Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΕΥΡΩΘΙΑΣΟΣ:
Κρίνοντας από τα αποτελέσματα της συνόδου κορυφής, πρόκειται μάλλον για την ερήμην υπαγωγή της Ελλάδας στο «άρθρο 99» του διεθνούς πτωχευτικού κώδικα, ενώ τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές έχει αναλάβει η Γερμανία – Μέρος ΙΙ
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
Μία επόμενη πρόταση προς τους ιδιώτες είναι η εθελούσια επαναγορά των ομολόγων τους από την Ελλάδα (με τη βοήθεια του EFSF, του ταμείου στήριξης δηλαδή), σε τιμές λίγο υψηλότερες από αυτές που έχουν διαμορφωθεί στην ελεύθερη αγορά – οι οποίες είναι στο 50% περίπου της σημερινής ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων.
Οι χώρες της Ευρωζώνης υπολογίζουν ότι, με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους, θα ανταλλαχθεί το 90% των ομολόγων που λήγουν έως το 2020 – όπου ο ξένος ιδιωτικός τομέας κατέχει ομόλογα αξίας 150 δις €. Ο μηχανισμός στήριξης (EFSF), οι φορολογούμενοι της Ευρωζώνης δηλαδή, θα εγγυάται για την εξόφληση των 30ετών ομολόγων.
Συνεχίζοντας, οι εταιρείες αξιολόγησης προειδοποίησαν την Κομισιόν ότι, η Ελλάδα θα υποτιμηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου ανταλλαγής των ομολόγων (μερική χρεοκοπία), ενώ τα νέα ομόλογα θα αξιολογηθούν θετικότερα. Η υποτίμηση αυτή θα διαρκέσει μερικές ημέρες, ενώ θα μπορούσε να συμβεί το Σεπτέμβρη.
Κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος, όπου η Ελλάδα θα χαρακτηρισθεί από τους Οίκους ως «μερικώς χρεοκοπημένη» (καθεστώς περιορισμένης χρεοκοπίας), η ΕΚΤ δεν επιτρέπεται να αγοράζει Ελληνικά ομόλογα – σύμφωνα με τους κανόνες των εταιρειών αξιολόγησης. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές δυσκολίες στις τράπεζες, επειδή εξασφαλίζουν ρευστότητα μέσω της πώλησης ομολόγων. Οι χώρες της Ευρωζώνης συμφώνησαν να αναλάβουν αυτές το ρίσκο και όχι η ΕΚΤ – οπότε ο μηχανισμός στήριξης θα καταθέσει ανάλογο ποσόν σε ειδικό λογαριασμό της ΕΚΤ, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί η ρευστότητα των τραπεζών, οι οποίες δεν θα μπορούν πλέον να χρηματοδοτούνται με ομόλογα από την ΕΚΤ, αλλά με τα χρήματα που θα καταθέσει ο EFSF.
Ο μηχανισμός στήριξης (EFSF) συμφωνήθηκε να λειτουργήσει μελλοντικά, κατά κάποιον τρόπο ανταγωνιστικά με τις «αγορές». Δηλαδή, εάν μία χώρα απειλείται από τις αγορές, τότε ο μηχανισμός θα μπορεί να παρέχει πιστωτικά όρια στη χώρα, με «αντάλλαγμα» τη λήψη μέτρων λιτότητας από αυτήν – όπως ακριβώς συνηθιζόταν από το ΔΝΤ, πριν μεταλλαχθεί σε όργανο της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. Για όσο χρονικό διάστημα όμως η χώρα δεν κάνει χρήση των πιστωτικών ορίων της, δεν θα υποχρεούται στη λήψη μέτρων.
Εκτός αυτού, ο μηχανισμός θα μπορεί να αγοράζει ομόλογα από η δευτερογενή αγορά, σε χαμηλότερη τιμή από την ονομαστική, όπως ακριβώς ενεργούσε η ΕΚΤ μέχρι σήμερα. Επίσης, θα μπορεί να δανείζει τις χώρες της Ευρωζώνης, για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών τους.
