Αρχαιοελληνικό Περίδειπνον – παλαιοδιαθηκικό Πασχάλιον – Μυστικός Δείπνος
Το εσχατολογικό παράδειγμα των ερμηνευτικών τραπεζών μνημοσύνης: Συμβολή στην Ερμηνευτική ως σύνδεση με την Ευχαριστία και Διαχρονικότητα.
Εικόνα 1 Ανάγλυφη στήλη με σκηνή νεκροδείπνου. Θεσσαλονίκη, ανατολική νεκρόπολη, τέλη 4ου αιώνα π.Χ.
Του Κωνσταντίνου Κόττη*
1.1 Αντικείμενο και Μέθοδος
Το αντικείμενο, της εργασίας μας είναι ερμηνευτικό αλλά σαφέστατα και εκκλησιολογικό. Γνώμονας και μέτρο σε αυτήν την αναζήτηση θα αποτελέσει η διαχρονικότητα όπως βιώνεται, μέσα στον πυρήνα της Εκκλησίας, ο οποίος είναι η Ευχαριστία. Θα προβούμε σε σύνδεση της ερμηνευτικής διαδικασίας με το στοιχείο αυτό της διαχρονικότητας.
Στο πρώτο μέρος θα προβούμε σε σήμανση της ερμηνευτικής διαδικασίας και σύνδεση αυτής, με την Ευχαριστία και το στοιχείο της διαχρονικότητας. Στο δεύτερο μέρος θα μελετηθούν, συνοπτικά, ως παραδείγματα, 3 τελετουργικές τράπεζες δια των οποίων συνδέεται η διαχρονικότητα της Παράδοσης με το ιστορικό παρελθόν και το εσχατολογικό επέκεινα.: Το αρχαιοελληνικό «Περίδειπνον», το κατά την τάξη / σέντερ παλαιοδιαθηκικό «Πεσάχ / Πασχάλιο» και ο μυστικός Δείπνος, υπό το πρίσμα της επανερμηνείας[1].
Κύριες πηγές απ΄όπου θα αντληθεί το σχετικό υλικό και τα επιμέρους συμπεράσματα, θα αποτελέσουν (με χρονική σειρά) τα έργα των: Πλάτωνος Συμπόσιον και Τιμαίος, Βασιλείου Καισαρείας Περί τοῦ Άγίου Πνεύματος, Γρηγορίου Θεολόγου Λόγος Γ΄ ᾿Απολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς., Κυρίλλου Ιεροσολύμων Κατηχήσεις, Ιωάννου Χρυσοστόμου Ὑπόμνημα εἰς τον Ἅγιον Ματθαῖον τον εὐαγγελιστήν, Μαξίμου ομολογητού Μυσταγωγία περὶ τοῦ τίνων σύμβολα τὰ κατὰ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐπὶ τῆς συνάξεως τελούμενα καθεστήκῃ και Σχόλια εἰς τα τοῦ ἁγίου Διονυσίου Αρεοπαγείτου και Νικολάου Καβάσιλα Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν και Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Σε επίπεδο δευτερευουσών πηγών προκρίναμε (κυρίως για πρακτικούς λόγους), ως πηγές έργα συγγεγραμμένα μετά την Β΄ Βατικανή Σύνοδό, ελληνικά αλλά και ξένα, στην μεταφρασμένη ελληνική έκδοσή τους.
1.2 Ορισμός και ιστορικό πλαίσιο των όρων «Ερμηνευτική», «Παράδοση», Εκκλησιολογία και Εσχατολογία.
Ο όρος «Ερμηνευτική» στην ορθόδοξη θεολογία, κινείται ή έχει παράλληλα με την πλατωνική παράδοση. Στην τελευταία, η ερμηνεία είναι διαδικασία κατεξοχήν θεολογική. Πραγματικός ερμηνευτής θεωρούνταν ένας δαίμων Λόγος, ο οποίος αποκάλυπτε τα ένθεα, τα οντολογικά και τα τελούμενα[2]. Η παραπάνω εξήγηση, μεταφερόμενη στον Χριστό ως Λόγο, αποτελεί την μαρτυρία Του και κατ΄ επέκταση την πατρική και τριαδολογική αποκάλυψη[3]. Όπως και η ελληνική ερμηνεία, βιώνεται εν τοις μυστηρίοις[4]. Ένθεος λογίζονταν ο συμμέτοχος στα τελούμενα και όχι ο πιστός ιδεολογικά και αόριστα.
Ο όρος «Εκκλησιαστική Παράδοση», επί της ουσίας αποδίδει στην διαχρονική αναγγελία της τριαδικής φανέρωσης προς ανακαίνιση του κόσμου. Παραδίδεται από τον Πατερά στον Υιό, ως μάρτυρα του πατρός και με επίκεντρο την δια της αγάπης κλήση στην πίστη[5]. Συγκροτείται δια του Πνεύματος ως εκκλησιαστικό σώμα, το οποίο Πνεύμα μαρτυρεί προς τον Υιό[6]. Η τήρηση της ορθής παράδοσης δεν συνιστά τον χριστιανικό σκοπό, αλλά την προϋπόθεση μετοχής μας στο κοινό ποτήριο[7].
