Γυναίκες στη Μακρόνησο
Της Ανδριανής Στράνη
Περασμένες εννιά ταξιδεύαμε πρίμα για το Μακρονήσι. Το ημερολόγιο έδειχνε 5 Ιούνη 2016.
– Δυο χρόνια περιμέναμε αυτό το ταξίδι, μονολόγησε με καϋμό η Μακρονησιώτισσα Τασούλα. Ο χρόνος δεν θα είναι για πάντα σύμμαχος. Έπρεπε να ανανεώσουμε το θυμάρι.
– Και τον όρκο, συμπλήρωσε η Βαγγελιώ δίπλα της.
Τεσσάρων χρονών και κολλημένη στο φουστάνι της μάνας της ήταν η Βαγγελιώ το 1950 που πρωτοπάτησε στο άδροσο τούτο μέρος. Μετά την προδοσία της Βάρκιζας, η ντόπια αστική τάξη και τα ξένα αφεντικά της, θέλοντας να σβήσουν κάθε ίχνος της Εθνικής Αντίστασης και της Ιστορίας της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ έστειλαν στα ξερονήσια τους αμετανόητους. Δεν δίσταζαν να απομονώνουν ακόμα και μανάδες με μικρά παιδιά, καθώς και ηλικιωμένες γυναίκες, για να υπογράψουν με κάθε μέσο και βασανιστήρια, δήλωση μετάνοιας και να αποκηρύξουν τον «εαμοβουλγαροκομμουνισμό».
Όταν η Βαγγελιώ κατάλαβε το μέγεθος της αδικίας από το μοίρασμα του κόσμου, ορκίστηκε να μην κάνει ποτέ πίσω σε τίποτα και μπροστάρισσα στους αγώνες ανανέωνε τούτο τον όρκο κάθε χρόνο στον τόπο του μαρτυρίου.
– Αυτό είναι το νησί;
Η Τασούλα και η Βαγγελιώ γύρισαν και κοίταξαν με απορία την ψηλόλιγνη νεαρή κοπέλα με την ξενική προφορά. Καθώς ο κόντρα ήλιος εμπόδιζε την όρασή της, έβαλε το χέρι της στο μέτωπο για να βεβαιωθεί ότι οι αδρές ετούτες γραμμές του τοπίου μπροστά της διέγραφαν μακρά πορεία σκληρότητας, όπως είχε διαβάσει στο ημερολόγιο του παππού της Τάκη με τη φθαρμένη χρονολογία «Μακρονήσι 1948».
– Αυτό είναι το νησί, της απάντησε η Τασούλα με χαμόγελο, βλέποντας στην κοπέλα αυτή τον εαυτό της 22 χρονών, Γενάρη του 1950, όταν για πρώτη φορά πάταγε το πόδι της στη Μακρόνησο για αναμόρφωση.
– Εσύ έρχεσαι για πρώτη φορά; ρώτησαν την κοπέλα οι Μακρονησιώτισσες.
– Σπουδάζω Ιστορία και κοινωνικές επιστήμες, απάντησε εκείνη και ήρθα να επισκεφτώ τον τόπο εξορίας του παππού μου, κοιτάζοντας κλεφτά το ημερολόγιο που έγραφε:
«Περιμένουμε στο Λαύριο για να μας πάνε με το καΐκι απέναντι. Μέσα στο μπόγο όλα μου τα υπάρχοντα για να ζήσω και να μην υπογράψω. Αγωνίστηκα για Λεύτερη Πατρίδα, κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και ισότητα. Γι’ αυτά πάλεψα όταν πρωτομπήκα στην ΕΠΟΝ και μετά στο ΕΑΜ. Για όλα αυτά θα μείνω όρθιος και ξάγρυπνος γνωρίζοντας τι με περιμένει».
Με το ημερολόγιο του παππού σφιχτά στο χέρι, με τη γνωριμία και την κουβέντα, οι τρεις γυναίκες αγνάντευαν τον Μακρονησιώτη με την υψωμένη γροθιά από το κατάστρωμα έτοιμες για την αποβίβαση. Το αγκυροβόλι μικρό.
