Μια κριτική ανάγνωση στο βιβλίο του Διονύση Σέρρα, «Οι κήποι της Απόδρασης. Ποιήματα 1992 – 2007»,
Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σσ. 100, ISBN: 978-960-336-243-2 (το βιβλίο κοσμούν δύο χαρακτικά έργα της Άριας Κομιανού).
Του Δημήτρη Μαγριπλή*
Για τον Διονύση Σέρρα έχουν γραφτεί αρκετές κριτικές [1], που νομίζω ότι καταγράφουν και αναλύουν φιλολογικά το έργο του. Φυσικά στέκονται, όπως συνηθίζεται άλλωστε στους φιλολογικούς κύκλους, σε ζητήματα γραφής, επιρροές, επιδράσεις και εντάξεις του ποιητή σε ευρύτερους κύκλους. Και εδώ δεν χωρεί αμφιβολία. Άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής μαρτυρά (με τις αφιερώσεις του), επιδράσεις από τον Δ. Σολωμό, τον Α. Κάλβο, τον Ο. Ελύτη και τον Ο. Σαίξπηρ, με μότο του οποίου ξεκινά αυτή την περιπλάνηση της γραφής του σε ένα κόσμο που με άφησε άφωνο. Φυσικά αρκετοί συνταξιδιώτες σε αυτό το ιδιαίτερο μονοπάτι της ποίησης τον συντροφεύουν: ο Π. Καποδίστριας, ο Σ. Καψάσκης, ο Σ. Καβαδίας, ο Δ. Βλάχος, ο Δ. Μουσμούτης, ο Μ. Χατζιδάκις, η ζωγράφος Κ. Χαριάτη – Σισμάνη, η χαράκτρια Άρια Κομιανού, ο ζωγράφος Δ. Παπαδάτος και αρκετοί ανώνυμοι, μα επώνυμοι για την καρδιά του, με εξέχουσα την σκιά της μητέρας του.
Ο ποιητής: «Σχεδόν απρόσμενα γεννήθηκε / σε νύχτα Διχασμού / και με πνοές της αντοχής / στο άβατο μεγάλωσε / της ηδονής και των Δακρύων» … και «…μόνος στην κόψη της αφής / ως τα εξήντα έφτασε – / πάντα στους κήπους της απόδρασης / ματώνοντας τα σπλάχνα».
Για τούτο και χάθηκε, «… στα σκοτεινά / (όλο μελάνι) κύματα -/ ως τις ακτές της Λησμονιάς / δίχως του μύθου τη σχεδία». Αυτές τις ακτές μάς περιγράφει και το ταξίδι σε αυτόν τον παράδεισο ζωής το πληρώνει, όπως ομολογεί στο «Πρελούδιο»: «…με πλάσης στίχους σαν πουλιά / μες στο χινόπωρο / …/ και να ματώνεις».
Ο κόσμος αυτός γεμάτος «Μαγείας είδη / σε πλάσμα ονείρου / από κτίση Θεού / (δίχως Γνώσης φυγή) / με δωρήματα γέννας / ή μιλήματα Κήπου / σαν αφή Χερουβείμ / από σκέπη ουράνια / της αβύσσου τ’ ασώματα / να ηδύνει με φως / στη Δοκιμασία». Και από την «Γραφή δοκιμής» στην «Ελεγεία» και από τον θρήνο στο «Θέρος ονείρου», που «Σωμάτων ροές / μυρώνουν το Άσαρκο / στην ερημία».
Εκεί οι μόνιμοι συνταξιδιώτες απαλύνουν τα τείχη της σιωπής και συντηρούν την βεβαιότητα ότι «Με Φίλων πνοές / κι αγγέλων φτερώματα / αίρεις τον τάφο». Έτσι προκαλούνται οι «Σπορές Εαρινές» που «Ήλοι ανάστασης / και πνοές συνωδίας / τα πάθη οδυνούν» και το «Εαρινό στεφάνι» που «Μ’ άγια του Μάη / και ονείρου λιόσημα / βυθούς χρυσουργείς». Τότε αυτοί που θυμήθηκαν «…μ’ άλλη λαλιά τρεχούμενη / από πηγές της Χρυσαβύσσου» με «Συνωδίες Χρωστήρα», «… πως / χαράζουν του μύθου το Άριστο / με παλέτας σπορές / ή ωδής ζωγραφήματα», «… σ’ άχτιστους κόσμους και σταθμούς / (περ’ από τείχη)…» ταξιδεύουν.
