ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ: ….

ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ:

Η επιστροφή των υπερβολών στις αγορές, η αδυναμία απόσυρσης των μέτρων στήριξης, η μάχη των νομισμάτων, οι ζώνες ελευθέρου εμπορίου, οι ιδιαιτερότητες τους, η άμεση αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και απόψεις για το νέο ελληνικό δανεισμό

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*

 

 

 

Σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία, η παγκόσμια οικονομία ευρίσκεται ήδη σε μία «δυναμική εξέλιξη», ανάλογη με αυτήν της περιόδου 2007-2008. Ο δείκτης τιμών των εμπορευμάτων παγκοσμίως (HWWIIndex), αγγίζει πλέον ξανά τα ανώτατα επίπεδα του Ιουλίου του 2008, ενώ το Μάρτιο αυξήθηκε κατά 52%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2009. Οι τιμές των ενεργειακών πρώτων υλών παρουσίασαν άνοδο κατά 61%, τα μεταλλεύματα εκτός σιδήρου 80%, ενώ στα σιδηρομεταλλεύματα αναμένεται αύξηση ύψους 90% – γεγονός που, μεταξύ άλλων, θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στη βιομηχανία αυτοκινήτων.

Τότε, τον Ιούλιο του 2008, η ΕΚΤ «ακρίβυνε» το βασικό επιτόκιο της, έτσι ώστε να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες προέρχονταν από την αύξηση του κόστους ζωής (ακολουθούσαν οι απαιτήσεις των εργαζομένων για υψηλότερους μισθούς), σαν αποτέλεσμα της τεράστιας ανόδου των τιμών των πρώτων υλών. Λίγο αργότερα όμως ακολούθησε η χρεοκοπία της Lehman Brothers, καθώς επίσης η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που προκάλεσε – γεγονότα που οδήγησαν τις τράπεζες να λάβουν μέτρα προστασίας απέναντι στους φόβους της ύφεσης, ενώ κανένας δεν μιλούσε πλέον για πληθωρισμό.

Σήμερα, παρά το ότι η κατάσταση έχει επανέλθει στα προηγούμενα επίπεδα, οι κεντρικές τράπεζες διεθνώς (μερική εξαίρεση η ΕΚΤ), δεν φαίνονται πρόθυμες να αποσύρουν τα μέτρα στήριξης της ανάπτυξης, «επικαλούμενες» το ότι δεν υπάρχει φόβος απώλειας του ελέγχου των τιμών. Η «πεποίθηση» τους αυτή, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται κίνδυνος πληθωρισμού, τεκμηριώνεται ως εξής:   

(α)  Η «πολιτική χρήματος» δεν πρέπει να επηρεάζεται από τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των τιμών των πρώτων υλών, αλλά από τις μεσοπρόθεσμες τάσεις.

(β)  Η «δυτική μονεταριστική πολιτική» δεν μπορεί να αλλάξει σημαντικά την ζήτηση των πρώτων υλών, επειδή οι κύριοι αγοραστές τους είναι πλέον οι αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με μελέτες του ΔΝΤ, το μερίδιο αγοράς των αναπτυσσομένων χωρών στο πετρέλαιο είναι 52%, στο αλουμίνιο 59% και στα σιτηρά 71%. Επομένως, η οικονομική ανάπτυξη αυτών των κρατών καθορίζει τις τιμές, γεγονός που δεν μπορούν να αλλάξουν οι κεντρικές τράπεζες της «δύσης».

(γ)  Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α. δεν υφίσταται κίνδυνος πληθωρισμού, επειδή η ανεργία ευρίσκεται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα (περί το 10%). Η υψηλή ανεργία δρα ανασταλτικά στη ζήτηση, η παραγωγική δυναμικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαντλείται, ενώ οι εργαζόμενοι δεν απαιτούν αυξήσεις μισθών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά λειτουργούν περιοριστικά στο επίπεδο των τιμών πώλησης – οπότε δεν προκαλείται πληθωρισμός, παρά την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών.   

