Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΩΝ ΤΟΚΩΝ Ι:
Οι διαπλανητικές συγκρούσεις συμφερόντων, η ευρωπαϊκή διάσταση, οι τρόποι επίλυσης της κρίσης δανεισμού, η ανάγκη εξόφλησης του ελληνικού χρέους, τα προβλήματα της χώρας μας και η υποχρέωση προστασίας του πλούτου της
Του Βασίλη Βιλιάρδου*
“Ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, χωρίς μία ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης, η οποία αντιλαμβάνεται αφενός μεν ότι οφείλει να ανταγωνισθεί σε ένα όλο και πιο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αφετέρου δε ότι επιβάλλεται να παρέχει γενναιόδωρα προγράμματα περίθαλψης και παιδείας, για τα θύματα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης” (Keynes).
Πληθωρισμός ή αποπληθωρισμός; Οι Η.Π.Α., έχοντας την «τραυματική» εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης του 1930 και επιλέγοντας μεταξύ δύο κακών το καλύτερο («το μη χείρον βέλτιστο»), συνηγορούν εμφανώς υπέρ του πληθωρισμού. Έτσι διοχετεύουν, με τη βοήθεια της Fed, τεράστιες ποσότητες χρήματος στις αγορές, χωρίς να υπολογίζουν τα εισοδηματικά ασθενή «στρώματα» των Πολιτών τους – πιστεύοντας ότι, μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις πληθωριστικές «παρενέργειες», μεταξύ των οποίων με τις κοινωνικές αναταραχές. Άλλωστε, διαθέτοντας «μονοπωλιακά» το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα ($), έχουν τη δυνατότητα να εξοφλούν εύκολα τις υποχρεώσεις τους, «τυπώνοντας» απλά καινούργιο χρήμα.
Η Γερμανία, η οποία έχει «πληγεί» δύο φορές στην πρόσφατη ιστορία της από τον υπερπληθωρισμό, ο οποίος κατέστρεψε τόσο το νόμισμα, όσο και την κοινωνική συνοχή της (ενώ την οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), τάσσεται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό υπέρ του αποπληθωρισμού – υπέρ της διατήρησης καλύτερα ενός σταθερού, ελεγχόμενου επιπέδου τιμών της τάξης του 2%, το οποίο δεν «εκβάλλει» υποχρεωτικά στην ύφεση. Ακριβώς για το λόγο αυτό, επιλέγει μία οικονομική πολιτική λιτότητας, «επιβάλλοντας» στους «εταίρους» της ένα αυστηρό «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας», το οποίο συνδέει τους μισθούς με την παραγωγικότητα, καθώς επίσης τις κοινωνικές παροχές με τα «αποτελέσματα» των προϋπολογισμών τους – «αψηφώντας» επίσης τους Πολίτες.
Από την άλλη πλευρά, οι πλεονασματικές χώρες και ειδικά αυτές που διαθέτουν υψηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις, όπως η Γερμανία, είναι προφανώς εναντίον του πληθωρισμού – ο οποίος μειώνει σημαντικά (ανάλογα με το ύψος του) την αξία των χρημάτων, ενώ περιορίζει ταυτόχρονα τα «πραγματικά» πλεονάσματα (πόσο μάλλον αφού, οι αυξημένες τιμές πώλησης, ακολουθούν συνήθως με καθυστέρηση τον πληθωρισμό). Κατ’ επέκταση, οι πλεονασματικές χώρες είναι υπέρ της αύξησης των βασικών επιτοκίων δανεισμού, τα οποία περιορίζουν τις πληθωριστικές πιέσεις – ενώ αυξάνουν τους «τοκογλυφικούς» τόκους των κεφαλαίων, γεγονός που επιδιώκουν ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες τους.
Με τη σειρά τους οι ελλειμματικές χώρες, ιδιαίτερα αυτές που υποφέρουν από υψηλά δημόσια χρέη και ελλείμματα των προϋπολογισμών τους, όπως οι Η.Π.Α. (το έλλειμμα του προϋπολογισμού της υπερδύναμης ανήλθε στα 222 δις $ το Φεβρουάριο, ενώ οι καθαροί τόκοι εξυπηρέτησης του τεράστιου δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. υπολογίζεται να τριπλασιαστούν – από 185 δις $ το 2010 στα 554 δις $ το 2015), τοποθετούνται υπέρ του πληθωρισμού, αφού μειώνει σταδιακά το πραγματικό χρέος, ενώ περιορίζει το «βάρος» των ελλειμμάτων, ως ποσοστό επί του πληθωριστικά αυξανόμενου ΑΕΠ κλπ. Επομένως, είναι υπέρ των χαμηλών επιτοκίων, αφού διαφορετικά απειλούνται από τους υψηλούς τόκους.
