Χειροτονητήριος λόγος σε Πρεσβύτερο
Του (+) Διακόνου Ιωάννη Κατωπόδη – Πάτρα 22-01-1978*
Με αφορμή το σημερινό τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνο του (+) παπα Γιάννη Κατωπόδη, σήμερα 18-06-2016, Ψυχο-Σάββατο πριν την Πεντηκοστή του 2016 -ημέρα που αρχίζει και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στο Κολυμπάρι Χανίων- έγινε μετεγγραφή σε ηλεκτρονική μορφή (στο μονοτονικό από το πολυτονικό) από τον Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα**
«Σεβασμιώτατε Ιεράρχα,
Τίμιο Πρεσβυτέριο,
Ευλογημένε Λαέ του Θεού.
Θεμελιακά γεγονότα του εκκλησιαστικού, αλλά και του προσωπικού βίου, μέσα στην εκκλησία γίνονται κατανοητά, κάτω από το φώς της της θεολογίας των πατέρων και της θεολογίας της εκκλησίας. Ίσως και γιατί ο στείρος συναισθηματισμός, η αβασάνιστη επανάληψη στερεοτύπων και εκφράσεων, αποδυναμώνουν την ουσία και τη σημασία τέτοιων εκκλησιολογικών γεγονότων, όπως το σημερινό.
Ο λόγος της θεολογίας μοιάζει να είναι για την παρούσα ώρα. Ίσως γιατί το χρέος αυτής της κρίσιμης ώρας, είναι να μαρτυρηθεί μα και να βιωθεί το γεγονός της σωτηρίας. Η αλήθεια της λυτρώσεως και αναπλάσεως, της φθαρμένης από την αμαρτία φύσεως του ανθρώπου, μέσα στην αέναη πεντηκοστή της εκκλησίας Μας, και συνάμα να δοθεί το μέτρο εκείνο της Καινής εντολής, της αγάπης προς το Σωτήρα Χριστό, που είναι το πλήρωμα της ανθρώπινης υπάρξεώς μας. Τούτο το πλήρωμα, ορίζει ο Χριστός, στη σχέση Του με τον κόσμο, με τους ανθρώπους, με την εκκλησία Του.
Η κατάφαση στην κλήση του Θεού, είναι η απαρχή της αληθινής ζωής, αυτής που προσκομίζει ο αποσπασματικός άνθρωπος και που καινοποιεί το άγιο Πνεύμα, μέσα στην Εκκλησία.
Η δε άρνηση σ’ αυτή την κλήση, δηλαδή η απόρριψη της αγάπης Του, ορίζει τηνκόλαση, όπως σοφά ο Ντοστογιέφεκυ είπε: “Κόλαση είναι το μαρτύριο να μην αγαπάει κανείς”.
Σεβασμιώτατε, Πατέρες και αδελφοί.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ιερέας του κόσμου. Είναι αυτός που προσφέρει τον κόσμο στο Θεό, σε μιά θυσία Αγάπης και αίνου, και που μέσα από αυτή την αιώνια ευχαριστία, μοιράζει στον κόσμο την αγάπη του Θεού. Η ιερωσύνη με την έννοια αυτή, είναι ανθρωποσύνη στην ίδια την ουσία Της. Και ο Χριστός, είναι Ένας αληθινός ιερέας, επειδή εκείνος είναι ο ένας αληθινός και τέλειος άνθρωπος.
Ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ. Είναι η αποκατάσταση αυτού, που ο Αδάμ δεν μπόρεσε να γίνει.
Ο Αδάμ, δεν μπόρεσε να γίνει ιερέας του κόσμου. Και εξ αιτίας αυτής της αποτυχίας, ο κόσμος έπαψε να είναι το μυστήριο της θείας αγάπης και παρουσίας και έγινε φύση. Και μέσα σ’ αυτό το «φυσικό» κόσμο, η θρησκεία έγινε μιά οργανωμένη συναλλαγή με το φυσικό, και ο ιερέας, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό.
