Η Άλωση και ο "φιλοτουρκισμός" των Ανθενωτικών
Του Porta Aurea *
Οι νεοαρχαιόθρησκοι θα αναφέρουν την Άλωση ως μία ακόμη απόδειξη του εκκλησιαστικού ανθελληνισμού. Τέλος, οι Νεορθόδοξοι (ο κύκλος των Γιανναρά, Μεταλληνού) και ο Κιτσίκης δεν χρειάζεται την επέτειο και τη συγκεκριμένη (μία) μέρα για να τονίζουν τον ευεργετικό κατ' αυτούς φιλοτουρκισμό της Εκκλησίας, τον τονίζουν όποτε μπορούν σε αγαστή συνεργασία με τις δυο παραπάνω ιδεολογικές παρατάξεις. Τα πράγματα με τους Ανθενωτικούς δεν είναι ακριβώς έτσι.
Για να αρχίσουμε με τον Νοταρά:
Σύμφωνα με τον Δούκα (Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVIII, 17) «ο μέγας δούκας με πεντακόσιους στρατιώτες έκανε περιπολίες στην Πόλη, για να ενθαρρύνει όλους τους υπερασπιστές, να ελέγξει τους προμαχώνες και να ψάξει όσους έλειπαν από τις θέσεις τους. Και αυτό το επαναλάμβαναν κάθε μέρα». Όταν, μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ τον ρώτησε γιατί δεν του παρέδωσαν την Πόλη, ο Νοταράς απάντησε (Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XL, 3): «Εμείς δεν είχαμε τόσο μεγάλη εξουσία, ώστε να σου παραδώσουμε την Πόλη, ούτε καν ο ίδιος ο αυτοκράτορας». Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο (Ιστορίαι, Α', 73, 7-10), οι ανώτατοι άρχοντες του σουλτάνου τον συμβούλευσαν να εκτελέσει τον Νοταρά, γιατί στο μέλλον θα απειλούσε την εξουσία του σουλτάνου. Ο άγνωστος χρονογράφος (Ζώρας Γ.Θ., Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Αθήναι 1958, σ. 93, φ. 59ν, 8-14) αναφέρει ότι ο σουλτάνος τιμώρησε τον Νοταρά, γιατί προσπάθησε να κάνει ψεύτικη φιλία μαζί του: «Τότε τους είπε "Διατί δεν επαρακαλέσετε τον βασιλέα σας να μου δώση την χώρα και να κάμη αγάπη;" Τότε αποκρίθη ο κυρ Λουκάς, τάχα να έχη την φιλία του, και είπε τον:
"Αφέντη, οι Γαλατινοί και οι Βενετζάνοι δεν τον αφήσανε, διατί του εδώσανε φλωρία και άρματα και σολτάδους πολεμιστάδες, και του είπανε: Κράτειε και εμείς σού βοηθούμε, μόνο μην παραδοθής εις τον Τούρκον"». Ο Χαλκοκονδύλης (Απόδειξις ιστοριών, Η') δεν αναφέρει κάποια προδοσία του Νοταρά, παρά μόνο το θάνατό του εξαιτίας της άρνησής του να παραδώσει το γιο του στον Μωάμεθ. Ο Φραντζής δεν αναφέρει κάτι. Μόνο ο Ψευδο-Φραντζής (Chronicon Maius, Γ', VII, 2) από τους 8 ιστορικούς της Άλωσης (Δούκα, Κριτόβουλο, Σφραντζή, Ψ-Φραντζή, Χαλκοκονδύλη, Μπαρμπάρο, Ισκεντέρη, Χρονικό περί των Τούρκων σουλτάνων) αναφέρει τη διένεξη Ιουστινιάνη-Νοταρά, επειδή ο δεύτερος αρνήθηκε να δώσει τα τηλεβόλα που διέθετε στον πρώτο ισχυριζόμενος ότι τα χρειαζόταν στις περιοχές τις οποίες ο ίδιος [ο Νοταράς] φρουρούσε, με αποτέλεσμα ο Ιουστινιάνης να τον αποκαλέσει άχρηστο, υπερόπτη και εχθρό της πατρίδας. Επίσης αναφέρει (ό.π., Γ', XI, 3-4) ότι μετά την Άλωση ο Νοταράς προσέφερε το θησαυρό του στο Σουλτάνο επειδή «είχε την ελπίδα ότι με αυτά θα κέρδιζε την ελευθερία του, ο ίδιος και η οικογένειά του», όχι λόγω φιλοτουρκισμού˙ τότε ο Σουλτάνος τον επέπληξε γιατί ο Νοταράς δεν του προσέφερε τους θησαυρούς του πριν ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον της Πόλης και γιατί δεν συμβούλευσε τον αυτοκράτορα να παραδώσει ειρηνικά την Πόλη σε αυτόν (τον Σουλτάνο). Ειδικά η δεύτερη επίπληξη του Σουλτάνου συνεπάγεται ότι ο Νοταράς δεν συμβούλευε την παράδοση, ενώ η πρώτη επίπληξη εκ μέρους του Σουλτάνου συνεπάγεται ότι ο Νοταράς δεν είχε συνεννοηθεί κρυφά μαζί του πριν αλωθεί η Κωνσταντινούπολη.
Όσον αφορά τους μοναχούς ο Φραντζής (Chronicon minus, XXXV, 7) αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας κατέγραψε «πόση δύναμη μπροούσε να παραταχθεί στο κάστρο από τους λαϊκούς και τους μοναχούς και τι όπλο διέθεταν για άμυνα». Το Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (σ. 85, φ. 55r, 6-8) αναφέρει ότι οι μοναχοί φρουρούσαν τα τείχη: «Και οι καλόγεροι και οι παπάδες τους έβαλε απάνω και τους εμέρασε εισέ πολλούς τόπους απάνω εις τα τειχία δια να βιγλίζουνε, δια να είναι ξαγρυπνοί». Ο Ψευδο-Φραντζής (Γ', V, 7) αναφέρει ότι η Εκκλησία προσέφερε τα σκεύη της για την υπεράσπιση της Πόλης: «επειδή στα βασιλικά ανάκτορα δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρωθούν οι στρατιώτες, έδωσε εντολή ο αυτοκράτορας να συγκεντρώσουμε τα ιερά σκεύη των εκκλησιών, που ήταν αφιερωμένα στον Θεό, και κατόπιν τα εκποιήσαμε». Την ίδια πληροφορία δίνει και το Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (σ. 84, φ. 54r, 4-7): «Διατί ο βασιλεύς είχε μεγάλην σύχυσι και δεν ήξερε πλέο το τι να κάμη και επειδή δεν του εδίδανε φλωρία οι πλούσιοι, δεν είχε τι κάμη και επήρε από τις εκκλησίες και από τα μοναστήρια τα ασημικά τους και τα έκαμνε μονέδα… και επλήρωνε τους δουλευτάδες οπού εδουλεύαν εις τα τειχία». Επίσης ο Κριτόβουλος (Α', 18, 9) αναφέρει ότι «συγκέντρωναν χρήματα από το κράτος, από τους ιδιώτες και από την Εκκλησία».
Ούτε πάλι προκύπτουν από τους ιστορικούς της Αλώσεως εξεγέρσεις Ανθενωτικών κατά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο Ψευδο-Φραντζής (Γ', VI, 4) αναφέρει ότι κάποιοι «απείθαρχοι και απάνθρωποι» από τους κατοίκους της Πόλης «βρήκαν την ευκαιρία και προκαλούσαν κάθε μέρα εξεγέρσεις και αναστατώσεις και ξεστόμιζαν από το μιασμένο τους λαρύγγι λόγια υβριστικά και κοροϊδευτικά στις πλατείες και στους δρόμους εναντίον του δύστυχου αυτοκράτορος κι άλλων αρχόντων», διότι, όπως προαναφέρει ο Ψ-Φραντζής «δεν έπαψαν να καταφθάνουν στους εχθρούς καθημερινά νέα εκστρατευτικά σώματα από την Ασία, ο δικός μας στρατός μειωνόταν και εξευτελιζόταν» και οι προαναφερθέντες «απείθαρχοι και απάνθρωποι» συμπεριφέρονταν έτσι «βλέποντας τις δυνάμεις μας να μειώνονται». Κάτι το οποίο δεν έχει σχέση με τον φιλενωτισμό ή τον ανθενωτισμό. Η μόνη αντίδραση των Ανθενωτικών, η οποία αναφέρεται κατά την παραμονή και διάρκεια της Άλωσης ήταν (Δούκα, Βυζαντινοτουρκική ιστορία, XXXVII, 5) ότι οι ανθενωτικοί εξομολόγοι κληρικοί επέβαλαν επιτίμια σε όσους εξομολογούνταν ότι παρακολούθησαν ενωτική λειτουργία και ότι οι ανθενωτικοί κληρικοί απέφευγαν τη συλλειτουργία με τους Ενωτικούς. Ο Γεννάδιος Σχολάριος συνέγραφε αντιρρητικά συγράμματα κατά του καθολικού θεολόγου Θωμά Ακινάτη και του φιλοδυτικού Δημήτριου Κυδώνη (ό.π., XXXVII, 10). Αλλά μήπως είχαν συμφωνήσει μυστικά οι Ανθενωτικοί με τους Οθωμανούς για παράδοση της Πόλης;
Ενώ ο Κορδάτος λέει ότι οι Τούρκοι «όσα [=εκκλησίες, περιουσίες κ.ά.] ανήκαν στους ανθενωτικούς τα σεβάστηκαν» (Ακμή και παρακμή του Βυζαντίου, σ. 373), αυτό δεν αληθεύει: «Ουδεμία διάκρισις των διασωθέντων ναών κατά συνοικίας είναι δυνατή. Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος διετηρήθη άθικτος εις ουδεμίαν από τας δήθεν συνθηκολογήσας συνοικίας ανήκει. Ωσαύτως η Μονή της Χώρας, ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, η Αγία Θεοδώρα, η Περίβλεπτος, εκκλησίαι, αι οποίαι διετηρήθησαν χριστιανικαί και μετά την Άλωσιν, μεταβληθείσαι αργότερον εις τζαμιά, ευρίσκονται εις διαφόρους συνοικίας. Την λεηλασίαν εξάλου, όπως παραδίδουν πάντες οι ιστορικοί της Αλώσεως, ουδείς των ναών της Κωνσταντινουπόλεως διέφυγεν» (Μαρία Κ. Χαιρέτη, Μνημοσύνη I, (1967) σ. 336, στο Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βυζάντιο και Εκκλησία, σ. 42). Χαρακτηριστικά γράφει ο Νικόλο Μπαρμπάρο, υπερασπιστής της Πόλης: «όσους έβρισκαν στους δρόμους τούς περνούσαν από τη λεπίδα της χατζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως». Ο Ψευδο-Φραντζής πάλι, λέει, απορρίπτοντας την άποψη του Κορδάτου: «κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα [των Τούρκων] ή τη βεβήλωση» και «παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών» (βιβλίο Γ', κεφάλαιο 8). Οι Τούρκοι έσφαζαν αδιακρίτως ανθενωτικούς και φιλενωτικούς. Εάν υπήρχε συμφωνία ανθενωτικών και Τούρκων, τότε οπωσδήποτε ο Μωάμεθ θα είχε δώσει εντολή να μη σφάζουν οι στρατιώτες όποιον έβρισκαν μπροστά τους και να μην λεηλατούν όλα τα σπίτια, άρα κι αυτά των ανθενωτικών.
Κανείς από τους ιστορικούς της Άλωσης, ούτε ο Δούκας ούτε ο Σφραντζής ούτε ο Χαλκοκονδύλης ούτε ο Κριτόβουλος, δεν αναφέρει πουθενά για μερική παράδοση της Κωνσταντινούπολης ή για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου. Αυτοί οι τέσσερις ιστοριογράφοι, μαζί με άλλους δύο, έναν Ρώσο κι έναν Βενετό, πουθενά δεν κάνουν λόγο για συνθηκολόγηση του Παλαιολόγου ή μερική παράδοση εκ μέρους των κατοίκων. Ούτε οι τουρκικές πηγές αναφέρουν κάτι τέτοιο. Ο Κορδάτος βασίζεται αποκλειστικά στον Καντεμίρη, ο οποίος έγραψε 200 με 250 χρόνια μετά την Άλωση. Είναι λογικότερο να γίνει πιστευτός ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας Φραντζής, ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας Βενετός Νικόλο Μπαρμπάρο, ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας Ρώσσος Νέστορας Ισκεντέρης καθώς και οι Δούκας (XXXIX, 13 κ.ε.), Κριτόβουλος (Α', 61, 62, 66, 67) και Χαλκοκονδύλης, οι οποίοι ήταν σύγχρονοι της Άλωσης, αλλά δεν αναφέρουν τίποτε περί προσυμφωνημένης κρυφής παράδοσης, προδοσίας των Ανθενωτικών ή συνθηκολόγησης, παρά οι μυθοπλασίες του Καντεμίρη, δύο αιώνες μετά την Άλωση, τις οποίες κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε ισχυριστεί.
