Οι προβιομηχανικές βιοτεχνίες-οικοτεχνίες της Κέρτεζης και τρεις μεταβιομηχανικές απόπειρες
Υφαντική και Ραπτική στην Κέρτεζη – Μέρος VI
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*
Συνέχεια από το μέρος Μέρος V
Χ) Οι αργαλειοί
Η υφαντική στην προβημιοχανική εποχή στην επαρχία ήταν μια πολύ συνηθισμένη οικοτεχνία. Οι αργαλειοί, αυτό το σύνθετο εργαλείο ήταν το κυρίως μέσο για την υφαντική. Υπήρχαν όμως και άλλα συμπληρωματικά εργαλεία, κυρίως για την προεργασία της ύφανσης.
Για τους αργαλειούς της Κέρτεζης δεν χρειάζεται να κάνουμε κατ’ αρχήν αποκλειστική μνεία επιμέρους προσώπων. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια της Κέρτεζης, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ο αργαλειός δούλευε σε δευτερεύοντες χώρους, λίγο πριν το Χειμώνα μέχρι την Άνοιξη, όταν δηλαδή σταματούσαν οι πολλές αγροτικές εργασίες.
Βλέπουμε τον αργαλειό της Θεοδώρας συζ. Δημητρίου Βορύλλα, στημένον στο μικρό Μουσείο της Κέρτεζης. Δυστυχώς τόσο η έλλειψη επαρκούς φωτισμού, όσο και η έλλειψη υψηλού επιπέδου φωτογραφικής μηχανής -προς το παρόν- δεν μας δίνει την δυνατότητα πιο φωτεινής φωτογραφίας.
Μη ξεχνάμε ότι η Κέρτεζη έχει ίσως τον μεγαλύτερο, στην πάλαι ποτέ Επαρχία Καλαβρύτων, αναλογικά αγροτικό ποτιστικό κάμπο και εκατοντάδες μη ποτιστικά χωράφια περιμετρικά. και επομένως πολλά πρόβατα, αλλά και αρκετά γίδια.
Στην φωτογραφία (2016) πρόβατα του Γιάννη Ρήγα του Γεωργίου σε χειμωνιάτικη έξοδο μέσω κεντρικού δρόμου -μεταξύ Εφτελιών και Εξάμπελων- και πριν τον κούρο.
Οι νοικοκυρές που είχαν είτε δικό τους μαλί, είτε το προμηθεύονταν από τους προβατοκτηνοτρόφους το προετοίμαζαν από το Φθινόπωρο, πλένοντάς το, καθαρίζοντάς το, ξένοντάς το με τα λανάρια, γνέθοντάς το και δημιουργώντας νήματα στις ρόκες.
Βλέπουμε γνέσιμο μαλλιού προβάτου από μία γιαγιά, η οποία χρησιμοποιεί το μαλλί που είναι τυλιγμένο στη ρόκα και με τα δάκτυλα του χεριού της το μετατρέπει σε νήμα, που τυλίγεται προσωρινά στο αδράχτι.
Γυναίκες που γνέθουν. Η φωτογραφίας από τις … «Αναμνήσεις» στο διαδίκτυο.
Α) Από το (πρόβειο) μαλλί στα βαμένα νήματα στην Κέρτεζη…
Φάση 2η: Το μαλλί ετοιμάζεται να γίνει νήμα. Ας τολμήσουμε να ξεκινήσουμε την νοερή πορεία που το μαλλί από τα πρόβατα, ως 1η ύλη, θα μετατραπεί σε ύφασμα… Πολυεργαλείο ο αργαλειός, αλλά και όλα εκείνα τα εργαλεία μέχρι να φτάσουμε στον αργαλειό.
Φυσικά η 1η κίνηση είναι το κούρεμα των προβάτων με την «προβατοψαλίδα».
Κούρος γιδιών στο νέο «Κορομπιλέϊκο» γαλάρι στα βόρεια της Κέρτεζης το 2016, με παραδοσιακό τρόπο και με «αλλαγουριά». Παραδοσιακός σημαίνει με κλασσικά προβατοψάλιδα. Αλλαγουριά σημαίνει με εναλλαγή βοήθειας των τσοπάνηδων μεταξύ τους. Η φωτογραφία είναι του Τάκη Λαφογιάννη του Γεωργ.
Κούρος προβάτων στο «Μπαλαλέϊκο» γαλάρι στην «Αγία Μαρίνα» της Κέρτεζης. Εδώ χρησιμοποιούνται ηλεκτρικές μηχανές κουρέματος. Η φωτογραφία είναι του Ιούνη 2016.
Κατόπιν η μεταφορά του μαλλιού στο σπίτι, είτε του ίδιου του κτηνοτρόφου, είτε του αγρότη που έκανε ανταλλαγή, είτε τα πήρε ως ενοίκιο για βόσκημα βοσκοτόπων. Λίγες φορές γινόταν κανονική αγορά.