Ο Χριστός όμως αποκάλυψε, πως η ουσία της ιερωσύνης είναι η αγάπη, και επομένως πως η ιερωσύνη είναι η ουσία της ζωής. Ο Χριστός θανατώθηκε ως το έσχατο θύμα της ιερατικής θρησκείας, και με το θανατό του πέθανε η ιερατική θρησκεία, και εγκαινιάστηκε η ιερατική ζωή.
Κατάργησε τη θρησκεία, επειδή έρριξε το μεσότοιχο που χώριζε το φυσικό από το υπερφυσικό, το βέβηλο, από το ιερό. Γκρέμισε το χώρισμα που ήταν η μόνη δικαιολογία και ο λόγος υπάρξεως της θρησκείας. Αποκάλυψε πως όλα τα πράγματα, όλη η φύση, βρίσκουνε το τέλος τους, την πλήρωσή τους, στη Βασιλεία. Πως όλα τα πράγματα γίνονται καινούρια με την ΑΓΑΠΗ.
Και αν υπάρχουν ιερωμένοι μέσα στην εκκλησία, αν υπάρχει μέσα εδώ η ιερατική κλήση, αυτό ακριβώς συμβαίνει για να φανερώνει σε μιά τέτοια κλήση, την ιερατική της ουσία. Για να κάνει όλη τη ζωή, όλων των ανθρώπων, λειτουργία της βασιλείας, για να αποκαλύπτει την εκκλησία ως το βασίλειο ιεράτευμα του λυτρωμένου κόσμου.
Κανένας δεν μπορεί να αναλάβη μόνος του να γίνει ιερέας. Να το αποφασίσει με βάση τα προσόντα του, την προετοιμασία, και τις προδιαθέσεις του. Η κλήση έρχεται πάντα από ψηλά. Η ιερωσύνη δηλ., φανερώνει την ταπεινοσύνη της εκκλησίας, και όχι την υπερηφάνειά της, επειδή φανερώνει την απόλυτη εξάρτηση της εκκλησίας από την αγάπη του Χριστού, από την μοναδική και τέλεια ιερωσύνη.
Στην χειροτονία του ο ιερέας δε λαμβάνει απλώς «ιερωσύνη», αλλά τα δώρα της αγάπης του Χριστού, της αγάπης εκείνης που έκανε το Χριστό μοναδικό ιερέα, και που γεμίζει με τη μοναδική αυτή ιερωσύνη το υπούργημα εκείνων που αποστέλλει στο λαό Του. Αυτός είναι ο λόγος που το μυστήριο της ιερωσύνης είναι από μία άποψη ταυτόσημο, με το μυστήριο του Γάμου. Είναι και τα δυό η φανέρωση της αγάπης. Αληθινά ο ιερέας παντρεύεται την εκκλησία. Αλλά ακριβώς όπως μεταφέρουμε τον ανθρώπινο γάμο μέσα στο μυστήριο του Χριστού και της εκκλησίας, και ο γάμος γίνεται μυστήριο της Βασιλείας, με τον ίδιο τρόπο ο γάμος αυτός του ιερέα με την εκκλησία, τον κάνει αληθινά ιερέα, αληθινά υπηρέτη της αγάπης εκείνης, που μονάχη μεταμορφώνει τον κόσμο και αποκαλύπτει την εκκλησία ως την άσπιλη Νύμφη του Χριστού.
Ο ιερέας και η κοινότητα βιώνουν την ενότητά τους με τον Χριστό, στην Ευχαριστία. Βιβλικά, προσεγγίζεται αυτή η ενότητα με το γεγονός της Μεταμορφώσεως. Η εμπειρία όμως αυτή της Θαβώρειας Μεταμορφώσεως, είναι ανάγκη να μαρτυρηθεί στον κόσμο. Δεν πρέπει να απομείνουμε στο όρος Θαβώρ. Πρέπει να “ξεκινήσουμε και ν’ αρχίσουμε την ατέρμονη αποστολή της εκκλησίας, ως μάρτυρες αυτού του φωτός, ως μάρτυρες αυτού του πνεύματος”.
Η Ευχαριστία αποτελεί το τέλος της πορείας, και ξαναγίνεται πάλι η αφετηρία. Μέσα σ΄Αυτή, τα αδύνατα μας αποκαλύπτονται και πάλι ως δυνατά.
