Η διαφαινόμενη πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία μετά τις 7 του Μάρτη.
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα
Ι. Μια αρχική προσέγγιση της πολιτικής συγκυρίας.
Το κόμμα που κυβέρνησε πολύ έξυπνα τη χώρα μας από το 1981, έδειξε πρόσφατα ότι διαθέτει τεράστια αίσθηση του χρόνου. Με την θεαματική κίνηση των γιορτών ανέτρεψε την βεβαιότητα της ήττας του, μειώνοντας τη διαφορά των 8 μονάδων σε 4 στην πρώτη φάση της νέας του επίθεσης, που κατά την γνώμη πολλών πια δεν έχει απλά επικοινωνιακά χαρακτηριστικά.
Πρόκειται[i] για την νέα του μετάλλαξη. Τέτοιες μεταλλάξεις κάνει συνεχώς από το 1975, όταν με συνοπτικές διαδικασίες έκανε τις πρώτες διαγραφές των στελεχών της «Δημοκρατικής άμυνας».
Έτσι λοιπόν, μια αρκετά μεγάλη διαφορά μεταξύ 1ου και 2ου κόμματος στις επικείμενες εκλογές, θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για τον χαμένο. Σε μια τέτοια περίπτωση η ενότητα του ηττημένου κόμματος θα γινόταν μετά τις εκλογές παρελθόν. Μια νέα περίοδος δημιουργίας «καινούργιων» πολιτικών κομμάτων θα άνοιγε. Η διαφαινόμενη μικρή διαφορά 1ου και 2ου κόμματος οδηγεί όμως με ασφάλεια στα συμπεράσματα πως:
2). Η δυνατότητα ανάπτυξης ενός νέου κινήματος που θα ψηλαφίσει το πραγματικά νέο υπόδειγμα, που μπορεί να ανοίξει δρόμους πέρα από την κεφαλαιοκρατία θα καθυστερήσει και πάλι.
Δεύτερον, είναι αδιαμφισβήτητη η διατήρηση της ενότητας του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ΠΑΣΟΚ και η αδιαφιλονίκητη ηγετική θέση του Γιωργάκη Παπανδρέου, ανεξαρτήτως αν χάσει ή κερδίσει το «ΠΑΣΟΚ» στις εκλογές. Πήρε ένα κόμμα που δεν είχε πιθανότητες ανάτασης και το έκανε διεκδικητή της νίκης στις εκλογές μέσα σε 2,5 μήνες. Η διατήρηση της ενότητας του κόμματος αυτού μετά τις εκλογές είναι βέβαιη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Οι μη σκεπτόμενοι πια «σοσιαλιστικά» οπαδοί του, κατάπιαν αμάσητους τους άκρατους διαφωτιστές και νέο-φιλελεύθερους Μάνο, Αδριανόπουλο, Ανδρουλάκη, Δαμανάκη, όπως πριν τους Κοντογιαννόπουλο και Μπίστη.
Βέβαια δεν έχουν την δυνατότητα να ρουφήξουν περισσότερο τους οπαδούς του πασοκογενούς ΔΗΚΚΙ, πράγμα που πέτυχαν στις εκλογές του Απρίλη του 2000. Μπορούν όμως να πάρουν τους έτοιμους από καιρό ψηφοφόρους της δεξιάς πτέρυγας του άλλου μεταλλασόμενου κόμματος της «ανανεωτικής αριστεράς», χωρίς κόπο…
Επομένως το συνολικό ποσοστό της αριστεράς θα μειωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανόν να διασωθεί από το άνοιγμά του στα πιο ευέλικτα ρεύματα της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς και καθαρμένος σε μεγάλο βαθμό από τα βαρίδια των πιο ονομαστών σοσιαλφιλελεύθερων, που έφυγαν, μαζί με τους ψηφοφόρους τους…
Τη τύχη του αυτή θα την ακολουθήσουν και όσες πολιτικές οργανώσεις της λεγόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς δεν καταφέρουν να απεγκλωβιστούν από τα ιστορικά αυτά σύνδρομα.
