά τη διάρκειά του. Στο νέο έτος, το οποίο απεικονίζεται ως βρέφος φορτωμένο με δώρα για τους ανθρώπους, εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες.

Όμως ο χρόνος, που χαρακτηρίζεται με φιλοσοφική διάθεση άλλοτε πανδαμάτωρ άλλοτε ανελέητος και άλλοτε αλλιώς, είναι παντελώς αναίτιος για τα καλά ή τα κακά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του βίου μας. Ο χρόνος απλώς κυλά. Ίσως αυτό να είναι και το πλέον σοβαρό υπαρξιακό μας πρόβλημα, καθώς έχουμε τη βεβαιότητα ότι η παρέλευση ενός ακόμη έτους μας οδηγεί πλησιέστερα προς το αναπόδραστο τέλος, τον θάνατο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο βιώνουμε την ακραία αντίφαση: Εναποθέτουμε στο μέλλον όλες μας τις ελπίδες (το μέλλον είναι η μόνη υπερβεβαιότητα των ανθρώπων χωρίς θεό, σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο Αλμπέρ Καμύ) και συνάμα επιθυμούμε διακαώς να βραδύνει ο ρυθμός με τον οποίο κυλά ο χρόνος, ώστε να διαρκέσει περισσότερο ο βίος μας. Σε ακραίες καταστάσεις παραισθήσεων επιχειρούμε απόδραση από τα δεσμά του ορθολογισμού και ονειρευόμαστε την δια της επιστήμης παράταση του βίου μας, όνειρο που μας προσγειώνει τόσο πιο σκληρά στην πραγματικότητα, όσο πιο πολύ διαρκεί.

Τελικά, τι επί τέλους θέλουμε εμείς οι άνθρωποι του κόσμου της αφθονίας; Ως πότε αλαζονικά και με κομπασμό θα εμμένουμε σε στάση βίου, που είναι πλέον καταφανές ότι μας οδηγεί σε πλήθος αδιεξόδων; Ίσως κάποιοι αγανακτούν με το να συμπεριλαμβάνω στους προνομιούχους του πλανήτη και μας, τους Έλληνες. Όμως είναι αναμφισβήτητο ότι ανήκουμε στα πεντακόσια εκατομμύρια των προνομιούχων ανθρώπων του πλανήτη έναντι εξήμισυ περίπου δισεκατομμυρίων αποκλήρων αυτού. Καυχόμαστε ότι είμαστε μέτοχοι του δυτικού πολιτισμού, της ανώτερης μορφής πολιτισμού που εμφανίστηκε στην επιφάνεια του πλανήτη σύμφωνα με τους φορείς του. Θεμελιώδεις αξίες αυτού του πολιτισμού είναι ο άνθρωπος και τα δικαιώματά του, όπως αυτά απορρέουν από να ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Έχοντας μετατρέψει, μέσω του αυτοθαυμασμού, τον εαυτό μας σε είδωλο, έχουμε απομακρυνθεί από τον Θεό δημιουργό μας, τον οποίο αρνούμαστε με την καύχηση του απελευθερωμένου από τις προλήψεις του παρελθόντος. Και δεν αντιλαμβανόμαστε στην έπαρσή μας ότι έχουμε υποδουλωθεί σε πλείστα όσα πάθη, τα οποία μας καθιστούν δημίους αλλά και αυτόχειρες. Ναι, εμείς οι προνομιούχοι που καυχώμαστε για την υπεράσπιση των πανανθρωπίνων αξιών είμαστε οι αίτιοι της συμφοράς των αποκλήρων του πλανήτη. Και ας μην αντιδρούμε, οι Έλληνες, νίπτοντας τα χέρια μας, κατά το προηγούμενο του Ποντίου Πιλάτου. Μετέχουμε στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ, στον ΟΟΣΑ; Ε, λοιπόν μετέχουμε στον εσμό των εγκληματιών που αιματοκυλούν τον πλανήτη ή λεηλατούν τα προς το ζην των συνανθρώπων μας! «Ανήκομεν εις την Δύσιν», δεν υπήρξε ρήση πολιτικού μας, την οποία αποδεχθήκαμε με ενθουσιώδη χειροκροτήματα; Δεν καμαρώσαμε για την ένταξή μας στη χωρία των ισχυρών; Δεν σπεύσαμε να υιοθετήσουμε τον τρόπο σκέψης και βίου τους κατά τρόπο δουλικό, περιφρονώντας την παράδοσή μας κατά τρόπο ακραίο και εξευτελιστικό για τους προγόνους μας;

Αλλά τώρα, επιτέλους, βλέπουμε ότι οι φίλοι μας, οι εταίροι μας, οι σύμμαχοί μας επιβουλεύονται όλα όσα μας ανήκουν: Τα όσα κατ’ αρχήν καταφέραμε να αποταμιεύσουμε κατά τη χρονική διάρκεια της τριακονταετούς πλασματικής ευημερίας, όταν πολλαπλάσια σπαταλήσαμε αφρόνως για ικανοποίηση πλασματικών αναγκών στα πλαίσια της καταναλωτικής μανίας, του δεύτερου, μετά το χρήμα, ιδανικού του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι ζητούν τώρα τις όποιες σε χρήμα αποταμιεύσεις μας, τις κατοικίες, ακόμη και τις πρώτες, που με μόχθο κατασκευάσαμε, σύμφωνα με την παράδοσή μας, μια από τις ελάχιστες που μας απόμειναν. Ζητούν τον δημόσιο πλούτο, για τον οποίο δεν φαίνεται να πολυνοιαζόμαστε, γιατί δεν τον θεωρούμε δικό μας, καθώς έχουμε μετακινηθεί από το «εμείς» της κοινοτικής μας παράδοσης στο «εγώ» του μοναχοκυνηγού του πλούτου, της ανέλιξης και της καταξίωσης. Ζητούν τον θησαυρό του υπεδάφους και τον υποθαλάσσιο, που ως πρόσφατα διατυμπάνιζαν οι ασκούντες την εξουσία στη χώρα μας εντολοδόχοι ξένων συμφερόντων πως δεν υπάρχει. Ζητούν την εθνική μας αξιοπρέπεια ή μάλλον την έχουν αποσπάσει χωρίς ιδιαίτερη από μέρους μας αντίσταση, καθώς μας αποκαλούν απατεώνες, τεμπέληδες, γουρούνια και εμείς σιωπούμε. Ζητούν την εθνική μας συρρίκνωση, καθώς σφυρίζουν αδιάφορα στις εκκλήσεις μας προς αντιμετώπιση του μείζονος θέματος της λαθρομετανάστευσης, την οποία αυτοί με την άθλια πολιτική τους προκαλούν και εντείνουν. Ίσως μας ζητήσουν και τις γυναίκες μας, προκειμένου να μας χορηγήσουν την επόμενη δόση του δανείου, και εμείς πρέπει να τις προσφέρουμε κατά την άκρως «αξιοπρεπή» πρόταση αρχηγού κόμματος σε τηλεοπτική εκπομπή.

Λοιπόν, τί το καλό αναμένεται να μας φέρει ως δώρο το νέο έτος, όταν είναι βέβαια: Η αύξηση της ανεργίας, ιδίως μεταξύ των νέων. Η μετανάστευση επιστημόνων προς πάσαν κατεύθυνσιν. Η υποχώρηση της βιομηχανικής μας παραγωγής. Η επιδείνωση της θέσης των οικογενειακών επιχειρήσεων. Η κάμψη της αγοραστικής δυνάμεως, λόγω της ληστρικής επίθεσης της Πολιτείας κατά των πολιτών που διαθέτουν κάποιο εισόδημα με στόχο την αύξηση των φτωχών, ενώ οι πλουτοκράτες δεν αισθάνονται την παραμικρή όχληση. Μήπως θα φέρει ως δώρο τις διατυμπανιζόμενες από τους κρατούντες ξένες επενδύσεις, όταν παραπαίουν οι επιχειρήσεις ακόμη και σε χώρες με κόστος εργασίας κατά πολύ χαμηλότερο από αυτό της δικής μας υπό τα πλήγματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία έχοντας ως βάση κυρίως την Κίνα, της κομμουνιστικής καταπίεσης προς τον ταλαίπωρο λαό της, και της ασύδοτης ελευθερίας κινήσεως του κεφαλαίου, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια όλους τους προνομιούχους ως τώρα λαούς στην εξαθλίωση;

Το δώρο που ίσως φέρνει το νέο έτος στον λαό μας είναι η μετάνοια. Ας αναλογιστούμε όλοι ότι επί μία τριακονταετία μας είχε αποκοιμίσει το γλυκό τραγούδι των σειρήνων της ευμάρειας με δάνεια χρήματα και διαρκή συρρίκνωση της παραγωγικότητας και της εγχώριας παραγωγής. Είχαμε αποθέσει την αξιοπρέπειά μας στον βωμό της αναξιοκρατείας, αισθανθήκαμε ισχυροί πλευρίζοντας ένα από τα κόμματα εξουσίας, λησμονήσαμε τα εθνικά μας θέματα και δώσαμε δείγματα σαφή απαγκίστρωσης από τον «εθνικισμό του παρελθόντος» (Πώς να μη τρίζουν τα κόκκαλα των ηρώων μας;), ξεχάσαμε τον Θεό και του γυρίσαμε την πλάτη περιφρονώντας την ορθόδοξη παράδοσή μας. Τι μας απομένει; Επιστροφή στις παραδόσεις μας: Εγκατάλειψη του «εγώ» και επιστροφή στο «εμείς». Όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε την κρίση, ώστε αυτή τη φορά να μην εμφανιστούν άπληστοι που σωρεύουν αγαθά στις αποθήκες τους ή μαυραγορίτες. Όλοι μαζί να ξαναβρούμε τη χαμένη αγάπη προς την πατρίδα. Ας ξεκινήσουμε από την επιλεκτική προμήθεια προϊόντων της χώρας μας και μάλιστα ελληνικών και όχι πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ας στηρίξουμε τον παραγωγό που έχει αδιάθετο το προϊόν του με ομαδικές παραγγελίες. Αυτός θα μας στηρίξει, όταν επιδεινωθεί η κατάσταση. Ας επανέλθουμε στη γη που περιφρονήσαμε και εγκαταλείψαμε. Ας περισώσουμε όσους σπόρους γηγενών ποικιλιών διασώζονται και ας τους διασπείρουμε, ώστε να σπαρούν. Παράλληλα ας ενισχύσουμε και τους κτηνοτρόφους, τα θύματα της άγριας εκμετάλλευσης των ολιγοπωλείων, κατά τον ίδιο τρόπο. Κυρίως όμως ας επιστρέψουμε στον Θεό. Τότε όχι μόνο θα πάψουμε να τρέμουμε μπροστά στον θάνατο, αλλά θα ξαναβρούμε τις χαμένες μας ελπίδες. Θα διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε με ποιότητα ικανοποιώντας πολύ λιγότερες ανάγκες από ό,τι ως σήμερα. Παράλληλα θα βρούμε το θάρρος να καταγγείλουμε τη διεθνή ληστοκρατεία, να αντισταθούμε στον εκμαυλισμό και την αλλοτρίωση των λαών, να σταθούμε, ως πλησίον, προς τους καταφρονεμένους και δοκιμαζόμενους λαούς της γης μας.

                                                                                   

«ΜΑΚΡΓΙΑΝΝΗΣ», 1-1-2011                 

Κατά Νίτσε – έκδοση του Αντιχρίστου ΙΙ

Κατά Νίτσε, με αφορμή την έκδοση του Αντιχρίστου* – Μέρος ΙΙ

 

Του Σωτήρη Γουνελά


 

«Καλλιτέχνης χωρίς πίστη είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής»

Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 60-61.

