Κλεφτοπόλεμος*
Του Γιάννη Στρούμπα
Οι εκλογές της 20/9/2015 δεν μετέβαλαν την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς διατηρήθηκε η προηγούμενη κυβέρνηση συνεργασίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με τους ΑΝ.ΕΛ. Είναι εμφανές πως όποια κι αν ήταν η απογοήτευση του εκλογικού σώματος από τη μνημονιακή διολίσθηση των δύο μέχρι πρότινος αντιμνημονιακών πολιτικών κομμάτων, δεν κρίθηκε ανεκτή η επιστροφή στην εξουσία του καταστροφικού διπόλου Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ., που είναι, άλλωστε, κι ο βασικός υπεύθυνος για την κατάρρευση της χώρας.
Θα μπορούσε η επανεπιβεβαιωμένη συγκυβέρνηση από το εκλογικό σώμα να δημιουργήσει, με διαφορετική πλέον άνεση χρόνου, συνθήκες ικανές ώστε η Ελλάδα να αντιδράσει στην εκμετάλλευση του ευρωιερατείου και να αποτινάξει την οικονομική του κατοχή; Όσο δύσκολο κι αν φαντάζει αυτό για ένα πολιτικό προσωπικό το οποίο, παρά την αντιμνημονιακή του ρητορεία, υποτάχτηκε στις πιέσεις, αποδεικνυόμενο άτολμο να προετοιμάσει και να καθοδηγήσει τον εθνικό αγώνα, οι δυνατότητες αντίστασης για τη χώρα κι επανακατάκτησης της ελευθερίας της δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν.
Σε προηγούμενα άρθρα έχουν παρουσιαστεί οι δυνατότητες αντίστασης στοιχειοθετημένα. Η καλύτερη ίσως απόδειξη, επιπρόσθετα, ότι η χώρα έχει μέσα όχι μόνο να αποτινάξει τον ζυγό μα και να βλάψει τους δυνάστες της είναι η ίδια η γερμανική στάση, που επιμένει να επιβάλλει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, αλλά και να επιδιώκει παράλληλα μια εναλλακτική πιθανή της έξοδο με όρους, ωστόσο, γερμανικούς. Αν η Γερμανία κι ο κ. Σόιμπλε δεν έτρεμαν τις ελληνικές πρωτοβουλίες, δεν θα ασχολούνταν διόλου με το ελληνικό ζήτημα. Η δε αγωνία τους να προλάβουν οι ίδιοι να οδηγήσουν τη χώρα εκτός ευρώ σχετίζεται ασφαλώς με την επιθυμία τους να ελέγξουν το «ατύχημα» απενεργοποιώντας την ελληνική βόμβα, προτού βρεθεί κάποια αποφασιστική ελληνική πολιτική ηγεσία, που θα προκαλέσει στα χέρια τους την έκρηξή της.
Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να μετατραπεί σε Κούγκι που θα ανατινάξει τη γερμανοκίνητη Ευρώπη, όπως θα το έθετε κι ο κ. Καμμένος; Ή, όπως ο ίδιος διόρθωσε έπειτα από την παράδοση μιας ακόμη ελληνικής κυβέρνησης στους Γερμανούς, ένα Κούγκι θα σήμαινε καταρχάς την αυτοκτονία της ίδιας της χώρας; Το δίλημμα, ασφαλώς, ανήκει στη χορεία των ψευδοδιλημμάτων που επιστρατεύονται επανειλημμένως για να δικαιολογήσουν την ατολμία των ελληνικών κυβερνήσεων και την εύκολη παραχώρηση των πρωτοβουλιών στους ξένους δυνάστες. Γιατί, εκτός από το Κούγκι, υπάρχει κι ο κλεφτοπόλεμος, που επιτρέπει το ξαφνικό χτύπημα και την απομάκρυνση του αντιστεκόμενου από το επικίνδυνο πεδίο βολής.
