Κοινωνία των Πολιτών (Κ. τ. Π) και Μ.Κ.Ο.

Κοινωνία των Πολιτών (Κ. τ. Π) και Μη Κρατικές Περιβαλλοντικές  Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο)*


Των Τάκη Νικολόπουλου, Δημήτρη Καπογιάννη και Δημήτρη Nτόβα**
           

                                                    

A. Εισαγωγικές – εννοιολογικές  επισημάνσεις και συσχετίσεις


H σημαντική έκταση της συζήτησης για την κοινωνία των πολιτών (κ.τ.π.) και στην Ελλάδα, έφερε στο προσκήνιο ένα προβληματισμό, ο οποίος σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε, δεκαετίες πριν, απασχολήσει ζωηρά την επιστήμη και την κοινωνία (και εξακολουθεί να προσελκύει το ενδιαφέρον).

Ορισμένοι έσπευσαν να συνδέσουν το γεγονός αυτό με το ότι αρκετοί   ενεργοί πολίτες, που πλαισίωναν την κομματική δράση κατά τη δεκαετία που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, απογοητευμένοι από τα κόμματα,  ενεργοποιήθηκαν σε νέα πεδία συλλογικής ή δημόσιας δράσης. Μια τέτοια, όμως, εξήγηση μερικώς μόνο επαληθεύτηκε από ερευνητικά ευρήματα.[1]

Πέρα από την αναζήτηση ερμηνειών που αναφέρονται στις υποκειμενικές συνθήκες, εκείνο που καταγράφεται σαφώς είναι η συνύπαρξη, όπως ακριβώς είχε συμβεί και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κατά τις φάσεις ανάδυσης και ισχυροποίησης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ταυτόχρονων πολλαπλών ωθήσεων, προερχόμενων από δημογραφικές, οικονομικές, οικολογικές, ταξικές, κοινωνικές κλπ. πιέσεις που, και εκείνες, είχαν ρευστοποιήσει, αν δεν είχαν διαταράξει, παγιωμένες ισορροπίες.[2]

Για να έχουμε, επομένως, επαρκείς απαντήσεις στον προβληματισμό περί ζητημάτων αιχμής που «κινητοποιούν τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας» [3] χρειάζεται να γίνεται συνεκτίμηση των συνθηκών που δίνουν το προβάδισμα στις κοινωνικές πτυχές τούτων των ζητημάτων. Είναι τότε ακριβώς που η κοινωνία των πολιτών «διακηρύσσει την αυτονομία της απέναντι στο Κράτος». [4] Τότε δηλαδή αποκτά πραγματικό περιεχόμενο η συζήτηση και η διευκρίνιση ορίων «κράτους» και «κοινωνίας πολιτών», όταν αυτή δεν έχει απλά μεθοδολογικό χαρακτήρα [5],  αλλά προσλαμβάνει και πρακτική χρησιμότητα.

Συνακόλουθα όταν πολλαπλασιάζονται οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και όσο αυτές περιβάλλονται συγκεκριμένο τυπικό σχήμα [6] τόσο αναδεικνύεται η ανάγκη [7] να εκλείψουν οι λειτουργικές συγχύσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών. [8] Ακόμα περισσότερο, μάλιστα, καθώς αναφύονται ζητήματα συναφή προς τον προσδιορισμό του μεριδίου που αναλογεί στην κ.τ.π. όσον αφορά στο δημόσιο διάλογο, τη δημιουργία συναίνεσης  και κοινωνικού κεφαλαίου, κ.λ.π..  Όπως  επίσης και άλλα άμεσα συνδεόμενα προς το ρόλο που πρέπει να διεκδικήσουν (και να κατακτήσουν) οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στη λήψη αποφάσεων και ειδικότερα στη διαμόρφωση, το σχεδιασμό και την εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής σε τομείς όπως το περιβάλλον. [9]

Ας σημειωθεί επιπρόσθετα, εδώ,  ότι είναι ακριβώς,  μέσω της έννοιας της δημόσιας πολιτικής,  που υπογραμμίζεται εντονότερα και η αναγκαιότητα διερεύνησης, της συμβολής και του ρόλου της κοινωνίας των πολιτών στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Τούτο στο μέτρο που,  στην ευρύτητα της έννοιας «Δημόσια Πολιτική», εμπεριέχεται και η άσκηση πολιτικής και από άλλους (πλην του Κράτους) «κοινωνικώς» δρώντες. Αναφέρεται, δηλαδή η Δημόσια Πολιτική, όπως έχει και ο P. Muller δείξει [10], σε μια σφαιρική διαδικασία όπου συνυπάρχουν πολιτική ρύθμιση και νομιμοποίηση μέσα στην κοινωνία. Τούτα δε ευθέως μας παραπέμπουν στην επιτακτικότητα της ανάγκης για συντονισμένη και ενεργητική συμμετοχή των «κοινωνικώς και συλλογικώς» δρώντων στη διαμόρφωση και υλοποίηση μιας τέτοιας συμμετοχής [11].


