Σταύρος Ζουμπουλάκης: Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο. Πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;*
Του Βασίλη Αργυριάδη**
Δηλαδή, άλλοτε η δομή υποτάσσεται στους όρους μιας μελέτης και άλλοτε στους όρους ενός σημειώματος σε κάποια καθημερινή εφημερίδα. Και πάλι: άλλοτε το πρίσμα είναι, για παράδειγμα, η λογοτεχνική κριτική και άλλοτε η πολιτική της παιδείας. Η δομή λοιπόν των κειμένων, καθώς και τα πρίσματα εξέτασης των θεμάτων, ποικίλουν, πράγμα που καθιστά τη μεταξύ τους σύγκριση άνιση. Ωστόσο, ο κεντρικός άξονας είναι ένας, κοινός, και αυτός είναι που αίρει την ανομοιομορφία: Η έγνοια του πώς θα υπάρχει ο χριστιανισμός στον σύγχρονο κόσμο, χωρίς να παύει να είναι χριστιανισμός και χωρίς να παύει να είναι σύγχρονος.
Ο συγγραφέας έχει δύο βασικά προτερήματα. Το πρώτο είναι χωρικό, αφορά στον τόπο που επιλέγει να ίσταται, στο σημείο εκείνο που επιλέγει ως «αρχιμήδειο» για την προσωπική του οπτική. Έτσι, ο Σ.Ζ. επιλέγει μια (όχι ανεύθυνη, ούτε βολική) μεθοριακότητα: δεν είναι ούτε «χριστιανός στοχαστής», ούτε «χριστιανίζων διανοούμενος». Με άλλα λόγια, δεν είναι ένας θεολόγος-στοχαστής που παλεύει (εκ των έσω των τειχών της Εκκλησίας) να δει και να αξιολογήσει τη θέση των χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο (με όλο τον αμυντισμό, τον απολογητισμό και την προκατάληψη ή και ιδεοληψία που συνεπάγεται συνήθως η ιδιότητα του θεολόγου-στοχαστή) κι ούτε πάλι είναι ένας εκτός Εκκλησίας διανοούμενος, που καταπιάνεται με το ζήτημα του χριστιανισμού, επειδή οι καιροί ευνοούν μια τέτοια ενασχόληση, ή επειδή έχει ο ίδιος μια εσωτερική θρησκευτική ανησυχία. Ο Σ. Ζ. στέκει στο μεθόριο. Και η ματιά του είναι κοφτερή. Δεν χαρίζεται και δεν χαϊδεύει. Αλλά ταυτόχρονα, ο αναγνώστης δεν αποκομίζει την αίσθηση ενός συγγραφέα ψυχικά αποστασιοποιημένου από τα βάσανα του θέματός του.
Το δεύτερο προτέρημα του συγγραφέα είναι χρονικό: ανατέμνει το παρόν με όρους του μέλλοντος. Να το εξηγήσω: Για να μιλήσεις για τη θέση των χριστιανών στο δημόσιο χώρο, θα πρέπει ασφαλώς να γνωρίζεις τι σημαίνει «χριστιανός» και τι σημαίνει «δημόσιος χώρος». Αλλά αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζεις προς τα πού έλκονται τα δύο αυτά μεγέθη, ποιο είναι το ιστορικό ρεύμα εντός του οποίου αρμενίζουν και προς τα πού αυτό τα οδηγεί. Είναι δηλαδή σαν να πρέπει να έρχεται η ματιά σου από το μέλλον – γι' αυτό ανέφερα συμβατικά πως το δεύτερο προτέρημα του Σ.Ζ. είναι χρονικό. Αν δεν έχεις υπόψη σου τι μας περιμένει (ως χριστιανούς στον δημόσιο χώρο) στη στροφή της ιστορίας, οι εκτιμήσεις σου για το παρόν είναι άστοχες και αστήρικτες. (Θυμηθείτε πόσο εκτός χρόνου [και τόπου] ήταν η ρητορεία του προηγούμενου Αρχιεπισκόπου, η οποία, ολότελα αντίθετα, αντίκριζε τον «χριστιανό» και τον «δημόσιο χώρο» με όρους του παρελθόντος [και αυτού πάλι, στρεβλωμένου από ιδεοληπτικές αγκυλώσεις!]).
Ανοιχτό ασφαλώς παραμένει το ζήτημα του γιατί ο Σ.Ζ. έχει τα δύο προτερήματα που ανέφερα και ποιος μας βεβαιώνει ότι είναι πράγματι έτσι. Το ζήτημα δεν είναι του παρόντος και πάντως ενέχει τόσο υποκειμενισμό, όσο και οι αποφάσεις εκείνες που ανέκαθεν εξόριζαν τους προφήτες από τον τόπο τους…
Το βιβλίο περιλαμβάνει 16 κείμενα. Δύο από αυτά πραγματεύονται το ζήτημα της ορθόδοξης ιεραποστολής, δύο άλλα συζητούν για το ουδετερόθρησκο σχολείο και το ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών, τρία για την πρόσφατη (αλλά και διαρκή) κρίση της Εκκλησίας (τις προϋποθέσεις και τα εκδηλώματά της), δύο ακόμα εντοπίζουν βαθιές θεσμικές δυσλειτουργίες τής (λεγόμενης «διοικούσας») Εκκλησίας, τέσσερα παίρνουν την αφορμή τους από ισάριθμες προσωπικότητες (Θεοτοκάς, Πάλλας, Γιανναράς, Παπανικολάου) και ένα παρουσιάζει την προσπάθεια της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών του Βόλου.