Τέλος ο όρος «Εσχατολογία», αναφέρεται στην έλευση της Βασιλείας των Ουρανών, ως ερμηνευτικό πρίσμα της Γραφής, της ίδιας της Εκκλησίας[8]. Ως αυτόνομο είδος, η ειδική περί εσχάτων γραμματεία εμφανίστηκε στη Δύση, εκκινώντας από τον H. S. Reimarus (†1768), άκμασε δε από τα τέλη του 19ου αιώνα[9].
2.1 Η Σημασία της Ερμηνευτικής στην Εκκλησιαστική Παράδοση
Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως η ερμηνευτική, διαδραματίζει ένα ρόλο αναφοράς στην εκκλησιαστική παράδοση, στην εν Χριστώ ζωή. Η σημασία της δεν έγκειται στο ότι είναι ένα τυπικό επιστητό, πολύ περισσότερο αυτονομημένο, το οποίο ανακαλύπτει με την έρευνα. Συνιστά την διαδικασία, με την οποία ορθά κατανοείται η θεία αποκάλυψη[10]. Όπως ήδη αναφέραμε στην εισαγωγή, είναι από την αρχαιότητα θεολογία. Συνδέεται με τα τελούμενα και πορεύεται στον άξονα της ιδέας της σκιάς. Δεν έχει ίδια υπόσταση, αλλά δημιουργείται από κάποιο «τι είναι (κτίσμα)» το οποίο με την σειρά του προέρχεται από το «είναι» του φωτοδότη Θεού[11]. Την σκιά, είτε την εκλάβεις νεκρικά, είτε ως τύπο ο οποίος χρήζει σήμανσης, δεν μπορείς παρά να την συνδέσεις με τον Χριστό[12]. Ήδη από τον Παύλο, η ερμηνευτική επικεντρώνει στην ενσάρκωση και ανάσταση του Σωτήρα[13]. Η βιβλική της βάση, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αποτελεί αδιάσπαστη συνέχεια, με σκιώδη ή εικονιζόμενο χριστοκεντρικό χαρακτήρα[14]. Θεανθρώπινος ο Χριστός, συνανήκουν δισυπόστατα η ερμηνευτική με την θεολογία[15].
Ως διαδικασία δεν στερείται μεθόδων και επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ούτε ωθεί απαραίτητα προς την αλληγορία. Ασφαλώς ανιχνεύονται κοινές συνιστώσες με την πλατωνική και πυθαγόρεια οντολογία. Ως παράδειγμα, έχουμε το ακατάληπτο ως προς το είναι του Θεού στα λειτουργικά κείμενα[16]. Δεν εμβαθύνει στην ουσία Του, αλλά στο «τι είναι», τις ενέργειές του[17]. Προϋποθέτει την γνώση, ενώ το γλωσσικό υπόβαθρο έχει σημαίνοντα ρόλο στο λόγο ο οποίος αιτιολογεί[18]. Κυρίως, όμως, αναγγέλλει την ανακαινιστική παρουσία Του στον κόσμο, μέσα στο χρόνο και πέρα από τα όριά του. Συνεπώς ως όχι μόνο γνωστική διαδικασία, πάντα ενυπάρχει ο παράγοντας της θείας χάριτος[19], διέπεται από την εν Χριστώ ζωή, σημαίνεται δια των μυστηρίων και χρήζει προϋποθέσεων[20].
2.1.2 Σύνδεση της Ερμηνευτικής με την διαχρονικότητα της Παράδοσης και Ευχαριστία.
Κατεξοχήν ερμηνευτής της Γραφής, είναι ο ίδιος ο Χριστός, όντως εικόνα και φωνή του Πατρός, με το χάρισμα να παρέχεται δια του Παρακλήτου[21]. Έτσι, ως τριαδική μαρτυρία και συνεχή αποκάλυψη, συναντούμε και πάλι το άρρηκτο μεταξύ ερμηνευτικής και θεολογίας[22]. Αντίστοιχα ως θεολογία θα αποδώσουμε την βίωση της θείας μαρτυρίας, η οποία ευχαριστιακά συνδέει την διδασκαλία και ανακαινίζει[23].
