Ασυμβίβαστοι συμβιβασμοί: Το ψάρι βρομάει από το… κεφάλαιο

Ασυμβίβαστοι συμβιβασμοί*

Του Γιάννη Στρούμπα

            «Εν αρχή/ ην η αναρχία/ και στο τέλος/ μάντεψέ το.» Με μία «Μαντεία» –ο τίτλος του ποιήματος– τοποθετημένη όχι στην αρχή, ούτε στο τέλος, μα περίπου στο μέσον της ποιητικής του συλλογής «Το ψάρι βρομάει από το… κεφάλαιο», ο Θωμάς Βουγιουκλής αντικαθιστά τον ένθεο λόγο, τη δύναμη της λογικής που συνέχει το σύμπαν, από τη δίσημη αναρχία, προκαλώντας τους αναγνώστες του να προβλέψουν το μέλλον και το τέλος. Μεταξύ της αναρχίας, δηλαδή της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης, και της ανυπαρξίας ξεκινήματος (αναρχία < α στερητικό + αρχή), που υπονομεύει την ίδια την έναρξη του «Εν αρχή», ο Βουγιουκλής θεμελιώνει τη σκωπτική κι ανατρεπτική του διάθεση, η οποία εκτείνεται από την αμφισβήτηση του συνολικού κοσμικού οικοδομήματος μέχρι του εαυτού του και της ποίησής του, ακυρώνοντας τις βεβαιότητες.

Γιατί δεν είναι μόνο η ανυπαρξία ξεκινήματος που ακυρώνει το αντίστοιχο συμπαντικό, ως πλάση ενός υπέρτατου Δημιουργού· είναι και το ξεκίνημα της παρούσας ποιητικής συλλογής («Άβουλη συμβουλή»), που υποδεικνύει ότι οι διακινούμενες απόπειρες ώστε να πειστεί κανείς όχι να χάσει, παρά να αλλάξει την πίστη του, φανερώνουν πως δεν υπάρχει κάποια αληθινή, αδιαμφισβήτητη θρησκευτική πίστη, αλλά κάποια που διαρκώς μεταβάλλεται, καθώς πατρονάρεται κι επιβάλλεται στους ανθρώπους από τις άρχουσες τάξεις. Κι αν, πάλι, ισχύει η συγκεκριμένη διαπίστωση, η παρότρυνση προς τη θρησκευτικής υφής «μαντεία» εκ νέου υπονομεύεται, προδιαγράφοντας τη ματαιότητα των πραγμάτων.

            Γύρω από αυτόν τον πολύπλοκο συνδυασμό των ασυμβίβαστων συμβιβασμών υφαίνεται διαρκώς η συλλογή, προσκαλώντας και προκαλώντας το πνεύμα να διακρίνει και να κρίνει καθετί πεζό· ή να το επιλέξει, εντέλει, αμφισβητώντας, ωστόσο, με την επιλογή αυτή, την πεζότητά του. «Δεν θέλω να μπω/ στον πειρασμό/ να φάω,/ άρα ας φάω/ χωρίς να μπω/ στον πειρασμό.» Άλλωστε, εκτός από βιοτική ανάγκη, το φαγητό είναι κι απόλαυση· οπότε, αν απονομιμοποιείται ο πειρασμός του, νομιμοποιείται, από την άλλη, εξίσου.

            Το παιχνίδι του Βουγιουκλή υπηρετείται από τις δισημίες στα ποιήματά του, εκούσιες ή ακούσιες. «Μπρος/ σ’ έναν τεράστιο/ μαγνήτη/ παρέμεινα ξύλο.» Όπως το ξύλο δεν είναι υλικό που έλκεται από έναν μαγνήτη, έτσι και το ποιητικό υποκείμενο δεν ανταποκρίνεται στον θελκτικό γυναικείο μαγνήτη που το προκαλεί, παραμένοντας απέναντί του αδιάφορο, όπως δηλώνει κι ο τίτλος του ποιήματος «Αδιαφορία». Πέρα, όμως, από τη συγκεκριμένη ερμηνεία, την οποία προωθεί ο τίτλος του ποιήματος, θα μπορούσε το «ξύλο» να αποδίδει τον σύξυλο, τον έκθαμβο ποιητικό ήρωα μπροστά στον γυναικείο μαγνήτη, επομένως να δηλώνεται το ενδιαφέρον κι όχι η αδιαφορία.