Είναι όμως οι παραπάνω «διακυμάνσεις» των τιμών των πρώτων υλών πράγματι βραχυπρόθεσμες; Μήπως είναι το αποτέλεσμα της «επεκτατικής πολιτικής χρήματος» της εποχής μετά Lehman Brothers; Η τεράστια ρευστότητα που έχει διοχετευθεί στο σύστημα, από τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως (άρθρο μας: ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ: Όσο περισσότερο αργούν να αποσύρουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα οι κεντρικές τράπεζες και με όσο πιο πολλά χρήματα πλημμυρίζουν τις αγορές, τόσο πιο καταστροφική θα είναι η «απάντηση του «συστήματος», διά μέσου της «κυοφορίας» νέων υπερβολών («φούσκες»)  17/11/2009), με στόχο την αποφυγή της ύφεσης, θα μπορούσε προφανώς να έχει προκαλέσει μία κερδοσκοπική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων – η οποία θα καταλήξει ενδεχομένως όχι απλά σε ύφεση, αλλά σε έντονο στασιμοπληθωρισμό (stagflation – αύξηση των τιμών, με ταυτόχρονη μείωση των εισοδημάτων και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης).

Κάτι ανάλογο άλλωστε συνέβη τη δεκαετία του 1970 (πετρελαϊκό σοκ), γεγονός που απαίτησε σχεδόν 20 χρόνια «εντατικής θεραπείας» του συστήματος. Πόσο μάλλον όταν η χρηματοπιστωτική κρίση έχει εξελιχθεί πλέον σε μία δημοσιονομική κρίση, το μέγεθος και η «ποιότητα» της οποίας είναι πολύ δύσκολο να «ορισθεί» (άρθρο μας: Ύφεση L; Η μορφή της κρίσης, τα αποτελέσματα της, οι πραγματικές αιτίες, η αναδιανομή εισοδημάτων, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η αναγκαιότητα μίας μερικής αποπαγκοσμιοποίησης  16/5/2009). Προφανώς δεν θα έπρεπε κανείς να υποτιμήσει την πιθανότητα συνδυασμού των στασιμοπληθωριστικών πιέσεων με αλυσιδωτές δημοσιονομικές κρίσεις στις δυτικές, υπερχρεωμένες οικονομίες – γεγονός που, κατά τη άποψη μας, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπισθεί.

Περαιτέρω, η ΕΚΤ (σε αντίθεση με τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες) είναι πιθανόν αποφασισμένη να αποσύρει τουλάχιστον την υπερβάλλουσα ρευστότητα από το σύστημα – η οποία, κατά τη διάρκεια της κρίσης, είχε σαν αποτέλεσμα το διπλασιασμό της ποσότητας του «κεντρικού τραπεζικού χρήματος». Στόχος της φαίνεται να είναι η αποφυγή του ρίσκου αποσταθεροποίησης των τιμών σε μία επόμενη φάση, ειδικά επειδή η «ανεξέλεγκτη» ρευστότητα προκαλεί υπερβολές (φούσκες), με απρόβλεπτες συνέπειες – πόσο μάλλον όταν δεν οδηγείται στην πραγματική οικονομία, αυξάνοντας τόσο τη ζήτηση, όσο και τις επενδύσεις, αλλά στις ήδη πανίσχυρες «κερδοσκοπικές αγορές».  

Έτσι, εντός του μηνός, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να λαμβάνουν ξανά τις τρίμηνες πιστώσεις από την ΕΚΤ μέσω προσφορών. Δηλαδή, η ποσότητα χρήματος που θα διατίθεται θα είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, ενώ όποια τράπεζα προσφέρει πρώτη το υψηλότερο επιτόκιο, θα «εξυπηρετείται» πρώτη (προβλέπεται επομένως αύξηση των «εμπορικών» επιτοκίων δανεισμού). Την περίοδο της κρίσης, η μέθοδος ήταν διαφορετική: οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν οποιαδήποτε ποσότητα χρήματος επιθυμούσαν, με ένα σταθερό, προκαθορισμένο επιτόκιο.

Εκτός αυτού, η ΕΚΤ αποφάσισε να σταματήσει εν πρώτοις τα δωδεκάμηνα δάνεια (tender), τα οποία αποτελούσαν ένα ακόμη «εξειδικευμένο» μέτρο διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Έτσι λοιπόν, τον Ιούλιο θα πρέπει οι τράπεζες να επιστρέψουν τα 442 δις €, τα οποία είχαν λάβει μέσω του πρώτου δωδεκάμηνου δανείου. Μία κάποια εξαίρεση στην όλη πολιτική της ΕΚΤ αποτελεί η Ελλάδα, η οποία διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο (άρθρο μας: ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ: Η Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανό-ευρωπαϊκής διαμάχης, τα σφάλματα μας, οι «αλλότριες» ευθύνες και ο υπερπληθωρισμός ομολόγων, ο οποίος φαίνεται να εξελίσσεται σε μία καταστροφική πανδημία  23/1/2010), αφού αποφασίσθηκε η συνέχιση της αποδοχής των ομολόγων της σαν εγγύηση, χωρίς την προβλεπόμενη αξιολόγηση Α – ακόμη και μετά το Δεκέμβριο του 2010.