Τέλος, έγινε κάποια ασαφής αναφορά σε ένα σχέδιο «τύπου Marshall» για τη χώρα μας, με τη βοήθεια του οποίου θα εξασφαλιζόταν η επαναβιομηχανοποίηση της – χωρίς όμως συγκεκριμένα ποσά, χρονοδιάγραμμα και τρόπους εφαρμογής του.
Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Με τα παραπάνω εντελώς ασαφή δεδομένα, τα οποία δεν προσδιορίζουν ακριβώς τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, δεν διευκρινίζουν εάν στην ενίσχυση των 109 δις € συμπεριλαμβάνεται αυτή η συμμετοχή, δεν συγκεκριμενοποιούν εάν τυχόν συνυπολογίζονται τα 50 δις € των αποκρατικοποιήσεων, δεν έχει καταγραφεί επίσημα τίποτα, δεν αναφέρονται ανταλλάγματα της Ελλάδας κλπ., είναι αδύνατον να εκφράσει κανείς υπεύθυνη άποψη.
Εν τούτοις, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι, η «εμπλοκή» των αγορών, ειδικά η διαγραφή χρεών, σημαίνει αυτόματα τη χρεοκοπία μίας χώρας η οποία, στην περίπτωση μας, φαίνεται πως θα εξελιχθεί σε μία ελεγχόμενη, μόνιμη πτώχευση – ενώ οι διαπραγματεύσεις γίνονται «ερήμην» της Ελλάδας, αφού τις έχει αναλάβει η Γερμανία. Φυσικά δεν πρόκειται για μία ουσιαστική χρεοκοπία (τουλάχιστον όχι ακόμη), αφού η χώρα μας θα συνεχίζει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της, ενώ η αγορά δεν έχει στερέψει από ρευστότητα.
Παράλληλα, γίνεται έμμεση προσπάθεια αποπροσανατολισμού των Ελλήνων από τα κύρια προβλήματα τους: το μεσοπρόθεσμο έγκλημα με τον ανεφάρμοστο νόμο του, την μη αναπτυξιακή πολιτική και την ενδοτική εκποίηση δημόσιας περιουσίας και επιχειρήσεων, σε μία εποχή απόλυτης απαξίωσης τους.
Συμπερασματικά λοιπόν, η όποια συμφωνία επιτεύχθηκε (για την οποία η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ξανά σαν πειραματόζωο), είναι ένα ακόμη «πυροτέχνημα» του πλανοδίου θιάσου της Ευρωζώνης. Η «συμφωνία» αυτή μάλλον σκόπιμα δεν συγκεκριμενοποιήθηκε, ενώ διατυπώθηκε με στοχευμένες ασάφειες – έτσι ώστε να «μετρηθούν» οι αντιδράσεις των αγορών, οι οποίες θα λάβουν ξανά τις τελικές αποφάσεις, ανακοινώνοντας σύντομα την «ετυμηγορία» τους. Επίσης, οι αντιδράσεις των πλατειών των πολιτών, αφού η ελίτ δεν θέλει σε καμία περίπτωση να οδηγηθεί ο πλανήτης σε κοινωνικές αναταραχές και σε επαναστάσεις, οι οποίες θα απειλούσαν την δικτατορική ηγεμονία της.
Περαιτέρω, όσον αφορά τα CDS, πρέπει απλά να συνειδητοποιήσουμε ότι, τυχόν ενεργοποίηση τους βλάπτει τις Η.Π.Α. και ωφελεί την Ευρώπη (τράπεζες), ενώ το αντίθετο δεν ζημιώνει τις Η.Π.Α., ενώ μάλλον δεν βλάπτει την Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι που εμάς τουλάχιστον δεν πρέπει να μας απασχολεί, αφού δυστυχώς δεν αποτελεί πια όπλο μας – έχοντας πλέον εξουδετερωθεί, επειδή δεν λήφθηκαν πέρυσι οι σωστές αποφάσεις (άρθρο μας).
