Η πολιτική απάτη περί «Κέντρου»
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Ένας από τους πιο ταλαιπωρημένους όρους της τρέχουσας πολιτικής ορολογίας είναι το «Κέντρο». Χρησιμοποιήθηκε με τρόπο ψευδεπίγραφο και δημαγωγικό, συμμετέχοντας και αυτό στους τρόπους που οι «πολιτικοί» χειραγωγούν τους λαούς, οδηγώντας τους σε εκούσια αποχή από τις πραγματικές πολιτικές διεργασίες. Συχνά λέγεται πως η «πολιτική» απαξιώνεται στα μάτια των πολιτών, δεν είναι όμως ακριβώς έτσι: δεν απαξιώνεται η πολιτική, είναι οι λαοί, είναι οι πολίτες οι οποίοι απαξιώνουν τους εαυτούς τους, οδηγούμενοι στην απόλυτη χειραγώγησή τους από επιτηδείους.
Το σημερινό πρόβλημα όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και όλης της Ευρώπης –για να μείνουμε σε αυτές– δεν είναι οικονομικό ή δεν είναι κυρίως οικονομικό. Είναι πρωτίστως πολιτικό. Ο βαθμός του πραγματικού οικονομικού προβλήματος είναι άλλωστε άγνωστος, καθ’ όσον αυτό που σήμερα αποκαλούμε «οικονομία» αποτελεί στρέβλωση της πραγματικής οικονομίας, αυτής που υπήρξε θεμέλιο ύπαρξης και εξέλιξης των κοινωνιών.
Η πολιτική ρητορεία, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, χρησιμοποιεί σχήματα που εξυπηρετούν στη χειραγώγηση των πολιτών. Οι πολίτες αποκλείονται από κάθε σοβαρή και σε βάθος πολιτική συζήτηση και συλλογική διεργασία, εξαιτίας ιεροποιημένων ανούσιων λέξεων – συνθημάτων. Πρόκειται περί όρων που δήθεν σημαίνουν πολιτικές ιδεολογίες, αλλά στην πραγματικότητα είναι κενοί νοημάτων και χρησιμοποιούνται όχι μόνο καθαρά δημαγωγικά, αλλά και με τρόπο ποινικά κολάσιμο. Κυρίως στη χώρα μας, που ιδρύθηκε ως αποικία και εξακολουθεί να είναι τέτοια, το εγχώριο, φεουδαρχικής δομής, πολιτικό σύστημα έχει βρει ιδιαιτέρως χρήσιμα τα δημαγωγικά αυτά σχήματα, αποστερώντας από τους πολίτες τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τη ζωή τους.
Κατ’ αρχάς οι όροι «Δεξιά» και «Αριστερά» χρησιμοποιούνται με τρόπο που συγχέουν τις πολιτικές θεωρίες και πρακτικές. Οι όροι αυτοί εισήχθησαν, ως γνωστόν, στο πολιτικό λεξιλόγιο μετά τη Συντακτική Συνέλευση στην επαναστατημένη Γαλλία του 1789. Σε αυτήν τη Συνέλευση υπήρξαν δύο απόψεις, αυτών που κάθονταν δεξιά του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και αυτών που κάθονταν αριστερά. Οι ακραιφνώς βασιλικοί ήταν οι «δεξιοί», θεωρούσαν πως ο βασιλιάς έπρεπε να καθορίζει τα πάντα, οι δημοκρατικοί ήταν οι «αριστεροί». Γενικεύοντας, ο «δεξιός» τασσόταν υπέρ της συντήρησης της ισχυρής κεντρικής εξουσίας, ο δε αριστερός απέβλεπε σε ενίσχυση των απόψεων των πολιτών, δηλαδή στην «ελευθεροποίησή» τους από την κεντρική κρατική εξουσία. Γρήγορα όμως οι όροι διαστράφηκαν, για προπαγανδιστικούς λόγους.