Η επανεκλεγείσα ελληνική συγκυβέρνηση, έχοντας πια την εμπειρία καί της προηγούμενης πολύμηνης κι άγονης διαπραγμάτευσης, θα πρέπει, λογικά, να ’χει αποκτήσει τη γνώση και τη σοφία ότι η γερμανοκίνητη Ευρώπη δεν έχει καμιά καλή διάθεση «κοινά επωφελών» συμφωνιών, ενώ θα πρέπει, εξίσου λογικά, να έχει συνειδητοποιήσει πως αν επιθυμεί κανείς να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να πλήξει τον εκμεταλλευτή δυνάστη του, δεν χρειάζεται να κραυγάζει ανούσια για το όποιο Κούγκι και κατόπιν να εξευτελίζεται βάζοντας την ουρά στα σκέλια, αλλά να οχυρώνεται, να προσποιείται, να ξεγελά και να επιφέρει τα απρόσμενα χτυπήματα ακαριαία κι ευθύβολα.
Αν, συνεπώς, η παρούσα συγκυβέρνηση δεν επιθυμεί να περάσει στην ιστορία ως μια αριστερή στο όνομα, μα νεοφιλελεύθερη στην πράξη πολιτική ηγεσία, δεν έχει παρά, έστω και τώρα, να οχυρωθεί και να προετοιμάσει την αντεπίθεσή της. Η προετοιμασία της επιβάλλεται να ξεκινά από τη στάση συγκατάβασης απέναντι στο ευρωιερατείο. Χωρίς επιθετικότητα κι εξαλλοσύνες, μπορεί να προσποιείται τη συμμόρφωσή της απέναντι στα κελεύσματα των τοκογλύφων, με πλήρη, ωστόσο, διαφάνεια κι απόδοση στους ίδιους των θέσεών τους, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η ελληνική πλευρά να τις εμφανίζει σαν δικές της, μόνο και μόνο για να παριστάνει επικοινωνιακά ότι της ανήκει η «πρωτοβουλία». Αντιθέτως, η εξαρχής αποδοχή των όρων των δανειστών θα πρέπει να επισυμβαίνει με την επίμονη επιζήτηση του προσδιορισμού κάθε ωφέλειας που προσδοκάται από την εφαρμογή των μέτρων. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης επιβάλλεται να είναι η συμφωνία στα μέτρα, αλλά με τη ρητή αναφορά της απόδοσης που αναμένεται να έχουν και του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου θα αποδώσουν. Χωρίς τις προβλεπόμενες ωφέλειες, θα πρέπει να εξηγείται, σε αποκλειστικά δημόσιες συζητήσεις κι όχι σε «κεκλεισμένων των θυρών», πως είναι αδύνατη η οποιαδήποτε εφαρμογή των μέτρων, εφόσον θα παραμένουν ατεκμηρίωτα. Άλλωστε, η πλευρά του ευρωιερατείου πάντα επιμένει στην «αξιολόγηση» των πολιτικών, και, φυσικά, από αυτήν δεν γίνεται να εξαιρούνται οι δικές της εμπνεύσεις, την ευθύνη των οποίων υποχρεούται να αναλάβει με συγκεκριμένες ρήτρες αποζημίωσης στην περίπτωση της δεδομένης αποτυχίας τους.
Οι συναλλαγές επιβάλλεται να καταστούν ηλεκτρονικές στο σύνολό τους. Με σαφή επίκληση στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία μπορεί να παταχθεί μόνο με τον συγκεκριμένο τρόπο συναλλαγών, η ελληνική πλευρά οφείλει να προσπεράσει τις όποιες αντιρρήσεις του ευρωιερατείου επί του θέματος, καλώντας το να εξηγήσει τους λόγους της άρνησής του δημοσίως – ασφαλώς δεν θα έχει καμιά σοβαρή δικαιολογία να αρθρώσει, πέρα από τη μόνη του πραγματική πρόθεση να υποτάσσει τα κράτη της ευρωζώνης, ελέγχοντας το τυπωμένο χρήμα και τις τράπεζες. Στο ίδιο πλαίσιο ενεργειών, επιβάλλεται μια πολύ σοβαρή προετοιμασία ώστε ο έλεγχος των τραπεζών να περάσει στο ελληνικό κράτος, το οποίο και τις έχει ανακεφαλαιοποιήσει, άλλωστε, χάρη στο οικονομικό βάρος που ανέλαβαν οι Έλληνες πολίτες. Η ίδια προετοιμασία ισχύει αναφορικά με την προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης, με πρώτη προτεραιότητα την καθοδηγημένη αγροτική παραγωγή.