Ο διαχρονικός χαρακτήρας της ιεράς παράδοσης, προκύπτει κατεξοχήν από την μετοχή στην Ευχαριστία[24]. Χωρίς τον διαχρονικό χαρακτήρα, η ιερά παράδοση κινδυνεύει με έκπτωση σε μια τυπολατρική αρχαία εμμονή, σε ένα ηθικό και κοινωνικό σύστημα. Ασφαλώς το διαχρονικό εντοπίζεται και σε άλλες πτυχές. Κυρίως, όμως, προσλαμβάνεται από την ευχαριστιακή ανακαίνιση. Εκεί αρμόζεται το σώμα στον ενσαρκωμένο, εσταυρωμένο, αναστάντα και ερχόμενο Μέγα Αρχιερέα και εξ αυτού στον καινό αιώνα[25]. Αυτός εκπληρώνει την ουσία του κηρύγματος, την τριαδική παρουσία στην κτίση, ως Πατρική αγάπη, Υιική χάρη και Πνευματική κοινωνία. Ευχαριστιακά σημαίνεται και η πίστη στη μία καθολική Εκκλησία[26]. Η Ευχαριστία συνιστά την σύναξη, της καθολικής Εκκλησίας[27].
Η ερμηνευτική εξ αρχής προσέγγισε την παράδοση μυστηριακά, ως προ καταβολής κόσμου ευδοκία του Πατρός[28]. Επικέντρωσε, όμως, στην ευχαριστιακή αναγωγή προς τα έσχατα της Βασιλείας του Θεού. Κατά συνέπεια αντιμετώπισε την Εκκλησία ως άποικο ή και πάροικο, με την ιστορία ως τον στίβο της[29], επιζητώντας την μέλλουσα πόλη[30]. Μέσα στην Θεία Λειτουργία, ο ερμηνευτικός λόγος αποσπάται από τα ιστορικά όρια, και εισάγεται μεταξύ ουρανού και γης, νεκρών και ζώντων, στρατευομένων και θριαμβευόντων. Ενυπάρχουν τα σκιώδη τελούμενα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία φωτίζονται από τις χριστολογικές εικόνες, αντλώντας όχι από προϋπάρχοντα, αλλά κινούμενες προς την εσχατολογική αλήθεια[31].
2.1.3 Επιπτώσεις της δια της Ευχαριστίας σύνδεσης της ερμηνευτικής με την διαχρονικότητα της Παράδοσης
Η δια της Ευχαριστίας σύνδεση της ερμηνευτικής με την ιερά παράδοση, επιφέρει μια σειρά από επιπτώσεις. Ήδη έγινε αναφορά στις βιωματικές προϋποθέσεις και την θεία χάρη. Παράλληλα, όμως, έχουμε και το γεγονός της ανακαίνισης. Ειδικά στο επίπεδο της διαλεκτικής διαχρονικότητας, αυτό επεκτείνεται στη γλώσσα, τις λειτουργικές τέχνες, και εν τέλει στην ηθική. Η διαλεκτική αναδεικνύεται διαχρονικά, σε κεφαλαιώδες σημείο της θεολογίας. Ο Χριστός έκανε χρήση της διαλεκτικής, φωτίζοντας τις σκιές της Παλαιάς Διαθήκης. Η μετάφραση των Ο΄, η γλωσσολαλία της Πεντηκοστής, η επιλογή των τοπικών γλωσσών προς φωτισμό των εθνών, συνέβαλαν προς την κατάλυση των εθνικών και χρονικών ορίων. Δεν υπάρχουν ιερές ή βαρβαρικές γλώσσες και παραδόσεις, αλλά σημαινόμενες και μη[32]. Η ορθόδοξη παράδοση, αντλώντας από την μέλλουσα εσχατολογική εικόνα, επέλεγε και επιλέγει την διακριτική αφομοίωση επί μέρους εθνικών στοιχείων. Αρκεί να αναλογιστούμε την προσέγγιση με τον ελληνικό κόσμο και την συμβολή ως προς αυτό της πατερικής γραμματείας.
Στην περίπτωση της ορθοδοξίας, η συμβολική ομολογία δεν αναγνωρίζεται ως σκοπός, αλλά επίσης ως μυστηριακή προϋπόθεση. Οι κανονικές ποινές, επιφέρουν διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας[33]. Η θεοσέβεια συνίσταται όχι μόνο στα αγαθά έργα, αλλά και στα ευσεβή δόγματα[34]. Ας δούμε το όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας: Η κακοδοξία του διακόνου Αρείου, εμφάνισε τον Χριστό στον άγιο περί το 308. Συνέβη ενώπιον Θυσιαστηρίου, με τον Ιησού σε μορφή νεογνού και τον χιτώνα σκισμένο σε πολλά σημεία[35]. Πρόκειται για ευχαριστιακή εικόνα. Ο άραφος χιτώνας σχίζεται, αλλά δεν μοιράζεται, η Ευχαριστία τελείται από μια Εκκλησία. Η αίρεση δημιουργεί απώλεια ειρήνης, αμφιβολία, αποκοπή[36]. Εν τέλει η Ευχαριστία οδήγησε στην ανάπτυξη των Όρων. Δογματίστηκαν σύμβολα με επανερμηνεία ελληνικών όρων. Χαρακτηριστική η περίπτωση του «ομοούσιος», από την ελληνική οντολογία, στον σαββελιανισμό, τον Ωριγένη, έως την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ως συνέχεια της παραπάνω συνάρτησης, μπορεί να θεωρηθεί και η ποιμαντική της χριστιανικής ηθικής. Αν και υφίσταται η εξατομίκευση, η ερμηνευτική θεώρησε ευχαριστιακά την εν Χριστώ ζωή, ως ενότητα οικογενειακή, εικόνα ούσα της μέλλουσας. Βιβλικές και εθνικές ηθικές συναρμόσθηκαν ανακαινισμένες και αλληλέγγυες[37], με πηγή την Τριαδική αγάπη[38].