Παλεύει το βαπόρι για να σταθεί με τόσο βαρύ φορτίο – τεράστιο το εκτόπισμα. Ακόμα και η θάλασσα δυσκολεύεται να χωρέσει αυτόν τον τεράστιο όγκο της φορτωμένης μνήμης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Στο διάδρομο αναμονής τους διέκρινες όλους στη σειρά. Πρώτοι οι εκτοπισμένοι βιάζονταν να κατέβουν. Η Τασούλα, η Βαγγελιώ, ο Λάζαρος, η Ανθή με τις πατερίτσες και η Νίτσα με το τσιγάρο στο χέρι. Πιο πίσω, η νεαρή φοιτήτρια με πρωτόγνωρα συναισθήματα ανέμενε την πτώση του καταπέλτη για το άνοιγμα ενός άλλου κόσμου.
Στη στιγμή ένοιωσε το πέρασμα. Γυμνά βράχια και χαλάσματα φάνηκαν. Η επιγραφή «Δήμος Κέας» πάνω από την προβλήτα δίχως νόημα. Όπου και να κοίταζες πετάγονταν σαν τα κοράκια οι Αλφαμίτες, βρίζοντας χυδαία και κλωτσώντας για να μας «καλωσορίσουν», είπε η Τασούλα. Πέρασαν χρόνοι πολλοί ελπίζοντας στο ταξίδι που δεν θα τους έβλεπε μπροστά της. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ γιατί ιστορία και μνήμη συμπορεύονται.
Η Βαγγελιώ κρύφτηκε στην αγκαλιά της μάνας της αδύνατη όπως ήταν σαν το κλαράκι στη θέα των ανθρωπόμορφων δράκων όπως στ’ αλήθεια τους γνώρισε στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών κι όχι στα παραμύθια.
Γιατί να σέρνουν μια μάνα με ένα μικρό παιδί στα ξερονήσια; Μόνο και μόνο γιατί αγωνίστηκε ως μέλος της ΕΠΟΝ για να λευτερώσει την πατρίδα της από τους Γερμανούς φασίστες κατακτητές;
Ακόμη και σήμερα, είπε η Βαγγελιώ με θλίψη στη νεαρή φοιτήτρια, υπάρχουν κάποιοι που φοβούνται την ΕΠΟΝ και δεν μιλάνε γι’ αυτήν για να μην κακοκαρδίσουν τους φασίστες. Φάνηκε ότι το κορίτσι ήταν υποψιασμένο απ’ αυτά που της είπε ο πατέρας της, όταν προετοιμάζονταν για το ταξίδι και καταλάβαινε καλά τον φασισμό που ξανασήκωνε κεφάλι και στην πατρίδα της. Τώρα εδώ ανάμεσα στα βράχια, στους φούρνους, στα πουρνάρια, στις πέτρες και στις επιγραφές, προσπαθούσε να ενώσει τις σκόρπιες εικόνες από το ημερολόγιο του παππού για να καταλάβει το νόημα της ιερής πομπής στο χωματόδρομο προς το μνημείο. Τελικά βρήκε τη θέση της. Όταν το ένιωσε, στάθηκε για λίγο στον Δεσμώτη Μακρονησιώτη. Στο σχολείο της είχε διαβάσει Ελληνική μυθολογία και γνώριζε τον Προμηθέα Δεσμώτη που τόλμησε να παραβεί τον νόμο των θεών. Σκέφτηκε τον παππού της που παρά τρίχα γλίτωσε τον τοίχο της Καισαριανής, αλλά μετά τον έστειλαν δεμένο στη Μακρόνησο να μετανοήσει για τα κρίματά του. Δεν μετανόησε ποτέ και έτσι του έτρωγαν το συκώτι σιγά σιγά τα όρνια στις εξορίες του μοναρχοφασισμού.
Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή μπροστά στο σύμβολο των βασανισμένων και εκτελεσθέντων αγωνιστών και κομμουνιστών. Οι τρεις γυναίκες βάδιζαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο στρατόπεδο με τις γυναικείες σκηνές. Πικρό το χαμόγελο, βάραινε το πρόσωπο της Τασούλας όταν έλεγε: «Είμαστε από τις «τυχερές». Όταν τα άλλα κορίτσια δεν ξέρανε τι θα πει νησί, εμείς κάναμε από νωρίς διακοπές… στο τρίγωνο του διαβόλου: Χίος, Τρίκερι, Μακρόνησος.