Πως εξηγείται όμως μια παγιωμένη διαφορά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να ανατρέπεται τόσο εύκολα μέσω ενός παιχνιδιού του θεάματος; Οι λόγοι κατά την γνώμη μου είναι:
2ον. Η μοναδικότητα του νεοκαπιταλιστικού σχεδίου διαχείρισης των κοινωνιών. Ενός σχεδίου που υλοποιείται εδώ και 2,5 10ετίες χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο.
4ον. Η έλλειψη παγιωμένου πολιτικού πολιτισμού αλληλεγγύης και συλλογικών υποδειγμάτων σε ανοικτές διαδικασίες εντός των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων και των διανοουμένων, όχι μόνο στα ζητήματα της εργασίας αλλά και στα ζητήματα των τοπικών κοινωνιών.
Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει τους εργαζόμενους στην εξεύρεση ατομικών λύσεων για τα εργασιακά τους προβλήματα, στην αποχή από τα ζητήματα που αφορούν τις τοπικές κοινωνίες και επομένως στην σχεδόν παντελή έλλειψη πίστης στους συλλογικούς αγώνες. Η αποθέωση του ατόμου λοιπόν στο χώρο της ανθρωπολογίας συμπληρώνει το καρρέ.
Στο χώρο λοιπόν της μικροπολιτικής οι πολίτες, μη έχοντας καμιά συλλογική εναλλακτική λύση ήταν και είναι εύκολο (αφού κινούνται μόνο με βάση την ατομική λύση) να μετακινηθούν από τον ένα στον άλλο διαχειριστή ακόμα και την τελευταία στιγμή.
Για όσο καιρό ένα νέο δυναμικό υπόδειγμα απέναντι στον νεοκαπιταλισμό δεν θάχει γεννηθεί, γονιμοποιώντας ότι θετικό μας άφησε η αριστερά στο ζήτημα της εξέλιξης των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο (χρόνος) και τα παραδοσιακά πολιτισμικά χαρακτηριστικά που παγιώθηκαν σε μεγάλες ιστορικές περιόδους σ’ ανατολή και δύση, βορρά και νότο (χώρος), ο νεοφιλελευθερισμός στη χώρα μας θα είναι πανίσχυρος.
II. Μία πολιτική πρόβλεψη.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν ενδιαφέρουσα η δυνατότητα ασφαλούς πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος. Αρκετοί ισχυρίζονται, και προσωπικά συμφωνώ, ότι είναι δυνατή μια τέτοια πρόβλεψη χρησιμοποιώντας καθαρά πολιτικά επιχειρήματα.
Έχουμε ήδη δεχτεί πως ο ένας πόλος του νέου αστικού κυβερνητισμού (ΠΑΣΟΚ) έχει εξασφαλίσει την βιωσιμότητά του ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Θα ήταν όμως αφελές να πιστέψει κανείς πως οι αστικές δυνάμεις ενδιαφέρονται μόνο για τον ένα πόλο και αδιαφορούν εντελώς για το τι συμβαίνει με τον άλλο, δηλαδή στο 45% του ενεργού εκλογικού σώματος.
-Σημαντικό δεδομένο για να προσεγγίσουμε την παράταξη της ΝΔ είναι ο εμφανής και αποδείξιμος διαχωρισμός του σε δύο τμήματα. Το εκσυγχρονιστικό 15% (από το 45%) της «δύναμής» της και το υπόλοιπο 30% που εκφράζει τη λαϊκή δεξιά. Μέσα σ’ αυτό ένα σημαντικό ποσοστό εκφράζει την νέου τύπου ακροδεξιά. Η παραπάνω ποσόστωση είναι αυτή που εκφράστηκε στο συνέδριο της ΝΔ που εξέλεξε τον Κ. Καραμανλή.