Αλλά και η ίδια η στάση των Ανθενωτικών, να θέσουν τη θρησκευτική πίστη τους πάνω από τα εθνοκρατικά συμφέροντα, η οποία θεωρείται σήμερα εθνοπροδοτική, είναι ακριβώς η ίδια με τη στάση των αγωνιστών του 1821. Για παράδειγμα ο Κολοκοτρώνης είπε: «όταν πιάσαμε τ' άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος» (στην εφημ. "Αιών" των Αθηνών, 13/11/1838). Τα ίδια έλεγε κι ο Υψηλάντης. Ο αφορισμός από το Πατριαρχείο και η άρνηση υπακοής των Επαναστατών στον αφορισμό αυτόν, με τίποτε δε συνεπάγεται αντίφαση με την προαναφερθείσα λεκτική ή έμπρακτη προτεραιότητα των Επαναστατών ούτε συνεπάγεται εναντίωση στην Εκκλησία εκ μέρους των Επαναστατών, γιατί οι επαναστάτες του 1821 γνώριζαν ότι η απόφαση αυτή της Εκκλησίας ήταν προϊόν βίας. Έτσι, αν κατηγορήσει κανείς τη στάση των Ανθενωτικών, θα πρέπει να κατηγορήσει και τον Κολοκοτρώνη, το Μακρυγιάννη κι άλλους Αγωνιστές του 1821, οι οποίοι έλεγαν ακριβώς τα ίδια με τους Ανθενωτικούς: πρώτα η θρησκευτική πίστη, μετά η πατρίδα. Κατά τον Φραντζή (XXIII, 4) η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας υπήρξε η πρώτη και μεγαλύτερη αιτία της Άλωσης. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος υποκρινόταν ότι δεχόταν την Ένωση:
«ακόμα κι ο ίδιος ο βασιλιάς έκανε τάχα πως συναινούσε [στην Ένωση]» (Δούκα, Βυζαντινοτουρκική ιστορία, XXXVI, 2) και δέχθηκε η μνημόνευση του Πάπα να γίνεται «με την ελπίδα να μας συνδράμουν οι δυτικοί σε περίπτωση ανάγκης. Όσοι, όμως, θελήσουν να το κάνουν αυτό, θα το κάνουν μόνο στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενώ οι υπόλοιποι δε θα έχουν καμία ευθύνη και θα παραμείνουν ειρηνικοί» (Σφραντζής, XXXVI, 6), ενώ οι φιλενωτικοί Βυζαντινοί «αποδέχθηκαν τον όρο της Ενώσεως με την προϋπόθεση ότι, μόλις περάσει η αναστάτωση με τους Τούρκους και επικρατήσει ηρεμία, θα συνεδριάσουν κάποιοι από τους πλέον μορφωμένους, για να εξετάσουν τους όρους και να τους διορθώσουν, αν υπάρχει κάτι το οποίο έρχεται σε αντίθετση με την ορθή πίστη» (Δούκα, Βυζαντινοτουρκική ιστορία, XXXVI, 5). «Ο δε καρδινάλιος [=που λειτούργησε στην Αγία Σοφία] αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις και τα σχέδια των Γραικών – άλλωστε δεν του έμεναν απαρατήρητα τα τεχνάσματα και οι πανουργίες τους – έπρεπε να έχει κάποιο κίνητρο για να βοηθήσει την Πόλη, επειδή ανήκε στο ίδιο γένος, κι έτσι αρκούσε αυτό που συνέβη [=η κοινή συλλειτουργία στην Αγία Σοφία] για να το αναφέρει στον πάπα» (ό.π., XXXVI, 6). Οι σημερινοί κατήγοροι των Ανθενωτικών δε φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι ακόμη και οι – στη φαντασία των πρώτων – φιλοδυτικοί πνευματικοί πρόγονοι των σημερινών φιλοδυτικών Νεοελλήνων, οι Ενωτικοί, υποκρίνονταν στην πλειοψηφία τους ότι αποδέχονταν την Ένωση.