Δεκαετία του 1960, στο δρόμο τον κεντρικό από Καλάβρυτα για την Κέρτεζη μετά τη… Λαϊκή. Ο παππούς μου και συνονόματος Τάκης (Παναγιώτης) φέρνει στο κονάκι του (και στη γιαγιά μου Αικατερίνη βεβαίως) ένα τσουβάλι μαλλί για λανάρισμα και τα …καθέκαστα… Φυσικά είχε κάνει κάποια ανταλλαγή προϊόντων, αφού και τότε χρήματα σε ρευστό είχε μόνο μια μικρή μερίδα..
Η 2η κίνηση ήταν το πλύσιμο των μαλλιών σε μεγάλους κούτουλες σε βρύσες, στο ποτάμι ή μέσα σε καζάνια. Κατόπιν γινόταν το στέγνωμα με ειδική τοποθέτηση των μαλλιών και ποτέ στον ήλιο, αλλά σε απόσκιο…
Η 3η ενέργεια ήταν το λανάρισμα, δηλ. το «ξάσιμο». Με ειδικά σιδερένια χτένια, τοποθετημένα γερά σε ξύλινη βάση που κατέληγε σε ξύλινα χερούλια, τα καθάριζε από άχρηστα και τα φούντωνε.
Ένα ζευγάρι λανάρια της γιαγιάς μου Κατερίνης (μητέρα του πατέρα μου) που ήταν κόρη κτηνοτρόφων στου «Χαμάκου» δηλαδή στο χωριό Λουσικό με το αρχαιολογικό εύρημα του αρχαίου Ναού [Ναός Ημερασίας Αρτέμιδας]… Μάλλον ήταν μέρος της …προίκας της…
Έτοιμα κατόπιν για το … «γνέσιμο». Με το «λανάρισμα» το πλυμένο, καθαρισμένο και φουντωτό πρόβιο μαλλί σε τούφες δένονταν πρόχειρα και τοποθετείτο στη «ρόκα» και με το χέρι -συνήθως η γιαγιά- το γνέθει. Δηλαδή το στρίβει, το μετατρέπει σε νήμα, κι αυτό συνεχόμενο απλώνεται στο δάπεδο. Μια πρώτη χειροποίητη μεταποίηση είναι γεγονός.
Η ρόκα που σας δείχνω ήταν της γιαγιά μου Αικατερίνης ή «Τάκενας»…
Εάν το «γνέσιμο» δεν γινόταν συνεχώς, τότε το νήμα γινόταν κουβάρι πριν βαφτεί και μετά πέρναγε από την «ανέμη». Αν γινόταν νήμα μεμιάς πέρναγε από την ανέμη χωρίς να γίνει πριν κουβάρι. Η ανέμη ήταν ένα εργαλείο το οποίο έπαιρνε το νήμα από το κουβάρι και το τύλιγε περιστρεφόμενη χειροκίνητα. Έτσι το νήμα μετατρεπόταν σε «κουλούρες». Οι κουλούρες του νήματος έδιναν τη δυνατότητα να βαφτεί το νήμα ομοιόμορφα, αλλά και κατόπιν να απλωθεί άνετα και να στεγνώσει.
Οι ανέμες χρησιμοποιούνταν ομοίως και για το τύλιγμα του στημονιού. Δυστυχώς ακόμα στην Κέρτεζη δεν βρήκα κερτεζίτικη ανέμη για να την φωτογραφήσω. Μέχρι να συμβεί αυτό, σας παρουσιάζω μια …γειτόνισσα ανέμη, από το σχετικά γειτονικό καλαβρυτινό Λιβάρτζι: [Ανέμη αριστερά και ανεμίδι δεξιά τυλίγουν τα μασούρια του στημονιού. Φωτοφραφία: Λευτέρης Αβραμίδης και «Το Γρέκι», και από το νεοϊδρυθέν Κέντρο Λαογραφίας και Λειβαρτζινής παράδοσης, στο Λειβάρτζι].
Η -διπλή- αυτή ανέμη βρίσκεται στο νεοαποκτηθέν λειβαρτζινό μουσείο του αργαλειού και την πήρα από άρθρο του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου.
Φάση 2η: Η ανεύρεση και συλλογή της 1ης ύλης για τη βαφή. Η βιολογική βαφή των μάλλινων νημάτων με 1η ύλη χρωμάτων από τη φύση της Κέρτεζης γινόταν στην κατάλληλη εποχή για τα αντίστοιχα χρώματα. Είχαμε κυρίως τα εξής βιολογικά υλικά:
1) Φλούδα από το «δέντρο», είδος βελανιδιάς που φύεται κυρίως στη Ντεσμένα. Δίνει ένα ανοικτό μπεζ χρώμα.
