Το Δόγμα του ΣΟΚ-Καπιταλισμός καταστροφής Ι

 «Το Δόγμα του ΣΟΚ, η άνοδος του Καπιταλισμού

της καταστροφής» – της Naomi Klein, εκδ. «Λιβάνη», 2010, σελίδες 718 – Μέρος Ι

 

Του Γιάννη Τόλιου*


 

Το βιβλίο της καναδής δημοσιολόγου Ναόμι Κλάϊν, «Το Δόγμα του ΣΟΚ», αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα μαχόμενης δημοσιογραφίας και ταυτόχρονα πολύτιμο εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας. Ταυτόχρονα το βιβλίο κάνει μια ανατομή του «DNA» του νεοφιλελευθερισμού και τη βαθύτερη τάση του σύγχρονου καπιταλισμού προς την «αντίδραση» σε όλα τα μέτωπα.

Με την ανάλυση της η Ν. Κλάϊν δικαιώνει πλήρως τη φράση του Λένιν ότι «η πολιτική αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας», παρ’ ότι η ίδια αυτοπροσδιορίζεται ως οπαδός του Κέϋνς, ενώ τα πολιτικά της όρια δεν πάνε πέραν της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.

Το βιβλίο κατά τη συγγραφέα «αμφισβητεί τον πιο κεντρικό και λατρεμένο ισχυρισμό της επίσημης ιστορίας, ότι ο θρίαμβος του απορυθμισμένου καπιταλισμού σήμαινε τη γέννηση της ελευθερίας, ότι χωρίς περιορισμούς οι αγορές συμβαδίζουν με τη δημοκρατία, κά». Εγώ λέει χαρακτηριστικά, «θα αποδείξω ότι η μαμή αυτής της φονταμεταλιστικής μορφής καπιταλισμού υπήρξαν πάντα οι πιο βίαιες μορφές καταναγκασμού, οι οποίες επιβλήθηκαν τόσο στο συλλογικό πολιτικό σώμα όσο και σε αναρίθμητα σώματα μεμονωμένων ατόμων». (σελ. 36)

Η ψυχιατρική μέθοδος «ΣΟΚ» στην υπηρεσία της CIA

Το «Δόγμα του ΣΟΚ» αντλεί την προέλευση του από τις αντιλήψεις και πρακτικές του ψυχίατρου Γιούεν Κάμερον, πρόεδρου της «Αμερικανικής και Καναδικής Ψυχιατρικής Ένωσης» στην περίοδο μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1950 ο Κάμερον είχε απορρίψει την κλασσική φροϊδική τεχνική της θεραπείας «μέσω του λόγου» προκειμένου να αποκαλυφθούν οι «βαθύτερες αιτίες» της ψυχικής διαταραχής των ασθενών. Φιλοδοξία του δεν ήταν να βελτιώσει ή να αποκαταστήσει την υγεία τους, αλλά να τους αναπλάσει χρησιμοποιώντας μια μέθοδο την οποία ονόμαζε «ψυχική καθοδήγηση». 

Ο Κάμερον πίστευε ότι μοναδικός τρόπος να διδάξει στους ασθενείς νέες υγιείς συμπεριφορές ήταν να διεισδύσει στο μυαλό τους και να «σπάσει τα παλιά, παθολογικά νοητικά σχήματα», με πρώτο βήμα την αποδόμηση της προσωπικότητας τους, μετατρέποντας το μυαλό τους σε ένα «λευκό πίνακα» (tabula rasa) πάνω στον οποίο μπορούσε να ξαναγράψει τους σωστούς κώδικες συμπεριφοράς, με τη χρήση παρατεταμένων και αλλεπάλληλων ηλεκτροσόκ. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων ήταν η απώλεια μνήμης και η «παλινδρομική» συμπεριφορά (έντονες μεταπτώσεις, απώλεια αίσθησης περιβάλλοντος, παλιμπαιδισμός κά), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς ξέχασαν ακόμα πώς να βαδίζουν και να μιλάνε. Όταν είχε επιτευχθεί η πλήρης αποδόμηση της προσωπικότητας άρχιζε η ψυχική καθοδήγηση με τη μετάδοση ηχογραφημένων μηνυμάτων καλής συμπεριφοράς. Οι ασθενείς σε κατάσταση σχεδόν φυτού εξ’ αιτίας των ηλεκτροσόκ και ψυχοφαρμάκων, ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε τα μηνύματα για δεκαέξι με είκοσι ώρες καθημερινά επί βδομάδες.! 