B. Δημόσια  περιβαλλοντική πολιτική,  Μη Κρατικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις και  συμμετοχή

 


Μετά τις προκαταρκτικές επισημάνσεις που προηγήθηκαν,  είναι ευεξήγητο το γιατί και πώς είναι συνυφασμένες οι εξελίξεις στο οικολογικό κίνημα και τις λοιπές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών,  ιδιαίτερα μάλιστα εκείνες  που ήσαν προσανατολισμένες στη διαμόρφωση δημόσιων πολιτικών σχετιζόμενων με την προστασία του περιβάλλοντος.

Η     ανάπτυξη    της κοινωνίας   των πολιτών (κ.τ.π.), ως μια νέας  δύναμης  στη παγκόσμια  σκηνή,  απόρροια της κρίσης (απονομιμοποίησης) της πολιτικής και συγκεκριμένα της έμμεσης – αντιπροσωπευτικής  κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (ήδη από την δεκαετία του 80),   είναι  στενά συνδεδεμένη  με το οικολογικό  κίνημα (και τις σχετικές με αυτό πολυάριθμες  Μη Κυβερνητικές (-Κρατικές) Οργανώσεις-ΜΚΟ [12]),   που εμφανίσθηκε   διεθνώς και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ουσιαστικά  τις αρχές της δεκαετίας του 70, και ειδικότερα  με την προστασία του περιβάλλοντος.

Το περιβάλλον,  ως  κοινό και συλλογικό αγαθό  αποτελεί προνομιακό χώρο ανάδειξης νέων μορφών (συμμετοχικής-συνεργατικής) διακυβέρνησης και εναλλακτικών μορφών (συμμετοχικής) οικονομίας (μη κερδοσκοπικής – κοινωνικής ή αλληλέγγυας). Αρχικά [13] η κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας την δεκαετία του 60 που έθετε θέματα συμμετοχικής δημοκρατίας, αυτοδιαχείρισης, κοινωνικής αυτονομίας,  διανεμητικής δικαιοσύνης,  δεν συνδέονταν,  άμεσα τουλάχιστον, με το οικολογικό πρόβλημα το οποίο δεν είχε αναδειχθεί και «κοινοποιηθεί», ούτε έθεσε σε αμφισβήτηση την ιδεολογία της ανάπτυξης και τον ανθρωποκεντρισμό. Από την δεκαετία του 70 η οικολογική σκέψη και η πολιτική αμφισβήτηση άλλαξαν κατεύθυνση και συνέκλιναν,  πέραν των προηγούμενων προταγμάτων, προς την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας και της βιόσφαιρας. Τότε γεννήθηκαν τα οικολογικά κινήματα αλλά και μια νέα  «εμπλουτισμένη» αντίληψη για την ουσιαστική συμμετοχική δημοκρατία και την ανάδειξη της κ.τ.π.  Πράγματι από τις αρχές της δεκαετίας του 70 αρχίζει να γίνεται εμφανής και, όπως θα δούμε και στη συνέχεια,  να καθιερώνεται θεσμικά  σε διεθνές επίπεδο η συμμετοχική δημοκρατία ως ουσιαστικό στοιχείο και αναγκαίος όρος  διαβούλευσης και  άσκησης της (δημοκρατικής) περιβαλλοντικής  πολιτικής  ως αντίποδας μιας  πολιτικής περιβαλλοντικού αυταρχισμού. [14]

Η ανάπτυξη  κινημάτων πολιτών ή  περιβαλλοντικών ΜΚΟ  σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο,  αποτυπώνει την αντίληψη ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα  ως  σύνθετα  και πολύπλοκα πολιτικο-οικονομικά και κοινωνικά  προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο από τα επίσημα θεσμικά – κρατικά όργανα  (κυβέρνηση, κόμματα), αλλά  ούτε  και από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ή άλλου είδους κερδοσκοπικές  οργανώσεις,   παράγοντες με τους οποίους   λογικά-δεοντολογικά,  τα  παραπάνω περιβαλλοντικά κινήματα και οργανώσεις  ούτε συνδέονται,  και από τους οποίους ούτε και ελέγχονται [15]. Μάλιστα, όπως γράφει ο Καζάκος [16], το κράτος και οι επιχειρήσεις παραβλέπουν ζητήματα εξωτερικοτήτων (externalities), οι επιπτώσεις των οποίων αποτελούν προνομιακό χώρο δράσης των ΜΚΟ. Επί πλέον,  η ανάπτυξη  περιβαλλοντικών κινημάτων και οργανώσεων αποτυπώνει την αντίληψη ότι τα οικολογικά προβλήματα δεν είναι μόνο υπόθεση των ειδικών αλλά υπόθεση όλων των πολιτών. Ένα νέο, συνεπώς, «οικολογικό ήθος» δημιουργείται και μια νέα (οικολογική) διάσταση-ιδιότητα του πολίτη («οικοπολίτης») [17]. Αυτό σημαίνει [18] ότι ο νέος πολίτης συμμετέχει ενεργά και άμεσα στην αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης όχι μόνο χάριν της φύσης αλλά και της ίδιας της ποιότητας της ζωής του και  της αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, πράγμα (και ιδιότητα) που προυποθέτει ότι  θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την περιβαλλοντική του ευθύνη (περιβαλλοντική συνείδηση ) και ως μέσο πίεσης προς την πολιτική [19].

