Το θέατρο και ο λόγος ως άνοιγμα της Σκέψης. Η πρόταση του Δήμου Αβδελιώδη
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Το σημερινό θέατρο και γενικότερα η καλλιτεχνική πρακτική στον Δυτικό τουλάχιστον κόσμο, δείχνει εγκλωβισμένη στον τρόπο θεώρησης του Κόσμου και του ανθρώπου όπως αυτός διαμορφώθηκε σταδιακά από τον 15ο αιώνα. Η νεωτερική πρόταξη του ατόμου ως ανεξάρτητου ανώτερων και υπερβατικών υπαρξιακών πραγματικοτήτων περιόρισε την εμβέλειά του στην αενάως πλανώμενη και περιπλανώμενη, αλλά και ζωτική γι’ αυτόν, αναζήτηση της Αλήθειας.
Η ιστορικότητα της πρότασης του Δήμου Αβδελιώδη διατυπώθηκε αρχικά στη θεατρική τριλογία του με τα έργα του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» και «Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον» και του έργου του Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος», καθώς και στα έργα του Θωμά Ψύρρα «Μαράν Αθά» και του Κώστα Μαρδά «Αλέξανδρος Παναγούλης, πρόβες θανάτου». Έφτασε όμως στην τελείωσή της με τη θεατρική μεταφορά της κατά Πλάτωνα «Απολογίας του Σωκράτη» [i]
Με την τριλογία που προαναφέραμε, ο Αβδελιώδης ερμηνεύει κατά τον καλύτερο τρόπο την απαρχή της νεώτερης Ελλάδας, θα λέγαμε την απαρχή της νεοελληνικής πρότασης: από τη μια ο τρόπος που η Δύση προσέτρεξε στην Ελληνική πρόταση, με τα μάτια του δυτικού ποιητή, του Σολωμού, από την άλλη ο καθαρά ελληνικός τρόπος, με την διείσδυση του Βιζυηνού στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» εσωτερική μάχη και αγωνιώδεις εσωτερικές αμφιβολίες, σε ένα και το αυτό πρόσωπο, στον Διονύσιο Ιερομόναχο, που εμπεριέχει το «καλό» μαζί με το «κακό». Ο Διονύσιος Ιερομόναχος, που είναι βεβαίως ο ίδιος ο ποιητής, προστατευόμενος από έναν Άγγελο, τον δικό του Άγγελο, δίκην διαρκούς θεϊκής παρουσίας – και βοηθείας – οδεύει προς τη λύτρωσή του ή την αναγνώριση του πραγματικού εαυτού του.
Με τα έργα του Βιζυηνού διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, που είναι η πηγή των προτεραιοτήτων και των επιδιώξεων του βίου. Αυτό απετέλεσε και το αντικείμενο του αρχαιοελληνικού δράματος, αυτό προτάσσει και ο Αβδελιώδης με το έργο του. Με τον Βιζυηνό, στο «Αμάρτημα της μητρός μου», προβάλλεται ο ανθρώπινος ψυχισμός προς αρχέτυπα κοσμικά σχήματα, ενώ με «Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον» προβάλλεται ο στόχος υπέρβασης του φυσικού προς τον επέκεινα Κόσμο. Αυτές οι δύο επιδιώξεις, που υπήρξαν οι επιδιώξεις της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, τέχνης και δραματουργίας, επανεμφανίζονται στη μητρώα γη.
Ομοίως όμως με το έργο του «Μαράν Αθά» – βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θωμά Ψύρρα – βυθίζεται στο ασυνείδητο μέσω ονείρων, ενώ με το έργο του «Ωδή στον Αλέξανδρο Παναγούλη» – βασισμένο στο βιβλίο του Κώστα Μαρδά «Α. Παναγούλης – Πρόβες θανάτου» – καλούμαστε σε μέθεξη προς ανώτερες υπαρξιακές αξίες: προτάσσεται όχι το σώμα αλλά η ψυχή – ως αντιπροσωπεύουσα την ψυχή ενός ολόκληρου λαού στην αρχέτυπη μορφή της – ανοιγόμενη σε επίπεδα υπερβατικά του ίδιου του θανάτου.
