Μεθεόρτιος απολογισμός αθλιοτήτων
Θανάσης N. Παπαθανασίου
ΚΑΠΟΙΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ διαφημιζόταν κάποτε με τη σπιρτόζικη δήλωση: «Τη μπριζόλα μας δεν την αγγίζει χέρι άνθρωπου. Ο μάγειρας μας είναι πίθηκος». Ομολογουμένως δεν έχω συγκρατήσει την πατρότητα της – και ζητώ συγγνώμη από τον ευφυή συντάκτη της γι' αυτό. Ο λόγος που τη μνημονεύω εδώ είναι ιδιαίτερος. Επειδή κάθε Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, εδώ και πέντε χρόνια, μου έρχεται στο νου. Ήρθε και φέτος. Κι επειδή φοβάμαι ότι δεν θα λείψει ούτε του χρόνου, νιώθω αναγκαίο έναν απολογισμό ή ίσως μια προσημείωση…
Δεν είναι η νηστεία των μεγαλοβδομαδιάτικων ημερών που μου υποδαυλίζει τον συνειρμό. Ούτε και βρίσκεται στη λέξη «μπριζόλα» το κέντρο βάρους του. Βρίσκεται στη λέξη «χέρι». Κι έχει να κάνει με το ερώτημα ποιος απλώνει χέρι, που το απλώνει και γιατί το απλώνει.
Ως γνωστό, αργά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, αφού τελειώσει στις εκκλησίες η ακολουθία των παθών του Χριστού, στολίζεται κατά παράδοση ο επιτάφιος, για να ‘ναι έτοιμος το πρωί της επόμενης μέρας. Τα άνθη για τον στολισμό είναι αυτά που κατά τη διάρκεια της ακολουθίας εναπόθεσαν οι πιστοί στη βάση του υψωμένου σταυρού, τα δε χέρια που στολίζουν τον επιτάφιο είναι τα ίδια τα χέρια των πιστών, κυρίως γυναικών. Έθιμο; Σίγουρα. Κι όπως κάθε έθιμο, μπορεί κι αυτό να κινείται μεταξύ ζωντάνιας και ανουσιότητας, μεταξύ επίγνωσης και φολκλόρ. Πέρα όμως από την όποια συγκυριακή φόρτιση του, ο στολισμός του επιταφίου έχει ένα περιεχόμενο σπουδαίο, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο. Φανερώνει εν σμικρώ κάτι που αποτελεί θεμελιώδη αξίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος: την ευχαριστιακή χρήση του κόσμου και τη συμμετοχή του λαού. Είναι δουλειά των ίδιων των μελών της Εκκλησίας να οδηγούν την καθημερινότητά τους στην κοινότητα εκείνη,η όποια οραματίζεται το μπόλιασμα της ανθρώπινης ζωής από την υπόσχεση της Ανάστασης. Αυτό – στον αντίποδα κάθε έννοιας μαγείας και μαντζουνιών σημαίνεται όποτε εισάγονται στην εκκλησία και προσφέρονται στο Θεό στοιχεία της χειροπιαστής ζωής: το ψωμί, το νερό, τα λουλούδια, μα και ο μόχθος και η ευρηματικότητα. Θα μπορούσε κανείς ευκολότατα να καταδείξει από θεολογικής σκοπιάς ότι αυτή η παράμετρος είναι συστατική του εκκλησιαστικού γεγονότος. Συστατική ήγουν, ούτε ψιμύθιο που μπορεί να λείψει ανώδυνα, ούτε περιπτωσιακή παραχώρηση εκ μέρους του όποιου βοεβόδα…
Στην πραγματική πραγματικότητα και στην άθληση της συνύπαρξης, από τον στολισμό του επιταφίου ούτε οι παρεξηγήσεις απουσιάζουν, ούτε οι αισθητικές παραφωνίες αποφεύγονται. Μα αυτά είναι απείρως ελάχιστο κόστος μπροστά στις υπενθυμίσεις που υλοποιεί αυτή η πρακτική. Από τις τοπικές παραδόσεις συχνότατα ξεπροβάλλουν επιτάφιοι αριστουργήματα. Μα και άτσαλοι να ξεπροβάλλουν, είναι χίλιες φορές προτιμότεροι από εκείνα τα ανθουργήματα που είναι μεν συμμετρικώς άψογα, μα δεν τα έχει αγγίξει χέρι πιστού! Αναφέρομαι σε εκείνους τους επιτάφιους που εσχάτως οι τοπικές εκκλησιαστικές ηγεσίες αναθέτουν σε επαγγελματίες ανθοπώλες.
