Η δημιουργική συνέχεια
Του Άγγελου Καλογερόπουλου
Ἤτανε μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἡ δεκαετία τοῦ ’80 καὶ οἱ νέοι τῆς ἐποχῆς ποὺ τότε ἐνηλικιώνονταν εἶχαν ἤδη γευτεῖ τὴν γκρίζα ἐποχὴ τῆς χούντας καὶ τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς μεταπολιτευτικῆς δημοκρατίας. Ἄκουγαν ρὸκ καὶ ρεμπέτικα. Τὰ δημοτικὰ τραγουδια τὰ εἶχαν ταυτίσει μὲ τὶς ἐθνικιστικὲς τελετὲς τῆς δικτατορίας, ἡ λεγόμενη βυζαντινὴ μουσικὴ ἦταν ἀπούσα μαζὶ μὲ τὴν διοικούσα ἐκκλησία κι εἶχαν ἀρχίσει πιὰ νὰ βαριοῦνται τὸ πολιτικὸ τραγούδι καὶ νὰ νυστάζουν μὲ τὸ νέο κῦμα.
Ἀλλὰ εἴτε ἀπὸ τοὺς δρόμους τοῦ ρεμπέτικου, εἴτε λόγω τῆς συζήτησης γιὰ τὴν ἑλληνικότητα στὴ μουσική, ἄρχισε νὰ ξυπνᾶ τὸ ἐνδιαφέρον γι’αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε παραδοσιακὴ μουσική. Ἐξ ἄλλου ὁ Σαββόπουλος τραγουδοῦσε ἤδη τὸ «Κανονάκι» κι ἔβαζε τὸν Καλύβα νὰ αὐτοσχεδιάζει στὸ οὔτι. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι εἶχε προηγηθεῖ κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ ’70 ὁ Γιάννης Μαρκόπουλος, ὁ «Μπάλλος» τοῦ Σαββόπουλου καὶ συγκροτήματα ὅπως τὰ Ἀνάκαρα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στοιχεῖα τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς στὴ συγχρονη μουσικη δημιουργία.
Ἕνας Ἰρλανδός, ὁ Ρὸς Ντέιλυ, μᾶς ξάφνιασε μὲ τὴ μουσική του καὶ τὰ σπάνια ὄργανα ποὺ χρησιμοποιοῦσε μαζὶ μὲ τὴν κρητικὴ λύρα, κι ἕνα καινούργιο συγκρότημα, οἱ Δυνάμεις τοῦ Αἰγαίου, ἔφερναν ἕνα νέο ἀέρα ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ πολὺ παλιά. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι τοὺς ὑποδεχτήκαμε τότε σὰν ἕνα ρὸκ συγκρότημα ποὺ ἔπαιζε παραδοσιακὰ ὄργανα. Πήγαιναν πίσω στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τραγουδοῦσαν μ’ ἕνα σύγχρονο τρόπο. Με τὶς Δυνάμεις τοῦ Αἰγαίου μπορούσαμε νὰ τραγουδᾶμε τὰ παραδοσιακὰ τραγούδια χωρὶς νὰ θυμίζουμε τουριστικὲς ἀτραξιὸν ἢ τοὺς περιθωριακοὺς κύκλους τῶν ἐν Ἀθήναις ἐπαρχιωτῶν. Καὶ κάτι ἀκόμα: ξεφεύγαμε ἀπὸ τὸ συντηρητικὸ καὶ κλειστὸ πνεῦμα τοῦ Σίμωνος Καρᾶ, ποὺ ἡ σχολή του εἶχε ἤδη συγκεντρώσει πολλοὺς νέους. Χωρὶς ὅμως νὰ ξεφεύγουμε ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀρχὲς τοῦ σπουδαίου δασκάλου.
Τὴν ἄνθηση αὐτὴ ἀκολούθησε καὶ ἡ ἵδρυση τῶν μουσικῶν σχολείων ἀλλὰ καὶ ἡ ἵδρυση μουσικῶν τμημάτων στὴν ἀνώτατη ἐκπαίδευση. Ἕνα κλίμα εὐφορίας ἄρχισε νὰ δημιουργεῖται καὶ ὄργανα ὑπὸ ἐξαφάνιση ὅπως τὸ κανονάκι καὶ ὁ ταμπουράς, βρέθηκαν στὰ χέρια νέων μουσικῶν. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικό: ἡ μεταστροφὴ αὐτὴ εἶχε τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματά της καὶ στὶς συνθέσεις τῆς λεγόμενης σοβαρῆς σύγχρονης μουσικῆς, ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τοῦ τραγουδιοῦ μὲ συνθέτες ὅπως ὁ Νίκος Ξυδάκης ἢ ὁ Θανάσης Παπακωνσταντίνου.