Τα έργα του Αβδελιώδη είναι έτσι αρχικώς μίμηση με την αριστοτελική έννοια του όρου, ως «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας», δηλαδή αρχετυπικής. Επί πλέον, όμως, με αριστοτεχνική θεατρική τελετουργία, που συνίσταται στην κίνηση και στον τρόπο εκφοράς του λόγου, μεταφέρει ενσυναισθηματικώς τους θεατές του προς τις επικλήσεις των μύθων που δραματοποιεί. Ο ηθοποιός καθίσταται μυσταγωγός και μυητής του θεατή προς υπερβατικές του γεγονότος προβολές.
Με την «Απολογία του Σωκράτους», όμως, είναι που επιχειρείται ολική επαναφορά του θεάτρου στις ρίζες του. Πρώτα απ’ όλα με το έργο του αυτό υπενθυμίζει πως η ελληνική γλώσσα διέτρεξε χιλιετίες χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά, ούτε ως προς το σχήμα της, ούτε κυρίως ως προς τον πλούτο των φερόμενων εννοιών. Οι ηθοποιοί μιλούν αρχαία ελληνικά, υπότιτλοι όμως στα νέα ελληνικά, αλλά και στα αγγλικά – καθόσον το έργο προβάλλεται διεθνώς – βοηθούν στην πληρέστερη κατανόησή του. Ο ελληνικός άλλωστε Λόγος και Τρόπος, παρά το ότι πέρασε από πολλές ιστορικές δοκιμασίες, αενάως αναγεννιόταν – έτσι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως η σημερινή κρίση του θα καταγραφεί σαν προσωρινή παρέκκλιση. Το έργο αυτό αποτελεί έτσι παρέμβαση σε αυτή τη σημερινή προσωρινή του κρίση, επαναφέροντας τόσο τον ελληνικό Λόγο όσο και την συμπερίληψη της σωκρατικής πρότασης, στην κατά Πλάτωνα «Απολογία του Σωκράτους».
Ο Πλάτων με την μεταφορά σε κείμενο της «απολογίας» του Σωκράτη, όταν αυτός κατηγορήθηκε για εισαγωγή «καινών δαιμονίων», με άλλα λόγια για την εισαγωγή του «τι εστί;» ως αέναου ερωτήματος του εν αγνοία ευρισκόμενου θνητού, κηρύσσει την απαρχή των μεγάλων φιλοσοφικών ερωτημάτων και την απαρχή της διαλεκτικής ως μεθόδου προσέγγισής τους. Αυτή η αμφισβήτηση των υπαρξιακών βεβαιοτήτων, που εξόργισε την τότε αθηναϊκή ελίτ, είναι που άνοιξε τη Σκέψη προς αναζήτηση της Γνώσης και ανέδειξε τη φιλοσοφία στην πρωτοπορία της Ιστορίας. Είναι αυτή που, όπως μας βεβαιώνει ο Heidegger, κατέστησε δυνατή την ύπαρξη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Είναι αυτή που επισήμανε και τη δυνατότητα του ανθρώπου να συνδεθεί με την Αλήθεια, άλλως την υπαρξιακή του ελευθερία και ολοκλήρωση.
Η θεατρική αναπαράσταση της κατά Πλάτωνα «Απολογίας του Σωκράτη», από τον Δήμο Αβδελιώδη, πέραν της επισήμανσης της σωκρατικής πρότασης – θεμελίωση της μετέπειτα πορείας της φιλοσοφίας – οδηγεί τον Λόγο στην υπέρβαση των ίδιων των από αυτόν φερόμενων νοημάτων, ανοίγοντας τη Σκέψη του θεατή προς κοσμικά αρχέτυπα.
Η επανίδρυση θεατρικών αναπαραστάσεων με στόχο το άνοιγμα της Σκέψης αποτελεί ιδιαίτερης σημασίας πρόταση στην επικρατούσα σήμερα σύγχυση αρχών και στόχων. Πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται με τρόπο εύληπτο και γοητευτικό. Σε αυτό έγκειται η ιστορικότητα της πρότασης του Δήμου Αβδελιώδη.
* Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι Δρ Αρχιτέκτων/Msc Φιλοσοφίας πολιτισμού
Παραπομπή
[i] Ανέβηκε μεταξύ 8-15 Μαΐου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και είναι προγραμματισμένες περίπου 50 παραστάσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Θριάμβευσε μάλιστα τον περασμένο Μάρτιο στην Όπερα του Ανόι του Βιετνάμ.
ΠΗΓΗ: 23.05.2016, http://www.topontiki.gr/article/170957/theatro-kai-o-logos-os-anoigma-tis-skepsis-i-protasi-toy-dimoy-avdeliodi