Το ταξίδι αυτό γίνεται με «Σήματα πορείας», όπου οι ιδέες γεννούν την Αντίσταση και «Από χώρους ταφής ή Φθινόπωρου φεύγεις…».
Οι «Φωτοστιγμές», «…που απ’ το στήθος στά- / ζοντας σε χάσμα νόστου ά / χαρου και σε ανάστασης χαρτί» αφήνουν τόπο σε «Μια συνταγή απόκρυφη για γεύση ευζωίας», όπου «…στην πύλη της Ανάβασης / σώματα ήσκιων κοινωνώντας / με της ειδής σπιθίσματα / και ιριδίσματα ψυχής», οδηγούν σε «Προσκύνημα στη Φιγαλεία»: «Χώρος μετέωρος / ιριδωτός…», «…με αετώματα της αρπαγής / στο άδυτο του Φοίβου χαραγμένα».
Μετά αρχίζει η «Συνομιλία» όπου «…χαρά- / ζοντας βαθύτερα την Ομορφιά / κι αλλάζοντας το αίμα με μελάνι», «…του Κενού τις θηλιές / σαν κεριά της φυγής / κρυφολειώνουμε». Τότε η ψυχή «…θωρεί τ’ αθώρητα / (τρυγώντας τα βαθιά) …».
Η παραπάνω «Οφθαλμογραφία» ανοίγει το δρόμο για τα «Επιτάφια», που η νοσταλγία της μάνας που έφυγε τελειώνει με την επιθυμία: «Μ’ αφής ιδεογράμματα / ώ! Να γινότανε / μες το λευκό / αλάθητα / να σε καλλιγραφήσω».
Με «Λύρα εφτάχορδη» ο ποιητής τραγουδά: «Μπαλάντες πνοής / αιωνίζουν του Σφυγμού / τ’ αναστάσιμα» και στον «Κεραμεικό», «…στις στήλες / και τα λείψανα των τάφων», αποκαλύπτει ότι «…τις χοές της Σκιάς / ή της σάρκας το τίμημα / μυστικά μελετάμε». Χρειάζονται όμως «Πανοπλίες» γιατί «…της Λύπης τον στερνό τον συνοδό / …δεν γίνεται / καλότυχα / με σώμα νάρκης πληκτικό / ή με άρνησης Σιωπή / να τον παραπλανήσεις». Στις «Ψηφίδες στην πλατεία Σολωμού», «…του νησιού μελετά / και της σάρκας τα χάσματα» και μας θυμίζει, υποθέτω, τη Ζάκυνθο «Μόνιμο στέκι μοναχών / για της Ανάγκης το συλλείτουργο – / και των πιστών που δεν μπορούν / περ’ απ’ το δέρμα ν’ αγαπήσουν». Άλλωστε έτσι είναι παντού. Η λογοτεχνική γεωγραφία σώζει τους τόπους και η ερημία των πόλεων σπάει από «Πινελιές» ανθρώπων που έζησαν ή ζουν την ομορφιά. Αυτοί μπορούν ακόμη και ασώματοι, όπως η ζωγράφος φίλη του ποιητή: «…με πινελιές της άνοιξης / να ζωγραφίσεις για πνοές / τα όνειρα της εφηβείας / ή να χαράξεις της αυγής / σελίδες σαν ακουαρέλες». Με τον τρόπο αυτό φωταγωγείται η λιγότερο θεατή πλευρά της πραγματικότητας και ο καθένας δείχνει κάτι καλό που έχει πάνω του, φανερώνοντας «…της γέννας ή της πλάσης μια Ανάσταση».