2) Εξωτερική φλούδα από ώριμα κόκκινα ξερά κρεμμύδια, που παράγονται και στην Κέρτεζη. Δίνει ανοικτό κόκκινο (προς το πορτοκαλοκόκκινο) χρώμα.
3) Φύλλο καρυδιάς ή πράσινος πολύ φρέσκος καρπός-φλούδα (ο κάμπος της Κέρτεζης είναι γεμάτος) δίνει γήινα χρώματα, προς το ανοικτό πράσινο.
4) Κυπαρισσόμηλα (καρποί κυπαρισσιών) ή βελανίδια (καρποί βελανιδιάς) -όπως και ο ευκάλυπτος που ερχόταν από αλλού- έδιναν γήινα χρώματα από ανοικτό μπεζ έως το ανοικτό καφέ.
5) Άγριες ώριμες μαργαρίτες που έδιναν ανοικτό κιτρινοπράσινο χρώμα.
6) Καρποί του θάμνου Φροξυλιά (Sambucus-Nigra), δηλαδή τα γνωστά βαθιά μπλε «μπέτσια» -φωτογραφία- που έχουν οι κήποι στις άκρες τους, τα οποία έδιναν μπορντό-κόκκινο χρώμα.
Τα ώριμα «μπέτσια» της Φροξυλιάς
7) Ρόδια (καρποί) που έδιναν ανοικτό κόκκινο χρώμα.
Τα ώριμα ρόδια της Ροδιάς (του κήπου μας, σοδειά 2015)
Φάση 3η. Η διαδικασία της βαφής. Πρόκειται για μια φάση με πολλά επί μέρους στάδια, που γίνονταν πολύ προσεκτικά το ένα μετά το άλλο.
1) Κατ αρχήν μούλιαζαν τα υλικά που έδιναν τα χρώματα
2) Σε μεγάλο καζάνι σε χλιαρό νερό μούλιαζαν οι «κουλούρες» από τα νήματα.
3) Σε άλλο μεγάλο καζάνι έβραζε νερό μαζί με τα υλικά των χρωμάτων που όταν η θερμοκρασία του έφτανε περίπου στους 80 βαθμούς Κελσίου έμπαιναν τα μουσκεμένα νήματα….
4) Η φωτιά δυνάμωνε με καυσόξυλα και όταν άρχιζε ο βρασμός, αμέσως αποδυναμωνόταν και αφηνόταν το σύστημα νερό, βιολογικά χρώματα και βιολογικά νήματα σε κουλούρες να σιγοβράζει, ώστε να μη γίνει αποσύνθεση…. Βιολογικά υλικά γαρ…
5) Μετά από σιγόβρασμα μιας ώρας σταμάταγε η φωτιά και το νερό κρύωνε σιγά-σιγά.
6) Αφού κρύωνε το νερό, με ένα ειδικό ξύλο, που χρησιμοποιούνταν μόνο για τέτοιες δουλειές στα καζάνια ή λεβέτια, πιανόταν κάθε μια χρωματισμένη κουλούρα για να πάει στον κούτουλα και να ξεβγαθεί με κρύο νερό.
7) Κατόπιν με το ξύλο αυτό πήγαινε μια μια κουλούρα σε ημισκιερό μέρος και να … κρεμαστεί… Εκεί το νερό εξατμιζόταν και στράγγιζε. Έτσι, χωρίς ο ήλιος να θερμαίνει και να ενοχλεί τα χρώματα, κάθε κουλούρα στέγνωνε ομαλά.
8) Κάθε κουλούρα κατόπιν γινόταν χρωματιστό κουβάρι, το οποίο τοποθετείτο σε καλάθια ντόπια…
9) Από τα καλάθια, μετά το στήσιμο του αργαλειού, γέμιζαν οι «σαΐτες», δηλαδή οι βέργες πάχους περ. 1 πόντους από δυνατά κερτεζίτικα ξύλα (συνήθως καστανιάς, μελιού ή σφενταμιού που ήταν δυνατά και εύκαμπτα για να μη σπάνε). Το γέμισμα γινόταν μεταξύ των δυο άκρων, ώστε να περνάνε μέσα από το στημόνι και να μπαινοβγαίνουν σ αυτό κουβαλώντας το χρωματιστό νήμα και συνθέτοντας με περίσσια τέχνη και σχέδια στο υφαντό… Τα σχέδια βέβαια ήταν το δείγμα γραφής κάθε γυναίκας, παρά και τη δυνατότητα αντιγραφών.