Πρόκειται λοιπόν για μία εμφανέστατη, στενή αλλά και ευρύτερη σύγκρουση συμφερόντων, η οποία αφορά αφενός μεν «εσωτερικά» τη δύση (ΕΕ, Η.Π.Α., Ιαπωνία), αφετέρου το σύνολο του πλανήτη. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στα αριστερά του οποίου εμφανίζονται οι σημαντικότερες πλεονασματικές χώρες, ενώ στα δεξιά οι ελλειμματικές, είναι χαρακτηριστικός, σε σχέση με τα δύο «αντίπαλα στρατόπεδα»:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Πλεονασματικές – Ελλειμματικές χώρες σε δις $ – Εκτιμήσεις 2009
Α/Α |
Χώρα |
Ισοζύγιο |
Α/Α |
Χώρα |
Ισοζύγιο |
|
|
|
|
|
|
1 |
Κίνα |
297,10 |
1 |
Η.Π.Α. |
-419,90 |
2 |
Ιαπωνία |
140,60 |
2 |
Ισπανία |
-74,47 |
3 |
Γερμανία |
135,10 |
3 |
Ιταλία |
-66,57 |
4 |
Νορβηγία |
55,32 |
4 |
Γαλλία |
-56,13 |
5 |
Ρωσία |
48,97 |
5 |
Καναδάς |
-36,13 |
6 |
Ολλανδία |
42,72 |
6 |
Ελλάδα |
-34,30 |
7 |
Νότια Κορέα |
42,67 |
7 |
Μ. Βρετανία |
-32,68 |
8 |
Ταϊβάν |
42,57 |
8 |
Ινδία |
-31,54 |
9 |
Ελβετία |
35,91 |
9 |
Αυστραλία |
-29,89 |
10 |
Κουβέιτ |
32,01 |
10 |
Βραζιλία |
-24,30 |
11 |
Μαλαισία |
30,46 |
11 |
Πορτογαλία |
-23,38 |
12 |
Σουηδία |
29,50 |
12 |
Ιράκ |
-19,90 |
13 |
Σαουδική Αραβία |
26,50 |
13 |
Τουρκία |
-13,96 |
14 |
Σιγκαπούρη |
25,35 |
14 |
Ν. Αφρική |
-11.53 |
15 |
Χονγκ Κονγκ |
18,40 |
15 |
Μεξικό |
-10.12 |
Πηγή: The World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Ο τρίτος παράγοντας τώρα, ο οποίος «συμμετέχει» επίσης στη «σύγκρουση», είναι οι κυρίαρχοι κλάδοι των αντιμαχομένων οικονομιών. Η Γερμανία (όπως η Κίνα, αλλά και αρκετές άλλες χώρες), «υποστηρίζεται» κυρίως από τη βιομηχανία της – από την παραγωγή δηλαδή, η οποία είναι «υπεύθυνη» για την οικονομική της πρόοδο.
Αντίθετα, η οικονομία των Η.Π.Α. βασίζεται στο χρηματοπιστωτικό κλάδο, μέσω του οποίου επεκτείνεται «κυριαρχικά» σε όλες τις υπόλοιπες χώρες – επίσης στις αναπτυσσόμενες. Έχοντας δε εξελίξει τα μέγιστα το «χρηματοπιστωτικό θηρίο», πλαισιώνοντας το με πλήθος άλλους «οργανισμούς» (εταιρείες αξιολόγησης, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, επιφανείς οικονομολόγους, διεθνείς χρηματιστές, πανίσχυρα Hedge funds, μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ), έχει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει τεράστια κέρδη, τα οποία φυσικά μονοπωλούνται από τον πλούσιο ιδιωτικό της τομέα – το Καρτέλ και τη Wall Street.