Ενώ  τα οικολογικά κινήματα οδήγησαν στην δημιουργία οικολογικών ή πράσινων κομμάτων, οι οικολογικές ή περιβαλλοντικές οργανώσεις – κινήσεις δημιουργούνταν για την επίλυση συγκεκριμένων τοπικών ιδίως προβλημάτων, μερικά από τα οποία εξελίσσονταν και σε εθνικά (π.χ. Αχελώος, γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί). Σε  εθνικό δίκτυο οι περιβαλλοντικές οργανώσεις  παίρνουν  θέση σε γενικότερα,  ακόμα και διεθνή θέματα,  περιβαλλοντικά ή και υγείας, όπως  οι γ.τ.ο,  ή/και επεξεργάζονται  θέσεις  που άπτονται της περιβαλλοντικής διαχείρισης, όπως η εταιρική κοινωνική ευθύνη, απασχόληση και περιβάλλον, κ.λπ.

Στη ριζοσπαστικότερη μορφή τους οι περιβαλλοντικές οργανώσεις  αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς -ανάπτυξης και τον «οικονομισμό», με παράλληλη αδιαφορία για τα κοινοβουλευτικά μέσα επιδίωξης των στόχων τους, αλλά με νομιμοποίηση στην κοινή γνώμη και στις τοπικές κοινωνίες,  ενώ άλλες,  που είναι και  οι περισσότερες,  διεκδικώντας τον ρεαλισμό και την αποτελεσματικότητα, πορεύονται σ' ένα τεχνο-διαχειριστικό περιβαλλοντισμό, αποδεχόμενες  το παραπάνω σύστημα και τα  ισχύοντα θεσμικά-νομικά  μέσα δράσης (της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας), αποτελώντας «τμήμα μιας παγκόσμιας δραστήριας τάξης διαχειριστών» [20]. Ίσως μάλιστα  η αύξηση των τελευταίων  να αποτελεί αντίδραση στην παρακμή των πρώτων.  Πάντως και οι δύο τάσεις, ιδίως η πρώτη, σε  μια πολιτική διάσταση της ιδεολογίας και της φιλοσοφίας τους (πολιτική οικολογία) έθεταν θέμα γενικότερης (εναλλακτικής) οργάνωσης της κοινωνίας, της οικονομίας  και της δημοκρατίας με αφορμή και αφετηρία  το περιβάλλον. Έτσι, ως  παράδειγμα της πρώτης τάσης,  για την κοινωνική οικολογία του Μπούκτσιν και την περιεκτική δημοκρατία του Φωτόπουλου, η ενεργός και άμεση συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων είναι προϋπόθεση για τη μετάβαση σε μια οικολογική κοινωνία, όπως επίσης και η ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Από την άλλη η δεύτερη τάση προβάλλει ένα νέο λόγο ύπαρξης  της ΕΕ [21] μιλώντας για να νέα Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση  μέσω του περιβάλλοντος,  και ειδικότερα μέσω των τεχνολογιών της ενέργειας [22], αφού αυτό μπορεί να ενώσει καλύτερα τους πολίτες  και να νομιμοποιήσει στα μάτια τους τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Στο πλαίσιο αυτών των διεκδικήσεων, ειδικότερα, θεσπίσθηκαν   και  κατοχυρώθηκαν  σε διεθνές  (σύμβαση του Άαρχους  του 1998 [23]) και ευρωπαϊκό κοινοτικό επίπεδο (οδηγία  2003/4/ΕΚ [24], και κανονισμός  1367/2006 [25], αλλά και τομεακές οδηγίες όπως π. χ. η οδηγία  2001/18/ΕΚ  για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον, η οδηγία 2003/35 σχετικά με την συμμετοχή  του κοινού στην κατάρτιση σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον,  η οδηγία 2000/60 για τα ύδατα, κ.α.), αλλά  και ενσωματώθηκαν στην  εσωτερική νομοθεσία   των κρατών μελών  (και της  Ελλάδας),    η συμμετοχή των πολιτών, μέσω της έκφρασης γνώμης   στη λήψη  των περιβαλλοντικών αποφάσεων  και η πληροφόρηση  αυτών πάνω στα περιβαλλοντικά προβλήματα, ως ατομικών δικαιωμάτων. Κατ' αυτό τον τρόπο, και παρά τις εξειδικευμένες – τεχνοκρατικές γνώσεις που μπορεί να  απαιτούνται πολλές φορές, διάφοροι κοινωνικοί φορείς  ή ομάδες πολιτών  ενισχύουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων. Ας μη ξεχνάμε ότι οι ΜΚΟ, πέραν του αναγνωρισμένου ρόλου επαγρύπνησης  και παρακολούθησης,  ασκούν εξουσία και επιρροή (ιδίως στην κοινή γνώμη) μέσω της  αντίληψης και της γνώσης  που κατέχουν (και δεν κατέχουν οι κρατικοί γραφειοκράτες) [26], αλλά και  της διάχυσης της πληροφορίας και της ενημέρωσης και εκπαίδευσης του κοινού στα περιβαλλοντικά θέματα.  Παράλληλα, έχουν άμεση εικόνα (αναγνώριση και προσδιορισμό) των περιβαλλοντικών – κοινωνικών προβλημάτων και απειλών. Έτσι εμπλέκονται στην ατζέντα των πολιτικών διαπραγματεύσεων και στη λήψη των   σχετικών αποφάσεων. [27] Όμως, η έκφραση γνώμης του «κοινού» («δημοκρατία της κοινής γνώμης») που προβλέπεται στις προαναφερθείσες κοινοτικές οδηγίες δεν μπορεί  να θεωρηθεί ως ουσιαστική (αμεσοδημοκρατική) συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των περιβαλλοντικών αποφάσεων [28]. Η τελευταία στο πλαίσιο της  αρχής της επικουρικότητας εξακολουθεί να υφίσταται  ως  αίτημα και στο πλαίσιο της Λευκής Βίβλου για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση [29].