Η επίτευξη της απεξάρτησης από το τυπωμένο χαρτί των Βρυξελλών χρειάζεται να συνοδευτεί από μια γενναία εξοικονόμηση τυπωμένου χρήματος, που θα επιδιωχθεί κατά την ερχόμενη τουριστική καλοκαιρινή σεζόν. Σημειώθηκε ξανά στο παρελθόν ότι απαιτείται να γενικευτούν οι συναλλαγές με πλαστικό χρήμα καί μεταξύ των τουριστών που καταφθάνουν στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη κίνηση θα επιτρέψει την εισροή και την αποθήκευση τυπωμένου χρήματος, για την ικανοποίηση των ελληνικών αναγκών σε καύσιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο χρειαστεί.
Μια σοβαρή προετοιμασία της χώρας, με τη δημιουργία των κατάλληλων αποθεμάτων, θα της επέτρεπε να αμφισβητήσει κάθε μνημονιακό μέτρο, να καταδείξει τις καταστροφικές τους παρενέργειες και την αποκλειστική και σκανδαλώδη ωφέλεια των τοκογλύφων, να συνδέσει τις όποιες ελληνικές υπογραφές σε διεθνείς συμφωνίες με τις αντίστοιχες γερμανικές υποχρεώσεις, οι οποίες, με διάφορα προσχήματα, ποτέ δεν αποπληρώνονται, και να καταστήσει σαφές πως καμία ελληνική νομική υποχρέωση δεν μπορεί να θεωρείται εκπληρώσιμη, εφόσον οι διεθνείς συμφωνίες δεν τηρούνται κι από τη μεριά των τοκογλύφων. Απαραίτητη κρίνεται και η αξιοποίηση των πορισμάτων για το χρέος. Για όλα αυτά χρειάζεται να επιστρατευτεί μια διευρυμένη επικοινωνιακή ομάδα, που θα προβάλλει τα ελληνικά δίκαια στα ξένα μέσα ενημέρωσης και δεν θα περιορίζεται μόνο σε «κοκορομαχίες» με την αντιπολίτευση εντός της ελληνικής επικράτειας.
Υπάρχει τρόπος αντίδρασης στην ελληνική αντίσταση από την τοκογλυφική πλευρά; Οι υπέρμαχοι της ελληνικής υποχωρητικότητας επικαλούνται μια σειρά αποκλεισμών της χώρας από τις διεθνείς εξελίξεις καταστροφολογώντας ασύστολα, αρνούμενοι να παραδεχτούν ότι η Ελλάδα είναι αποκλεισμένη διεθνώς ακριβώς λόγω των παρουσών συνθηκών, οι οποίες εξακολουθούν να βυθίζουν τη χώρα σε ολοένα και συντριπτικότερη καταστροφή, χωρίς μάλιστα καμία επιστροφή. Το κορυφαίο επιχείρημα των «ρεαλιστών» περιλαμβάνει την προοπτική της λεηλασίας του ελληνικού χρυσού από τους τοκογλύφους, καθώς αυτός δεν φυλάσσεται πλέον στις αποθήκες της χώρας. Ασφαλώς και κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλλει πως οι τοκογλύφοι όντως θα επιχειρήσουν να λιντσάρουν τον σκλάβο που επιδίωξε να δραπετεύσει από τα δεσμά τους. Οι «ρεαλιστές», όμως, πρέπει επίσης να διερωτηθούν το εξής: αν μια ελληνική κυβέρνηση, όχι κατ’ ανάγκη η παρούσα, μα, πολύ αντιπροσωπευτικότερα, μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που δεν θα είχε θέσει καν ζήτημα αμφισβήτησης των ελληνικών υπογραφών στα μνημόνια, ζητούσε την επιστροφή των κρατικών αποθεμάτων χρυσού στην Ελλάδα, θα γνώριζε την ικανοποίηση του αιτήματός της; Η απάντηση είναι προφανέστατη και είναι αρνητική: κανένα αίτημα επιστροφής του ελληνικού χρυσού στη χώρα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί από τους τοκογλύφους. Άρα, όταν δεν μπορεί κανείς να ελέγξει ένα περιουσιακό του στοιχείο, δεν φοβάται μήπως το χάσει. Γιατί δεν μπορεί κανείς να χάσει κάτι που δεν το ορίζει.
