“Eθνικός” διάλογος για την παιδεία I

Ο «εθνικός» διάλογος για την παιδεία, απαρχή νέων ρήξεων.

  Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα


  Εισαγωγή στον κοινωνικό αντί-λογο.

Στις 21 Ιανουαρίου (2005) υποτίθεται ότι ξεκίνησε ο νέος «εθνικός διάλογος» για την εκπαίδευση στην χώρα μας. Όμως ο διάλογος αυτός ούτε τώρα άρχισε, ούτε εθνικός και μόνο είναι.

Δεν άρχισε τώρα[i], γιατί τόσο τα πολιτικά κόμματα, όσο και οι κοινωνικοί και συνδικαλιστικοί φορείς, δεν «ανοίγουν» για πρώτη φορά το «στόμα» τους. Τα πολιτικά κόμματα μίλησαν ιδεολογικά, πολιτικά και νομοθετικά, τόσο στο παρελθόν, όσο και πριν τις βουλευτικές εκλογές το Μάρτη του 2004.

Οι συνδικαλιστικοί και εκπαιδευτικοί φορείς επίσης, είτε σε κοινωνικά ειρηνικές περιόδους, είτε σε μάχιμες, έχουν ξεδιπλώσει οράματα, στρατηγικές και πολιτικές τακτικές στα ζητήματα εκπαίδευσης και παιδείας πολλές φορές, έστω και με στρεβλό τρόπο.

Υπάρχουν άραγε νέα ζητήματα που πρέπει να ανοίξουν ή τα παλιά έρχονται πάλι στο προσκήνιο από τη νέα κυβερνητική εξουσία; Η απάντηση είναι ότι και οι δύο εκδοχές είναι αληθινές. Τόσο από την πλευρά του πολιτικού (καπιταλιστικού) συστήματος, όσο και από την πλευρά των ανθρώπων της μόρφωσης και της εργασίας, υπάρχουν άλυτα ζητήματα.

Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης από το νηπιαγωγείο έως την μετατριτοβάθμια εκπαίδευση, οι ενδιάμεσες δομές, οι εσωτερικές δίοδοι από δομή σε δομή, ο προσανατολισμός της γνώσης, η σχέση του σχολείου με την κοινωνία, οι αποδεκτές παιδαγωγικές μέθοδοι, η έρευνα, η αληθινή επιμόρφωση – μετεκπαίδευση και διεπιστημονική έρευνα των μονίμων (με προσωρινή απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα) και η αναπαραγωγή εκπαιδευτικών, ο τρόπος και το πλήθος των προσλήψεών τους, ο μισθός, η ασφάλιση και η σύνταξη, είναι μερικά παλιά ζητήματα, που ακόμη δεν έχουν οδηγηθεί σε «ευσταθή ισορροπία».

Όμως απ’ την άλλη, η συνεχής τάση εμπορευματοποίησης των πάντων, είναι ένας εκ των ων ουκ άνευ όρος ύπαρξης του νέου πολιτικο-οικονομικού προτύπου, που έχει την εκπαίδευση πια στις πρώτες προτεραιότητές του. Το νέο αυτό πρότυπο δεν μπορεί πια να επιστρέψει στη παλιά παραγωγική του δομή και φύση. Είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει τις βιομηχανίες εντάσεως γνώσης – πληροφορίας. Η πληροφορία ως εμπόρευμα δεν μπορεί να χάσει πια τη βασιλεία της σ’ αυτό τον κόσμο του νέου καπιταλισμού.

Η πορεία αντιμετώπισης της φύσης και της κοινωνίας, ως αντικείμενα μετάλλαξης με βάση το αστικό φαντασιακό, δεν μπορεί να ανακοπεί και μάλιστα εύκολα. Η διεθνική σύμφυση του κεφαλαίου επίσης δεν μπορεί να ανατραπεί με «παιχνιδάκια». Επομένως πολλά νέα εκπαιδευτικά ζητήματα θα τεθούν και στον λεγόμενο «νέο εθνικό διάλογο» για την «παιδεία».

Αν κανείς λοιπόν δεν δει, και μάλιστα αναλυτικά, και τις δυο αυτές πλευρές σε αλληλεξάρτηση, δεν μπορεί ούτε να κατανοήσει τους εκπαιδευτικούς στόχους της νέας διακυβέρνησης, ούτε να αναπτύξει άλλους δρόμους, συμβατούς με τον κόσμο της μόρφωσης και της εργασίας. Από την πλευρά του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στη σημερινή του φάση το κύριο (γι αυτό) είναι η βιωματική επιβολή των προδιαγραφών του νέου καπιταλιστικού σταδίου, του σταδίου έντασης γνώσης και πληροφορίας, στα πλατιά λαϊκά στρώματα των χωρών του βασικού αστικού κύκλου και των, υπό ένταξη στον κύκλο αυτό, νέων χωρών. 

