ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;
Δοκίμιο του Αθανασίου Δ. Καραμπούζη*
Ποιος ο ρόλος της πολιτικής στην έξοδο από την κρίση; Ποιες δύο αντίπαλες αντιλήψεις για τον ρόλο του καπιταλισμού εδράζονται στις πολιτικές μάχες που διεξάγονται; Και ποια θα είναι η μελλοντική φούσκα, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των επόμενων γενιών;
Τέτοιας φύσεως ερωτήματα φιλοδοξεί ν’ απαντήσει το παρόν άρθρο, το οποίο έχει μάλλον σκωπτικό και θυμοσοφικό, παρά αμιγώς επιστημονικό χαρακτήρα. Με αναφορές σε οικονομολόγους που προέβλεψαν την κρίση, όμως, καθώς η παιχνιδιάρικη διάθεση δεν αναιρεί τη σοβαρότητα των θεμάτων…
ΔΙΑΣΩΣΗ Ή ΡΥΘΜΙΣΗ;
Μεγάλοι οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας του 2008 Πωλ Κρούγκμαν, ήταν που έκαναν την αρχή στον χώρο των ιδεολογικών μαχών εν μέσω κρίσης. Η σύνοδος του G20 στο Λονδίνο, αρχές του 2009, τις επικύρωσε.
Στα πλαίσια, πάντα, του καπιταλιστικού συστήματος οι ευρωπαϊστές ηγέτες της κεντρικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία κυρίως…) υποστήριξαν θέσεις λιγότερο «κεϋνσιανές», αντίθετες από τις οικονομικές πολιτικές που επιτάσσει μια τέτοια κάμψη, υπερασπιζόμενοι ένα μοντέλο ασύδοτης ελευθερίας, που έχει το ίδιο καμφθεί από τις εξελίξεις. Στον αντίποδα οι αγγλοσάξονες ως διασώστες – ήρωες της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, δαπανούν τεράστια ποσά για το σκοπό τους και επισημαίνουν ότι αποτελεί μονόδρομο η χορήγηση κρατικής ρευστότητας σε τράπεζες και λοιπές νευραλγικές επιχειρήσεις για την περιβόητη «έξοδο» από την κρίση. Μέχρι εδώ όλα καλά λοιπόν.
Φυσικά και όχι.
Η «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» είναι η εξής: το όχι των ευρωπαίων φιλελεύθερων πολιτικών συνοδεύεται από το αίτημα για άμεση ρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και συναφή θέματα, όπως κατάργηση των φορολογικών παραδείσων παγκόσμια εποπτεία των αγορών κλπ. Θέλετε από πολιτική ιδιοτέλεια, θέλετε από απλή αναγωγή στα εθνικά τους συμφέροντα, οι ευρωπαίοι πολιτικοί (γενικεύοντας λίγο αυθαίρετα…) είναι πιο κοντά σε μια ευκταία λύση.
Γιατί;
Απλούστατα γιατί για να καρποφορήσει η κρατική ενίσχυση πρέπει πρώτα ρητά να διασφαλιστεί ότι η ροή του χρήματος θα έχει τελικό αποδέκτη τους καταναλωτές καθιστώντας ενεργή την τωρινή «αδρανή» ζήτηση. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι απλώς να μην περιπέσει το χρήμα σε αδράνεια, ενισχύοντας τους ισολογισμούς των τραπεζών (πρόβλημα που αντιμετώπισε και ο Ρούζβελτ παλιότερα), αλλά να κυκλοφορήσει στην αγορά. Δεν είναι ότι πρέπει να τιμωρηθούν απλώς τα χρυσά στελέχη των τραπεζών που τιτλοποιούσαν και πωλούσαν, χωρίς έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές, στις παράλληλες αγορές πλειοδοτικών οργανισμών, αγορές που πήραν σάρκα και οστά με την χρηματοπιστωτική καινοτομία των CDO (παραπέμπω σε σχετική βιβλιογραφία για περαιτέρω λεπτομέρειες). Το πρόβλημα εστιάζεται στην ρύθμιση, δηλαδή στην αποτροπή, μέσω ελέγχου, παρόμοιων καταστάσεων. Μόνο τότε διασφαλίζεται η σωστή ροή του χρήματος.