Η «Αριστερά» κατέληξε και αυτή να στηρίζει την κεντρική εξουσία και το κρατικιστικό μοντέλο, κατά το παράδειγμα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η «Δεξιά» δημαγωγούσε και δημαγωγεί άλλοτε προς τον κρατισμό, άλλοτε προς τον οικονομικό και πολιτικό (δεν μπορούν να διαχωριστούν οι έννοιες αυτές) φιλελευθερισμό, αναλόγως της στιγμής. Ενώ δηλαδή ως όρος θα έπρεπε να χαρακτηρίζει ξεκάθαρα το μοντέλο του ισχυρού και απολύτως ελεγχόμενου κράτους από μια πανίσχυρη κεντρική εξουσία, οι «δεξιοί» προσπάθησαν και προσπαθούν να διεισδύσουν στους οπαδούς της φιλελεύθερης οικονομίας και δημοκρατικής κοινωνίας. Ιδού η βασική σύγχυση, όπου βρίσκει έδαφος η δημαγωγία, αρχής γενομένης από τον οξύμωρο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» των Σοβιετικών.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς», από το τέλος του 18ου αιώνα, εμφανίστηκαν πολιτικές ομάδες, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κεντρώες», αν και δεν χρησιμοποιούσαν αρχικά τον όρο αυτόν. Ήσαν ομάδες που επικαλούντο, για την πολιτική θεωρία και πρακτική, την αριστοτελική μεσότητα. Είναι μετά τον Πόλεμο, από τη δεκαετία του ’40 και εξής, που άρχισαν να αποκτούν πολιτική επιρροή και συγκροτήθηκαν σε ισχυρά «κεντρώα κόμματα». Τα κόμματα αυτά έθεταν τις προτάσεις τους με ειλικρίνεια και σαφήνεια. Από τη μια προσέβλεπαν στα θετικά στοιχεία της φιλελεύθερης οικονομίας (και πολιτικής), όπως αυτή συστηματοποιήθηκε ως θεωρία από τον Άνταμ Σμιθ, υπό την έννοια της ενθάρρυνσης και ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας προς παραγωγικές πρωτοβουλίες, από την άλλη επικαλούντο την ανάγκη ενός κράτους ρυθμιστικού της κοινωνίας.
Συνδυάζοντας φιλελευθερισμό και κρατισμό –γιατί αυτές ήσαν οι βασικές πολιτικές θεωρίες και τρόποι οργάνωσης των κοινωνιών και των οικονομιών– πρότασσαν την ανάγκη το κεντρικό κράτος να εξασφαλίζει και να περιφρουρεί την οικονομική (και πολιτική) ελευθερία των πολιτών, να ενθαρρύνει και να διευκολύνει τις αναπτυξιακές «ιδιωτικές» πρωτοβουλίες τους. Οφείλει το κράτος να είναι «κράτος δικαίου» εγγυώμενο το κλεισθενικό τρίπτυχο περί ισονομίας, ισηγορίας και ισοπολιτείας, οφείλει και να εξασφαλίζει για τους πολίτες του τις βασικές κοινωνικές παροχές σε υγεία, παιδεία, ασφάλεια, προστασία των αδύναμων ομάδων του πληθυσμού, γιατί όλα αυτά με τη σειρά τους εγγυώνται την απρόσκοπτη ιδιωτική πρωτοβουλία.
Το δυστύχημα όμως είναι πως οι αρχικώς ξεκάθαρες πολιτικές επιδιώξεις των «κεντρώων», περί μιας επικερδούς για την κοινωνία σύζευξης κρατισμού και φιλελευθερισμού, συχνά διαστράφηκαν από επιτήδειους, εξαπατώντας τους ψηφοφόρους τους. Ο χαρακτηρισμός «κέντρο» χρησιμοποιήθηκε συχνά ψευδεπιγράφως, μάλιστα στη χώρα μας εντέχνως ταυτίστηκε με τον αμιγή φιλελευθερισμό. Η σύγχυση γύρω από τα πραγματικά ζητούμενα των αρχικών «κεντρώων», σε συνδυασμό με τη δημαγωγική χρήση των όρων «Δεξιά» και «Αριστερά», πέραν της γενικής πολιτικής συσκότισης των πολιτών, βοήθησε και στην επικράτηση της σημερινής στρέβλωσης του (οικονομικού και πολιτικού) φιλελευθερισμού στο μόρφωμα που παρουσιάζεται ψευδεπιγράφως με το όνομα του νεο-φιλελευθερισμού, διαστρεβλώνοντας και την έννοια της οικονομίας. Τραπεζικοί όμιλοι, μη πολιτικώς ελέγξιμοι, επέβαλαν έως ιεροποιήσεώς του, ένα αντιπαραγωγικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, που έχει οδηγήσει τους λαούς στα πολλαπλά αδιέξοδα που όλοι βιώνουμε.