Τα αποτελέσματα της μεθόδου ποτέ δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του Κάμερον γεγονός που το παραδέχτηκε και ο ίδιος το 1960. Ωστόσο για τα πειράματα του ενδιαφέρθηκε η CIA, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας ’50 είχε εγκαινιάσει ένα απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα για «ειδικές ανακριτικές τεχνικές». Η αρχική ονομασία ήταν «Γαλάζιο Πουλί», σε συνέχεια «Σχέδιο Αγκινάρα» και το 1953 πήρε την ονομασία «MKUltra». Στη διάρκεια μιας δεκαετίας ξοδεύτηκαν πάνω από 25 εκατ.δολ. για να βρεθούν τρόποι να «σπάνε» οι κρατούμενοι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν κομμουνιστές ή διπλοί πράκτορες. Ογδόντα ιδρύματα συμμετείχαν στο πρόγραμμα συμπεριλαμβανομένων και σαράντα τεσσάρων πανεπιστημίων και δώδεκα νοσοκομείων. Ο Κάμερον όντας φανατικός αντικομμουνιστής συνεργάστηκε με τη CIA παίρνοντας το 1957 ειδική επιχορήγηση υπέρ μιας οργάνωσης βιτρίνας με την επωνυμία «Εταιρία για την Έρευνα της Ανθρώπινης Οικολογίας». 

Ο Κάμερον χρησιμοποίησε την επιχορήγηση τη CIA για να μετατρέψει τους παλιούς στάβλους πίσω από το νοσοκομείο που εργαζόταν σε κελιά απομόνωσης. Η αποστέρηση των αισθήσεων επιβαλλόταν σε ειδικό «δωμάτιο ύπνου» όπου οι ασθενείς παρέμεναν ναρκωμένοι για είκοσι με είκοσι δύο ώρες το εικοσιτετράωρο, με τις νοσοκόμες να τους αλλάζουν θέση πάνω στο κρεβάτι ώστε να μην πιάνονται και να τους ξυπνούν μόνο για να φάνε και πάνε στην τουαλέτα. Κατά το Κάμερον υπήρχαν δυο πράγματα που επέτρεπαν στον ασθενή (ή κρατούμενο) να έχει αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Η συνεχής ροή αισθητηριακών ερεθισμάτων και η μνήμη. Με τα ηλεκτροσόκ εξουδετέρωσε τη μνήμη, ενώ με κελιά πλήρους απομόνωσης εξουδετέρωσε την εισροή αισθητηριακών ερεθισμάτων. Η αποδόμηση της προσωπικότητας ήταν η «κατάλυση» των αμυνών του, κάτι ανάλογο με το «σπάσιμο» ενός ατόμου που υποβάλλεται σε συνεχή ανάκριση. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του Κάμερον βρήκαν πλατιά χρήση στις ανακριτικές μέθοδες της CIA σε διάφορες χώρες τα τελευταία πενήντα χρόνια, φτάνοντας ως και στους αφγανούς κρατούμενους στο Γκουαντανάμο. Η μεταγενέστερη αναφορά στα συγκεκριμένα πειράματα περιγράφονται απλά ως «έλεγχος σκέψης» και «πλύση εγκεφάλου», ποτέ όμως ως «βασανιστήρια» παρ’ ότι αυτός ήταν ο σκοπός πραγματοποίησης τους. 