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Έτσι επέρχεται σιγά-σιγά η παραμόρφωση της χριστιανικής αγάπης, εδραιώνεται ο νεωτερικός φιλανθρωπισμός, (ακόμη και ο Καντ χαρακτηρίζει  την αγάπη ‘μια αισθησιακή συγκίνηση παθολογικής τάξεως’), φτάνοντας  σε μια άχρωμη και γλυκερή αγάπη εναντίον της οποίας ξεσηκώνεται ο Νίτσε, χωρίς να μπορέσει η να θελήσει να διακρίνει την αυθεντική χριστιανική αγάπη από τις παραμορφώσεις της και την έκπτωσή της σε στείρα ηθική.

Εγείρονται βέβαια τεράστια ζητήματα τα οποία δεν τελειώνουν με τη δική μου σύνοψη μιας πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε ιστορία αιώνων και μάλιστα εκεί στη Δύση. Και προκύπτουν ερωτήματα όπως: Πόσο εδώ στην Ελλάδα είμαστε ενήμεροι αυτών των ζητημάτων και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε πάνω στη βάση μιας άλλης ιστορικής συνέχειας που είναι η ελληνική και ορθόδοξη-χριστιανική, περασμένη από τη βυζαντινή περίοδο και τα βιώματα των λαών της χιλιετούς αυτοκρατορίας, για την οποία οι περισσότεροι θεολόγοι της εποχής του Νίτσε και όχι μόνο αυτής (ενν. και φιλόσοφοι και ποιητές και επιστήμονες) είτε δεν έχουν ιδέα, είτε έχουν ελάχιστη;

Γενικεύοντας θα έλεγα ότι ο Νίτσε πολεμά τον ίδιο τον Χριστό και όχι έναν παρακμασμένο και αλλοιωμένο χριστιανισμό. Όσο για το «θάνατο του Θεού των χριστιανών», «το τέλος  της μεταφυσικής και των αξιών της» κλπ., επειδή σε σημαντικούς διανοητές έλληνες (Χρ. Μαλεβίτση, Χρ. Γιανναρά αν όχι και  Στ. Ράμφο)  πέρασε όντως η ίδια αντίληψη ότι στον Νίτσε αυτά είναι πιο πολύ  δ ι α π ί σ τ ω σ η  για την κατάσταση της εποχής του αν όχι και προφητεία, ίσως ήρθε ο καιρός να ειπωθεί ρητά ότι μια τέτοια αντίληψη μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα όσον αφορά  την περίπτωση του αν δεν τα εξωραϊζει. Δεν χρειάζεται  παρά μια ανάγνωση του Αντίχριστου για να καταλάβουμε  ότι ο Νίτσε όχι μονάχα  διαπιστώνει τον «θάνατο του Θεού» και το «τέλος της μεταφυσικής» αλλά θεωρεί ότι η παρακμή – μεταφυσική ή άλλη – άρχισε με τον Σωκράτη, συνεχίστηκε με τον  Ιουδαϊσμό και κορυφώθηκε με το Χριστιανισμό. Όλο το «ressentiment» (μνησικακία) για το οποίο καταγγέλλει  τους χριστιανούς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κατοικεί και τον ωθεί στην δική του επίθεση. Είναι ποτισμένος με το δηλητήριο που όντως πρόσβαλε τους χριστιανούς της Ιεράς Εξέτασης και όσους άλλους μετέτρεψαν την Εκκλησία της Αγάπης σε σφαγείο (περιλαμβανομένων και των σταυροφόρων). Είναι άραγε τυχαίο ότι ποτέ δεν αναφέρει λέξη για τέτοια πράγματα;

Θα μπορούσα να ισχυριστώ, χωρίς να θέλω τώρα να το αναπτύξω, ότι ο Νίτσε είναι η προσωποποίηση της μνησικακίας κι ας λέει ότι θέλει για τα «ελεύθερα πνεύματα» στα οποία ανήκει και για τον «υπεράνθρωπο» που πρεσβεύει. Ούτε είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα γραπτά του έδωσαν αφορμή για να προωθηθεί η θεωρία της «αρίας φυλής» και ο εξολοθρεμός των Εβραίων χάρη στον  Χίτλερ που εφάρμοσε κατά γράμμα ορισμένες υποδείξεις του Νίτσε, ακόμη κι αν τους έδωσε μια κτηνώδη και ωμή διάσταση που δεν υπήρχε σ’ εκείνον.  Όλο το ζήτημα του Νίτσε είναι η «βούληση για δύναμη», μια μανιακή επιδίωξη υπέρβασης κάθε ορίου που εν τέλει τον οδηγεί στην εξουθένωση και αποδείχνει σαφέστατα τη ματαιοπονία της προσπάθειας.  Αυτή ήταν «η απελευθέρωση της δημιουργικής όψης του» και η πραγμάτωση του αληθινού του «είναι». Ποιο ήταν το αληθινό του είναι; Το βύθισμα μέσα στην άνοια; Αυτή ήταν η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Και τί είναι πάλι αυτή η διατύπωση η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Ή εκείνη ή άλλη διατύπωση (του Νίτσε) «Το ουσιώδες είναι η ίδια η πραγματικότητα»; Ποια είναι αυτή η περιβόητη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι, να της υποταχτούμε, να προσαρμοστούμε απόλυτα μαζί της; Ό,τι υπάρχει στο ρεύμα της ζωής, από το άγριο κύμα ως την καταιγίδα, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ζωής και ανάπτυξη του ανθρώπου σε υψηλό επίπεδο ή αποτελεί κάτι σαν εγκλωβισμό στην «άγρια φύση» και προσπάθεια να την συναγωνιστούμε και να γίνουμε χειρότεροι από αυτήν, πιο δυνατοί – υποτίθεται – «υπεράνθρωποι»;

Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον αριστοκρατισμό του, όχι στην αρνητική του όψη, αλλά στη θετική: την ανάγκη δηλαδή κριτηρίων (προερχόμενων από παιδεία, καλλιέργεια, φυσικό χάρισμα, γενναιοψυχία κλπ.), την ανάγκη ‘ψυχικής φτιαξιάς’, όπως γράφει κάπου ο Ταρκόφσκι, που να μπορεί να αντισταθεί στην ισοπέδωση των αξιών. Ισοπέδωση που συνέβη με την είσοδο των μαζών στην ιστορία και του γενικευμένου εκδημοκρατισμού που απαιτεί ‘ισότητα’ στο γράμμα, πράγμα ολότελα στείρο, πολτοποιεί τον άνθρωπο και τον στερεί την πνευματική του ανάπτυξη και πραγμάτωση. Το λάθος του Νίτσε είναι ότι φόρτωσε το Χριστιανισμό μ’ αυτή την ‘ισότητα’, ενώ είναι προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση αυτή μπορεί να απελευθέρωσε τις μάζες από τον ζυγό άλλων τάξεων, αλλά καλλιέργησε την απάτη ότι αυτή είναι όλη κι όλη η ‘πελευθέρωση’: κοινωνική και ατομική. Ο άνθρωπος ως ελεύθερο κοινωνικό όν, και ως ελεύθερο άτομο-πολίτης. Τίποτε άλλο. Με κομμένο το όραμα του ουρανού, βουτηγμένος σε απόλυτο μεταφυσικό κενό, απαιτεί λυσσαλέα τα δικαιώματά του, μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια: πνευματικά νεκρός.

Να τι δεν φαίνεται να συνέλαβε ο Νίτσε: ότι με το πέρασμα του χρόνου, η αλλοίωση και η παραμόρφωση της χριστιανικής Αλήθειας και Παράδοσης και η εκλογίκευσή της παρέδωσε τον άνθρωπο στις φαντασιώσεις της λογικής του, που θέλει πάση θυσία να ερμηνεύσει τα πάντα μόνο ρασιοναλιστικά, μεγεθύνοντας στο έπακρο την ανθρώπινη διάνοια, καταργώντας κάθε μυστηριακή διάσταση και κάθε σάρκωση του Λόγου. Μηδενίζοντας το γεγονός του σαρκωμένου Θεού, ο άνθρωπος ξαναγυρνά σε ένα γιγαντισμό του Λόγου, θεοποιεί το Λόγο χωρίς Θεό αυτή τη φορά, θεοποιώντας συνάμα τον εαυτό του. Αυτό που ο Νίτσε φτάνει να ζητήσει ως ‘μεταστοιχείωση των αξιών’ βρίσκεται μέσα στην… Εκκλησία! Ο Χριστός ‘ποιεί καινά τα πάντα’, μεταστοιχειώνει και ανακαινίζει ακριβώς τις ανθρώπινες  φθαρμένες αξίες.

Ο Νίτσε δέσμιος του αρχαιοπρεπούς αριστοκρατισμού του και περιφρονητής ο,τιδήποτε εβραϊκού και χριστιανικού (το τελευταίο παρέλαβε και ο ίδιος κολοβωμένο, καλβινοποιημένο και ευσεβιστικό), έχοντας πλήρη άγνοια της βυζαντινής χιλιετίας αλλά και της αδιαίρετης Εκκλησίας, φαντάστηκε τη ‘μεταστοιχείωση’ να γίνεται στο μέλλον,  φαντάστηκε ότι δεν έχει γίνει. Ότι η ‘ανακαίνιση’ της ζωής που καλεί και φέρνει ο Χριστός σβήστηκε από τους αστοιχείωτους όχλους (τα ‘τσάνταλα’ των Ινδών, όπως τα αποκαλεί) της εποχής εκείνης και τους κληρονόμους τους, οπότε μόνος και έρημος, περιπλανώμενος στα όρη και στα άγρια βουνά, αυτοχρίεται προφήτης μιας πραγματικότητας που ήρθε στη Γη και αυτός δεν πήρε είδηση τις διαστάσεις Της!

Αντί να τα βάλει με τους παραμορφωτές της αυθεντικής διδασκαλίας και Εκκλησίας, ταύτισε Εκκλησία, Εβραίους, Χριστό, αποστόλους και παραμορφωτές, με μια λέξη Θεό και ανθρώπους και τους πέταξε στον  αρχαιοελληνικό του καιάδα, ανασύροντας μέσα από την παιδεία του ξανά την αρχαία γνώση, εξ ου και η εμμονή του στην Αναγέννηση και η στροφή του σε αυτήν. Είναι δυνατόν τόσα χρόνια από τότε που μεσουράνησε να μη βλέπει κανείς ότι ο ‘υπεράνθρωπός’ του είναι μια ‘πρωτότυπη’ (λόγω ‘Ζαρατούστρα’) επιστροφή στην  ευρωπαϊκή αναγέννηση; Τί λογής ‘μεταστοιχείωση αξιών’ είναι αυτή που μας γυρνά πίσω σε ορισμένη ιστορική περίοδο και δοσμένο κοσμοείδωλο και που συνοδεύεται μάλιστα από εκθειασμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που κατ’ αυτόν μεγάλυνε τον άνθρωπο; Δεν είχε ακούσει ποτέ για ρωμαϊκή θηριωδία και για στρατοκράτισσα Ρώμη;

Αφήνοντας για άλλη φορά την κριτική του Νίτσε για φιλοσόφους τύπου Καρτέσιου, αλλά και την έξοχη κριτική του στην ιδέα του Κράτους, σταματώ εδώ, αφού παραθέσω την ακόλουθη μονοκοντυλιά από ένα σπουδαίο βιβλίο που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα: «Αυτό που οι νεώτεροι φιλόσοφοι ονομάζουν ηθική (λέξη που δε χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ) και στην οποία αφιερώνουν μάλιστα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη φιλοσοφία τους, δεν έχει καμιά σχέση με το Χριστιανισμό. Θαυμαστά και επιγραμματικά την αλήθεια αυτήν τη διατυπώνει ο Μπλέηκ: ‘If Morality was Christianity, Socrates was the Saviour’ (Μπορεί αυτός να είναι ένας από τους λόγους που ο Νίτσε δεν κατάλαβε γρυ και από το Χριστιανισμό και από το Σωκράτη)». Ζήσιμου Λορεντζάτου, Collectanea, C 494, σ. 250, Δόμος 2009).  