Η κ.τ.π. μέσω ιδίως των Μη Κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων, συλλόγων,  αντιπροσωπευτικών φορέων συμφερόντων και ενώσεων  πολιτών,   συμβάλλει κατ' αρχήν στην (νομική) ενσωμάτωση,  και κυρίως.,  στην ουσιαστική (πολιτικο/διοικητική) εφαρμογή-υλοποίηση  και παρακολούθηση της εφαρμογής  της κοινοτικής περιβαλλοντικής  νομοθεσίας [30],  μέσω άσκησης πάσης φύσεως πιέσεων  (κινητοποιήσεις, καμπάνιες  δημοσιότητας,  ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης αλλά και  καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναφορές στην επιτροπή αναφορών του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, όπως επίσης και  προσφυγές στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα).  Από την άλλη,   συμμετέχοντας σε διαδικασίες διαβούλευσης, συρρύθμισης,  αυτορρύθμισης [31], η κ.τ.π. συμβάλλει στην δημιουργία νέων μορφών   περιβαλλοντικής διακυβέρνησης.

Στο  πλαίσιο της ενημέρωσης και της ενθάρρυνσης των πολιτών να κινητοποιηθούν και να αναλάβουν ρόλο στη τοπική περιβαλλοντική διακυβέρνηση,  ο ρόλος ιδίως της τοπικής αυτοδιοίκησης  πρώτου και δεύτερου βαθμού είναι κρίσιμος, σύμφωνα και με την Ατζέντα 21 για την τοπική ανάπτυξη (κεφ.  28). Πολλοί τομείς, όπως η διαχείριση απορριμμάτων,  οι μεταφορές, η διαχείριση προστατευόμενων περιοχών [32], ή ατμοσφαιρική ρύπανση, η ηχορύπανση,  αποτελούν πεδία τοπικής περιβαλλοντικής διαβούλευσης  με τους πολίτες και, ιδίως, με τις Μ.ΚΟ. Η συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που σχετίζονται με θέματα της κοινότητάς τους, στο πλαίσιο της εφαρμογής τοπικών Ατζέντα 21,  αποτελεί εχέγγυο δημοκρατικής διακυβέρνησης. Βέβαια όσο πιο άμεση – ουσιαστική  και όχι προσχηματική  είναι η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, τόσο πιο περιεκτική  και αληθινή είναι η δημοκρατία. Από την άλλη επίσης όσο διευρύνεται υποκειμενικά το πεδίο συμμετοχής στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης, το σύστημα μάλλον τείνει να  πολυπλοκοποιείται και να γραφειοκρατικοποιείται, μέσω των διαφόρων επιπέδων συμμετοχής, η  δε πολυπλοκοποίηση  αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αδιαφάνεια και αποθάρρυνση των πολιτών για συμμετοχή. Μπορεί δηλαδή, ενδεχομένως,  η  παραπάνω διαδικασία  να καταλήξει   σε  φαύλο κύκλο.