Αντίστοιχα, λογίσθηκαν οι λειτουργικές τέχνες. Δεν απετέλεσε ζητούμενο η εθνική καταγωγή και πρότερη χρήση τους. Καθαγιάζονται με την ένταξή τους στην Ευχαριστία. Δεν αποτελούν τυπικά αντικείμενα προσωπικής τεχνικής κατάκτησης. Συνανήκουν στον κοινό σκοπό της Ευχαριστίας και χρήζουν προϋποθέσεις ερμηνευτικής και βιώματος. Δεν λειτουργούν συμβατικώς αφηγηματικά, αλλά κυρίως ως εκφραστικά μέσα του πόθου προς την θριαμβεύουσα μνήμη των εσχάτων[39]
3. Το εσχατολογικό παράδειγμα των ερμηνευτικών τραπεζών μνημοσύνης: Αρχαιοελληνικό Περίδειπνον – παλαιοδιαθηκικό Πασχάλιον – Μυστικός Δείπνος.
Στα πλαίσια της διαλεκτικής, προκρίναμε να αναζητήσουμε κοινές προσλαμβάνουσες ή παράλληλες ερμηνευτικές φιλοσοφίες, στο αρχαιοελληνικό Περίδειπνον, το εβραϊκό Πασχάλιον και το Μυστικό Δείπνο.
3.1. Περίδειπνον:
Ο νεκρός κατά την αρχαιοελληνική παράδοση, τοποθετούνταν και παρέμενε εν οίκω για τρεις ημέρες. Έτσι τελούνταν η «πρόθεση», η έκθεση δηλαδή του νεκρού σκηνώματος, στραμμένο προς την εξωτερική θύρα[40]. Στον γλωσσικό αυτό συνειρμό, αναγνωρίζουμε την λειτουργική πρόθεση, στην μορφή του υπόσκαφου cubiculum των κατακομβών. Στρέφεται προς την εξωτερική βόρεια θύρα του φράγματος του πρεσβυτερίου. Σε αυτήν οδηγούνται τα τίμια έργα του λαού ως δώρα, η ίδια του η παρασκευασμένη ανθρώπινη τροφή και ζωή, οφειλή πρωτοτόκων και του ιδίου του Χριστού[41], ως νεκρού πριν σαρκωθεί, ζήσει και θυσιασθεί[42]. Ασφαλώς η αναφορά των τιμίων δώρων επί του θυσιαστηρίου – τάφου, μπορεί να αποδοθεί και ως «εκφορά»: μεταφορά του νεκρού, κατά την τρίτη ημέρα από την κοίμηση προς ταφή. Στο τριήμερο διάστημα αυτό, οι συμμετέχοντες στο πένθος νήστευαν απολύτως και κατέλυαν στο τελετουργικό «Περίδειπνον»[43]. Συμμετοχή στο πένθος, καθιστούσε τον συμμετέχοντα ακάθαρτο[44]. Αποτελούσε προϋπόθεση, ο εξαγνισμός της οικίας και των συνδαιτυμόνων με πλύση. Ο νεκρός θεωρούνταν παρών και οικοδεσπότης και παραθέτης της μνημοσύνης τελετουργικής τράπεζας[45].