Ο Μίλτον Φρίντμαν, δόκτωρ Μένγκελε της οικονομικής θεωρίας

Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ», εκτός από τις ανακριτικές μεθόδους της CIA, έμελλε να έχει ευρύτερη εφαρμογή στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας για τη χειραγώγηση της κοινωνικής συνείδησης. Ένα ισχυρό γεγονός (σοκ), αποδομεί την κοινωνική συνείδηση, μειώνει τις αντιστάσεις του κοινωνικού σώματος κάνοντας πιο εύκολο το πέρασμα συγκεκριμένων πολιτικών. Κατά συνέπεια μπορεί να τύχει ευρύτερης εφαρμογής (οικονομία, πολιτική, στρατιωτικές επιχειρήσεις, κά). Ειδικότερα στην οικονομία το «δόγμα ΣΟΚ» χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων της «Οικονομικής Σχολής Σικάγου» με κυρίαρχη φιγούρα το Μίλτον Φρίντμαν, στην περίοδο 1960-2000. Ο Φρίντμαν ήταν αντίθετος σε κάθε ιδέα κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Πίστευε ότι η οικονομία και γενικά η κοινωνία παρεξέκλινε από το σωστό δρόμο όταν οι πολιτικοί άρχισαν να εφαρμόζουν τις ιδέες του Κέϋνς για ρύθμιση της οικονομίας. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι όπως τα αυτορυθμιζόμενα οικοσυστήματα, έτσι και η αγορά αν αφεθεί στους δικούς της μηχανισμούς θα δημιουργήσει το σωστό αριθμό προϊόντων στις σωστές τιμές, παραγόμενα από εργάτες που θα αμείβονται με τους σωστούς μισθούς να τα αγοράσουν, ένας παράδεισος άφθονης απασχόλησης, απεριόριστης δημιουργικότητας και μηδενικού πληθωρισμού.

Η αποστολή του Φρίντμαν όπως και εκείνη του Κάμερον, εδραζόταν στο όραμα της επαναφοράς της οικονομίας σε μια κατάσταση «φυσικής υγείας». Ο Φρίντμαν οραματιζόταν να επιβάλει πρακτικές αποδόμησης των κοινωνιών και να τις επαναφέρει σε κατάσταση γνήσιου καπιταλισμού, απαλλαγμένου από κάθε παρέμβαση (κρατικές ρυθμίσεις, περιορισμούς στο εμπόριο, κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων, κά). Σε αντιστοιχία με όσα πρέσβευε ο Κάμερον για τον ανθρώπινο νου, ο Φρίντμαν πίστευε ότι αν μια οικονομία υπόκειται σε έντονες στρεβλώσεις, ο μοναδικός τρόπος για να επιστρέψει σε κατάσταση ισορροπίας είναι η εσκεμμένη πρόκληση οδυνηρών σόκ, δηλαδή απορύθμιση, ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, αποδόμηση κράτους πρόνοιας, κά. 

 Η «αγία τριάδα» του νεοφιλελευθερισμού σηματοδοτείται με την πλήρη εξάλειψη της δημόσιας σφαίρας, την απόλυτη ελευθερία στις εταιρίες και στην απελευθέρωση των αγορών. Για το ΔΝΤ η αντίστοιχη «τριάδα», προκειμένου να χορηγήσει δάνειο σε κάποια χώρα, εκφράζεται με τις ιδιωτικοποιήσεις, την κρατική απορύθμιση και τις μεγάλες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και στους μισθούς. Στη δεκαετία του 1980 όταν είχε ξεσπάσει η κρίση υπερχρέωσης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και Αφρικής το ΔΝΤ τις ανάγκασε να εφαρμόσουν το πρόγραμμα «διαρθρωτικής προσαρμογής» που κύριο χαρακτηριστικό είχε τις ιδιωτικοποιήσεις και το άνοιγμα των αγορών που τις οδήγησε στα «τάρταρα» της υπανάπτυξης. Το ίδιο έγινε με τη χρηματοπιστωτική κρίση της Ασίας 1997-98, όπου ανάγκασε τις «ασιατικές τίγρεις» στο άνοιγμα των αγορών και τη μεγαλύτερη εκποίηση δημοσίων επιχειρήσεων που έγινε ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο στη Ρωσία, τη Ν. Αφρική, την Πολωνία και αλλού. Στην ουσία οι αντιλήψεις του Φρίντμαν και της «Σχολής Σικάγου» εξέφραζαν τα πιο στενά συμφέροντα των μονοπωλιακών ενώσεων και πολυεθνικών εταιριών που από τη φύση τους διψούν για νέες κερδοφόρες πηγές και μεγάλες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως επισημαίνει η Ναόμι Κλάϊν, «ο Φρίντμαν με τον πόλεμο εναντίον του “κράτους πρόνοιας” και της “μεγάλης κυβέρνησης”, υποσχόταν μια νέα πηγή γρήγορου πλουτισμού μόνο που αυτή τη φορά αντί για νέες περιοχές το καινούργιο έδαφος που έπρεπε να κατακτηθεί ήταν το ίδιο το κράτος με τις δημόσιες υπηρεσίες και την κρατική περιουσία να εκποιούνται με αντίτιμο πολύ μικρότερο της αξίας τους». (σελ.86)