Συνεχίζοντας, η ΕΚΤ ήταν η τελευταία κεντρική τράπεζα, η οποία λειτούργησε απ' ευθείας στην πιστωτική αγορά – χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση των εμπορικών τραπεζών. Μέχρι τον Ιούνιο λοιπόν υφίσταται το πρόγραμμα αγοράς εκ μέρους της ευρωπαϊκών ομολόγων, προκαθορισμένου ύψους 60 δις € – ίσως το μοναδικό μέτρο που δεν μπορεί να αποσυρθεί εύκολα, με πιθανότερο αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να διατηρήσει τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους.    

Εν τούτοις, το ύψος αυτού του ποσού είναι ελάχιστο, σε σχέση με τις άλλες κεντρικές τράπεζες. Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει διαθέσει 200 δις € για την αγορά ομολόγων του βρετανικού δημοσίου, ενώ η Fed έχει τοποθετήσει μόνο σε αξιόγραφα, εγγυημένα με κατοικίες (ενυπόθηκα δάνεια), περί το 1 τρις € – ποσόν που έχει επιβαρύνει αρκετά τον Ισολογισμό της. Φυσικά δεν μπορεί να τα κρατήσει αιώνια, αλλά ούτε και να τα πουλήσει μαζικά, αφού έτσι θα «ενοχλούσε» σε μεγάλο βαθμό την αγορά.

Σύμφωνα βέβαια με τον πρόεδρο της, ο οποίος φαίνεται εντελώς σίγουρος για τις μεθόδους που χρησιμοποιεί: «Έχουμε τα μέσα να περιορίσουμε τον σημερινό πολύ υψηλό βαθμό της μονεταριστικής ενίσχυσης της αγοράς, στην κατάλληλη χρονική στιγμή». Τέλη Μαρτίου δε έληξε ένα από τα σημαντικότερα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας των Η.Π.Α.: η αγορά ενυπόθηκων δανείων και αξιόγραφων των δύο «κρατικών» εταιρειών χρηματοδότησης ακίνητης περιουσίας Fannie Mae και Freddie Mac. Ίσως εδώ οφείλει να σημειώσει κανείς ότι, ο Ισολογισμός της Fed σήμερα είναι ύψους 2,3 τρις $, ενώ πριν από την κρίση ήταν μόλις 900 δις $. 

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ενέργειες της ΕΚΤ ή της BoE, πολύ περισσότερο της Fed, δεν φαίνεται να είναι τόσο υπερβολικά απλές, όσο επιθυμούν να τις «επικοινωνήσουν» οι κεντρικοί τραπεζίτες. Πόσο μάλλον όταν «μαίνεται» ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ τους (άρθρο μας: Πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος: Ενδιάμεσος απολογισμός της θηριώδους μάχης στο χρηματοπιστωτικό κυβερνοχώρο – μέρος Α!  22/3/2009) – σήμερα ίσως περισσότερο από ποτέ. Θεωρώντας λοιπόν ότι βρισκόμαστε στο τρίτο στάδιο της κρίσης, αυτό δηλαδή της πραγματικής οικονομίας, «διανθισμένης» με τις συναλλαγματικές-εμπορικές μάχες των τριών κυρίως ζωνών ελευθέρου εμπορίου, τα εξής:

 

ΟΙ ΖΩΝΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

 