Εικόνα 2 Επιτύμβιο ανάγλυφο με απεικόνιση νεκροδείπνου 2ος αιώνας π.Χ. Πυργί Χίου
3.2. Εβραϊκό Πασχάλιο:
Ως σκιά και προγενέστερη εικόνα της Ευχαριστίας, λογίζεται αναμφίβολα τo εβραϊκό Πασχάλιο. Δόθηκε στον Μωυσή ως εντολή, κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. Έκαστος επικεφαλής οικογένειας, όφειλε να εφοδιαστεί με άρτιο αμνοερίφιο ενός έτους[46]. Ο αμνός έπρεπε να αναλωθεί όλος μεμιάς[47]. Επιπλέον δεν έπρεπε να σπάσει οστό από τον αμνό και εάν πάραυτα έμενε κάποιο υπόλοιπο, καίγονταν κατά την επομένη[48]. Την παραμονή, 14η του Νισάν, τα πρόβατα οδηγούνταν επί σφαγή και αφού αφαιρούνταν προς θυσία κάποια τμήματά τους, το υπόλοιπο παραδίνονταν για το πασχάλιο. Από το εσπέρας της παραμονής (Χαγκ Αματσότ – Εορτή των Αζύμων όπως και το Πάσχα λόγω της σφαγής των αμνών)[49], απομακρύνονταν από το σπίτι ο χαμέτς (=ένζυμος άρτος). Ο ματσά (=άζυμος άρτος), εσθίονταν μόνο μετά την είσοδο του Πάσχα, το εσπέρας της 15η του Νισάν[50]. Στη ραββινική παράδοση, κυρίως έχει το στοιχείο της σωτηρίας, γιατί ως Πεσάχ (=πέρασμα) νοείται, συνήθως, η προσπέραση του εκτελεστή Άγγελου[51]. Η απελευθέρωση του λαού, κανονικά είχε πνευματική και όχι εθνική έννοια. Μπορούσαν να συμμετέχουν και μη Ισραηλίτες αρκεί να ήταν «καθαροί» και περιτετμημένοι. Τρία ήταν τα κύρια προσφερόμενα είδη. Το πρώτο, ο άζυμος άρτος μοιράζονταν από τον πατριάρχη, ο οποίος ερμήνευε πως λόγω της φυγής οι γυναίκες δεν πρόλαβαν να ζυμώσουν. Κατά το μοίρασμα των χαζέρετ ή μαρόρ (=πικρών χόρτων), αντίστοιχα μνημόνευε τα πικρά χρόνια της δουλείας στην Αίγυπτο[52]. Κατά την πόση του οίνου, αναφέρονταν η θεία επαγγελία απελευθέρωσης και προστασίας του λαού[53]. Τα ποτήρια ήταν δεδομένα 4, ενώ υπάρχει έως σήμερα ενδοιασμός για την προσφορά ενός 5ου , αναφορά στην οδηγία προς την γη της επαγγελίας. Καλείται «το ποτήρι του προφήτη Ηλία». Φαίνεται πως έχει εσχατολογικό χαρακτήρα. Κράτος του Ισραήλ, πλέον, υπάρχει, Μεσσία δεν αναγνώρισαν ακόμα. Οπότε δεν την ταυτίζουν με την είσοδο στην Χαναάν. Ο Ηλίας στην ιουδαϊκή παράδοση είναι προάγγελος του Μεσσία[54]. Ορθοδόξως η έλευσή του σχετίζεται με τα έσχατα[55].
Εικόνα 3 Ο Προφήτης Ηλίας στο Κάρμηλον Όρος Συναγωγή της Δουρά-Ευρωπού Συρίας, 232-245 μ.Χ.
3.3. Μυστικός Δείπνος:
Ο Χριστός τέλεσε τον Μυστικό Δείπνο κατά την τάξη του σέντερ, αρχής γενομένης από το νιπτήρα. Τελούνταν από υπηρέτη ως προϋπόθεση πριν το πασχάλιο. Περιγράφεται στον Ιωάννη και συνιστά την πρώτη από τις 3 καινές ερμηνείες που εισήχθησαν με το ευχαριστιακό πασχάλιο. Ο καθαγιασμός των συνδαιτυμόνων και η διάθεση για ταπείνωση και υπηρεσίας προς τον πλησίοντα, αποτελούν προϋποθέσεις συμμετοχής[56]. Ο Χριστός ως πατριάρχης της ουκ εξ αίματος οικογένειας, τέλεσε ο ίδιος τον νιπτήρα (αδιανόητο στο σέντερ): Αν και πρώτος έγινε εκούσια έσχατος υπηρέτης ως πρότυπο ενότητας. Νομίζουμε, ωστόσο, πως η ερμηνεία είναι διττή, εξαγόμενη από την προς τον Πέτρο απάντηση. Ο Μυστικός Δείπνος δεν είναι σέντερ αλλά το καινό πασχάλιο. Μόνο ο Χριστός, μπορούσε να καθαγιάσει τους μαθητές[57]. Μετά την Πεντηκοστή ο Παράκλητος εμάς. Ουδείς άξιος.
Ακολούθησε ο κυρίως δείπνος. Δεν μπορούσε να μοιράσει άζυμο άρτο πριν το εσπέρας της 15ης του Νισάν. Συνεπώς κατά τον Μυστικό Δείπνο της 14ης Νισάν, παρατέθηκε ένζυμος άρτος. Δεν μπορούσε αντίστοιχα να προσφερθεί αμνός, αφού αυτό προϋπέθετε τον ναϊκό καθαγιασμό, ο οποίος συντελέστηκε όταν ο Χριστός βίωνε το Πάθος. Η ερμηνεία του Μυστικού Δείπνου, παραδίδεται διάσπαρτη, στους συνοπτικούς[58], τον Ιωάννη[59], αλλά και εν μέρει στον Παύλο[60]. Στον Λουκά απαντά η 2η καινή ερμηνεία. Αντί για τα ματσά, προσέφερε το ίδιο το σώμα του, παραδίδοντας σε ενεστώτα χρόνο την ανάμνησή Του[61]. Το μνημόσυνο δεν είναι μόνο σταυρικό και ιστορικό αλλά και εσχατολογικό. Αυτό συνάγεται από το ατελές των αζύμων και των τελουμένων της Παλαιάς[62], την πασχάλια μαρτυρία του Παύλου[63], καθώς και τα λειτουργικά κείμενα των συστατικών λόγων της αναφοράς[64].