-Το τρίτο δεδομένο γι αυτή την παράταξη είναι η πολιτική που αυτή εκφέρει μέσω των πολιτικών εκπροσώπων της, συμπιεσμένη τόσο από την εκσυγχρονιστική, όσο και τη λαϊκοδεξιά της πτέρυγα. Είναι φανερό πως αυτή η πολιτική δεν είναι ότι καλύτερο για την προώθηση ακόμη περισσότερο του νέου αστικού σχεδίου. Δεν αρμόζει δηλαδή αυτή η πολιτική με την νέα αστική παγκοσμιοποίηση και παγκοσμιοκρατία.
Αυτές οι εξελίξεις, μαζί με το βεβιασμένο κλείσιμο, πριν τις εκλογές, του Κυπριακού, ώστε η όποια κυβέρνηση προκύψει να είναι δεσμευμένη και άφωνη, δεν είναι παρά προπομποί ευρύτερων πανευρωπαϊκών εξελίξεων. Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει στις δύο κύριες παρατάξεις των πολιτικών δυνάμεων στην χώρα μας δεν είναι παρά επεισόδια ευρύτερων πανευρωπαϊκών εξελίξεων.
Οι οπαδοί της ομοσπονδίας είναι εκείνοι του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, της λογικής του παγκόσμιου χωριού. Αυτοί ευνοούν μια Ε.Ε. που οι σημερινές χώρες δεν θα είναι παρά ουσιαστικά επαρχίες του νέου Ευρωκράτους, κατά τα πρότυπα των πολιτειών της Αμερικής. Η πολιτική τους ευνοεί την υποβάθμιση μέχρις εξαφάνισης των εθνικών σημερινών κρατών. Δουλεύουν για μια Ευρωπαϊκή ταυτότητα που θα αφομοιώσει πλήρως τις «εθνικές» ταυτότητες. Η Αμερικάνικη υπερδύναμη ευνοεί αυτές τις τάσεις, γιατί έχει εμπιστοσύνη στην παγκόσμια ισχύ της, εκτιμά πως μέσα απ’ αυτήν την διαδικασία ευνοείται τελικά ο έλεγχος της Ευρώπης από την ίδια.
Το σημαντικότερο μέρος των δυνάμεων που συγκροτεί το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι με την πρώτη άποψη. Ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο με τις προσχωρήσεις των τελευταίων ημερών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί πως τα δύο αυτά ρεύματα δεν είναι τα μοναδικά, παρ’ ότι είναι τα κυρίαρχα. Μέσα από πολλές και διαφορετικές διεργασίες στα κινήματα, σε αρκετούς διανοούμενους, αλλά και σε ρεύματα μέσα και έξω από οργανωμένες πολιτικές συλλογικότητες φαίνεται να εγκυμονείται μια άλλη αντίληψη για τη συγκρότηση της Ευρώπης που δεν θα γεννηθεί απαραίτητα ούτε από τα παλιά έθνη κράτη, ούτε από τους μηχανισμούς της απολυταρχικής και όχι μόνο Ε.Ε. Διότι τα παλιά έθνη -κράτη είναι προϊόντα της προηγούμενης φάσης της νεωτερικότητας, ενώ η Ε.Ε. είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη μετακαπιλιταστική Ευρώπη.
Κατά την γνώμη μου αυτή η εκτίμηση είναι βεβιασμένη και μάλλον λαθεμένη, αν δεν διερευνηθούν και άλλες παράμετροι. Κατά κύριο λόγο πρέπει να διερευνηθούν οι συνέπειες μιας ήττας της ΝΔ σ’ αυτές τις εκλογές για τον κοινωνικό σχηματισμό των δυνάμεων που συγκροτεί.
Η διάσπαση όμως αυτή θα γίνει με εξαιρετικά φορτισμένο τρόπο, λόγω της έλλειψης κυβερνητικής εξουσίας για πάνω από 25 χρόνια. Οι δυνάμεις που θα εκφραστούν θα είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις την γένεση ενός φασιστικού κόμματος για πρώτη φορά στη χώρα μας. Εξάλλου γι αυτό το ενδεχόμενο πολλοί συμφωνούμε πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα για πρώτη φορά.