Ίσως βέβαια πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι, τόσο η Ιταλία, όσο και η Ισπανία, τα επόμενα πιθανά θύματα δηλαδή, προφανώς θα «τρέμουν» – γεγονός που επεξηγεί τη βιασύνη τους να «εκθειάσουν» το δεύτερο πρόγραμμα «στήριξης» της Ελλάδας, καθώς επίσης τους νέους «μηχανισμούς αποτροπής κρίσεων» που ανακοίνωσε η Ευρωζώνη, στη σύνοδο κορυφής.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, εμείς οφείλουμε να παραμείνουμε στις θέσεις μας, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα επιτόκια ίσα με το βασικό της ΕΚΤ (1,5%), μακροπρόθεσμο, σαφή διακανονισμό του χρέους (40 έτη) και ένα σχέδιο επαναβιομηχανοποίησης της «τύπου» Μάρσαλ – έτσι ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της και να λυθεί το πρόβλημα του αρνητικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Επίσης, σωστή μείωση των δημοσίων δαπανών, ένα λειτουργικό πλαίσιο ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων και εξορθολογισμό της φορολογίας, για την ομαλή αύξηση των εσόδων του κράτους – έτσι ώστε, σε συνδυασμό με το ριζικό περιορισμό των επιτοκίων, να λυθεί το πρόβλημα του ελλειμματικού προϋπολογισμού.
Η Ελλάδα χρειάζεται λοιπόν μία βιώσιμη λύση, η οποία θα της εξασφαλίσει την επάνοδο στην ανάπτυξη – σε καμία περίπτωση νέα τοκογλυφικά δάνεια, ειδικά όταν οι οφειλές της Γερμανίας απέναντι της (πολεμικές αποζημιώσεις) είναι μεγαλύτερες από το δημόσιο χρέος της. Επομένως, καμία διαγραφή χρεών του είδους που θα της στερούσε για πολλά χρόνια την πρόσβαση στις αγορές και όχι κάποια ή μερικά από αυτά τα μέτρα – αλλά όλα μαζί και γρήγορα.
Τέλος, εάν δεν ξεφύγουμε από τις μεγάλες απειλές της ύφεσης, του χρέους, των τοκογλυφικών επιτοκίων και των δίδυμων ελλειμμάτων, είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να πουλήσουμε ούτε ένα μέτρο Ελλάδας – πόσο μάλλον ελληνικές επιχειρήσεις εν μέσω μίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αφού οι τιμές που θα επιτυγχάναμε θα ήταν το λιγότερο εξευτελιστικές (όπως αποδείχθηκε άλλωστε από την πρόσφατη εκποίηση του ΟΤΕ στους Γερμανούς).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Γερμανικής κυβέρνησης είναι αναμφίβολα η Deutsche Bank, η οποία μονοπωλεί σχεδόν την τραπεζική αγορά της χώρας (μέσα από εξαγορές, συγχωνεύσεις και χρεοκοπίες των ανταγωνιστών της), ενώ δεν είναι πια καθόλου Γερμανική – όπως σύντομα θα συμβεί και στην Ελλάδα, ενδεχομένως από την ιδιωτικοποιημένη Εθνική Τράπεζα. Η οικονομική ισχύς της Γερμανίας τώρα στηρίζεται κυρίως σε τρεις πυλώνες:
(α) στη διαφθορά των κυβερνήσεων πολλών κρατών από τις πολυεθνικές-διαφθορείς της (άρθρο μας), οι οποίες έτσι μόνο κερδίζουν από τις εξαγωγές τους (στην Κίνα σήμερα θα πρέπει να οργιάζουν – επίσης στην Αφρική, με τη βοήθεια των «εμπορικών επισκέψεων» της καγκελαρίου)
(β) στην εκμετάλλευση της μικρομεσαίας τάξης της από το ίδιο το κράτος («Η Γερμανία πάνω από όλα» – Deutschland uber alles), καθώς επίσης
(γ) στην απίστευτη αστυνόμευση όλων των Πολιτών της – ιδίως από την οικονομική της αστυνομία (ακόμη και στην πρώην Α. Γερμανία η Stasi ήταν «κράτος εν κράτει», όπως όλοι πλέον γνωρίζουν).
Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, τα σκάνδαλα της Siemens, της ΜΑΝ, της Ferrostaal και πολλών άλλων γερμανικών ομίλων ανά τον κόσμο, σε περισσότερες από σαράντα χώρες, είναι κάτι παραπάνω από γνωστά σε όλους μας.
Όσον αφορά το δεύτερο πυλώνα, αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη που παρατηρείται στη χώρα, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι της οδηγούνται σε «μικροδουλειές» (mini–jobs). Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, στα τέλη του 2010 περίπου 7,4 εκ. απασχολούμενοι αμείβονταν με λιγότερα από 400 € μηνιαία – 650.000 περισσότεροι από το 2009, γεγονός που μάλλον οφείλεται στη μεγάλη εξασθένηση των εργατικών συνδικάτων, τα οποία φαίνεται ότι έχουν χάσει πια το παιχνίδι (όπως συνέβη και στη Μ. Βρετανία, από την M.Thatcher).
Εκτός αυτού, παρά το ότι η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων της εκτοξεύθηκαν στα ύψη, σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι της έχασαν μαζικά σε όρους αγοραστικής δύναμης. Τα πραγματικά τους εισοδήματα μειώθηκαν έως και 22% σε σχέση με το 2000 – σε αντίθεση με αυτά των ανώτερων στελεχών, τα οποία αυξάνονται διαρκώς.
Όσον αφορά τον τρίτο και τελευταίο πυλώνα, η Γερμανία διακρίνεται μεταξύ άλλων από έναν «εξελιγμένο» φορολογικό μηχανισμό (ΣΔΟΕ), ο οποίος έχει μετατραπεί σταδιακά σε μία τεράστια, ανεξέλεγκτη γραφειοκρατική εξουσία – η οποία παρομοιάζεται από πολλούς με «τα φασιστικά SS ενός οικονομικού καθεστώτος». Πρόκειται για ένα τρομακτικό «Κράτος εν Κράτει», το οποίο διαθέτει σαν «πέπλο προστασίας» τη γενική απροθυμία, το ζωώδη φόβο, τον «πανικό» καλύτερα να το αγγίξει οποιοδήποτε τμήμα της κοινωνίας, με τελικό αποτέλεσμα να μην λογοδοτεί πουθενά – όπως στο παρελθόν τα SS.
Παρά το ότι λοιπόν η χώρα διαθέτει μία εξελιγμένη κοινωνία, με προηγμένη δημοκρατική συνείδηση, με πολιτισμό και με αυξημένες ευαισθησίες στο κεφάλαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι σκοτεινές αυτές εστίες των φορολογικών και λοιπών αστυνομικών μηχανισμών της φωλιάζουν, αυτονομούνται και δρουν σχεδόν ανενόχλητες – παρακολουθώντας και τρομοκρατώντας σε τελική ανάλυση τους πάντες και τα πάντα.
Επομένως, εάν τυχόν υποχρεωθούμε να γίνουμε προτεκτοράτο της Γερμανίας, κάτι που ενδεχομένως θα συμβεί όσο επιλέγουμε τους συμβιβασμούς από τις συγκρούσεις, χωρίς ποτέ να έχουμε το θάρρος να πούμε το «ΟΧΙ» των προγόνων μας, είναι καλά να γνωρίζουμε τι θα ακολουθήσει – καταστάσεις που, κατά τη γνώμη μας, θα είναι πολύ πιο επώδυνες για τους απλούς Πολίτες, πόσο μάλλον για τη Δημοκρατία, ακόμη και από την ίδια τη χρεοκοπία.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 24. Ιουλίου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Είναι σύμβουλος επιχειρήσεων με πολλά συγγράμματα και μελέτες, ενώ έχει εκδώσει πρόσφατα το δεύτερο βιβλίο της σειράς «Η κρίση των κρίσεων», το οποίο περιλαμβάνει επιλεγμένα οικονομικά άρθρα του 2009