Αντί για τα χωρία με τις βιβλικές επαγγελίες, συνοδευτικά του εβραϊκού οίνου, ο Χριστός ανακαινίζει μια ακόμα ερμηνεία, την 3η, η οποία απαντά στον Ματθαίο[65]. Η σταυρική εκούσια θυσία του Χριστού, τίθεται ως επισφράγισμα – αντίλυτρο για τις αμαρτίες πολλών[66]. Ο σκιώδης οίνος στην εικόνα του τίμιου αίματος κατά τον Λουκά και τον Παύλο, συνιστά αντίλυτρο, αλλά και επισφράγισμα της Καινής Διαθήκης. Οι συμφωνίες σφραγίζονταν με έγχυση οίνου στη γη. Παράλληλα δύναται να είναι και σύμβολο των λαϊκών κλημάτων, τα οποία ο Θεός – άμπελος περιφρουρεί[67]. Εάν, βέβαια, ο Χριστός εννοεί, πως θα βιώσει στη Βασιλεία, τον σεσωσμένο λαό του Θεού – καλό καρπό της αμπέλου.
4 ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ερμηνευτική αποτελεί από τα αρχαία χρόνια θεολογία. Δεν έχει πρωτεύοντα στόχο το τυπικά επιστημονικό ζητούμενο. Αυτό όμως δεν αναιρεί τις γνωστικές απαιτήσεις. Δεν κινείται ενεργητικά ως υποκείμενο προς το παθητικό αντικείμενο, αλλά το αντικείμενο, που είναι ο αναστηθείς και σαρκωμένος Χριστός, νοηματοδοτεί και καθαγιάζει μέσω της μυστηριακής Ευχαριστίας το άπαν της εν Χριστώ ζωής. Η θεολογία ως γνώση και ως βίωση συναντά την ερμηνευτική αυτή αρχή. Έτσι τα δόγματα δεν φθίνουν σε αρχαίες περιχαρακώσεις, η ηθική δεν εκπίπτει σε ευσεβισμό, η διαλεκτική διαχρονικότητα συμβάλει στην κατάλυση των εθνικών ορίων. Η ίδια η Εκκλησία δεν μετουσιώνεται σε κοινωνικό μοντέλο, ούτε ο αγώνας προς ατομική κατάκτηση. Λειτουργεί συναγμένη ως ευχαριστιακό σώμα και όχι ως κοσμικό καθίδρυμα. Η θεολογία δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά λειτουργική προϋπόθεση προς το κοινό ποτήριο, έχοντας την ερμηνευτική να φωτίζει μυστηριακά, τα σκιώδη τελούμενα, με σκοπό την λυτρωτική μας αναγωγή, στην εσχατολογική μας προέλευση[68].
Εικόνα 4 Κύκλος Παθών. Μυστικός Δείπνος. Η ερμηνεία του Νιπτήρος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου εξωνάρθηκας, 1312 μ.Χ.
Παραπομπές
[1] Α. Αντωνόπουλος, «Η ερμηνευτική διαχρονικότητα στην Ορθόδοξη Θεολογία», στο Α. Αντωνόπουλος και Σ. Δεσπότης, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, τ. Γ΄, Διαχρονικές Συνιστώσες της Χριστιανικής Θεολογίας στην Ορθοδοξία (Πάτρα: ΕΑΠ, 2008), 234-235.
[2] Για την ιστορική εξέλιξη της ερμηνευτικής βλ. Μ. Σιώτης, «Ερμηνευτική», ΘΗΕ 5, 858-867.
[3] Ιω 1,18.
[4] «Ἑρμηνεῦον καὶ διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ᾽ ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν, τῶν μὲν τὰς δεήσεις καὶ θυσίας, τῶν δὲ τὰς ἐπιτάξεις τε καὶ ἀμοιβὰς τῶν θυσιῶν», Πλάτων, Συμπόσιον, 202e.
[5] Ιω 15:9. Πρβλ. και «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.», Γαλ 1:8.
[6] Ιω 15:26-27.
[7] Ι. Ζηζιούλας, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον (Μέγαρα, Ευεργέτις, 2011), 23.
[8] Π. Καλαϊτζίδης, «Αντί Εισαγωγής: Εσχατολογία, Θεολογία και Εκκλησία», στο Ι. Μ. Δημητριάδος – Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Εκκλησία και Εσχατολογία. Εποπτ. – συντον. ύλης Π. Καλαϊτζίδης (Αθήνα: Καστανιώτης, 2003), 17-18.
[9] Γ. Π. Πατρώνος, Ιστορία και Εσχατολογία στη Βασιλεία του Θεού (Αθήνα: Δόμος, 2002) , 25-39.
