Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα
Του Μητρ. Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου Ανδρέα Νανάκη*
Η δικτατορία του 1967 δεν ήλεγχε την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρχής γενομένης από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομο Β΄. Το 1967 συνεχίστηκε η προσπάθεια του Μεταξά για τη χειραγώγηση της Ιεραρχίας, με την επιβολή ως Αθηνών του από Τραπεζούντος Χρυσάνθου, το 1938. Τότε, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την εκλογή του κανονικώς εκλεγέντος, υπό του Σώματος της Ιεραρχίας, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η ηρωική έξοδος του Χρυσάνθου, που αρνήθηκε να ορκίσει τη γερμανόφιλη κυβέρνηση της Κατοχής (1941), όταν χωρίς να παραιτηθεί αποχώρησε από την Αρχιεπισκοπή, επανέφερε στον Θρόνο τον από την Ιεραρχία εκλεγέντα, Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Η δικτατορία του 1967 αναζήτησε έναν ιδεολογικό σύμμαχο και θεωρητικό καθοδηγητή του ελληνικού λαού, διότι βεβαίως η ίδια από μόνη της δεν μπορούσε να πείσει. Η εκκλησιαστική δομή που βρήκε στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και στην υπό την κανονική αναφορά της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία της Κρήτης, με Αρχιεπίσκοπο τον Ευγένιο και την Επαρχιακή του Σύνοδο, δεν εξυπηρετούσε τους ιδεολογικούς της στόχους. Συνεπώς, η δικτατορία αποφασίζει την κατάλυση της κανονικής εκκλησιαστικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Παύει τον Αθηνών Χρυσόστομο Β΄, διορίζει Αριστίνδην Σύνοδο από αρχιερείς και επιβάλλει ως Αρχιεπίσκοπο τον αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.
Η κατάλυση της εκκλησιαστικής κανονικότητας
Η δικτατορία του 1967 αποφάσισε να ελέγξει σύνολο το σώμα της Ιεραρχίας με την τοποθέτηση αρχιερέων, προσκείμενών της. Οι χριστιανικές αδελφότητες είχαν ισχυρές προσβάσεις στην ελληνική κοινωνία. Με τα έντυπά τους, «Ζωή», «Σωτήρ», «Ακτίνες», «Ελληνικό Φως», τους κύκλους, και τις συναθροίσεις, ασκούσαν επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα. Η προσπάθεια αναδείξεως στην πολιτική του προέδρου της «Χριστιανικής Ενωσης Επιστημόνων», Αλέξανδρου Τσιριντάνη, δεν τελεσφόρησε, από φόβο κυρίως ότι ένα τέτοιο γεγονός θα καθιστούσε τον πολιτικό κόσμο της χώρας, αλλά και τα ανάκτορα, υποκείμενα στις χριστιανικές αδελφότητες και οργανώσεις, η δε δυναμική τους μπορούσε να ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Η δικτατορία του 1967, με την επισκοποίηση αρχιμανδριτών από τις χριστιανικές αδελφότητες, αποκτούσε ισχυρά και ποικίλα ερείσματα σε όλο αυτόν τον χώρο, οι δε οργανώσεις ισχυροποιούσαν τις προσβάσεις στις κρατικές δομές, ιδιαίτερα βέβαια στους πρώτους χρόνους της δικτατορίας, διότι και οι άνθρωποι των αδελφοτήτων στην πορεία θα αποστασιοποιηθούν από το καθεστώς. Βέβαια, οι αρχιερείς που εξελέγησαν στη δικτατορία από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου προήρχοντο από τις χριστιανικές αδελφότητες, όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.
Ο Ιερώνυμος προχώρησε την περίοδο 1967-1971 σε εκλογές 29 μητροπολιτών, από την Αριστίνδην όμως Σύνοδο και όχι από το σύνολο σώμα της Ιεραρχίας, όπως συνέβαινε στην προ της δικτατορίας εποχή. Ετσι, ο Ιερώνυμος είχε ελέγξει αρκούντως την Ιεραρχία. Η εκκλησιαστική όμως κρίση επωαζόταν και διευρυνόταν από την αντιπαλότητα και την απαξίωση που αισθάνονταν ο Ιερώνυμος και ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών του, στην προ της 21ης Απριλίου 1967, Πρεσβυτέρα Ιεραρχία. Δεν μπόρεσε να υπερβεί την παράμετρο της προσωπικής του πικρίας, όταν στις δεκατρείς αρχιερατικές εκλογές του 1965, η Ιεραρχία αγνόησε και δεν εξέλεξε μητροπολίτη τον εξηντάχρονο καθηγητή της Θεολογικής Θεσσαλονίκης, Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη, παρ’ όλες τις πιέσεις των ανακτόρων, πρωθιερέας των οποίων ήταν.