Από την «Επι – στροφή στον Άγιο Λύπιο» και «Με τη μάσκα του θανάτου αθώρητη / και τη Θωπεία αισθητή /φτάνεις νωρίς και σήμερα / …/ στην πόρτα της Υφαντουργείων – / …/ στην διαδρομή της Γκιόστρας / με κρίνου Ιππότες λιγοστούς / και περισσούς τους εκπεσόντες – / σ’ ευχής κονταροχτύπημα / για του καλού το δαχτυλίδι» και αναζητάς «- Φυγής κλειδιά σ’ εσώθυρες …» στα «Φάσματα». Κλειδιά που μάλλον τα βρίσκει κανείς στις «Χαραγές στο Άγιον Όρος» που ως «Άχραντος δείκτης / χρυσώνει το πράσινο / μες στο γαλάζιο…», περιβάλλοντας λέξεις μυστικές όπως η χαρμολύπη, η παραμυθία, ο Κήπος, η Άσκηση, η Άφεση, ο Παράδεισος, περίκλειστο φως, η σάρκα, η Αγρύπνια, το θαύμα, η ανάβαση, η Ζωή. Μα η «Αναζήτηση» για τον ποιητή δεν τελειώνει εδώ. «…σαν σώμα σταύρωσης το ποίημα;» ερωτά και οδηγείται στο «Περιβόλι», όπου καλεί τον Ο. Ελύτη: «-Έλα/ κατέβα τώρα, Ποιητή, και πες / σ’ αυτό το χάσμα της Ντροπής τι βλέπεις;» ξεδιπλώνοντας μια έντονη κοινωνική κριτική, έντονα επίκαιρη και δεικτική για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα.
Το βιβλίο τελειώνει με ένα πρωτότυπο βιογραφικό(«Σαν άλλο βιογραφικό»). Σε στίχους μάς αποκαλύπτει την παρουσία του στο χρόνο από την στιγμή της γεννήσεως μέχρι σήμερα και την τραγική επίγνωση του θανάτου που περιμένει. Στα υστερόγραφα 1, 2 και 3 τολμά να τα βάλει με βεβαιότητες: «Κατηχητές πικροί κι ανύποπτοι/ …./ για τις φωτιές ποιας κόλασης μιλούν / και για φτερά ποιου παραδείσου;». «- Έε! Μάνα, Φύση ή Θεέ:…» θρηνεί δυνατά και καταλήγει : « Τέλος του κύκλου τη στροφή – / …/ σμίγεις μ’ αυγής κελαηδητό / της σύλληψης το κλάμα».
Ο Δ. Σέρρας στάθηκε για μένα αποκάλυψη. Ίσως γιατί μαζί με τον Γ. Παυλόπουλο μου κάνουν την γειτονιά καλύτερη και με γεμίζουν εικόνες ενός κόσμου που λίγοι μπορούν να επισκεφτούν. Είναι και αυτός από τους ελάχιστους μεταφραστές των «σκιών», τους ταξιδιώτες της νύχτας και τους ατρόμητους καβαλάρηδες του Λίβα του νότου που, όταν φυσά, μας σκονίζει με τα χαιρετίσματα του αιώνιου τόπου της σιωπής και της ερήμου. Αν συνυπολογίσουμε δε στο ποιητικό του έργο και το σπουδαίο κατόρθωμα της επί σειρά ετών έκδοσης των «Επτανησιακών Φύλλων», τότε να μου επιτρέψετε να σταθώ με σεβασμό και αγάπη απέναντι σε έναν αληθινό εκπρόσωπο της Ζακυνθινής και όχι μόνο λογιοσύνης.
Παραπομπή
[1] Δ. Ν. Μουσμούτης (επιμ.), Δέκα Γραφές για τον Διονύση Σέρρα και την ποίησή του, Ραπόρτο, Ζάκυνθος, 2006.
ΠΗΓΗ: Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Στον Ίσκιο του Ήσκιου», http://www.iskiosiskiou.com Το είδα: 14-12-2015, http://nanodihghma.blogspot.gr/2015/12/blog-post.html
* Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής είναι διηγηματογράφος, πρώην επιστημονικός συνεργάτης της Γ/βάθμιας εκπ/σης και … ελαιπαραγωγός!