Ο Θεός μας έκανε αρμόδιους να είμαστε μάρυρές Του, να πληρώνουμε αυτό που εκείνος έκανε και κάνει πάντα. Αυτό είναι το νόημα της Ευχαριστίας. Γι’ αυτό η Αποστολή της εκκλησίας αρχίζει με της λειτουργία της ανόδου, επειδή μονάχα αυτή κάνει δυνατή τη λειτουργία της αποστολής.
Η εκκλησία είναι αποστολή και η αποστολή αποτελεί την ίδια την ουσία της, και την ίδια τη ζωή Της. Χρειάζεται να θυμόμαστε ωστόσο, πως ορισμένες “διαστάσεις” της χριστιανικής αποστολής, η εκκλησία συχνά τις λησμόνησε, από τον καιρό που παραδέχτηκε την εγκαθίδρυσή της στον κόσμο, και την αξιοσέβαστη θέση Της ως μιας παγκόσμιας θρησκείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την διπλή αποτυχία της εκκλησίας. Δηλαδή την αποτυχία να πετύχουμε οποιασδήποτε ουσιαστική «νίκη» καταπάνω στις άλλες παγκόσμιες θρησκείες, και την αποτυχία να καταπολεμήσουμε με οποιοδήποτε σημαντικό τρόπο, την κυρίαρχη και αυξανόμενη κοσμικότητα του πολιτισμού μας.
Έτσι διαμορφώθηκαν δύο κύρια ρεύματα ή ροπές. Η Θρησκευτική, και η κοσμική τάση προσεγγίσεως του κόσμου.
Η Θρησκευτική τάση έχει ως σκοπό της αποστολής, τη διάδοση της Θρησκείας, σαν ουσιαστικής ανάγκης του ανθρώπου. Έχει και μερικές «Θρησκευτικές» και «Πνευματικές» αξίες που χρειάζεται να τις υπερασπιστεί απέναντι στον Αθεϊσμό, και τον Ματεριαλισμό, και σε άλλες μορφές Αθρησκείας.
Ποιές είναι αυτές οι βασικές θρησκευτικές «αξίες»; Βασικά, δεν είναι διαφορετικές απ’ όσες διακηρύσσει και προσφέρει στους ανθρώπους στις καλύτερες ώρες της η κοσμικότητα.
Είναι η Ηθική; Είναι η φροντίδα για την αλήθεια; Η ανθρώπινη αδελφοσύνη και αλληλεγγύη; Είναι η αυταπάρνηση; Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι, πρέπει να παραδεχτούμε πως υπάρχει μεγαλύτερο πάθος για όλες αυτές τις «αξίες» ανάμεσα στους «κοσμικούς», παρά ανάμεσα στις οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες, που τόσο εύκολα προσαρμόζονται, με την διανοητική απεριέργεια, με τις προλήψεις, με το απονεκρωμένο μέρος της παραδόσεως. Αυτό που απομένει τελικά στον άνθρωπο από την Θρησκευτική τάση προσεγγίσεως του κόσμου, είναι η «αγωνία», και ένα πλήθος από «προσωπικά προβλήματα», στα οποία η θρησκεία παρουσιάζεται αναρμόδια. Όσες φορές όμως η θρησκεία καταπιάνεται μ’ αυτά τα προβλήματα, δανείζεται υποχρεωτικά ολόκληρο το «οπλοστάσιο» και την ορολογία, από τις διάφορες κοσμικές θεραπευτικές.