Την προηγούμενη εβδομάδα είμαστε στη Χίο, μετά τη Μακρόνησο, θα πάμε στο Τρίκερι. Στον Παγασητικό… σιγοτραγούδησε η Βαγγελιώ, το άσμα του αγαπημένου της Αργύρη. Ο Παγασητικός και πάλι στο επίκεντρο των αμετανόητων βαμμένων γυναικών…
Η νεαρή ελληνογαλλίδα φοιτήτρια που τις άκουγε με ιερή ευλάβεια πετάχτηκε: Θάρθω κι εγώ στο Τρίκερι κι αν μπορέσω μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα πάω στον Αη Στράτη. Εκεί ο παππούς μου μετά την Μακρόνησο πάλεψε πολύ για τη ζωή και τις ιδέες του. Ανάμεσα στα βασανιστήρια και τις στερήσεις στήθηκαν οι βάσεις ενός καινούργιου κόσμου χωρίς εκμετάλλευση και συμβιβασμούς. Και η νεαρή διώχνοντας τις μέλισσες από το πρόσωπό της θυμήθηκε τα λόγια του ποιητή από τον Αη-Στράτη : «απ’ τα μπουντρούμια κι απ’ την εξορία η νέα του κόσμου ξεκινά ιστορία».
– Φαίνεται πως αυτός ο κόσμος έπιασε τόπο, συμπλήρωσε η Βαγγελιώ, κοιτάζοντας με θαυμασμό τη νεαρή γαλλίδα που ήρθε από μακριά με το δικό της μπόγο ιστορίας και τον παππού Τάκη να κυκλοφορεί στις φλέβες της.
Καθώς πλησίαζαν στις σκηνές των γυναικών, η Τασούλα έσκυψε ν’ αγγίξει το μυρωδάτο θυμάρι. Το σώμα με τα χρόνια είχε αποκτήσει καλύτερη σχέση με τη γη καθώς έγερνε από τις κακουχίες. Η ψυχή όμως όμοια με πεταλούδα πετούσε από λουλούδι σε λουλούδι κι από βράχο σε βράχο, ένα με τον αέρα και την αρμύρα της θάλασσας.
– Τουλάχιστον το θυμάρι συντηρούσε την ελπίδα σας, τους είπε η κοπέλα.
– Δεν υπήρχε, μας είχαν ξεριζώσει τα πάντα ακούστηκε με πίκρα η Τασούλα. Έμενε μόνο η καρδιά να ξεριζώσουν αλλά αυτή τη φυλάξαμε. Χτυπούσαν παντού, όπου έβρισκαν κεφάλι, χέρια, πόδια, στομάχι, όλα είχαν μπλαβίσει.
– Ευτυχώς η καρδιά είναι από μέσα, έλεγε η μάνα μου, θυμήθηκε η Βαγγελιώ.
– Λίγο πράσινο όπου υπήρχε, μας βάζανε να το καθαρίζουμε συνέχισε η Τασούλα. Το σημάδι στο χέρι της, μετά από τόσα χρόνια έξυσε την πληγή της ψυχής. Για σπάσιμο νεύρων βγάζαμε μέχρι και τα πουρνάρια. Σε μια τέτοια προσπάθεια, κάτω από τον ήλιο που χτυπούσε αλύπητα, καθώς είχα βγει από την απομόνωση, ζαλίστηκα τραβώντας το πουρνάρι που αντιστεκόταν κι αυτό, όπως κι εμείς και μου καρφώθηκε ανάμεσα στην παλάμη και στον καρπό. Η διαταγή για την αποψίλωση του τόπου είχε στόχο την απογύμνωση και τον εξευτελισμό της ύπαρξης. Η νεαρή φοιτήτρια στο άκουσμα αυτό έβαλε ασυναίσθητα το χέρι στο στόμα για να πνίξει την αγανάκτηση. Δύο δάκρυα καθαρά αυλάκωσαν το αψεγάδιαστο πρόσωπό της.
Δεν έχουμε καιρό για λύπες, αυστηρά τη επανέφερε στο τώρα η φωνή της Τασούλας.
Δεν ήρθαμε εδώ να κλάψουμε, αλλά να θυμηθούμε το χρέος και να συνεχίσουμε τον αγώνα.
Και για τον όρκο, συμπλήρωσε η Βαγγελιώ.
Δεν ήθελε να ξεχάσει τον όρκο που έδωσε στη μάνα της όταν μεγάλωσε, έχοντας μέσα της για πάντα την εικόνα της, ξέπνοη και πεταμένη μέσα στη σκηνή από τα χτυπήματα. Ορκίστηκε να μην αφήσει τους φασίστες σε χλωρό κλαρί. Να κάνει τα πάντα για ν’ αλλάξει τον κόσμο. Για την ισότητα και τη δικαιοσύνη.