Β) Υφαντά
Τα νήματα μαζί με τα βιομηχανικά στιμόνια έβγαζαν υφαντές κουβέρτες, επίσημα στρωσίδια-χαλιά για το «σαλόνι», ή ανεπίσιμα για το «χειμωνιάτικο» δωμάτιο, διάδρομοι για τα «μικρά» φτωχικά χωλ ή για τα μεγάλα και «πλούσια»…
Χαλί με αρκετά κεντήματα που η θέση του είναι σε σαλόνι. Έχει ηλικία περίπου 50 ετών και έχει μια ιδιαίτερη αξία για μένα. Μου το είχε ονοματίσει η μητέρα μου…
Μικρός διάδρομος της μητέρας μου
Έργο αργαλειού στην Κέρτεζη. Στρωσίδι κι αυτό για το χειμωνιάτικο δωμάτιο, αλλά με το κλασσικό μάλλινο νήμα. Φυσικά χωρίς πολύπλοκα σχέδια.
«πάντες», δηλ. ειδικά υφαντά για τους τους τοίχους, συνήθως κατά μήκος κρεβατιού,
Κερτεζίτικο υφαντό, το είδος «μπάντα» για τοίχο, κεντιμμένο από την μαστόρισσα (+) Παναγούλα, συζ. Παναγιώτη Σακελλαρόπουλου, που βρίσκεται στο μουσείο της Κέρτεζης, πάνω στον εκεί στημένο αργαλειό.
αλλά και σακιά, τράστα, ταγάρια, κλπ..
«Ταγάρι βοσκού, γνωστό και με άλλες ονομασίες, όπως: τορβάς, βούργια, σουρούνι»
Στα χωριά χαρακτηριστική ήταν και η υφαντική στον αργαλειό, όχι με νήματα, αλλά με κομμένα παλιά ρούχα, οπότε υφαίνονταν οι κουρελούδες, χωρίς σχέδια. Τα χρώματα όμως έμπαιναν σε μια αλληλουχία και έτσι ομόρφαιναν… Έτσι με τα νηματοποιημένα παλιά ρούχα δημιουργούνταν οι γνωστές «κουρελούδες».
Το συγκεκριμένο στρωσίδι-κουρελού είναι μονό και επομένως παίζει ρόλο διαδρόμου. Δύο τέτοια, ίσου μήκους και μεταξύ τους ραμμένα, ήταν στρωσίδι δωματίου, κατά κανόνα του κερτεζίτικου «χειμωνιάτικου», που λέρωνε πιο εύκολα.
Οι κουρελούδες λόγω της χρήσης τους μάζευαν σκόνη πιο πολύ απ’ όλα τα στρωσίδια. Γι αυτό χρειαζόταν συχνό πλύσιμο…
Πλύσιμο κουρελούς σε μεγάλο κούτουλα, η οποία περιστρέφεται με ειδικό ξύλο, όπως στις νεροτριβές… Παλιά γινόταν στο ποτάμι με κόπανο ή σε νεροτριβές, αφού δεν υπήρχαν οικιακές βρύσες. Δύσκολα πλένεται στη… μπανιέρα..
Γ) Υφαντική και με τα γιδίσια μαλλιά
Η τεχνική δεν έχει και μεγάλη διαφορά στη διαδικασία, αλλά στο αποτέλεσμα. Έτσι είχαμε το «σάϊσμα» ή «κοζιά» ως στρωσίδι ή σκέπασμα και την «κάπα» ή «καπότα» που ήταν ρούχο με κουκούλα και πανωφόρι και Φοριέται τους χειμερινούς μήνες..
Στα παλιά σπίτια και στα μαντριά, που το κρύο ήταν ανυπόφορο, ήταν μια καλή λύση παρότι λίγο ενοχλητική. Το υφαντό με γιδίσια μαλλιά έχει τρία ειδικά χαρακτηριστικά:
1) Είναι πιο φουντωτό, πιο παχύ και πιο βαρύ, αφού το νήμα του δεν είναι τόσο λεπτό, όσο το πρόβειο.
Το «σάϊσμα» αυτό βρίσκεται στο μικρό Μουσείο της Κέρτεζης και φυσικά έχει κατασκευαστεί σε κερτεζίτικο αργαλειό.
2) Είναι σχετικά αδιάβροχο μετά το τρίψιμο με χλιαρό νερό ή με τη διαδικασία της νεροτριβής και γι’ αυτό έτσι φτιάχνονταν οι «κάπες» για τους τσοπάνηδες… Η κάπα, χοντρό πανωφόρι, ήταν υφασμένη από τραγόμαλλο.
«Ήταν μονοκόμματη σε σχήμα τσουβαλιού, ανοιχτή μπροστά. Μεταξύ των ώμων ήτανε ραμμένη. Έχει σχήμα παλτού με κουκούλα στο κεφάλι. Ζέσταινε τον τσοπάνη και τον προφύλασε από τη βροχή, το χιόνι και το κρύο. Επίσης πάνω της κοιμόταν και ξεκουραζόταν».