(α)  NAFTA ($): Η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου των χωρών της Βορείου Αμερικής υπεγράφη την 1η Ιανουαρίου του 1994, ενώ αποτελεί ολοκλήρωση της σύμβασης μεταξύ των Η.Π.Α. και του Καναδά (1989). Συμπεριλαμβάνει το Μεξικό, τις Η.Π.Α. και τον Καναδά οι οποίες, στα πλαίσια της συμφωνίας, κατήργησαν πλήθος τελωνειακών δασμών στις μεταξύ τους συναλλαγές – ενέργεια που δεν αύξησε τον εμπορικό όγκο των τριών χωρών, αλλά απλά μετατόπισε ένα μεγάλο μέρος του στο χώρο τους, μειώνοντας τον αντίστοιχο με τον υπόλοιπο πλανήτη (για παράδειγμα, οι Η.Π.Α. αγοράζουν εμπορεύματα κατά προτίμηση από τον Καναδά, αντί από τη Βραζιλία, ενώ το ΔΝΤ βοήθησε το Μεξικό να ανταπεξέλθει ανώδυνα με την «κρίση της Τεκίλας»).

(β)  ΕΕ (€): Τόσο όσον αφορά την Ευρωζώνη, όσο και την ΕΕ των 27 χωρών, έχουμε αναφερθεί σε πάρα πολλά κείμενα μας. Η σημαντικότερη διαφορά της ΕΕ με τις υπόλοιπες δύο ζώνες, είναι αναμφίβολα η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, καθώς επίσης η διοικητική τους «ένωση» στα πλαίσια της Κομισιόν. Επίσης, οι πρόσφατες «αναταράξεις» στο εσωτερικό της (άρθρο μας: ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: Η ραγδαία εξελισσόμενη «δημοσιονομική κρίση», σηματοδοτεί το ξεκίνημα ενός επικίνδυνου «εμφυλίου πολέμου» ο οποίος, με αφετηρία την Ευρωζώνη, απειλεί να επεκταθεί σε όλες τις ανεπτυγμένες «δυτικές» οικονομίες  19/1/2010).       

(γ)  CAFTA (Γουάν):  Η China-ASEAN Free Trade Area, η πληθυσμιακά μεγαλύτερη ζώνη ελευθέρου εμπορίου του κόσμου, ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου του 2010. Αποτελείται από τις Κίνα, Μπρούνεϊ, Ινδονησία (240 εκ.), Μαλαισία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη και Ταϊλάνδη, ενώ μέχρι το 2015 θα εισέλθουν και οι υπόλοιπες χώρες της ASEAN (Καμπότζη. Λάος, Μιανμάρ και Βιετνάμ). Η ζώνη αυτή έχει συνάψει περαιτέρω διακρατικές συμφωνίες με την Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία, την Ινδία, τη Ν. Κορέα και την Ιαπωνία (ήδη το 35% της παραγωγής της Ιαπωνίας στο εξωτερικό, έχει εγκατασταθεί στην Κίνα).

Η Κίνα ουσιαστικά επιδιώκει την εξασφάλιση πρώτων υλών και ενέργειας από τα γειτονικά της κράτη, ενώ αυτά επιθυμούν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους στην τεράστια εσωτερική αγορά της – αποδεχόμενα συναλλαγές με το Γουαν, παρά την σταθερά υποτιμημένη ισοτιμία του απέναντι στο δολάριο. Προφανώς τα λάθη των Η.Π.Α. στην ευρύτερη περιοχή (ειδικά ο τρόπος που έδρασε στο παρελθόν το ΔΝΤ, με «κορυφή» την ασιατική κρίση των «τίγρεων»), έχουν λειτουργήσει αρνητικά για την υπερδύναμη, καθιστώντας προτιμητέα την Κίνα και το νόμισμα της.

Το μερίδιο αγοράς της Κίνας στο ασιατικό εμπόριο έχει αυξηθεί από το 4% στο 11% την προηγούμενη δεκαετία, ενώ το μερίδιο των Η.Π.Α. έχει περιορισθεί στο 10% – από 15% προηγουμένως. Εκτός αυτού, οι Κινέζοι έχουν προσφέρει ένα επενδυτικό κεφάλαιο ύψους 10 δις $ για την συνεργασία στις επενδύσεις στην περιοχή, ενώ διέθεσαν επί πλέον 15 δις $ για πιστώσεις – χρησιμοποιούν δε την Ταϊλάνδη, σαν πιο φθηνό τόπο βιομηχανικής παραγωγής.     

Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί αναφέρεται στα μεγέθη των τριών ζωνών ελευθέρου εμπορίου, στις οποίες υπερισχύουν τα τρία ισχυρότερα νομίσματα του πλανήτη: Δολάριο, Ευρώ και Γουάν.                   