Γ.  Κ.τ.Π  και περιβαλλοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα

 


 Ειδικότερα  στην  Ελλάδα [33],  όπου ως γνωστόν από τη μια  η κοινωνία των πολιτών είναι ατροφική ή ταυτίζεται τελικά με ομάδες πίεσης – προώθησης  ιδιοτελών συμφερόντων [34],  από την άλλη κυριαρχεί  ένα  γραφειοκρατικό, υπερσυγκεντρωτικό – ιεραρχικό διοικητικό σύστημα [35],  τις περισσότερες φορές οι ΜΚΟ και οι τοπικές κοινωνίες παραμένουν ανενεργές ή αποδυναμωμένες. Όπως έδειξε μάλιστα  ο Σωτηρόπουλος,  προβαίνοντας, πιο συγκεκριμένα, σε μια συνοπτική αποτίμηση της παρουσίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα, ο αριθμός τους αν και αυξανόμενος (μετά το '80) θεωρείται πολύ μικρός σε σύγκριση με το συνολικό αριθμό νέων οργανώσεων. Εκτιμά,  εν τούτοις,  ο ίδιος πως ο ρυθμός ιδρύσεων νέων περιβαλλοντικών οργανώσεων «… μπορεί να αντανακλά την αυξανόμενη ευαισθησία των πολιτών απέναντι  στην επιδεινούμενη ποιότητα ζωής…» [36].

Παρ' όλον όμως τον αρχικό ενθουσιασμό των ιδρυτικών τους μελών δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι συνήθως  απούσες από μια διαβουλευτική διαδικασία στάθμισης των συμφερόντων,  με αποτέλεσμα να υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ αυτών και του κράτους κατά την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης  περιβαλλοντικής πολιτικής (π.χ. τοπική εφαρμογή μιας οδηγίας – π.χ. απόβλητα, προστατευόμενες περιοχές, ύδατα) ένεκα μιας δημιουργίας κλίματος δυσπιστίας και έλλειψης  εμπιστοσύνης [37] και  δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου,  αλλά και παραπέρα,  γενικότερα,  στην ουσιαστική εμπέδωση  και αφομοίωση του «περιβαλλοντικού κοινοτικού κεκτημένου».  Με λίγα λόγια φαίνεται να απουσιάζουν στην Ελλάδα ή να παραμένουν ανενεργοί,  μηχανισμοί  απόσβεσης ή άμβλυνσης  της δημιουργούμενης αδράνειας, κατά την υλοποίηση των παραπάνω πολιτικών.

Με επίγνωση των περιορισμών που απορρέουν από ένα πλαίσιο, όπως αυτό που περιγράφηκε, μπορούμε γενικότερα να διακρίνουμε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεών της σε σύγκριση με την προϊούσα επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Οι ρυθμοί, δηλαδή, ενεργοποίησης και κινητοποίησης των πολιτών για περιβαλλοντικά θέματα εμφανίζονται βραδύτεροι εκείνων με τους οποίους διογκώνονται τα προβλήματα. Συνακόλουθα, η ασκούμενη πίεση για την αντιμετώπιση τούτων αποδεικνύεται υποδεέστερη της απαιτούμενης, εκείνης δηλαδή που θα υποχρέωνε  τους ιθύνοντες να αναδιατάξουν την ιεράρχηση στις στοχεύσεις τους και να αλλάξουν τις προτεραιότητες στην πολιτική τους.

 

* Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο, και αποτελεί μέρος,  ευρύτερης  έρευνας  με τίτλο «οι τοπικές πολιτικές περιβάλλοντος και η εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας  στην Αιτωλοακαρνανία», η  οποία χρηματοδοτείται   κατά  75%  από το ΕΚΤ  και  25%  από εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ-Αρχιμήδης-ΕΕΟΤ, Μέτρο 2.6-Ενέργεια 2.6.1.-Υποενότητα 2.6.1.ια. Οι συγγραφείς είναι μέλη της ερευνητικής ομάδας,  η οποία έχει ως επιστημονικό υπεύθυνο  τον πρώτο.



[1] Δ. Σωτηρόπουλος, Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: ατροφική ή αφανής;, in Δ. Σωτηρόπουλου, Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών[σσ.117-162], Αθήνα: Ποταμός, 2004, ιδίως, σσ. 153-156.

[2]  Βλ. σχετικά:Edg. Morin. Penser  l' Europe, Paris: Gallimard, 1987, p. 56.

[3] Serge Moscovici. Τεχνική και Φύση στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ελλ. μετ. Δ. Κοσμίδης, Αθήνα: Νεφέλη 1998, σ. 17.

[4]  Στο ίδιο, σ. 17.