Για τους οπαδούς της «Οικονομικής Σχολής του Σικάγου», ο μαρξισμός ήταν από a priori αντίπαλος. Όμως με μεγάλη εχθρότητα αντιμετώπιζαν και τις άλλες σχολές οικονομικής σκέψης που πρόβαλλαν την ιδέα της κρατικής ρύθμισης και ιδιαίτερα των κεϋνσιανών αντιλήψεων στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, καθώς και των οικονομολόγων της ανάπτυξης στον τότε Τρίτο Κόσμο. Όλοι αυτοί παρ’ ότι δεν πίστευαν στις ιδέες του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, είθελαν μια «μεικτή οικονομία», δηλαδή ένα μείγμα καπιταλισμού της αγοράς με κρατική ρύθμιση, στην παραγωγή και διανομή αγαθών, στη διασφάλιση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, στην κρατική ιδιοκτησία στα δημόσια αγαθά (υπηρεσίες κοινής ωφέλειας), κά. Οι οπαδοί της Σχολής του Σικάγου απέρριπταν τη μεικτή οικονομία και επιζητούσαν επιστροφή στον ανόθευτο καπιταλισμό. Αυτή η επιδίωξη της καθαρότητας οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον συντηρητικό αυστριακό οικονομολόγο Φρίντριχτ Χάγιεκ, που είχε διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στη δεκαετία του 1950 και ήταν ο μέντορας του Μίλτον Φρίντμαν. Ωστόσο οι ιδέες της Σχολής του Σικάγου, αποτελούσαν μια «παραφωνία» στο κυρίαρχο κεϋνσιανό ρεύμα της εποχής στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Εκτός από ένα μικρό τμήμα διανοουμένων οι απόψεις τους δεν εύρισκαν πρόσφορο έδαφος με εξαίρεση τα πολύ ισχυρά συμφέροντα (μεγάλες εταιρίες και πολυεθνικές) που στήριζαν με διάφορους τρόπους (χορηγίες) τη διάδοση τους. Μόνο προς τα τέλη δεκαετίας ’70 αρχές δεκαετία 1980, οι απόψεις του Φρίντμαν βγήκαν με δυναμισμό στο προσκήνιο με την ανάδειξη του Ρίγκαν και Θάτσερ στην ηγεσία των ΗΠΑ και της Αγγλίας.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι κεϋνσιανές ιδέες ρύθμισης της οικονομίας και η επίτευξη σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού την μεταπολεμική περίοδο, οφείλεται σε συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές αιτίες, όπως αντίστοιχα και της «νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης» από τέλος δεκαετίας ’70. Ειδικότερα η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ‘30 στις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Ευρώπης, αποκάλυψε την «αποτυχία της αγοράς» (δηλαδή του αυτορυθμιζόμενου καπιταλισμού του laissez-faire). Από την άλλη οι επιτυχίες της νεαρής «Σοβιετικής Ένωσης» έδειξαν ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος διεύθυνσης της οικονομίας. Ο καπιταλισμός φάνηκε να χάνει το «ιστορικό πλεονέκτημα». Μετά τον πόλεμο, η αντιφασιστική νίκη των λαών, η άνοδος της αριστεράς και του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η νίκη της κινέζικης επανάστασης, κά, έδειξαν ότι ο καπιταλισμός για να επιβιώσει έπρεπε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις. Οι κεϋνσιανές ιδέες εξέφραζαν ακριβώς τις απαιτήσεις του κεφαλαίου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. 