 

Πίνακας Ι:  Οι τρείς μεγαλύτερες ζώνες ελευθέρου εμπορίου του κόσμου

 

Ζώνη

Πληθυσμός σε εκ.

ΑΕΠ σε τρις $

Εμπόριο σε τρις $

 

 

 

 

ΕΕ – 27

500,00

18,40

**5,90

NAFTA

450,00

16,90

***2,00

CAFTA*

1.750,00

5,70

****2,20

 

(Κίνα 1,33)

(Κίνα 4,4)

 

Πηγή: Faz

* Κίνα και ASEAN

** Εσωτερικό εμπόριο 4,0   *** Εσωτερικό 1,0  **** Εσωτερικό 0,2

 

Όπως φαίνεται καθαρά, το εσωτερικό εμπόριο (intra-trade) της ΕΕ αποτελεί το 67,8% του συνολικού, στην NAFTA το 50%, ενώ στην CAFTA μόλις το 9,1% – γεγονός που επιβεβαιώνει την τεράστια εξαγωγική της δυναμικότητα προς τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη, καθώς επίσης τις απίστευτα μεγάλες προοπτικές της εσωτερικής αγοράς της, όταν «αποφασισθεί» η αξιοποίηση της.   

 

ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΖΩΝΩΝ

 

Τόσο στην NAFTA, όσο και στην CAFTA, «επικρατούν» ηγέτιδες δυνάμεις, γύρω από τις οποίες έχουν συγκεντρωθεί οι υπόλοιπες – στην πρώτη οι Η.Π.Α. με το δολάριο, ενώ στη δεύτερη η Κίνα με το γουάν. Πρόκειται όμως για «εμπορικές συνεργασίες» ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατών, χωρίς καμία κεντρική διοίκηση και με διαφορετικά νομίσματα.

Αντίθετα, στην ΕΕ δεν υπάρχει καμία ηγέτιδα δύναμη, παρά τον αυξημένο ρόλο της Γερμανίας και της Γαλλίας οι οποίες, παρά το μέγεθος τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να «στηρίξουν» (ανάλογα με τις Η.Π.Α. ή την Κίνα), όλες τις υπόλοιπες χώρες. Το κοινό νόμισμα αποτελεί μία επόμενη διαφορά, η οποία μπορεί να συμβάλλει είτε στην ανάπτυξη (εάν ακολουθήσει άμεσα η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δηλαδή), είτε στην καταστροφή, εάν:

(α) η Γερμανία συνεχίσει να εκμεταλλεύεται μονόπλευρα τις υπόλοιπες χώρες-εταίρους της (άρθρο μας: ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ: Η Γερμανία είναι μέρος του προβλήματος της Ελλάδας, ενώ θα είναι η κύρια υπεύθυνη στην περίπτωση που τυχόν καταρρεύσει, κάτω από την πίεση της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό νόμισμα  16/1/2010),  

(β)  η κάθε χώρα που, καλώς ή κακώς, αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως σήμερα η Ελλάδα, αφήνεται στην τύχη της, καθώς επίσης εάν

(γ)  όλες οι χώρες της ΕΕ, πόσο μάλλον της Ευρωζώνης, δεν στηρίξουν σοβαρά και υπεύθυνα το κοινό νόμισμα, «παράγοντας πλούτο».

Περαιτέρω, τόσο η NAFTA, όσο και η ΕΕ, συγκριτικά με την CAFTA, αλλά και με πολλές άλλες χώρες, είναι υπερχρεωμένες (μέσο δημόσιο χρέος της τάξης του 100% επί του ΑΕΠ) – παρά το ότι αποτελούνται από σχετικά πλούσια κράτη, με κριτήριο το συνολικά παραγόμενο ακαθάριστο προϊόν (ΑΕΠ). Επίσης, τα περιθώρια ανάπτυξης στις εσωτερικές αγορές τους είναι περιορισμένα, ενώ είναι κατά πολύ λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με την CAFTA – οπότε η αύξηση του ΑΕΠ τους πολύ δύσκολα μπορεί να προέλθει από τις εξαγωγές. Οι Κινέζοι άλλωστε θα εισάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας από τις δυτικές χώρες, μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή που θα τα παράγουν στην περιοχή τους (όπως ήδη συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και με βάση το παράδειγμα της Ιαπωνίας).  