Η απαξίωση κορυφώθηκε με την αξιόμεμπτη πράξη του εξαναγκασμού επτά αρχιερέων σε έκπτωση ή παραίτηση. Για να αποφύγουν τη μεθοδευμένη συκοφάντησή τους, εξαναγκάσθηκαν οι πέντε αρχιερείς από το καθεστώς να υποβάλουν την παραίτησή τους, για λόγους υγείας και οι δύο να κηρυχθούν έκπτωτοι. Θύμα των ιδεολογικών εμμονών των τότε εκκλησιαστικών κρατούντων, υπήρξε και ο λαμπρός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου, διαπρεπής και οραματιστής ιεράρχης, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
Αντίδραση της Ιεραρχίας και παραίτηση του Ιερωνύμου
Ο Καταστατικός Χάρτης του 1969 όριζε ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) θα διορίζεται με εκλογή των προέδρων των επιτροπών, από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως έγινε τον Μάρτιο του 1969. Η ΔΙΣ δεν θα συγκροτείται κατά την κανονική τάξη των πρεσβείων αρχιεροσύνης και με ίσο αριθμό αρχιερέων από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και τις Νέες Χώρες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας εξέφραζε τη λύπη του για το γεγονός προς τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Φεβρουάριο του 1969, διότι ο νόμος καταργούσε την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.
Στη συγκρότηση της επόμενης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, τον Νοέμβριο του 1972, η Ιεραρχία αντέδρασε σθεναρά και δυναμικά στη φαρμακίδειο, πολιτειοκρατική αντίληψη του Ιερωνύμου και των περί αυτόν ιεραρχών. Επικεφαλής υπήρξαν οι αρχιερείς Κορίνθου Παντελεήμων, Πειραιώς Χρυσόστομος και οι Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Φλωρίνης Αυγουστίνος, οι οποίοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ετσι, επέτυχαν στις 5 Απριλίου 1973 να ακυρωθεί η συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με τη διαδικασία που είχε προβλέψει η δικτατορία.
Ο Ιερώνυμος, στις 25 Μαρτίου 1973, υπέβαλε παραίτηση, αλλά με κυβερνητική παρέμβαση την ανακάλεσε. Στις 10 Μαΐου 1973 συγκλήθηκε η Ιεραρχία και τέθηκαν σε ψηφοφορία η πρόταση του Ιερωνύμου για συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με ψηφοφορία από την Ιεραρχία και η πρόταση της Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας για τη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, κατά τα πρεσβεία αρχιεροσύνης, όπως όριζε η πατριαρχική τάξη.
Για μία ακόμα φορά μετά το 1938, όταν παρ’ όλες τις πιέσεις του Μεταξά, η Ιεραρχία εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Δαμασκηνό, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 10 Μαΐου 1973, παρ’ όλη τη στήριξη του δικτατορικού καθεστώτος του Παπαδόπουλου προς τον Ιερώνυμο και τους περί αυτόν, αντέστη σθεναρά, ρωμαλέα και αποφασιστικά. Ολοι δε όσοι υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία συστοιχίστηκε με τη δικτατορία, ας προσεγγίσουν τα γεγονότα χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις και αγκυλώσεις, αλλά με αντικειμενικότητα και ρεαλισμό. Στην κρίσιμη και καθοριστική εκείνη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τριάντα τρεις αρχιερείς ψήφιζαν εναντίον του Ιερωνύμου και είκοσι εννέα υπέρ αυτού. Ο Φλωρίνης Αυγουστίνος θα δηλώσει στην Ιεραρχία: «Πατριαρχικόν και Ιερωνύμειον σύστημα συνεκρούσθησαν, ενίκησεν όχι το “Αριστίνδην” του κ. Ιερωνύμου, αλλά το Πατριαρχικόν».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Νοέμβριο του 1973, απέρριψε την προσφυγή των ιερωνυμικών εναντίον της παραπάνω απόφασης της Ιεραρχίας. Στις 15 Δεκεμβρίου 1973, ο Ιερώνυμος πλέον υπέβαλε τελικά την παραίτησή του.
