Η Δυναμική του Ελλ. Δημοσίου Χρέους – Ιδεολογία της

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

 

Των Θεόδωρου Μαριόλη και Κώστα Παπουλή*

 

Στο παρόν άρθρο διερευνούμε τη μακροχρόνια μεταβολή ή, αλλιώς, «δυναμική» του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΠΔΧ, εφεξής) και διαπιστώνουμε ότι αυτό το μέγεθος, το οποίο ανήλθε στο 113.4% το 2009, είναι μάλλον απίθανο να περιοριστεί ή, έστω, να σταθεροποιηθεί. Περισσότερο απίθανο είναι να προσαρμοσθεί στο επίπεδο του 60% της «Συνθήκης του Μάαστριχτ». Στόχος μας δεν είναι η πραγματοποίηση μίας «άσκησης επί χάρτου», αλλά η ανάδειξη ορισμένων δομικών προβλημάτων της υπαγμένης στην ΟΝΕ ελληνικής οικονομίας.

* Ο Θ. Μαριόλης είναι Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου και Managing Editor του Bulletin of Political Economy.

Ο Κ. Παπουλής είναι Πολιτικός Μηχανικός, Msc στην Περιφερειακή Ανάπτυξη.

Η δυναμική του ΠΔΧ προσδιορίζεται, όπως είναι γνωστό, από τους ακόλουθους παράγοντες: (1) το τρέχον ύψος του ΠΔΧ, (2) το μέσο ονομαστικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, (3) τον πληθωρισμό, (4) τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού (αποπληθωρισμένου) ΑΕΠ, (5) το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ, και (6) τη δημιουργία νέου χρήματος για τη χρηματοδότηση του δημοσίου ελλείμματος (δηλ. την αύξηση της λεγόμενης «νομισματικής βάσης»). Οι παράγοντες (1) και (2) τείνουν να αυξήσουν το ΠΔΧ, ενώ όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες τείνουν να τον μειώσουν. Έπεται, λοιπόν, ότι όταν γνωρίζει κανείς (ή, καλύτερα, εκτιμά) τα ύψη όλων αυτών των παραγόντων (τα οποία δεν είναι, όμως, ανεξάρτητα μεταξύ των, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό), δύναται να προσδιορίσει πλήρως τη δυναμική του ΠΔΧ. Τονίζεται, ωστόσο, ότι στα πλαίσια της ΟΝΕ, και ως συνέπεια της κυριαρχίας μονεταριστικών θεωρήσεων, απαγορεύεται η νομισματική χρηματοδότηση του δημοσίου ελλείμματος (Άρθρο 101 της «Συνθήκης του Μάαστριχτ») και, επομένως, ο κατά σειρά τελευταίος παράγοντας δεν υφίσταται.

Στα ακόλουθα εκτιμούμε και σχολιάζουμε, βάσει έξι, εναλλακτικών, σεναρίων και για 21 έτη (δηλ. από το 2010 έως και το 2030), την εξέλιξη του ελληνικού ΠΔΧ υποθέτοντας (όχι εξωπραγματικά) ότι το μέσο ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους είναι σταθερό και ίσο με 5% (οι εκτιμήσεις των περισσοτέρων αναλυτών κυμαίνονται από το 5.1% έως το 5.5%, υπό την υπόθεση ότι τα λεγόμενα «spreads» θα εξομαλυνθούν), και ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός είναι σταθερός και ίσος με 2%. Παράμετροι της εκτίμησης είναι ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, στον οποίο δίνουμε τις τιμές 1% και 2%, και το ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο οποίο δίνουμε τις τιμές -3% (έλλειμμα), 0% και 1% (Οι υπολογισμοί βασίζονται στην «κλασική», θεωρητική ανάλυση του Spaventa, L., 1986, The growth of public debt: sustainability, fiscal rules, and monetary rules, Working Paper, WP/86/8, Fiscal Affairs Department, International Monetary Fund, την οποία αναπροσαρμόζουμε στις ανάγκες του παρόντος άρθρου).

Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων παρατίθενται στον Πίνακα που ακολουθεί, ενώ από την περαιτέρω ανάλυση αυτών (την οποία δεν εκθέτουμε χάρη συντομίας) είμαστε σε θέση να αντλήσουμε τα εξής συμπεράσματα:

(1) Σε όλες τις υπό θεώρηση περιπτώσεις το ΠΔΧ αυξάνεται συνεχώς, χωρίς όριο, δηλ. τα ελλείμματα είναι, όπως λέγεται, «μη διατηρήσιμα». Βεβαίως, η ταχύτητα αύξησης συναρτάται με τις τιμές των παραμέτρων της εκτίμησης (και είναι πολύ χαμηλή, συγκριτικά, στο κατά σειρά τελευταίο σενάριο, όπου το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό 2% και ο προϋπολογισμός εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα 1%).

 

 

Εκτίμηση της εξέλιξης του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, 2010-2030

ΡΥΘΜΟΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ

ΑΕΠ

                1%                                                              2%

2%

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ

ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ

ΔΗΜΟΣΙΟΥ

-3%

0%

1%

-3%

0%

1%

2010

118.6

115.6

114.6

117.4

114.4

113.44

2015

146.0

127.1

120.8

138.2

119.8

113.7

2020

176.2

139.8

127.7

160.0

125.5

113.9

2030

245.9

169.1

143.6

206.7

137.5

114.5

 

(2) Εάν, όπως αναμένεται, σημειωθούν, κατά το διάστημα 2010-2011, αρνητικοί ποσοστιαίοι ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ (ή/και πληθωρισμός μικρότερος από 2%), τότε το ΠΔΧ θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Για παράδειγμα, εάν σημειωθεί, το 2010, αρνητικός ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ίσος με -2% ή -3% και πληθωρισμός 1.5% (βλ. τις τελευταίες προβλέψεις του Διοικητή ΤτΕ), τότε η διατήρηση του ΠΔΧ στο ύψος του 113.4%, απαιτεί τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 6.3% ή 7.5% (!), αντιστοίχως (ας αναφερθεί ότι το 2009 σημειώθηκε πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 7.7%).