[5] Είναι ο Gramsci που είχε αντιδιαστείλει αυτού του τύπου τη διάκριση από την οργανική διάκριση ανάμεσα σε société civile (sociétà ciivile) και société politique (sociétà politica). Βλέπε και σχετικά: Α. Gramsci, Textes, (γαλλ. μετάφρ.: J. Bramont, G. Morget, A. Monjo κ.ά.), Paris: Éditions sociales, 1983, σ. 280. Ωστόσο πιο εκλεπτυσμένες σύγχρονες αναλύσεις θεωρούν την άποψη που εκλαμβάνει την κοινωνία των πολιτών ως το αντίθετο του Κράτους, ως μια μόνο από τις υφιστάμενες, επί του θέματος, θεωρητικές εκδοχές. Ο Μουζέλης υποδεικνύει, σχετικά, δύο ακόμα εκδοχές:

α) Εκείνη που εκλαμβάνει την Κ.τ.Π., ως τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και

β) Εκείνη που θέλει την Κ.τ.Π., ως ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Τονίζει, μάλιστα,  ειδικότερα, ως προς αυτήν την τελευταία πως «…οι πιο πρόσφατες θεωρίες γύρω από την Κ.τ.Π. και τις συνθήκες ισχυροποίησής της εστιάζονται σε ένα "ενδιάμεσο" χώρο μεταξύ Κράτους και Αγοράς: σε ένα αυτοκυβερνώμενο κοινωνικό χώρο, αποτελούμενο από θεσμούς, ομάδες, οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν και κατά του άκρατου ατομικισμού της αγοράς και κατά του κρατικού αυταρχισμού».  Βλέπε Ν. Μουζέλη, «Το νόημα της κοινωνίας των πολιτών»  in Α. Μακρυδημήτρη (επιμ.) , Κράτος και Κοινωνία των πολιτών [σσ. 11-17], Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, 2002, ιδίως σσ. 13-14.

Πρβλ. επίσης ως προς τις σχέσεις κράτους – κοινωνίας των πολιτών και την πρόσφατη μελέτη: Α. Μακρυδημήτρη, Κράτος των Πολιτών, Πρόλογος Δ. Δημητράκου, Αθήνα,: Α. Α. Λιβάνη, 2006, ιδίως σ.σ. 49-64.

[6] Όπως παρατηρεί η Τσιβάκου: «Σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ήταν ασθενής η παρουσία των τυπικών οργανώσεων, αφού η κοινωνία δεν είχε τεθεί δραματικά ενώπιον του προβλήματος της συστηματικής πολυπλοκότητας…». Ι. Τσιβάκου, Υπό το βλέμμα του παρατηρητή – περιγραφή και σχεδίαση κοινωνικών οργανώσεων., Αθήνα: Θεμέλιο, 1997, σ. 135.

Βλέπε, επίσης, διεξοδικότερα ως προς τη διάκριση τυπικών και ατύπων ομάδων στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών στο: Γκ. Φότεφ, Κοινωνία των πολιτών (ελλ. μετάφρ. Γ. Σιακαντάρης), Αθήνα: Φιλίστωρ, 1996, ιδίως σ.σ. 61-67.

[7] Όπως έχει επισημανθεί, στην πρώιμη νεωτερικότητα η αρχική χρήση της έννοιας «sοciété civile» φαίνεται να: «προσλαμβάνεται ως μια πολιτική οργάνωση, αναπόσπαστα συνδεδεμένη και "εναλλαγμένη" με το κράτος». Βλ. σχετικά: Βασιλική Γεωργιάδου, «Η Κοινωνία πολιτών στην Νεωτερικότητα»,  Eισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο του Ernest Gellner, Η Κοινωνία των πολιτών και οι αντίπαλοί της, μετάφρ.: Ηρακλεία Στάϊκου, Επιμέλ. Ηλ. Κουσκουβέλη, Αθήνα: Παπαζήσης, 1996, σ. 20, υποσημ. 5.  Αναφορικά με τη θεμελιώδους σημασίας παρατήρηση του Gellner, o οποίος θεωρεί ότι στην Κ.τ.Π. είναι «μεταλλάξιμες» οι μορφές συνεργασίας και πως εκείνο που έχει ουσιαστική σημασία είναι η διατήρηση αυτής της δυνατότητας. Βλέπε και Δ. Δημητράκου, «Η ιδέα της Κοινωνίας των πολιτών» στο Α. Μακρυδημήτρη, Κράτος και Κοινωνία των πολιτών, όπ., σ. 27.

[8]  Ο Gramsci σε αρκετά γραπτά του υποδεικνύει τους κινδύνους από τέτοιες συγχύσεις και επιχειρεί, αν και όχι πάντοτε επιτυχώς, να τις ξεδιαλύνει. Ανάμεσα σε άλλα, βλ. ενδεικτικά: Α. Gramsci  Textes, ό.π., σσ. 289-291.