Ανούσια είναι, επίσης, και η καλλιεργούμενη εσχάτως προσδοκία ότι απέναντι στην αδιαλλαξία κι επιθετικότητα της Γερμανίας, η Ελλάδα θα μπορούσε να ελπίζει στην υποστήριξη των Η.Π.Α. Καμία διάθεση των Η.Π.Α. απέναντι στη χώρα δεν πρέπει να παρερμηνεύεται ως φιλική. Η νηφάλια εξέταση του παρελθόντος υπενθυμίζει διαρκώς ότι η κρίση που βιώνει η Ελλάδα υπήρξε προϊόν της επίθεσης που δέχτηκε από τις αμερικάνικες «αγορές», οι οποίες και μετέτρεψαν σκοπίμως μία κρίση δανεισμού σε κρίση χρέους. Κι αν κάποιος καλόπιστα θα απέδιδε τις επιθέσεις των «αγορών» σε σχέδιο να πληγεί όχι η Ελλάδα, παρά η Γερμανία μέσω της Ελλάδας, παραβλέπει ότι από την επίθεση ωφελήθηκαν εντέλει τόσο οι Η.Π.Α. όσο και η Γερμανία σε βάρος της χώρας, την οποία διέλυσαν και λεηλάτησαν. Αν, επομένως, προσδοκάται κάποιο σχέδιο κινήσεων για την αποτίναξη των δεσμών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, αυτό δεν πρέπει να στηρίζεται σε καμία ψευδαίσθηση κάποιας εξωτερικής «βοήθειας», παρά αποκλειστικά στις δυνάμεις της ίδιας της χώρας.
Ένας αντίστοιχος τιτάνιος αγώνας, ωστόσο, υποχρεωμένος να διεξαχθεί σε πλήθος πεδίων, οικονομικών, ιδεολογικών, νομικών, απαιτεί ηγετικές φυσιογνωμίες με σθένος, επιμονή, υπομονή, διορατικότητα, πίστη, ευψυχία. Απαιτεί ηγέτες ικανούς να εμπνεύσουν τους πολίτες και να τους προετοιμάσουν για συσπείρωση απέναντι στη λυσσαλέα επίθεση των τοκογλύφων. Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, η Ελλάδα σήμερα δεν διαθέτει καμία επαρκή ηγετική φυσιογνωμία για έναν πολυεπίπεδο και τόσο απαιτητικό αγώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο και κανείς δεν αιθεροβατεί ότι ένας κλεφτοπόλεμος αξιώσεων θα ’ταν δυνατό να διεξαχθεί από μία παραδομένη πολιτική ηγεσία κι από ένα, γενικότερα, ανεπαρκές πολιτικό προσωπικό, το οποίο, δυστυχώς, επιβεβαιώνει διαρκώς τον βαρναλικό χαρακτηρισμό του δειλού, μοιραίου κι άβουλου αντάμα, και καταδικάζει, κατ’ επέκταση, τη χώρα σε μια εξευτελιστική, δίχως καμία πιθανότητα διαφυγής, αέναη δουλεία.
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 425, 16/10/2015.