(3) Με ονομαστικό επιτό κιο 5% και πληθωρισμό 2%, η μακροχρόνια σταθεροποίηση του ΠΔΧ απαιτεί ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ μεγαλύτερο από 2.94%. Έτσι, για παράδειγμα, με πρωτογενές έλλειμμα 3% και με ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ίσο με 4%, το ΠΔΧ θα εξακολουθεί να αυξάνεται συνεχώς, αλλά θα τείνει να σταθεροποιηθεί στο ύψος του 294.7%, ενώ με έναν ρυθμό μεγέθυνσης ίσο με 5%, θα τείνει να σταθεροποιηθεί στο ύψος του 153.0% (και, για την ακρίβεια, θα φθάσει στο 90% αυτού του ύψους, δηλ. στο 137.7%, έπειτα από – περίπου – 48 έτη: βλ. Σχήμα 1).

Σχήμα 1. Περίπτωση σταθεροποίησης του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, με πρωτογενές έλλειμμα 3% και ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ 5%

(4) Με ονομαστικό επιτόκιο 5%, πληθωρισμό 2% και πρωτογενές έλλειμμα 3%, η συνεχής μείωση του ΠΔΧ απαιτεί ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ μεγαλύτερο του 5.7% (!). Έτσι, για παράδειγμα, η σταθεροποίηση του ΠΔΧ στο επίπεδο του κριτηρίου του Μάαστριχτ, δηλ. 60%, απαιτεί ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 8.4% (βλ. Σχήμα 2). Τέλος, με πρωτογενές πλεόνασμα 1%, η κατά το έτος 2030 μείωση του ΠΔΧ στο 60% απαιτεί ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 4.8%.

Σχήμα 2. Περίπτωση προσαρμογής του ελληνικού δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ στο κριτήριο του Μάαστριχτ, με πρωτογενές έλλειμμα 3% και ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ 8.4%

 

Από την προηγηθείσα ανάλυση συνάγεται ότι ο περιορισμός ή, έστω, η σταθεροποίηση του ελληνικού ΠΔΧ είναι μάλλον απίθανα σενάρια. Επειδή, κυρίως, απαιτούνται εξωπραγματικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ή/και πρωτογενή πλεονάσματα, των οποίων το ύψος ενδέχεται να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ενεργό ζήτηση (άρα, στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ και, κατ' επέκταση, στην εξέλιξη του ΔΠΧ) όσο και στην κοινωνική συνοχή. Τέλος, η νομισματική χρηματοδότηση του δημοσίου ελλείμματος, κατά ένα ορισμένο ποσοστό, δεν θα οδηγούσε μόνον σε απαίτηση μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και (1) σε αύξηση του πληθωρισμού, κατά ένα συγκριτικά μικρότερο ποσοστό, (2) σε μείωση του επιτοκίου, και (3) σε αύξηση του ΑΕΠ, και, επομένως, σε μάλλον σημαντική μείωση της ταχύτητας αύξησης του ΠΔΧ. Όμως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η νομισματική χρηματοδότηση απαγορεύεται στα πλαίσια της ΟΝΕ, με συνέπεια η χρηματοδότηση του ελλείμματος να γίνεται με δανεισμό και, έτσι, να ενεργοποιείται τάση ανόδου του επιτοκίου, η οποία ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ισχυρή (όπως, ακριβώς, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, λόγω των έντονα αρνητικών προσδοκιών που δημιουργεί στους δανειστές η συνεχώς μειούμενη διεθνής ανταγωνιστικότητά της).

Το ΠΔΧ συνιστά σύνθετο δείκτη της διαδικασίας αναπαραγωγής μίας εθνικής οικονομίας ως πολύπλοκο (δηλ. οικονομικό, δικαιο-πολιτικό και ιδεολογικό) σύστημα. Η κατά κανόνα ανοδική πορεία του ελληνικού ΠΔΧ, από το 1980 και μετά, δεν συνεπάγεται, όπως μηχανικά επαναλαμβάνεται, ότι «κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα χρωστάει περί τα 25000-30000 ευρώ». Και αυτό γιατί τα παιδιά των κατόχων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου θα κληρονομήσουν αυτά τα ομόλογα και, έτσι, θα λαμβάνουν τόκους και χρεολύσια. Αντιθέτως, και σε συνδυασμό με άλλους συζυγείς δείκτες (όπως π.χ. ο λόγος του συνολικού, δημοσίου και ιδιωτικού, εξωτερικού χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος εκτιμάται στα επίπεδα του 180%), η εν λόγω πορεία υποδηλώνει, στην πράξη, ότι η υπαγμένη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση διαδικασία αναπαραγωγής της ελληνικής οικονομίας είναι μη διαχειρίσιμη. Αν και θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά η εξέλιξη του ύψους και της σύνθεσης του συνολικού χρέους της Ελλάδας και, κυρίως, οι σχέσεις της με τη συνεχώς μειούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δύναται ήδη να λεχθεί ότι στους απαιτούμενους για την εξομάλυνση της κατάστασης ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ αντικατοπτρίζεται η εικόνα «μίας ισχυρής Ελλάδας μέσα σε μία ισχυρή Ευρώπη». Αλλά αντεστραμμένη.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.