Αναλαμβάνοντας η ΝΔ κυβερνητική ευθύνη, θα χρεωθούν αυτή την ευθύνη όλα τα ρεύματα που περικλείει στο εσωτερικό της. Μέσα σε τέτοιους όρους μπορεί καλύτερα να ποδηγετηθεί η μετεξέλιξη, μετάλλαξη ακόμα και η διάσπασή της…
ΙΙΙ. Το εκπαιδευτικό ζήτημα και οι εκπαιδευτικοί στην 4ετία που πέρασε.
1). Η μεταρρύθμιση Αρσένη που αφορούσε τη Λυκειακή βαθμίδα και τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ – ΤΕΙ δεν μπόρεσε να αναστηθεί με τις παρεμβάσεις και σε πολλά σημεία την εγκατάλειψή της από τον Ευθυμίου. Με το τέλος της 4ετίας όλοι ήξεραν πως «τον καμπούρη μόνο ο τάφος τον ισιώνει». Γι αυτό το ζήτημα του Λυκείου και των εισαγωγικών εξετάσεων άνοιξε πάλι σ’ όλα τα κομματικά προγράμματα, αλλά και στα ΜΜΕ μέσω των ζητημάτων των ιδιωτικών ΑΕΙ και της «ελεύθερης» εισαγωγής (πρόταση Μπαμπινιώτη που καλοβλέπει ο Γιωργάκης). Εξάλλου από καιρό η ΝΔ είχε αναγγείλει την κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων στη Β΄ Λυκείου και τον περιορισμό σε 6 στην Γ΄ Λυκείου, όπως βεβαίως και τη νομιμοποίηση – δημιουργία μη κρατικών, μη «κερδοσκοπικών» ΑΕΙ.
α). Ιδρύθηκαν εκατοντάδες σχολές ειδίκευσης – κατάρτισης σε ΑΕΙ – ΤΕΙ χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις.
γ). Πραγματοποιήθηκαν πιλοτικές εφαρμογές της αξιολόγησης των γ/θμιων σχολών, αλλά δεν προχώρησε ένα ουσιαστικό και καθολικό πρόγραμμα αξιολόγησης των σχολών, παρ’ ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προωθούσε το σχετικό νόμο ακόμα και τον τελευταίο προεκλογικό μήνα.
4). Στο ζήτημα του μισθού οι εκπαιδευτικοί α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης υπέστησαν μια ακόμη στρατηγική ήττα μέσω του νέου μισθολογίου Χριστοδουλάκη, αφού μ’ αυτό, ένα μέρος του μισθού ως κίνητρο απόδοσης μετατράπηκε σε μισθό υπό αίρεση, νομιμοποιήθηκαν τα κλαδικά επιδόματα, δηλαδή η μη συμμετοχή μεγάλου μέρους του μισθού στις ετήσιες αυξήσεις, στα δώρα και στην σύνταξη και καταργήθηκε το χρονοεπίδομα, δηλαδή από το μισθό αφαιρέθηκαν τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά…
5). Στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων το εκπαιδευτικό κίνημα των δύο πρώτων βαθμίδων ύστερα από την άλλη μεγάλη στρατηγική ήττα που υπέστη με την κατάργηση της επετηρίδας, δέχτηκε φέτος τη δεύτερη μεγάλη επίθεση με τη μορφή της γενίκευσης του ωρομίσθιου, της πιο εξευτελιστικής σχέσης εργασίας, ειδικά στο ευαίσθητο χώρο της μόρφωσης. Αν αυτή η επίθεση παγιωθεί την επόμενη χρονιά, βαριές και μόνιμες θα είναι οι συνέπειες. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως το ωρομίσθιο έχει προ πολλού γενικευτεί στη γ/θμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα στα ΤΕΙ, χωρίς ένα κίνημα για την μονιμότητα να εμφανιστεί.