            Η ακούσια δισημία της προηγούμενης περίπτωσης, όσο κι αν υπερβαίνει την πρόθεση του ποιητή στο συγκεκριμένο του ποίημα, δεν απέχει από το πνεύμα της συλλογής και τις στοχεύσεις της, αφού συχνά επιδιώκονται τα πολλαπλά νοήματα, μέσω της αλλαγής στη νοηματοδότηση βασικών όρων. «Μου αρέσει/ η λέξη/ “φαρέτρα”/ γιατί έχει/ περιεχόμενο,/ αιχμηρό!», σημειώνει ο Βουγιουκλής στο ποίημα «Αιχμή». Το «περιεχόμενο» της λέξης «φαρέτρα», ως φορέας της σημασίας της, προωθείται σ’ ένα δεύτερο σημασιολογικό επίπεδο, δηλώνοντας πλέον όχι τι σημαίνει η λέξη «φαρέτρα», αλλά τα αντικείμενα που περιέχονται σ’ αυτήν, δηλαδή τα βέλη, τα οποία τοποθετούνται στο εσωτερικό της. Εφόσον, λοιπόν, τα βέλη είναι αιχμηρά, άρα και το περιεχόμενο υλικό της φαρέτρας είναι αιχμηρό. Όμως εδώ ο Βουγιουκλής ακολουθεί την προηγούμενη διαδρομή ανάποδα πια, αφού από το δεύτερο σημασιολογικό επίπεδο του υλικού αντικειμένου, δηλαδή των βελών, επιστρέφει στο πρώτο σημασιολογικό επίπεδο, που περιγράφει μεταφορικά ως αιχμηρό το περιεχόμενο μιας λέξης, δηλαδή τη σημασία της – το «σημαινόμενο», με γλωσσολογικούς όρους.

            Ο Βουγιουκλής αξιοποιεί τη γλώσσα και τους εκφραστικούς της τρόπους όχι μόνο εκμεταλλευόμενος τις πολυσημίες της μα και αναδεικνύοντας τις αλλόκοτες, ενίοτε, λειτουργίες της. «Όλη τη νύχτα/ έκλεισα/ τα μάτια μου/ αλλά/ …/ δεν έκλεισα μάτι», σχολιάζει σκωπτικά ο ποιητής στο ποίημα «Συνθήκη αναγκαία αλλά όχι ικανή», όπου επισημαίνεται χιουμοριστικά η δυναμική της γλώσσας να χρησιμοποιεί μεταφορικές εκφράσεις που νοηματοδοτούνται, περιέργως πως, αντίστροφα σε σχέση με την κυριολεκτική σημασία των όρων από τους οποίους απαρτίζονται. Έτσι η έκφραση «δεν έκλεισα μάτι», που σημαίνει «δεν κοιμήθηκα», συγκρούεται με τα κυριολεκτικά σημαινόμενα των λέξεών της, που δηλώνουν ότι το κλείσιμο των ματιών δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την κατάσταση του ύπνου, εφόσον μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια του χωρίς υποχρεωτικά να κοιμάται. Η παράξενη πορεία της νοηματοδότησης των λέξεων-σημαινόντων σχολιάζεται με τους επίσης σκωπτικούς στίχους «Αφού το ξεπεζεύω/ σημαίνει/ αφιππεύω/ γιατί το πεζεύω/ να μην σημαίνει/ ιππεύω,/ καβαλικεύω;». Κι όλα αυτά υπό τον υπονομευτικό απέναντι στη γλωσσική «λογική» τίτλο του ποιήματος «χνω = θυμάμαι», όπου σατιρίζεται ο ρόλος κι η σημασία του προθέματος «ξε-» στη λέξη «ξεχνώ» αλλά και γενικότερα σε κάποιες λέξεις.