Παρ’ όλο που μοιάζει με παραδοξολογία, όμως η βασική θρησκεία που κηρύττουμε και αποδεχόμαστε ως το μόνο μέσο για να καταπολεμήσουμε την κοσμικότητα, είναι πραγματικά μια υποταγή στην κοσμικότητα. Η υποταγή αυτή μπορεί να γίνει, και γίνεται, σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Μόνο που χρωματίζεται διαφορετικά. Αλλοιώς δηλαδή χρωματίζεται σε μια μη ομολογιακή «κοινοτική εκκλησία» και αλλοιώς μέσα σε μια πατροπαράδοτη ιεραρχική ομολογιακή και λειτουργική ενορία. Η υποταγή δεν γίνεται με το να εγακταλλείπεις όσα πιστεύεις –σύμβολα, παραδόσεις, συνήθειες- αλλά να δέχεσαι το λειτούργημα της θρησκείας, ως βοήθειας. Είτε αυτή είναι βοήθεια στην διαμόρφωση του χαρακτήρα, είτε είναι διαβεβαίωση για αιώνια σωτηρία. Επάνω σ’ αυτό το κλειδί γίνεται σήμερα το κήρυγμα της θρησκείας και η αποδοχή από εκατομμύρια πιστούς.
Γι’ αυτό σήμερα, όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει ν’ αλλάξει θρησκεία, το κάνει γιατί πιστεύει ότι η νέα θρησκεία θα του προσφέρει περισσότερη βοήθεια, και όχι περισσότερη αλήθεια.
Στην θρησκευτική τάση προσφέρεται μια «πνευματική διάσταση της ζωής», που αφήνει ανέπαφη και αμετάλλαγη την «υλική διάσταση», δηλ. τον κόσμο. Και θα πρέπει να συλλογιστεί κανείς, αν πράγματι αυτή είναι η πίστις που νίκησε κάποτε τον κόσμο.
Η δεύτερη τάση, είναι η αποδοχή της κοσμικότητας. Σύμφωνα με τους ιδεολόγους ενός μη θρησκευτικού χριστιανισμού, η κοσμικότητα δεν είναι αντίπαλος, δεν είναι καρπός της απώλειας της θρησκείας, δεν είναι αμάρτημα και τραγωδία, αλλά η ενηλικίωση του κόσμου, την οποία ο χριστιανισμός πρέπει να παραδεχτεί και να αποδεχτεί ως απόλυτα φυσική. Οι ιδεολόγοι της κοσμικότητας λένε ότι: «η τιμιότητα απαιτεί να αναγνωρίσουμε πως χρειάζεται να ζούμε στον κόσμο σαν να μην υπήρχε Θεός».
Σ’ αυτή την περίπτωση η αποστολή εμφανίζεται με την μορφή της ανθρώπινης αλληλεγγύης.
Χριστιανός σημαίνει ο ένας για τον άλλον.
Μέσα σ’ αυτή την κατεύθυνση, υπάρχουνε αναμφισβήτητα και πολύ αξιόλογα «σημεία». Και πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να παραδεχτούμε πως η κοσμικότητα είναι ένα αληθινά χριστιανικό φαινόμενο, ένα αποτέλεσμα της «χριστιανικής επαναστάσεως». Είναι πολύ μεγάλο λάθος της θρησκευτικής αντικοσμικότητας, να μη βλέπει πως η κοσμικότητα αποτελείται από χριστιανικές αλήθειες και πως απομακρύνοντας απλά και μόνο την κοσμικότητα, στην πραγματικότητα απομακρύνει μαζί με αυτή και ορισμένες , θεμελιακά, χριστιανικές επιδιώξεις και ελπίδες.
Ωστόσο όμως απομένει η τελειωτική αλήθεια, την οποία, οι χριστιανοί, οπαδοί της κοσμικότητας φαίνεται να μη βλέπουνε. Η αλήθεια αυτή λέει πως η κοσμικότητα είναι τραγωδία και αμάρτημα, εξ αυτής της χριστιανικής προελεύσεώς της. Είναι τραγωδία, επειδή ο άνθρωπος δοκίμασε ένα καλό κρασί και προτιμάει ακόμα να γυρίσει στο απλό νερό. Είδε το φως το αληθινό και διάλεξε το φως της λογικής του.
Είναι αλήθεια χαρακτηριστικό, πως οι προφήτες και οι κήρυκες του κοσμιμοποιημένου χριστιανισμού αναφέρονται αδιάκοπα στον σύγχρονο άνθρωπο.