Στους ναούς που έχουν πληγεί από τη μαλάρια της θεαματικότητας, στήνεται ήδη από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας ένα παραπανίσιο παγκάρι, με την επιγραφή: «Για τον στολισμό του επιταφίου». Για την αμοιβή, δηλαδή, του εργολάβου και τη μετατροπή – για άλλη μία φορά – των πιστών από αυτουργούς σε θεατές και καταναλωτές (ή σε κομπάρσους! καθ' όσον, ευέλικτοι εφημέριοι που δεν θέλουν να χρεωθούν την κατάργηση αυτού που de facto καταργούν, μαζεύουν μεν κόσμο, άλλα για να τον έχουν στην πραγματικότητα ντεκόρ στο ρεσιτάλ του εργολάβου). Είναι λάθος να νομιστεί ότι πρόκειται για ένα επουσιώδες ζήτημα, τεχνικής φύσεως. Αντιθέτως αποτελεί ένα σημείο όπου φανερώνεται τί είδους Εκκλησία επιθυμεί καθένας. Δείχνει πόσο πλέον εξαπλώνεται στον εκκλησιαστικό χώρο η αντίληψη που τους λαϊκούς τους θέλει απλώς χειροκροτητές, σπόνσορες ή προβατίνες, για να καυχάται ο ηγεμών πόσο καλά έχει οργανώσει το φέουδο του, πόσο λαμπρά επιτέλεσε τους εορτασμούς, πόσοι άνθρωποι ακολουθούν την αγιοσύνη του. Μα η τραγωδία δεν έγκειται στο αν μπορεί να οργανωθεί ένα σουπερ μάρκετ, μία πασαρέλα ή ένας ιδιωτικός στρατός. Φυσικά και μπορεί! Η τραγωδία είναι ότι στρεβλώνονται τα κριτήρια και δεν γίνεται κατανοητή η ιλιγγιώδης διαφορά μεταξύ γκλάμουρους και φωτεινότητας, παποσύνης και εξουσίας, κοινότητας και κλαμπ!
Το κείμενο μου αυτό είναι θυμωμένο. Και δεν καμαρώνω γι' αυτό. Αναρωτιέμαι όμως που θα φτάσει η αποθράσυνση και η συστηματική προσπέραση των θεολογικών ερωτημάτων που έχουν από καιρό τεθεί. Ενδεικτικό: Σε ενοριακό ναό που την τελευταία πενταετία έχει παραδοθεί σε εργολάβο, φέτος όχι μόνο ξαναέλαβε χώρα το ανοσιούργημα της Μεγάλης Πέμπτης, αλλά και «επεκτάθηκε»: Οι υπάλληλοι του εργολάβου έκαναν την προεργασία την προηγούμενη μέρα – βράδυ Μεγάλης Τετάρτης – γεμίζοντας τον χώρο με τα «τσακ! τσακ!» πού κάνουν οι τανάλιες κόβοντας το σύρμα σε μια γωνιά του κυρίως ναοί κατά τη διάρκεια της ακολουθίας! Άφερίμ εφέντιμ!
Είναι άραγε δυνατή μια αντίσταση σ' αυτή τη στρέβλωση, η οποία καλπάζει ανερυθρίαστα και σηματοδοτεί ευρύτερα ένα θρησκευτικό πεδίο όπου τα χρήματα μαζεύονται με πάθος και ξοδεύονται δίχως πόνο; Συνήθως ο πιστός που δεν θέλει να προσχωρήσει στη λογική των ενδοεκκλησιαστικών φατριασμών αυτοπεριορίζεται σε μια δυσανασχέτηση μεταξύ φίλων. Έλα όμως που με τέτοια δεν ιδρώνει το αυτί κανενός Κορλεόνε! Μήπως, λοιπόν, χρειάζεται στοχασμός; Μήπως θα πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι η ίδια η πίστη αξιώνει πράξη; Μήπως, για παράδειγμα, θα πρέπει να θυμηθούμε πως ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον 7ο αιώνα συμβούλευε να μην προσφέρονται χρήματα σε εκκλησίες όπου δεσπόζει απληστία ή αδιαφάνεια;
Παρωνυχίδα λοιπόν; Επιμένω πως όχι. Εξ όνυχας την ύαιναν!
Περιοδικό Σύναξη 102 (2007), σ. 82-83
ΠΗΓΗ: 30/03/2010, by kairostheologoi, http://kairostheologoi.wordpress.com/2010/03/30//