            Η επισήμανση των αντιφατικών λειτουργιών δεν περιορίζεται από τον Βουγιουκλή μόνο στον γλωσσικό τομέα. Σε οικονομικοπολιτικό επίπεδο ο ποιητής διερωτάται «Πώς γίνεται:/ στις τράπεζες,/ οι οποίες δεν/ παράγουν έργο,/ να χρωστάμε/ ό,τι έργο/ παράγουμε;». Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον κόσμο των κοινωνικών ανισοτήτων, των αδικιών, της εκμετάλλευσης των ασθενεστέρων, σ’ αυτόν τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο όπου «Το ψάρι/ βρομάει/ από το…/ Κεφάλαιο», η «Οδηγία» του ποιητή προς άπαντες τους ναυτιλλομένους στα ρυπαρά κοινωνικοπολιτικά ύδατα είναι ο εμπαιγμός και η λωποδυσία: «Δούλεψέ μας/ να τα φας/ και κλέψε/ μην σε πιάσουν.» «Ούτως ή άλλως», σύμφωνα και με το ομότιτλο ποίημα, «Οι σωστοί,/ οι γνώστες,/ οι υγιείς και/ οι αληθινοί/ ήταν πάντα/ ισχνή μειοψηφία», στοχάζεται πικρά ο Βουγιουκλής, καταδεικνύοντας το κοινωνικό αδιέξοδο. Γι’ αυτό και δηλώνει την πρόθεσή του να συμβιβαστεί, αναιρώντας την κριτική του στο κατεστημένο: «Βαρέθηκα/ να είμαι/ αναχωρητής/ θέλω να μπω/ στο σύστημα»· αν όμως πιστεύει κανείς ότι ο ποιητής θα παραδώσει τα όπλα τόσο εύκολα, γελιέται. Το ποίημα συνεχίζεται με αναίρεση επί της προηγούμενης αναίρεσης, καταλήγοντας στο δίστιχο «να γίνω/ το σαράκι». Σαν δούρειος ίππος σκοπεύει, επομένως, ο ποιητής να αλώσει το διεφθαρμένο σύστημα, ροκανίζοντάς το με τη συνέπεια που το σαράκι ροκανίζει το ξύλο.

            Στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στις παθογένειες, ο ποιητής αναζητά με οξυδέρκεια τη ρίζα των δεινών. Ένα βήμα προς την απελευθέρωση από τις εξωτερικές εξαρτήσεις είναι η συνειδητοποίηση της κατάστασης: «Το κεφάλαιο/ δεν έχει πατρίδα/ και η πατρίδα μας/ δεν έχει/ κεφάλαιο.» Συμπληρωματικό βήμα συνιστά η απεξάρτηση από τον δανεισμό: «Δεν μου/ δανείζουν;/ Είμαι ελεύθερος!» Οι ποιητικοί στοχασμοί του Βουγιουκλή εμπερικλείουν θλίψη· μια θλίψη όμως γόνιμη, γιατί «Από τον πόνο/ πιο βαρύ/ είναι/ να μην μπορείς/ να πονάς». Το σημαντικότερο δε είναι ότι ο Βουγιουκλής πετυχαίνει να διοχετεύει στις επισημάνσεις του, ακόμη κι όταν είναι πονεμένες, μια ζωτική ενέργεια, ικανή να αναδείξει και να εκμεταλλευτεί το όποιο καλό προκύπτει από τις δυσκολίες. Η θετική αυτή αύρα ενισχύεται από τη μετατροπή της θλίψης σε αισιοδοξία και σταθερό στήριγμα στις ανθρώπινες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις, με τη βοήθεια του χιούμορ, της ειρωνείας, της λογικής.

            Αν, συνεπώς, η οικονομική κρίση υπαγορεύει ότι οι άνθρωποι οφείλουν να σφίξουν «κι άλλο/ το ζωνάρι», ο Βουγιουκλής αντιτείνει λύση αποτελεσματική προς αποφυγή της ασφυκτικής πίεσης τις… τιράντες! Κι αν το δίλημμα «ζωνάρι ή τιράντες» είναι, μέσα στην ειρωνική τραγικότητά του, πέρα από αβάσιμο, καί κάπως διασκεδαστικό, ο ποιητής έχει να συνεισφέρει κι άλλα χαριτωμένα ψευδοδιλήμματα συναισθηματικής αποφόρτισης: «Ποια βγήκε/ πιο μπροστά;/ Η γραφή/ ή η ανάγνωση;» –σ’ έναν μοναδικό συναγωνισμό του κλασικού διλήμματος «η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα;». Ανάμεσα δε στα πρόβατα και τις αγελάδες– νέο «συγκλονιστικό» δίλημμα, προκρίνονται ως καταλληλότερες για βοσκή οι δεύτερες, καθώς είναι πιο δύσκολο να χαθούν, αφού δεν μετακινούνται από τον χώρο της βοσκής· κι επιπλέον, επισημαίνουν ότι αν δεν θέλει κανείς να φορτωθεί περιττά κιλά, οφείλει να βαδίζει!

