Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται
Του Παύλου Ευδοκίμωφ*
Πάνω ἀπ’ ὅλους τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου, ἂν ξέρωμε νὰ ἀκοῦμε, τὸ νόημα τῶν πραγμάτων μᾶς θέτει ἐρωτήματα. Περισσότερο παρὰ ποτὲ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξις συνεπάγεται μιὰν ἀπαίτησι ἀναπόφευκτης σαφήνειας, θέτει τὴν μόνη σοβαρὴ ἐρώτησι, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀπευθυνθῇ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Στὸ ἐπίπεδο τῆς συνειδήσεως ξεγυμνωμένης ἀπὸ κάθε προκατάληψι, ὁ πιστὸς ἄνθρωπος τοῦ 20οῦ αἰῶνος καλεῖται νὰ εἰπῇ: τί εἶναι Θεός; καὶ ὁ ἄθεος ἄνθρωπος, ὁ ἀρνητής, νὰ καθορίση ποιό εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀρνήσεώς του.
Ἡ ἐρώτησις ξαφνιάζει καὶ ἂν ἡ ἀπάντησις ἀργῇ νὰ ἔλθῃ, ἡ σιωπὴ εἶναι δροσιστική. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις εἶναι ἀποκαλυπτικὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἕνας τρόπος ἀκόμα νὰ τοῦ εἰπῇς: ποιός εἶσαι;
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔλεγε: ὁ Θεὸς εἶναι Δημιουργός, Προνοητής, Σωτήρ, ἐπαναλαμβάνει τὰ κεφάλαια ἑνὸς ἐγχειριδίου, ἢ δίνει δείγματα μιᾶς θεωρητικῆς στάσεως, μιᾶς διαλεκτικῆς ἀποστάσεως ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ σ’ αὐτόν. Στὴν περίπτωσι αὐτὴ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τὸ πᾶν, ποὺ ἁρπάζει κανεὶς μὲ πάθος καὶ αὐθορμητισμὸ σὲ μιὰν ἄμεση παράδοσι τῆς ἀποκαλύψεώς του. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ αὐστηροὺς ἀσκητές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔλεγε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸν ὅπως ἕνας ἐραστὴς τὴν ἐρωμένη του1. Ἕνας ἐρωτευμένος, ἕνας παθιασμένος γιὰ τὸ ἀντικείμενό του, θὰ ἔλεγε: «Μά, εἶναι τὸ πᾶν!., εἶναι ἡ ζωή μου!… δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο!… ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία, εἶναι ἀνύπαρκτα». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, στὸ κορύφωμα τῆς καταπλήξεώς του, ἀφήνει ἁπλὰ νὰ ξεφύγη ἡ φράσις τοῦ Ἄσματος: «Σύ, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου…»2.
Ὁ ἀθεϊσμὸς δὲν ἀρνεῖται παρὰ μιὰν ἰδεολογία, ἕνα σύστημα, μιὰ θεωρία, τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἔκαμε κατάχρησι· δὲν ἀρνεῖται τὴν θεία πραγματικότητα, ἡ ὁποία δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο διὰ τῆς πίστεως.
Ἡ πατερικὴ παράδοσις παραιτεῖται ἀπὸ κάθε ὁρισμό, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι πέραν ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο λόγο: «Πᾶν νόημα… εἴδωλον Θεοῦ πλάττει καὶ οὐ Θεὸν καταγγέλλει», ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος3. Ἡ λέξις Θεὸς γιὰ τοὺς Πατέρες εἶναι μιὰ κλητικὴ ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Ἄρρητο.
Ἡ δυσκολία προκειμένου γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι μικρότερη. Αὐτὴ ἔκαμε ἤδη τὸν Θεόφιλον Ἀντιοχείας νὰ εἰπῇ: «Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου, κἀγώ σοι δείξω τὸν Θεόν μου»4. Τὸ θεῖο μυστήριο ἔρχεται νὰ ἀποκαλυφθῇ μέσα στὸν καθρέπτη τοῦ ἀνθρωπίνου. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος5ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον». Ὁ κρυπτὸς Θεός, ὁ μυστηριώδης, ὁ κεκρυμμένος ἐδημιούργησε τὸ ἄλλο ἐγώ του: τὸν κρυπτὸν ἄνθρωπον, ἄνθρωπο μυστηριώδη. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀναβλύζει μέσα στοὺς «λειμῶνες τῆς καρδιᾶς»6, μέσα στοὺς ἐλεύθερους χώρους της, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὰ τὰ δύο μυστηριώδη ὄντα, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος, θὰ συναντηθοῦν ἐκεῖ.
«Οὐ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται»7. Αὐτὴ ἡ βιβλικὴ προειδοποίησις γιὰ τοὺς Πατέρες σημαίνει: δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεὸ μὲ τὸ φῶς τοῦ λογικοῦ μας. Δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ δώσωμε ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ, γιατὶ κάθε ὁρισμὸς εἶναι ἕνας περιορισμός. Καὶ ἐν τούτοις, «ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι περισσότερον οἰκεῖος ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας».
Ἔχοντας ὁροθετήσει ἔτσι τὶς ἀδιάβατες ἀβύσσους, ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει εὐθὺς τὸ μυστηριῶδες ταίριασμά τους: «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται»8. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπερβαίνει τὴν ἴδια του ὑπερβατικότητα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν τραβᾶ ἀπὸ τὸ μηδέν του καὶ τὸν καλεῖ μὲ τὴν σειρά του νὰ ὑπερβῇ τὴν ἐνδοκοσμικότητά του πρὸς τὸν Ἅγιο. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ, διότι ὁ Ἅγιος (ὁ Θεός) θέλησε νὰ πάρη τὴν δική του μορφή. Πολὺ περισσότερο, ὁ «Ἀνὴρ ὀδύνης» μᾶς κάνει νὰ δοῦμε τὸν «Ἄνδρα ἐπιθυμιῶν»: τὸν αἰώνιο Μαγνήτη, ποὺ μαγνητίζει κάθε ἀγάπη καὶ εἰσδύει μέσα μας γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀνα-ζήσωμε ἐν αὐτῷ. Λέγει σὲ κάθε ψυχή: «Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη… περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς»9.
Σημειώσεις
- Κλίμαξ 30,5: «Μακάριος, ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο πόθον, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην κέκτηται».
- ΡG44. 801Α.
- ΡG44, 377Β
- ΡG6. 1025 Β.
- Α΄ Πετρ. 3, 4.
- Μακαρίου, Πνευματικαὶ ὁμιλίαι
- Ἐξ. 33, 20.
- Ψαλ. 41, 8.
- Ἆσμα 8, 6
* Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ πάλη μὲ τὸν Θεόν», ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1981, σὲ μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
Πηγή κειμένου: Παρασκευή, 17 Μάρτιος 2017, Aντίφωνο