Η Ιαπωνία τώρα ευρίσκεται κάπου ενδιάμεσα, αφού είναι πλεονασματική, έχοντας ταυτόχρονα υψηλότατο δημόσιο χρέος (πλησιάζει το 220% του ΑΕΠ της), αλλά και απίστευτα μεγάλες ιδιωτικές αποταμιεύσεις (τριπλάσιες σχεδόν του ΑΕΠ της) – ενώ στηρίζεται στη βιομηχανική παραγωγή, ιδιαίτερα δε στην υψηλή τεχνολογία. Ο πρόσφατος όμως σεισμός τεραστίου μεγέθους, φαίνεται ότι θα αποσταθεροποιήσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της, ειδικά επειδή ο προϋπολογισμός της συνεχίζει να είναι ελλειμματικός (περί το 10%). Ας μην ξεχνάμε ότι, η προηγούμενη μεγάλη σεισμική καταστροφή στη χώρα (το 1995, ισχύος 7,3 ρίχτερ), κόστισε περί τα 110 δις € στην οικονομία της, η οποία συνεχίζει να πλήττεται από μία ύφεση (deflation) που έχει διαρκέσει πάνω από 20 χρόνια.
Συνεχίζοντας, ένας τέταρτος ίσως συγκρουσιακός παράγοντας, ο οποίος όμως δεν βρίσκει αντιμέτωπη τη δύση μεταξύ της, είναι οι πρώτες ύλες και ειδικά η ενέργεια – όπου οι «αντίπαλοι» είναι η Ρωσία, η Βραζιλία (η Ν. Αμερική γενικότερα), το Ιράν, μέρος της Αφρικής, οι χώρες του κόλπου κλπ. Το ισχυρό νόμισμα στην προκειμένη περίπτωση, το οποίο όμως απαιτεί «αποπληθωριστικό» πλαίσιο (αύξηση επιτοκίων κλπ), είναι υπέρ των χωρών που δεν διαθέτουν ενεργειακό πλούτο και εναντίον αυτών (Ασία) που στηρίζονται στις εξαγωγές απλών καταναλωτικών αγαθών – ενώ ο πληθωρισμός, ιδίως αυτός που επικεντρώνεται στις τιμές των τροφίμων, είναι καταστροφικός για τις φτωχές, αναπτυσσόμενες οικονομίες (Ασία, Αφρική κλπ), οι οποίες κινδυνεύουν σε μεγάλο βαθμό από «αποσταθεροποιητικές» εξεγέρσεις των πλειοψηφικά πεινασμένων Πολιτών τους.
Φυσικά ο πληθωρισμός, ιδίως ο υπερπληθωρισμός, περιορίζοντας τα πραγματικά εισοδήματα και αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων, είναι «θανατηφόρος» για τα αδύναμα στρώματα του πληθυσμού οποιασδήποτε χώρας του πλανήτη (μισθωτούς, συνταξιούχους κλπ) – αφού τα πλουσιότερα τμήματα έχουν τη δυνατότητα να ισορροπήσουν τις όποιες απώλειες του, απολαμβάνοντας υψηλότερες αμοιβές, επενδύοντας τα χρήματα τους σωστά ή αυξάνοντας την κερδοφορία των επιχειρήσεων τους.
Η παγκόσμια κατάσταση λοιπόν σήμερα, έτσι όπως διαμορφώνεται τουλάχιστον από τους παραπάνω παράγοντες, είναι μάλλον επικίνδυνα θολή – με τις όποιες προβλέψεις, σε σχέση με την εξέλιξη της, τουλάχιστον εξαιρετικά δύσκολες. Επομένως, η «ρητορική» ερώτηση, με την οποία ξεκινήσαμε το κείμενο μας, εάν δηλαδή βρεθούμε αντιμέτωποι τελικά με (υπερ)πληθωρισμό ή με αποπληθωρισμό, είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί – αφού εξαρτάται από πάρα πολλούς, αντικρουόμενους παράγοντες, καθώς επίσης από τις χώρες που τελικά θα επικρατήσουν.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η κρίση στην Ευρώπη έχει αναμφίβολα «αναζωπυρωθεί». Εκτός αυτού, όλα όσα ισχύουν σε παγκόσμια κλίμακα, σε σχέση με τη σύγκρουση συμφερόντων των ελλειμματικών με τις πλεονασματικές χώρες, όσον αφορά τις επιλογές μεταξύ πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού, το ύψος των επιτοκίων κλπ, ισχύουν προφανώς και για το εσωτερικό της Ευρώπης.