            Οι απροσδόκητες αποφάνσεις του Βουγιουκλή χαρακτηρίζονται από στοχαστική διεισδυτικότητα, που δεν περιορίζεται μονάχα στην εντύπωση ενός χιουμοριστικού, ευφυούς μα επιφανειακού σχολίου. Αντίθετα, το χιούμορ εδώ, με την καυστικότητά του, παρουσιάζει μια διακριτική αλλά σαφέστατη κοινωνική στόχευση. Όταν «Η αγάπη απ’ το/ twitter πιάνεται», δεν παρατίθεται απλώς μια ευφυής παραλλαγή του γνωστού στιχουργήματος, με στόχο να αποσπάσει ένα χαμόγελο· πολύ βαθύτερα, αποτυπώνεται η αφασία των σύγχρονων ανθρώπινων σχέσεων, δη των ερωτικών, που ’χουν μεταλλαχθεί σε ηλεκτρονικές –αν επιτρέπεται ο όρος– «κυβερνοσχέσεις», ρομποτικές, μηχανικές, ψεύτικες. Περαιτέρω, το «ασφαλέστερο/ πέσιμο/ είναι/ από τα/ σύννεφα» όχι επειδή είναι μεταφορικό, συνεπώς δεν αποτελεί πραγματική απειλή, αλλά επειδή αφορά μια σχηματισμένη εντύπωση για κάποιους άλλους, η διάψευση της οποίας αφήνει, εντέλει, τους υπόλοιπους παγερά αδιάφορους και «ασφαλείς» στην ιδιώτευσή τους. Ακόμη και οι νέες λέξεις που πλάθει ο Βουγιουκλής δεν στοχεύουν απλώς στις «εντυπώσεις». Τα σύγχρονα άσματα, που ’χουν μετατραπεί σε «γαυγάσματα», αναφέρονται σαφώς στη σύγχρονη υποχώρηση των αισθητικών αξιώσεων, σε μία οδυνηρή αισθητική παρακμή.

            Σ’ ένα περιβάλλον, λοιπόν, που αδιαφορεί για τις πνευματικές και τις ηθικές αξίες, εμφανίζοντας ως προτεραιότητά του την ύλη και την «κατανάλωση» του ομότιτλου ποιήματος, οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες. Η έκπτωση είναι τέτοιου βαθμού, ώστε, παρά το γεγονός ότι το κοινωνικό σύνολο φέρεται να διεκδικεί μονάχα το ευτελές, δεν κατορθώνει να πετύχει ούτε καν αυτό: «Θέλω να ψωνίσω/ αλλά δεν βρίσκω/ σβέρκο!» Στην παρανοϊκή τούτη έκπτωση, ο ποιητής έρχεται να διεκδικήσει το «φυσιολογικό»: «Το φυσιολογικό/ που έγινε/ στόχος.» Το φυσιολογικό που μπορεί να κατανοηθεί σαν πολύτιμο, μόνο όταν το αφύσικο καταντά συρμός. Κι αυτό το φυσιολογικό όχι απλώς το διακονεί ευδοκίμως με όλα του τα ποιητικά μέσα, αλλά το εμπλουτίζει και το αναβαθμίζει με μια πληθωρική ποικιλία φαινομενικά ασυμβίβαστων διαθέσεων, από την πίκρα και τη μελαγχολία ως το σκώμμα και το ευφυές παίγνιο, που αποτυπώνουν ωστόσο τις ψυχικές μεταπτώσεις του ανθρώπου και προτείνουν μια εναλλακτική, υγιή κοινωνική έκφραση.

Θωμάς Βουγιουκλής, «Το ψάρι βρομάει από το… κεφάλαιο», εκδ. Σπανίδης, Ξάνθη 2015, σελ. 122.

* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 423, 16/9/2015.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.