6). Στο ζήτημα της σύνταξης, όπου δόθηκε η μεγάλη μάχη της 4ετίας, οι εργαζόμενοι έχασαν κεκτημένα αλλά κατάφεραν να βάλουν φρένο στην λογική τους, που ήταν και συνεχίζει να είναι, η τριχοτόμηση της σύνταξης (ένα μέρος όπως η αυριανή αγροτική περίπου, ένα δεύτερο από την ανταποδοτικότητα των εισφορών και το τρίτο μέρος από ιδιωτική αυτασφάλιση). Δηλαδή το αστικό σχέδιο για στρατηγική μετάλλαξη του αναδιανεμητικού συστήματος στο κεφαλαιοποιητικό, παρά τις μικρές επί μέρους νίκες, ηττήθηκε εν μέρει, και από ότι φαίνεται, δεν θα είναι μείζον ζήτημα στη διακυβέρνηση της ΝΔ, υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Θα ήταν προς το συμφέρον της εκπαίδευσης αν η ΝΔ ξεκίναγε από μηδενική βάση. Η πολιτική πίεση όμως του νέο-σοσιαλ-φιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ και η αφασία της ελληνικής κοινωνίας αλλά και η πρακτική απουσία της αριστεράς στο ζήτημα αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει τη ΝΔ να ξεκινήσει εκεί που σταμάτησε το ΠΑΣΟΚ. Λόγω της παραδοσιακής φιλελεύθερης λογικής της ΝΔ, είναι αναμενόμενο να ξεκινήσει από την κατηγοριοποίηση των δομών («αξιολόγηση» σχολείων και σχολών) και όχι από την κατηγοριοποίηση των προσώπων («αξιολόγηση» – χειραγώγηση των εκπαιδευτικών). Στο ζήτημα αυτό ειδικεύονται καλύτερα οι «εκσυγχρονιστές» του ΠΑΣΟΚ.
Κατ’ αρχήν για τα δύο αυτά ζητήματα απαιτείται μια γενική αναφορά και χαρτογράφηση της εικόνας του Εκπαιδευτικού Συστήματος. Είναι πρώτα απ’ όλα φανερό πως έχουμε μεταβεί πλέον από την υποχρεωτική 9χρονη και τη μαζική Λυκειακή βαθμίδα στη μαζική γ/θμια εκπαίδευση. Να θυμηθούμε ότι από το Λύκειο της δεκαετίας του ’60 αποφοιτούσε πολύ μικρότερο ποσοστό των γεννήσεων μιας χρονιάς απ’ ότι τελειώνει σήμερα κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Οι εισαγωγές σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ τα τελευταία χρόνια διπλασιάστηκαν (από 40.000 σε 80.000), ενώ σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του ’80, τετραπλασιάστηκαν.
Είναι επίσης γνωστό, πως η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των σχολών δημιουργήθηκαν και λειτουργούν με τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Κατά τεκμήριο δεν έχουν μόνιμο προσωπικό, ενώ οι συμβασιούχοι και ωρομίσθιοι που τις λειτουργούν, πληρώνονται από τα κοινοτικά κονδύλια. Επομένως το πρόβλημα της συνέχισης της λειτουργίας τους «άμα τη λήξει» των κοινοτικών προγραμμάτων αναδεικνύεται ως μείζον και δεν πρέπει να το υποτιμούμε.
Χρειάζεται εδώ να συνυπολογίσουμε και τις συνέπειες, από το ακραίο φορμαλιστικό και τεχνοκρατικό σύστημα που επικράτησε στην Λυκειακή βαθμίδα με καταγραμμένες αντιδράσεις των καθηγητών, αλλά και με παράλληλη επέκταση χωρίς σοβαρές αντιδράσεις από το κίνημα των δασκάλων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αυτά οδηγούν, εκτός των άλλων, στην ανέλιξη και αναρρίχηση στα «καλά» ΑΕΙ των εχόντων και κατεχόντων σε συντριπτικά ποσοστά και τίθενται ως αυτονόητα μερικά ερωτήματα: Ιδιωτικά ή μη κρατικά ΑΕΙ; για ποιους και με ποιο σκοπό σε σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα; Υπάρχει εξωστρεφής στόχος του «ελληνικού» καπιταλισμού;
Εκεί πράγματι που θα έχουμε παρέμβαση και δημιουργία μη κρατικών ΑΕΙ θα είναι:
α). Οι οικονομικές και πολιτικές επιστήμες, ώστε οι ταγοί της «νέας» εποχής αλλά και του «έθνους», να παράγονται εδώ και όχι στην Αγγλία (πανεπιστήμια με πανάκριβα δίδακτρα κλπ). Δηλαδή πάνε για πανεπιστήμια αποκλειστικά για τους γόνους των κυβερνητικών ελίτ.