3) Καίγεται πιο δύσκολα και γι αυτό προτιμάται μπροστά από τα τζάκια…
Δ) Το στήσιμο του αργαλειού
Αφού λοιπόν βάφτηκαν τα νήματα, έρχεται η ώρα να στηθεί ο αργαλειός (στο κατώι όταν έρχεται χειμώνας ή σε καμιά ταράτσα αν είναι ανοιξιάτικος ή σε κάποιο βοηθητικό χώρο). Ο αργαλειός στήνεται σε δυο φάσεις:
1η φάση: Το στήσιμο των μερών του αργαλειού. Παρατηρούμε τις δυο βάσεις που έχουν στηθεί παράλληλα (όπως είδαμε και με το προσωρινό στήσιμο στην αυλή στην οικία της (+) Μαρίας συζ. Αθανασίου Σκαμβούγερα) με άπλετο φως.
Οι δυο βάσεις κατ’ αρχήν ενώνονται μπροστά και πίσω με τα δυο «αντιά» στα οποία έχει περιτυλιχθεί το κόκκινο «στημόνι», μέσα από το οποίο περνάνε οι «σαΐτες» με τα νήματα κάθετα. Κατόπιν στερεώνεται ψηλά, στο μέρος που κάθεται η υφάντρα, το «ξυλόκτενο» σχήματος Π, από το οποίο (κρέμεται) το «χτένι». Αυτό είναι ενσωματωμένο στο πάνω και κάτω μέρος εντός μιας ξύλινης «θήκης» ειδικού σχήματος από ένα ζεύγος περιποιημένων ξύλων. Μέσω της «θήκης» χτύπαγε (η υφάντρα) το νήμα ώστε να σφίγγουν τα νήματα το ένα με το επόμενο στο υφαντό.
Στον συγκεκριμένο αραγλειό το χτένι είναι κατασκευασμένο από τεντωμένο από σπάγγο. Υπάρχουν και με ψιλά καλάμια. Χτένι κατασκευασμένο από λεπτά καλάμια ανάμεσα στα δυο παράλληλα ξύλα της βάσης τους. Πρόκειται για την 2η εκδοχή του παραδοσιακού χτενιού. Το 1ο ήταν με τεντωμένο σπάγκο αντί με λεπτά καλάμια.
Το χτένι αυτό ήταν της (+1975) μητέρας μου Γαρουφαλιάς… Το έχω κι αυτό ως ενθύμιο αγάπης…
Τα τελευταία χρόνια κατασκευάστηκαν και χτένια από τεντωμένο σύρμα, αλλά είχαν το μειονέκτημα του σκουριάσματος…
Βάση αργαλειού και πάνω της «μιτάρια», ενώ κάτω «χτένι» από (σκουριασμένο λόγω αχρησίας) σύρμα. Ανήκει στην (+) ‘Ολγα, σύζ. Αθανασίου Σκαμβούγερα. Φωτογραφία στην οικία της με προσφορά του γιού της Κώστα.
Μετά ακολουθούσαν τα δυο «μιτάρια», μέσα από τα οποία πέρναγε επίσης το στημόνι, όπου με τα πετάλια που ενώνονταν με τα καρούλια, σταύρωναν το στημόνι, ώστε να περάσει η νέα σειρά νήματος με τις γεμάτες παράλληλα με νήμα «σαΐτες».
Όμως μπορείτε να παρατηρήσετε, σας δείχνω ένα μονό «μιτάρι», το οποίο είναι τοποθετημένο όρθιο για να δείχνει καλύτερα το εσωτερικό του. Παρά το φαινομενικά περίπλοκο των σπάγκων του, πως αποτελείται από δυο μέρη: Το πάνω και το κάτω.
Το ένα από τα δυο μιτάρια από τον αργαλειό της γερόντισσας θείας μου Βάσως. Το φυλάσσουν στην αποθήκη της τα παιδιά της…
Από τα μέρη αυτά περνούσε κατά το στημόνιασμα μεθοδικά και ανά ένα πέρασμα το κόκκινο στημόνι και αλληλοπλεκόταν -με τα πετάλια να ανεβοκατεβάζουν αλληλλοδιαδοχικά από τα καρούλια τα μιτάρια και μέσω αυτών τις κλωστές του στημονιού.
Τα «καρούλια» στην πραγματικότητα είναι ένα ειδικό ζεύγος απλής μηχανής της φυσικής που λέγεται «τροχαλία».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη δύναμη στην πατούσα της υφάντρας πάνω στα «ποδαρικά» (πετάλια), μέσω ειδικών σπάγκων που διέρχονται τα καρούλια ανεβοκατεβαίνουν τα μιτάρια και αλλάζουν εναλλάξ τη σειρά των κλωστών του στημονιού, ώστε να στερεώνεται το διερχόμενο νήμα.