Ωστόσο με την κρίση της δεκαετίας ’70 και τα αδιέξοδα του κεϋνσιανού μοντέλου διεύθυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας, φάνηκαν τα όρια «της κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης». Από την άλλη η άνοδος της συγκέντρωσης κεφαλαίου, η γιγάντωση των πολυεθνικών εταιριών και των μονοπωλιακών ενώσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, πίεζαν για κατάργηση των ρυθμίσεων και των εμποδίων ασύδοτης δράσης τους. Το σύνθημα για ελευθερία των αγορών σημαίνει ασυδοσία των πολυεθνικών σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι οι ιδέες της «Σχολής του Σικάγου» βρήκαν γόνιμο έδαφος, το οποίο σε συνδυασμό με το «στρατηγικό» κενό που άφησε η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», έκαναν το νεοφιλελεύθερο ρεύμα κυρίαρχο, με αποκορύφωμα τη γνωστή φράση του Φουκουγιάμα περί «τέλους της ιστορίας». Ωστόσο η βασιλεία του νεοφιλελεύθερου ρεύματος δεν θα κρατήσει για πολύ και η νέα μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2007 αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο την αποτυχία του, φέροντας με ένταση στο προσκήνιο το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».!

Η εφαρμογή στην πράξη των δογμάτων της «Σχολής Σικάγου»

Η πρώτη εφαρμογή των ιδεών της «Σχολής του Σικάγου» βρήκε πρακτική εφαρμογή στη Χιλή από τη δικτατορία του Πινοτσέτ του οποίου ο Φρίντμαν υπήρξε προσωπικός σύμβουλος. Είχε προηγηθεί μακριά περίοδο προετοιμασίας (1957-1970) με υποτροφίες χιλιανών φοιτητών στη Σχολή του Σικάγου και τη δημιουργία ενός πυρήνα νεοφιλελεύθερων «ιεραποστόλων», που μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτέμβρη 1973 ανάλαβαν δράση. Υπό του ήχους των πολυβόλων την ημέρα του πραξικοπήματος, στα τυπογραφεία της δεξιάς εφημερίδας «El Merkurio» τύπωσαν το αναλυτικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα το ονομαζόμενο «Τούβλο» το οποίο παρέδωσαν στην επομένη στο Πινοσέτ και ανέλαβαν την εφαρμογή του καταλαμβάνοντας τα κυριότερα πόστα στα οικονομικά υπουργεία και υπηρεσίες. Οι προτάσεις στο τελικό κείμενο είχαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με εκείνες που περιέχονται στο βιβλίο του Φρίντμαν «Capitalism and Freedom»: ιδιωτικοποιήσεις, απορύθμιση, περικοπές κοινωνικών δαπανών, δηλ. την «αγία τριάδα» της ελεύθερης αγοράς. Το όνειρο του Φρίντμαν και ο τρόπος εφαρμογής του έγιναν πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιον «αν υιοθετηθεί η προσέγγιση του σοκ, πιστεύω ότι θα πρέπει να ανακοινωθεί δημόσια και λεπτομερώς, ώστε να επενεργήσει πολύ σύντομα. Όσο πιο ενημερωμένος είναι ο πληθυσμός τόσο περισσότερο θα διευκολύνουν οι αντιδράσεις του στην προσαρμογή του». (σελ. 107) 