γ). Πολλά ΑΕΙ -ΤΕΙ ιδιαίτερα από τα εκατοντάδες που δημιουργήθηκαν τελευταία, προοπτικά θα φορτωθούν στο α΄, β΄ ή γ΄ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις αρχές του 20ου αιώνα στη τουρκοκρατούμενη Μακεδονία (με 20% ελληνικό πληθυσμό) υπήρχαν 1100 ελληνικά σχολεία, 300 σέρβικα και 500 βουλγάρικα. Παρ ότι τα βουλγάρικα ήταν δωρεάν όλες οι εθνότητες των Βαλκανίων έστελναν τα παιδιά τους στα ελληνικά.
Ταυτόχρονα τα ιδιωτικά ΑΕΙ θα χρησιμοποιηθούν ως μέτρο σύγκρισης με τα δημόσια, με σκοπό την απογείωση των διαδικασιών κατηγοριοποίησης σε επίπεδο ποιότητας ομοειδών σχολών και την τροποποίηση των όρων χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων.
Το ζήτημα της ελεύθερης εισαγωγής στην γ/θμια εκπαίδευση, μετά την πομπώδη και θριαμβευτική κοινωνική εισαγωγή του μέσω του Μπαμπινιώτη (που τον «έβαλε» ο Γιωργάκης), καταλάγιασε, αφού αυτός που πραγματικά το προωθούσε( δηλαδή ο Γιωργάκης) άρχισε να παλινωδεί.
Σ’ αυτό το σημείο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός πως η διπλή δέσμευση για τα ιδιωτικά ΑΕΙ αποτελεί παραχώρηση σε πανίσχυρα ιδιωτικά συμφέροντα (π.χ. Λαμπράκης).
Όταν βέβαια μιλάνε για σύστημα ελεύθερης εισαγωγής, εννοούν πάντα εξετάσεις ανά πανεπιστημιακή σχολή ή ανά ομάδα σχολών του ίδιου επιστημονικού πεδίου. Εξετάσεις που θα πραγματοποιούνται σε ορισμένα μαθήματα μετά το τέλος ενός προπαρασκευαστικού εξαμήνου ή έτους. Πρέπει να φανταστούμε τις συνέπειες μιας τέτοιας πρότασης υπό το βάρος:
2). Την αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση Γυμνασίων, Λυκείων και ΤΕΕ.
4). Την φορμαλιστική, εργαλειακή και αγοραία γνώση που προάγουν τα προγράμματα σπουδών και η δομή όλων των βαθμίδων.
Υπό το βάρος λοιπόν των παραπάνω παραγόντων που έχουν οδηγήσει και θα οδηγήσουν ακόμα περισσότερο σε ένταση έως παροξυσμού των κοινωνικών και ταξικών διαφορών, η παραπάνω πρόταση θα επιφέρει επί πλέον μια εξαθλιωμένη μορφή γυμνασιοποίησης του Λυκείου, δηλαδή επέκταση της «υποχρεωτικής», αλλά θεσμικά αναξιόπιστης εκπαίδευσης στα 12 χρόνια. Εννοείται πως η αποδέσμευση του Λυκείου από την επιλογή στα ΑΕΙ – ΤΕΙ είναι αναγκαία για την πραγματική μορφωτική ανάπτυξη της εφηβείας και όχι για την τελμάτωσή της…
Σ’ αυτό το σημείο είναι ανάγκη να καταδικάσουμε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τις προτάσεις για προπαρασκευαστικό – σφαγιαστικό έτος, έτσι όπως εκφέρονται από την πλευρά όσων εκπαιδευτικών της γ/θμιας το κάνουν, και περισσότερου του λεγόμενου προοδευτικού σοσιαλφιλελεύθερου χώρου.