Τα «καρούλια» που βλέπουμε, είναι μέρος από τον αργαλειό του μικρού μουσείου της Κέρτεζης (με το λίγο ακόμα φωτισμό)…
Το αντί, κοντά στα κάθισμα της υφάντρας, ενωνόταν με το χτένι με τις δεξιά και αριστερά … ξύλινες «κουρούνες»… και με ειδικό καμπύλο ξύλο που ενώνει το πίσω αντί με την βάση, συνήθως στην αριστερή μεριά, όπως κάθεται η υφάντρα, ώστε να σταθεροποιείται το αντί κατά περιόδους ύφανσης. Όταν η ύφανση φτάνει κοντά στο χτένι στρίβει το αντί κατά 900, στερεώνεται πάλι και αρχίζει νέα περίοδος ύφανσης.
2η φάση: Το στημόνιασμα. Μια επίπονη, λεπτή διαδικασία, όπου μια ομάδα ειδικά εξειδικευμένων με δεξιότητα γυναικών έπρεπε να περάσει μια-μια κλωστή του στημονιού από ένα πέρασμα του χτενιού και μετά του μιταριού. Και κατόπιν από το διπλανό, κ.ο.κ. Και όλο το στημόνι να περνά από τα δυο αντιά…
Δείτε σε πιο φωτεινή μορφή και περισσότερο περιποιημένο αργαλειό, με αριθμημένα τα διάφορα μέρη του, στημένο στο γειτονικό Λιβάρτζι. Πάντως και εδώ φαίνεται ότι δεν κατάφεραν να κάνουν κανονικό στημόνιασμα…
Ε) Κάποιες κερτεζίτικες υφάντρες
Όπως θα είδατε κατά την ανάπτυξη του θέματος, αναφέραμε και κάποιες υφάντρες, τις οποίες αναγκαστικά ξεχωρίζουμε: Την Θεοδώρα, σύζ. Δημητρίου Χαραλ. Βορύλλα που έχει τοποθετήσει τον αργαλειό της στο Μουσείο της Κέρτεζης, την (+) Παναγούλα, Σύζ. Παναγιώτη Γεωργ. Σακελλαρόπουλου που έχει δωρήσει υφαντά στο Μουσείο, την (+) Μαρία, σύζ. Αθανασίου Σκαμβούγερα της οποίας τον αργαλειό στήσαμε στην αυλή της οικίας της με το γιο της και την Βασιλική, σύζ. Ηλία Γρηγ. Μπούρδαλα, της οποίας δείξαμε το «μιτάρι». Ομοίως θυμίζουμε την γιαγιά μου (+1987) Αικατερίνη-«Τάκενα», σύζ. του Παναγιώτη Γεωργ. Μπούρδαλα (+1967), της οποίας δείξαμε τα λανάρια και τη ρόκα.
Στο σημείο αυτό οφείλω να υμνήσω και την αγαπημένη μου μητέρα Γαρουφαλιά (+1975), το γένος Σοφοκλή Αλεξοπούλου (+1989) που το χειμώνα στο «κατώι» και με σύντροφο ένα πρόχειρο μαγκάλι κοντά στα πόδια εργαζόταν πυρετωδώς. Πολλές φορές ήμουν κοντά της παρακολουθώντας τόσο την τέχνη του αργαλειού, όσο και ακούγοντας την γλυκιά φωνή της στο γνήσιο δημοτικό τραγούδι που ήταν πλούσιος γνώστης…
Πληροφορίες: Ανδρονίκη Γεραμάνη, σύζ. Νικολάου Ιω. Σαμαρτζόπουλου, Κώστας Σωτ. Τριπολιτσιώτης, Παναγιώτης Αθαν. Τριπολιτσιώτης, Κώστας Αθαν. Σκαμβούγερας και ο υποφαινόμενος.
Πηγές: http://users.sch.gr/vaxtsavanis/tsopanis.html, http://www.kalavrytanews.com/2014/10/EXOPLISMOS-TSOPANH.html, http://www.kalavrytanews.com/2013/12/blog-post_4147.html.
ΧΙ) Τα ραφτάδικα
α) Το ραφτάδικο του «Κοτσολή», δηλαδή του Γεωργίου Αθαν. Χασαπόπουλου (+1971).
Το 1ο ραφείο ήταν στο ισόγειο της οικίας του (+) δασκάλου Γεωργίου Κόντη επί του κεντρικού δρόμου, στο μέσον της κερτεζίτικης αγοράς. Δίπλα του λειτουργούσε αρχικά και το κουρείο του Ιωάννου Σαμαρτζόπουλου/«Κάκη». Πιθανά ήταν εκεί μέχρι το 1953. Έως το 1949 ήταν συνεργάτες με τον αδελφό του Φώτη (+1949). Έραβε κυρίως κοστούμια, παντελόνια και σπανιότερα παλτά.