Ο απολογισμός από την εφαρμογή του προγράμματος ήταν μακάβριος. Πάνω από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 έφυγαν από τη χώρα για πολιτικούς λόγους. Το να είσαι αριστερός εκτός φυλακή σήμαινε να είσαι κυνηγημένος (παρανομία, κρησφύγετα, κώδικες επικοινωνίας, πλαστές ταυτότητες, καθημερινό αγώνα να είσαι ένα βήμα μπροστά από τη μυστική αστυνομία, κά). Στο οικονομικό πεδίο τον πρώτο χρόνο εφαρμογής της θεραπείας-σοκ η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε κατά 15%, η ανεργία από 3% επί Αλιέντε τινάχτηκε στο 20%, η πληθωρισμός άγγιξε το 375%, το 74% του μισθού πήγαινε μόνο για αγορά ψωμιού. Η «θεραπευτική αγωγή» προκάλεσε σπασμούς σε όλη τη χώρα που κράτησε ως τέλος δεκαετίας 1980 όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει. Σκοπός της θεραπείας-σοκ δεν ήταν να επαναφέρει την οικονομία σε κατάσταση υγείας αλλά να συγκεντρωθεί ο πλούτος σε λίγα χέρια, να εξαφανιστούν οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζόμενων και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων. Για ορισμένους η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει άμεση σχέση με τις πολιτικές της «ελεύθερης αγοράς. Ωστόσο ο Μίλτον Φρίντμαν ως πνευματικός πατέρας της ομάδας των οικονομολόγων που καθοδηγούσαν την οικονομία της Χιλής ήταν συνυπεύθυνος για τα εγκλήματα του Πινοτσέτ. Μεταξύ ελεύθερης αγοράς και καταπάτησης της δημοκρατίας υπάρχει βαθύτερος εσωτερικός δεσμός.

Εμπειρίες εφαρμογής του δόγματος ΣΟΚ στις ΗΠΑ

Το μοντέλο της Χιλής αποτέλεσε το πρότυπο εφαρμογής σε όλες σχεδόν τις χώρες του Νότιου Κώνου (Αργεντινή, Ουρουγουάη, Βολιβία, κά). Ωστόσο το «δόγμα του ΣΟΚ» δεν βρήκε εφαρμογή αποκλειστικά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά σε πολλές περιοχές του κόσμου (Ανατολική Ευρώπη, Αφρική και Ασία) μη εξαιρουμένων των ΗΠΑ. Άλλωστε η σκληρός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού έχει ως βάση τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, που με αφορμή διάφορα «κρισιακά» γεγονότα τίθεται σε εφαρμογή για την προώθηση ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ειδικότερα στις ΗΠΑ, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων Ρίγκαν και Μπους, η ακραία εκδοχή της «Σχολής του Σικάγου» δεν είχε εφαρμοστεί ανοικτά. Η ευκαιρία δόθηκε με την 11η Σεπτέμβρη 2001.

Αποτελεί ιστορικό παράδοξο ότι την 10ην Σεπτέμβρη 2001, παραμονή της 11ης Σεπτέμβρη, ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ σε ομιλία του στο Πεντάγωνο είχε κηρύξει εκστρατεία κατά της γραφειοκρατίας του Πενταγώνου. Παρ’ ότι είχε ζητήσει αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από το Κογκρέσο κατά 11%, ζήτησε ταυτόχρονα μείωση δαπανών για ένστολο προσωπικό κατά 15%, και την ανάθεση σειράς παραδοσιακών δραστηριοτήτων των ενόπλων δυνάμεων στις ιδιωτικές εταιρίες, αρχίζοντας από τη διαχείριση αποθηκών, καθαριότητα, απορρίμματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στρατιωτών, κατοικίες των στρατιωτικών να κατασκευάζονται από ιδιωτικές εταιρίες, κά. Κατά τον Ράμσφελντ το υπουργείο Άμυνας έπρεπε να εστιάσει στη βασική του αρμοδιότητα τη διεξαγωγή των πολέμων, όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να ανατεθούν σε ιδιώτες προμηθευτές. Έτσι μετά τον ακρωτηριασμό των κρατικών λειτουργιών στη δεκαετία 1980 και 1990 με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, ήλθε τώρα η σειρά για τις δραστηριότητες του «σκληρού πυρήνα» του έθνους-κράτους (ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία, πυροσβεστική, δημόσια διοίκηση, υπηρεσίες πληροφοριών, κά). Οι ιδιωτικές εταιρίες με τα τεράστια κέρδη που αποκόμισαν από την εκποίηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, έβαλαν στο στόχαστρο τις κρατικές δραστηριότητες. Προωθείται όπως τονίζει η Ναόμι Κλάϊν, «ο θεμελιώδης κορπορατικός κανόνας της αντεπανάστασης, σύμφωνα με τον οποίο το Μεγάλο Κράτος πρέπει να συνεργαστεί με τις Μεγάλες Επιχειρήσεις για αναδιανεμηθεί ο πλούτος προς τα πάνω». (σελ.384)