Αυτό που κυρίως όμως είναι «καταδικαστέο» γι αυτούς , αφορά την ιδεολογική εκτροπή (;) τους από τις θέσεις του εκπαιδευτικού – μορφωτικού κινήματος. Δεν είναι δυνατόν όσοι ομιλούν εκ μέρους του προοδευτικού κινήματος, να αποδέχονται πατερναλιστικά συστήματα επιλογής από τη μια βαθμίδα στην άλλη. Για το προοδευτικό κίνημα, η προετοιμασία ενός νέου από την μια βαθμίδα στην άλλη, θεωρείται κεκτημένο ότι είναι εσωτερικό θέμα (εσωτερική δυναμική) της κάθε βαθμίδας και του ίδιου του νέου.
Όμως για άλλη μια φορά οι διάφορες εκδοχές της αριστεράς βρίσκονται πάλι σε μεγάλη πρόκληση. Παίρνουν τα συνθήματά της «ενιαίο 12χρονο», «ελεύθερη εισαγωγή» και τα κάνουν κομμάτια. Η ευθύνη όμως βρίσκεται σε μας τους ίδιους. Αφήσαμε την τελευταία 5ετία τα ζητήματα της δομής και του περιεχομένου του ενιαίου 12χρονου στα χέρια των αστικών δυνάμεων και του «ρεφορμισμού». Αφήσαμε τη θέση που εμείς δημιουργήσαμε, ως εκπαιδευτικό κίνημα, χωρίς περιεχόμενο. Άδειο σακί οι προϋποθέσεις, τα προαπαιτούμενα και το περιεχόμενο του ενιαίου 12χρονου εγκαταλείφθηκαν από εμάς.
α). γ/θμια συνομοσπονδία στην εκπαίδευση με την συμμετοχή των 4 εκπαιδευτικών ομοσπονδιών, όπως και των ομοσπονδιών του διοικητικού προσωπικού του υπουργείου παιδείας. Βεβαίως αυτό απαιτεί την έξοδο από την ΑΔΕΔΥ όσων ομοσπονδιών ανήκουν σ’ αυτήν. Αυτή η πρόταση αποτελεί τη μόνη ουσιαστική απάντηση στην ενοποίηση των υπουργείων παιδείας – εργασίας που προτείνει ο Γ.Α.Π.
Ο άξονας αυτός σε συνδυασμό με τις θέσεις: 30χρόνια υπηρεσίας στην εκπαίδευση για πλήρη σύνταξη, όπου η σύνταξη να αποτελεί το 80% του μισθού των πάσης φύσεως αποδοχών του τελευταίου μήνα, απαντά και στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό ζήτημα. Επί πλέον είναι αυτονόητο πως η ιατροφαρμακευτική κάλυψη πρέπει να είναι πλήρης.
δ). Ελεύθερη εισαγωγή στη γ/θμια εκπαίδευση μετά την υλοποίηση του ενιαίου 12χρονου. Μέχρι τότε χαλάρωση της μεταρρύθμισης Αρσένη – Ευθυμίου. Διατήρηση για ένα μεταβατικό διάστημα των ΙΕΚ, με άλλη δομή, για όσους επιθυμούν άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας μετά το 12χρονο. Οι σχολές αυτές πρέπει να είναι ενταγμένες στη β/θμια εκπαίδευση και μικρής διάρκειας, λόγω της ποιότητας του 12χρονου σχολείου και να χορηγούνται ισχυρά πτυχία.
«Οψόμεθα εις Φιλίππους..»
[i] Υ.Γ. Το κείμενο αυτό δουλεύτηκε και γράφτηκε μαζί με τον Αντ. Ι. Ναξάκη αρχές του 2004, ολοκληρώθηκε στις 01-03-2004 και δημοσιεύτηκε λίγο πριν τις εκλογές στις 07 Μάρτη 2004.