Στον άνθρωπο που διαπλάστηκε από την βιομηχανοποίηση, και από την επιστημονική κοσμοθεωρία. Αυτόν τον άνθρωπο, τον θέλουν «να ζει στον κόσμο σαν να μην υπήρχε Θεός». Εδώ βρίσκεται η τραγωδία της κοσμικότητας, που συγχρόνως είναι αμάρτημα, γιατί η κοσμικότητα είναι ένα ψέμμα σχετικά με τον κόσμο.
Η τιμιότητα όμως απέναντι στο Ευαγγέλιο, απέναντι στην χριστιανική παράδοση, στην εμπειρία που απόχτησε κάθε άγιος και απέναντι σε κάθε λέξη από τη χριστιανική λειτουργία, απαιτεί ακριβώς το αντίθετο.
Να ζεις στον κόσμο, βλέποντας εκεί μέσα τα πάντα ως μια αποκάλυψη του Θεού, ως ένα σημάδι της παρουσίας Του. Ως την χαρά του ερχομού Του ή το κάλεσμα σε κοινωνία μαζί Του. Από την ημέρα της πεντηκοστής, υπάρχει μια σφραγίδα, μια αχτίδα, σημάδι του αγίου Πνεύματος επάνω στα πάντα για εκείνους που πιστεύουνε στο Χριστό και γνωρίζουνε πως Εκείνος είναι η ζωή του κόσμου, και πως σε εκείνον η ο κόσμος στην ολότητά Του έγινε πάλι μια λειτουργία, μια κοινωνία, μια ανάληψη.
Αν παραδεχτούμε πως η κοσμικότητα είναι αλήθεια σχετικά με τον κόσμο, θα πρέπει να αλλάξουμε την αρχική χριστιανική πίστη τόσο βαθιά και ριζικά, ώστε να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε αν πραγματικά μιλάμε για τον ίδιο Χριστό.
Η εκλογή όμως ανάμεσα στους δύο περιορισμούς του Χριστιανισμού, τη Θρησκεία και την κοσμικότητα, δεν είναι η μόνη εκλογή.
Στην πραγματικότητα το δίλλημα είναι πλαστό. Η θεολογία των πατέρων της εκκλησίας, όταν αυτή ευρίσκεται στην ίδια ευθεία με τη ζωή της εκκλησίας, αποδέχεται πως η πηγή και η αρχή της Χριστιανικής αποστολής βρίσκεται στο ανέβασμα της εκκλησίας στο Χριστό. Βρίσκεται στη χαρά του ερχόμενου κόσμου, στην εκκλησία ως μυστήριο –ως δώρο, ως παρουσία, ως αρχή, ως υπόσχεση και προδιατύπωση- της Βασιλείας.
Μονάχα σαν ερχόμαστε από το φως και τη χαρά της παρουσίας του Χριστού, ξαναβρίσκουμε τον κόσμο, σαν ένα πεδίο της χριστιανικής δραστηριότητάς μας, γεμάτο νόημα. Βλέπουμε την αληθινή πραγματικότητα του κόσμου, και ανακαλύπτουμε εκείνο που έχουμε να πράξουμε.
Η χριστιανική αποστολή βρίκεται πάντα στο αρχίνημά της. Πάντα σήμερα ξαναγυρίζουμε στον κόσμο με χαρά και ειρήνη, έχοντας δει «το φως το αληθινόν», έχοντας λάβει «Πνεύμα επουράνιο», έχοντας γίνει μάρτυρες της θεϊκής Αγάπης.
Εδώ γεννιέται το ερώτημα. Εμείς σαν εκκλησία, σαν χριστιανοί τι θα πράξουμε; Ποιά είναι η αποστολή μας;
Αυτό δεν εξαρτάται βέβαια από την ανθρώπινη νοημοσύνη και οργανωτικότητά μας, όσο από το κατά πόσο γίναμε πραγματικά μάρτυρες της χαράς και της ειρήνης του αγίου Πνεύματος. Μάρτυρες αυτής της καινούριας ζωής που μεταλαμβάνουμε στην εκκλησία. Η εκκλησία είναι το μυστήριο της Βασιλείας, όχι επειδή έχει στην κατοχή Της θεοϊδρυμένες πράξεις που ονομάζουμε μυστήρια, αλλά πρώτα απ’ όλα επειδή δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ατενίση –μέσα στον κόσμο και μέσα από τον κόσμο- τον «ερχόμενο κόσμο». Να τον ατενίσει και να τον ζήσει στο Χριστό. Όταν μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου διακρίνουμε πως ο Χριστός «Πεπλήρωκεν» «Εαυτού τα πάντα», τότε αυτά μας αποκαλύπτονται και μας προσφέρονται γεμάτα νόημα και ομορφιά.