Η επίθεση στους δίδυμους πύργους την 11ην Σεπτέμβρη 2001 και το σοκ που προκάλεσε, έσπευσε να το εκμεταλλευτεί η ομάδα του Μπους, που ξεκίνησε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας εξαρχής σχεδιασμένο να είναι ιδιωτικοποιημένος. Η υλοποίηση του σχεδίου είχε δύο στάδια. Στο πρώτο ο Λευκός Οίκος αξιοποίησε τη διάχυτη αίσθηση κινδύνου για να ενισχύσει δραστικά τις δραστηριότητες αστυνόμευσης, παρακολούθησης, κράτησης και διεξαγωγής πολέμων και σε δεύτερη φάση με ενισχυμένες χρηματοδοτήσεις (για την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας) εκχώρηση τους στον ιδιωτικό τομέα μέσω της ανάθεσης τους σε εξωτερικούς προμηθευτές. Σύμφωνα με το νέο δόγμα το κράτος δεν έπρεπε να παρέχει ασφάλεια αλλά να την αγοράζει από τον ιδιωτικό τομέα. Το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας που δημιούργησε το καθεστώς Μπους αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση αυτού του νέου τρόπου διακυβέρνησης με την πλήρη ανάθεση των υπηρεσιών σε εξωτερικούς προμηθευτές. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα «κενό κέλυφος». Από την 11ην Σεπτέμβρη 2001 μέχρι το 2006 το υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας έδωσε 130 δις δολ. σε εργοληπτικές εταιρίες, ενώ μόνο το 2003, ο Μπους υπέγραψε συνολικά συμβάσεις ύψους 327 δις δολ. με ιδιωτικές εταιρίες, που αντιστοιχούν στο 40% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ. (σελ.404) 

Βασικό στοιχείο της νέας δομή είναι η ανοικτή σχέση επικοινωνίας μεταξύ της πολιτικής, οικονομικής και ανώτερης γραφειοκρατικής ελίτ μέσα από τις «περιστρεφόμενες πόρτες» που στην πράξη έχουν μετατραπεί σε «αψίδες θριάμβου». Υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού είναι ταυτόχρονα σε Δ.Σ. επιχειρήσεων, μια απόλυτη συγχώνευση των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ εν ονόματι της ασφάλειας και το κράτος να παίζει ρόλο προέδρου της ένωσης επιχειρηματιών. Αυτή η ανοικτή διαπλοκή, που σε άλλες χώρες έχει ονομαστεί «μαφιόζικος», «ολιγαρχικός», «ευνοιοκρατικός», κλπ καπιταλισμός, αποτελεί στην πραγματικότητα την πεμπτουσία της Σχολής του Σικάγου που θέλει να επιβάλει τις ιδέες της ιδιωτικοποίησης, της απορύθμισης, της συντριβής των συνδικάτων και την πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού κράτους σε όφελος του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

                                                                                 10.4.2011

 * O Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών.

 

ΠΗΓΗ: http://www.ytolios.gr/keimeno.php?ei=anak&id=266

 

 Συνέχεια στο Μέρος ΙΙ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.