[9] Βλ. σχετικά,  Δ.  Σωτηρόπουλος, «Τρέχουσες αντιλήψεις και ερωτήματα για την κοινωνία των πολιτών», που περιέχεται [σ.σ. 17-34] στο: Δ. Α. Σωτηρόπουλου (επιμέλ.) Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών, Αθήνα: Ποταμός, 2004, ιδίως  σ.σ. 18-19.

[10] Βλ. P. Muller «L' analyse cognitive des politiques, vers une sociologie politique de l' action publique» in Revue Française de Science Politique, No 50, avril 2000, ιδίως pp. 210-213.

[11] Μερικοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι μια «συνταγματοποίηση» της κ.τ.π.  και των μη κρατικών οργανώσεων μέσω περίληψης στο σύνταγμα  σχετικής   εγγυητικής ρήτρας,  ως επιπλέον πυλώνα της δημόσιας ζωής,  θα ανήγαγε την κ.τ.π.  από μια απλή ατομική ή ιδιωτική υπόθεση σε επίπεδο κοινωνικής δράσης και λειτουργίας δημόσιου ενδιαφέροντος και σημασίας, Α. Μακρυδημήτρης, οπ.παρ., 2006, σ. 60-61.

[12]  Υποστηρίζεται (Γ. Χίρς, Τα καινούργια ρούχα του κράτους, in  Γ. Παπαμηχαήλ, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, Monthly Review imprint, Αθήνα, 2005, σ. 74, ειδ.  σ. 93) ότι η αύξηση των ΜΚΟ αποτελεί αντίδραση στην παρακμή των ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων. Είναι ερώτημα εάν οι ΜΚΟ είναι πράγματι οργανώσεις της «Κοινωνίας  των πολιτών» ή κρατικές οργανώσεις -τμήματα του, κατά Γκράμσι,  «διευρυμένου κράτους». Σύμφωνα με τον Γ. Χίρς (οπ. παρ., σ. 76), μια ΜΚΟ ορίζεται ως οποιαδήποτε τυπικά ιδιωτική οργάνωση που δραστηριοποιείται στην πολιτική, σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, και εμφανίζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: έχει  κερδοσκοπικό χαρακτήρα, ασχολείται με την προώθηση ή την υπεράσπιση στόχων (π.χ. περιβαλλοντικών) και όχι  τα ίδια υλικά συμφέροντα της, είναι οργανωτικά και οικονομικά ανεξάρτητη από το κράτος  και τις επιχειρήσεις, έχει επαγγελματική επάρκεια και διάρκεια ως οργανισμός.

[13] Ευρ. Παπαδημητρίου, Περιβαλλοντική συνείδηση  και παρεμβάσεις στον τοπικό χώρο, in Γ. Ζαιμάκης – Α. Κανδυλάκη (επιμ.)  Δίκτυα κοινωνικής προστασίας. Μορφές παρέμβασης σε ευπαθείς ομάδες και σε πολυπολιτισμικές  κοινότητες,  Αθήνα:Εκδ. κριτική, 2005,σ 158-159.

[14] Κ. Σοφούλης, Περιβαλλοντική πολιτική και ισχυρή δημοκρατία : ένα νέο θεωρητικό παράδειγμα  (Απρίλιος 2006), www.nomosphysis.gr.

[15] Βλ. Η.Κατσούλης, Πράσινα κινήματα και κοινωνία των πολιτών, in Μ. Μοδινός,  Η. Ευθυμιόπουλος (επιμ.), Οικολογία και επιστήμες του περιβάλλοντος, ΔΙΠΕ,  1998, σ.201, ειδικ. σ. 209-210.

[16] Μεταρρυθμίσεις παντού: στο κράτος, στην  αγορά, στην κοινωνία των πολιτών, in Θ. Πελαγίδης (επιμ) Η εμπλοκή των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Μια αποτίμηση του εκσυγχρονισμού, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, 2005, σ. 37, ειδ. σ. 42.

[17] Ε. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου, Η οικολογική διάσταση του πολίτη και κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος, ΠερΔικ 4/2006, σ. 577, ειδικ. σ. 580.

[18] Ευρ. Παπαδημητρίου, οπ.παρ. σ. 169-170 (όπου η κ.τ.π και τα περιβαλλοντικά προβλήματα εξετάζονται από την σκοπιά του κοινοτισμού (κοινοτικής οργάνωσης)  και της κοινωνικής εργασίας).

[19] Ibid. σ. 170.

[20] Γ. Χίρς, οπ.παρ. σ., 86.

[21] D. Miliband, Προς μια περιβαλλοντική Ευρωπαϊκή Ένωση, δαίμων της οικολογίας, τεύχ. 62, Νοέμβριος  2006.