Ὡστόσο, ἂν ἐξαιρέσει κανεὶς τὴν Ἐστουδιαντίνα τῆς Νέας Ἰωνίας τοῦ Βόλου ἢ σχήματα ὅπως τὸ Ἐν Χορδαῖς στὴ Θεσσαλονίκη δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ δημιουργηθεῖ μιὰ σημαντικὴ ὀρχήστρα ἑλληνικῆς μουσικῆς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημα μιᾶς ὁλοκληρωμένης παρουσιάσεως τόσο τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς στὸ σύνολό της ὅσο καὶ σύγχρονων ἔργων ποὺ ἀντλοῦν ἀπὸ τὴν παράδοση αὐτή.
Ἀλλὰ τί ἐξυπηρετεῖ ἕνα τέτοιο αἴτημα ἂν ὄχι μιὰ προσήλωση στὸ μουσικό μας παρελθὸν ποὺ ἀγνοεῖ τὶς σύγχρονες μουσικὲς ἐξελίξεις; Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὸ παρελθὸν δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀσφυκτικὲς ἀγκυλώσεις. Τὸ καινούργιο κρασὶ ἀπαιτεῖ νέους ἀσκούς. Ἡ παράδοση μᾶς μεταφέρει αὐτὴ τὴ γνώση γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν νέων ἀσκῶν.
Τέτοια αἰτήματα δὲν θὰ εἶχαν νόημα στὴ δεύτερη δεκαετία τοῦ 21ου αἰώνα, ἂν ἡ πνευματικὴ καὶ μουσικὴ ζωὴ τοῦ τόπου μας δὲν εἶχε ὑποστεῖ μιὰ ἀναπηρία. Χρειάστηκε παραπάνω ἀπὸ ἕνας αἰώνας γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ἡ παραδοσιακή μας μουσικὴ (ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοσμικὴ) ἂν ὄχι ἰσάξια τῆς εὐρωπαϊκῆς, τουλάχιστον ἐξ ἴσου σεβαστή. Αὐτὸ βέβαια ὁδήγησε σὲ τραγελαφικὲς καταστάσεις ὅπως τὸ νὰ ἀκοῦμε τὴ «Συννεφιασμένη Κυριακὴ» ἢ τὸ «Μάγκες πιάστε τὰ γιοφύρια» μὲ συνοδεία συμφωνικῆς ὀρχήστρας! Ἀντιθέτως, μετριοῦνται στὰ δάχτυλα οἱ σοβαρὲς ἀπόπειρες ἀξιοποιήσεως τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς ἢ ὁ δημιουργικὸς πειραματισμὸς ποὺ θὰ ἀνταποκρινόταν στὶς σημερινὲς μουσικὲς ἀπαιτήσεις.
Ἀπὸ τὸ παρελθὸν ἀντλοῦμε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον. Οὔτε ἡ ἀντίληψη τῶν παραδοσιακῶν ὅτι παίζουν τὴ μουσικὴ αὐτὴ «ὅπως παλιὰ» (ἀλήθεια πότε ἤτανε αὐτὸ τὸ «παλιά»;) εὐσταθεῖ, οὔτε ἡ συνοδεία κλασικῶν ὀργάνων ἐξασφαλίζει τὴ σοβαρότητα καὶ τὸ κῦρος τῆς μουσικῆς.
Δυστυχῶς στὴ μουσικὴ -ὅπως καὶ στὴν κοινωνία- κυριάρχησαν ἀντιθετικὰ δίπολα: ἕνας μιμητισμὸς στὸ ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ποὺ μᾶς καθήλωνε στὰ ὅρια τοῦ ἐπαρχιωτισμοῦ ἢ μιὰ συντηρητικὴ ἐμμονὴ σὲ μιὰ γνήσια καὶ ἀνόθευτη παράδοση ποὺ μᾶς ἐγκλώβιζε στὸν ἀπομονωτισμό. Ἀπ’αὐτὴ τὴν στείρα ἀντιπαράθεση μᾶς ἀπελευθέρωνε -ὅσες φορὲς συνέβη αὐτὸ- ἡ δημιουργικὴ ἔμπνευση ξεχωριστῶν δημιουργῶν.
Ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ πρέπει νὰ συνεχίσει αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς δημιουργικῆς συνθέσεως ποὺ ὑπηρέτησαν ἕνας Σκαλκώτας, ἕνας Γιάννης Χρήστου ἢ ὁ Θεοδωράκης, ὁ Χατζηδάκης καὶ ὁ Σαββόπουλος. Ἡ βαθύτερη γνώση τῆς μουσικῆς μας παραδόσεως καὶ ἡ εὐρύτερη διάδοσή της ἐξυπηρετοῦν τὴν δημιουργικὴ αὐτὴ συνέχεια.
ΠΗΓΗ: Πρώτη έντυπη δημοσίευση στο περιοδικό «Φρέαρ», τχ3 σελ. 379-380. Το είδα: Τρίτη, 08 Απρίλιος 2014, Aντίφωνο.