Ο ανταγωνισμός των καπιταλιστικών κέντρων υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, όμως σήμερα η κύρια πρεμούρα τους είναι η εμπέδωση των νέων χαρακτηριστικών της αστικής κίνησης από τα πλατιά κοινωνικά στρώματα.
Πέρα απ’ αυτές τις αλλαγές, παραμένουν τα δύο βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Η συσσώρευση κεφαλαίου και η διαρκής ανάπτυξη των ιεραρχικών συστημάτων ελέγχου και χειραγώγησης.

Είναι φανερό πως το αστικό μοντέλο στο σημερινό του στάδιο, δεν αισθάνεται κανένα φόβο από την επανεμπλοκή των εργαζομένων με κάποιες γνώσεις και παραγωγικές δεξιότητες.

1). Γιατί ήδη έχει πετύχει να απαλλοτριώνει ταχύτατα και στο διηνεκές οποιαδήποτε γνώση και δεξιότητα (μετατρέποντάς την σε νεκρή εργασία). Και άρα το πιθανά επίφοβο μπορεί να εξουδετερωθεί.

2). Γιατί το είδος της γνώσης που παράγεται και αναπαράγεται και πλασάρεται ως ουδέτερη (αντικειμενική), είναι γνώση που αναπαράγει τις απόλυτα ιεραρχικές δομές, δηλαδή αστική (πολιτικά) και εκκοσμικευμένη (θεολογικά) γνώση.  

Είναι ένας από τους λόγους που επιχειρείται η σύμφυση σχολείων και πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις. Είναι ένας από τους λόγους της ανάπτυξης του ανταγωνιστικού σχολείου. Της έξωσης της βιωματικής-συλλογικής γνώσης και της εξαφάνισης της έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης. Και είναι ένας απ’ τους λόγους πως δεν γίνεται εύκολα ούτε ορατή, ούτε κατανοητή – και από πολλούς «αντικαπιταλιστές» – η διαχρονική αξία της αληθινά Ορθόδοξης παράδοσης…

3). Γιατί με τον ατέλειωτο κατακερματισμό των επιστημονικών πεδίων, ιδιαίτερα σε γ/θμιο επίπεδο, μεταφέρει στους εργαζόμενους κατακερματισμένη γνώση – πληροφορία για άμεσο παραγωγικό αποτέλεσμα, χωρίς αυτή να βοηθά την αμφισβήτηση του όλου. Χωρίς δηλαδή να αντιμετωπίζεται η νέα γενιά ως συνδημιουργός της Γνώσης, αλλά ως καταναλωτής εμπορεύματος.

Είναι φανερό από τα παραπάνω, πως τίθεται ξανά με νέο δραματικό τρόπο, το ερώτημα: Ποιος πολιτισμός και από ποιους, ποια Αλήθεια και για ποια Ζωή, ποια γνώση και για ποιους, ποια παραγωγική γνώση και εν τέλει ποια παραγωγή και ποια κατανάλωση και για ποιους…  

Επομένως στον εθνικό διάλογο για την παιδεία, όχι τόσο εντός του ΕΣΥΠ, αλλά όσο στο επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας και των όποιων κινημάτων της, το μεγάλο ερώτημα πάλι είναι με ποια πλευρά θα πάμε: με τη Γνώση, τη μόρφωση και την ανθρωπιά ή με τις γνώσεις, τις πληροφορίες και την επιχειρηματική αλλοίωση και μετάλλαξη των εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων.

Και φυσικά είναι αυτονόητο, πως η απάντηση όσων από μας εμπλακούμε στον κοινωνικό, και όχι ξερά «εθνικό» αυτό διάλογο, δεν προϋποθέτει τον απόλυτο μανιχαϊστικό δυϊσμό, αλλά την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουμε προσωπικά και συλλογικά, μετά από το μεγάλο σταυροδρόμι που ήδη δια-περνάμε.

Το σύστημα, σε επίπεδο Ευρώπης, έχει ρίξει το γάντι: Τον Μάη στο Μπέργκε της Νορβηγίας, ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να πάμε πίσω από τις αποφάσεις στην Μπολόνια της Ιταλίας (1999). Μήπως λοιπόν είναι και αναγκαίος και ώριμος ο «κοινωνικός αντί-λογος» και η κοινωνική «αντι-πολίτευση»;

 Παραπομπή

[i] Το 1ο μέρος του άρθρου του Π. Α. Μ. (μέλους του 11ου συνέδριου της ΟΛΜΕ, εκπροσώπου της Εκπ. Παρέμβασης Α΄ ΕΛΜΕ Αχαΐας) δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Χριστιανική», 10-02-2005, φ. 698 (1011), σελ. 8 και σε πολλές ιστοσελίδες.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.