Περαιτέρω, η Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει τη στάση πληρωμών, διατηρώντας την ανεξαρτησία της, αφού δυστυχώς υποχρεώθηκε στην καταστροφική πολιτική του ΔΝΤ, ενώ έχασε την πρόσβαση της στις «αγορές» – χωρίς ουσιαστικό λόγο, αφού το συνολικό χρέος της είναι το μικρότερο στην Ευρωζώνη (μόλις 252% του ΑΕΠ της). Ο δανεισμός που απαιτείται, ύψους 22,54 δις € επί πλέον αυτών του μηχανισμού στήριξης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (αν και τελικά πιθανολογούμε ότι θα «βοηθήσει» η Γερμανία, έναντι πολλαπλών βέβαια ανταλλαγμάτων).
Επίσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος, το οποίο «εκβάλει» στο χρέος, αφού οι τόκοι αυξάνονται (στα 16 δις € το 2011 – ήτοι στο 30% περίπου των εσόδων), ενώ τα έσοδα περιορίζονται, επειδή το ΑΕΠ μειώνεται λόγω των «υφεσιακών» ΔΝΤ-μέτρων που έχουν ληφθεί. Για παράδειγμα, επειδή τα έσοδα αντιστοιχούν στο 22% περίπου του ΑΕΠ, όταν το ΑΕΠ μειώνεται κατά 10 δις €, τα έσοδα περιορίζονται κατά 2,2 δις €. Επομένως, οι υψηλότεροι συντελεστές φορολόγησης (ΦΠΑ κλπ) δεν σημαίνουν αυτόματα την είσπραξη περισσοτέρων φόρων σε απόλυτα μεγέθη – αφού ο τζίρος της οικονομίας, το ΑΕΠ μας δηλαδή, μειώνεται.
Τέλος οι δαπάνες, λόγω της μείωσης των μισθών, των συντάξεων κλπ, ουσιαστικά «αντισταθμίζονται», από τον περιορισμό της κατανάλωσης, καθώς επίσης από την ανεργία και τα αποτελέσματα της. Κατ’ επέκταση, δυστυχώς για τη χώρα μας, αλλά και για το ΔΝΤ, το οποίο «απειλείται» με ολοκληρωτική αποτυχία (με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μην «ευοδωθούν» τα σχέδια των Η.Π.Α., όσον αφορά την «εισβολή» τους στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, δια μέσου της ελληνικής «κερκόπορτας»), η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώνεται σε μεγάλο βαθμό. Ίσως για το λόγο αυτό έχασε τον αυτοέλεγχο του ο διευθύνων σύμβουλος του «ταμείου», βρίζοντας με έναν άθλιο τρόπο τη χώρα μας, τουλάχιστον εξευτελιστικό για τον ίδιο – εκτός εάν αποτελεί μέρος ενός «υπόγειου σεναρίου».
Συνεχίζοντας, η Ιρλανδία δεν πρόκειται επίσης να αποφύγει το μοιραίο, παρά το ότι προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της – αρνούμενη υπερήφανα, ακόμη και στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, να αποδεχθεί την ηγεμονία της Γερμανίας. Με συνολικό χρέος που υπερβαίνει το 700% του ΑΕΠ της, καθώς επίσης με τους Ισολογισμούς των τριών μεγαλύτερων τραπεζών της να ξεπερνούν το 200% του ΑΕΠ της, θεωρούμε μάλλον απίθανο να αρκεσθεί στα περίπου 85 δις € του μηχανισμού στήριξης – από τα οποία έχει η ίδια αναλάβει το 20%.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία «πλήττεται» από το δημόσιο χρέος, από τους τόκους του καλύτερα, η Ιρλανδία υποφέρει από το ιδιωτικό χρέος (τράπεζες), το οποίο μεταφέρεται δυστυχώς από την κυβέρνηση της, στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και από εκεί στο χρέος. Όταν αρχίσει δε να εφαρμόζεται και στην Ιρλανδία η «υφεσιακή» πολιτική του ΔΝΤ, παρά τις όποιες αντιρρήσεις της νέας κυβέρνησης της, η οποία διαδέχθηκε αυτήν που ουσιαστικά άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στους συνδίκους του διαβόλου, τα δεδομένα της οικονομίας της προφανώς θα επιδεινωθούν πολύ περισσότερο.