Η φωτογραφία βεβαίως είναι του 2015 και η οικία ανήκει σε εγγονή του μακ. δάσκαλου… Φυσικά και αυτό ήταν στο δρόμο της κεντρικής αγοράς της Κέρτεζης….
Μετακόμισε προσωρινά στο ισόγειο της οικίας Ιωάννου Αθαν. Αλεξόπουλου-«Γιάννη Μυρούδα» (+2002), το οποίο αποτελεί σήμερα της συζύγου του Γεωργίας. Κατόπιν και μέχρι να κλείσει οριστικά μετακόμισε στο ισόγειο επί του κεντρικού δρόμου της οικίας Ανδρέου Χασαπόπουλου (+ 1979) ακριβώς μετά την πλατεία.
Σήμερα αποτελεί οικία του εγγονού του Παναγιώτη Σπ. Χασαπόπουλου
Πήρε το χώρο που άφησε το Ταχυδρομείο-Τηλεγραφείο που πήγε στο ισόγειο της οικίας Μιχάλη Παπαχρυσάνθου (+ 1987). Δίπλα παρέμεινε το περίπτερο του Ανδρέα Χασαπόπουλου, που πουλούσε λαχταριστές καραμέλες και …τσιγάρα.
Πληροφορίες: Δημήτριος Ανδρ. Νικολάου, Αθανάσιος Χρ. Χασαπόπουλος.
β) Οι επτά τελευταίες μοδίστρες της Κέρτεζης και μία προκατοχική.
Η Κέρτεζη ήταν ξακουστή για τις σπουδαίες της Μοδίστρες εκτός από τους ράφτες. Το πολυπληθές του χωριού και η δυσκολία προμήθειας ετοίμων ενδυμάτων ήταν οι δυο βασικοί λόγοι. Ίσως λόγω της αγροτικής και πατριαρχικής δομής της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να έχουν σε δημόσιο χώρο ραφτάδικα, όπως οι άνδρες. Τα είχαν σε ειδικό χώρο στις οικίες τους. Όμως ήταν περιζήτητες και οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν οι κύριοι πελάτες τους. Προσωπικά ενθυμούμε ως παιδί επισκέψεις στην 2η και 3η μοδίστρα κατά σειρά.
Μια παλιά ποδοκίνητη ραφτομηχανή ίδιας μάρκας με τις αυτές που δούλευαν ράφτες και μοδίστρες της Κέρτεζης: Singer 1920… που βρήκα στα διαδίκτυο…
Ι) Η μοδίστρα Ντίνα Τζένου – Μπούρδαλα (+2006), σύζυγος κατόπιν του Γεωργίου Γρηγ. Μπούρδαλα (+2010) έραβε στο Τζενεϊκο σπίτι, πάνω από το Κεφαλόβρυσο. Συνέχισε και μετά το γάμο στα Μπουρδαλέϊκα, μέχρι να αναχωρήσουν για το εγχείρημα στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας το 1954. Φημιζόταν για την ραφή με τη γνωστή ραπτομηχανή χωρίς πατρόν! Έραβε γυναικεία και ανδρικά ρούχα. Απέκτησε νωρίς τέτοια φήμη, ώστε απέκτησε και μαθήτριες.
ΙΙ) Η Μοδίστρα Βαγγελιώ (Ευαγγελία) Κοσμοπούλου (+1969). Έραβε δίπλα από παλιό Σχολείο του Στριφτόμπολα, στο ισόγειο της οικίας Κοσμόπουλου. Ήταν πολύ καλή μοδίστρα και εκμεταλλεύονταν κάθε κομμάτι υφάσματος, αφού τα μικρά τα έκανε παιδικά. Πληρωνόταν σε είδος. Έραβε τουλάχιστον τις δεκαετίες 1950 και 1960.
Η ανακαινισμένη οικία «Κοσμόπουλου» που στο ισόγειο, τις δεκαετίες 1950 και 1960 δρούσε η ξακουστή μοδίστρα Βαγγελιώ!!! Την ενθυμούμαι καλά ως παιδί
ΙΙΙ) Φωφώ (Ευφροσύνη) Σπανού-Παπαδοπούλου (+2005). Έραβε επί πολλές δεκαετίες και τουλάχιστον εντατικά τις δεκαετίες 1950, 1960, 1970 και 1980. Οι εργασίες της γίνονταν στο «Σπανέϊκο» σπίτι επί πολλά χρόνια, κυρίως πριν παντρευτεί σε σχετικά μεγάλη ηλικία τον ταχυδρόμο του χωριού Δημήτριο Παπαδόπουλο (+1996). Πληρωνόταν με χρήματα. Είχε καλή φήμη. Την ενθυμούμαι καλά και ως παιδί.