 

* Εισαγωγή Κ. Δεληκωσταντής, Μετ.-Προλ.-Σημ.-Γλωσσάριο Βαγγ. Δουβαλέρης, Φιλ. Θεώρηση Δημ. Πολυχρονάκης, γεν. επιμέλεια-Επίμετρο Κ. Μπελέζος, εκδ. ‘Ιδεόγραμμα’, Αθήνα 2007.

 

ΠΗΓΗ: Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Σύναξη τχ 118, σελ. 96-103. Το είδα: Πέμπτη, 15 Δεκέμβριος 2011, Αντίφωνο.

Κατά Νίτσε – έκδοση του Αντιχρίστου Ι

Κατά Νίτσε, με αφορμή την έκδοση του Αντιχρίστου* – Μέρος Ι

 

Του Σωτήρη Γουνελά

 


«Καλλιτέχνης χωρίς πίστη είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής»

Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 60-61.

 Όταν έγραφα την  Κρίση του πολιτισμού  είχα ήδη σημειώσει στην εισαγωγή ότι τρία πρόσωπα, ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόυντ έστρωσαν το δρόμο στον σύγχρονο αποχριστιανισμό των κοινωνιών. Τους αφιέρωσα χωριστές ενότητες αλλά όσον αφορά τον Νίτσε δεν ασχολήθηκα εκεί παρά με τα θετικά του.  Εννοώ τον τρόπο που αντιμετώπιζε το ζήτημα της παιδείας ειδικά μέσα από τα  Μαθήματα για την παιδεία**  που είχαν στο μεταξύ εκδοθεί και στα ελληνικά. Σήμερα μελετώντας την πρόσφατη έκδοση του  Αντίχριστου  ξανακοίταξα και άλλα βιβλία του και αποφάσισα να μιλήσω εκτενέστερα για την περίπτωση του σε καιρούς μάλιστα που η συμβολή του στον αποχριστιανισμό του κόσμου φαίνεται πολύ πιο καθοριστική και απαιτεί ξαναδιάβασμα του όλου έργου.

Σήμερα μελετώντας την πρόσφατη έκδοση του Αντίχριστου ξανακοίταξα και άλλα βιβλία του και αποφάσισα να μιλήσω εκτενέστερα για την περίπτωση του σε καιρούς μάλιστα που η συμβολή του στον αποχριστιανισμό του κόσμου φαίνεται πολύ πιο καθοριστική και απαιτεί ξαναδιάβασμα του όλου έργου.

Παρενθετικά σημειώνω, για όσους δεν ξέρουν, ότι το τρίπτυχο Μαρξ-Νίτσε-Φρόυντ θριάμβευε τη δεκαετία του εξήντα και εβδομήντα στη Γαλλία (το μαρτυρούν αν μη τι άλλο  τα γεγονότα του Μάη του ’68) και πώς το έργο διανοητών σαν τον Deleuze, τον Lyotard και άλλους που φιγουράρουν σε σημερινές βιβλιογραφίες των νεωτέρων θεολόγων μας, στο βάθος αποτελεί απόπειρα σύνθεσης (επί το επαναστατικότερον) του έργου εκείνων. Αλλιώς  γράφει κανείς για βιβλίο γραμμένο στην εποχή μας και εκδομένο στις μέρες μας και αλλιώς για βιβλίο του 1888 με τον ηχηρό τίτλο Ο Αντίχριστος όταν μάλιστα συγγραφέας του είναι  ο Νίτσε. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πνεύμα του Νίτσε – με αρκετή εκλαίκευση βέβαια αλλά και αρκετές παρανοήσεις – έχει διαποτίσει στις μέρες μας το ευρωπαϊκό αν όχι και το ελληνικό στερέωμα. Πόσοι και ποιοί τον έχουν μελετήσει στην Ελλάδα είναι άλλο ζήτημα,  θα βρεθούν πάντως αρκετοί πρόθυμοι να υπερθεματίσουν εν ονόματί του. Ο ίδιος ο Νίτσε, μιλώντας στον πρόλογό του για τον Αντίχριστο, λέει ότι «ανήκει στους πολύ λίγους» από τους οποίους «ίσως δεν ζει κανείς τους ακόμα»!

Όσοι έχουν έστω και λίγο ασχοληθεί μαζί του θα ξέρουν ότι κατέχεται από έναν αριστοκρατισμό που υποτίθεται ότι προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αριστοκρατισμό που δεν μπορεί επ΄ουδενί να δεχτεί το ευαγγελικό κήρυγμα και μάλιστα την παύλεια ρήση «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ¨Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ¨ πάντες δε υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού.» (Γαλ. 3, 27). Βασικό θέμα που τον ενδιαφέρει κυρίως στη Γενεαλογία της ηθικής, αλλά και στον Αντίχριστο είναι η ‘υψηλοφροσύνη’, η επιδίωξη της κυριαρχίας ενός ανώτερου ανθρώπινου όντος, ‘δυνατού’, ‘υπερβόρειου’, εκτός ‘νεωτερικότητας’, έξω από την ‘ευτυχία των αδυνάτων’, έξω από την ‘αδυναμία’, την ειρήνη, την συμπόνια. Με δυο λόγια ο ανώτερος τύπος που ζητάει ο Νίτσε είναι «ο εκ διαμέτρου αντίθετος» στο «κατοικίδιο ζώο, το αγελαίο, το άρρωστο ζώο άνθρωπος», «τον χριστιανό…» (σ. 37).

Φοβάμαι ότι η προσέγγιση του Νίτσε στο χριστιανισμό αφορά ένα κομμάτι του και μάλιστα το πιο λειψό, κολοβωμένο, στερημένο αληθινού πνεύματος.  Άλλωστε, τί πάει να πει ‘προσέγγιση του χριστιανισμού’, παρά προσέγγιση μιας ιδεολογίας ή μιας θεωρίας; Εάν δεν είσαι  μ  έ σ α, όχι στον χριστιανισμό, αλλά στην Εκκλησία, ως πνευματικό γεγονός και μυστήριο, για ποιό πράγμα θα μιλήσεις και σε ποιά Αλήθεια θα εναντιωθείς; Δεν υπάρχει μια αθεράπευτη αντίφαση να εφαρμόζεις μια ανελέητη ρασιοναλιστική αν όχι και θετικιστική ανάγνωση στα Ευαγγέλια κι από την άλλη να ‘επενδύεις’ στην πρωτογενή κατάσταση την ‘πέραν του καλού και του κακού’, δηλαδή πέραν της συνείδησης;

Και μόνο το γεγονός ότι θεωρεί τον Χριστό «άγιο αναρχικό που ξεσήκωσε τον κατώτερο λαό, τους απόβλητους και τους αμαρτωλούς, τους  εντός του Ιουδαισμού ενάντια στην άρχουσα τάξη» (σ. 73), παραγνωρίζοντας παντελώς ακόμη και τη μαρτυρία των Ευαγγελίων για τη στάση του ρωμαίου διοικητή Ποντίου Πιλάτου απέναντί του και φυσικά τη ρήση του ίδιου του Χριστού «η βασιλεία η εμοί ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», δείχνει το μέγεθος της π α ρ α ν ά γ ν ω σ η ς που επιχειρεί. Είναι τέτοια η προσκόλλησή του στη σημασία που έχει η διατήρηση του αριστοκρατικού καθεστώτος και ιδεώδους ή, αν θέλετε, η εμμονή του στην ταξική διαφορά και στην πάση θυσία συντήρηση των εξαθλιωμένων μαζών στο ίδιο σταθερό σημείο, που δεν μπορεί να δει ούτε καν τη διάκριση που κάνει ο Παύλος μεταξύ ‘κυρίου’ και ‘δούλου’. Για τον Χριστό, όπως και για τον Παύλο, προέχει η ‘απελευθέρωση’ του ανθρώπου από τον πνευματικό θάνατο και την υποδούλωση στα πάθη: δεν προέχει η εξίσωση κυρίων και δούλων. Αυτό, είτε αρέσει στους σημερινούς χριστιανούς, είτε δεν αρέσει, δεν αποτελούσε στην ουσία για την Εκκλησία άμεση προτεραιότητα. Η ποιότητα της ζωής εξαρτάται κατά το Ευαγγέλιο από τη σχέση με το Πρόσωπο του Λόγου που ενανθρώπησε, όχι από τη σχέση κυρίων-δούλων, που στάθηκε για τον  Νίτσε η μεγαλύτερη ίσως αφορμή απόρριψης της χριστιανικής παράδοσης.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παραθέσω απόσπασμα του γερμανού φιλόσοφου Μαξ Σέλλερ. Είναι από το βιβλίο του Ο μνησίκακος άνθρωπος”, (μετ. Κωστή Παπαγιώργη, Ίνδικτος, 2002), πρωτογραμμένο το 1912 με εξαιρετικές παρατηρήσεις πάνω στη διαφορά αρχαιοελληνικού έρωτα και χριστιανικής αγάπης αλλά και βαθιά κριτική των αντίχριστων θέσεων του Νίτσε. Γράφει: «…είναι μεγάλη πλάνη να εννοούμε το χριστιανισμό με βάση λίγο πολύ απόμακρες αναλογίες με ορισμένα σημερινά δημοκρατικά κινήματα, και να μετατρέπουμε τον Ιησού, …σε ένα είδος ‘λαϊκού  δικαστή’, σε ένα είδος ‘κοινωνικού πολιτικού’, σε έναν άνθρωπο που ξέρει τι πρέπει να προσφέρουμε στους ενδεείς και στους απογυμνωμένους, σε έναν ‘Αντι-Μαμμωνά’ που εχθρεύεται κάθε οικονομικό σύστημα. Αυτή η εικόνα του Ιησού, ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή του Νίτσε, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εκπόνηση της άποψής του και εξηγεί γιατί πίστεψε, πλήττοντας τον νεωτερικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό, ότι πλήττει ταυτόχρονα τη χριστιανική ηθική και το  πνεύμα της. Έτσι, είτε εξαίρουμε είτε υποβιβάζουμε τον Ιησού και τη χριστιανική αρχή, επειδή προεικόνιζαν τις σοσιαλιστικές ή δημοκρατικές τάσεις της νεωτερικής ιεραρχίας αξιών, πέφτουμε σε πλάνη, γι’ αυτό άλλωστε το αξίωμα στο οποίο βασίζεται ο Νίτσε και οι ‘σοσιαλιστές’ είναι άκυρο. Παρόμοια, ο χριστιανισμός δεν υποστήριξε ποτέ την  ‘ισότητα των ψυχών ενώπιον του Θεού’  όπου ο Νίτσε εντόπισε τη ρίζα κάθε δημοκρατίας, αν με αυτή εννοούμε τη δράση του  Θεού ο οποίος αποκαθαίρει την π ρ α γ μ α τ ι κ ή αξία του ανθρώπου από ψευδο-αξίες που γεννήθηκαν από τις περιστάσεις, τις μικρότητες, τις αποτυφλώσεις και τα επιμέρους συμφέροντα» ( ο. π. σ. 98-99).

Τα παραπάνω σημαίνουν συνακόλουθα ότι η επίθεσή του κατά της ‘χριστιανικής ηθικής’ ισχύει για τον συμβατικό-κοινωνικό χριστιανισμό και προπαντός της εποχής του, πάντως ούτε με το Χριστό έχει σχέση, ούτε με τον Παύλο, ούτε με τους Πατέρες, τουλάχιστον της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διατύπωσή του: «Ο ‘πρώτος Χριστιανός’ – πολύ φοβάμαι κι ο ‘τελευταίος Χριστιανός’ επίσης, τον οποίο μπορεί πιθανώς και να προλάβω -, είναι (από πλευράς ενστίκτου) επαναστάτης κατά παντός προνομιούχου: η ζωή του, ένας αγώνας για ‘ίσα δικαιώματα’» (σ.107), αποτελεί πυροτέχνημα ψεύδους ή λάθους. Ωστόσο, αποτελεί μέγα παράδοξο στο βιβλίο, το περιεχόμενο των σελίδων 74-85, όπου ο Νίτσε δηλώνοντας στην αρχή «Εκείνο που ενδιαφέρει εμένα είναι ο ψυχολογικός τύπος του Λυτρωτή» (σ.74) από τη μία αναγγέλλει την προσήλωσή του σε μια ψυχολογική ερμηνεία του Χριστού και της πραγματικότητας που τον αφορά άμεσα, με όλα όσα μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια ερμηνεία, και από την άλλη καταφέρνει όντως-μοναδική φορά στο βιβλίο αν όχι σε όλα τα βιβλία του- να αγγίξει ορισμένες βαθιές χριστιανικές αλήθειες.

Λόγου χάρη: «Τι σημαίνει ‘χαρμόσυνο άγγελμα’; Η αληθινή ζωή, η αιώνια ζωή ευρέθη – δεν είναι υπόσχεση, είναι παρούσα, είναι ε ν τ ό ς υ μ ώ ν: ως ζωή αγάπης, της αγάπης που δεν αφαιρεί, δεν αποκλείει, δεν αποστασιοποιεί.» (σ.75). Τα παιχνίδια της φυσιολογίας τα οποία παίζει παρακάτω και τα περί  ‘αφής’ και ‘επαφής’ απ’ όπου ανάγεται σε «ένστικτο μίσος κατά πάσης απτής πραγματικότητας, ως μια φυγή προς το ‘ακατάληπτο’, το ‘ασύλληπτο’,… ως μια ζωή εξασκημένη σε έναν κόσμο που καμιά πραγματικότητα πια δεν τον αγγίζει» (σ.75-76), που εννοείται αφορούν τον Χριστό, δεν μπορεί να ισχύουν. Θα αρκούσε να αναλογιστούμε την τόσο συχνή επαφή του με τους πάσχοντες που θεράπευε, το συγχρωτισμό του με τον όχλο – που περιφρονεί ο Νίτσε – για να μην αναφέρω το λαμπρό παράδειγμα ‘αφής’ όταν τον πλησιάζει η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και θεραπεύεται αγγίζοντας το χιτώνα του,  ενώ εκείνος μέσα στο συνωστισμό ρωτά «τις  μου ήψατο των ιματίων;» προκαλώντας την έκπληξη των μαθητών. Το ‘ακατάληπτο’ και το ‘ασύλληπτο’ στην περίπτωση του Χριστού συνδυάζεται με απέραντη ευαισθησία, με απέραντη ‘αφή’.

Ωστόσο, επανερχόμενος στην σημασία των σελίδων που ξεχώρισα πριν, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι στο βιβλίο υπάρχουν δύο κύρια επίπεδα: αυτό που αφορά το Πρόσωπο Χριστός και που ο Νίτσε – τι σημαίνει άραγε αυτό; – αποφεύγει να τον αποκαλέσει έτσι χρησιμοποιώντας συνήθως τη λέξη «Λυτρωτής», και υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά την παραμόρφωση της διδασκαλίας ή μάλλον της πρότασης ζωής που έκανε. Παραμόρφωση που αρχικά, κατά τον Νίτσε, οφείλεται στο οχλοπρεπές περιβάλλον του και αργότερα σε άλλους παράγοντες. Ωστόσο, είναι τέτοιο το μένος του γενικά κατά του Χριστιανισμού, που αυτές οι ξεχωριστές σελίδες που φανερώνουν όντως Αλήθειες του Χριστού, πνίγονται μέσα σ’ ένα κυκεώνα καταγγελιών και κατηγοριών αλλά και οικοδόμησης επιχειρημάτων και αποδείξεων, ώστε να συντριβεί ο υπεύθυνος για όλα τα κακά του κόσμου και προπαντός για την συμπόνοια, την δηλητηρίαση με την ηθική των δούλων, με την ηθική της παρακμής, με την απατηλή γλώσσα του ιερέα κλπ.

Σε όλο σχεδόν το βιβλίο έρχεται και ξανάρχεται ο όρος decadence, γραμμένος γαλλιστί που μεταφράζεται παρακμή, και την οποία ο Νίτσε «διάβαζε» στην ευρωπαϊκή ιστορία (αν μπορούμε να το πούμε) από τον καιρό του Σωκράτη. Κάπου ο Χριστός χαρακτηρίζεται «ο πιο ενδιαφέρων από όλους τους «decadents», «decadent» ωστόσο. Αυτή η λέξη με τις παραδηλώσεις  που έχει ειδικά σήμερα, τις οποίες παρέλαβε μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, συναπτόμενη με το πρόσωπο του Χριστού ή γενικότερα με την χριστιανική παράδοση, μάλλον γελοία ακούγεται, όχι μόνο σε αυτιά χριστιανών. Θα πρόσθετα εδώ ότι παρά τον αρχαιοελληνισμό του ο Νίτσε παρουσιάζει τεράστια κενά στις αναφορές του σε ελληνοχριστιανικό διάλογο ή συσχέτιση,  εννοιολογικού και γλωσσικού επιπέδου. Έχει «δέσει» απόλυτα τον ιουδαϊσμό με τον χριστιανισμό και δεν αφήνει συνάμα να εισέλθει μέσα τους τίποτα ελληνικό. Περιττό να πω ότι αυτό οφείλεται σε άγνοια, όχι μόνο ιστορικής τάξης αλλά και πατερικής θεολογίας. Ο Ν. αγνοεί παντελώς τους Πατέρες της Εκκλησίας και δή τους κατόχους αρχαιομάθειας (Μέγα  Βασίλειο, Γρηγόριο, Χρυσόστομο κλπ). Αλλά ένας άνθρωπος, με τέτοια γνωστικά κενά (ας αφήσουμε έξω την πίστη), για ποιό χριστιανισμό θα μιλήσει, παρά για ένα κολοβωμένο και παραμορφωμένο χριστιανισμό, ίσως ούτε καν τον χριστιανισμό του Λούθηρου; Και ποιά είναι η κολοσσιαία εκείνη αυταπάτη που τον έχρισε κάτι σαν κεφαλή του αντιχριστιανισμού;

Στην Εισαγωγή του στον Αντίχριστο ο Κ. Δεληκωσταντής γράφει: «είναι αυτονόητο ότι η κριτική της χριστιανικής και της νεωτερικής ηθικής από τον Nietzsche πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τη γενικότερη φιλοσοφική του τοποθέτηση. Πίσω απ’ αυτή βρίσκεται η αρχή ότι ‘ο Θεός είναι νεκρός᾿. Αυτό φυσικά δεν σήμαινε μόνον τον θάνατο του Θεού των χριστιανών, αλλά και το τέλος της μεταφυσικής και των αξιών της, το τέλος του διχασμού  και της διάσπασης της πραγματικότητας σε φυσική και υπερφυσική και των μηδενιστικών συνεπειών της. Στον  χριστιανισμό ο Nietzsche πολεμά την ανθρωπολογική σύγχυση, την εχθρική προς τη ζωή στάση, το ήθος των δούλων, τη μετατροπή του ήθους από έκφραση δύναμης σε έκφραση αδυναμίας και σε ιδεολογική επικάλυψη αυτής της αδυναμίας. Αυτές τις μηδενιστικές τάσεις καταπολεμά και στη νεωτερική ηθική, την οποία θεωρεί συνέχεια του χριστιανισμού.» (σ. 13)

Θα πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι πριν από τον Νίτσε ένας άλλος ετοίμασε το δρόμο κι αυτός ήταν ο Λούθηρος. Κατά τον Σέλλερ – «αρνούμενος στην αγάπη έναν πρωταρχικό και υπερφυσικό χαρακτήρα, παράπλευρα προς την πίστη, και θεωρώντας την εσωτερική πράξη της αγάπης ως άχρηστη για τη σωτηρία, πρόδωσε τη χριστιανική ιδέα της αγάπης βαθύτερα και από το θεσμό που καταπολεμούσε, οπότε συνεισέφερε περισσότερο από τον πάπα στη διαμόρφωση του νεωτερικού ανθρωπισμού, για τον οποίο η αγάπη είναι μόνο μια υποκειμενική, ανθρώπινη δύναμη που αποδίδεται στο σώμα και τις αισθήσεις. […] Αφαιρώντας από την οδό της σωτηρίας τον θεμελιώδη παράγοντα της χριστιανικής ηθικής, την αγαπητική πράξη (αγάπη του πλησίον και του εαυτού μας), ο Λούθηρος καθιέρωσε τη ρήξη ανάμεσα στη θρησκεία και στην ηθική-υποβιβάζει την αγάπη σε αμιγώς ανθρώπινη δύναμη, βασισμένη στη φυσική συμπάθεια και έτσι έμμεσα αλλά τελεσφόρα, αναδεικνύεται σε πρόδρομο των μοντέρνων και θετικών ιδεών της ανθρωπότητας και του φιλανθρωπισμού» (ο. π. σ. 124 και 126).

* Εισαγωγή Κ. Δεληκωσταντής, Μετ.-Προλ.-Σημ.-Γλωσσάριο Βαγγ. Δουβαλέρης, Φιλ. Θεώρηση Δημ. Πολυχρονάκης, γεν. επιμέλεια-Επίμετρο Κ. Μπελέζος, εκδ. ‘Ιδεόγραμμα’, Αθήνα 2007.

** Βλ. Σ. Γουνελά, Η κρίση του Πολιτισμού, 4η ενότητα, ‘Φ. Νίτσε: Οι διαλέξεις για την παιδεία και η σημασία τους για μας τους σημερινούς Έλληνες και τους Ευρωπαίους’, εκδ. Αρμός 1997, σσ.113-138. Το βιβλίο περί του οποίου γίνεται λόγος στην ελληνική έκδοση είναι: Φρήντριχ Νίτσε, Μαθήματα για την παιδεία, Μετ.-Προλ.- Σημ. Ν. Σκουτερόπουλος, εκδ. Ροές , 1988.

 

ΠΗΓΗ: Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Σύναξη τχ 118, σελ. 96-103. Το είδα: Πέμπτη, 15 Δεκέμβριος 2011, Αντίφωνο.

 

 

Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Οι Περιττοί και οι Άξιοι

Οι Περιττοί και οι Άξιοι

 

Του Νικόλα Σεβαστάκη


 

Αν ζούσε σήμερα ο Τουργκένιεφ, αυτός ο «δυτικός» Ρώσος και φίλος του Φλωμπέρ, δεν θα χρειαζόταν να γράψει το περίφημο Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου. Πώς να γράψεις για τον περιττό άνθρωπο σε μια στιγμή όπου όλο και περισσότερο άνθρωποι φαίνεται να περισσεύουν; Πώς να μιλήσεις για τους περιττούς όταν αυτοί, ως λογιών ανεπιθύμητοι πλεονάζοντες, τείνουν να θεωρηθούν νεκροθάφτες της σωτηρίας των εθνικών οικονομιών και αποδιοπομπαίοι τράγοι στην πορεία «εξυγίανσης» των λιπόθυμων συστημάτων;

Η ελλειμματική ζωή οφείλεται, λοιπόν, στους πλεονάζοντες. Όπως η καταβύθιση του κόσμου της εργασίας χρεώνεται στους απαράσκευους και στους ανεπρόκοπους. Κοντολογίς, ο μηδενισμός οφείλεται στα μηδενικά και η ακρίβεια στους «τσαμπατζήδες»: αυτή η βαθιά πρωτόγονη «σκέψη» επιστρέφει από τους καιρούς του Χέρμπερτ Σπένσερ και τα εγχειρίδια των βικτωριανών αστών για τις επικίνδυνες τάξεις, αυτή η σκέψη-κάτεργο φαίνεται να εμπνέει για τα καλά τους συστημικούς λόγους του έτους 2011.