Η παραγωγική διαδικασία έχει καταστεί λιγότερο ελκυστική, στον συναγωνισμό της με το αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό χρηματιστηριακό χρήμα. Το τραγικότερο δε όλων είναι πως οι σημερινοί οικονομολόγοι έχουν πειστεί πως αυτό είναι η οικονομία. Το ίδιο δείχνει να πιστεύει και η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας. Δεν κρατούνται πλέον μήτε τα προσχήματα ως προς το ποιος κυβερνά: έχουμε οδηγηθεί σε μια νέου τύπου φεουδαρχία, αυτήν που στηρίζεται στο φανταστικό χρηματιστηριακό κεφάλαιο, δηλαδή αυτών που ελέγχουν αυτό το τραπεζικό κεφάλαιο. Εδώ κι αν φαντάζουν εκτός πραγματικότητας όλα τα παραπάνω σχήματα, «Κέντρο», «Δεξιά» και «Αριστερά». Να μην ξεχνάμε, τέλος, και τα παράγωγα «κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά», που βάζουν το κερασάκι στην τούρτα της σύγχυσης και της σκόπιμης συσκότισης. Συσκότιση που κανένα –απολύτως κανένα– από τα υφιστάμενα κομματικά σχήματα στη χώρα μας επιθυμεί να άρει.
Δύσκολο να χαρακτηρίσουμε τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Όταν, π.χ., ο υπέρμαχος των «μνημονίων», δηλαδή της οικονομικής στρατηγικής της «εσωτερικής υποτίμησης» ως του μόνου τρόπου αποπληρωμής των δανείων της χώρας μας, δηλώνει και κεντρώος και φιλελεύθερος, δηλαδή ζηλωτής της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ ουσιαστικά την αποδυναμώνει πλήρως, πώς πρέπει να χαρακτηριστεί; Όταν ο υποστηρικτής του κρατισμού, αν υποθέσουμε πως έτσι έχει προσανατολιστεί η «Αριστερά» από εποχής Σοβιετικής Ενώσεως, δεν κατανοεί πως με την ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού εδαφικού κεφαλαίου επιτυγχάνει το ακριβώς αντίθετο, πώς πρέπει να χαρακτηριστεί; Θα μου πείτε, μάλλον το κατανοεί, αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει και οδηγούμεθα άρδην προς έναν νέο τρόπο διάρθρωσης και λειτουργικότητας των κοινωνιών και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά γιατί δεν το λέει; Απάντηση:
Μα γιατί με τις αλήθειες δεν χειραγωγούνται και δεν αδρανοποιούνται οι «μάζες» (δηλαδή όλοι εμείς).
Σήμερα όλοι αυτοί που χρησιμοποιούσαν τους όρους «Δεξιά» και «Αριστερά» φαίνεται πως εξήντλησαν τις δημαγωγικές τους δυνατότητες. Έτσι, τρέχουν προς το «Κέντρο», προτάσσοντας δήθεν «κεντροαριστερά» ή «κεντροδεξιά» ιδεολογία και «παίζουν» πάνω στους όρους αυτούς, όρους βεβαίως επίσης κενούς νοήματος, επιτείνοντας την περιρρέουσα αφασία. Ωραία το είπε ο γνωστός φωνασκών στις τηλεοράσεις: «Εγώ είμαι δεξιός, αυτός είναι κεντρώος, ορίστε η Κεντροδεξιά». Πρόκειται περί βλακός ή περί απατεώνος; Ουδείς επιθυμεί να διαλευκάνει τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα, μάλλον δεν τα ξέρει άλλωστε, δεδομένου και του ολοένα και περισσότερο υποβαθμιζόμενου μορφωτικού επιπέδου των πολιτικών μας, δηλαδή αυτών που εμείς ψηφίζουμε με ενθουσιασμό.
ΠΗΓΗ: 18-01-2016, http://www.topontiki.gr/article/156480/i-politiki-apati-peri-kentroy
* Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι δρ Αρχιτέκτων/MSC Φιλοσοφίας Πολιτισμού, καθηγητής ΤΕΙ Αθήνας.