[10] Ι. Παναγόπουλος, Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Β΄. επιμ. Σ. Δεσπότης (Αθήνα: Άθως, 2010), 24.
[11] Γενικά περί της αρχαιοελληνικής έννοιας της σκιάς βλ. Κ. Δάλκος, «Σκιά, Εικόνα Αλήθεια», στο http://docplayer.gr/288400-Ioannis-o-damaskinos-ereidomenos-sto-horio-5-15-ton-praxeon.html (Ημ. ανάκτησης 28 Νοεμβρίου 2015).
[12] Πρβλ. Ησ 9:2, Ησ 49,6 και Ιω 1:4-5.
[13] «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν.», Α΄ Κορ 15:14.
[14] «Ἵνα μάθῃς πάντοθεν καὶ τῆς Παλαιᾶς αὐτὸν ὄντα νομοθέτην, καὶ τὰ ἐν ἐκείνῃ διὰ ταῦτα προσκιογραφηθέντα. Διά τοι τοῦτο ἔνθα ὁ τύπος, τὴν ἀλήθειαν ἐπιτίθησιν. Ἡ δὲ ἑσπέρα τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν τεκμήριον ἦν», Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, Ομιλία ΠΒ΄. PG 58, 738.
[15] Ι. Παναγόπουλος, Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Α΄. επιμ. Σ. Δεσπότης (Αθήνα: Άθως, 2010), 61.
[16] Ι. Φουντούλης, «Θεία Λειτουργία και Κόσμος» στο Λειτουργικά Θέματα Δ΄ (Θεσσαλονίκη, χ.ε., 1977), 59-60.
[17] «τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ᾽ αὖ δόξῃ μετ᾽ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν, γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον, ὄντως δὲ οὐδέποτε ὄν.» , Πλάτων, Τιμαίος, 28Α.
[18] «Ὁμοίωσις δέ οὐκ ἄνευ γνώσεως· ἡ δέ γνῶσις ἐκ διδαγμάτων· λόγος δέ διδασκαλίας ἀρχή· λόγου δὲ μέρη συλλαβαὶ καὶ λέξεις», Βασίλειος Καισαρείας, Περί τοῦ Άγίου Πνεύματος, PG 32, 69Β.
[19] «Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς», Λκ. 24:45.
[20] «Καθαρῷ γὰρ μόνον ἁπτέον τοῦ καθαροῦ καὶ ὡσαύτως ἔχοντος», Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Γ΄ ᾿Απολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, PG 35, 418A.
[21] Ιω 5:36-38.
[22] G. Florovsky, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας. Μεταφρ. Κουμάντος, Αντ. κ.α. (Αθήνα: Άρτος Ζωής, 1973), 44.
[23] Β΄ Κορ 5:17.
[24] Νικόλαος Καβάσιλας, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν. PG 150, 452-453.
[25] Α. Schmemann, Η Λειτουργική Αναγέννηση και η Ορθόδοξη Εκκλησία (Λάρνακα: Σηματωρός, 1989), 80-81 και 124-127.
[26] Ρωμ 16:23.
[27] Ι. Ζηζιούλας, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον (Μέγαρα, Ευεργέτις, 2011), 33 και 43.
[28] «καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ. Προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ», Εφ 1:5-6.
[29] «Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· …πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. …Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται.», Ανωνύμου, Προς Διόγνητον, PG 1173B-C.
[30] «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν.», Εβρ. 13:14.
[31] «σκιὰ τὰ τῆς Παλαιᾶς, εἰκὼν τὰ τῆς Νέας Διαθήκης ἀλήθεια δὲ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις», Μάξιμος ὁμολογητής, Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, PG 4, 137D.
[32] «καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.», Πρ. 10:15.
[33] Ι. Ζηζιούλας, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον (Μέγαρα, Ευεργέτις, 2011), 23.
[34] Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχησις Δ΄, PG 33, 456.
[35] Γ. Παπαδημητρόπουλος, «Άγιος Ιερομάρτυς Πέτρος επίσκοπος Αλεξανδρείας», στο https://www.pemptousia.gr/2014/11/agios-ieromartiras-pe%C2%ADtros-episkopos-alexandrias/ (Ημ. ανάκτησης 24 Νοεμβρίου 2015).
[36] Νικόλαος, Καβάσιλας. Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 421D-424Α.
[37] Βασίλειος Καισαρείας, ᾿Ασκητικαί Διατάξεις, Κεφ. ΙΗ΄, Περί τούς ἐν κοινωβίω κανονικούς, PG, 31, 1381-1384.
[38] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής τοῦ ἀνθρώπου, Κεφ. Α΄, Ότι διά πάντων ἐπισημαίνει τήν ἀρχικήν ἐξουσίαν ἡ τοῦ ἀνθρώπου κατασκευή, PG 44, 137.