ΙV) Φωτεινή Σωτ. Τριπολιτσιώτη. Ήταν κι αυτή μια από τις μαθήτριες της Ντίνας Τζένου, συζ. Γεωργίου Γρ. Μπούρδαλα. Έραβε λίγα χρόνια στην Κέρτεζη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως το 1962 στα «Τριπολιτσοτέϊκα». Έραβε και σε είδος και με χρήματα τα πάντα. Παντρεύτηκε στο Λεχούρι, όπου έμεινε και έραβε κι εκεί για ένα έτος. Μετά έφυγε οικογενειακά για Αθήνα, και η ραπτική ατόνησε.
V) Η Ευτυχία (+), σύζ. Κωνσταντίνου Σωτ. Τριπολιτσιώτη. Δίπλα ακριβώς στην προηγούμενη μοδίστρα μεγάλωνε και η Ευτυχία, η οποία έμαθε την τέχνη. Απέκτησε τη δική της ραπτομηχανή Singer και έραβε ερασιτεχνικά για την οικογένειά της. Ευτυχίσαμε να έχουμε γνήσια φωτογραφία της μηχανής της που διατηρεί και μας παρέδωσε ο γιος της Σωτήρης.
Συνοπτικά λοιπόν μας γράφει: «Την χρησιμοποιούσε μόνο για ψιλοραψίματα της οικογένειας … Δεν ξέρω ποιος της την έδωσε… Ίσως η μάνα της, η γιαγιά μου η Βασίλω του Καλαμαριά…».
Και επειδή ακόμα δεν βρήκε το νέο της «αφεντικό» συμπληρώνει: «Η σημερινή της χρήση… Το πριν και το μετά…!!!»:
VI) Η Κουφοπούλου ή «Καρκαβελού», χωρίς περισσότερα στοιχεία (όσοι γνωρίζετε ενημερώστε με να τα προσθέσω). Έραβε τις δεκαετίες 1950 και 1986 στην οικία τους στο κέντρο του χωριού.
VII) Η Μαρία, σύζ. του Χρήστου Κωνστ. Οικονόμου. Ήλθε το ζεύγος από Αυστραλία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Δεν γνωρίζω αν ράβει μέχρι σήμερα στην οικία τους, στα «Παναγουρέϊκα» σε εποχή με ηλεκτρικό ρεύμα…
Οικιακή μηχανή ραπτικής, η οποία όμως έχει … μεταλλαχθεί να δουλεύει με ηλ. ρεύμα, από την προγιαγιά της συζύγου μου Ιωάννας.
VIIΙ) Η (+) Σοφία, μητέρα του Αναστασίου Γεωργ. Λεχουρίτη.
Η εν λόγω ράφτρα γεννήθηκε το 1889 στην Κέρτεζη, το γένος Χαραλαμπόπουλου/«Ντόσκα». Πήγε στα πλαίσια της τότε μεγάλης μετανάστευσης ελλήνων (και κερτεζιτών) στις ΗΠΑ σε ηλικία κάτω των 20 ετών. Επέστρεψε το 1910 στην Κέρτεζη. Από την Αμερική έφερε μαζί της την ραπτομηχανή Singer, μέρος της οποίας σώζεται, όπως δείχνει η επόμενη φωτογραφία.
Η φωτογραφία λήφθηκε στις 11-09-2016 στην ισόγεια αποθήκη του γιου της Αναστασίου Γεωργ. Λεχουρίτη, ο οποίος διηγήθηκε και την ιστορία της.
Σταμάτησε το επάγγελμα στην κατοχή, όταν οι νέες ράφτρες μπήκαν στο επάγγελμα. Μία από τις μεγαλύτερες απ’ αυτές την είχε μαθήτρια. Πιθανά την Ντίνα Τζένου-Μπούρδαλα.
Πληροφορίες: Γρηγόριος Γεωργ. Μπούρδαλας, Δημήτριος Παν. Τζένος, Ζωή συζ. Σωτηρίου Σπανού, Κώστας Σωτ. Τριπολιτσιώτης, Δημ. Αναστ. Τζένος, Καλυψώ Κοσμοπούλου, Κώστας Ιω. Γιαννόπουλος, Σωτήριος Κωνστ. Τριπολιτσιώτης, Αναστάσιος Γεωργ. Λεχουρίτης. Πηγή: http://johnantiques.weebly.com/
* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη. Είναι πτυχ. θεολογίας και εργάζεται ως φυσικός στην β/βάθμια εκπ/ση. Είναι συμμέτοχος σε συνδικαλιστικές και πολιτισμικές συλλογικότητες. e-mail: pmkas2004@yahoo.gr
05 Οκτώβρη 2015. Συμπληρώσεις: 13/10/2015. Τελευταία ενημέρωση: 12-03-2018.
Συνέχεια στις: