Κατά Νίτσε – έκδοση του Αντιχρίστου ΙΙ

Κατά Νίτσε, με αφορμή την έκδοση του Αντιχρίστου* – Μέρος ΙΙ

 

Του Σωτήρη Γουνελά


 

«Καλλιτέχνης χωρίς πίστη είναι σαν ζωγράφος τυφλός εκ γενετής»

Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 60-61.

 

Συνέχεια από το Μέρος Ι

Έτσι επέρχεται σιγά-σιγά η παραμόρφωση της χριστιανικής αγάπης, εδραιώνεται ο νεωτερικός φιλανθρωπισμός, (ακόμη και ο Καντ χαρακτηρίζει  την αγάπη ‘μια αισθησιακή συγκίνηση παθολογικής τάξεως’), φτάνοντας  σε μια άχρωμη και γλυκερή αγάπη εναντίον της οποίας ξεσηκώνεται ο Νίτσε, χωρίς να μπορέσει η να θελήσει να διακρίνει την αυθεντική χριστιανική αγάπη από τις παραμορφώσεις της και την έκπτωσή της σε στείρα ηθική.

Εγείρονται βέβαια τεράστια ζητήματα τα οποία δεν τελειώνουν με τη δική μου σύνοψη μιας πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε ιστορία αιώνων και μάλιστα εκεί στη Δύση. Και προκύπτουν ερωτήματα όπως: Πόσο εδώ στην Ελλάδα είμαστε ενήμεροι αυτών των ζητημάτων και μπορούμε να διαφοροποιηθούμε πάνω στη βάση μιας άλλης ιστορικής συνέχειας που είναι η ελληνική και ορθόδοξη-χριστιανική, περασμένη από τη βυζαντινή περίοδο και τα βιώματα των λαών της χιλιετούς αυτοκρατορίας, για την οποία οι περισσότεροι θεολόγοι της εποχής του Νίτσε και όχι μόνο αυτής (ενν. και φιλόσοφοι και ποιητές και επιστήμονες) είτε δεν έχουν ιδέα, είτε έχουν ελάχιστη;

Γενικεύοντας θα έλεγα ότι ο Νίτσε πολεμά τον ίδιο τον Χριστό και όχι έναν παρακμασμένο και αλλοιωμένο χριστιανισμό. Όσο για το «θάνατο του Θεού των χριστιανών», «το τέλος  της μεταφυσικής και των αξιών της» κλπ., επειδή σε σημαντικούς διανοητές έλληνες (Χρ. Μαλεβίτση, Χρ. Γιανναρά αν όχι και  Στ. Ράμφο)  πέρασε όντως η ίδια αντίληψη ότι στον Νίτσε αυτά είναι πιο πολύ  δ ι α π ί σ τ ω σ η  για την κατάσταση της εποχής του αν όχι και προφητεία, ίσως ήρθε ο καιρός να ειπωθεί ρητά ότι μια τέτοια αντίληψη μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα όσον αφορά  την περίπτωση του αν δεν τα εξωραϊζει. Δεν χρειάζεται  παρά μια ανάγνωση του Αντίχριστου για να καταλάβουμε  ότι ο Νίτσε όχι μονάχα  διαπιστώνει τον «θάνατο του Θεού» και το «τέλος της μεταφυσικής» αλλά θεωρεί ότι η παρακμή – μεταφυσική ή άλλη – άρχισε με τον Σωκράτη, συνεχίστηκε με τον  Ιουδαϊσμό και κορυφώθηκε με το Χριστιανισμό. Όλο το «ressentiment» (μνησικακία) για το οποίο καταγγέλλει  τους χριστιανούς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κατοικεί και τον ωθεί στην δική του επίθεση. Είναι ποτισμένος με το δηλητήριο που όντως πρόσβαλε τους χριστιανούς της Ιεράς Εξέτασης και όσους άλλους μετέτρεψαν την Εκκλησία της Αγάπης σε σφαγείο (περιλαμβανομένων και των σταυροφόρων). Είναι άραγε τυχαίο ότι ποτέ δεν αναφέρει λέξη για τέτοια πράγματα;

Θα μπορούσα να ισχυριστώ, χωρίς να θέλω τώρα να το αναπτύξω, ότι ο Νίτσε είναι η προσωποποίηση της μνησικακίας κι ας λέει ότι θέλει για τα «ελεύθερα πνεύματα» στα οποία ανήκει και για τον «υπεράνθρωπο» που πρεσβεύει. Ούτε είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα γραπτά του έδωσαν αφορμή για να προωθηθεί η θεωρία της «αρίας φυλής» και ο εξολοθρεμός των Εβραίων χάρη στον  Χίτλερ που εφάρμοσε κατά γράμμα ορισμένες υποδείξεις του Νίτσε, ακόμη κι αν τους έδωσε μια κτηνώδη και ωμή διάσταση που δεν υπήρχε σ’ εκείνον.  Όλο το ζήτημα του Νίτσε είναι η «βούληση για δύναμη», μια μανιακή επιδίωξη υπέρβασης κάθε ορίου που εν τέλει τον οδηγεί στην εξουθένωση και αποδείχνει σαφέστατα τη ματαιοπονία της προσπάθειας.  Αυτή ήταν «η απελευθέρωση της δημιουργικής όψης του» και η πραγμάτωση του αληθινού του «είναι». Ποιο ήταν το αληθινό του είναι; Το βύθισμα μέσα στην άνοια; Αυτή ήταν η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Και τί είναι πάλι αυτή η διατύπωση η δύναμη του «υπερανθρώπου»; Ή εκείνη ή άλλη διατύπωση (του Νίτσε) «Το ουσιώδες είναι η ίδια η πραγματικότητα»; Ποια είναι αυτή η περιβόητη πραγματικότητα, στην οποία πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι, να της υποταχτούμε, να προσαρμοστούμε απόλυτα μαζί της; Ό,τι υπάρχει στο ρεύμα της ζωής, από το άγριο κύμα ως την καταιγίδα, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ζωής και ανάπτυξη του ανθρώπου σε υψηλό επίπεδο ή αποτελεί κάτι σαν εγκλωβισμό στην «άγρια φύση» και προσπάθεια να την συναγωνιστούμε και να γίνουμε χειρότεροι από αυτήν, πιο δυνατοί – υποτίθεται – «υπεράνθρωποι»;

Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να υπερασπιστεί τον αριστοκρατισμό του, όχι στην αρνητική του όψη, αλλά στη θετική: την ανάγκη δηλαδή κριτηρίων (προερχόμενων από παιδεία, καλλιέργεια, φυσικό χάρισμα, γενναιοψυχία κλπ.), την ανάγκη ‘ψυχικής φτιαξιάς’, όπως γράφει κάπου ο Ταρκόφσκι, που να μπορεί να αντισταθεί στην ισοπέδωση των αξιών. Ισοπέδωση που συνέβη με την είσοδο των μαζών στην ιστορία και του γενικευμένου εκδημοκρατισμού που απαιτεί ‘ισότητα’ στο γράμμα, πράγμα ολότελα στείρο, πολτοποιεί τον άνθρωπο και τον στερεί την πνευματική του ανάπτυξη και πραγμάτωση. Το λάθος του Νίτσε είναι ότι φόρτωσε το Χριστιανισμό μ’ αυτή την ‘ισότητα’, ενώ είναι προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση αυτή μπορεί να απελευθέρωσε τις μάζες από τον ζυγό άλλων τάξεων, αλλά καλλιέργησε την απάτη ότι αυτή είναι όλη κι όλη η ‘πελευθέρωση’: κοινωνική και ατομική. Ο άνθρωπος ως ελεύθερο κοινωνικό όν, και ως ελεύθερο άτομο-πολίτης. Τίποτε άλλο. Με κομμένο το όραμα του ουρανού, βουτηγμένος σε απόλυτο μεταφυσικό κενό, απαιτεί λυσσαλέα τα δικαιώματά του, μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια: πνευματικά νεκρός.

Να τι δεν φαίνεται να συνέλαβε ο Νίτσε: ότι με το πέρασμα του χρόνου, η αλλοίωση και η παραμόρφωση της χριστιανικής Αλήθειας και Παράδοσης και η εκλογίκευσή της παρέδωσε τον άνθρωπο στις φαντασιώσεις της λογικής του, που θέλει πάση θυσία να ερμηνεύσει τα πάντα μόνο ρασιοναλιστικά, μεγεθύνοντας στο έπακρο την ανθρώπινη διάνοια, καταργώντας κάθε μυστηριακή διάσταση και κάθε σάρκωση του Λόγου. Μηδενίζοντας το γεγονός του σαρκωμένου Θεού, ο άνθρωπος ξαναγυρνά σε ένα γιγαντισμό του Λόγου, θεοποιεί το Λόγο χωρίς Θεό αυτή τη φορά, θεοποιώντας συνάμα τον εαυτό του. Αυτό που ο Νίτσε φτάνει να ζητήσει ως ‘μεταστοιχείωση των αξιών’ βρίσκεται μέσα στην… Εκκλησία! Ο Χριστός ‘ποιεί καινά τα πάντα’, μεταστοιχειώνει και ανακαινίζει ακριβώς τις ανθρώπινες  φθαρμένες αξίες.

Ο Νίτσε δέσμιος του αρχαιοπρεπούς αριστοκρατισμού του και περιφρονητής ο,τιδήποτε εβραϊκού και χριστιανικού (το τελευταίο παρέλαβε και ο ίδιος κολοβωμένο, καλβινοποιημένο και ευσεβιστικό), έχοντας πλήρη άγνοια της βυζαντινής χιλιετίας αλλά και της αδιαίρετης Εκκλησίας, φαντάστηκε τη ‘μεταστοιχείωση’ να γίνεται στο μέλλον,  φαντάστηκε ότι δεν έχει γίνει. Ότι η ‘ανακαίνιση’ της ζωής που καλεί και φέρνει ο Χριστός σβήστηκε από τους αστοιχείωτους όχλους (τα ‘τσάνταλα’ των Ινδών, όπως τα αποκαλεί) της εποχής εκείνης και τους κληρονόμους τους, οπότε μόνος και έρημος, περιπλανώμενος στα όρη και στα άγρια βουνά, αυτοχρίεται προφήτης μιας πραγματικότητας που ήρθε στη Γη και αυτός δεν πήρε είδηση τις διαστάσεις Της!

Αντί να τα βάλει με τους παραμορφωτές της αυθεντικής διδασκαλίας και Εκκλησίας, ταύτισε Εκκλησία, Εβραίους, Χριστό, αποστόλους και παραμορφωτές, με μια λέξη Θεό και ανθρώπους και τους πέταξε στον  αρχαιοελληνικό του καιάδα, ανασύροντας μέσα από την παιδεία του ξανά την αρχαία γνώση, εξ ου και η εμμονή του στην Αναγέννηση και η στροφή του σε αυτήν. Είναι δυνατόν τόσα χρόνια από τότε που μεσουράνησε να μη βλέπει κανείς ότι ο ‘υπεράνθρωπός’ του είναι μια ‘πρωτότυπη’ (λόγω ‘Ζαρατούστρα’) επιστροφή στην  ευρωπαϊκή αναγέννηση; Τί λογής ‘μεταστοιχείωση αξιών’ είναι αυτή που μας γυρνά πίσω σε ορισμένη ιστορική περίοδο και δοσμένο κοσμοείδωλο και που συνοδεύεται μάλιστα από εκθειασμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που κατ’ αυτόν μεγάλυνε τον άνθρωπο; Δεν είχε ακούσει ποτέ για ρωμαϊκή θηριωδία και για στρατοκράτισσα Ρώμη;

Αφήνοντας για άλλη φορά την κριτική του Νίτσε για φιλοσόφους τύπου Καρτέσιου, αλλά και την έξοχη κριτική του στην ιδέα του Κράτους, σταματώ εδώ, αφού παραθέσω την ακόλουθη μονοκοντυλιά από ένα σπουδαίο βιβλίο που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα: «Αυτό που οι νεώτεροι φιλόσοφοι ονομάζουν ηθική (λέξη που δε χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ) και στην οποία αφιερώνουν μάλιστα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη φιλοσοφία τους, δεν έχει καμιά σχέση με το Χριστιανισμό. Θαυμαστά και επιγραμματικά την αλήθεια αυτήν τη διατυπώνει ο Μπλέηκ: ‘If Morality was Christianity, Socrates was the Saviour’ (Μπορεί αυτός να είναι ένας από τους λόγους που ο Νίτσε δεν κατάλαβε γρυ και από το Χριστιανισμό και από το Σωκράτη)». Ζήσιμου Λορεντζάτου, Collectanea, C 494, σ. 250, Δόμος 2009).  

 

* Εισαγωγή Κ. Δεληκωσταντής, Μετ.-Προλ.-Σημ.-Γλωσσάριο Βαγγ. Δουβαλέρης, Φιλ. Θεώρηση Δημ. Πολυχρονάκης, γεν. επιμέλεια-Επίμετρο Κ. Μπελέζος, εκδ. ‘Ιδεόγραμμα’, Αθήνα 2007.

 

ΠΗΓΗ: Πρωτοδημοσιεύτηκε στη Σύναξη τχ 118, σελ. 96-103. Το είδα: Πέμπτη, 15 Δεκέμβριος 2011, Αντίφωνο.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.