[22] Έτσι και ο Ζ.-Π. Φιτουσί, σε άρθρο του στην εφημ. «Le monde  diplomatique"(7/11/2006) όπου προτείνει την ίδρυση Ευρωπαϊκής  Κοινότητας περιβάλλοντος (βλ. Ε. Παπαδάκη , Διέξοδος για την Ευρωπαϊκή πολιτική ενέργειας, εφημ. «Η κυριακάτική Αυγή», 12/12/2006).

[23] Κύρωση  με το ν.  3422/2005 (ΦΕΚ Α 303).

[24] Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28 Ιανουαρίου 2003 για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές  πληροφορίες και για τη κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

[25] Για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του  Άαρχους  σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, (ΕΕΕΚ νο L 264).

[26] Γ. Χιρς ., οπ. παρ,  σ. 84.

[27] Ibid.

[28] Ε. Γκιζάρη-Ξανθοπούλου, οπ. παρ.

[29] COM(2001) 428,, 25-7-2001.

[30] Χ. Κουταλάκης, Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία συμμόρφωσης των κρατών μελών  προς το περιβαλλοντικό δίκαιο της  ΕΕ, Nόμος και Φύση, www.nomosphysis.org.gr, (Οκτώβριος 2003).

[31] Χ .Κουταλάκης, Κράτος, κοινωνία των πολιτών και συμφέροντα. Σύγκρουση, διαπραγμάτευση και συμμετοχή σε νέες μορφές περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, Διεθνής και Ευρωπαϊκή πολιτική, 3/2006, σ. 210, ειδ. σ. 212.

[32] Δ. Καραβέλλας Γ. Κατσαδωράκης, Π. Μαραγκού, Θ. Νάντσου, και Ε. Σβορώνου, Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών: οδηγός ορθής πρακτικής, Αθήνα: WWF-ΥΠΕΧΩΔΕ, 2003, σ. 103.

[33] Γενικότερα, στα κράτη μέλη  του  ευρωπαϊκό νότου,  σε κοινωνικο-πολιτικο θεσμικό επίπεδο, έχει υπογραμμισθεί στην βιβλιογραφία ότι  κατά την εφαρμογή, δηλαδή την πολιτικο-διοικητική υλοποίηση της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, εμφανίζονται ως ενδημικά χαρακτηριστικά αυτών («Μεσογειακό Σύνδρομο»),  η αποδυναμωμένη λειτουργία θεσμών κ.τ.π. συγκριτικά με τις χώρες της βόρειας  και δυτικής Ευρώπης, όπως επίσης η αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης  και η έλλειψη ισχυρών ελεγκτικών μηχανισμών, βλ.  Χ. Κουταλάκης,, οπ.παρ. in Nόμος και Φύση, www.nomosphysis.org.gr, (Οκτώβριος 2003)(και την εκεί σχετική βιβλιογραφία).

[34] Α. Μακρυδημήτρης, οπ.παρ., 2006,  σ. 59.

[35] Είναι γνωστό ότι όσο πιο ισχυρό και συγκεντρωτικό είναι το κράτος,  τόσο πιο ατροφική γίνεται η κ.τ.π., με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο «φαύλος κύκλος», Α. Μακρυδημήτρης, οπ. παρ., 2006, σ. 49-50. Το σύστημα αυτό   αντανακλά, στο πλαίσιο των αρχών του κλασσικού διοικητικού δικαίου, την κυριαρχική θέση του κράτους και της κεντρικής διοίκησης απέναντι στους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες. Όπως παρατηρείται όμως το περιβαλλοντικό πρόβλημα οδηγεί στη συμμετοχή/συναίνεση των πολιτών και των φορέων τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαφορετικού χαρακτήρα σχέσεις κράτους-πολιτών και ένα νέο (διοικητικό) περιβαλλοντικό δίκαιο, Γ. Μανούρης, Κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος, Αρχείο Νομολογίας, 2006, σ. 441, ειδ. σ. 442.  Έτσι,  ταυτόχρονα όσο πιο αυτόνομη και ισχυρή είναι η κ.τ.π. τόσο λιγότερο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό γίνεται  το κράτος, A. Μακρυδημήτρης, ibid.

[36] Βλ.Δημ. Σωτηρόπουλου, «Η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα: ατροφική ή αφανής» που περιέχεται [σσ. 117-162]στο Δ. Σωτηρόπουλος, Η άγνωστη κοινωνία των πολιτών, ό.π., σ. 142.

[37] Βλ και Χ. Κουταλάκης, οπ. παρ., in  Διεθνής  και Ευρωπαϊκή Πολιτική,  σ. 215-216.

 

** Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι Καθηγητής ΤΕΙ  Μεσολογγίου, ο Δημήτρης Καπογιάννης είναι Επικ. Καθηγητής ΤΕΙ  Μεσολογγίου και ο Δημήτρης Nτόβας είναι   Εργαστηριακός συνεργάτης ΤΕΙ Μεσολογγίου.

 

ΠΗΓΗ: http://perivallon.teimes.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=17&Itemid=1

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.