Πέρα όμως από τη γλαφυρή φιλολογία για τις θετικές πλευρές της κρίσης, αυτό που διαφαίνεται είναι πλέον μια ακραία πολιτισμική οπισθοχώρηση. Τα υποκείμενα πολίτες μετατρέπονται σε μονάδες μετακινούμενων φόβων και πληθυσμούς εφέδρων. Οι πραγματικά πλούσιοι έχουν κάνει απόσχιση από κάθε συμβόλαιο και η μεσαία τάξη, αυτό το αρχαίο φιλελεύθερο όνειρο, δεν μπορεί πια να στηρίξει τους μύθους που έπλασαν για αυτήν οι μεταπολεμικές κοινωνιολογίες της αφθονίας.

Η ωμότητα επιστρέφει. Χωρίς φυσικά να έχει φύγει πραγματικά ποτέ. Επιστρέφει ως κυνικός ωφελιμισμός και κοινωνικός δαρβινισμός. Το σέρβις των κουρασμένων μηχανών προϋποθέτει τη βίαιη ή κλιμακωτή έξωση όλων όσων δεν ανταποκρίνονται στις πολλαπλές δοκιμασίες αντοχής και στα αλλεπάλληλα τεστ αξιοπιστίας.

Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς σε αυτή την κουλτούρα της κοινωνίας-επιχείρησης που δεν διαφέρει από την ηθική των μπράβων; Η ηθική αντίρρηση με σημείο αναφοράς την αξία της αλληλεγγύης μοιάζει με ιδεαλιστικό ευχολόγιο, με ανεδαφικό ανθρωπισμό που στρέφεται εναντίον των «νόμων της πραγματικότητας», των νόμων οι οποίοι διαχωρίζουν αυτούς που θα σωθούν από όσους θα μείνουν πίσω ή απλά θα σβήσουν από την κίνηση της Ιστορίας.

Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτού του τύπου τα προβλήματα είναι ψιλά γράμματα σε σχέση με την ανάγκη του πολιτικού σχεδίου. Δεν συμφωνώ καθόλου. Γιατί δίχως έναν διαφορετικό ορίζοντα πολιτισμού και το πιο ευφυές και ανατρεπτικό πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να κάμψει τα τρομοκρατικά αυτονόητα του σύγχρονου κοινωνικού δαρβινισμού. Αλλά αυτό ακριβώς νομίζω ότι είναι το ζητούμενο: να ομολογήσουμε ανοιχτά ότι μια πολιτική του πολιτισμού – για να δανειστώ την παλαιότερη έκφραση του Εντγκάρ Mορέν – δεν μπορεί παρά να είναι η άρνηση όλων των κοινωνικών και πολιτισμικών ρατσισμών. Και για να είμαστε σαφείς: η διαπόμπευση των μη παραγωγικών και η εν γένει «οικονομική αξιολόγηση» των ατομικών συμπεριφορών και των ανθρώπινων ποιοτήτων είναι το απεχθές πρόσωπο του σύγχρονου αντιανθρωπισμού, το νέο πρόσωπο του ρατσισμού.

Βρισκόμαστε ωστόσο πολύ μακριά από αυτή την τολμηρή παραδοχή και τις πολιτικές της συνεπαγωγές. Για αυτό το λόγο και η κριτική στα οικονομικά της νεοφιλελεύθερης λιτότητας φαντάζει λειψή και συχνά εύκολη στις αποφάνσεις της αφού μπορεί να την ασκεί και ένας Γιώργος Αυτιάς ή οι επιτελείς του Σαμαρά. Είναι ο μισός δρόμος αν δεν συνοδεύεται από ορισμένες, πολύ πιο ενοχλητικές για το κοινό αίσθημα και για μας τους ίδιους, αλήθειες. Αν, για παράδειγμα, δεν θέτει στο στόχαστρο τον ίδιον τον «ορθολογικό» μύθο της αξιοκρατίας και το τοτέμ του ανταγωνισμού, αν δεν αμφισβητεί τη ρητορική των ικανών και των αρίστων.

Ο αντιδημοκράτης Νίτσε στον καιρό του το είχε καταλάβει: ο σοσιαλισμός, έλεγε, είναι μια «αντι-φύση», συνιστά, με έναν τρόπο, τη συνηγορία των «αποτυχημένων». Το έλεγε για να κατακεραυνώσει τον αντίπαλο σήμερα όμως μπορούμε να δώσουμε ένα άλλο νόημα σε αυτή τη σκανδαλώδη συκοφαντία. Να πάρουμε πάνω μας τη ρετσινιά εξηγώντας σε όλους τους τόνους ότι η ισότητα και η ελευθερία προέχουν έναντι όλων των «ικανοτήτων» και των «προσόντων». Η αξιοπρέπεια των ανθρώπινων προσώπων είναι το ηθικοπολιτικό θεμέλιο μιας διαφορετικής ορθολογικότητας, ενός εγκάρδιου κοινωνικού Λόγου που καμιά σχέση δεν έχει φυσικά με την περιβόητη κοινή λογική των επιφυλλιδογράφων μας…

 

[Σχολιασμός και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

 

* Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

 

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία δημοσίευσης 09/10/2011, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=644003

 

Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το ΜτΒ. Ευχαριστώ το Βασίλη Β. που μου έστειιλε το εξαίρετο αυτό άρθρο.

Οι αμετανόητοι και οι υπεκφυγές τους

Οι αμετανόητοι και οι υπεκφυγές τους

 

Του Βασίλη Καραποστόλη*

 

 

«Δεν μετανιώνω για τίποτα». «Ό,τι έγινε, έγινε». H δήλωση ακούγεται συχνά και σε τόνους που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση. Άνθρωποι που φαίνεται πως προσπαθούν να κάνουν έναν απολογισμό της ζωής τους, αποδεικνύεται πως δεν επιθυμούν παρά μιαν επίδειξη. Θα ήθελαν να δείχνουν αδέσμευτοι, «ξεπλυμένοι» από άχρηστες μνήμες.

Δεν κοιτάνε προς τα πίσω αυτοί, μόνο μπροστά. Δεν έχει νόημα – ισχυρίζονται – να σκαλίζουμε τα περασμένα, αφού τα περασμένα δεν διορθώνονται. Ίσια μπροστά λοιπόν η ματιά, εμπιστοσύνη στο μέλλον! Αλλά, μήπως αυτός που το φωνάζει είναι μόνο ο φόβος τους;

Αν υπάρχει ένδειξη ότι με την ανακοίνωση ενός σφάλματος και την ειλικρινή παραδοχή του θα ήταν δυνατόν να γίνει μια καινούργια αρχή, τότε η εξομολόγηση θα ήταν ευκολότερη. Όμως το νέο ξεκίνημα φαντάζει αδύνατο. Πολλοί φοβούνται πως, μιλώντας για τις αφανέρωτες πλευρές του εαυτού τους, θα παρεξηγηθούν ή και θα καταδικασθούν αναδρομικά. Λείπει η στοιχειώδης εγγύηση πως ο ακροατής του μυστικού τους θα δείξει την αναγκαία επιείκεια. Τι βεβαιώνει τον εκμυστηρευόμενο πως ό,τι πει δεν θα στραφεί εναντίον του;

Εδώ και καιρό ο ιερέας παραμερίστηκε ως αναξιόπιστος ή αναρμόδιος και ο ψυχοθεραπευτής, που πήρε τη θέση του, το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να συμβάλει σε μια μερική συμφιλίωση με τον εαυτό. Όμως αυτό που αναζητά συχνά η ψυχή δεν είναι η συμφιλίωση, είναι η λύτρωση, η άφεση αμαρτιών, η πλήρης απαλλαγή από το βάρος του παρελθόντος. Τότε μόνον η ενοχή λύνεται: όταν κάποιος την εκθέτει ακέραιη, χωρίς την υποψία πως αφήνει την τύχη του σε χέρια αδιάφορων ή χαιρέκακων. Αν οι άλλοι θεωρούνται τέτοιοι, η κίνηση προς τη λύτρωση ματαιώνεται.

«Ο καθένας να γίνει ιερέας του εαυτού του» διακήρυξε κάποτε ο Καντ. H προτροπή ήχησε απελευθερωτικά στην αρχή, κατέληξε όμως στη συνέχεια σ' έναν αδιέξοδο αυτοεγκλωβισμό. Κατά βάθος, κανείς δεν μπορεί να κρίνει τον εαυτό του μ’ έναν τρόπο που να είναι ταυτόχρονα αυστηρός και ανακουφιστικός. Πολύ δύσκολο να πιστέψει ο ανιχνευτής πως υπάρχει μέσα του ένα κομμάτι του εαυτού του τόσο καθαρό, ώστε να μπορεί να σβήσει τις μουντζούρες στα υπόλοιπα κομμάτια. Εκ των ένδον, ποτέ δεν προσφέρεται η συγχώρεση.

Παρ’ όλα αυτά, η αυταπάτη παραμένει και εδραιώνεται. Στα κρυφά γίνονται προσπάθειες, χωρίς επιτυχία, να τακτοποιούνται οι εσωτερικοί λογαριασμοί. Φανερά, φοριέται η «μάσκα» του αμετανόητου. Ακόμη και ρωγμές να υπάρχουν στο προσωπείο, αυτές υποτίθεται ότι θα κλείσουν με τον καιρό, από μόνες τους. «Εγώ προχωρώ, οι παλιές μου πράξεις δεν με σφράγισαν», πασχίζει να πει το πρόσωπο πίσω από το προσωπείο. Πράγματι, το ότι δεν αλλάζει τίποτα αν επανεξετάσει κάποιος το παρελθόν του, είναι μία από τις πιο διαδεδομένες ψευτο-πεποιθήσεις. Εξυπηρετεί πολύ, γιατί αποσυνδέει τα πεπραγμένα από τις μέλλουσες πράξεις, τα τετελεσμένα από τα ενδεχόμενα.

Όντας, έτσι, κάποιος άδικος, σκληρός ή ανόητος πριν από δέκα χρόνια, θεωρεί πως τώρα είναι διαφορετικός, έχοντας ευεργετηθεί από ένα είδος αυτοκάθαρσης. Δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι για να μετριάσει τις συνέπειες. Απλώς πέρασε καιρός· και, ιδού, που τώρα εμφανίζεται με επουλωμένα τα τραύματα. Ένα θαύμα αποβολής των νεκρών κυττάρων, κάτι σαν ολικό λίφτινγκ. Μόνο, μην του ζητήσετε να αποκαταστήσει εκείνους που κακόπαθαν εξαιτίας του. Ο υπαίτιος θ' αντιδράσει αμέσως. «Οι ευκαιρίες για αποζημίωση χάθηκαν», θα πει, διαλέγοντας το πιο πρόχειρο άλλοθι των ανεύθυνων.

Δεν είναι βέβαια δύσκολο να εξουδετερωθεί αυτό το άλλοθι. Μία μόνο πρόταση προς τον δήθεν ξεχασιάρη θα αρκούσε. Κάνε κάτι που να αποκαθιστά τη βλάβη, ακόμη κι αν το θύμα σου έχει εξαφανιστεί. Πλήρωσε το τίμημα, ακόμη κι αν κανείς δεν σου στέλνει το χαρτί με σημειωμένα τα λάθη σου. Αν έκλεψες και δεν ξέρεις πού να επιστρέψεις τα κλοπιμαία, δώσε τα σε οποιονδήποτε βρίσκεται στο έλος των άπληστων, ανάμεσα στους οποίους ήσουν κάποτε κι εσύ. Αυτό είναι μετάνοια. Όχι μια ομολογία, αλλά μια αντίπραξη.