Η αποτυχία της πολιτικής της δικτατορίας
Η παραίτηση του Ιερωνύμου υπήρξε ο αναμενόμενος επίλογος της πλήρους αποδυναμώσεώς του. Ο ίδιος είχε εγκαταλείψει τον βασιλέα και τα ανάκτορα στο κίνημα του 1967, ενώ ήταν πνευματικός και πρωθιερέας των ανακτόρων. Είχε προταθεί στη θέση αυτή από τον γέροντά του Αθηνών Χρύσανθο.
Ο Ιερώνυμος, δυστυχώς, όταν ήλεγξε την Ιεραρχία, δεν προχώρησε στη συμφιλίωση και στην ενότητά της. Στηριζόταν σε μερίδα ιεραρχών που είχε εκλέξει και ταυτίστηκε με τη δικτατορία. Λέγεται ότι ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, Επίσκοπος Ανδρούσης τότε και ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος, Επίσκοπος τότε Βρεσθένης, ο οποίος προς τιμήν του αρνήθηκε να ενθρονιστεί μητροπολίτης Αττικής, μη αποδεχόμενος την εκλογή από Αριστίνδην Σύνοδο, προσπάθησαν να τον πείσουν, να πορευθούν προς τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος 1973), αλλά εκείνος δεν το τόλμησε, με ό,τι η άρνηση εκείνη σηματοδότησε για σύνολη την πορεία μας.
Ο αντιπολιτευόμενος το καθεστώς Τύπος της εποχής εκείνης παρακολουθούσε, προέβαλλε τη ρήξη της ιεραρχίας με τον Ιερώνυμο, που είχε ταυτιστεί με τη δικτατορία και δικαίωνε τους αρχιερείς της Ιεραρχίας, οι οποίοι ασκώντας αντιπολίτευση στον Ιερώνυμο, στρέφονταν σαφέστατα εναντίον της δικτατορίας.
Η θεραπεία της κανονικότητας στην Εκκλησία της Ελλάδος προήλθε από την Πρεσβυτέρα Ιεραρχία, τους τριάντα πέντε αρχιερείς, που είχαν εκλεγεί πριν από την 21η Απριλίου 1967. Συνήλθε η Πρεσβυτέρα Ιεραρχία, με πρόεδρο των Καλαβρύτων Γεώργιο και εξέλεξε τον Σεραφείμ, (12 Ιανουαρίου 1974), νέο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Εργα του Ιερωνύμου είναι το Διορθόδοξο Κέντρο της Πεντέλης, το νοσοκομείο για κληρικούς, το Ιεραποστολικό Κέντρο, αλλά και η διαμόρφωση ικανών φιλανθρωπικών δομών. Δεν αρνούμαστε τις όποιες αγαθές προθέσεις του Ιερωνύμου. Εγινε, όμως, Αρχιερέας και Αρχιεπίσκοπος, από καθηγητής Πανεπιστημίου, έχοντας επιλύσει ακαδημαϊκά (δηλαδή στο θεωρητικό επίπεδο, χωρίς εμπειρία των πρακτικών προκλήσεων του εκκλησιαστικού ποιμένα), όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα και πορεύθηκε με πνεύμα διαιρετικό. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να οδηγηθεί η πρωθιεραρχική του διακονία στο οριστικό αδιέξοδο και στην κατάρρευση.
* Ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας Νανάκης είναι καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ και πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής της Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης. [Συμπληρωματικό βιογραφικό από τΜτΒ: http://users.auth.gr/nanakis/]
ΠΗΓΗ: 11 Ιουνίου 2017, http://www.kathimerini.gr/913375/article/epikairothta/ellada/h-ekklhsia-ths-ellados-kai-h-xoynta
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τΜτΒ.