Συνεχίζοντας, τα κυρίαρχα νομίσματα της NAFTA και της EE, το δολάριο και το ευρώ δηλαδή, είναι υπερτιμημένα – ενώ το γουάν είναι υποτιμημένο. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή ο συναλλαγματικός πόλεμος ευρίσκεται ήδη στο ζενίθ του, με τις προοπτικές των δύο ($, €) δυσμενέστερες από αυτές του γουάν – πόσο μάλλον όταν ο μεγαλύτερος δανειστής των Η.Π.Α. είναι η Κίνα (η Ιαπωνία επίσης), αναγκάζοντας την υπερδύναμη να επικεντρώσει την επίθεση της στο Ευρώ.

Τέλος, η NAFTA είναι πανίσχυρη στον τομέα των υπηρεσιών, με κέντρο βάρους το εξαιρετικά εξελιγμένο χρηματοπιστωτικό της σύστημα – το οποίο είναι αδύνατον να αντιμετωπισθεί «μεμονωμένα» από οποιαδήποτε χώρα. Η CAFTA με τη σειρά της, έχει αναδειχθεί στην αδιαμφισβήτητη παραγωγική μηχανή του πλανήτη, την οποία είναι επίσης αδύνατον να ανταγωνισθεί κανείς.

Κατά την άποψη μας, το μοναδικό «ανταγωνιστικό» πλεονέκτημα της «τρίτης ζώνης», της ΕΕ δηλαδή, η οποία ευρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο (40/60 παραγωγή και υπηρεσίες), χωρίς να διαθέτει σημαντικά «όπλα αιχμής» (χρηματοπιστωτικά, παραγωγικά, στρατιωτικά), είναι η δυνατότητα της να ενωθεί πολιτικά, επεκτεινόμενη άμεσα με «εξωτερικές συνεργασίες» (Ρωσία, Ελβετία, Τουρκία). Οι προοπτικές ανάπτυξης στο εσωτερικό της (Α. Ευρώπη) είναι άλλωστε αρκετά μεγάλες, εάν η Γερμανία λειτουργήσει επιτέλους «σταθεροποιητικά» εντός της ΕΕ – επενδύοντας στις ευρωπαϊκές χώρες και όχι στην Κίνα ή αλλού (παραγωγικές εγκαταστάσεις, διοικητικό προσωπικό κλπ).

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Όπως έχουμε τονίσει στο παρελθόν, καμία χώρα δεν μπορεί να αντισταθεί μόνη της (εκτός «αλληλέγγυων» διακρατικών ενώσεων, αποδεδειγμένης συνοχής και μεγέθους), στις κλιμακούμενες, συνεχείς επιθέσεις του αχόρταγου, διεθνούς κεφαλαίου – έτσι όπως αυτές «ενορχηστρώνονται», με τη βοήθεια των οικονομικών και λοιπών «εργαλείων μαζικής καταστροφής» που διαθέτει (εταιρείες αξιολόγησης, Hedge funds, ελεγκτικές επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μυστικές υπηρεσίες, ΔΝΤ, Παγκόσμια τράπεζα, ΝΑΤΟ, πολυεθνικοί γίγαντες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, CDS, spreads, Wall Street κλπ). Επομένως, η «κατά μέτωπο» αντιμετώπιση των Η.Π.Α., στις οποίες σήμερα είναι εγκαταστημένο το διεθνές κεφάλαιο, είναι «φύσει και θέσει» αδύνατη.  

Περαιτέρω, καμία μεμονωμένη χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί στις «εξαγωγικές επιθέσεις» της παραγωγικής μηχανής του πλανήτη, της Κίνας – η οποία μπορεί οποτεδήποτε να επιβάλλει τα προϊόντα της στις διεθνείς αγορές, αφού είναι ανέφικτο να την ανταγωνισθεί κανείς. Άλλωστε, ακόμη και αν αυξανόταν το εργατικό κόστος της, η τεράστια εσωτερική αγορά της, αλλά και η ευρύτερη περιοχή γύρω της, μπορούν να της εξασφαλίσουν εξαιρετικά χαμηλές, «επιδοτούμενες» ίσως εξαγωγικές τιμές (dumping), τουλάχιστον για τα επόμενα 100 χρόνια.      