 

* Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

ΠΗΓΗ: "ΤΑ ΝΕΑ" 8/9/2005. Το είδα: Πέμπτη, 08 Σεπτέμβριος 2011,  http://www.antifono.gr/portal/…82.html

Αλέν Μπαντιού, ο φιλόσοφος του συμβάντος

Αλέν Μπαντιού, ο φιλόσοφος του συμβάντος

Κορυφαία μορφή της σύγχρονης σκέψης, επανεξετάζει τη σημαντικότερη ανακάλυψη του αρχαιοελληνικού λόγου: το ερώτημα του Είναι

 

Του Δημήτρη Βεργέτη*


 

Κορυφαία μορφή της σύγχρονης φιλοσοφίας, μαθηματικός, πολιτικός στοχαστής στρατευμένος στην πολιτική δράση, θεατρικός συγγραφέας, ο Αλέν Μπαντιού αποτελεί ένα μείζον σημείο αναφοράς της σύγχρονης σκέψης. Ο κεντρικός, φιλοσοφικός πυρήνας της σκέψης του, όπως έχει αποτυπωθεί στα τρία κορυφαία βιβλία του, είναι ουσιαστικά άγνωστος στην Ελλάδα. Ευτυχώς δεν είναι παντού ο κανόνας.

Το πολύπλευρο έργο του έχει τεράστια απήχηση τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική, όπου τα πολιτικά κινήματα αποδείχτηκαν ευαίσθητοι δέκτες του, ενώ παράλληλα μπορεί κανείς να καταγράψει μια πυκνή διαδοχή συνεδρίων αφιερωμένων στη μελέτη του στα πανεπιστήμια της Β. Αμερικής. Τι εξηγεί άραγε τον πυρετό που αναπτύσσεται γύρω από αυτό το φωτεινό αντικείμενο του φιλοσοφικού και πολιτικού πόθου;

Το βιβλίο του «Είναι και Συμβάν», που κυκλοφόρησε το 1988, θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας. Θα πρέπει να ανατρέξει κανείς στο «Είναι ο Χρόνος» του Χάιντεγγερ για να εντοπίσει ένα τόσο ρηξικέλευθο και σύνθετο φιλοσοφικό εγχείρημα. Στις περίτεχνες και καινοφανείς αναπτύξεις που αποθησαυρίστηκαν στις σελίδες του, ο Μπαντιού επανεξετάζει τη σημαντικότερη ανακάλυψη του δυτικού λόγου, δηλαδή της αρχαιοελληνικής σκέψης: το ερώτημα του Είναι.

Η έκδοσή του καταγράφηκε, από μαθητές και αντιπάλους, ως σεισμική μετατόπιση των τεκτονικών πλακών της μεταφυσικής. Για ποιο λόγο; Ξεκινώντας από το Παρμενίδιο σκίρτημα της φιλοσοφίας, ξαναδιαβάζοντας με εμπνευσμένη διεισδυτικότητα την πλατωνική της θέσμιση και διατρέχοντας όλο το τόξο της δυτικής φιλοσοφίας, ο Μπαντιού αποδεικνύει ότι το οντολογικό ερώτημα εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των μαθηματικών. Η ρηξικέλευθη αυτή θέση υφαρπάζει από τη φιλοσοφία το αντικείμενο γύρω από το οποίο είχε συγκροτηθεί ως μεταφυσική και αναμφίβολα δίνει τη χαριστική βολή στην οντολογία του Χάιντεγγερ, που ο ακατάβλητος Ντερριντά υπέβαλλε σε ατέρμονη αποδόμηση. Καλούμαστε εδώ να σημειώσουμε προσεχτικά ένα λεπτό αλλά κυριολεκτικά θεμελιώδες σημείο που ναρκοθετεί την πρόσληψη του έργου του. Όταν ο Μπαντιού αποφαίνεται ότι τα μαθηματικά αποτελούν την καθ’ ύλην επιστήμη του Είναι, η θέση αυτή ουδόλως εξυπακούει ότι ο κόσμος και το πραγματικό είναι δομημένοι ως μαθηματικές οντότητες και στοιχειοθετημένοι από τη συνδυαστική μαθηματικών αντικειμένων. Εξυπακούει κάτι ριζικά διαφορετικό, που συχνά παραγνωρίζεται. Πρόκειται για μια θέση που αφορά όχι τον κόσμο αλλά τον λόγο και συγκεκριμένα την παρουσίαση του μεν από τον δε.

Βαθιά προσηλωμένη στην παράδοση του ρασιοναλισμού, η σκέψη του Μπαντιού αντιτίθεται σε κάθε μορφή μυστικιστικής ή μυσταγωγικής προσπέλασης στο Είναι. Γι’ αυτό άλλωστε τονίζει την ιστορικότητα των μαθηματικών. Υπό τις συνέπειες της ρήξης των τεκτονικών πλακών της φιλοσοφίας και της οντολογίας πώς οριοθετείται πλέον η επικράτεια του φιλοσοφικού λόγου;

«Διαδικασίες αλήθειας»

Περί τίνος μιλάει η φιλοσοφία εφόσον δεν πολιτογραφεί στο λόγο της το ερώτημα του Είναι; Η απάντηση του Μπαντιού είναι εξ ίσου καινοφανής. Για να γίνει αντιληπτή πρέπει να λάβουμε υπόψη θα έχει ως άξονα την απόρριψη των αξιώσεων αυθυπαρξίας της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία εγγράφεται σ’ ένα καθεστώς εξάρτησης που συνδιαμορφώνουν τέσσερις ετερογενείς και αυτόνομες συνθήκες: η επιστήμη, η τέχνη, ο έρωτας και η πολιτική. Οι συνθήκες αυτές, που επικαθορίζουν τη φιλοσοφία, χαρακτηρίζονται ως «διαδικασίες αλήθειας», για λόγους που δεν είναι εύκολο να αναλυθούν εδώ. Συνάγεται όμως εύκολα ότι η ίδια η φιλοσοφία δεν παράγει αλήθειες. Δεν οριοθετείται ως πεδίο παραγωγής και πρωτογενούς διατύπωσης αληθειών. Γίνεται κατανοητό γιατί ο Μπαντιού διατηρεί ανοιχτό μέτωπο απέναντι στον σχετικισμό, τον ιστορικισμό το σκεπτικισμό, τον συγκρητισμό… Γιατί δεν συμμερίζεται τον νιτσεϊκό οίστρο του Φουκώ που διακήρυσσε ότι δεν υπάρχουν αλήθειες, αλλά επινοημένα συστήματα αξιών, ότι δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά ερμηνείες. Γιατί κρατά απόσταση ασφαλείας από τις νιτσεϊκές ερωτοτροπίες του Ντερριντά που στιγμάτιζε την αλήθεια ως «το κατ’ εξοχήν φετίχ» του δυτικού λόγου.

Γιατί αντιτίθεται επίσης στον μετανιτσεϊκό αντιπλατωνισμό και στη σοφιστική των γλωσσικών παιγνίων που η αγγλοσαξονική παράδοση κληρονόμησε από τον δεύτερο Βιτγγενστάιν. Αποστασιοποιούμενος από μια εμπεδωμένη φιλοσοφική παράδοση και ονειδίζοντας την πρόσφατη ψυχολογία των συναισθημάτων συνομολογεί με τον Λακάν ότι ο έρωτας δεν είναι αυταπάτη ή σεξουαλικός κνησμός, αλλά μια εμπειρία όπου εμφιλοχωρεί μια ορισμένη αλήθεια για την έμφυλη διαφορά, όπως αυτή βιώνεται από τα εμπλεκόμενα υποκείμενα – πέρα από σεξολογικά στερεότυπα περί ετερο-ομο-φυλοφιλίας. Γίνεται σαφές ότι ο Μπαντιού μαζί με τον Λακάν συνθέτουν το πιο σθεναρό ανάχωμα στο παλιρροϊκό μάγμα της μετανεωτερικότητας που κατακλύζει τη δυτική σκέψη. Η αλήθεια και το πραγματικό δεν αποτελούν αντικείμενο της ερμηνευτικής.

«Yπάρχει ένας μόνο κόσμος»

– Υποστηρίζετε τη θέση ότι υπάρχει ένας μόνο κόσμος. Θα ήθελα να σας θέσω δύο συναφή ερωτήματα:

1. Κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου το κεφάλαιο καταργεί τα σύνορα και ομογενοποιεί τον κόσμο, ενάντια σε ποιον και σε τι επιβεβαιώνετε αυτή τη θέση;

2. Δεν υπάρχει παρά ένας μόνο κόσμος: πρόκειται για μια διαπίστωση ή πρέπει να διακρίνουμε τον απόηχο ενός επιτελεστικού στοιχείου;

– Η καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» αφορά τα κεφάλαια, τα εμπορεύματα, την αγγαρεύσιμη εργασιακή δύναμη, αλλά απολύτως όχι τις ζωντανές γυναίκες και τους ζωντανούς άντρες, τους κατοίκους του πλανήτη. Κάθε άλλο! Ανεγείρονται παντού τείχη, ηλεκτροφόρα φράγματα, πληθαίνουν οι αστυνομικοί έλεγχοι και οι απελάσεις, στέλνουν το πολεμικό ναυτικό να κάνει περιπολίες. Στο ίδιο το εσωτερικό των λεγόμενων «αναπτυγμένων» χωρών βλέπουμε να εγκαθιδρύεται μια αυστηρή εδαφική, σχολική, κοινωνική διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς που επωφελούνται της κατάστασης και στη μάζα των φτωχών εργαζομένων και ανέργων. Γι’ αυτό, η διαβεβαίωση ότι «υπάρχει ένας μόνο κόσμος», ότι δηλαδή κάθε ζωντανός άντρας ή ζωντανή γυναίκα βρίσκεται στον ίδιο κόσμο με εμένα, συνιστά μια θέση επιτακτική, μαχητική, απολύτως αντίθετη στην κίβδηλη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αυτό το κέλευσμα είναι ουσιώδες. Μόνον αυτό μπορεί να εμποδίσει την ερήμωση του κόσμου από ακατάπαυστους πολέμους.

– Όπως συνηθίζεται στην επιχειρηματολογία σας, αυτή η θέση δεν παραπέμπει στην πολιτική ρητορική αλλά εδράζεται σε μια θεμελιώδη έννοια του στοχασμού σας. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζετε υπερβατολογικό στοιχείο ενός κόσμου. Πώς εμπλέκεται αυτό στη θέση σας και από ποια άποψη την εδραιώνει;

– Ένας κόσμος ορίζεται, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας μου, με βάση ένα είδος εσωτερικής λογικής, μια διάταξη εντάσεων ύπαρξης για τις οποίες είναι ικανά τα αντικείμενα του κόσμου ή, αν προτιμάτε, οι κάτοικοι του κόσμου. Ονομάζω αυτήν τη λογική «υπερβατολογικό» στοιχείο του κόσμου. Στον υποτιθέμενο «κόσμο» του μαινόμενου καπιταλισμού, το υπερβατολογικό στοιχείο συνεπάγεται ότι ορισμένοι άνθρωποι, οι πλουσιότεροι, που πολλές φορές είναι κάτοικοι των αναπτυγμένων και «δημοκρατικών» χωρών», υπάρχουν «καλύτερα» από τον όχλο των υπολοίπων, που έχουν σχεδόν μηδενική αξία. Στο υπερβατολογικό στοιχείο του κόσμου, του οποίου την ενότητα επιβεβαιώνω, όλες οι υπάρξεις μετράνε, σε όλους πρέπει να αναγνωρίζεται η ίδια ένταση ύπαρξης. Γι’ αυτό εξάλλου το μεγάλο σημερινό ερώτημα δεν είναι η ελευθερία, αλλά η ισότητα.