Κάτσανε χάμω στην πλαγιά για να διώξουν την ένταση. Την κουβέντα συντρόφευαν μέλισσες από εκείνη τη μοναδική κοινωνία των εργατριών και με τις πεταλούδες να στήνουν τρελλό χορό πάνω από το θυμάρι.
Εκεί, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού με φόντο τη γαληνοτάτη θάλασσα της Μακρονήσου εκάμανε τον απολογισμό τους, φτιάχνοντας καινούριο κάδρο για τον κόσμο μέσα από τα χαλάσματα.
– Από την εφηβεία στον αγώνα και από τη μια ξέρα στην άλλη έμαθα να κολυμπάω σε βαθιά νερά είπε η Τασούλα. Κυνηγημένοι από τους Γερμανοτσολιάδες κρατήσαμε όπως μπορούσαμε στα δύσκολα.
Τώρα στα μπόσικα εκαλομάθαμε και μείναμε λίγο πίσω. Επάνω στη δίνη του καπιταλισμού ολιγωρούμε και τον αφήνουμε ν’ αναπτυχθεί, γιατί αυτό λένε πως είναι η Δημοκρατία.
– Εξαρτάται πώς εννοεί ο καθένας τη Δημοκρατία, πρόσθεσε με κομμένη την ανάσα η Βαγγελιώ ανεβαίνοντας την πλαγιά προς την Εκκλησία. Νεοφιλελευθερισμός και φασισμός είναι οι δύο πιστοί υπηρέτες αυτής της «αστικής» δημοκρατίας που γεννά την κρίση και την φτώχεια. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας να διανύσουμε αλλά στο τέλος θα νικήσουμε.
Ο παππούς όσο ζούσε, πήρε το λόγο το κορίτσι, μιλούσε στην πατέρα μου για την ανάγκη ανασυγκρότησης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Στη Γαλλία είμαστε λίγοι αλλά προσπαθούμε, εσείς βλέπω ότι κρατάτε περισσότερο την αντίσταση. Το ΕΑΜ είναι βαριά παράδοση. Η Τασούλα και η Βαγγελιώ, αυτές που πέρασαν εν ζωή τα βάσανα του επάνω μα και του κάτω κόσμου μαζί, γύρισαν και κοίταξαν κατάματα τη νεαρή Γαλλίδα.
Κάνοντας την ίδια σκέψη, λες και είχαν συνεννοηθεί, έκοψαν λίγο φρέσκο θυμάρι και το πρόσφεραν στη νεαρή συντρόφισσα λέγοντας: «Σήμερα 5-6-2016 στο Μακρονήσι, σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας των γυναικών δεν ήρθες τυχαία για πρώτη φορά να ψάξεις τις ρίζες σου. Το χρέος στην Ιστορία δείχνει να φωτίζει το δρόμο σου. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ανανεώσουμε το θυμάρι μα και τον όρκο».
Εκείνη ταραγμένη σηκώθηκε όρθια.
Η Μαριάννα. Marianne. Η γυναίκα του Λαού! Η Ελευθερία του Ντελακρουά, που οδηγεί το Λαό. Έβαλε το θυμάρι στο γυμνό στήθος της και θυμήθηκε τις επαναστάσεις που άλλαξαν τη ρότα του κόσμου: Την Γαλλική, την Ελληνική, την Οκτωβριανή. Αυτές μελέτησε, από αυτές συγκλονίστηκε και στο δρόμο αυτών περπατά τώρα. Όσο ο Μακρονησιώτης ήλιος ψήλωνε, οι πεταλούδες – ψυχές των βασανισμένων εξόριστων πετούσαν γύρω τους σχηματίζοντας στον αέρα τις λέξεις: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα. Liberté, Egalité, Fraternité.
Η Marianne από τα οδοφράγματα της Κομμούνας του Παρισιού έσφιξε τα χέρια της Τασούλας και της Βαγγελιώς και κοιτάζοντας τον Δεσμώτη Μακρονησιώτη είπε: «Ομνύω!».
Ανδριανή Στράνη
ΠΗΓΗ: 01-07-2016, https://www.alfavita.gr/apopsin/gynaikes-sti-makroniso