Αλλά πώς διασφαλίζεται η αμεροληψία του ελέγχου των αγορών;
Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνω μια μικρή αναφορά στην σχέση της οικονομία με την πολιτική. Από καταβολής της, η οικονομική σκέψη (Άνταμ Σμιθ, Ρικάρντο κλπ) ενείχε έντονη πολιτική χροιά. Χαρακτηριστικό της εποχής, μέχρι και τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ο ακαδημαϊκός όρος «πολιτική οικονομία». Από το 1969 και έπειτα θεσπίστηκε ο θεσμός του Νόμπελ Οικονομικών που σηματοδότησε, και τυπικά πλέον, την ανεξαρτητοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας από την πολιτική της διάσταση, από τον κοινοβουλευτικό (δημοκρατικό) έλεγχο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία χάραξης μακροοικονομικής πολιτικής με αυστηρό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και, φυσικά, κατάργηση, στην πράξη, της εποπτείας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αφού δεν διασφαλίζεται το «αδιάφθορον» των εποπτικών αρχών μέσω της κρίσης των πολιτών (πάντα δια του κοινοβουλίου). Είναι λοιπόν αυτή η ασυδοσία πολλών μεγάλων επιχειρήσεων, που καταστρατηγούν τους κανόνες του ανταγωνισμού, συστήνοντας ατιμωρητί καρτέλ και άλλες ολιγοπωλιακές αγοραίες φόρμες, που μας οδήγησε στην παρούσα κάμψη. Τα πράγματα όμως μπαίνουν σε άλλη διάσταση όταν η εποπτεία δεν λειτουργεί στον χρηματοδότη της οικονομικής δραστηριότητας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι φτάσαμε να μιλάμε ακόμη και για ενδεχόμενη ύφεση.
Τι πρέπει να γίνει;
Δεν αρκεί φυσικά η τιμωρία, ούτε η διοχέτευση ρευστότητας χωρίς τα παράλληλα εχέγγυα ρύθμισης. Αυτό που χρειάζεται είναι πρωτίστως, όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται, πολιτική βούληση. Η παρούσες κυβερνήσεις που ασπάστηκαν την ακραία νεοφιλελεύθερη ιδεολογία (ασχέτως αν δηλώνουν σοσιαλιστές ή δεξιόφρονες), σίγουρα δεν την διαθέτουν. Το εκλογικό σώμα μένει να αποδείξει τα υγιή του αντανακλαστικά και να αναδείξει νέες δυνάμεις, ικανές για ένα νέο consensus μεταξύ των κοινωνικών φατριών, ένα νέο New Deal, που αυτή τη φορά θα διασφαλίζει την πολιτική του επιβίωση απέναντι στην πρόσκαιρη οικονομική ευφορία των καιρών στο μέλλον (όπως συνέβη με το προηγούμενο τη δεκαετία του 50’, με τη συναίνεση του αμερικανικού λαού, εξαιτίας της αισθητής, μα πρόσκαιρης, ανάπτυξης.). Αυτό επιτυγχάνεται με δύσκολα μετατρέψιμους συνταγματικούς νόμους (έχω άγνοια της νομικής ορολογίας) που θα διέπουν τη λειτουργία των εποπτικών αγορών ανά κράτος και θα λογοδοτούν στους πολίτες, ενώ θα συντονίζονται σ’ ένα παγκόσμιο όργανο. Σίγουρα δεν περιμένουμε τον πολιτικό μεσσία να έρθει να μας γλιτώσει, εξ ολοκλήρου μόνος του, από τη οικονομική μας κόλαση. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα εναρκτήριο λάκτισμα, μια πρώτη θετική πρωτοβουλία στις βάσεις αυτές. Να τεθούν ξανά τα θεμέλια για υγιή ανάπτυξη, όχι σαν αυτοσκοπός, αλλά προς όφελος του ανθρώπου.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ…
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.» Κ.Π.Καβάφης
Οι μελέτες για την κρίση πληθαίνουν συνεχώς. Η παλιά ιδεολογία παλεύει για την επιβίωσή της. Νέοι οικονομολόγοι, λάτρεις της κριτικής, έρχονται στο προσκήνιο αμφισβητώντας τις καθεστηκυίες νεοφιλελεύθερες απόψεις.
Ανάμεσά τους μια φωνή εκ Γαλλίας, όχι τόσο νέα όσο επιτάσσει το ράλι των ιδεών επί ημερών μας, αλλά σταθερά από τα μέσα του 70’ να προειδοποιεί και να προκαλεί ειρωνικά, πολλές φορές σχόλια, εκ μέρους των ηττημένων πλέον ιδεολόγων της δεξιάς θεώρησης των πραγμάτων.
Είναι η σχολή της κανονικοποίησης. Οι εκπρόσωποί της προσπαθούν, αλιεύοντας στοιχεία από τις περιόδους κρίσεων κατά μήκος της ιστορική γραμμής του καπιταλισμού να αποδείξουν το πεπρωμένο των αδιάλειπτων κρίσεων και κρούσεων που τον διέπουν. Ένα πεπρωμένο που μοιάζει βγαλμένο από τις σελίδες του Μαρξ και επισημοποιεί τον οικονομικό κύκλο στην μισητή διάσταση της ύφεσης.