Πετέν και Σαρκοζί

– Σε ό,τι αφορά την ανάλυση της πολιτικής κατάστασης της Γαλλίας, υποστηρίζετε ότι αυτή δομείται με βάση το υπερβατολογικό στοιχείο του «πετενισμού». Θα θέλατε να συνοψίσετε τα βασικά του γνωρίσματα;

– Κατ’ αρχάς, το να παρουσιάζεται ως «επανάσταση», ως «ρήξη», κάτι που δεν είναι παρά η υποταγή στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και η δουλοπρέπεια απέναντι στους πιο ισχυρούς. Εν συνεχεία, το να κατονομάζεται μια μειοψηφία ανθρώπων, συχνά ξένης καταγωγής, ως άνθρωποι προς επιτήρηση, προς έλεγχο και προς απόρριψη. Εν συνεχεία, το να λέγεται ότι ένα ολέθριο συμβάν, που είναι πάντα ένα λαϊκό συμβάν, είναι η αιτία για όλα τα δεινά μας. Τέλος, το να θεωρείται ότι η διαίρεση ανάμεσα σε μια πλούσια ελίτ και σε μια μάζα αποπτωχευμένων εργαζομένων είναι ένας νόμος της φύσης. Για τον Πετέν, η «εθνική επανάσταση» σήμαινε να μείνεις με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στους Γερμανούς. Για τον Σαρκοζί, η «ρήξη» σημαίνει να υποταχτείς στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και στους Αμερικανούς καθοδηγητές της. Για τον Πετέν, οι Εβραίοι και οι «μέτοικοι» ήταν η αιτία για όλα τα δεινά μας. Για τον Σαρκοζί, πρέπει να απελαθούν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, κυρίως αφρικανικής καταγωγής. Για τον Πετέν, το Λαϊκό Μέτωπο ήταν η αρχή για την παρακμή της Γαλλίας. Για τον Σαρκοζί, ο Μάης του ’68. Για τον Πετέν, έπρεπε να υπάρχει «αρμονία» ανάμεσα στα βαθύπλουτα αφεντικά και τους φίλεργους και ταλαίπωρους εργάτες. Για τον Σαρκοζί, οι πλούσιοι δεν πρέπει να πληρώνουν φόρους και οι φτωχοί πρέπει να δουλεύουν περισσότερο. Ο Σαρκοζί τοποθετείται επομένως στο υπερβατολογικό στοιχείο του πετενισμού.

— «Η αριστερά είναι ένα πτώμα που έχει πέσει ανάσκελα και βρωμάει». Η διάγνωση του Σαρτρ ισχύει για την κατάσταση της ευρωπαϊκής Αριστεράς και κυρίως της γαλλικής;

– Η Αριστερά είναι παντού νεκρή. Πρέπει να επανεπινοήσουμε εξ ολοκλήρου την χειραφετητική πολιτική και να μην ασχολούμαστε άλλο μ’ αυτήν την Αριστερά.

«Να επιτεθούμε στο αδύνατο»

– Η Αριστερά είναι σε κατάσταση κατάρρευσης και πλήρους αποπροσανατολισμού, ενώ ο αντιδραστικός προσανατολισμός του «πετενισμού» είναι πάλι της μόδας. Αυτή η διαπίστωση προκαλεί κατάθλιψη. Οχι απλώς δεν επιδοκιμάζετε την παραίτηση, αλλά μας καλείτε να ακολουθήσουμε ένα λακανικό κανόνα: να ανυψώσουμε την αδυναμία στο αδύνατο. Από ποια άποψη μπορεί αυτός ο κανόνας να αναπροσανατολίσει κατά τη γνώμη σας την πολιτική δράση;

– Η Δεξιά και η Αριστερά εκφέρουν τον ίδιο λόγο: δεν μπορούμε να κάνουμε παρά αυτό που είναι δυνατό στον σύγχρονο κόσμο, στον κόσμο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πράγμα που πολύ απλά σημαίνει ότι στο καθεστώς του εφικτού, η χειραφετητική πολιτική είναι ολοκληρωτικά αδύναμη. Ε λοιπόν, αυτό αποδεικνύει ότι πρέπει να επιτεθούμε στο αδύνατο. Στην πραγματικότητα, αυτό σημαίνει: να αλλάξουμε υπερβατολογικό στοιχείο, συνεπώς να αλλάξουμε κόσμο στο εσωτερικό του ίδιου του κόσμου. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να ορίσουμε τι είναι εφικτό και να μη δεχτούμε ποτέ να αποφασίζει γι’ αυτό το θέμα ο εχθρός. Μια επανάσταση σημαίνει πάντα την έλευση αυτού που οι κυρίαρχοι θεωρούν αδύνατο και αδιανόητο. Πρέπει να αρχίσουμε από την αρχή: αυτό που πρέπει να κηρυχθεί αδύνατο είναι το να συνεχίσει ο καπιταλισμός να αφανίζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και να καθιστά τη σκέψη τιποτένια και μη γενόμενη. Ονομάζω αυτήν την αρχή «κομμουνιστική υπόθεση». Πρέπει να την αναδεχτούμε, χωρίς να φοβόμαστε εκείνους που θα επικαλούνται το αδύνατο. Θα αντλήσουμε καθ’ ολοκληρίαν τις συνέπειες αυτής της υπόθεσης.

Τα βιβλία του

Μπορεί κανείς να διαβάσει το περιεκτικό πρόπλασμα της προβληματικής του Μπαντιού σε ένα βιβλίο που αποτελεί τομή στην εξέλιξη της πολιτικής σκέψης του και το οποίο κυκλοφορεί επί τη ευκαιρία της άφιξής του στην Ελλάδα, με τίτλο «Η πολιτική και η λογική του συμβάντος» (μετ.: Τ. Μπέτζελος – Δ. Βεργέτης, επίμετρο Δ. Βεργέτης, εκδ. Πατάκης).

Αλλα βιβλία του Μπαντιού είναι:

«Περιστάσεις 1 και 2», μετάφραση: Μιχαήλ Σάββας, εκδόσεις: «Αγρα».

«Μανιφέστο για τη φιλοσοφία», μετάφραση: Β. Σκολίδης – Α. Κλαμπατσέα, εκδόσεις «Ψυχογιός».

«Η Ηθική», μετάφραση: Β. Σκολίδης – Κ. Μπόμπας, εκδόσεις: «Scripta».

Διάλεξη και σεμινάριο. Ο Αλέν Μπαντιού δίνει διάλεξη με θέμα «Η φιλοσοφική θεώρηση του πολέμου, άλλοτε και σήμερα» την Τρίτη 29 Ιανουαρίου στις 7.30 μ.μ., στο auditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Στις 30 Ιανουαρίου θα κάνει μια γενική εισαγωγή στις θεμελιώδεις όψεις του φιλοσοφικού του έργου, στο πλαίσιο ενός κλειστού σεμιναρίου. Πληροφορίες στην ηλεκτονική διεύθυνση 5dim@otenet.gr.

 

Η συνέντευξη δόθηκε στον Δημήτρι Βεργέτη. Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος.

 

* Ο κ. Δ. Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής και διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Ψυχανάλυσης, Φιλοσοφίας και Τέχνης «αλήθεια».

 

ΠΗΓΗ: 27-01-08, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_27/01/2008_256728

Στύψιμο – πέταμα λεμονόκουπας…

ΠΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΛΕΜΟΝΟΚΟΥΠΑ ΟΤΑΝ ΤΗ ΣΤΥΨΟΥΝ

 

Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη


 

 Κάποτε στο απώτατο μέλλον, είμαι βέβαιος, οι αρχαιολόγοι, θα εξετάζουν το «τεχνολογικό επίτευγμα» του λεμονοστύφτη, με το ίδιο περίπου δέος, που εμείς σήμερα ψηλαφίζουμε κάποιο μηχανισμό των Αντικηθύρων.

Κάποια ελάχιστα, ανεπαίσθητα, ίχνη χυμού, θα μαρτυρούν πως κάποτε τούτος ο διάολος, ρούφηξε το μεδούλι ενός ολοζώντανου λεμονιού. Στράγγιξε το είναι του.

Τα καίρια και τα ουσιώδη του λεμονιού, προφανώς, σφραγίστηκαν σχεδόν αεροστεγώς σε μικρές πλαστικές δεξαμενές, για να δροσίσουν ένα ψητό ψάρι ή για να συμμετάσχουν σε ένα καθώς πρέπει dressing. Έτσι θα εκτιμήσουν οι μελλοντικοί ειδικοί. Στο διάτρητο δίσκο που συγκρατεί τα «άχρηστα», οι ερευνητές με τα μικροσκόπια, θα ανακαλύψουν απειροελάχιστα ψήγματα της αφαίμαξης. Μικρά, τόσα δα, τρίμματα, θα μαρτυρούν τη ζωή που σφηνώθηκε στις χαραμάδες και δεν πέρασε τις εξετάσεις για τη δεξαμενή. Αν μάλιστα, σ’ αυτό το μακρινό μέλλον, οι άνθρωποι βρουν τη μέθοδο να αποφυλακίζουν τα αρώματα, θα εκπλαγούν μπροστά στην ισχύ ενός κάποιου λεμονανθού.

Ύστερα, μαγεμένοι απ’ τα αρώματα, που οι άνθρωποι του καιρού τους δεν θα αντέχουν, θα πέσουν με τα μούτρα, να μελετούν γρανάζια και μοτέρ. Στροφές και δονήσεις, θα καταγράφονται σε ηλεκτρονικά τεφτέρια. Μοντέλα θα αναπαράγονται και θα απεικονίζουν τις λειτουργίες. Πειράματα θα διεξάγονται. Μετρήσεις θα αναλύονται. Έτσι, ξεχνιούνται οι άνθρωποι. Ούτε κουβέντα για τη λεμονόκουπα που σάπισε σε κάποια άθλια χωματερή.

Μα δεν μπορεί, λέω, μια στιγμή, ένας θα γνοιαστεί για το σπόρο. Ποιός σπόρος συμπύκνωσε τούτη την ουσία, θα αναρωτηθεί. Ποιός σπόρος απομονώθηκε με προσοχή, για να μην δώσει την πικρή του γεύση σε ένα dressing; Ο σπόρος που πετιέται πάντα στην άκρη, αμετακίνητα πιστός μιας στυμένης λεμονόκουπας!

Ας μιλήσω καθαρά. Όταν τις νύχτες μισώ τούτη τη χώρα, είναι που τη βάζω στο νου μου σαν έναν γιγάντιο λεμονοστύφτη. Χιλιάδες λαδωμένα χέρια, ολονυχτίς και ολημερίς, για χρόνια πολλά, πατούν ηλεκτρικά κουμπιά, στρέφουν με δύναμη τις γεμάτες παλάμες τους, μπήγουν πιρούνια στο ψαχνό και ξεζουμίζουν το χυμό της πατρίδας. Σε κάθε χέρι, το λεμόνι του διπλανού τους. Σχεδόν, σε κάθε ομάδα, σε κάθε παρέα, σε κάθε οικογένεια, ένας λεμονοστύφτης, περιστρέφεται ρουφώντας τη ζωτική δύναμη απ’ το «εμείς» του Μακρυγιάννη. Οι σπόροι, πετιούνται με περίσσια προσοχή στον κάδο σκουπιδιών με μόνη παρηγοριά να τους έρθει στο κεφάλι η στημένη λεμονόκουπα. Να αντλούν στη θέα της, μιαν αίσθηση απ’ το αλλοτινό της σφρίγος. Να ονειρεύονται την αγκαλιά της, όπως σε παλιότερους καιρούς, πριν εφευρεθούν οι λεμονοστύφτες. Να προσδοκούν τη θρέψη τους, ξανά, στη θάλασσα της. Μάταια.

Νομίζω, πως αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα. Ήρθε μια ξένη εταιρεία, γιομάτη τεχνογνωσία και συνέδεσε μονομιάς – σε ένα – όλους τους λεμονοστύφτες που μόνοι μας φτιάξαμε.  Αποφασισμένη να ξεζουμίσει τον τόπο. Ότι άφησε ανέγγιχτο η λατρεία μας για το dressing. Κι’ εμείς – ακόμη – ελπίζουμε να μην φρακάρουμε στις χαραμάδες μαζί με τα υπολείμματα του στυψήματος. Ελπίζουμε να κυλήσουμε κρυφά στην πολύτιμη δεξαμενή με τους χυμούς που οι ξένοι θα πάρουν μαζί τους. Πάνε χρόνια, άλλωστε, που η σπορά αυτού του τόπου θαύμαζε τους γερμανικούς και τους αμερικάνικους αποχυμωτές. Πέταγε τη σκούφια της για να τους αποκτήσει. Κι ας ήταν η σκούφια της μια στημένη λεμονόκουπα.