Όσον αφορά την Πορτογαλία, φαίνεται ότι τελικά θα υποκύψει με τη σειρά της, παρά το ότι το δημόσιο χρέος της υπολογίζεται στο 85% του ΑΕΠ της το 2010. Το συνολικό χρέος της, δημόσιο και ιδιωτικό, υπερβαίνει το 323% το ΑΕΠ της, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού της το 2010 διαμορφώθηκε μεν στο 7,3% του ΑΕΠ (από 9,4% το 2009), αλλά με τη βοήθεια της «δημιουργικής λογιστικής» – αφού οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της μεγάλης εταιρείας τηλεπικοινωνιών (Portugal Telekom), ύψους περί τα 2 δις €, «μεταφέρθηκαν».
Το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην (τεχνητή) αύξηση των κρατικών εσόδων κατά 1,1% του ΑΕΠ, με την ανάλογη «πλασματική» μείωση του ελλείμματος. Η ανακάλυψη της συγκεκριμένης «εξαπάτησης» έγινε από την J.P. Morgan, η οποία προφανώς θα επιθυμούσε να βοηθήσει τους «συναδέλφους» της πραιτοριανούς των τοκογλύφων, το ΔΝΤ δηλαδή, να εισβάλλουν ανενόχλητοι στην τρίτη χώρα της Ευρωζώνης.
Εκτός αυτού, παρά το ότι η κυβέρνηση της Πορτογαλίας ισχυρίζεται ότι θα επιτευχθεί ανάπτυξη, η κεντρική τράπεζα της χώρας προβλέπει ύφεση της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ – με αποτέλεσμα την αδυναμία περιορισμού των ελλειμμάτων. Τέλος, τα υψηλά επιτόκια του νέου δανεισμού της χώρας από τις «αγορές» (5,99% την τελευταία φορά, για δάνειο ύψους 1 δις € μόλις), δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Η Ισπανία τώρα υποτιμήθηκε από την Moody’s, κυρίως λόγω του ότι η εταιρεία αξιολόγησης προέβλεψε πως η διάσωση των τοπικών τραπεζών της θα κοστίσει πολύ περισσότερο, από τα 20 δις € που ισχυρίζεται η κυβέρνηση της (κατά την Moody’s το κόστος θα ανέλθει στα 40-50 δις €, τα οποία θα μπορούσαν να αυξηθούν στα 110-120 δις €). Παράλληλα, η ανεργία (20%) συνεχίζει να μαστίζει τη χώρα, όπως επίσης η κρίση στον κλάδο των ακινήτων, η οποία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Παρά το ότι λοιπόν η ΕΚΤ προσπαθεί να διατηρήσει έξω από την κρίση την Ισπανία (άρθρο μας), ισχυριζόμενη ότι έχει λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, η κατάσταση της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Εμείς τουλάχιστον θεωρούμε αρκετά επικίνδυνη και την Ιταλία η οποία, με δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ της (συνολικό 315%), με πολιτικά προβλήματα, καθώς επίσης με έντονες «συνέπειες» από την αναταραχή στη Λιβύη (εισαγωγές πετρελαίου, επενδύσεις, μεταναστευτικό), δεν είναι σε τόσο καλή οικονομική θέση, όσο μας παρουσιάζεται.
Συμπερασματικά λοιπόν, έχουν συσσωρευτεί αρκετά γκρίζα σύννεφα στον ουρανό της Ευρωζώνης, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να μην προκαλέσουν μία καταστροφική καταιγίδα – ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξαιρετικά δύσκολη θέση, στην οποία ευρίσκεται η ΕΚΤ, έχοντας αγοράσει αρκετά ομόλογα των «προβληματικών» χωρών της ένωσης. Επίσης, τη θέση εκείνων των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες ασφαλίζουν τα δημόσια ομόλογα (CDS), όπως για παράδειγμα η αμερικανική AIG. Μία ενδεχόμενη στάση πληρωμών κάποιας χώρας, θα πυροδοτούσε αναμφίβολα μία ασφαλιστική βόμβα μεγατόνων, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το σύστημα.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 12. Μαρτίου 2011, viliardos@kbanalysis.com
* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.