Επομένως η ΕΕ,  στη σημερινή της «μη συνεκτική» και μη «αλληλέγγυα» μορφή, με σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της να είναι ουσιαστικά υπερχρεωμένα (άρθρο μας: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ: Η μαζική επίθεση των κερδοσκόπων στην Ελλάδα, οι δέκα μεγαλύτεροι πιστωτές της, καθώς επίσης αναφορές στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στη Γερμανία και στη Γαλλία  4/3/2010) δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τις Η.Π.Α. (NAFTA), ούτε την Κίνα (CAFTA).

Όπως φαίνεται λοιπόν, η μοναδική ίσως δυνατότητα «επιβίωσης» της ΕΕ, είναι η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση – η πολιτική ένωση της δηλαδή (άρθρο μας: ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ: Μία διακρατική, προοδευτική «φορολογική» κλίμακα, θα ήταν ίσως η ιδανική «κοινωνική» λύση για την εξομάλυνση των ανισορροπιών και την επίτευξη της ισότητας εντός της Ε.Ε.  16/10/2009), σε συνθήκες αυτάρκειας, εντός των ευρύτερων (Ρωσία κλπ) συνόρων της.   

Όμως, η απολύτως απαραίτητη εξέλιξη αυτή, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, όσο υπάρχουν κράτη που επιδιώκουν «κρυφά» έναν ηγεμονικό ρόλο (που είναι αδύνατον να επωμισθούν, αφού καμία χώρα της ΕΕ, ούτε φυσικά η Γερμανία, δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά της Κίνας ή των Η.Π.Α.) – εμβολίζοντας» δυστυχώς τα θεμέλια του «κοινού οικοδομήματος». Επίσης όχι, όσο κάποια άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ, δεν σέβονται τις υποχρεώσεις που, καλώς ή κακώς, έχουν αναλάβει, θέτοντας σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα.

Φυσικά, η απλή οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, την οποία ενδεχομένως θα ακολουθήσουν αμέσως μετά και άλλες χώρες (άρθρο μας: Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ: Η αναμενόμενη δημοσιονομική κρίση πλήττει πρώτα τη χώρα μας, καθιστώντας την ανυπεράσπιστο στόχο των κερδοσκόπων και ωρολογιακή βόμβα μεγάλης ισχύος στα θεμέλια της Ευρωζώνης.  12/12/2009), είναι όχι μόνο άνευ ουσίας (θα μεταθέσει απλά το πρόβλημα στο μέλλον), αλλά και ανεπιθύμητη -αφού θα διαιωνίσει τις «ατασθαλίες», δεν θα «συμβάλλει» σε καμία περίπτωση στη μείωση του χρέους (προφανώς θα το αυξήσει), ενώ δεν θα επιλύσει κανένα από τα διαρθρωτικά-πολιτικά της προβλήματα.

ΥΓ: Συμπληρώνοντας το κείμενο, το οποίο είχε συνταχθεί πριν από την (νέα) έγκριση «βοήθειας» προς τη χώρα μας, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς, εάν η Ελλάδα μπορεί ακόμη να διασωθεί.

Φυσικά, η κατάσταση της χώρας μας (με εξαίρεση την ενδεχόμενη προσφυγή της στο ΔΝΤ, η οποία θα ήταν έγκλημα), είναι κατ' αρχήν καλύτερη – αφού τα 30 δις € της ΕΕ έχουν καθησυχάσει τις αγορές, ιδίως μετά από την πρόσφατη, «βάναυση» υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας από τη μία «αδελφή» (Fitch). Εν τούτοις, γνωρίζοντας ότι στις «αγορές» τόσο η «σωτηρία», όσο και η «καταδίκη» κρύβονται μαζί στη «γωνία του δρόμου» (επειδή στο επόμενο δευτερόλεπτο ακολουθεί συνήθως κάποια καινούργια συμφωνία ή δημοσιεύονται νέες οικονομικές αναφορές και εκθέσεις στα διεθνή ΜΜΕ), έχουμε την άποψη ότι οφείλει να είναι κανείς εξαιρετικά προσεκτικός, σε σχέση με τα συμπεράσματα του.    