Στις μέρες μας επαληθεύονται. Η ύφεση ήρθε εκεί που όλα τα μακρομεγέθη ήταν στο ζενίθ τους (αν εξαιρούσαμε ίσως την ανεργία σε ορισμένες περιπτώσεις). Ήρθε εκεί που δεν την περίμενε κανείς. Φωνές προειδοποιητικές, όπως των Γάλλων, που προανέφερα, και ελαχίστων αμερικανών (Κρούγκμαν) ακούγονταν αστείες μπροστά στην υπερανάπτυξη των καιρών των «παχιών αγελάδων». Και όλοι αυτοί οι κύριοι, επισημαίνουν το αυτονόητο που είχε ξεχαστεί: καπιταλισμός και κρίσεις είναι φαινόμενα ιστορικά συνυφασμένα.
Ύστερα από κάθε κρίση το παρόν σύστημα «πιάνεται» από ένα τομέα της οικονομίας για να αναπτυχθεί υπέρμετρα και πάλι να καταλήξει σε νέα κρίση. Κι ο τομέας αυτός θα ονομάζεται φούσκα υπερεπενδύσεων. Συνέβη μετά το μεγάλο Κραχ του 1929 και ονομάστηκε Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Συνέβη και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ενώ ονομάστηκε το 2000 φούσκα της τεχνολογίας και για να ξεπεραστεί μπήκαμε σε μια νέα φούσκα, τη σημερινή, των ακινήτων. Είναι λοιπόν μονόδρομος η έξοδος από την νέα κρίση. Όλοι ψάχνουν έναν τομέα, σχετικά καινό και με προσδοκίες υπερκερδών. Ηλίου φαεινότερο ότι μιλώ για την μόδα της οικονομικής μας εποχής: τις πράσινες επενδύσεις. Επενδύσεις που είναι ικανές να συντηρήσουν μια ανάπτυξη δεκαετιών. Είναι εξάλλου ήδη γνωστές οι προθέσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας για περαιτέρω διευκόλυνση των επενδύσεων στις ανανεώσιμες ενέργειες, με κυριότερες δράσεις την φορολογική και νομική διευκόλυνση. Και φυσικά κατά πόδας και η ο υπόλοιπος κόσμος, αν και τείνω να πιστεύω ότι την πρωτοκαθεδρία στον τομέα διατηρούσε και διατηρεί η βόρεια Ευρώπη, συν την ισπανική εξαίρεση. Παρ’ όλα αυτά, για φούσκα πρόκειται.
Προσωπικά είμαι υπέρμαχος ενός καπιταλισμού, που, έστω κι από επενδυτική ιδιοτέλεια, μπορεί να συνδράμει θετικά στον δύσμοιρο πλανήτη μας. Αλλά οφείλουμε να διαβάζουμε του ιστορικούς νόμους του καθεστηκώτος συστήματος και να προβλέπουμε τα λάθη του. Ο Καβάφης στο ποίημα του « Περιμένοντας τους βαρβάρους» μιλάει για μια νέα κατάσταση πραγμάτων τη οποία εναγωνίως προσμένουν τα νοήμονα όντα για να λυτρωθούν από την ανία τους. Ανία νομοθετική, οικονομική, κοινωνική, υπαρξιακή. Στη ύστερη ρωμαϊκή εποχή, μια εποχή παρακμιακή, κατά κοινή ομολογία. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, οι νέοι επενδυτικοί τομείς, οι φούσκες του μέλλοντος, ως άλλοι βάρβαροι, αποκτούν πιστούς οπαδούς, που ταχέως αυξάνονται και επαληθεύουν τον ποιητή.
Μήπως πρόκειται για ακόμη μία εποχή παρακμής και ανοησίας στην ανώμαλη ιστορική γραμμή του ανθρώπινου γένους;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλιεττά, Μισέλ (2009): Η Οικονομική Κρίση. Μετάφραση: Παπαγιαννίδης, Δ., Α. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Κρούγκμαν, Π. (2009): Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης. Μετάφραση: Αλαβάνου Α. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Σόρος, Τζ. (2008): Η οικονομική κρίση του 2008 και η σημασία της. Μετάφραση: Φιλιππάτος, Α. Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη.
Σημ. φιλαλήθους/philalethe00: Το άρθρο δημοσιεύεται κατ’ αίτησιν του φίλου Αθανάσιου. Βεβαίως δεν συμμερίζεται ο γράφων το σύνολο των απόψεων του αγαπητού λίαν φίλου. Είναι μέρος από ένα όλον δοκιμιογραφικής προσπάθειας που θα ολοκληρωθή με άλλες δύο δημοσιεύσεις, που “επίκεινται”.