Ο χριστιανός όπου κι αν κοιτάξει βρίσκει παντού το Χριστό και χαίρεται μαζί Του. Και η χαρά αυτή μεταμορφώνει όλα τα ανθρώπινα σχέδια και προγράμματα, όλες τις αποφάσεις και ενέργειες. Κάνει ολόκληρη την αποστολή ένα μυστήριο του γυρισμού του κόσμου σε Εκείνον, που είναι η ζωή του κόσμου.
Σεβασμιώτατε δέσποτα, Πατέρες και αδελφοί,
Πριν προχωρήσω μέσα στο άγιο θυσιαστήριο για να λάβω τη χάρη του β΄βαθμού της ιερωσύνης, θα ήθελα να τονίσω ότι: Το αίτημα που επιβάλλουν οι δύσκολοι καιροί μας είναι να συνειδητοποιηθεί η δυνατότητα της ορθόδοξης παραδόσεως, για την ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου, για τη σωτηρία όλου του ανθρώπου. Να ζήσουμε στο κορμί μας την αγωνία του σύγχρονου κόσμου, και η ορθόδοξη κράση μας να αντέξει, αφού καυχιόμαστε πως η ορθόδοξη παράδοσή μας είναι η μοναδική μας δυνατότητα να διαλεχτούμε με τον κόσμο.
Και παράδοση της εκκλησίας δεν σημαίνει το παρελθόν της, αλλά την Ζωή της, την Υπερχρονική της εμπειρία που μεταδίδεται και παραδίδεται στον κόσμο για να καινοποιηθεί, να γίνει «καινή κτίσις».
Αυτή η παράδοση, ο λόγος των πατέρων και της Ζωής της εκκλησίας είναι ο λόγος που κρίνει τον κόσμο, όχι με την δικανική έννοια του όρου, αλλά με την έννοια ότι φανερώνει την αλήθεια. Ότι είναι το φως που φωτίζει τα σκότη. Γιατί δίχως άλλο οι άνθρωποι βρίσκονται στη διακεκαυμένη ζώνη, στο σύνορο μιας οριστικής εκλογής: Την αναφορά τους στην ιδρυτική τους προϋπόθεση, τον προσωπικό εν Τριάδι Θεό; ή την άρνηση τούτης της αναφοράς, με μόνη δυνατότητα την αποδοχή της «Σιωπής» του Θεού ή του Παραλόγου;
Εν Πάτραις τη 22α Ιανουαρίου 1978
+ Διάκονος Ιωάννης Κατωπόδης
* Στις 22.01.1978 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον επόμενο Μητροπολίτη Μακ. «Πατρών Νικόδημο», στην Ευαγγελίστρια Πατρών και σε ηλικία τριάντα ετών. Σ αυτήν την σφράγισαν δυό έντονες φάσεις. Η μιά ήταν η ένθερμη συμμετοχή του «Λαού του Θεού» με μεγάλο μερίδιο νεολαίας. Η δεύτερη, που αποτελεί και ντοκουμέντο και για σήμερα, είναι ο χειροτονητήριος λόγος του, αυτόν που δημοσιεύουμε. Μέσα στο κλίμα της εποχής, θρησκευτικό και κοσμικό, ο λόγος αυτός συνεχίζει να είναι ολοζώντανος και ελπιδοφόρος «δίστομος μάχαιρα».
** Δείτε και μία αναφορά για την ζωή του: http://www.tomtb.com/eniam-mnimi-piwkatwp-pam-8604-2/