Επομένως, είναι καλύτερο να επικεντρωνόμαστε στα δεδομένα, εάν επιθυμούμε την αποφυγή των οποιονδήποτε εξωτερικών «επιρροών». Έτσι λοιπόν, παραμένει γεγονός το ότι, το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας είναι περί τα 400 δις € – ή 165% επί του ΑΕΠ της. Η τάση είναι φυσικά έντονα αυξητική, αφού συσσωρεύονται διαρκώς «ελλείμματα (ζημίες) – κυρίως του δημοσίου τομέα της Οικονομίας της. Ειδικά όσον αφορά το δημόσιο χρέος, υπολογίζεται στο 125% του ΑΕΠ μας, ενώ θα αυξάνεται τουλάχιστον κατά 7% ετησίως (12,9% το 2009, περί τα 8,7% το 2010, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κοκ).

Τα χρέη αυτά πρέπει φυσικά να τοκίζονται – για τα 30 δις € συμφωνήθηκε επιτόκιο της τάξης του 5% (συν το κόστος), ενώ δεν γνωρίζουμε ακόμη τι ακριβώς θα συμβεί με τις υφιστάμενες οφειλές μας. Εάν δεχθούμε τώρα ότι, με αυτό το κόστος θα επιβαρύνεται στο μέλλον το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας (400 δις €), οι τόκοι θα είναι του ύψους των 20 δις € – ή περίπου 8,5% του ΑΕΠ (εφόσον παραμείνει σταθερό στα 240 δις € – κάτι για το οποίο αμφιβάλλουμε πάρα πολύ).

Οι τόκοι αυτοί αντιστοιχούν με τους συνολικούς ετήσιους μισθούς 1.000.000 εργαζομένων – αποδεχόμενοι σαν μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα (μέσο ετήσιο μισθό) τα 20.000 €. Είναι αλήθεια δυνατόν να ανταπεξέλθει η χώρα μας με μία τέτοια επιβάρυνση, χωρίς να χρειασθούν άλλες ενέργειες, όπως αυτές που έχουμε αναφέρει στο παρελθόν;  

Η αρνητική απάντηση είναι μάλλον προφανής για τον οποιονδήποτε, ο οποίος διαθέτει βασικές οικονομικές γνώσεις – πολύ περισσότερο για τους υπόλοιπους «εταίρους» μας και ειδικά για τη Γερμανία, η οποία «βίωσε στο παρελθόν ανάλογες συνθήκες. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τον ιστορικό καθηγητή κ. A.Ritschl η Γερμανία, μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και τη συνθήκη των Βερσαλλιών, υποχρεώθηκε σε αποζημιώσεις πολέμου ύψους 2,5 δις «χρυσών μάρκων», ετησίως – ήτοι σε 3,5% του τότε ΑΕΠ της (υπενθυμίζουμε εδώ την εύλογη αντίθεση του Keynes, την οποία έχουμε αναφέρει σε πολλά κείμενα μας).

Η χώρα, επί δέκα συνεχή έτη, δεν πλήρωσε απολύτως τίποτα. Για πρώτη φορά αναγκάσθηκε να πληρώσει το 1930, μετά από πίεση των συμμαχικών δυνάμεων που κέρδισαν τον πόλεμο (σχέδιο Young) – οι δόσεις ήταν αντίστοιχες με το 3% του ΑΕΠ της.

Τελικά, η Γερμανία κατάφερε να ανταπεξέλθει αρχικά με τις πληρωμές, μέσω μίας «εξτρεμιστικής» πολιτικής εξοικονόμησης πόρων (Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης), καθώς επίσης με τη βοήθεια της μαζικής αύξησης των εξαγωγών της – κάτι που μπόρεσε να επιτύχει, υφιστάμενη μία τεράστια ύφεση (deflation) στο εσωτερικό της.

 Η ύφεση όμως αυτή την οδήγησε σε μία χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η οποία όχι μόνο βοήθησε το Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία, αλλά και οδήγησε τη Γερμανία στην ολοσχερή «στάση» πληρωμών των αποζημιώσεων πολέμου – το 1932. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την «Ιστορία», οφείλουν μάλλον να ληφθούν σοβαρά τόσο από τους Έλληνες Πολίτες ή τους Πολιτικούς μας, όσο και από τους Ευρωπαίους εταίρους μας – ειδικά από την ίδια τη Γερμανία (12.04.2010).         

 

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 11. Απριλίου 2010, viliardos@kbanalysis.com 

 

* Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (K&B Analysis Ltd, Business Strategy Consultants).

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/1724.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.