Τώρα, όλη ετούτη η θηριώδης μηχανή, με τις περίτεχνες συνδεσμολογίες που διαπερνούν τις ζωές όλων μας, θα βάλει μπρος μια νύχτα και θα πετάξει τη χώρα και τους σπόρους της στο καλάθι της Ιστορίας. Δεν προλάβαμε να βγάλουμε απ’ την πρίζα τους λεμονοστύφτες που είχαμε στήσει για το διπλανό μας. Κι’ ήρθαν οι κουφάλες και πατήσαν το μεγάλο κουμπί. Όσο εμείς φλυαρούσαμε. Όσο ακόμη κάποιοι φαντάζονται πως ο ατομικός τους στύφτης δουλεύει ακόμη για λογαριασμό τους. Όσο ακόμη κάποιοι διατρανώνουν – δήθεν – πως αφήσανε στην άκρη τις μηχανές με τη στυφή γεύση. Παραμύθια. Κοιτάξτε τις χούφτες σας. Είναι ακόμη νοτισμένες από τους χυμούς που στραγγίξατε. Μυρίζουν ακόμη απ’ το ουσιώδες των λεμονανθών που ραντίσατε δεξιά κι αριστερά, δίχως έγνοια.

Μόνη ελπίδα τώρα, να βρούνε κάποιοι σπόροι εύφορο χώμα. Μόνη παρηγοριά, μια πίστη κι’ αυτή μετέωρη απ’ το στύψιμο: «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνει αυτός μόνος μένει' εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει».

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 07.06.2011

H αφαίμαξη του ονείρου και της ελπίδας

H αφαίμαξη του ονείρου και της ελπίδας…

 

Του Χρυσόστομου Σταμούλη [μια συνέντευξη στο δημοσιογράφο Γιώργο Μητράκη]


 

1. Στο νέο βιβλίο σας «Έρως και θάνατος» μιλάτε για θεολογική ειδωλολατρία. Τι ακριβώς εννοείται και πόσο εύκολο είναι ένας καθηγητής της Θεολογικής σχολής να θίγει ένα τέτοιο ζήτημα;

Η  ειδωλολατρία είναι μια ασθένεια, ένα πολύτροπο και πολυκέφαλο τέρας, που χτυπά την πόρτα κάθε ζωντανού οργανισμού που παλεύει για το αυτονόητο, την βρώση και πόση  της  αληθινής ζωής. Εάν θεωρήσουμε ότι αληθινή ζωή για τη θεολογία είναι οτιδήποτε επιτρέπει την αποκάλυψη εκείνου του προσώπου που άλλαξε την ιστορία του κόσμου, τουτέστιν του προσώπου του Χριστού, ειδωλολατρία – θεολογική ειδωλολατρία – είναι οτιδήποτε απομακρύνει το θεολογικό σώμα από τη θέαση τού προσώπου του και ως εκ τούτου την κοινωνία τού τρόπου του.  Ως μέσον για την πραγμάτωση τούτης της θεολογικής ειδωλολατρίας επιστρατεύεται και χρησιμοποιείτε πάντα η απροϋπόθετη επιστροφή στο παρελθόν, γεγονός που επιβάλλει την εξάντληση των δυνατοτήτων της θεολογίας στα όρια μιας ιστορίας που στην καλύτερη περίπτωση φτάνει μέχρι τον 14ο αιώνα και τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Πέραν αυτού ουδέν. Μια τέτοια όμως θεολογία που ιεροποιεί το παρελθόν αδυνατεί να αναμετρηθεί με το παρόν και ως εκ τούτου αποκαλύπτει την αδυναμία, εάν θέλετε τη νεκροφάνεια ενός σώματος, που επειδή έμαθε τη μη ζωή το τρομάζει η πραγματική ζωή. Αποκαλυπτική μιας τέτοιας πραγματικότητας είναι η εκ μέρους τής θεολογίας αντιμετώπιση, στις περισσότερες περιπτώσεις κακοποίηση, των οριακών θεμάτων του έρωτα και του θανάτου, με άμεσο στόχο – ενσυνείδητο ή ασυνείδητο δεν έχει σημασία – τη συνέχιση και στήριξη της πορνικής εξουσιαστικότητας, που γεννά δύναμη και ισχύ∙ πραγματικότητες ασύμβατες με το σκάνδαλο του Σταυρού που γεννά  εκείνη την οντολογική ευαισθησία, που σε κάνει να θέλεις να αγκαλιάσεις τον κόσμο όλο.   

 

2. Ως μουσικός αναφέρεστε συχνά σε θεολογικά ζητήματα μέσα από τα τραγούδια. Στο τελευταίο βιβλίο σας υπάρχει αναφορά στην ταινία «Οι ζωές των άλλων». Οι λεγόμενες λαϊκές μορφές τέχνης αποτελούν για σας «όχημα» για να επικοινωνήσουν τα μηνύματα και τα νοήματα που θέλετε;

 

Η διάθεσή μου να αντλώ από όλες τις πηγές του σύγχρονου πολιτισμού δείχνει στο βάθος τη θεολογική μου αίσθηση, που πιστεύει πως τούτος ο κόσμος είναι στο σύνολό του αποτέλεσμα της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μια τέτοια μεθοδολογία, που συναντά κανείς στην «Εξαήμερο» του Βασιλείου για παράδειγμα ή στο «Περί κατασκευής  ανθρώπου» έργο του Γρηγορίου Νύσσης και τέμνεται με τον τρόπο  της  νεότερης φιλοσοφικής πρωτοπορίας δημιουργεί τόσα προβλήματα και ερωτήματα.  Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι προσπάθεια υψηλού ρίσκου, προκειμένου να διακρίνει κανείς τα ζιζάνια από το στάρι, αλλά εάν πιστεύουμε ότι οι αγαθοί καρποί του σύγχρονου πολιτισμού στο σύνολό του είναι αποκαλύψεις του ιδίου Πνεύματος, τότε δεν έχουμε άλλη επιλογή από την ανάληψη του κινδύνου. Και ας μη ξεχνάμε πως το μέγα πρόβλημα είναι να βυθιστεί το καράβι στο λιμάνι και εξάπαντος όχι  στην ανοιχτή θάλασσα. Ως εκ τούτου η πρόσληψη των οποιωνδήποτε μορφών τέχνης προκειμένου να αποκαλυφθεί το πρόσωπο του Χριστού εδώ και τώρα αποτελεί συνέπεια και επιταγή του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, της προσλήψεως δηλαδή εκ μέρους του Θεού Λόγου ολάκερης της ανθρώπινης φύσης, μιας φύσης εντελώς διαφορετικής από τη δικιά του, προκειμένου να κοινωνήσει τη δόξα του και να αποκαλυφθεί στο σύνολό του το μυστήριο της απροϋπόθετης και συνεπώς τρελής αγάπης.  

 

3. Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο σας «Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη Θεολογία» γράφετε πάλι για «νέα ειδωλολατρία». Τελικά πόσο πολύ έχει αλλοτριωθεί σήμερα η ορθόδοξη πίστη; 

 

Καταρχήν να σημειώσω πως η αλλοτρίωση δεν είναι απομάκρυνση από τη ζωή και τα κεκτημένα μιας ιστορικής και ιδανικής κοινότητας. Τέτοια κοινότητα δεν υπήρξε ποτέ. Ακόμη και η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην ιστορία του πολιτισμού, η κοινότητα των μαθητών, είχε εντός της έναν Ιούδα. Η αλλοτρίωση αφορά στην απομάκρυνση της κοινότητας, της κάθε ιστορικής κοινότητας, από τη ζωή ενός προσώπου, του προσώπου του Χριστού εντός της κοινότητας. Συνεπώς η αλλοτρίωση δεν είναι μια καινούργια πραγματικότητα, αλλά μια ασθένεια που συνοδεύει την Εκκλησία από τις πρώτες στιγμές της δημιουργίας της. Το πρόβλημα ως εκ τούτου δεν είναι η αλλοτρίωση, αλλά η απουσία εκείνης της διάθεσης που θα οδηγήσει στο ξεπέρασμά της. Η απουσία διάθεσης για τη λειτουργία του πολιτισμού της σάρκωσης. Τουτέστιν η εμμονή σε καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές που μετατρέπουν το εκκλησιαστικό σώμα σε σύστημα που αντιμάχεται το πρόσωπο, αντίστοιχο των οποιωνδήποτε σκληρών συστημάτων της ιστορίας, όπως ο υπαρκτός σοσιαλισμός (σε ένα τέτοιο πλαίσιο χρησιμοποιείται στο βιβλίο μου «Έρως και θάνατος» η εξαιρετική ταινία «Οι ζωές των Άλλων»), για παράδειγμα, ή ο κυρίαρχος σήμερα καπιταλισμός, στο βωμό των οποίων θυσιάζεται ο άνθρωπος και η ανθρωπινότητά του.

 

4. Θεωρείτε σε γενικές γραμμές τον σύγχρονο θεολογικό λόγο ξύλινο; 

 

Στις περισσότερες περιπτώσεις ναι. Δυστυχώς υπάρχουν φορές που κανείς νιώθει πως υπηρετεί ένα αντικείμενο που δεν αφορά κανέναν. Ο θεολογικός λόγος έχει χάσει σήμερα την παρεμβατική και δημιουργική του ταυτότητα, υπεύθυνη κατά καιρούς για την έλαμψη του πνεύματος και τη νοηματοδότηση της ζωής στο σύνολό της.  Και είναι τούτη η αλήθεια, είναι τούτη η Καπερναούμ, που επιβάλλει σήμερα τη στροφή μας σε άλλες πηγές, ζωντανές και ως εκ τούτου ικανές μέσα στην ελαχιστότητά τους να αποκαλύψουν το θαύμα της συνάντησης ενός κόσμου και με έναν κόσμο που του έχει στερηθεί το δικαίωμα στην ελπίδα και το όνειρο. Το αυτονόητο δικαίωμα του καθ’ ημέραν άρτου και οίνου, της φιλίας και της κοινωνίας, της ίδιας της ζωής.  

 

5. Η σημερινή εικόνα και λειτουργία της εκκλησίας σε επίπεδο ενορίας και γειτονιάς πόσο βοηθάει να περάσουν τα μηνύματα της στους νεότερους ανθρώπους;

 

Όχι πολύ. Δυστυχώς και εδώ πρέπει να τονίσω, πως το ενοριακό μοντέλο της Εκκλησίας σήμερα παραπαίει, παραπατά. Και τούτο διότι παραπατά, όπως ήδη είπα, η ίδια η Εκκλησία και η θεολογία της. Τα ενοριακά κέντρα σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, κλείνουν και ερημώνουν και η Εκκλησία μετατρέπεται σε βιομηχανία παραγωγής απρόσωπων μυστηρίων, όπου ο άνθρωπος μπαίνει ξένος και βγαίνει δυο φορές ξένος.  

 

6. Πως σχολιάζετε την μόνιμη συζήτηση περί διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας στην Ελλάδα;

 

 Έχω την αίσθηση ότι το όλο θέμα κρύβει μια μεγάλη υποκρισία. Τόσο από την πλευρά της Πολιτείας όσο και από την πλευρά της Εκκλησίας. Η διατήρηση και συντήρησή του τόσα χρόνια αποκαλύπτει τη διαπλοκή των εξουσιών και την αδυναμία ανάληψη της ευθύνης που αναμένει ο κόσμος. Η εξάρτηση τελικά αποδεικνύεται συστατικό της φύσης μας.

 

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα "Αγγελιοφόρος". Το είδα: http://www.facebook.com/event.php?eid=2147….3860