Όλα τα κείμενα έχουν κάτι να πουν, σε όλα υπάρχει ένας καίριος αναστοχασμός περί την ουσία. Προσωπικά, θα ξεχώριζα το κείμενο κριτικής στον Χρήστο Γιανναρά. Οι επισημάνσεις εδώ είναι λεπτές και ευθύβολες. Ο Σ.Ζ. «διαβάζει» στο έργο «Η ελευθερία του ήθους» του Χρήστου Γιανναρά, μια υποτίμηση της ηθικής της ευθύνης (με τη βιβλική της έννοια) απέναντι στον συνάνθρωπο και τον Θεό, και ως εκ τούτου διαγιγνώσκει μια θεολογική πρόταση αποηθικοποίησης του Χριστιανισμού. Από τον καιρό που εκφώνησε το κείμενο ως ομιλία σε συνέδριο στο Βόλο (2005), μέχρι σήμερα που το συμπεριλαμβάνει στο τομίδιο αυτό, ο Σ.Ζ. έχει ακούσει διάφορες ενστάσεις, όσον αφορά στη «μονομέρεια» της κριτικής του στον Γιανναρά – ότι τάχα οι μομφές κατά της θεολογικής πρότασης Γιανναρά παραγνωρίζουν μεγάλο μέρος του έργου τού υπό κρίση θεολόγου, και εν πάση περιπτώσει βασίζονται σε ένα μόνο βιβλίο του (και δη στην πρώτη του έκδοση)· κι ακόμα, ότι ο Γιανναράς, ως θεολόγος, δεν διαθέτει μία μόνο πτυχή, όπως μοιάζει να υπονοεί η κριτική του Σ.Ζ., αλλά πολλές και διάφορες, με ποικίλες συνεισφορές η καθεμία. Διαφωνώ. Η θεολογική πρόταση αποηθικοποίησης του Χριστιανισμού αποτελεί το νήμα εκείνο που υφαίνει σχεδόν κάθε βιβλίο (ακόμα και άρθρο) του Χρήστου Γιανναρά. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο σκιαγραφούνται ακόμα και κείνα τα βιβλία του που δεν ασχολούνται με το ζήτημα της Ηθικής. Η δε ένσταση εκείνη που ισχυρίζεται ότι «στον Γιανναρά υπάρχει Ηθική (οπότε είναι λάθος να μιλάμε για πρόταση αποηθικοποίησης), αλλά είναι εκείνη η Ηθική που απορρέει από την Ευχαριστία», θα έλεγα ότι μάλλον επιβεβαιώνει τη μομφή Ζουμπουλάκη παρά την αντιστρατεύεται (αρκεί κανείς να αναλογιστεί ένα βασικό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να απορρέει συγκεκριμένο ηθικό πρόταγμα για το παρόν, την καθημερινότητα, από κάτι που είναι και θα παραμένει άχρις εσχάτων μυστήριο…).
Τα ζητήματα που τίθενται χωρούν πολλή συζήτηση. Το βιβλίο δίνει πάμπολλες αφορμές, που δεν μπορούν φυσικά να αξιοποιηθούν σε ένα σύντομο σημείωμα όπως αυτό.
Όσον αφορά πάντως τα υπόλοιπα κείμενα, έχει μεγάλη σημασία να διαβαστούν ιδιαίτερα όσα γράφει ο Σ.Ζ. για τον Αρχιμανδριτισμό, τη Συλλειτουργία επισκόπου, κλήρου και λαού, το ζήτημα της ιεραποστολής και την εκκλησιαστική τέχνη. Αξίζει να διαβαστούν όχι μόνο για την ουσία των γραφομένων, αλλά και για το ότι κάνουν τον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται επιτέλους και να συνειδητοποιεί πως η χριστιανική αυτοσυνειδησία δεν (πρέπει να) είναι κάτι άκαμπτα παγιωμένο και δεδομένο εκ του παρελθόντος, αλλά κάτι ζωντανό, που οφείλει διαρκώς να αυτοπροσδιορίζεται και να προσλαμβάνει στο σώμα του την κάθε εποχή, με τα εκάστοτε πολιτιστικά της δεδομένα. Αυτό και μόνο αν καταφέρει το βιβλίο του Ζουμπουλάκη να μπολιάσει στη συνείδηση του αναγνώστη (πέραν των επί μέρους καίριων τοποθετήσεων, που διατυπώνονται), το όφελος θα είναι μεγάλο.
* Σταύρος Ζουμπουλάκης: "Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο. Πίστη ή πολιτιστική ταυτότητα;", (Εκδ. Εστία 2010, Σελ. 191)
ΠΗΓΗ: Ψηφίδες, Αναρτήθηκε από: vlassisn | 10/05/2010,