[39] «Ὅσῳ γάρ συνεχῶς δι’ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καί οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρός τήν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καί ἐπιπόθησιν…». Απόσπασμα από τον Όρο της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
[40] Στ. Οικονόμου, «Η Πρόθεση και ο Θρήνος» στο Ν. Χρ. Σταμπολίδης κ.α., Επέκεινα. Ο Θάνατος και η μεταθανάτια Ζωή στην Αρχαία Ελλάδα (Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2014), 65-66.
[41] Κολ 1:15-18.
[42] «Καὶ γὰρ θυσία μὲν γέγονεν ὕστερον… …ἕως ἐν τῇ προθέσει κεῖται, ἄρτος ἐστὶ ψιλός·… τὰ ὕστερον… ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος, προδιετυπώθη πρότερον τοῖς ἀρχαίοις, τούτου χάριν καὶ ὁ ἱερεὺς ἐνταῦθα…τῶν σωτηρίων παθῶν καὶ τοῦ θανάτου πρακτικὴ διήγησις.», Νικόλαος Καβάσιλας, PG 376D και 380D-381A.
[43] «ἀλλὰ ἤδη ὑπὸ λιμοῦ τριῶν ἑξῆς ἡμερῶν ἀπηυδηκότας», Λουκιανός, Περί Πένθους, 24.
[44] Στ. Οικονόμου, «Η Εκφορά και η Ταφή» στο Ν. Χρ. Σταμπολίδης κ.α., Επέκεινα. Ο Θάνατος και η μεταθανάτια Ζωή στην Αρχαία Ελλάδα (Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 2014), 79-80.
[45] «ἔθος μὲν γὰρ τοῖς συμβιώταις καὶ εἰς τὰ τῶν ἀποθανόντων εἰσιέναι καὶ δειπνεῖν, ἡ δὲ ὑποδοχὴ λέγεται γενέσθαι ὑπὸ τοῦ ἀποθανόντος κατὰ τιμὴν τὴν ἐκ τῶν συμβιωτῶν εἰς τὸν ἀποθανόντα.», Ἀρτεμίδωρος ὁ Δαλδιανός, Ὀνειροκριτικά, Ε΄, Πρβλ. και το «Ὁ τότε ταῦτα ποιήσας ἐν ἐκείνῳ τῷ δείπνῳ, οὗτος καὶ νῦν αὐτὰ ἐργάζεται.». Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν, Ομιλία ΠΒ΄, PG 58, 744.
[46] Πρβλ. την εμφάνιση του Χριστού ως νεογνό στον Πέτρο Αλεξανδρείας.
[47] Εξ 12:3-7. Πρβλ. Ιω. 19:33-36.
[48] Εξ 12:10.
[49] Μκ 14:12.
[50] Εξ 12:18.
[51] C. Pearl, και R. Brookes S, Βασικές αρχές του Ιουδαϊσμού. Μεταφρ. Κρίσπη, Μάνθου. Συμπληρ. Κοέν, Μενασσέ. (Αθήνα: Κ.Ι.Σ., 1997), 31-37.
[52] Εξ 12:8.
[53] Εξ 6:6-7.
[54] C. Pearl, και R. Brookes S, Βασικές αρχές του Ιουδαϊσμού. Μεταφρ. Κρίσπη, Μάνθου. Συμπληρ. Κοέν, Μενασσέ. (Αθήνα: Κ.Ι.Σ., 1997), 35. Αποκ. 11:2-12
[55] Απ 11:2-12.
[56] Ιω 13:8 και 13:13-17.
[57] Ιω 13:6-8.
[58] Μτ 26:17-29, Μρ. 14:12-25, Λκ 22:7-38.
[59] Ιω 13:1-30.
[60] Α΄ Κορ 11:23-26.
[61] Λκ 22:19.
[62] «Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.», Εβρ 11:39-40.
[63] «τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ.». Α΄ Κορ 11:26.
[64] «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας». Συστατικοί λόγοι αναφοράς Μ. Βασιλείου.
[65] Μτ 26:29.
[66] «Ἐκεῖνο ἐξεχύθη εἰς σωτηρίαν τῶν πρωτοτόκων, τοῦτο εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῆς οἰκουμένης ἁπάσης.», Ιωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τον Ἅγιον Ματθαῖον τον Εὐαγγελιστή, Λόγος ΠΒ, PG 58, 739.
[67] Ης 5:1-7.
[68] Ι. Ζηζιούλας, Ευχαριστίας Εξεμπλάριον (Μέγαρα, Ευεργέτις, 2011), 122-124.
* Ο Κόττης Κωνσταντίνος, konstantinosoa@yahoo.gr, είναι Πτυχιούχος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιεροψάλτης, Μεταπτυχιακός φοιτητής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Σημείωση από τΜτΒ
Ευχαριστώ τον διαδυκτιακό φίλο Κωνσταντίνο Κόττη που εμπιστεύτηκε στην Αποικία την ανάρτηση μιας (ακόμα) πολύ αξιόλογης μελέτης του.